Ομαπουσεγάκα

 

Η

φωνή της είχε κάτι το ενοχλητικό. Ακόμα και προφέροντας το όνομά μου… μπορεί ακριβώς για τούτο αλλά δεν μπορώ να είμαι πλέον απολύτως σίγουρος. Φυσούσε η σοροκάδα εκείνη τη στιγμή που την πρωτάκουσα να μού μιλά και οι φθόγγοι ακούστηκαν μισοί και αλλοιωμένοι. Δεν ξέρω, λέω απλά δεν είμαι σίγουρος. Θυμάμαι καλά όλη τη σκηνή, δεν λαθεύω σε τέτοια.

 

Το ζήτημα είχε ως εξής. Είχα ακουμπήσει στην κουπαστή και κάπνιζα ένα τσιγάρο. Δεν ήταν το τσιγάρο το ρομαντικό, αυτό που συνοδεύει τους γραφιάδες καθώς στοχάζονται το επόμενο ή το παραμελημένο τους πόνημα. Καθόλου κάτι τέτοιο δεν ήταν. Ήταν απλά ένα ακόμα τσιγάρο της ημέρας. Δηλαδή της νύχτας. Είχα γείρει λοιπόν το σώμα μου πάνω στην κουπαστή και αντί να σκέφτομαι οτιδήποτε άλλο, ένιωθα την ασχήμια αυτού του πλοίου πάνω μου. Και μέσα μου. Ε, βέβαια και μέσα μου γιατί πώς να νιώσεις οτιδήποτε διαφορετικά; Η ασχήμια αυτού του πλοίου που ταίριαζε με την ασχήμια του ταξιδιού μου. Και είχα μετανιώσει για χιλιοστή φορά που είχα αποδεχθεί την πρόσκληση αυτού του παλιού μου φίλου απ’το ναυτικό να τον επισκεφτώ στο νησί του. Και με το τσιγάρο, με κάθε τσιγάρο μετάνιωνα όλο και περισσότερο. Αλλά να πέσω στη θάλασσα και με επιδέξιες απλωτές να γυρίσω στον ωραίο μου Πειραιά δεν γινόταν. Κι αν γινόταν όχι πάντως από μένα. Και πάλι, σκεφτόμουν και το ρεζιλίκι που θα γινόμουν πρωτοσέλιδο… πες καλύτερα ‘βάιραλ’ καθώς λέμε πλέον σε όλα τα σάιτ… χοντρό ρεζιλίκι που δεν το μπορούσα… από την άλλη άκουγα τη φωνή του φίλου μου στη συνομιλία μας πριν λίγες μέρες: ‘έλα ρε φίλε, θα περάσουμε πολύ ωραία… μη σε νοιάζει… θα έχεις το δωμάτιό σου, την άνεσή σου… θα κάνουμε παρέα… θα σου γνωρίσω και τις κόρες μου… την Ούλα δεν θα στη γνωρίσω για να μην της πέσεις έτσι λιγούρης που είσαι… χα, χα, χα… πλάκα κάνω ρε, η Ούλα έχει ανέβει στους δικούς της, στη Νορβηγία… μόνος μου είμαι με τις κόρες μου… έλα και θα περάσουμε μια χαρούλα… το ξέρω πως είσαι ιδιότροπος, το ξέρω ότι είσαι μουστρούφης… δεν είσαι; Σώπα ρε… έλα, εγώ θα σε περιμένω πάντως… να πούμε και για τα παλιά, του ναυτικού… δεν θέλεις; Σιχαίνεσαι τις αναμνήσεις από τη θητεία;… καλά, ό,τι θες εσύ θα λέμε… θα κάνουμε και εκδρομές να γνωρίσεις το νησί… ό,τι γουστάρεις… έλα και θα περάσεις μπέικα… γελάς; Την έλεγε ο πατέρας σου τη λέξη αυτή; Χα, χα, χα… τι θα γίνει, το αποφάσισες;…’

 

Ε, το είχα αποφασίσει… είπε ο καταραμένος τη μαγική λέξη… μπέικα… την έλεγε ο πατέρας μου… ε, ναι… είπα να τιμήσω τον πατέρα μου… ψέματα… για κάποιο λόγο ήθελα να αποδείξω ότι μπορώ ακόμα να ‘ταξιδεύω’ και με το σώμα μου και όχι μονάχα με το μυαλό μου… στην αρχή του είχα πει και άλλα… και κάποιες εξυπνάδες… ότι, ας πούμε, αυτοί που αγαπάνε τα ταξίδια είναι αυτοί που δεν έχουν φαντασία… όσοι έχουν φαντασία δεν ταξιδεύουν συχνά, βαριούνται… πλήττουν… να πως κάνει κάποιος τα ελαττώματά του ιδεολογία και ξεμπερδεύει… όσοι αγαπούν να ταξιδεύουν είναι στερημένοι φαντασίας, πάει και τέλειωσε… όσοι βαριούνται είναι οι ξύπνιοι και ξαναπάει και ξανατέλειωσε… Κάποτε είχα γραφτεί σε μια ‘πλατφόρμα γνωριμιών’… δεν μού την είχε συστήσει κανείς, εγώ είχα πέσει πάνω της ‘ψαρεύοντας’ στο νετ ‘σκοτεινά’ σάιτς… τώρα τι πάει να πει αυτό, ας πάει στο διάβολο, δεν το αναλύω… ε, λοιπόν έπεσα σε αυτό το σάιτ και αποφάσισα επιτόπου να γραφτώ μέλος… γιατί το έκανα αυτό δεν ξέρω ακριβώς αλλά πολλά κάνω που δεν ξέρω ακριβώς… τι σημασία έχει; Γράφτηκα και άρχισα να περιδιαβαίνω τις διάφορες κυρίες που αναζητούσαν συντροφιά, σχέση ακόμα και γάμο. Διάβαζα και ‘βιογραφικά’… σχεδόν αμέσως το μετάνιωσα… οχτώ στις δέκα ‘αγαπούσαν τα ταξίδια, τις καλές παρέες, την καλή μουσική και μισούσαν το ψέμα και την υποκρισία’… τι μαλακίες είναι αυτές, έλεγα καθώς πήγαινα από τη μια στην άλλη και είχα πήξει στα ταξίδια, την ειλικρίνεια, τα καλά κρασιά, το χιούμορ ενώ είχα αρχίσει να εκτιμώ και το ψέμα και την υποκρισία… τι αηδίες γράφουμε για να βγούμε ένα ραντεβού ρε πούστη μου, έλεγα από μέσα μου… και δεν ξέρεις κυρά μου ότι χωρίς ψέμα και υποκρισία δεν έχει κανένα γούστο η ζωή; Κι εσύ νομίζεις ότι δεν μάς έχεις ήδη φλομώσει στο ψέμα; Πολλές μαλακίες διάβασα μπαίνοντας και βγαίνοντας στα ‘προφίλ’ όλων αυτών… αλλά περνούσε η ώρα… και έβλεπα και φωτογραφίες… και όλες οι φωτογραφίες ήταν περίπου ίδιες… εδώ με το καπέλο μου στραβά στην παραλία τάδε… εδώ με τη ‘θεότρελη’ φιλενάδα μου στο μπαλκόνι της… εδώ χασκογελάω με την άλλη φιλενάδα μου στο δικό της μπαλκόνι… εδώ είμαι ξυπόλητη γιατί είμαι ‘απλή και ουσιαστική’ και ‘απολαμβάνω τη στιγμή και την ωραία συντροφιά’…. Εδώ είμαι έξω από ένα εκκλησάκι γιατί είμαι και ‘θρήσκα όταν είμαι μόνη μου σε κάποιο ξωκλήσι, συντροφιά μονάχα με το Θεό’… και ποιος σού είπε μωρή Μαγδάλω ότι έχει ανάγκη ο Θεός από τη μούρη σου; Κι εδώ είμαι με το σκύλο μου, με τη γάτα μου, με το καναρίνι μου, με τη μάπα μου στον καθρέφτη… αναρίθμητες κακοφωτισμένες και κακοτραβηγμένες φωτογραφίες που σε έπιανε η ψυχή σου ρε παιδί μου… μα, έπρεπε να βάλω κι εγώ τη δική μου μούρη μέσα… αλλιώς τι σόι μέλος ήμουν; Έβαλα κι εγώ τη μούρη μου… κι έγραψα και μερικά στοιχεία για να με γνωρίσουν οι κυρίες… ‘δεν μου αρέσουν τα ταξίδια, σιχαίνομαι την πολλή ειλικρίνεια γιατί τη θεωρώ γνώρισμα χαμηλής ευφυΐας –μόνο οι χαζοί είναι ανίκανοι να ψεύδονται- και η υποκρισία είναι εγγενής ιδιότης του ανθρώπου συνεπώς μια χαρά αποδεκτή είναι κι αυτή… ή παίρνεις όλο το πακέτο ή αλλάζεις σούπερ μάρκετ’. Έγραψα τέτοια παλαβά στο προφίλ μου για να μην τολμήσει καμιά να μού στείλει κανένα μέιλ και μπλέξω… θα μού πεις, απλά να μην της απαντάς… ε, σωστό κι αυτό αλλά επειδή είμαι φιλοπερίεργος άνθρωπος, δεν μπορώ, απαντάω… και μετά βαριέμαι και δεν απαντάω και η άλλη αναρωτιέμαι γιατί εξαφανίστηκα αφού ‘περνούσαμε τόσο ωραία’…

 

Τώρα γιατί τα γράφω όλα τούτα δεν έχω ιδέα… πάντως για να μην το αφήσω να αιωρείται, έπηξα στα μέιλ… όλες θεώρησαν το προφίλ μου ‘πολύ έξυπνο και αιρετικό και γεμάτο χιούμορ’… διότι όλες τους εκτιμούν και το καλό χιούμορ… δεν θέλω δηλαδή απλά να μού κεράσεις την μπριζόλα αλλά να με διασκεδάσεις κιόλας… βρε ουστ!

 

Έπηξα το λοιπόν στα μέιλ και από όλες που μου έστειλαν, μόνο σε μια απάντησα… την έλεγαν Βάλια και ήταν πάνω από πενήντα. Η ωραιότερη ηλικία της γυναίκας. Έχει τελειώσει με την ταλαιπωρία των γυναικολογικών της, έχει καλμάρει, δεν έχει υποχρεώσεις, δεν μπορεί να κάνει παιδιά, μπορεί να κάνει άφθονο και καλό σεξ και αν μάλιστα έχει και ανεκπλήρωτα βίτσια που τα ντρεπόταν μια ζωή, τώρα είναι η ευκαιρία να τα γλεντήσει. Έτσι… και ακόμα, πάνω από τα πενήντα λες λιγότερα, σκέφτεσαι λιγότερο και άρα ζεις περισσότερο… οι παπαριές που σε βασάνιζαν μια ζωή έχουν πάρει δρόμο και μπορείς πλέον να ασχολείσαι με τα ουσιώδη, δηλαδή τον εαυτό σου… διότι μια ζωή ασχολιόσουν με τη δουλειά, τα παιδιά, τον ένα, τον άλλο… τώρα πλέον υπάρχεις μόνον εσύ… πάει και τέλειωσε… [άλλο ένα ‘πάει και τέλειωσε’… έτσι…].

 

Ανταμώθηκα με τη Βάλια την πρώτη φορά έξω από τον Ηλεκτρικό στην Καλλιθέα. Και έβρεχε. Λες και παίζαμε σε καμιά ταινία του Αγγελόπουλου. Μάλιστα αυτός ήταν και το πρώτο θέμα που ‘αναπτύξαμε’ στο πρώτο μας ραντεβού σε παρακείμενο καφέ. Δηλαδή ο Αγγελόπουλος και οι ταινίες του. Βέβαια σύντομα αποδείχθηκε ότι δεν είχε δει ποτέ της καμιά ταινία του Θόδωρου αλλά ‘είχε άποψη’. Το σινεμά του Αγγελόπουλου ‘δεν την άγγιζε’. Ήταν ‘πολιτικοποιημένο’ ενώ εκείνη προτιμούσε κοινωνικές ταινίες με ‘ανθρώπινα μηνύματα’. Ταινίες για χωρισμούς, μοναχικές γυναίκες που ψάχνουν τον εαυτό τους μετά από αποτυχημένους γάμους και τα σχετικά. Εντάξει, μια χαρά.

 

Ωραία γυναίκα η Βάλια. Κοντούλα, πεταχτούλα και ομορφούλα. Λαϊκός τύπος αλλά πηγαίος. Εμένα δεν μου άρεσαν ποτέ πολύ οι ‘πηγαίοι’ άνθρωποι διότι συνηθίζουν να συγχέουν τον αυθορμητισμό με την αγένεια και την εξωστρέφεια με τη χυδαιότητα. Αλλά εμένα γενικώς δεν μου αρέσουν πολλά πράγματα οπότε δεν είμαι και ο καλύτερος δείκτης. Λοιπόν, ωραίος τύπος η Βάλια. Μακριά, μαύρα μαλλάκια, έξυπνα ματάκια και παχουλά χεράκια. Σεξουαλικός τύπος. Φυσικά της άρεσαν πολύ και τα ταξίδια και το χιούμορ και μισούσε θανάσιμα τους λιγούρηδες, τους αγενείς και τους αμόρφωτους. Βέβαια και η ίδια με το ζόρι το είχε τελειώσει το σχολείο αλλά ‘διάβαζε πολύ’. Τι διάβαζε; ‘Οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια της’. Τα παχουλά της χέρια. Είχε διαβάσει και Σοπενάουερ κάποτε –βέβαια τον άκουσα ΣοπενΧάουερ πάλι και στράβωσα, αλλά οκ…- και το έλεγε με καμάρι. Μάλλον δεν είχε πάρει μυρωδιά αλλά δεν έχει σημασία. Τις είδαμε κι αυτές που αμπελοφιλοσοφούν στα ίντερνετ και στο τέλος αποδεικνύεται ότι είχαν καύσιμα για μια νύχτα μόνο.

 

Βγήκαμε κάμποσες φορές με τη Βάλια. Και σεξ κάναμε και αποδείχθηκε αρκετά έμπειρη, και σινεμά είδαμε και βόλτες πήγαμε και αρκετά πράγματα λέγαμε ώσπου κάποια στιγμή ένιωσα το πράγμα να οδηγεί αλλού. Η Βάλια ήθελε να δεσμευτούμε. Άρχισε να με ρωτάει για ‘τις προθέσεις μου’. Τι παθαίνουν οι άνθρωποι ρε γαμώτο και ψαχουλεύουν τις προθέσεις σου από τον πρώτο μήνα; Τι προθέσεις να έχω δηλαδή; Μου έλεγε ότι της άρεσα αλλά δεν μπορούσε να με ‘εμπιστευτεί’ γιατί δεν είχα καθαρές προθέσεις. Τι ζητούσα από εκείνη; Απλά ‘κάτι περιστασιακό’ για να περνώ την ώρα μου; Της είπα ναι. Έβαλε τα κλάματα και εξαφανίστηκε. Δεν την ξανάδα.

 

Κι εγώ που νόμιζα ότι ‘εκτιμούσε την ειλικρίνεια και μισούσε το ψέμα’.

 

Έβγαλα τα ‘Γκολουάζ’ μου και άναψα ένα ακόμα τσιγάρο. Μια μαλακία και μισή τα είχαν κάνει. Κάποτε υπήρχαν τα ωραία άφιλτρα Γκολουάζ… έκανες ένα και ξεχνούσες τα ντέρτια σου… τα φχαριστιόσουν… και δεν τολμούσε να σου ζητήσει κανείς. ‘Μού δίνετε ένα τσιγάρο… α, μα τι καπνίζετε; Α, πα, πα, πα… πολύ βαριά είναι αυτά, δεν πειράζει…’. Ούτε εμένα με πειράζει. Κάποια στιγμή οι χοντρομαλάκες ‘υγιεινιστές’ νευρωσικοί της ευρωπαϊκής ένωσης ή όποιας άλλης κλίκας αποφάσισαν να αποσύρουν τα ‘βαριά’ τσιγάρα… άει στο διάολο όλοι σας… και τα Γκολουάζ έγιναν σαν χόρτα… τι να κάνουμε…

 

Έβγαλα το πακέτο μου, πήρα ένα τσιγάρο, το άναψα και μού τη πέσανε.

 

‘Ο Θεός που αχνίζει’…

 

Φωνή γυναίκας. Μέσα από τη σοροκάδα που είχε φουσκώσει την άκουσα. Το καλό με τις σοροκάδες είναι ότι δεν έχει κρύο. Άντε να ήταν μαΐστρος αυτό… θα είχα ξυλιάσει… θυμήθηκα τον πατέρα μου… μού είχε μάθει τους ανέμους απέξω κι ανακατωτά… Γρέγος, γρεγολεβάντες, μαΐστρος, πουνεντομαΐστρος, πουνεντογάρμπης, σορόκος και τα λοιπά…

 

Κι άλλο από τη γυναικεία φωνή στο σκοτάδι…

 

‘Είστε ο κος Αντώνης Καλλινάς;’

 

Εδώ είναι που είπα στην αρχή ότι άκουσα το όνομά μου. Στην αρχή άκουσα και κάτι άλλο, απλά το πέρασα στο ντούκου, προς στιγμήν. Είπε κάτι η γυναίκα στην αρχή. Ο θεός που αχνίζει… με μικρό ‘θ’… έχει σημασία…

 

Είναι ο τίτλος του μοναδικού βιβλίου που εξέδωσα ποτέ… όχι του μοναδικού που έγραψα πάντως.

 

Εστράφην προς την πηγήν της φωνής… Την είδα να με πλησιάζει χαμογελώντας. Αυτή φαίνεται κρύωνε με το σορόκο άρα η θεωρία του πατέρα μου δεν είχε εφαρμογή σε όλους.

 

Μέσου ύψους, μέσου πλάτους, μέσης ωραιότητας. Όχι, ψέματα λέω. Ομορφοάσχημη την χαρακτήρισα αμέσως. Όχι ασχημόμορφη… αυτό έχει άλλη σημασία… κάποια που ξεκινάς να τη λες όμορφη και καταλήγει να είναι άσχημη. Το άλλο πάει ανάποδα… είχε και ένα στραβό χαμόγελο. Δεν ξέρω γιατί, μού θύμισε το νονό μου όταν γελούσε. Πάντα στραβά γελούσε και φαινόταν και ένα χρυσό δόντι που είχε. Η θειά μου του έλεγε να γελάει στραβά αλλά από την άλλη, που δεν είχε χρυσό δόντι. Ρεζίλι την έκανε όταν γελούσε ο νονός.

 

‘Γνωριζόμαστε;’, τη ρώτησα αλλά ευχόμουν να έλεγα ένα παχυλό ψέμα, ας πούμε ότι δεν είμαι εγώ ο Αντώνης Καλλινάς αλλά κάποιος άλλος. Από την άλλη, η φωτογραφία μου υπήρχε πλέον μέσα στο νετ… δεν με έπαιρνε.

 

Με πλησίασε με βήμα θαρρεμένο. Από κοντά ήταν πιο άσχημη από όσο όμορφη… με την πρώτη ματιά της έδινα 60 – 30… 60 στο όμορφη, 30 στο άσχημη… μετά της έδινα 30 – 60… στο τέλος άλλαξαν τα ποσοστά πάλι…

 

‘Εγώ σας γνωρίζω’, είπε και τόνισε το εγώ. Μάλιστα.

 

Και η φωνή της είχε κάτι το ενοχλητικό. Δηλαδή εκείνη τη στιγμή όλα με ενοχλούσαν. Τα Γκολουάζ που τα είχαν κάνει σαν τα μούτρα τους, οι μαλακίες που μού είχε αραδιάσει ο φίλος μου για να του κουβαληθώ στο νησί του, το τσιγάρο που το είχα ανάψει και το κάπνιζε ο σορόκος… και η φωνή της…

 

Μου άπλωσε το χέρι της. Μακριά δάχτυλα, μακριά νύχια. Στα συν αυτά. Μου αρέσουν τα μακριά νύχια στη γυναίκα. Και βαμμένα κόκκινα όχι αυτά τα παρδαλά που συνηθίζουν τώρα.

 

Δεν είχα αποφασίσει για την ηλικία της μόνο… σίγουρα από 45 και άνω… κι αυτό στα συν… να σημειωθεί…

 

Άπλωσα κι εγώ το χέρι μου και χαιρετιστήκαμε.

 

‘Αμαλία’, μού είπε αλλά ήθελα και το επώνυμο. Αμαλία Μεγαπάνου, ας πούμε. Αυτήν που είχε παντρευτεί ο γέρος Καραμανλής. Γυναίκα από σόι, από τζάκι. Μια χαρά γυναίκα. Αλλά αυτός ήθελε ‘άλλα’…

 

‘Σας είδα και μέσα, στο σαλόνι αλλά… δεν ήμουν σίγουρη ότι ήσασταν εσείς’, μου είπε και ήρθε δίπλα μου στην κουπαστή. Το τσιγαράκι μου είχε ξεψυχήσει πλέον και το πέταξα στα μαύρα νερά του Αιγαίου.

 

‘Τελικά είμαι εγώ;’, τη ρώτησα σοβαρά και εκείνη έβαλε τα γέλια.

 

‘Ε, ναι, τώρα σιγουρεύτηκα’, είπε.

 

Δεν της πρόσφερα τσιγάρο. Όταν προσφέρεις τσιγάρο είναι σα να θέλεις να παρατείνεις τη φλυαρία. Εγώ ήθελα να τη σαμποτάρω. Βασικά ήθελα πλέον να πάω στη καμπίνα μου να πέσω για ύπνο. Δεν της το είπα. Είπαμε, να μην είμαστε και εντελώς ωμοί.

 

‘Είναι η πρώτη φορά’, μού είπε μαζεύοντας τα μαλλιά της που δεν της τα άφηνε σε ησυχία ο σορόκος. ‘Που συναντώ έναν συγγραφέα από κοντά’, συμπλήρωσε μόνη της. Η φωνή της είχε αρχίσει να βελτιώνεται. Έτσι μπράβο, να ανεβαίνουμε.

 

Μου αρέσει η γυναίκα να έχει στιβαρή, στέρεα φωνή. Όχι να νιαουρίζει σα βλαμμένο. Μερικές γυναίκες νομίζουν ότι όταν νιαουρίζουν είναι σέξι. Εγώ δεν τις μπορώ. Θέλω η γυναίκα να είναι Γυναίκα… η Βάλια ας πούμε, μιας και την ανέφερα, ήταν κάπου στη μέση. Δεν είχε φωνή με προσωπικότητα. Εκτός από κάποιες στιγμές στο κρεβάτι. Εκεί η προσωπικότητά της έπαιρνε πόντους.

 

‘Κι εγώ πάλι, εκτός από την αφεντιά μου δεν έχω γνωρίσει κανέναν άλλο’, της είπα.

 

Γύρισε και με κοίταξε ψάχνοντας αν λέω αστείο ή όχι. Το μαλλί πήγαινε κι ερχόταν.

 

‘Ε, δεν μπορεί… δεν το πιστεύω’, αποφάσισε τελικά να πει για να υπάρχει και ροή στη κουβέντα.

 

Έμεινα σιωπηλός. Έπεσε αμηχανία. Ή θα έπρεπε να πούμε για το πλοίο, ή για το ταξίδι, ή για το καλοκαίρι ή για το σορόκο ή για ό,τι άλλο… η σιωπή σε τέτοιες περιπτώσεις δεν αντέχεται.

 

‘Μπορώ να κεράσω κάτι; Και μαζί με το κέρασμα να ρωτήσω και κάποια πράγματα; Για τον Ομαπουσεγάκα;’

 

Χαμογέλασα. Μωρέ αυτή θυμόταν και το φανταστικό θεό που είχα πλάσει για να λατρεύει ο ήρωας που είχα πλάσει στο βιβλίο που είχα πλάσει.

 

‘Πάμε’, της είπα απλά.

 

Μπήκαμε ξανά στο σαλόνι. Λίγοι νοματαίοι, σκόρπιοι, εδώ κι εκεί. Κάποτε ο κόσμος έβλεπε τηλεόραση στα πλοία. Τώρα ήταν όλοι σκυμμένοι στα τάμπλετ και στα κινητά. Πήγαμε γραμμή στο μπαρ, παραγγείλαμε καφέδες –και σχολιάσαμε βέβαια ότι θα πίναμε καφέ μεσάνυχτα- και μετά αράξαμε σε ένα απόμερο τραπεζάκι, μακριά από όλους.

 

Τώρα που την έβλεπα καλύτερα άρχιζαν τα ποσοστά υπέρ της να ανεβαίνουν. Είχε φτάσει στο 50-50. Θαυμάσιο ποσοστό. Επίσης υπέρ της ήταν τα μακριά, ωραία της πόδια, τα βαμμένα κόκκινα νύχια των ποδιών και τα αρχαιοελληνικά σανδάλια. Το μεγάλο μου φετίχ. Όπως και του ήρωα του βιβλίου μου.

 

‘Λοιπόν, είναι από τα πιο περίεργα βιβλία που έχω διαβάσει’, άρχισε να μού λέει η Αμαλία κι εγώ έριχνα ματιές στα ωραία της πόδια. Κλασικό αρσενικό θα πεις, ψέματα;

 

‘Έτσι ε; Και γιατί;’, την ρώτησα αλλά δεν με ενδιέφερε και τόσο να μάθω το ‘γιατί’. Πιο πολύ με ενδιέφερε τώρα που είχαν ανέβει τα ποσοστά της αν είχα ελπίδες να οδηγήσω τα πράγματα εκεί που η πρόστυχη και ρυπαρή σάρκα πρόσταζε. Είχα αρκετές ελπίδες, ήταν βέβαιο. Αλλά από το αρκετά ως το σίγουρα υπήρχε απόσταση μεγάλη.

 

‘Μα, έτσι είναι. Ένας τύπος που μια μέρα ξυπνάει επειδή έχει δει στον ύπνο του έναν παράξενο θεό… τον Ομαπουσεγάκα… κι αυτός ο θεός του υπόσχεται πως εάν μπορέσει να φέρει σε πέρας μια αποστολή θα τον κάνει πλούσιο και ευτυχισμένο… κι αυτή η αποστολή δεν είναι άλλη από το να βρει και να σκοτώσει όλους όσους έχουν το ίδιο όνομα και επώνυμο με αυτόν… τι τρελό ήταν αυτό;’

 

‘Και δεν έπαιρνα και ουσίες’, της είπα και έβαλε τα γέλια.

 

‘Ομολογώ πως μού κέντρισε το ενδιαφέρον από την αρχή. Και η γραφή σου… η γραφή σας, συγνώμη…’

 

‘Όχι, καλά το είπες, ο πληθυντικός έμεινε στο κατάστρωμα’, της είπα και χαμογέλασε πάλι. Και σταύρωσε τα πόδια της. Πολύ καλά.

 

‘Είμαι βέβαιη ότι κάποιο βαθύτερο νόημα είχε όλο αυτό’, είπε και ρούφηξε λίγο από το γαλλικό της.

 

‘Για πες… με ενδιαφέρει’, τής είπα ψέματα και είχα αρχίσει να νυστάζω πάλι. Εντάξει και τα φετίχ έχουν τα όριά τους.

 

‘Μα, αυτός ο παλαβός θεός τού έλεγε φοβερά πράγματα… και όταν τον έψησε τελικά και ο… Σάκης Σηκάς… έτσι δεν λεγόταν ο ήρωας;’

 

‘Μπράβο, σωστά θυμάσαι…’

 

‘Σάκης – Σηκάς… αυτό το είχα βρει σχετικά γρήγορα θυμάμαι… πώς τις λένε αυτές τις λέξεις που διαβάζονται και ανάποδα;’

 

‘Καρκινικές… αυτή όμως δεν είναι… απλά το επώνυμό του είναι το ανάστροφο του ονόματος…’

 

‘Μπράβο, ναι, συγνώμη… τέλος πάντων, αυτό το είχα βρει γρήγορα… βέβαια, είμαι σίγουρη ότι και ο θεός… το όνομα αυτό, έχει κάποια σημασία… Ομαπουσεγάκα… είχα φάει τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες… τίποτα… Να, αυτό ήθελα να σε ρωτήσω όταν σε είδα… και επίσης, γιατί θεός που αχνίζει;’

 

‘Έχεις πολλές απορίες… είχα σκεφτεί να τον πω καπνιστό θεό αλλά μετά σκέφτηκα ότι παραπέμπει στον καπνιστό σολωμό και το μετάνιωσα’

 

Έβαλε τα γέλια. Δροσερός τύπος η Αμαλία. Παρότι το όνομά της είχε κάτι το συντηρητικό. Δεν της πολυπήγαινε. Τη σκεφτόμουν περισσότερο σαν Λένα, Λίνα, Μαρίνα, Ηρώ… δεν ξέρω, κάτι τέτοιο…

 

‘Πάντως έχεις δίκιο… το όνομα του θεού είναι μια σύνθεση… είναι κάτι σαν αρκτικόλεξο… στο περίπου…’

‘Το ήξερα!’, είπε και το βλέμμα της άστραψε. Οι άλλοι νοματαίοι είχαν εξαφανιστεί. Είχε μείνει ένας τύπος στο βάθος που είχε γείρει και μια μικρή παρέα. Άδειο το σαλόνι. Το παρατήρησε και η Αμαλία.

 

‘Επειδή είναι Ιούνης ακόμα… σε λίγες μέρες θα γίνεται χαμός σε αυτά τα πλοία’, είπε λες κι ήταν ο λιμενάρχης Πειραιώς.

 

‘Πάντως η πλοκή ήταν γεμάτη ανατροπές’, επανήλθε στο θέμα μας. ‘Μου αρέσουν τα μυθιστορήματα που έχουν ανατροπές. Να μην μπορώ να προβλέψω τι θα γίνει στο τέλος. Αλλά κι αυτό θέλει ταλέντο. Πιστεύω ότι είστε… συγνώμη, είσαι, ένας ταλαντούχος συγγραφέας… ο τρόπος που χειρίζεσαι τον Σάκη Σηκά είναι πολύ… πολύ έξυπνος… ναι… του κάνεις μια τόσο ωραία ψυχολογική ανάλυση που ο αναγνώστης εκπλήσσεται…’

 

‘Να έρθω να καθίσω στη διπλανή σου πολυθρόνα;’, τη ρώτησα γιατί είχα βαρεθεί να κοιτάζω τα σανδάλια της και ήθελα να τη νιώσω πιο κοντά. Δέχθηκε με ένα νεύμα. Άλλαξα θέση. Πράγματι ήταν καλύτερα τώρα. Ετοιμαζόμουν σιγά σιγά για την τελική ‘επίθεση’. Να έβγαζε κάπου η βραδιά.

 

‘Το ωραίο ήταν όταν επιτέλους μπόρεσε και βρήκε τον πρώτο συνονόματο’, συνέχισε ακάθεκτη.

 

‘Και συνεπώνυμο’, της είπα.

 

‘Ναι… σωστά’

 

‘Τι έγινε τότε;’, τη ρώτησα λες και δεν ήξερα.

 

‘Ο Ομαπουσεγάκα τον σταμάτησε. Δεν ήταν αποδεκτός. Διότι αυτός ήταν Θανάσης Σηκκάς. Και Θανάσης και Σηκκάς, με δυο ‘κ’. Δηλαδή δεν έκανε’

 

‘Με τον επόμενο;’

 

Της άρεσε αυτό το παιχνίδι. Ήταν παιγνιώδης τύπος τελικά η Αμαλία. Και τώρα που τα μαλλιά της ήταν στη θέση τους μού άρεσε πιο πολύ.

 

‘Α, ναι, ο επόμενος ήταν κάποιος Αναστάσιος Σηκάς. Εντάξει με τα ‘κ’ αλλά Αναστάσιος…’

 

‘Αδιέξοδον’

 

‘Ναι!’, είπε χαρούμενα στη μία παρά δέκα μετά τα μεσάνυχτα η Αμαλία. ‘Το παλαβό ήταν ότι ο δικός μας, ο Σάκης, ήταν σκέτος Σάκης. Μα, υπάρχουν σκέτοι Σάκηδες;’

 

Ερώτηση τέτοια ώρα! Μπορούσαμε να αναλύουμε άλλα πράγματα εντός καμπίνας. Ο φίλος μου μού είχε εξασφαλίσει μονόκλινη για να κοιμηθώ σαν άρχοντας… είπαμε, μπέικα πράγματα.

 

‘Γιατί να μην υπάρχουν;’, έθεσα το ερώτημα λες και είχε καμιά σημασία.

 

Κούνησε το κεφάλι της.

 

‘Σωστά… γιατί να μην υπάρχουν… το τέλος όμως…’, είπε έπειτα στοχαστικά. Ανησύχησα. Όταν μπαίνει κανείς σε περιοχές στοχασμού όλα τα άλλα πάνε περίπατο.

 

‘Τι συμβαίνει με το τέλος;’, τη ρώτησα.

 

‘Ήταν τόσο μελαγχολικό… αυτό βέβαια από την άλλη μού άρεσε περισσότερο… ξέρεις, ταινίες και μυθιστορήματα με ωραίο τέλος… δεν μού άρεσαν ποτέ… χάπι έντ και τέτοια… και στο συγκεκριμένο… όταν τελικά ο ήρωας έχει αποτύχει εντελώς… και είναι απελπισμένος και τριγυρνάει μόνος στους ερημικούς δρόμους αναζητώντας το θεό που αχνίζει… τι ωραία που το έχεις γράψει…’

 

Είχα βγει εντελώς από το ‘σεξ μούντ’ που βρισκόμουν. Η Αμαλία δεν αστειευόταν. Το ζούσε το θέμα. Κι εγώ είχα καταντήσει με τα χρόνια ένας ελεεινός κυνικός που τα είχε μουτζουρώσει όλα. Και τα γραπτά μου και τη ζωή μου. Ήμουν σίγουρος πως αν δεν τον είχα εκδώσει το ‘θεό που αχνίζει’,  θα τον είχα μακελέψει κι αυτόν όπως και τόσα άλλα που ακολούθησαν… η ονειροπόληση της Αμαλίας με μελαγχόλησε αλλά με τσίγκλησε και λίγο. Όχι λίγο, αρκετά… Αυτή ήταν μια γυναίκα που έκανε για μένα. Να μη με αφήνει να βυθίζομαι στα περιττώματα της θλίψης. Να με σηκώνει. Να με βουρλίζει. Να τσακωνόμαστε όλη μέρα και το βράδυ να της διαβάζω ποίηση. Να περνάμε από την πεζότητα στους ουρανούς, έτσι, με ένα τόσο δα βηματάκι. Αυτή είναι η τέλεια σύντροφος το λοιπόν. Εγώ πάντοτε έψαχνα γυναίκες από την αντίπερα όχθη. Γυναίκες που δεν ήθελαν τίποτε άλλο από το να χάνονται στα όνειρα της ύλης. Να έχω εγώ το πνεύμα και αυτές την ύλη. Να ισορροπούμε ‘επί ξυρού ακμής’… να μην συναντιόμαστε ποτέ… να έχουμε ο καθένας το βασίλειό του και να ανταμώνουμε μονάχα ως ιερείς κάποιου αρχαίου θεού… ο καθένας του δικού του… να είμαστε ξένοι… άγνωστοι… και να χαρτογραφούμε περιοχούλες περιοχούλες… λίγο λίγο… και με το δέος του θανάτου σε κάθε μας βήμα…

 

Τι στο διάολο είχαν βάλει σε αυτό τον καφέ;

 

Επέστρεψα στην Αμαλία που σχεδόν είχε δακρύσει.

 

‘Πόσο ψεύτικος, πόσο σκληρός αλλά και αληθινός μαζί ήταν ετούτος ο θεός… ο Ομαπουσεγάκα… τον είχε πλάσει η φαντασία του… ναι, ίσως… η ανάγκη του… όμως πια είχε αποκτήσει τη δική του οντότητα… και τον καταδυνάστευε… ήταν ο μοχθηρός, ο σκοτεινός εαυτός του που είχε γίνει θεός και τον βασάνιζε… με ηδονή…’

 

Πραγματικά και στον δικό της καφέ κάτι είχαν ρίξει. Θυμήθηκα τον διοικητή της προπαίδευσης στο Κ.Ε. Πόρος, κάτι αιώνες πίσω. Ένα πρωί, στη γενική κλήση όλου του στρατοπέδου, έβγαλε ένα λογύδριο για τις φήμες που κυκλοφορούσαν πως έριχναν το περίφημο ‘αντι-κούκου’ στο τσάι του πρωινού ροφήματος για να μην έχουν ‘σηκωμάρες’ οι προπαιδευόμενοι. Μην ακούτε ανοησίες!, είπε, από μικροφώνου κιόλας για να ακούει όλος ο Πόρος. Κανείς δεν ρίχνει στο ρόφημά σας τίποτα! Αθλιότητες είναι αυτά. Μού τηλεφωνούν και οι γονείς σας και διαμαρτύρονται. Ρε σεις, εδώ είναι ναυτικό δεν είναι η Αλίκη στο ναυτικό! Για συνέλθετε και πάψτε να λέτε μαλ… στους δικούς σας!

 

Τι γέλιο είχε πέσει εκείνη την ημέρα με τον τύπο. Βασιλόπουλος νομίζω λεγόταν… αρχιπλοίαρχος πρέπει να ήταν… τι σκατά σημασία έχει;

 

Είχα σκύψει το σώμα μου… σαν τσουβάλι είχα γίνει και κόντευα να πέσω μπροστά. Αλλά η νύστα μού είχε φύγει. Και η διάθεση για σεξ. Κάτι γινόταν μέσα μου. Κάτι παράξενο. Είχα χρόνια να το νιώσω. Ήθελα να γράψω… κάτι, οτιδήποτε… το πράγμα με σοκάρισε… νόμιζα ότι είχε πεθάνει ο συγγραφέας μέσα μου… και τώρα ανασταινόταν σαν τον Λάζαρο…

 

‘Νομίζω πρέπει να στο πω’, της είπα ξαφνικά και την αιφνιδίασα. Γύρισε και με κοίταξε. ‘Τρία πράγματα θέλω να σου πω… πρώτον έχω ανάγκη για ένα Γκολουάζ, επειγόντως… τα άλλα δυο θα στα πω έξω’, είπα και σηκώθηκα να ξαναβγώ στο κατάστρωμα. Με ακολούθησε απορημένη.

 

Άνοιξα το πακέτο με τα τσιγάρα λες και είχα να καπνίσω χρόνια. Της πρόσφερα ένα, το δέχθηκε, ανάψαμε, αρχίσαμε να καπνίζουμε.

 

‘Το δεύτερο;’, με ρώτησε σοβαρεμένη.

 

‘Το δεύτερο είναι ένα μεγάλο ευχαριστώ… το τρίτο… είναι το όνομα του θεού’, της είπα λες κι επρόκειτο να της αποκαλύψω το μέγα μυστικό του Παράκελσου. Για μένα ήταν πάντως.

 

Κάπνιζε αμίλητη. Πήρε και μια βαθιά ανάσα.

 

‘Ο πατέρας μου, όταν σκοτωνόταν κάποιες φορές με τη μάνα μου, συνήθιζε να της πετάει μια φράση που μού είχε καρφωθεί στον εγκέφαλο. Ο μαλάκας που σε γαμάει καριόλα! Αυτό της έλεγε και τη χτυπούσε. Τη χαστούκιζε. Και κάποτε έμπαινα στη μέση και τους χώριζα. Έπαιρνα τη μάνα μου απ’το χέρι και φεύγαμε από το σπίτι. Τον άκουγα να βρίζει πίσω μας. Αυτός είμαι, ναι… ο μαλάκας που σε γαμάει καριόλα… ΟΜΑλάκαςΠΟΥΣΕΓΑμάειΚΑριόλα… Ομαπουσεγάκα… έγινε μέσα μου ένα παιγνίδι που το έλεγα και το ξανάλεγα σαν επωδό… σαν μαγικό τραγούδι για να τον ξορκίσω… να τον διώξω από τις ζωές μας… κι ύστερα, σιωπηλός χάιδευα τα μαλλιά της και κοιμόμασταν μαζί… έκλαιγα βέβαια… έκλαιγα και ψέλλιζα συνεχώς την ίδια φράση… την ίδια λέξη… Ομαπουσεγάκα’… ώρες ολόκληρες… την ίδια λέξη…

 

Έτρεμα… έτρεμα σύγκορμος… κι έκλαιγα…

 

Η Αμαλία με σπλαχνίστηκε. Άνοιξε την αγκαλιά της και με φιλοξένησε γλυκά… ως το ξημέρωμα νομίζω…

 

 

Seasoned Art Print by Koki Jovanovic

***

 

Δεκ2018