Ένα ερώτημα

 

 

«Καλημέρα κε Ευδυμίωνα. Θυμάμαι καλά το όνομά σας;»

Η νεαρή ταμίας τον κοίταξε για μια στιγμή μονάχα στα μάτια, δεν περίμενε για απάντηση και καταπιάστηκε με το έργο της. Δεν θα της έπαιρνε πολύ. Όπως πάντα τα δικά του ψώνια ήταν λιγοστά και τα δικά της χέρια ευκίνητα και ασκημένα. Δεν έκανε τον κόπο να της διορθώσει το λάθος. Οι εννιά στους δέκα έκαναν το ίδιο λάθος ακόμη κι όταν τους είχε κάποια στιγμή επισημανθεί. Λες και υπήρχε μια αόρατη συνωμοσία. Την είχε συνηθίσει όμως και δεν τον ενδιέφερε πλέον. Άλλωστε ήταν πολύ πρωί ακόμη.

Για κάποιους βέβαια τούτη η ώρα ήταν η καταλληλότερη για ετυμολογικές αναδιφήσεις.

«Πώς είπες το όνομα;»

Αυτή η ‘αναδυομένη’ ήταν η καινούργια, η εντυπωσιακή, η ψηλή ξανθιά που ρωτούσε. Ήταν σκυμμένη τόση ώρα και τακτοποιούσε πράγματα κάτω από τον πάγκο.

«Ποιο όνομα;», ρώτησε η συνάδελφός της περνώντας από το σαρωτή ένα ψωμί του τοστ.

Η ξανθιά με το κάπως αναιδές ύφος και το αυτάρεσκο χαμόγελο της ασίγαστης όρεξης στα χείλη είδε τον πελάτη την κοιτά στα μάτια κουρασμένα αλλά δεν πτοήθηκε. Ήθελε να το λύσει το ζήτημα. Τα περίεργα ονόματα την ερέθιζαν.

«Ενδυλίωνα;»

«Ευδυμίωνας… το όνομα του κυρίου», της είπε αυστηρά η αναψοκοκκινισμένη ταμίας περνώντας και το κουτί με τον καφέ και ανακοινώνοντας το τελικό ποσό.

«Το σωστό είναι Εβημίων… έτσι νομίζω», πετάχτηκε και κάποιος από αριστερά. Σαν αριστερό εξτρέμ ας πούμε που βλέπει την ευκαιρία να ‘μπουκάρει’ στην μεγάλη περιοχή και να σκοράρει.

Κοίταξε το ρολόι του. Δέκα λεπτά μετά τις οχτώ. Ο κόσμος είχε κέφι πρωί πρωί. Και μάλιστα κέφι να κακοποιεί την ελληνική μυθολογία και το όνομά του.

«Όχι καλέ… τι Εβημίων… Ευδυμίων είναι… το θυμάμαι από το σχολείο», υπερασπίστηκε τις γνώσεις της η νεαρή ταμίας και τα μικρά της αλεπουδίσια μάτια ζωήρεψαν. Πήρε τα χρήματα από τον πελάτη της που τους παρακολουθούσε να ασελγούν στο όνομά του σιωπηλός και ετοιμάστηκε να δώσει τα ρέστα. Στο μεταξύ το πάρτι συνεχιζόταν γύρω του.

«Δεν θυμάσαι καλά… κάτσε να το γκουγκλάρω…», είπε η ξανθιά με το προτεταμένο στήθος και το χαμόγελο της αυτοπεποίθησης. Το άγιο Γκούγκλ… ένα θαυματουργό εργαλείο… μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους τυφλούς όλου του κόσμου…

Πήρε τα ρέστα του και άρχισε να τακτοποιεί μαζί με την ταμία τα πράγματά του στην τσάντα του.

«Ενδυμίων τελικά… όλοι σκατά τα κάναμε…», φώναξε απρόσεκτα η ξανθιά κι ύστερα διώχνοντας τη στιγμιαία αμηχανία με μια κίνηση του κεφαλιού της αποφάσισε να αποσυρθεί στο εσωτερικό του μαγαζιού.

«Συγνώμη», είπε με κόκκινα μάγουλα και απολογητικό ύφος η νεαρή αλεπουδόμορφη ταμίας. Της χαμογέλασε κουρασμένα αλλά με κατανόηση.

«Το έχετε συνηθίσει πια ε; Να κάνουν λάθος το όνομά σας…», κούνησε το κεφάλι της η κοπέλα και αποφάσισε κι εκείνη να ολοκληρώσει τον κύκλο αυτού του πελάτη και να περάσει στον επόμενο. Ήταν ο… ‘Μπαμπινιώτης’ που είχε παρέμβει ‘λυτρωτικά’ λίγο πριν και δεν είχε πει κουβέντα κάνοντας πως δεν είχε ακούσει τη λύση που είχε δώσει το άγιο Γκουγκλ.

Βγήκε από το σούπερ μάρκετ και κούνησε στοχαστικά το κεφάλι του. Χαμογέλασε και άρχισε να βαδίζει προς το μοναχικό του διαμέρισμα, λίγα μέτρα προς τα πάνω στο δρόμο.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας έπεσε σε μπλόκο.

«Καλημέρα κε Εδυμίωνα».

Παραπλανητικός πρωινός χαιρετισμός από τη γκαουλάιτερ. Μόλις τον είδε να την πλησιάζει ίσιωσε το σώμα της, έβαλε το γλυκόπικρο ύφος της καημένης διαχειρίστριας που όλα τα υπομένει και για όλα φροντίζει και που κανείς δεν σκέφτεται τις ευθύνες της… κλπ, κλπ.

Έπρεπε να περάσει το μπλόκο.

«Καλημέρα κα Σοφία», της είπε χαμογελαστός. «Τι κάνει ο κος Πέτρος;»

Ελιγμός παραπλάνησης επίσης. Ήξερε ότι το ερώτημά του άνοιγε δεκάλεπτη τουλάχιστον φλύαρη παράθεση λεπτομερειών από το σχοινοτενές ιατρικό δελτίο του κου Πέτρου που είχε το ζάχαρο και την πίεση κα τα μέση του και τους πόνους στις αρθρώσεις του και δεν έλεγε να εγκαταλείψει τα κουσούρια του και έκλεβε κανένα γλυκό από το ψυγείο και είχε και νεύρα, το ζάχαρο βλέπεις και της φώναζε και ο γιατρός βαρέθηκε να τον μαλώνει και η ίδια βαρέθηκε να τον νταντεύει τόσα χρόνια τώρα σαν μωρό, δεν ήξερε πως έπρεπε να προσέχει; Το ήξερε βέβαια αλλά ήθελε να τη βασανίζει και να την εκμεταλλεύεται… κλπ, κλπ…

Δύσκολη μέρα ξεκινούσε.

«Όλα θα πάνε καλά κα Σοφία… μην στενοχωριέστε», της είπε με τη σακούλα του να τον βαραίνει όλο και περισσότερο και την υπομονή του να σώνεται όπως η άμμος στην κλεψύδρα.

«Υπομονή, τι άλλο… οι μισοί να υπομένουμε κι οι άλλοι μισοί να επιμένουμε κε Εδυμίωνα… έτσι έλεγε ο πατέρας μου…»

Δεν θα άντεχε νέο δελτίο με τίτλο ‘ποιος ήταν ο πατέρας μου’ που θα τον καθήλωνε όρθιο με την τσάντα στο χέρι για κανά μισάωρο ακόμη. Το είχε περάσει το μπλόκο με επιτυχία και κατά βάθος τη συμπαθούσε την κα Σοφία όμως… αποφάσισε να κάνει και την κίνηση ματ. Πλησίασε σε απόσταση αναπνοής την ηλικιωμένη αλλά ξαναμμένη από τη συζήτηση γυναίκα, αγνόησε τη βαριά μυρωδιά που τρύπησε τα ρουθούνια του από τον ιδρώτα της και της άγγιξε τρυφερά τον ώμο. Τούτο λειτούργησε αμέσως. Η γυναίκα έπαψε να φλυαρεί και την πήρε το παράπονο. Σιώπησε εντελώς και λίγο ακόμη θα αναλυόταν σε λυγμούς. Η ανθρώπινη επαφή έχει μερικές φορές εντυπωσιακά αποτελέσματα.

«Είσαι ένας εξαιρετικός άνθρωπος κα Σοφία…», της είπε στον ενικό οικειότητας και της χαμογέλασε ζεστά. Η γυναίκα ρούφηξε τη μύτη της, δεν είπε άλλη λέξη και ετοιμάστηκε να φύγει.

«Την καλημέρα μου στον κο Πέτρο. Θα τα πούμε πάλι», έκλεισε την πρωινή συζήτηση εκείνος και την άφησε στην είσοδο της πολυκατοικίας να ψάχνει το μαντήλι της για να σκουπίσει τα υγρά της μάτια και τη μύτη της.

Μπήκε στο μικρό του διαμέρισμα νιώθοντας πως η σύντομη βόλτα ως το σούπερ μάρκετ είχε μεταβληθεί σε ένα μικρό μαραθώνιο.

Την κάρτα την είδε καθώς έβγαζε την Κόλα από τη σακούλα για να την βάλει στο ψυγείο. Ήταν μια μικρή κρεμ επαγγελματική κάρτα και απόρησε πως βρέθηκε ανάμεσα στα ψώνια του σούπερ μάρκετ. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο, κάθισε στην καρέκλα του και της αφιέρωσε χρόνο και προσοχή.

Έχεις ένα ερώτημα

Συνοφρυώθηκε. Τι σόι κάρτα ήταν αυτή; Στη μια πλευρά, ακριβώς στο κέντρο, με πλαγιαστή καλλιγραφική γραμματοσειρά αυτή η φράση… στην άλλη πλευρά τίποτα.

Τι συνέβαινε εδώ πέρα;

Προσπάθησε να ανακαλέσει όσα είχαν συμβεί στο σούπερ μάρκετ. Κάποιος την είχε ρίξει μέσα στη σακούλα του. Ποιος όμως; Τόσο πρωί δεν υπήρχε άλλος εκτός από το προσωπικό. Δεν θυμόταν κανέναν. Α, ναι… ήταν και ο ‘Μπαμπινιώτης’… όμως ήταν σίγουρος πως αυτός δεν θα μπορούσε να το κάνει. Από την ώρα που πήρε τη σακούλα του με τα πράγματα έφυγε αμέσως και… η κα Σοφία; Μα, για όνομα Θεού!

Τότε ποιος;

Κοίταξε ξανά το μικρό παραλληλόγραμμο καρτάκι.

Έχεις ένα ερώτημα

Δεν ήταν ερώτηση… ήταν μια έκφραση βεβαιότητας. Ήταν ένας αφορισμός, ένας καταφατικός λογισμός. Μια διαπίστωση, μια ρήση, μια...

Ανοησίες!… άφησε την καρτούλα κάπου πάνω στο γραφείο του και αποφάσισε να ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά. Έπρεπε να παραδώσει εκείνο το άρθρο που είχε υποσχεθεί στο περιοδικό για τη σχέση Νίτσε – Καζαντζάκη. Έπειτα ήταν και η μετάφραση που δούλευε για το φίλο του. Την είχε προχωρήσει αρκετά αλλά ήθελε να κάνει καλή δουλειά.

Έχεις ένα ερώτημα

Έχω ένα σωρό ερωτήματα φίλε, μονολόγησε και χαμογέλασε. Αν άρχιζε τώρα να συνομιλεί και με τις κάρτες, πάει… το έχανε το λιγοστό μυαλό που του είχε απομείνει…

Αποφάσισε να φτιάξει ένα δυνατό καφέ. Ο καφές πάντα βοηθά στην επίλυση αινιγμάτων. Δεν θυμόταν αν το είχε διατυπώσει ο Σέρλοκ Χολμς αυτό αλλά τι σημασία είχε; Και στην ουσία δεν έπρεπε να ασχολείται με τις φάρσες που σκαρώνουν μερικοί για να περνάει η ώρα… είχε τη σχέση του Νίτσε με τον Καζαντζάκη για να γεμίσει το πρωί του ως αργά το μεσημέρι…

Μπήκε στη κουζίνα, άνοιξε την καφετιέρα, πήρε ένα φίλτρο από το ντουλάπι, αναζήτησε το κουτί με τον καφέ…

Έχεις ένα ερώτημα

Δεν πας στο γέρο διάολο λέω εγώ!, πέταξε θυμωμένος στο κενό, παράτησε τα πάντα, βγήκε από την κουζίνα και άρχισε να περπατάει νευρικά μέσα στο σπίτι.

Δεν είμαστε καλά, δεν είμαστε καθόλου καλά…

Η καφετέρια τούτη την ώρα ήταν σχεδόν άδεια. Υπήρχαν βέβαια κάποιοι σταθεροί πελάτες που αγαπούσαν την ησυχία για να απολαύσουν τον καφέ τους και τους είδε με μια εφημερίδα στο χέρι καθισμένους στις μόνιμες θέσεις τους. Ήταν η ώρα που η Νίκη τακτοποιούσε, καθάριζε και υποδεχόταν νυσταγμένη τους πρωινούς. σιωπηλούς θαμώνες.

«Καλημέρα Εντυμίωνα»

Η κα Σοφία του έκοβε το ‘ν’, η Νίκη του έβαζε κι ένα ‘τ’… Ο καθένας όπως το ένιωθε.

«Καλημέρα Νίκη»

«Να φέρω τον καφέ;»

«Ναι… α, και…»

Η καστανόξανθη κοπέλα με τα μεγάλα, ανοιχτόχρωμα μάτια, του χαμογέλασε καθώς τον είδε να κομπιάζει. Η Γεωργιανή καταγωγή της διαγραφόταν στα ωραία ‘μήλα’ του προσώπου της όταν χαμογελούσε.

«Έχεις ερώτημα;», του είπε και τον άφησε να την κοιτάζει άναυδος.

«Συγνώμη… ερώτηση… θέλεις και κάτι άλλο;… μήπως ένα τοστ;», του είπε όμως η χλωμή του έκφραση την ανησύχησε κάπως και τον κοίταξε προσεκτικά.

«Κύριε Εντυμίωνα… όλα καλά;»

Πετάχτηκε από τη θέση του, άγγιξε το μπράτσο της κοπέλας που τον παρακολουθούσε απορημένη, δεν της είπε κουβέντα και έτρεξε προς την έξοδο. Χρειαζόταν οξυγόνο.

Είναι αλήθεια αυτό που λένε πως υπάρχει ο περίφημος ‘ψυχολογικός χρόνος’. Πως δηλαδή η ένταση και η πυκνότητα ενός βιώματος συρρικνώνει ή εκτείνει παράλογα το χρόνο… ή μάλλον αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως χρόνο… δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στην άκρη της πόλης, στη μικρή μαρίνα με τις βάρκες και τα μικρά τρεχαντήρια. Ήταν αρχές καλοκαιριού, ημέρες γλυκές, όμορφες. Η πόλη είχε ξυπνήσει για τα καλά όμως σε τούτη τη ζώνη ο κόσμος ήταν πάντα λιγοστός. Την ήξερε καλά αυτή τη μαρίνα με τα σκάφη. Υπήρχε κάποτε και το τρεχαντήρι του πατέρα του δεμένο εδώ. Ο πατέρας δεν υπήρχε πια, το τρεχαντήρι είχε προ πολλού πωληθεί σε κάποιον νησιώτη που το είχε πάρει μακριά. Στη θέση του υπήρχε ένα άσχημο κατασκεύασμα από κόντρα πλακέ θαλάσσης, βαμμένο έντονα γαλάζιο και κίτρινο λες και ήθελε να κακοποιεί την αισθητική επί καθημερινής βάσης ακόμα και στα ψάρια. Στη θέση που κάποτε αναπαυόταν το καλλίγραμμο και κομψό τρεχαντήρι τους τώρα λικνιζόταν η ‘Τούλα’.

Κάθισε στο παγκάκι ακριβώς απέναντι από την ταλαιπωρημένη Τούλα και την παρατηρούσε μελαγχολικά. Ο νους καθάριζε σιγά σιγά, οι παλμοί της καρδιάς του ηρεμούσαν, η πίεση επανερχόταν σταδιακά σε φυσιολογικά επίπεδα.

Ώσπου μέσα από τα σπλάχνα της Τούλας πρόβαλλε μια αντρική φιγούρα. Η οικεία μορφή του κυρ-Χαράλαμπου. Ζούσε το λοιπόν ακόμη αυτός ο άνθρωπος; Ένιωσε την καρδιά του να ζεσταίνεται ξαφνικά. Ένας από τους τελευταίους φίλους του πατέρα του… ζούσε ακόμη. Έτσι θα ένιωθε άραγε αν ξανάβλεπε σε μια γωνιά να ξεπροβάλλει κάποια μέρα ο ίδιος ο πατέρας του; Τέτοιας ποιότητας θα ήταν το συναίσθημα; Ναι, αποφάνθηκε, όμως ασύγκριτα μεγαλύτερης ισχύος.

Ο γηραιός άντρας κρατούσε ένα μικρό τραπεζομάντηλο και το άπλωσε με αργές αλλά σταθερές, σχεδόν στοργικές κινήσεις πάνω στο στενόχωρο τραπεζάκι στην πρύμη της Τούλας. Στην ουσία δεν επρόκειτο για τραπεζάκι. Ήταν το καπάκι της βαριάς ντιζελομηχανής που εξυπηρετούσε πολλαπλούς σκοπούς.

Παρακολουθούσε σαν αθέατος ηδονοβλεψίας αυτές τις μικρές, προσωπικές στιγμές του ηλικιωμένου άντρα και χαμογέλασε τρυφερά. Κάπως έτσι θα ήταν και ο πατέρας του αν ζούσε. Και θα είχε επιλέξει, ήταν βέβαιος, να περάσει τα τελευταία του χρόνια στο τρεχαντήρι του.

Ο κυρ Χαράλαμπος χώθηκε πάλι στη μικρή καμπίνα και μετά από λίγα λεπτά ξεπρόβαλλε ξανά κρατώντας μια μικρή κούπα καφέ κι ένα πιατάκι με ένα παξιμάδι και λίγο τυρί. Κάθισε αναπαυτικά, όσο γινόταν, κατάπρυμα, στον μικρό πάγκο και έριξε μια βιαστική τηλεσκοπική ματιά στον έξω κόσμο. Τα είδε όλα καλά και ήρεμα και άρχισε να απολαμβάνει με αργούς, αρχοντικούς ρυθμούς το ωραίο του πρωινό.

Ένιωσε ένα καρφί να τρυπάει την καρδιά του. Τι δουλειά είχε να παρακολουθεί τούτη την ιερή στιγμή ενός άλλου ανθρώπου; Αισθάνθηκε λερός και ανόητος και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του και στις εργασίες του που τον περίμεναν. Σηκώθηκε με ήρεμες κινήσεις όμως στο δεύτερο βήμα του άκουσε τη βραχνή, πρωινή φωνή του γέρου να τον καλεί.

«Ενδυμίωνα! Εσύ είσαι;»

Έκανε μεταβολή και πλησίασε διστακτικά την Τούλα. Από κοντά ήταν ακόμη πιο άσχημη η καημένη. Ξαφνικά θυμήθηκε ένα διάλογο μεταξύ του πατέρα του και του Χαράλαμπου, προ αμνημονεύτων χρόνων.

-Που το βρήκες μωρέ αυτό το ψηλοντούβαρο πράγμα; Δεν το πετάς ν’αγοράσεις κανένα ωραίο τρεχαντηράκι; Έχει και πλαστικά που είναι κούκλες!

-Τούτη που βλέπεις έχει φτάσει ως τη Θήρα Νικόλα. Το ξέρεις; Και με πήγε και μ’έφερε μια χαρά!

-Ε, μην το επιχειρήσεις ξανά Χαραλάμπη. Θα μείνεις κρεμασμένος μεσοπέλαγα να περιμένεις βοήθεια από κανένα πανάδικο ή το Λιμενικό να σε μαζεύει. Πόσο πιάνει μωρέ;

-Πιο γρήγορη είναι η Τούλα μου από τον ΤΟΓΙΑ σου…

-Καλά… να προσέχεις μονάχα…

-Κι εσύ να προσέχεις καπετάνιο…

Τέτοιοι διάλογοι ήταν συχνοί ανάμεσά τους. Πείραζε πάντα καλοκάγαθα ο ένας τον άλλο. Ο πατέρας τον αγαπούσε αυτό το μοναχικό λύκο της θάλασσας που είχε δώσει το όνομα της πρόωρα χαμένης γυναίκας του στο μικρό του σκαφάκι. Και είχε δώσει εντολή αν πεθάνει ξαφνικά και το τρεχαντήρι πουληθεί η θέση να περάσει στην Τούλα. Ήταν μια από τις καλές και ήσυχες θέσεις της μαρίνας. Ως τότε ο κυρ Χαράλαμπος έδενε την Τούλα πίσω από μια μαούνα που την είχαν ξεχασμένη και παρατημένη στην άλλη πλευρά του λιμανιού, δίπλα στις γλύστρες.

«Κόπιασε, έλα… έχω καφέ», άκουσε την πρόσκληση του γέροντα και αποφάσισε να επιβιβαστεί στην Τούλα. Είχε χρόνια να μπει σε οποιοδήποτε πλεούμενο. Πολλά χρόνια. Όμως κάποια πράγματα δεν ξεχνιούνται. Με επιδέξιες και απαλές κινήσεις και βήματα προσεκτικά προσέγγισε την πρύμη και κάθισε δίπλα στον αναστατωμένο και ευδιάθετο Χαράλαμπο.

«Κάτσε να πιάσω μια κούπα. Μείνε εσύ. Έχω και τυράκι, παξιμαδάκι… νομίζω και φρυγανιές… θέλεις;»

«Όχι… μην…»

«Θα φέρω!», είπε αποφασιστικά ο γέροντας και κρύφτηκε με θαυμαστή ευελιξία στο καμπινάκι της Τούλας.

Λένε πως οι μυρωδιές είναι ο βασικότερος μνημονικός αγωγός. Η βαριά μυρωδιά του πετρελαίου της μηχανής χώθηκε μέσα του, στα έγκατά του και πυροδότησε αμέτρητες αναμνήσεις από την παιδική και νεανική του ηλικία. Μια αλυσιδωτή αντίδραση με αναρίθμητους κρίκους. Δεν ήθελε, δεν έπρεπε να τους επιτρέψει να τον πλημμυρίσουν.

Είδε τον γηραιό άντρα να ξαναβγαίνει κρατώντας μια κούπα κι ένα μεγάλο πιάτο με διάφορα καλούδια. Τον βοήθησε να τα απιθώσουν στο τραπεζάκι. Ύστερα ο γέρος ξανακάθισε, πήρε μια ανάσα κι έριξε μια καλή ματιά στο μουσαφίρη του.

«Πόσα χρόνια ε;»

Δεν είχε αλλάξει πολύ ο κυρ Χαράλαμπος. Έτσι σκαμμένο πάντα και άγριο ήταν το πρόσωπό του. Χοντρές και δυνατές οι παλάμες του, κοφτός ο λόγος του και λιτός. Όχι τόσο βραχνή και κουρασμένη πάντως η φωνή του.

«Πολλά… πάνε εικοσιπέντε πλέον…»

Ο γηραιός άντρας κούνησε το κεφάλι του, ξεφύσηξε κι έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα. Προσέφερε ένα στον προσκεκλημένο του και εισέπραξε μια ευγενική άρνηση.

«Πιες καφέ… είναι δυνατός… φάε και κάτι…»

Δοκίμασε τον καφέ και μια φρυγανιά με λίγο τυρί και αληθινά αφέθηκε στην απόλαυση ενός ταπεινού και μαζί πλούσιου πρωινού. Ολόγυρα υπήρχε ακόμη ησυχία. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Ως το μεσημέρι θα είχε ζεστάνει πολύ.

«Πώς είσαι; Όλα καλά;»

«Όλα καλά»

«Άσπρισες πριν την ώρα σου μωρέ…», του είπε και δεν πήρε απάντηση.

«Εικοσιπέντε χρόνια!», ξανάπε στοχαστικά και ρούφηξε ακόμα μια γουλιά καφέ.

«Τι σ’έφερε ως εδώ σήμερα; Βολτίτσα;»

«Ναι… δεν ξέρω πως… τυχαία μάλλον ήρθα ως εδώ… Εσύ πως είσαι κυρ Χαράλαμπε;»

«Εγώ πώς να είμαι; Κουνιέμαι νύχτα μέρα… με την Τούλα παρέα…»

Και τότε, ξαφνικά, μέσα από το γλυκό ήχο αυτών των λέξεων από τον γηραιό άντρα, ένιωσε μέσα του μια μεγάλη αναστάτωση. Μια κίνηση που δεν μπορούσε να εντοπίσει την αρχή της όμως ένιωθε πως απλωνόταν σε όλα τα συστήματα του οργανισμού του. Ξεκίνησε από το στομάχι του, απλώθηκε σε όλο του το κορμί, μούδιασε τα μέλη του… τα αυτιά του βούιζαν, τα μάτια του πονούσαν… όλο του το είναι χτυπούσε συναγερμό, πέρασε σε μια επικίνδυνη ζώνη…

Αυτό είναι ο θάνατος; αναρωτήθηκε ενώ με την όρασή του θολή είδε τον Χαράλαμπο σιωπηλό να απολαμβάνει το πρωινό του.

Το φαινόμενο δεν κράτησε πολύ και ολοκληρώθηκε με ένα τράνταγμα του σώματος που τον έκανε να ανακαθίσει στο στενό του πάγκο. Ταυτόχρονα εξέπνευσε μια μεγάλη, κλειδωμένη ποσότητα αέρα από τα πνευμόνια του.

Έχεις ένα ερώτημα…

«Δεν κάθεσαι άνετα; Να σου φέρω ένα μαξιλαράκι από κάτω;»

Μέσα σε ζάλη και με την καταραμένη φράση να αιωρείται μέσα του, έκανε μια κίνηση άρνησης με την παλάμη του.

«Μικρή είναι η φουκαριάρα αλλά εμένα πάντως με χωράει…», άρχισε να λέει ο γέρος και η φωνή του σταδιακά έσπαγε, λυνόταν, γλύκαινε.

Έχεις ένα ερώτημα…

«…κι αν με ρωτήσεις πώς θέλεις να πεθάνεις, γιατί τούτο να ξέρεις είναι το ερώτημα φίλε μου, όχι που ρωτάνε πότε θέλεις να πεθάνεις, πόσα χρόνια θές να ζήσεις… μα το ερώτημα σου λέω είναι πώς θέλεις να πεθάνεις; Εγώ έχω να τους δώσω την απάντηση…»

Είχε σμίξει τα φρύδια του και είχε προσανατολίσει όλη του ενέργεια στα λόγια του.

«…έτσι θα τους πω… εγώ, ένας απλός άνθρωπος… εγώ ξέρω να τους πω πώς… έτσι.. έτσι θέλω να πεθάνω…»

Οι αρτηρίες του φούσκωσαν και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.

…ένα ερώτημα…

«…να πέσω να κοιμηθώ ένα βράδυ στην αγκαλιά της… όπως κάθε βράδυ… όχι στην επέτειό μας, όχι στα γενέθλιά μου… τίποτε… ένα οποιοδήποτε βράδυ… έτσι, να πέσω να κοιμηθώ ωραία στην αγκαλιά της και να λικνιζόμαστε αντάμα… και να μην ξυπνήσω… μα θα έχω ξυπνήσει φίλε μου… θα έχω ξυπνήσει αλλά κανείς δεν θα με βλέπει… όλοι θα λένε πέθανε ο φουκαράς ο κυρ Χαράλαμπος… καλό ανθρωπάκι ήταν, κανέναν δεν είχε πειράξει, κανέναν δεν είχε ενοχλήσει… μα εγώ θα έχω ξυπνήσει σου λέω… κάπου αλλού… και δεν ξέρω αν θα είμαι μαζί της, αν θα με περιμένει… αυτά που δείχνανε οι παλιές ταινίες… δεν ξέρω… ξέρω πως μέσα από τον ύπνο μου θα φύγω ωραία… με γάρμπος που λέγανε οι παλιοί… έτσι ωραία θα γλιστρήσω και θα ξυπνήσω κάπου αλλού… κι άστους να κλαίνε πάνω απ’το ‘σακί’ του γέρου που θα βρωμίζει κιόλας… ας με κάνουν και δόλωμα για ‘σκύλους’… τι με νοιάζει… με κατάλαβες… όχι το πότε… αλλά το πώς… αυτό έχει σημασία…»

Είχε ήδη σηκωθεί. Το κεφάλι του ήταν βαρύ ακόμα, τα πόδια του με βία τον βαστούσαν. Ζήτησε συγνώμη και γύρισε το σώμα του για να πατήσει κάπου σταθερά για να πηδήξει έξω.

«Που πας; Φεύγεις κιόλας;»

Δεν του απάντησε…

Πάτησε γερά στο ντόκο, όρθωσε το σώμα του, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε ολόισια μπροστά. Πίσω του ‘έβλεπε’ και ‘άκουγε’ το γέρο-Χαράλαμπο να ψελλίζει κάποια ακατάληπτα πράγματα. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

Δεν ήταν διόλου σίγουρος για το τι επρόκειτο να δει.

Τάχυνε το βήμα του και απομακρύνθηκε…

 

***