άθε φορά που μιλά κανείς για τη ζωή του, προσκαλεί το θάνατο… κάθε φορά που αφηγείται το βίο του, αναπολεί το παρελθόν, το γεφυρώνει με το παρόν και στοχάζεται το μέλλον, επικαλείται το τέλος του.
Και κάθε φορά που κάποιος γράφει για τη ζωή του, τα παιδικά του χρόνια, τις αναμνήσεις του, είναι για να ξορκίσει το θάνατο. Έχει έρθει τόσο κοντά του που αισθάνεται το ρίγος στη ράχη του είναι του. Μιλώντας τον έφερε πολύ κοντά του, γράφοντας προσδοκά να τον… αναχαιτίσει… να τον ξαναστείλει σε ένα αδιόρατο ‘κάποτε’…
Τούτη η διαλεκτική δεν είναι παράξενη. Κάθε γεγονός ζωής είναι και γεγονός θανάτου. Δεν γίνεται διαφορετικά. Κάθε υπαρκτικό γεγονός εμπεριέχει και τις δυο διαστάσεις, του είναι και του μη-είναι ή αν θέλουμε να το πούμε αλλιώς, του όντος και του μη-όντος. Η ύπαρξη και η ανυπαρξία διυπάρχουν σε μια ατελεύτητη διαλεκτική και τούτο δεν σταματάει ούτε μπορεί να αλλάξει ποτέ.
Μιλώντας και αναστοχαζόμενοι, ενθυμούμενοι και αφηγούμενοι τείνουμε να ολοκληρώσουμε μια πορεία. Γράφοντας κάνουμε το αντίθετο. Παίρνουμε την απόσταση από το τέλος. Θέλουμε να ανακτήσουμε την εποπτεία, να ξαναπάρουμε τα γκέμια στα χέρια αν και ποτέ δεν κρατούσαμε γκέμια… είχαμε την ψευδαίσθηση όμως…
Μιλώντας, ξεχνιόμαστε, αφηνόμαστε και το άνυσμα επιταχύνει την πορεία του προς τον στόχο. Γράφοντας, κάποιος ‘άλλος’ αναλαμβάνει τον έλεγχο, η ολίσθηση προς το τέλος ‘επιβραδύνεται’, οι ελευθερίες του ταξιδιού δεσμεύονται…
Δεν μας αρέσει η διαδικασία του ελέγχου αλλά είναι σημαντική. Προτιμούμε την ολίσθηση, το γλίστρημα ανάμεσα στις εποχές, τους ανθρώπους, τις αναμνήσεις. Έτσι όμως εγκαταλείπουμε τον έλεγχο των όρων μετάβασης. Κι αυτό μας οδηγεί σε έναν μη-τόπο…
Και οι δυο δράσεις ενέχουν την αλήθεια και το ψεύδος του κόσμου που τις περιέχει. Γιατί αυτός τις γεννά και αυτός τις ορίζει. Μα ετούτο είναι ζήτημα κάποιας άλλης ανάλυσης…