δνοφερόν ύδωρ

 
 

[μεταγραφή φανταστικο-πραγματικού γεγονότος]

 

«Λοιπόν… το έγραψες;»

«Το έγραψα».

«Το έφερες;»

«Το έφερα».

«Πολύ ωραία. Ας…»

«Swell»

«Τι είπες;»

«Swell… είναι κάτι που… δηλαδή το έλεγε ο Κλιντ Ήστγουντ…»

«Στο Dirty Harry»

«Το έχετε δει;!»

«Έχω δει σχεδόν όλα τα έργα του Ήστγουντ μικρέ. Γιατί το πέταξες αυτό τώρα;»

«Δεν ξέρω. Έτσι μου ήρθε. Με συγχωρείτε»

«Τέλος πάντων. Νοητικός περισπασμός. Άλλο είναι το θέμα μας σήμερα»

«Ναι, άλλο»

«Λοιπόν, είπες ότι το έγραψες, το έφερες… τι απομένει;»

«Να το δώσω;»

«Πριν απ’αυτό»

«Να το διαβάσετε. Σωστά. Γι αυτό το έφερα άλλωστε»

«Εσύ θα το διαβάσεις»

«Εγώ;»

«Εσύ το έγραψες, εσύ θα το διαβάσεις»

[σιγή] «Δάσκαλε… ξέρετε…»

«Τι συμβαίνει; Ντρέπεσαι;»

«Ε, δηλαδή… κάπως…»

«Να μου πετάς ατάκες του επιθεωρητή Κάλαχαν δεν ντράπηκες όμως…»

«…»

«Έλα εντάξει, δεν πειράζει. Άλλωστε η ταινία είναι αγαπημένη. Συλλεκτική σχεδόν»

«Αλήθεια, ναι!»

«Το ξέρεις ότι στην εποχή της είχε θεωρηθεί ακραία βίαιη και είχε ξεσηκώσει θύελλα;»

«Δεν το ήξερα…»

«Με τα σημερινά δεδομένα βέβαια μάλλον γελάει κανείς αλλά… χάνουμε χρόνο όμως Έλενε… ζήτησες τη συνδρομή μου για κάποιο λόγο σήμερα. Ή μήπως μετάνιωσες;»

«Όχι δάσκαλε, καθόλου!... Νάτο… εδώ το έχω… όλο το βράδυ μου πήρε να το γράφω … έγραφα, έσβηνα…»

«Είναι τόσο μεγάλο;»

«Όχι, δυο σελίδες είναι»

«Και σου πήρε ένα βράδυ;… τέλος πάντων. Σε ακούω το λοιπόν. Προσεκτικά και ενσυναίσθητα»

[ξεροβήχει] «Ναι…  Αγαπημένη μου, Αν ήξερες πόσο σε αγαπώ! Πόσο σε σκέφτομαι! Πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Το ομολογώ, περισσότερο σε σκέφτομαι τα βράδια. Γιατί τα βράδια είναι πολύ μοναχικά χωρίς εσένα. Πάρα πολύ μοναχικά. Και άχαρα. Από τότε που έφυγες αισθάνομαι πως δεν ξέρω που βρίσκομαι και τι κάνω. Ακόμα και στη σχολή όταν πηγαίνω εσένα σκέφτομαι. Και χτες που οδηγούσα –δεν σου είπα, άρχισα μαθήματα οδήγησης- σε σκεφτόμουν και παρά λίγο να τρακάρω. Ο δάσκαλος με ξέχεσε κανονικά…»

«Στοπ!»

«…»

«Πόσες λέξεις έχουμε ως εδώ;»

«Εε… δεν έχω ιδέα…»

«Μέτρησέ τες»

[μετράει ψιθυριστά] «Εβδομήντα εφτά… νομίζω»

«Δεν πρόκειται να φτάσει ως εδώ»

«!!»

«Η Θάλεια. Αποκλείεται να φτάσει ως εδώ»

[τσαλακώνει ξεφυσώντας το χαρτί]

«Μην το πετάξεις»

«Τι να το κάνω;»

«Αποτελεί πρώτη ύλη. Θα έλεγε κανείς καύσιμη αλλά στην περίπτωσή μας για εργασία. Περίσκεψη και εργασία»

[κουνάει το κεφάλι του] «Το ήξερα ότι έγραφα βλακείες. Δεν μπορώ ούτε ένα απλό γράμμα να γράψω. Κι εγώ της είπα ο ηλίθιος ότι είμαι και ποιητής!»

«Ήταν βλακεία μεν αλλά και ένας ερωτικός ελιγμός του αρσενικού που προσεγγίζει τη θηλυκιά. Πανάρχαιον το άθλημα, σχεδόν Ολυμπιακών προδιαγραφών. Ως ελιγμός συγχωρείται, οριακά ενδείκνυται κιόλας, ως γραφή πυροβολείται»

«Δάσκαλε έχω κάνει μεγάλη μαλ… συγνώμη. Την έχω πατήσει πολύ άσχημα. Και τώρα πώς θα ξεμπλέξω;»

«Με το γράμμα θα ξεμπλέξεις σχετικά εύκολα. Τα ερωτικά γράμματα είναι τα ευκολότερα όλων, να ξέρεις»

«Γιατί;»

«Γιατί προέχει το συναισθηματικό φορτίο. Αυτό προκρίνεται, αυτό ενδιαφέρει, αυτό διακυβεύεται. Η φιλολογική ταξινόμηση δεν απασχολεί. Ως ένα σημείο βέβαια… γιατί με το ‘ξέχεσες’ αυτό ακριβώς έκανες κι εσύ… τα έχεσες όλα!»

[χτυπάει το κεφάλι του] «Πώς μού ήρθε, πώς μού ήρθε και το’γραψα αυτό;!!»

«Σου ήρθε γιατί χαλάρωσες και παρεσύρθης. Όταν μιλούμε όπως γράφουμε είμαστε λογοτέχνες. Όταν γράφουμε όπως μιλούμε είμαστε απλώς γραφικοί, σχεδόν ανεκδιήγητοι»

[ξεφυσάει, κοπανιέται] «Τι της είπα μωρέ; Τι της είπα; Πώς μού τη βάρεσε και της το είπα; Επειδή την είδα στο βιβλιοπωλείο… τι μαλ… τι λακαμάς που είμαι! Και καλά τώρα που είναι στη Θεσσαλονίκη, τι γίνεται όταν γυρίσει που έτσι και βρεθούμε θα γίνω ρεζίλι των σκυλιών; Μια ερώτηση να μου κάνει θα με τινάξει στον αέρα!»

«Συμφωνώ σε όλα. Πόσο χρόνο έχεις Έλενε;»

«Μέχρι να βρεθούμε ξανά; Κανά μήνα»

«Επικοινωνείτε όμως νυχθημερόν και μέσω fb και λοιπών μέσων σωστά;»

«Όχι και πολύ. Διαβάζει φουλ, ένα γεια λέμε και τα τετριμμένα…»

«Καλώς. Οπωσδήποτε να είσαι φειδωλός και κοινότοπος… όσο μπορείς… βεβαίως ένας ποιητής εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι κοινότοπος όμως εσύ συγχωρείσαι… είσαι νέος και ερωτευμένος… επίσης δεν ακολουθείς τα παλαιά πρωτόκολλα… μπορείς λοιπόν να καλυφθείς τρόπον τινα πίσω από όλα τούτα… η εκ του σύνεγγυς επικοινωνία όμως…»

«Ποια δάσκαλε;»

«Η εκ… η face to face επικοινωνία είναι μια άλλη υπόθεση… εκεί, έχεις δίκιο, κινδυνεύεις σοβαρά…»

[σηκώνεται, περπατάει νευρικός, ξανακάθεται, κοπανιέται, τινάζεται]

«Σκατά! Σκατά και πάλι σκατά!»

[τον αγγίζει στον ώμο] «Ας επικεντρωθούμε στο γράμμα Έλενε. Γι αυτό με κάλεσες απόψε»

«Έχεις δίκιο δάσκαλε. Και να με συγχωρείς που σε έμπλεξα σε αυτή την σκατοκατάσταση. Αλλά δεν ήξερα τι να κάνω… ποιον να πάρω… σε ποιον να τα πω»

«Θα σε βοηθήσω Έλενε, στο είπα»

«Αλήθεια δάσκαλε; Θα με βοηθήσεις;»

«Στο είπα»

«Sw… σόρρυ… πήγα να πω πάλι»

«Ναι, το κατάλαβα. Είσαι σε κατάσταση πανικού»

«Ναι… και λίγα λες»

«Ας επικεντρωθούμε στο γράμμα»

«Ξέρεις δάσκαλε… να, σκεφτόμουν μήπως…»

«Όχι!»

«Μα, δεν σου είπα…»

«Ξέχνα το. Δεν πρόκειται να γράψω εγώ το γράμμα. Θα το γράψεις εσύ. Και θα μάθεις πολλά απ’αυτό. Να είσαι βέβαιος»

«Καλά…»

«Αν θέλεις να σε βοηθήσω θα γίνει υπ’αυτόν τον όρο… αν δεν θέλεις μπορώ να επιστρέψω στη μελέτη ενός παλαιού συγγράμματος την οποία διέκοψα»

«Να με συγχωρείς… είμαι σε πανικό, καλά το είπες…»

«Θα συνέλθεις. Και θα ξαναγράψεις το γράμμα»

«Εντάξει»

«Ακολουθώντας απλώς μερικές οδηγίες που θα συζητήσουμε απόψε»

«Ναι, οκ»

«Ας υποθέσουμε ότι είσαι η Θάλεια… λαμβάνεις αυτό το γράμμα… το διαβάζεις… αντέχεις και το διαβάζεις ως το σημείο που σε διέκοψα… τι σκέφτεσαι;»

«Εεε… δεν ξέρω…»

«Εγώ θα σκεφτόμουν, μου κάνει πλάκα ο τύπος έτσι;»

[δείχνει ενοχλημένος]

«Μου ζήτησες τη συνδρομή μου αγόρι μου. Θα είμαι σκληρός μαζί σου. Αν θέλεις χάιδεμα δεν είμαι ο κατάλληλος… είμαι η Θάλεια λοιπόν… με σκέφτεται πρωί, μεσημέρι βράδυ; Και στα ενδιάμεσα τι γίνεται;»

[χαμογελάει]

«Μη γελάς. Η Θάλεια γελάει. Εσύ κλαις!»

[εξακολουθεί να χαμογελάει… ακολουθεί πνιχτό γέλιο… γελούν τελικά και οι δυο]

«Μα ούτε χαπάκια για την πίεση να ήταν! Δάσκαλε, τι παπαριές έχω γράψει… πω, πω, αν ήμουν η Θάλεια θα με μπλόκαρα και από το fb»

«Γενικό πλαίσιο αναφοράς. Είμαι η Θάλεια και τι άλλο σκέφτομαι; Σκέφτομαι πως αυτός ο άνθρωπος είναι ανώριμος, υπερβολικός και… πολύ καυλωμένος»

[σκύβει το κεφάλι]

«Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Είσαι ένα νέο παιδί και η Θάλεια ένα νέο κορίτσι. Οι λογισμοί της σάρκας είναι πιθανώς στην ημερήσια διάταξη. Δεν εκφράζονται όμως! Δια ροπάλου!»

«Ναι… σωστά, στο στρατό είμαστε;»

«Ακριβώς. Ακόμα κι εκεί όταν θα πας, υπάρχουν στιγμές και ώρες για όλα. Οι λογισμοί αυτοί λοιπόν δεν εκφράζονται. Υπονοούνται όμως. Τίθενται υπόρρητα… και ό,τι καταφέρνεις να εκφράσεις υπόρρητα έχει δύναμη απείρως μεγαλύτερη από τη χυδαιότητα της αμέσου εκφράσεως. Σε τούτο σε βοηθά ξέρεις τι;»

«Σε ακούω πολύ προσεκτικά δάσκαλε»

«Η φύση!»

«Δηλαδή;»

«Όλοι οι ποιητές έγραφαν και γράφουν κωδικοποιημένα. Για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι η κληρονομιά άλλων, σεμνότυφων εποχών. Σε κείνες τις εποχές…»

«Πριν πόσα χρόνια δηλαδή; Τριάντα;»

«Πώς φαίνεται ότι είσαι νέος… αφόρητα νέος… εκατόν τριάντα πες»

[μορφάζει]

«Τότε λοιπόν, η καθαρή διατύπωση ανάλογων σκέψεων απηγορεύετο αυστηρότατα και με ποινές φυλάκισης ακόμη… οι άνθρωποι κατέφευγαν συνεπώς σε άλλους ελιγμούς… περιγραφές φυσικών φαινομένων επί παραδείγματι… καταλεπτώς όμως, με διεισδυτικότητα… η φύση καθώς αποτελεί το παγκόσμιο λίκνο, αποτέλεσε ειδικά για τους ρομαντικούς την απόλυτη αλληγορία, τον πλέον προσφερόμενο καμβά κι επιπλέον ένα εκπληκτικό άλλοθι… διότι πρέπει να γνωρίζεις φίλε μου ότι ένα μονάχα Γεγονός συνταράσσει και συναρπάζει όλους τους ποιητές από αρχής των ημερών… το Ερωτικό Γεγονός!»

«Σιγά σιγά δάσκαλε γιατί… μήπως να σημειώνω;»

«Να μην σημειώνεις αλλά να είσαι παρών! Να είσαι εδώ με όλα σου τα σώματα και όλες σου τις αισθήσεις. Το μπορείς αυτό;»

«Ναι… δηλαδή… ναι!»

«Swell!!»

«Μου την έφερες… σε ακούω λοιπόν… άρα, περιγραφή της φύσης…»

«Σιγά σιγά… αν είμαι η Θάλεια με ενδιαφέρει περισσότερο να με μυήσεις βαθμηδόν στο εσωτερικό σου πλαίσιο αναφοράς παρά να μου πετάξεις καταπρόσωπο το πόσο ‘σκληρός’ είσαι τώρα που έφυγα κι είσαι μόνος στο σπίτι, με σκέφτεσαι και χαϊδεύεσαι… Και η μύηση είναι η δυσκολότερη και αρχαιότερη ανθρώπινη και θεϊκή μαζί τέχνη!»

«Με ρίχνεις στα βαθιά τώρα!»

«Σου περιγράφω το γενικό πλαίσιο Έλενε. Έχεις και ένδοξο όνομα… το δυσκολότερο βουνό είναι αυτό… στο Πολυτεχνείο λέγαμε ότι υπάρχουν τρία μεγάλα βουνά στην επιστήμη του μηχανικού… το πρώτο, το ψηλότερο είναι η σύλληψη της μορφής. Το δεύτερο, το ενδιάμεσο, είναι η εξιδανίκευση. Και το τρίτο, το πιο χαμηλό, είναι η εφαρμογή. Πάμε στη λογοτεχνία τώρα… και η συγγραφή ερωτικής επιστολής ανήκει δικαιωματικά στη λογοτεχνία. Να με ακούς, να μη χαζεύεις… το μεγάλο βουνό είναι η σύλληψη του νοήματος όσων θα γράψεις, το πνεύμα, το δεύτερο είναι η γλώσσα, το ύφος, το αίμα, το τρίτο είναι να κωλοκάτσεις και να το γράψεις… όχι ένα βράδυ να σου πάρει, τρία τέρμινα να σου πάρει…»

[κοιτάζοντας τα πλακάκια] «Το πνεύμα… το αίμα… το τρίτο;»

«Το τρίτο είναι το σπέρμα»

«Δυνατό!»

«Ας έρθουμε τώρα στο δικό σου γράμμα. Το πνεύμα είναι το εσωτερικό σου πλαίσιο αναφοράς. Αυτό θα το μεταδώσεις έμμεσα. Είσαι, ας πούμε εδώ, μια τέτοια νύχτα, παρατηρείς όσα είναι γύρω σου, ταυτόχρονα τη σκέφτεσαι, την αναπολείς, τη στοχάζεσαι. Πλάθεις το μύθο της και μαζί προβάλλεις μέσα σ’αυτόν το κοινό σας μέλλον. Δανείζεσαι σκηνές από το περιβάλλον και αφήνεις την αποκωδικοποίηση στον αποδέκτη… στη Θάλεια. Για να καταφέρεις να αποδώσεις όμως το πνεύμα, χρειάζεσαι τη γλώσσα… ναι μεν εργαλειακά αλλά και απολύτως ουσιαστικά. Εδώ υπάρχει μια σοφή διέξοδος που μας δίδαξαν οι αδελφοί της αλύσου… όποιος δεν έχει λέξεις έχει ανάσες»

«Δηλαδή;»

«Θα είσαι απλός, σαφής, απέριττος, λιτός. Ας πούμε ότι μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα. Δεν ξέρεις ακόμα τι σου γίνεται αλλά πρέπει να επικοινωνήσεις. Διαλέγεις τις ευκολότερες λέξεις, τις απλούστερες εκφράσεις. Γίνεσαι κατανοητός και αποφεύγεις τις παγίδες. Οπωσδήποτε πρέπει να αποφεύγεις τις παγίδες. Το λοιπόν, έχεις το πλαίσιο, βιώνεις το ερωτικό γεγονός, η Θάλεια είναι εντός σου αλλά και παντού ολόγυρα… ένας ερωτικός πανθεϊσμός… τούτο είναι αυθεντικό, είναι γνήσιο, σε συνέχει, κυλάει στις φλέβες σου… όλο τούτο το περνάς στις λέξεις… περιγράφεις, στέρεα και μέσω απλών μεταφορών… όταν αισθανθείς δυνατός περνάς πιο βαθιά, αποτυπώνεις ένα άμεσο συναίσθημα που την αφορά… θα το βρεις, θα γεννηθεί, θα εμφανιστεί στη ροή, θα αναδυθεί από τα έγκατά σου… με παρακολουθείς;»

«Με κομμένη την ανάσα δάσκαλε…»

«Κι ύστερα… ξέρεις… γράφοντας πάντοτε μεταγράφεις… μεταβάλλεις, διαφορίζεις, αλλοιώνεις… και με μια έννοια αλλοιώνεσαι κι εσύ… μέσα σου θα έχεις μόνο την αρχή, άσε τη ροή να σε πάει όπου εκείνη θέλει… κάποια στιγμή, εκεί στις εκβολές, στην ολοκλήρωση της γραφής και του γεγονότος της επιστολής θα έχεις συμπαρασύρει τη Θάλεια στο δικό σου Γεγονός, πάει να πει, θα την έχεις μυήσει… και τότε ποιος θα μπορέσει να σε ψέξει ότι τάχα δεν είσαι ποιητής; Θα έχεις γίνει ποιητής!»

[σιγή] «Πολύ ωραία όπως τα αναλύεις δάσκαλε αλλά… θα μπορέσω να τα καταφέρω;»

«Ας μην είμαστε υπερβολικοί… θα βασανιστείς, θα ρηγματωθείς, θα ματώσεις… θα τα καταφέρεις όμως… άλλωστε, δεν έχεις και άλλη λύση, παραμονεύει το ρεζιλίκι σε διαφορετική περίπτωση, σωστά; Και τώρα είναι ώρα για μένα να επιστρέψω στην πραγματεία που μελετούσα και για σένα να γράψεις… κράτησε το πνεύμα όσων είπαμε, το βίωμα, την εμπείρωση και εμπιστέψου τον εαυτό σου… όσες μέρες και να σου πάρει… την επόμενη φορά θα έχεις να μου δείξεις κάτι άλλο…»

[σηκώνεται απρόθυμα] «Πώς να σε ευχαριστήσω δάσκαλε; Αλλιώς ήρθα ως εδώ κι αλλιώς φεύγω… αλήθεια στο λέω…»

«Σου εύχομαι να απολαύσεις την περιπέτεια της γραφής τούτης της επιστολής για ένα κορίτσι με το οποίο είσαι ερωτευμένος… ποια ωραιότερη περίσταση από αυτή; Θα μάθεις τόσα για τα συναισθήματά σου, τον εαυτό σου, τη ροή σου… Ετοιμάσου να βουτήξεις στο δνοφερόν ύδωρ του είναι σου… όταν θα αναδυθείς ξανά δεν θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος, τωόντι… θα τα πούμε πάλι…»

 

 

[μετά από λίγες ημέρες]

Πόσο οι ήλιοι είναι όμορφοι μες στις ζεστές βραδιές!

Πόσο το διάστημα βαθύ! Τι δυνατή η καρδιά!

Σ’ εσέ γερτός, των γυναικών που λάτρεψα βασίλισσα.

Έλεγα πως ανάσαινα του αίματός σου την οσμή.

Πόσο οι ήλιοι είναι όμορφοι μες στις ζεστές βραδιές!

 

Charles Baudelaire [Το Μπαλκόνι, απόσπασμα

(από ‘Τα Άνθη του Κακού’), μετ: Γ. Σπανός]

 

[Ο Έλενος κρατάει στα χέρια του χαρτιά… χειρόγραφα, φωτοτυπίες από βιβλία… είναι σε έξαψη ]

«Έπεσες με τα μούτρα το λοιπόν»

«Ναι δάσκαλε… τι να σου λέω»

«Μα… τα βλέπω»

«Είμαι πολύ ανεβασμένος δάσκαλε… όλες αυτές τις μέρες μετά την κατσάδα της προηγούμενης βδομάδας είμαι on fire! Διαβάζω, γράφω, πήγα κι αγόρασα βιβλία…»

«Έρωτας πάει να πει… όχι αστεία!»

«Με κοροϊδεύεις;…»

«Όχι βέβαια… σε ζηλεύω όμως! Και σε νιώθω, να είσαι απολύτως βέβαιο γι αυτό»

«Ξέρεις δάσκαλε, τα σκεφτόμουν όλα αυτά που μου είπες στην τελευταία μας συνάντηση… δηλαδή όχι ακριβώς όλα… όσα μπόρεσα να συγκρατήσω… τα ένιωσα μέσα μου… έγραφα και όλα αυτά…»

«Δούλευαν μέσα σου»

«Ναι! Ειδικά στο τέλος… αυτό που μου είπες ότι θα κάνω βουτιά στο…»

«Δνοφερόν ύδωρ…»

«Ναι! Έκανα το σχετικό γκουγκλάρισμα, βρήκα τι σημαίνει και μετά… είχα την εικόνα εμπρός μου… να βουτάω στο σκοτεινό νερό… το δικό μου δηλαδή… δυνατή εικόνα… με βοήθησε πολύ…»

«Με χαρά διαπιστώνω ότι άρχισαν τα γεννητούρια λοιπόν…»

«Τα ποια;»

«Όσα ειπώθηκαν σε γονιμοποιούν και τούτο με ευχαριστεί πάρα πολύ μικρέ»

«Κι ύστερα σκεφτόμουν… πόσο όμορφο είναι να έχεις έναν δάσκαλο! Έναν σοφό άνθρωπο να σε συμβουλεύει… εκεί που πας να κάνεις τη στραβή…»

«Σου παίρνει το τιμόνι απ’τα χέρια και σε ισιώνει…»

«Κάπως έτσι… ναι…»

[τον αγγίζει στον ώμο] «Έχεις ωραία ψυχή Έλενε… και το κυριότερο… έχεις εκζήτηση για το Ωραίο… Γι αυτό διάλεξες να αρχίσεις το γράμμα σου με στίχους του Μπωντλαίρ;»

«Πω, πω… είναι η τελευταία μου ανακάλυψη δάσκαλε!»

«Χμμ… πες μου γι αυτήν…»

«Είχες πει πως μέσα από το γράψιμο αυτού του γράμματος θα μάθω και θα ζήσω πολλά… ήδη γίνεται! Μέσα σε λίγες μέρες! Εκεί που χαζολόγαγα νύχτα μέρα με το PS και τις μαλακισμένες συζητήσεις με τους κολλητούς μου, ξαφνικά, σα να ξύπνησα…»

[υπομειδιών] «Χμμ… κάτι μου θυμίζει όλο ετούτο… για συνέχισε λοιπόν φέρελπι Έλενε…»

«Έχω τέτοιο ενθουσιασμό, τόση χαρά… ανακάλυψα τον Μπωντλαίρ! Που να τον ήξερα εγώ πριν… μόνο τις μεταγραφές της ΑΕΚ ήξερα απ’έξω! Έχασα πολλά χρόνια δάσκαλε στη μαλ;… κατάλαβες… σόρρυ…»

«Είσαι μόλις είκοσι χρόνων Έλενε… πότε πρόλαβες να χάσεις;…»

«Τώρα όμως που μπήκα στο χορό… τώρα αισθάνομαι πως μπορώ να κάνω άλλα πράγματα… μαθαίνω, διαβάζω… πόσο υπέροχοι άνθρωποι έζησαν πριν από εμάς δάσκαλε… σπουδαίοι, μεγάλοι…»

«Βέβαια ανάμεσα σε εκατομμύρια καθαρμάτων αλλά έστω…»

«Και είπα να βάλω στην αρχή ή στο τέλος του γράμματος αυτούς τους στίχους… δηλαδή ήμουν ανάμεσα σε πολλά ποιήματα αλλά αυτοί μου θύμισαν κάποιες στιγμές με τη Θάλεια…»

[ανασηκώνεται και βαδίζει… ο Έλενος τον ακολουθεί]

«Είπα καμιά βλακεία;»

«Όχι, όχι… απλά σκέφτομαι…»

«Ίσως να μην πρέπει… να μην πρέπει ν’ανακατέψω τον Μπωντλαίρ… πάει πολύ, βαραίνει το πράγμα ε; Αυτό σκέφτεσαι;»

«Σκέφτομαι πως η συζήτηση της προηγούμενης εβδομάδας λειτούργησε κάπως σα να ρίξαμε κηροζίνη σε… χορτοκοπτική μηχανή…»

«!!!»

«Μη νοιάζεσαι τώρα για τους δικούς μου λογισμούς… απόψε σε απολαμβάνω νεαρέ… νιώθω πως έχεις πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα…»

«Ναι αλλά δεν είμαι σίγουρος για πολλά… για τον Μπωντλαίρ ας πούμε…»

«Σιγά σιγά… πως το λένε οι φίλοι μας οι αμερικανοί του Νότου; Hold your horses! Να η σοφή σύνθεση των γηρατειών με τη νεότητα… εσύ μη σταματάς να είσαι νέος κι εγώ ας μην σταματώ να είμαι γέρων…»

«…»

«Ξέρω, θέλεις απαντήσεις εδώ και τώρα… όμως πριν ασχοληθούμε με το θηρίο που λέγεται Μπωντλαίρ –και σε βεβαιώ ήταν θηρίο- ας έρθουμε στο γράμμα σου… τόση ώρα και δεν το φέρνουμε στο επίκεντρο… αν και αισθάνομαι πως το επίκεντρο έχει πλέον, ευτυχώς, μετατοπιστεί…»

«Να στο διαβάσω;»

«Ας καθίσουμε κάπου και να μου το διαβάσεις»

[Βρίσκουν μια απόμερη τοποθεσία με θέα τη μαρίνα. Κάθονται, ο Έλενος εστιάζει στα χαρτιά του]

«Αγαπημένη μου Θάλεια, Μόλις γύρισα στο σπίτι. Βρισκόμουν έξω πάλι, την ίδια ώρα, όπως σχεδόν κάθε βράδυ, δεν μπορούσα να ησυχάσω. Μη σου φανεί περίεργο, δύσκολο πλέον να ησυχάσω. Τι μου έφταιγε; Το υποπτεύεσαι ίσως, το καταλαβαίνεις…

Περπάτησα ως εκείνο τα καφέ που συναντηθήκαμε την τελευταία φορά. Νομίζω έψαχνα να σε βρω. Ήσουν ολόγυρα… όχι, δεν ήσουν… με πονούσε όλο αυτό… ήσουν όμως μέσα μου και σε κάθε κοπέλα με μακριά καστανά μαλλιά και λεπτή μεσούλα έβλεπα εσένα… σου φαίνεται παράξενο;

Είχα μαζί μου και κάτι που διαβάζω τελευταία… ποιήματα ενός πολύ σπουδαίου από το παρελθόν… ποιος τον διαβάζει πια, τι με νοιάζει; Κάθισα σε ένα παγκάκι με τη λάμπα του δήμου από πάνω μου να έχω φως και διάβαζα… Κάποια στιγμή κουράστηκα και κοίταξα τη θάλασσα… κατάλαβα περισσότερα… όχι απ’την αρχή, δεν κοκορεύομαι…  μα κάποια στιγμή κατάλαβα γιατί η θάλασσα συγκινεί όλους τους ανθρώπους, γιατί τους μελαγχολεί, γιατί τους ταξιδεύει, γιατί τους ηρεμεί… η θάλασσα μού μιλούσε για σένα κι εγώ την άκουγα… και όσα μου είπε, τα πήρα μαζί μου όταν γύρισα στο σπίτι μου και ξάπλωσα μόνος στο κρεβάτι μου…

Μόνος;

Ψέματα… ήσουν κι εσύ εκεί…»

[σιγή]

«Δάσκαλε…»

«Ναι…»

«Δεν μου μιλάς…»

«Αισθάνομαι… γεμίζω… έχεις μπει μέσα μου μικρέ… σε φιλοξενώ… ποιος μιλά όταν είναι πλήρης από το ποιητικό γεγονός;»

«Σου άρεσε;»

«Αναγνωρίζεις εσένα μέσα στις λίγες αυτές γραμμές; Αναγνωρίζεις την ανάσα σου, τη μοναξιά σου, τη φυλακή σου που είναι ένα άρτιο σύμπαν;»

[δεν απαντά… κοιτάζει το γράμμα]

«Νομίζω πως ναι δάσκαλε…»

«Βλέπεις, δεν είναι τυχαίο κείνο που έχει ειπωθεί για τον έρωτα… πως είναι δηλαδή σαν την βαθιά τομή από μαχαίρι… κείνο που δεν λέγεται συχνά είναι πως το χέρι που το κρατά είναι το δικό μας…»

«Θέλεις να πεις…»

«Θέλω να πω καλέ μου φίλε πως μέσα σε μια βδομάδα διήνυσες μια απόσταση πολλών ετών… σε νιώθω αδελφό μου στην ατραπό… και σε καλωσορίζω!»

[ανοίγει την αγκαλιά του και τον δέχεται… ο Έλενος έχει δακρύσει όπως και ο δάσκαλος]

«Αλήθεια δάσκαλε; Με δέχεσαι;»

«Σ’έχω ήδη δεχθεί… από καιρό… έμενε απλώς το φως να ανοίξει τα δικά σου μάτια…»

[σιγή]

«Τούτο δεν σημαίνει βέβαια πως έχουμε τελειώσει… τώρα αρχίζουν όλα… όταν ο τυφλός αναβλέψει, αρχίζει να ζει απ’την αρχή… τα ψηλαφεί όλα σα να γεννιούνται εκείνη τη στιγμή, τα ονοματίζει όλα απ’την αρχή… γιατί το χθες έχει πεθάνει κι αυτός είναι νιογέννητος και επιγνωσιακά νεαύξητος… νιώθεις όσα σου λέω Έλενε;»

«Και βέβαια δάσκαλε».

«’Δάσκαλε’… Κάποιος, πριν από αμέτρητα χρόνια μου είχε πει… και καθόμασταν ξέρεις όπως εσύ κι εγώ τώρα… ένα ανοιξιάτικο βραδάκι σε ένα μοναχικό παγκάκι… μονάχα που ήταν σε κάποια άλλη πόλη… δεν έχει σημασία… μου είχε πει λοιπόν, ‘Να ξέρεις, δεν υπάρχει ιερότερος δεσμός από εκείνον του δασκάλου με τον μαθητή… όσα τους ενώνουν κι όσα εμπειρώνονται είναι όπως οι δερματοστιξίες… μένουν ανεξίτηλα στην ψυχή και στην καρδιά τους…’ Κι αυτό σημαίνει, φίλε μου, πως αυτή ειδικά τη στιγμή νιώθω ένα μεγάλο βάρος στους ώμους μου… γιατί αυτή η σχέση είναι σχέση ευθύνης κι όλοι όσοι περπατούν στην Ατραπό είναι πριν απ’όλα και πάνω απ’όλα, όντα ευθύνης…»

[σιγή]

«Όμως, ας μην βαρύνουμε άλλο την ατμόσφαιρα αυτής της βραδιάς… γιατί είναι μια βραδιά γιορτής… μια γενέθλια μέρα μέσα στη νύχτα! Πριν από μια βδομάδα καθόταν δίπλα μου ένας ακατέργαστος νεαρός με φλόγα στην ψυχή και δίψα στο βλέμμα… σήμερα καλωσόρισα στην Άλυσο ένα νέο αδελφό, έναν αναζητητή, έναν ποιητή!»

[αγκαλιάζονται ξανά με συγκίνηση]

«Ώστε δεν χρειάζεται δάσκαλε να της πω… πώς της έλεγα ψέματα… ότι είμαι ποιητής!»

«Με θέλεις συνεργό σε ένα μικρό σου έγκλημα μικρέ;»

«…»

«Κάποια στιγμή φαντάζομαι, μετά από καιρό, όταν ανταμώσετε και πάλι κανονικά, σαν δυο ανθρώπινα όντα κι όχι μέσα από τις οθόνες κάποιων τάμπλετ θα είστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι… εσύ, είμαι βέβαιος… νομίζω κι εκείνη… άλλον άνθρωπο άφησε φεύγοντας για Θεσσαλονίκη κι άλλον θα γνωρίσει όταν επιστρέψει… και τότε θα είστε έτοιμοι να περάσετε σε μια ουσιαστική σχέση… και μετά τη σχέση, στη συνάντηση…»

«Κάπως παρόμοια όπως συμβαίνει με μας τους δυο;»

«Με άλλες ορίζουσες κι άλλες δυναμικές αλλά οι άξονες τελικά δεν αλλάζουν… εκεί θα συμβούν πολλά και θαυμαστά που ανακαλύπτουν πάντα δυο άνθρωποι που πορεύονται, για λίγο ή πολύ, έναν κοινό δρόμο… αυτά είναι τα όμορφα ταξίδια κι αξίζει να τα ζήσει ο καθένας μας…»

[σιγή]

[παίρνει στα χέρια του ξανά το γράμμα]

«Πες μου για τον Μπωντλαίρ δάσκαλε… είπες πριν πως ήταν ένα θηρίο… τι εννοούσες;»

[χαμογελώντας]

«Κι εγώ νόμιζα πως θα ήθελες να μιλήσουμε για σινεμά… για τον Κλιντ Ήστγουντ ας πούμε…»

«Χα! Ναι… ή τον Αλ Πατσίνο!»

«Έτσι ε; Πες μου λοιπόν για τον Αλ…»

[μιμείται τη διάσημη ιαχή του ηθοποιού από το ‘Άρωμα Γυναίκας’]

«Ίχααα…»

[γελούν και οι δυο]

«Τυφλός ήταν κι αυτός σ’αυτό το έργο… ο Πατσίνο εννοώ…»

«Τι τυφλός όμως! Μπορούσε να δει πολύ βαθύτερα και καλύτερα από τα μάτια όλων μας…»

«Σωστά… πες μου για τον Μπωντλαίρ δάσκαλε… με αποφεύγεις…»

«Χμμμ… αναρωτιέμαι…»

«Τι πράγμα;»

«Γιατί ‘έπεσες’ πάνω σε έναν τόσο ιδιαίτερο ποιητή όπως αυτός… είναι ο πρώτος που διαβάζεις;»

«Στην ουσία ναι»

«Επικίνδυνος δάσκαλος ο Μπωντλαίρ… μεθυστικός, μύστης αληθινός, βαθύς και σκοτεινός κι όμως… όπως όλοι οι ιερείς του Ωραίου καταραμένος κι ευλογημένος μαζί…»

«Τι θες να πεις;»

«Θέλω να πω Έλενε πως η πράξη της όρασης με τα μάτια της ψυχής δεν είναι μια απλή υπόθεση… δεν αναλαμβάνεις μονάχα την ευθύνη όσων βλέπεις μα κι εκείνων που δεν βλέπεις… εκείνων που υπάρχουν στη σκιά, στις μεθορίους της ύπαρξης, στη μεταιχμιακή διάσταση του είναι… διάβασε αν βρεις την κριτική του για έναν ‘ήρωα της γραφής’ όπως τον λέει, τον Πόε…»

«Α, ναι, κάποιος μου τον σύστησε… ήθελα να σε ρωτήσω πριν ψάξω βιβλία του…»

«Ο Μπωντλαίρ, ο Πόε, οι άνθρωποι που κινήθηκαν σε όλη τους τη ζωή σε αυτή τη μεθόριο, σ’αυτά τα μεταίχμια, στα ακροσύνορα των αισθήσεων και των ηδονών, βίωσαν πραγματικότητες που πάλεψαν με μόχθο να αποτυπώσουν στα ιερά τους κείμενα… με κώδικες βέβαια… και οι λέξεις ανασαίνουν, τα χρώματα πάλλονται, οι έννοιες ζωντανεύουν, γίνονται μορφές και οι άνθρωποι… δεν είναι συνηθισμένοι, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι… δεν είναι ‘χαρακτήρες’ όπως μας έχουν ζαλίσει οι σύγχρονοι κριτικοί, είναι προσωπογραφίες, μυστικές θεάσεις, ενοράσεις μορφών και… σύμβολα… να γιατί οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν απρόσιτοι… γιατί δεν ήθελαν να γίνουν μεθεκτοί… ούτε αυτοί ούτε τα πονήματά τους…»

«Ξένοι;»

«Ξένοι και ταυτόχρονα οι πιο οικείοι απ’όλους… απόστατοι και μαζί φίλιοι, κοντινοί, αδελφοί… όμως με μια έννοια όχι συναισθηματική και λυρική αλλά κάποια άλλη που μονάχα οι μύστες θα μπορούσαν να βιώσουν… η βαθιά συμπόνια του Μπωντλαίρ για τους ανθρώπους, που αληθινά τον πονούσε και τον βασάνιζε, πώς συμβιβάζεται άραγε με την εδραιωμένη πεποίθηση πως ήταν ένας αλαζόνας, ευφυολόγος δανδής; Πως επιζητούσε την εκκεντρικότητα, την έπαρση, τη διαρκή θεατρικότητα; Οι ψυχολόγοι σήμερα έχουν προσεγγίσει κάπως τις δομές αυτών των ανθρώπων κι όμως, μην ξεγελαστείς… ο ψυχολόγος, ο ψυχίατρος, ο αναλυτής είναι στην ουσία ένας χασάπης… θέλει να ανοιχτείς για να δει τα εντόσθια της ψυχής σου… αν μπορούσε θα το έκανε ο ίδιος… η περιέργεια σε αυτούς τους ανθρώπους είναι μεγαλύτερη από την ενσυναίσθησή τους…»

«Διαβάζεται σήμερα ένας τέτοιος ποιητής δάσκαλε;»

[σηκώνεται και ο Έλενος τον ακολουθεί]

«Τούτη είναι μια καλή ερώτηση μικρέ. Θα έλεγα ακόμη, κατανοείται σήμερα κι αν διαβάζεται; Φαντάσου λοιπόν πως ανακαλύπτεις ένα σεντούκι που περιέχει μια πανάρχαια δέλτο…»

«Πώς;»

«Έναν αρχαίο πάπυρο, ένα βιβλίο… το ανοίγεις από προφανή περιέργεια, δεν το αφήνεις στο σεντούκι, σωστά; Και διαπιστώνεις πως οι ψαθυρές σελίδες του περιέχουν κείμενα σε μιαν άγνωστη γραφή…»

«Σαν σενάριο ταινίας ας πούμε»

«Ναι, μονάχα που εδώ δεν θα έρθει ο δρ. Ιντιάνα Τζόουνς να σε συνδράμει… ευτυχώς βέβαια… Όσα γράφτηκαν από τον άγνωστο συγγραφέα στην ακατάληπτη γλώσσα, σκέψου, θα παραμείνουν για πάντα απρόσιτα… δεν έχεις πρόσβαση, κανείς δεν έχει…»

«Συναρπαστικό… μοιάζει με role playing game…»

«Ναι, σωστά… Αυτή είναι περίπου η αναλογία… ένας μυστικός όπως ο Μπωντλαίρ είχε πρόβλημα με τους ανθρώπους του καιρού του… σκέψου τι συμβαίνει με τους σημερινούς… σκέψου τον εαυτό σου λίγες μέρες πριν… θα σου μιλούσε κάποιος για έναν Γάλλο ποιητή του 190υ αιώνα κι εσύ… τι θα έκανες εσύ;»

«Θα γύρναγα τη συζήτηση στην ΑΕΚ…»

[χαμογελούν]

«Το γιατί όμως ένας ποιητής όπως ο Μπωντλαίρ είναι θηρίο όπως τον αποκάλεσα –το ίδιο θα σου έλεγα για τον Αισχύλο, όχι για τον Σοφοκλή ή τον Ευριπίδη, τον Σαίξπηρ, ειδικά του Μάκμπεθ, τον Λόρδο Βύρωνα, τη Μαίρη Σέλλεϋ, τον Σεφέρη, όχι τον Καβάφη ή τον Ελύτη, είναι κάτι φίλε μου που σήμερα δεν μπορείς να το κατανοήσεις ή να το αφομοιώσεις… σιγά σιγά… έχεις καιρό μπροστά σου… οι κατανοήσεις και οι διανοίξεις –όπως για τα τούνελ στα βουνά- πρέπει να γίνονται σιγά σιγά… αλλιώς πέφτει το βουνό στο κεφάλι σου!»

[συνέχισαν να χαμογελούν και να συζητούν καθώς προχωρούσαν μέσα στη νύχτα…]