Ο άνθρωπος των χεριών και του πνεύματος…

Κ

άποιοι λένε πως αν θέλεις να αντιληφθείς το μέγεθός σου αρκεί να κοιτάξεις ένα βράδυ που έχει καθαρό ουρανό, το στερέωμα… να αφεθείς για λίγο, να πλανηθεί το βλέμμα σου, να βυθιστεί, να ταξιδέψει σε αυτή την ιλιγγιώδη απεραντοσύνη, να χαθεί… ποιος είσαι εσύ ανάμεσα στα δισεκατομμύρια άστρα και πλανήτες; Ποιος είσαι εσύ πάνω σε έναν ασήμαντο πλανήτη στη μέση του πουθενά που μεγαλαυχείς και επαίρεσαι για την ύπαρξή σου και ‘έχεις νεύρα’ και ‘θυμώνεις’ και ‘απαιτείς’ και ‘τιμωρείς’ και ‘διδάσκεις;’ Ποιος είσαι εσύ που χαίρεσαι, που αδημονείς, που ερωτεύεσαι, που παντρεύεσαι, που ‘προσδοκάς ανάσταση νεκρών;’… Μια ματιά στους αναρίθμητους αστέρες στο σκοτεινό θόλο αρκεί για να συντριφτεί το εγώ σου και να έρθει στα… ίσα του…

Όμως εγώ λέω πως δεν χρειάζεται καν να περιηγηθείς για λίγο στο αχανές του στερεώματος για να αισθανθείς ποιος πραγματικά και τι αληθινά είσαι… και τι δεν είσαι βεβαίως… τούτο μπορεί να γίνει κάλλιστα και με τη μελέτη της ιστορίας… και αυτό βέβαια μπορεί να σού πάρει λίγο χρόνο περισσότερο όμως κάποια στιγμή, όπως συμβαίνει και μια καλή ταινία, όταν αφεθείς στην περιπλάνηση στις εποχές, στους ανθρώπους και στις περιπέτειές τους, δεν θα θέλεις να ‘επιστρέψεις’ στο σήμερα… Κι αυτό είναι το γοητευτικό και συναρπαστικό μαζί με το ‘χθες’… σε γραπώνει τόσο γερά απ’το σβέρκο που σχεδόν αγανακτείς που πρέπει να συρρικνωθείς ξανά στις στενόχωρες ορίζουσες του ‘τώρα’…

Κάποιοι ισχυρίζονται πως είναι ‘πολύ βαρετή’ η ιστορία. Πως τα ιστορικά γεγονότα δεν τους αφορούν, ό,τι έγινε κάποτε έγινε, πάει και τελείωσε, με τα τωρινά μας χάλια να δούμε τι θα κάνουμε. Και κυρίως με το ‘αύριο’… τι θα γίνουμε και τι θα απογίνουμε… όταν έχουμε τόσες σκοτούρες με το σήμερα και το αύριο είναι δυνατόν να αφιερώσουμε χρόνο και κόπο σε μάχες και δολοπλοκίες και μηχανορραφίες και επιτεύγματα και αυτά κι εκείνα του ‘χθες;’ ‘Δεν έχω χρόνο’, μού είπε κάποτε ένας καλός μου φίλος όταν τον ρώτησα αν διαβάζει ιστορία. ‘Τρέχω, όλη μέρα τρέχω σαν τον Βέγγο για την επιβίωση, δεν αδειάζω… απορώ πού βρίσκεις εσύ την όρεξη και το χρόνο’… Αυτή τη διαφυγή στο ‘δεν έχω χρόνο’ την ακούω από παιδί. Ενίοτε πρόκειται για κάτι που έχει και οντότητα και ουσία, συνήθως αποτελεί μια μηχανική απόδραση από τη δύσκολη θέση. ‘Δεν έχω χρόνο’ σημαίνει συνήθως, ‘βαριέμαι’, ‘άσε με τώρα στην ησυχία μου’, ‘ποιος χ… για το τι έγινε κάποτε…’, ‘με μένα τι γίνεται μού λες;’. Πάει να πει πως το να μελετήσεις την περιπέτεια του ανθρώπου –γιατί αυτό είναι η ιστορία, τι άλλο;- μέσα στο χρόνο και άρα και τη δική σου, είναι μια δράση περιττή, για αργόσχολους ή εξυπνάκηδες, αυτούς που θέλουν να κάνουν τους ξερόλες. Ίσως ακόμα και για εκείνους που νομίζουν ότι θα βρουν τις απαντήσεις στο χτες ενώ οι απαντήσεις βρίσκονται στο σήμερα.

Αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος. Ευτυχώς υπάρχει και η άλλη.

Θυμάμαι τον ένα παππού μου… συχνά πυκνά τον επισκεπτόμασταν με τον αδελφό μου… ιδιαίτερα σε μέρες γιορτινές… μάς περίμενε, μας υποδεχόταν χαμογελαστός, μας περνούσε στο σαλόνι και καθόμασταν πάντα στις θέσεις μας. Ο παππούς ήταν ένας άνθρωπος ‘των χεριών’, έτσι τον έλεγα μέσα μου. Τα χέρια του ήταν δυνατά, η χειραψία του σχεδόν με έκανε να λυγίζω. Ως τα ογδόντα του χρόνια δούλευε. Ήταν ‘βαρελάς και κορδελάς’, κάποτε είχε ένα φημισμένο ‘εργοστάσιο’ στη Λεύκα. Ο παππούς δεν έφτιαχνε μονάχα βαρέλια, έφτιαχνε και έπιπλα, οτιδήποτε σχεδόν από ξύλο. Είχε φτιάξει σχεδόν όλα τα έπιπλα του σπιτιού του, ήταν σπουδαίος μάστορας, τον εκτιμούσαν όλοι στον Πειραιά, καμάρωνε για την τέχνη του και τα προϊόντα της. Να γιατί τον έλεγα ‘άνθρωπο των χεριών’… με αυτά είχε φτιάξει όλη του τη ζωή, την οικογένειά του, την όποια περιουσία του. Τα χέρια του ήταν η ψυχή του, ο νους και η καρδιά του… Όμως ο παππούς δεν ήταν μονάχα άνθρωπος των χεριών. Ήταν και ένας άνθρωπος που αγαπούσε την ιστορία. Μπορεί να είχε τελειώσει με το ζόρι το δημοτικό –της εποχής του- όμως διάβαζε και παρατηρούσε. Σημείωνε και κατέγραφε. Είχε μάλιστα ένα μικρό, μπλε βιβλιαράκι στο οποίο είχε καταγράψει τα ‘σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα της ανθρωπότητος’. Αυτός φαίνεται πως ‘είχε χρόνο’. Κάθε φορά που πηγαίναμε με τον αδελφό μου ξέραμε το τελετουργικό. Ο αδελφός μου –που είχε και το όνομά του- το βαριόταν, εγώ όμως το αγαπούσα. Πρώτα μάς κερνούσε ένα γλυκό του κουταλιού ή ένα σοκολατάκι –η γιαγιά είχε πεθάνει από πολλών ετών κι έτσι ζούσε μόνος στο διαμέρισμά του-, έπειτα καθόταν στην καρέκλα του δίπλα μας και μας ρωτούσε ‘πώς πάει το σχολείο’. Ύστερα άρχιζε να μάς αφηγείται. Υπήρχαν ιστορίες που τις γνωρίζαμε απ’έξω αλλά εμένα δεν με πείραζε να τις ακούω ξανά και ξανά. Κι έπειτα, έβγαζε από ένα συρτάρι το μαγικό του βιβλιαράκι και με κατανυκτικές κινήσεις το άνοιγε σε κάποια επιλεγμένη σελίδα. ‘Η μάχη του Μαραθώνος’, μάς έλεγε με την ωραία, ζεστή, δυνατή φωνή του. Κι άρχιζε να διαβάζει… είχε αντιγράψει μερικά αποσπάσματα από κάποιο βιβλίο, αυτά που του άρεσαν πολύ και σταματούσε σε σημεία που έπρεπε να δίνουμε προσοχή ιδιαίτερη. Ο αδελφός μου με το ζόρι κρατιόταν ξύπνιος. Καμιά φορά είναι η αλήθεια βαριόμουν κι εγώ. Όμως το σπουδαίο ήταν το ‘μετά’. Ο παππούς έκλεινε ‘τη βίβλο’ και μάς έκανε ερωτήσεις. Ήθελε να συζητήσει τη μάχη, τους ανθρώπους, τους ήρωες, τους νικητές και τους χαμένους. Ήθελε να ακούσει τη γνώμη μας, να δει αν καταλάβαμε τους λόγους και τις αιτίες μιας νίκης ή μιας καταστροφής. Και στο τέλος, όταν έμενε κάπως ικανοποιημένος –ποτέ απόλυτα πάντως- μάς επέτρεπε να φύγουμε αφού πριν μάς έδινε βέβαια και το καθιερωμένο χαρτζιλίκι το οποίο περνούσε από… επιτροπή αξιολόγησης, δηλαδή τον αδελφό μου. ‘Πάλι τα ίδια μας έδωσε, θα ζητήσω αύξηση’, μού έλεγε καμιά φορά ο Γιάννης καθώς κατηφορίζαμε το δρόμο προς το σπίτι μας και τον κοιτούσα για να δω αν το έλεγε σοβαρά ή αστεία.

Νομίζω πως κάπως έτσι έφαγα κι εγώ την… πετριά με την ιστορία. Μπορεί τότε να μην το συνειδητοποιούσα όμως εκείνο που μού έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν πως ένας ‘άνθρωπος των χεριών’, ένας ‘απλός’, λαϊκός άνθρωπος, ένας βαρελάς και κορδελάς που δεν σπούδασε στα πανεπιστήμια, δεν πήρε διπλώματα και δεν μπορούσε να μιλήσει στη γλώσσα του Κοραή και του Ροΐδη, είχε μια θαυμαστή αφηγηματική δεινότητα και περισσότερο μια ακόμη πιο ξεχωριστή αναλυτική ικανότητα που σήμερα που την αναλογίζομαι, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια με εντυπωσιάζει. Γιατί δεν έμενε μονάχα στην ανάγνωση των γεγονότων. Τον ενδιέφερε η εμβάθυνση στα αίτια, στους χαρακτήρες, στα πρόσωπα. Τον ενδιέφερε το ‘γιατί’ και το ‘πώς’ τα πράγματα γίνονται.

Σήμερα ακόμα καταλαβαίνω πόσο ψευδής και ανυπόστατος είναι αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ‘πνευματικούς’ και μη πνευματικούς ανθρώπους. Λες και κάποιοι έχουν πνεύμα, σκέψη, διανόηση, διερώτηση επειδή σπούδασαν και μελέτησαν τόμους ενώ όλοι οι άλλοι δεν έχουν και είναι καταδικασμένοι στα της ‘καθημερίου φροντίδος και μερίμνης’. Υποστηρίζω πως τούτος ο ελεεινός διαχωρισμός είναι ένας ιός πού μάς κόλλησε ο ‘θείος’ Πλάτων όταν ξεχώρισε μια για πάντα τον κόσμο των ψηλαφητών πραγμάτων από τις Ιδέες και τούτο τον ιό κληρονόμησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας και τον προπαγάνδισαν και τον καλλιέργησαν και τον επέτειναν. Σα να έχουμε μια αριστοκρατία του πνεύματος και μια πλέμπα των σαρκικών ηδονών και επιθυμιών. Λες και δεν είναι ο κάθε άνθρωπος μια ολιστική οντότητα λες και γεννιούνται ανάμεσά μας φωτεινοί υπερ-νόες και θα πρέπει να τους δοξολογούμε και να τους υμνούμε. Δεν αργεί όλο τούτο να απολήξει σε έναν φασισμό των ολίγων και των εκλεκτών, σε έναν ιδιότυπο ρατσισμό εναντίον όσων δήθεν ‘δεν τους κόβει’.

Ο ουρανός, το στερέωμα και η πληθύς των άστρων το λοιπόν υπάρχει και για έναν άλλο λόγο. Για να μην την ψωνίσεις. Να μην ερωτευτείς ποτέ τόσο πολύ τον εαυτό σου ώστε να νομίζεις ότι η φύση και η ανθρωπότητα σού χρωστάει κάτι μόνο και μόνο επειδή υπάρχεις. Το ίδιο γίνεται και με την ιστορία. Μελετώντας όλο τούτο τον πλούτο των γεγονότων, καταλαβαίνεις πόσο… κάθαρμα είσαι, πόσο άπληστος, φαταούλας, αρχομανής και εξουσιολάγνος είσαι… κι ας καμώνεσαι τον ‘ταπεινό’ και ‘μετριόφρονα’. Μόλις εμφανιστούν οι κατάλληλες συγκυρίες απελευθερώνεις το θηρίο από μέσα σου και δεν σε σταματάει τίποτα. Κι όταν αλλάξουν πάλι οι συγκυρίες και γυρίσει ο τροχός και βρεθείς ξανά από κάτω, ικετεύεις για τη ζωούλα σου και ζητάς συγχώρεση γιατί ‘δεν ήσουν ο εαυτός σου’, ‘παρασύρθηκες’, ‘ατελής άνθρωπος είσαι και έμαθες και έγινες πιο σοφός’… ας μην πω τώρα γιορτάρες μέρες τι έγινες…

Όμως, το στερέωμα δεν μπορεί να σού δώσει ένα πικρό δίδαγμα που μόνο η μελέτη του χθες μπορεί. Ότι ο άνθρωπος δεν διδάσκεται. Κι αν διδάσκεται δεν μαθαίνει… Τα ίδια λάθη, οι ίδιες αθλιότητες χιλιάδες χρόνια… οι ίδιες προσδοκίες, οι ίδιες ελπίδες, τα ίδια ‘ξεκινήματα’ και τελικά οι ίδιες απογοητεύσεις…

Ο άνθρωπος που ‘δεν έχει χρόνο’ να μελετήσει το χθες του Ανθρώπου μοιάζει λοιπόν περισσότερο με την στρουθοκάμηλο που χώνει το κεφάλι της στην άμμο… κι αν δεν αγαπά τη μελέτη δεν είναι αυτός ο λόγος που αποδρά από τη γνώση… είναι πως η γνώση του χθες είναι ο καθρέφτης που βλέπεις κάθε πρωί και δεν ψεύδεται ποτέ… καλύτερα να τον σπάσεις λοιπόν… έτσι ο πόνος είναι πιο υποφερτός…

Μόνο που μετά από το σπάσιμο των καθρεφτών δεν αργεί να έρθει και η εθελούσια τύφλωση… κι ίσως λέω τούτη να είναι ‘η θεραπεία’… γιατί ο μη βλέπων δεν έχει πλέον καμιά δικαιολογία… γίνεται μοιραία ‘άνθρωπος των χεριών’… πάει να πει πνευματικός άνθρωπος…