Σκανδιναβική οδήγηση…

 

 

Ήταν Δευτέρα, το θυμάμαι. Με το που μπαίνω στο γνώριμο χώρο του γραφείου –και με τη γνώριμη μυρωδιά-, αναζητώ με το βλέμμα τους συναδέλφους, τους βλέπω σχεδόν όλους -δεν ήταν και πολλοί. Παρατηρώ ότι ο Δημήτρης μού χαμογελά κάπως… περίεργα και μου δείχνει με το δάχτυλο το γραφείο των ‘μεγάλων’. Κοιτάζω, κάποιος βρίσκεται εκεί καθισμένος σε μια καρέκλα. Από τους μεγάλους δεν έχει έρθει ακόμη κανείς. Πλησιάζω, βλέπω ένα γεροντάκι με μαγκούρα να κάθεται κάπως άβολα σε μια από τις, αληθινά πολύ άβολες καρέκλες. Σηκώνει το κεφάλι του και με αντικρίζει. Τον καλημερίζω χαμογελαστά και τον ρωτώ ποιον περιμένει, κλπ. Ο άνθρωπος είναι λιγομίλητος, δεν μου δίνει παρά ελάχιστες πληροφορίες. Παρατηρώ για λίγο το πρόσωπό του. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι το βλέμμα του. Το βλέμμα του δεν έχει καμιά σχέση με το σκεβρωμένο σκελετό του. Το κρανίο του όμως… σχεδόν ολόγυμνο, με ‘κηλίδες’ σκουρόχρωμες… που και που ‘όμιλοι’ από λεπτοφυείς, λευκές τρίχες που σαν νημάτια πέφτουν από δω κι από κει. Η εικόνα είναι σχεδόν ανατριχιαστική.  Γυρίζω στο ‘δικό μας ντεκ’ και κάθομαι δίπλα στον Δημήτρη.

-Τον είδες;

-Τον είδα. Ποιον περιμένει;

-Το Γιάννη. Τι σου θυμίζει;

-Τι εννοείς;

-Εμένα μού θύμισε κάποιες ταινίες… με ζόμπι.

Χαμογελώ. Δεν του έκρυψα ότι είχαμε την ίδια σκέψη.

-Πρέπει να είναι πάνω από ενενήντα ετών, αποφαίνομαι.

-Τι λες τώρα; Ενενήντα είναι ο γιος του!, λέει ο φίλος μου και τον επιπλήττω για την κακία του. Αλλά είπαμε, είναι Δευτέρα και πρωί. Περίπου όλα συγχωρούνται.

Ο Γιάννης έρχεται αγχωμένος σε κανένα δεκάλεπτο με το γνωστό του ξεφύσημα. Είχε ανέβει τις σκάλες πάλι ως τον πέμπτο. Ο γιατρός μετά το ισχαιμικό τον είχε βάλει σε πρόγραμμα.

-Καλημέρα, λέει χλωμά, μπαίνει στο γραφείο, αρχίζει την ψιλοκουβέντα με τον γέροντα. Έπειτα από λίγο τον ξαναβλέπουμε. Έρχεται σε μένα.

-Αντώνη, ετοίμασε τα όργανα. Σε λίγο φεύγουμε. Πάμε Παιανία, σε ένα κτήμα. Θα λείψουμε ως αργά το μεσημέρι.

-Εντάξει, απαντώ.

Περνούν λίγα λεπτά, τα όργανα είναι όλα έτοιμα, στις βαλίτσες τους, ο Δημήτρης κι εγώ περιμένουμε. Σε λίγο ξανάρχεται ο Γιάννης. Τον βλέπω ότι προσπαθεί να πνίξει ένα χαμόγελο.

-Δεν θα πάρουμε αυτοκίνητο. Θα μας πάει ο κ. Σ… Και θα μας φέρει πίσω.

Ο Δημήτρης με κοιτάζει.

Εγώ κοιτάζω τον Δημήτρη.

Και οι δυο κοιτάζουμε τον Γιάννη.

-Ποιος είπες θα μας πάει Γιάννη;

-Ο…

-Αυτός;, ρωτάει έντονα ο Δημήτρης που πλέον δεν κάνει χιούμορ.

-Ναι… γιατί;, ρωτάει ο Γιάννης κάνοντας τον… Κινέζο.

-Μήπως έχει οδηγό;, ρωτάω εγώ.

-Μην ανησυχείτε… όταν τον δείτε να οδηγεί θα πάθετε πλάκα, λέει ξανά ο Γιάννης και επιστρέφει στον πελάτη με ένα χαμογελάκι όλο νόημα. Εγώ με τον Δημήτρη ανταλλάσσουμε ανήσυχα βλέμματα.

-Θα πάρω τη μάνα μου, λέει ο φίλος μου. Μπορεί να είναι και η τελευταία μου μέρα, λέει και δεν ξέρω γιατί, δεν είχα όρεξη να γελάσω.

 

Κατεβαίνουμε με τις βαλίτσες και τα ακόντια και καθόμαστε και οι τρείς στο πεζοδρόμιο. Ο κ. Σ… κάπου έχει εξαφανιστεί και τον περιμένουμε να έρθει να μας παραλάβει. Ο Δημήτρης έχει νευρικότητα. Προσπαθεί να την καταπολεμήσει με μακάβριο χιούμορ.

-Λες να έρθει με νεκροφόρα;, μου πετάει.

-Έλα ρε!, τον μαλώνω. Για να λέει ο Γιάννης κάτι…

-Καλά…

Σε λίγο ένα μεγάλο, μπλε σκούρο SAAB προσεγγίζει το σημείο μας και με έναν επιδέξιο ελιγμό πλευρίζει και ακινητοποιείται. Ο οδηγός κάνει μια χειρονομία, ‘ελάτε’. Ταυτόχρονα ανοίγει και το καπώ.

Ο Δημήτρης κι εγώ εμβρόντητοι. Ο Γιάννης χαμογελάει συνωμοτικά.

Φορτώνουμε στο πολυτελές αυτοκίνητο τα όργανα και έπειτα μπαίνουμε στο εσωτερικό. Ο Γιάννης μπροστά, εμείς πίσω.

Το εσωτερικό μας κάνει εντύπωση. Κρεμ δέρμα πρώτης ποιότητας, τέλεια φινιρίσματα, μοντέρνος αλλά και λειτουργικός σχεδιασμός, άνεση, σκανδιναβική πολυτέλεια. Όχι εξωφρενική αλλά οπωσδήποτε δηλωτική του ‘στάτους’ του εργοστασίου.

 

Και μετά άρχισε το ‘πάρτι’.

 

Είχα βρεθεί ξανά στο παρελθόν επιβάτης οδηγού με ιδιαίτερες δεξιότητες στην οδήγηση και ‘τρελό’ πνεύμα. Όχι μια, αρκετές φορές. Ετούτη τη φορά, ομολογώ, βίωσα κάτι που δεν το περίμενα με τίποτα.

Στα χέρια και τα πόδια αυτού του ‘γεροντάκου’ το μεγαλοπρεπές σουηδικό σεντάν με το δίλιτρο κινητήρα και τα κάποιες εκατοντάδες ‘άλογα’ έμοιαζε με υπάκουο πόνι που κάνει όλα τα ‘κόλπα’ που του έχει διδάξει ο αναβάτης. Νευρική αλλά όχι αγχωτική οδήγηση… αλλαγή λωρίδων αστραπιαία αλλά όχι επικίνδυνη… ‘χωσίματα’ και ‘μπασίματα’ κατά το δοκούν που δεν προκαλούν όμως πανικό… αυξομείωση της ταχύτητας ανάλογα με τις συνθήκες, ‘κατεβάσματα’ και ‘ανεβάσματα’ που με δυσκολία προλαβαίναμε να παρακολουθούμε… συχνά πυκνά κοιταζόμασταν με τον Δημήτρη… κάποιος υπέργηρος οδηγός ράλι μας ξεναγούσε στους δρόμους του Πειραιά και της Αθήνας με τρόπους που δεν είχαμε φανταστεί! Κανονικό σουρεαλιστικό ράλι στο κέντρο της πρωτεύουσας!

Ο Γιάννης γυρνούσε πότε πότε και μας χαμογελούσε. Νομίζω πως είχε χάσει το χρώμα του αλλά ταυτόχρονα απολάμβανε την οριακή οδήγηση ενός ανθρώπου που ήταν απόλυτα σιωπηλός αλλά ‘τραγουδούσε’ υπέροχα με μυαλό, χέρια, πόδια. Η εμπειρία ήταν περίπου μεθυστική.

Για πότε φτάσαμε από Πασαλιμάνι στην Παιανία δεν νομίζω ότι το κατάλαβα. Διασχίσαμε τη μισή Αττική μέσα στην κανονική κίνηση μιας κανονικής μέρας του άστεως… χωρίς ανάσα. Αλλά και χωρίς να θέλουμε το ‘πάρτι’ να τελειώσει.

Όταν φτάσαμε στο κτήμα του και ακινητοποίησε το αυτοκίνητο σε έναν από τους παράπλευρους δρόμους, μείναμε όλοι για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλοί… πήραμε βαθιές ανάσες, νιώσαμε την ένταση στις φλέβες μας… χρειαζόμασταν χρόνο για να αφομοιώσουμε την εμπειρία. Χρειαζόμασταν χρόνο ‘αποσυμπίεσης’… Είχαμε ‘πετάξει’ από τον Πειραιά ως την Παιανία και ο πιλότος μας ξεκούραστος και χαμογελαστός. Αναρωτήθηκα που είχε πάει η μαγκούρα. Που είχε πάει το σκέβρωμα, που είχε πάει το ‘ζόμπι-λουκ’ που είχα χλευάσει λίγη ώρα πριν.

Στήσαμε σιωπηλοί τα όργανα για να ξεκινήσουμε την πολύωρη δουλειά μας αλλά πριν αφήσουμε αυτόν τον άνθρωπο να φύγει, ο Δημήτρης κι εγώ, του σφίξαμε το χέρι δυνατά και υποκλιθήκαμε στις μαγικές του οδηγικές ικανότητες που μας είχαν αποσβολώσει.

 

-Το μεσημέρι, είπε απλά και άνοιξε την πόρτα για να μπει στο απαστράπτον ‘μαχητικό’ του.

Αποφασίζω πριν φύγει να του μιλήσω.

-Θέλω να σας ζητήσω συγνώμη, του λέω. Με κοιτάει απορημένος.

-Γιατί;

-Ε, πριν ξεκινήσουμε… είχα… πώς να το πω…

Χαμογελάει. Με χτυπά φιλικά στην παλάμη.

-Δεν φταις εσύ φίλε μου. Αυτό μου συμβαίνει πάντα.

-Μα, εσείς είστε απίστευτος οδηγός!, του λέω με έκδηλο θαυμασμο.

Κουνάει το κεφάλι του.

-Και με αυτή την κίνηση της Αθήνας δεν μπορούσα να το τρέξω κιόλας!, λέει σοβαρά και με αφήνει να τον κοιτάζω καθώς έβαζε μπρος και χαμογελώντας εξαφανιζόταν στο βάθος του στενού δρόμου…