ὄψις ἀδήλων τὰ φαινόμενα…

 
 

Περιμέναμε να συμβεί κάτι θαυμαστό, κάτι μεγάλο.

 

Λέγαμε, θα το αναγνωρίσουμε πριν καν ενσκήψει, θα το ψελλίζουμε, θα το ανασαίνουμε σχεδόν… χωρίς να το γνωρίζουμε… θα έρχεται από μακριά, θα αναδύεται από βαθιά, θα μάς σκεπάσει σαν ουρανός και δεν θα το βλέπουμε… μα θα το νιώθουμε γιατί θα έχουμε ενδυθεί αυτό κι εκείνο θα έχει ενδυθεί εμάς…

Έτσι πιστεύαμε, έτσι λέγαμε, έτσι ονειρευόμασταν… κι ονειρευόμασταν συχνά… κάθε βράδυ σχεδόν κι έπειτα, όλη την ημέρα… ονειροπολούσαμε, τραγουδούσαμε, ψέλναμε ή θρηνούσαμε…

Γιατί κάτι παράξενο, κάτι μοναδικό είχε συμβεί και η αθάνατη ψυχή μας το γνώριζε… η απώλεια… το είχαμε κιόλας χάσει… κάποτε το είχαμε και το χάσαμε… ο νους δεν γνώριζε, ο νους αγνοούσε… η καρδιά το γνώριζε, η καρδιά ποτέ δεν αγνοεί ό,τι είναι φτιαγμένο από καρδιά…

 

Περιμέναμε να συμβεί κάτι θαυμαστό, κάτι μεγάλο. Και αυτό είχε γεννηθεί κι είχε πεθάνει ήδη. Πριν από μας. Πριν καν υπάρξει οτιδήποτε.

 

Πονούσαμε. Πονούσαμε πολύ που το σώμα προδόθηκε, ο νους λάθεψε… είχαμε ξεχάσει την καρδιά… ποτέ δεν ακούσαμε την καρδιά… ζούσαμε με τα νεφρά, ζούσαμε με τη σάρκα, ζούσαμε με την Μεγάλη Πνοή αλλά… όχι και με την καρδιά…

Ζούσαμε σε ένα σύμπαν ολομόναχοι και πιστεύαμε πως όλοι αυτοί τριγύρω ήταν ζωντανοί… δεν βλέπαμε… κοιτάζαμε με το νου, ήμασταν τυφλοί με την καρδιά…

Πλανηθήκαμε…

 

Περιμέναμε αναρίθμητες αιωνιότητες κάτι να συμβεί. Κάτι θαυμαστό, κάτι μεγάλο.

 

Δεν καταδεχθήκαμε ποτέ να ‘διαβάσουμε’ τα αόρατα, τα αψηλάφητα, τα ονειρόχτιστα και σκιώδη… φοβόμασταν… φοβόμασταν να ζήσουμε.

Δεν γείραμε το κεφάλι να μετρήσουμε βήματα, να δούμε τα γεώδη, να οσμιστούμε τα χοϊκά… ήμασταν ψηλά εμείς, ήμασταν αιθέριοι, υψιπέτες, επηρμένοι…

Δεν δώσαμε σημασία στα σημεία, στους οιωνούς, στα δρώμενα των ιερών ωρών, των μεγάλων ημερών… ήμασταν επιστήμονες εμείς και επιστατούσαμε το στέρεο, το κραταιό, το έμπεδο, το ακλόνητο.

 

Περιμέναμε κάτι να συμβεί, κάτι θαυμαστό και μεγάλο.

 

Και ήρθαν οι εποχές που μάς προσπερνούσαν οι θύελλες, μάς περιφρονούσαν οι κεραυνοί, μάς διαπερνούσαν οι φλόγες… κι εμείς ανέγγιχτοι, ακέραιοι, αλώβητοι στεκόμασταν και ανώλεθροι και απορούσαμε…

Απορούσαμε και θρηνούσαμε… θρηνούσαμε γιατί δεν πεθαίναμε.

Δεν μπορούσαμε να πεθάνουμε…

Και τότε καταλάβαμε, τότε κατανοήσαμε…

 

Εκείνο που περιμέναμε, ήταν ο θάνατος κι αυτός δεν ερχόταν.

 

Ζούσαμε πεισματικά, ζούσαμε σαν από θράσος.

Ζούσαμε όχι από τόλμη αλλά από αναίδεια και οίηση.

Ζούσαμε όχι γιατί το αξίζαμε, γιατί το’χαμε κερδίσει.

Ζούσαμε σαν από λάθος, σαν από κοσμικό σφάλμα… σαν από… συμπαντική παραγνώριση…

 

Μάς είχαν ολότελα ξεχάσει!

Και ο πανικός μάς τύλιξε και ο τρόμος πως θα ζήσουμε αιώνια περιμένοντας εκείνο που ποτέ δεν θάρθει.

Να είμαστε ολοζώντανοι και όμως ξεχασμένοι.

Νεκροί ζωντανοί που περιμένουν επιτέλους μια συμπόνια.

Ένα βλέμμα καταδεκτικό, ένα τρυφερό χάδι του Αχανούς.

 

Ζωντανοί που λησμονήθηκαν στην αέναη περιδίνηση μιας αόρατης θύελλας.

Ζωντανοί που δεν μπορούν πια να γευτούν, να ερωτευτούν, να αγγίξουν, να βιώσουν…

Ζωντανοί υγιέστατοι και θαλεροί, ακμαίοι και ρωμαλέοι που ικετεύουν τον Άδη να τους σπλαχνιστεί.

 

Ζωντανοί που ως και ο θάνατος τους γύρισε την πλάτη.

 

Περιμένουμε κάτι να συμβεί.

Κάτι μεγάλο.

Κάτι θαυμαστό…

 

Κι όχι πια γύρω μας…

Δεν θα έρθει από μακριά… δεν θα μάς τυλίξει σαν ουράνιο σεντόνι…

 

Γιατί αυτό γεννιέται μέσα μας…

και μέσα μας πεθαίνει…

 

 

Stairway in the alley

Nicodemo Quaglia