Ενδοχώρα
Ο Κήπος της Τρυφής
Δεν υπήρξε Ημέρα που να γεννηθεί χωρίς την προσδοκία της Νύχτας.
Μέσα από την Ημέρα ψηλαφούμε τα ίχνη Σου.
Μέσα από τη Νύχτα φιλοτεχνούμε το μύθο Σου.
Ο ημέριος λογισμός μας μοιάζει με διστακτικό βηματισμό νηπίου προ της στερέωσής του.
Ο νύχτιος λογισμός έγινε η αναπνοή του είναι μας.
Την ημέρα δεν ακούμε την καρδιά μας καθώς ο νους φωνασκεί και επαίρεται. Θορυβεί και μεγαλαυχεί.
Τη νύχτα συντονίζουμε όλοι τους παλμούς της καρδιάς μας. Και κλείνουμε μέσα μας τις ατμώσεις του είναι μας.
Τις ημέρες καταστέλλουμε τα πάθη και ονειρευόμαστε το αεί.
Τις νύχτες φορούμε το μανδύα της σάρκας μας και οργώνουμε το νυν.
Είμαστε μια αδελφότητα.
Ό,τι έχουμε είναι κοινό.
Ό,τι βλέπουμε είναι κοινό.
Ό,τι αγνοούμε είναι κοινό.
Είμαστε η νεοπαγής κοινότητα των πρώτων ανθρώπων που ιχνεύουν το δικό Σου βλέμμα πάνω στο χώμα, στις σκιές των δέντρων, το μουρμουρητό των ποταμών, τις κατεβασιές των ανέμων, τις πτυχώσεις του ήλιου πάνω στο ίδιο μας το σώμα.
Είμαστε κι εμείς ένα μεγάλο σώμα. Πορευόμαστε όλοι μαζί, δαπανούμε το αχνιστό μας αίμα μας, λογιζόμαστε το σπέρμα μας, φοβόμαστε το πέρας αυτής της διαδρομής.
Θα είναι σύντομη;
Θα είναι μεγάλη;
Θα είναι επώδυνη;
Θα είναι μάταιη;
Ζούμε φιλοξενούμενοι στον Κήπο Σου.
Όλα είναι όμορφα εδώ και όλα άγνωστα. Εμείς τα ονοματίζουμε την κάθε μέρα και επαναλαμβάναμε στα παιδιά μας τα ονόματα τις νύχτες.
Όλα είναι πλούσια εδώ.
Όλα δικά μας.
Και όλα δάνεια.
Όλα για μας.
Και όλα ξένα.
Ο Κήπος αυτός υπήρξε το λίκνο μας.
Δίχως εμάς όμως είναι απλά ένας ολάνθιστος τάφος.
Αυτανάφλεξη
Το ξέραμε, το νιώθαμε, το έφερνε ο αέρας στα ρουθούνια μας. Κάτι άλλαζε. Κάτι νέο γεννιόταν. Κάτι διαφορετικό.
Όχι έξω από μας.
Μέσα μας.
Τα σωθικά μας έβραζαν από καιρό. Οι καρδιές χτυπούσαν διαφορετικά και συντονίζονταν μυστικά και αθέατα. Όλα συμμετείχαν σε αυτό.
Όλα.
Ήρθε το πρωινό που συνέβη η πρώτη ανάφλεξη.
Ακολούθησε η επόμενη κι έπειτα όλες οι άλλες.
Δεν έμεινε κανείς αμέτοχος στο φαινόμενο. Κανείς δεν το αρνήθηκε, κανείς δεν το απέρριψε, κανείς δεν το απεμπόλησε.
Μας σάρωσε μια πύρινη θύελλα που γέννησαν τα έγκατά μας.
Και μας έκαψε.
Κάποιοι δεν άντεξαν. Απανθρακώθηκαν, έγιναν ολοκαυτώματα, είδαμε την πυρρά τους να υψώνεται στον ουρανό.
Δεν πέθαναν. Δεν μπορούσαν να πεθάνουν.
Είχες απαγορέψει το θάνατο.
Έσβησε όμως το πνεύμα τους.
Θόλωσε το φρόνημά τους.
Μολύνθηκε το νερό που ποτίζει τις ψυχές τους.
Οι περισσότεροι επιβίωσαν.
Νέοι άνθρωποι γεννηθήκαμε μετά απ’όλο τούτο.
Πιο δυνατοί.
Σκεπτόμενοι.
Πιο συμπαγείς.
Ανάλγητοι.
Οι αισθήσεις μας οξύνθηκαν.
Οι λογισμοί μας εκλεπτύνθηκαν.
Έχουμε ερωτήματα.
Έχουμε λέξεις.
Έχουμε αφηγήσεις.
Έχουμε χρόνο.
Έχουμε ανησυχία.
Όλα τούτα είναι αληθινά;
Ή είναι απλά μια πελώρια πλάνη;
Υπάρχεις;
Υπάρχουμε;
Ή ως και το είναι αποτελεί μια λαίλαπα πλάνη;
Πέρα από την ακτή που μάς άφησες μια μέρα, τώρα γνωρίζουμε πως υπάρχει και ενδοχώρα.
Η Μέθεξη του ΑντιΚειμένου
Κάποτε θα γινόταν.
Τώρα το γνωρίζουμε. Μετά τη σπλαχνική και συνάμα τραυματική ανάφλεξη, το γνωρίζουμε.
Κάποτε θα συνέβαινε.
Δεν ήμασταν μόνοι μας στον Κήπο. Αυτό ήταν το πρώτο Σου ψέμα.
Μαζί μας ζούσε και ο ΑντιΚείμενος.
Δεν ήμασταν ελεύθεροι στον Κήπο. Αυτό ήταν το δεύτερό Σου ψέμα.
Δεν είχαμε Βλέμμα. Κι αυτό ήταν το τρίτο Σου ψέμα.
Τους πρώτους που επισκέφτηκε ο Έρπων ήταν οι ονειρευτές. Στοίχειωσε τον ύπνο τους, λέρωσε τα αγγίγματά τους, μόλυνε τα όνειρά τους.
Τον ερωτεύτηκαν.
Έπειτα επισκέφτηκε τα παιδιά. Έπαιξε μαζί τους σκοτεινά παίγνια, χώθηκε στην καρδιά τους, συντάραξε τα θεμέλιά τους.
Τα γοήτευσε.
Ύστερα μόχλευσε τους πρεσβυγενείς από όλες τις οικογένειες. Αυτοί θα αντιμάχονταν πλέον εις το διηνεκές για τα πρεσβεία ανάμεσά μας.
Τους εξαγόρασε.
Κι έπειτα μίλησε μέσα από τα στόματα των διδασκάλων και τα τραγούδια των γυναικών. Και η φωνή του έγινε σεβαστή, μεθεκτή, το τραγούδι του πλημμύρισε το είναι μας.
Μας δηλητηρίασε όλους με βούληση, διεκδίκηση, φιλοδοξία.
Μας μέθυσε με οράματα ελευθερίας.
Μας αποκάλυψε το Βλέμμα.
Μας αποκάλυψε το Θάνατο.
Όταν μπορούσαμε πια να δούμε, να μετρήσουμε, να κατανοήσουμε την ιερή γεωμετρία, την αρχαία τάξη, τον Μυστικό Σκοπό, είχε σημάνει η δική μας ώρα.
Φεύγουμε από δω. Τούτος ο κόσμος δεν μας ανήκει. Τούτος ο Κήπος δεν είναι δικός μας. Τον ετοίμασες για μας όμως δεν τον αισθανθήκαμε ποτέ δικό μας.
Μας τον παραχώρησες όμως μας ήθελες τυφλούς και άβουλους.
Μας τον δώρισες όμως δεν μας εμπιστεύτηκες τα κλειδιά του.
Τον δημιούργησες για εμάς. Όμως δεν το έκανες από αγάπη.
Από μοναξιά το έκανες.
Από απέραντη, άχρονη, αβάσταγη, απλήρωτη, ανείπωτη μοναξιά.
Και μας έπλασες αθάνατους για να μην σου λείψουμε ποτέ.
Έξοδος
Δεν μας διώκεις Εσύ.
Εσύ παραμένεις πάντα εν σιγή.
Στην ιερή σιγή Σου ανιχνεύουμε τον πρώτο μας έρωτα.
Όμως όχι και τον τελευταίο.
Στην ιερή σιγή Σου ενδοσκοπούμε τη γέννησή μας.
Όχι όμως και το θάνατο.
Στην ιερή σιγή Σου στοχαζόμαστε τις πρωταυγές της ύπαρξης.
Όχι όμως και το λυκόφως του βίου.
Δεν μας διώχνεις Εσύ.
Αισθανόμαστε πως συμβαίνει το αντίθετο.
Θέλεις να παραμείνουμε στον Κήπο Σου.
Θέλεις να είμαστε εδώ, κοντά Σου.
Θέλεις να μας νιώθεις πλησίους στο βλέμμα Σου.
Για πάντα.
Δεν μας διώκεις Εσύ.
Φεύγουμε αυτοθέλητα.
Δεν φεύγουμε γιατί θέλουμε να ζήσουμε μακριά Σου.
Φεύγουμε γιατί θέλουμε να πεθάνουμε.
Γιατί θέλουμε να μπορούμε να πεθαίνουμε…