Φραγκίσκος
‘Π |
άλι σκέπτεσαι;’
Μόλις είχα κλειδώσει την εξώπορτα του μικρού μου διαμερίσματος, είχα βάλει τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν κι ετοιμαζόμουν να κατέβω τις λιγοστές σκάλες ως την έξοδο της πολυκατοικίας.
Ποιος μού μιλούσε;
Έκανα μεταβολή και τον είδα. Ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας που στεκόταν έξω από τη δική του πόρτα, στο απέναντι διαμέρισμα. Στα χέρια του κρατούσε δυο σακούλες με ψώνια. Τον κοίταξα απορημένος. Δεν ξέρω γιατί αλλά χαμογέλασα. Μάλλον ανταποκρίθηκα στο δικό του χαμόγελο.
‘Έχεις τα χέρια σου στις τσέπες’, είπε για να τεκμηριώσει την πρώτη του παρατήρηση.
‘Λένε ότι οι μοναχικοί άνθρωποι βάζουν τα χέρια στις τσέπες’, τού απάντησα και τον πλησίασα.
‘Κι εγώ τι είπα;’, είπε ετοιμόλογα.
‘Να βοηθήσω;’, ρώτησα και πήρα το σετ με τα κλειδιά που κρατούσε από το μοναδικό ελεύθερο δάχτυλό του. Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού του και παραμέρισα για να περάσει.
‘Εσύ δεν θα έρθεις;’, με ρώτησε απόλυτα φυσικά. Έκανα ένα μορφασμό και έκλεισα πίσω μου την πόρτα.
‘Κάτσε όπου θέλεις, έρχομαι’, είπε και με άφησε μόνο στο μικρό σαλόνι. Ίδιο περίπου το διαμέρισμά του όπως το δικό μου. Μονάχα ίσως λίγο πιο σκοτεινό. Και παρατημένο. Ο γείτονάς μου δεν τα πήγαινε και τόσο καλά με την καθαριότητα. Αλλά εγώ ήμουν ο τελευταίος που θα τον έψεγε για κάτι τέτοιο.
Κάθισα σε μια καρέκλα και σε λίγο τον είδα να έρχεται με δυο πιατάκια γλυκό.
‘Τρώς πάστες;’, είπε και άφησε μπροστά μου το ένα πιατάκι. Μια σοκολατίνα. Πόσα χρόνια είχα να φάω μια τέτοια πάστα;
‘Σώφρων’, είπε και κάθισε στην μοναδική άλλη άδεια καρέκλα.
‘Αυτός που τρώει σοκολατίνες;’
‘Όχι, το όνομά μου’.
Τον παρατήρησα καλύτερα. Θα πρέπει να ήταν ένας καλοδιατηρημένος εβδομηντάρης, ίσως και μεγαλύτερος. Το πρόσωπό του είχε καλοζυγισμένα, αρμονικά και δυνατά χαρακτηριστικά. Θα μπορούσε άνετα να τον πει κάποιος ‘ομορφάντρα’. Τουλάχιστον στα νιάτα του.
Τα μάτια του όμως… το βλέμμα του… είχε μια θλίψη… χαμογελούσε όμως το βλέμμα του ήταν σκοτεινό.
‘Σε έχω δει πολλές φορές να περπατάς στο δρόμο. Και πάντα με τα χέρια στις τσέπες’, είπε. ‘Μμμ… φρεσκότατη η παστούλα’
Δοκίμασα και επιδοκίμασα. Ύστερα σκέφτηκα την παρατήρησή του.
‘Πόσα χρόνια είμαστε γείτονες;’, αναρωτήθηκα φωναχτά.
‘Οχτώ, δέκα… τι σημασία έχει;’, είπε και αποτελείωσε το γλυκό του. Το ίδιο κι εγώ.
‘Πάω να φέρω νεράκι δροσερό’, είπε και με σβέλτες κινήσεις πήρε τα πιατάκια και χάθηκε στο διάδρομο.
Ποιος ήταν ο Σώφρων; Και γιατί δεν μού είχε μιλήσει ποτέ ως εκείνη τη μέρα;
‘Πάλι σκέφτεσαι;’, με ξαναρώτησε καθώς έμπαινε με μια κανάτα νερό και δυο ποτήρια.
‘Πώς και δεν έτυχε να γνωριστούμε ως τώρα;’, είπα και τον ευχαρίστησα για το νερό.
‘Αφού συνέχεια περπατάς σκυφτός και σοβαρός. Με έχεις δει ποτέ σου;’
‘Δεν νομίζω’
«Έχουμε ‘τρακάρει’ πάνω από τρεις, τέσσερις φορές… εσύ τίποτα… δεν με είδες…»
Έσμιξα τα φρύδια. Ίσως να είχε δίκιο. Μα θα ορκιζόμουν πως δεν τον είχα δει ποτέ μου τόσα χρόνια κι έμενε στον ίδιο όροφο!
‘Μόνος σου μένεις;’, άλλαξα θέμα.
‘Όπως κι εσύ. Δυο μόνοι στην ίδια πολυκατοικία. Και στον ίδιο όροφο. Οι δυο μοναχικοί λύκοι του ισογείου’, είπε και με κοίταξε κάπως παράξενα. Διεισδυτικά.
‘Θα έπρεπε να έχουμε γνωριστεί νωρίτερα’, σχεδόν απολογήθηκα.
‘Ξέρεις πότε αποφασίζει να γνωρίσει έναν άνθρωπο ο μοναχικός;’
«Πριν είπες ‘δυο μόνοι στην πολυκατοικία’»
‘Ακριβώς. Γι αυτό αποφάσισα να σού μιλήσω. Πάει καιρός τώρα που δεν είσαι πια μοναχικός. Είσαι απλώς μόνος’
Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος;
‘Διαβάζεις πολύ έτσι;’, πέρασα στην αντεπίθεση. Το μυαλό του ήταν κοφτερό και δεν ήθελα να με στριμώχνουν στα σχοινιά.
Έψαξε στην τσέπη του παντελονιού του.
‘Καπνίζεις;’, με ρώτησε.
‘Ναι… μισό λεπτό’, είπα και έβγαλα την ταμπακιέρα μου. Του προσέφερα τσιγάρο. Το πήρε με προθυμία. Ανάψαμε κι οι δυο.
‘Στριφτά ε;’, είπε και γύρισε το τσιγάρο στα δάχτυλά του.
‘Και τι κάνουν δυο μοναχικοί λύκοι στον ίδιο όροφο;’, ρώτησα λες και περίμενα απάντηση.
‘Εγώ διαβάζω κι εσύ γράφεις’, απάντησε μετά τις δυο πρώτες ρουφηξιές.
‘Πώς το ξέρεις;’
‘Γι αυτό σκέφτεσαι τόσο… αυτοί που γράφουν σκέφτονται περισσότερο απ’αυτούς που διαβάζουν…’
‘Δεν βλέπω βιβλία εδώ μέσα’, παρατήρησα.
‘Τα πούλησα όλα. Σχεδόν όλα. Έχω κρατήσει καμιά εικοσαριά’
‘Τα πιο καλά;’
‘Τα πιο αγαπημένα’, είπε. ‘Ξέρεις τι είναι το να γερνάς;’
Το όλο πράγμα έμοιαζε με πινγκ-πονγκ από ατάκες.
Δεν περίμενε να απαντήσω.
‘Το να γερνάς σημαίνει… ό,τι μπορείς να κουβαλήσεις… όλα τα άλλα δεν χρειάζονται… όλα τα άλλα είναι εδώ’, είπε και μου έδειξε τον κρόταφό του.
Ό,τι μπορείς να κουβαλήσεις…
‘Πάλι σκέφτεσαι… χε, χε… σε έχω ξεμπροστιάσει σήμερα…’, είπε σαν μικρό παιδί που γλεντάει τις νίκες του.
‘Ώστε τα πιο αγαπημένα λοιπόν…’, είπα, μονολόγησα σχεδόν.
‘Ναι… ξέρεις αυτή τα χαζή ερώτηση που κάνουν καμιά φορά; Αν μπορούσατε να πάρετε σε ένα απομονωμένο νησί μερικά βιβλία ποια θα ήταν αυτά και μπλα μπλα…’
‘Ναι…’
‘Αυτό είναι να γερνάς…’, είπε και τον ένιωσα να ικετεύει για τσιγάρο. Άφησα την ταμπακιέρα ανοιχτή στο τραπέζι. Έσπευσε να αυτοεξυπηρετηθεί.
Εγώ δεν ήθελα να ανάψω άλλο.
‘Δηλαδή;’, τον ρώτησα.
«Αργά ή γρήγορα καταλήγεις σε ένα απομονωμένο νησί. Δεν είσαι ναυαγός. Τίποτε τέτοιο. Τα γηρατειά δεν είναι ναυάγιο. Ναυαγοί είμαστε έτσι ή αλλιώς. Είναι απλά ο τελευταίος σταθμός. Ο μοναχικός που γίνεται μόνος… και τότε δεν παίρνεις μαζί σου ‘τα πιο σημαντικά’… παίρνεις μαζί σου τα πιο αγαπημένα… ό,τι κι αν είναι αυτό… ένα μολύβι σπασμένο, ένα μπρελόκ, τρία, τέσσερα παλιά βιβλία, ένα σταυρουδάκι, μια φωτογραφία, ένα απόκομμα εισιτηρίου… τέτοια…»
Τον είδα κάπως συγκινημένο. Δεν έχανε το ρυθμό του όμως.
‘Γι αυτό πούλησες όλα τα άλλα;’
‘Τα βιβλία είναι για να διαβάζονται… εγώ τα είχα διαβάσει… πολλές φορές… για την ακρίβεια δεν τα πούλησα, τα δώρισα… κράτησα κάποια… σκεφτόμουν να σου δωρίσω κι εσένα ένα…’
‘Είσαι κάπως παράξενος άνθρωπος’, αποφάνθηκα και το ύφος μου τον έκανε να γελάσει.
‘Όλοι δεν είμαστε; Ξέρεις κάποιον άνθρωπο… πες μου ειλικρινά… έχεις γνωρίσει κάποιον άνθρωπο που δεν ήταν παράξενος;’
‘Με αγχώνει ο τρόπος που διεξάγεται η συζήτηση’, είπα και έτσι ακριβώς αισθανόμουν.
Δεν το σχολίασε.
‘Πού θα πήγαινες τώρα; Τώρα που έβγαινες…’
‘Μια μικρή βόλτα ως το φάρο’
‘Και αυτή την εποχή τι γράφεις;’
‘Σκαρώνω στίχους’, του είπα. Έκανα ένα μικρό ελιγμό. Δεν ήθελα να τού απαντήσω.
‘Ποίηση; Γράφεις ποίηση;’
‘Ας πούμε ναι… πάντα διστάζω να απαντώ σε αυτή την ερώτηση…’
‘Νομίζω ότι ποίηση γράφουν όσοι φοβούνται το θάνατο’, μού είπε απλά και άναψε κι άλλο τσιγάρο.
‘Τα έχεις ταξινομήσει όλα;’
‘Σχεδόν… λοιπόν, ποίηση γράφουν όσοι φοβούνται το θάνατο. Μυθιστορήματα ποιοι γράφουν;’, ρώτησε και περίμενε.
‘Όσοι φοβούνται τη ζωή;’, απάντησα εξυπνακίστικα.
‘Καλή προσπάθεια. Όχι, μυθιστορήματα γράφουν όσοι αγαπούν τα ταξίδια’
Το σκέφτηκα για λίγο.
‘Υπάρχουν κι άλλα είδη’, του είπα.
‘Στην πραγματικότητα όχι. Τα διηγήματα είναι κολοβά μυθιστορήματα… είναι οι νουβέλες των τεμπέληδων… μην ασχολείσαι… τα υπόλοιπα είναι για τους διανοούμενους… δοκίμια, κριτικές… κατασκευές… διανοητικές πορδές’, είπε και έσκασε στα γέλια’
‘Δεν νομίζω ότι συμφωνώ’, του είπα περισσότερο για να τον κοντράρω.
‘Δεν πειράζει… εσύ είσαι ένας άνθρωπος του στοχασμού… κακώς είπα πριν ότι σκέπτεσαι… σε αναβαθμίζω… στοχάζεσαι… δεν σε ειρωνεύομαι… σε θαυμάζω… γι αυτό θέλησα να σε γνωρίσω… να φάμε και την παστούλα μας’
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί.
‘Κι αυτοί που δεν γράφουν καθόλου;’
‘Δεν υπάρχουν τέτοιοι’, είπε σοβαρά και τον αγριοκοίταξα.
‘Δεν με πιστεύεις; Έτσι είναι… όλοι γράφουμε… όλοι… άλλοι με μολύβια, άλλοι με πληκτρολόγια, άλλοι με το αίμα τους κι άλλοι… εδώ μέσα’, είπε και ξαναχτύπησε τον κρόταφό του.
‘Σοφιστείες και ελιγμοί’, είπα και χαμογέλασα.
‘Για να πω την αλήθεια εγώ δεν μπορούσα να γράψω… δεν είχα την απαιτούμενη πειθαρχία. Εσύ μάλλον την έχεις… να βάλω κάτω τον κώλο μου και να το κάνω… δεν το μπορούσα…’
Σκέφτηκα την ώρα. Ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να φύγω.
‘Θέλεις να φύγεις;’, με ρώτησε και σηκωθήκαμε ταυτόχρονα σχεδόν απ’τις καρέκλες μας.
‘Χάρηκα που σε γνώρισα Σώφρονα’
‘Κι εγώ χάρηκα που σε έκλεψα για λίγο απ’τις σκέψεις σου… τους στοχασμούς σου φίλε μου…’
‘Δεν με ρώτησες το όνομά μου κι εγώ δεν στο είπα’, απολογήθηκα κι ετοιμάστηκα να του το πω.
‘Μην μού πεις το όνομά σου… δεν θέλω να το πάρω μαζί μου’, είπε αινιγματικά και μού έσφιξε δυνατά το χέρι.
‘Μού χρωστάς ένα βιβλίο’, του είπα στο κατώφλι.
‘Και βέβαια. Και θα το παραλάβεις’, είπε και με είδε να βγαίνω και έκλεισε πίσω μου την πόρτα.
Πήγα τη βόλτα μου όπως το είχα προγραμματίσει μονάχα που αυτή τη φορά ήμουν γεμάτος με νέες ‘πληροφορίες’. Είχα αυτό που λένε ‘ανάμεικτα συναισθήματα’. Πότε έχει κανείς τέτοια συναισθήματα; Όταν δέχεται έναν αιφνιδιασμό. Και ο αιφνιδιασμός ‘πάντα σε εξελίσσει’… έτσι συνήθιζα να ‘δογματίζω’ σε κάποια κείμενά μου όχι για να κάνω τον εξυπνάκια αλλά επειδή το πίστευα και το πιστεύω. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί μέσα σε λίγα λεπτά, όσα είχε διαρκέσει αυτή η παράξενη επαφή με τον Σώφρονα. Κάποια ιδιαίτερη κίνηση είχε αρχίσει να με ενοχλεί εσωτερικά… ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Πώς ‘έτυχε’ να μην τον δω ποτέ μου όλ’αυτά τα χρόνια σε αυτή την πολυκατοικία; Πώς ‘έτυχε’ να μην μού μιλήσει ποτέ εκείνος όπως το είχε κάνει τελικά αυτή τη μέρα;
Κάθισα για λίγο στη συνηθισμένη μου γωνιά κοντά στο μεγάλο φάρο, στο τέλος της προβλήτας και αποφάσισα να ανάψω ένα τσιγάρο. Ήρθε στο νου μου ο Σώφρονας. Αν με έβλεπε τώρα θα μού πέταγε την ατάκα του, ‘πάλι σκέφτεσαι;’
Γύρισα στο σπίτι και ξάπλωσα να ηρεμήσω κάπως. Τούτη η συνάντηση με είχε αναστατώσει.
Την επομένη άνοιξα την εξώπορτα για να βγω και βρήκα ένα μικρό δέμα στο κατώφλι. Το πήρα και γύρισα στο γραφείο μου. Ξετύλιξα το δέμα. Ήταν ένα μικρό βιβλίο. Το αναγνώρισα, ‘Ο Φτωχούλης του Θεού’, του Καζαντζάκη. Αγαπημένο. Παλιά έκδοση, φθαρμένο το δέσιμο μπροστά και πίσω… ο κάτοχός του θα πρέπει να το είχε συντροφιά νύχτα και μέρα… χιλιοδιαβασμένο… υπήρχε κι ένα καρτελάκι σε μια σελίδα. Άνοιξα εκεί… ένα απόσπασμα ήταν μαρκαρισμένο με μολύβι… κάθισα κι άρχισα να διαβάζω…
Εκεί που μιλούσαμε, γρικήξαμε άγριες φωνάρες, και δυο αραπάδες πετάχτηκαν μπροστά μας ξεσπαθωμένοι.
-Σουλτάν! Σουλτάν! φώναζε ο Φραγκίσκος κι έδειχνε τους μιναρέδες.
Μας τσάκισαν στο ξύλο, κι ύστερα μας έβαλαν στη μέση και με σπρωξιές, χαχαρίζοντας, βράδυ πια, μας έριξαν στα πόδια του Σουλτάνου.
Κάτεχε ο Σουλτάνος τη γλώσσα μας, γέλασε ως μας είδε, μας σκούντηξε με το ποδάρι.
-Ποιοι είστε, κρασοκαλόγεροι; Γιατί μπήκατε στο στόμα του λιονταριού; Τι θέτε;
Σήκωσα τα μάτια, τον είδα. Ομορφάνθρωπος, με μαύρα σγουρά γένια, με λιγνή καμπουρωτή μύτη, με μεγάλα κατάμαυρα μάτια. Φορούσε φαρδύ πράσινο σαρίκι κι απάνω του καρφωμένο ένα μισοφέγγαρο από κοράλλι. Δίπλα του όρθιος ο τζελάτης, θεόρατος αράπης, με το γιαταγάνι.
-Ποιοι είστε; Τι θέτε; ρώτησε πάλι. Σηκωθείτε απάνω!
Σηκωθήκαμε. Ο Φραγκίσκος έκαμε το σταυρό του:
-Είμαστε χριστιανοί, είπε, μας έπεμψε ο Χριστός γιατί σε λυπήθηκε, ξακουσμένε Σουλτάνε, και θέλει να σωθεί η ψυχή σου.
-Να σωθεί η ψυχή μου! έκαμε ο Σουλτάνος μοχτώντας να κρατήσει τα γέλια. Πώς να σωθεί η ψυχή μου καλόγερε;
-Με την τέλεια φτώχεια, αφέντη Σουλτάνε, με την τέλεια αγάπη, με την τέλεια παρθενιά.
Ο Σουλτάνος γούρλωσε τα μάτια.
-Είσαι καλά; φώναξε, τι’ναι οι παλάβρες που λες, καλόγερε; Πάει να πει να παρατήσω τα πλούτη μου, τα παλάτια μου, τις γυναίκες μου, να γίνω κουρελής σαν και σένα, να χτυπώ τις πόρτες να ζητιανεύω; Να μην αγγίξω ποτέ μου γυναίκα; Μα τότε γιατί να ζω, δε μου λες; Μα τότε γιατί μου’δωκε ο Θεός το κλειδί αυτό που ανοίγει τη γυναίκα και μπαίνουμε; Να γίνω το λοιπόν μουνούχος, αυτό θες;
-Είναι η γυναίκα… άρχισε ο Φραγκίσκος, μα ο Σουλτάνος άπλωσε το χέρι με θυμό.
-Σφάλνα το στόμα, καλόγερε, μην πεις κακό για τη γυναίκα, σου κόβω τη γλώσσα! Θυμήσου τη μάνα σου, θυμήσου την αδερφή σου, αν έχεις, κι απάνω απ’όλα, εσύ που’σαι χριστιανός, θυμήσου τη μάνα του Χριστού σας, τη Μαριάμ!
Ο Φραγκίσκος έσκυψε το κεφάλι, δεν αποκρίθηκε.
-Και τι θα πει, δεν μου λες, τέλεια αγάπη; έκαμε ο Σουλτάνος, κι έγνεψε στον τζελάτη να ζυγώσει.
-Ν’αγαπάς τους οχτρούς σου, αφέντη Σουλτάνε.
-Ν’αγαπώ τους οχτρούς μου! έσκασε τώρα στα γέλια ο Σουλτάνος.
Στράφηκε στον τζελάτη:
-Βάλε στο θηκάρι το γιαταγάνι. Παλαβοί’ναι οι κακομοίρηδες, θεοπάλαβοι, δεν θα τους σκοτώσουμε.
Στράφηκε πάλι στο Φραγκίσκο. Μαλάκωσε τώρα η φωνή του, σα να μιλούσε σε άρρωστο:
-Πώς είναι η Παράδεισο η δικιά σας; ρώτησε. Να δούμε αν με συμφέρει να πάω.
-Γεμάτη αγγέλους και πνέματα αγίων στην κορφή ο Θεός.
-Και τι θα τρώτε εκεί απάνω; Τι θα πίνετε; Τι θ’αγκαλιάζετε;
-Μη βλαστημάς. Εκεί απάνω δεν τρώνε, δεν πίνουν, δεν αγκαλιάζουν. Είναι πνέματα.
Ο Σουλτάνος έβαλε πάλι τα γέλια.
-Πνέματα, πάει να πει αέρας; Καλύτερη χίλιες φορές η Παράδεισο η δικιά μας. Βουνά πιλάφι, ποτάμια μέλι και γάλα κι όμορφες κοπέλες που ύστερα από κάθε αγκάλιασμα ξαναγίνονται παρθένες. Δεν τρελάθηκα, καλόγερε, να’ρθω στην εδικιά σας Παράδεισο. Άσε με ήσυχο.
Ο Φραγκίσκος αγρίεψε. Ξέχασε που βρίσκεται, πως μπορούσε ο Σουλτάνος μ’ένα γνέψιμο να του πάρει το κεφάλι κι άρχισε να κηρύχνει ανέφοβα τα Πάθη του Χριστού, την Ανάσταση και τη Δευτέρα Παρουσία. Και την Κόλαση, όπου θα καίγουνται αιώνια οι μουσουλμάνοι. Και τόσο συνεπάρθηκε κηρύχνοντας το λόγο του Θεού, που μέθυσε, πήρε να χτυπάει τα παλαμάκια και να χορεύει. Γελούσε, έψελνε, σφύριζε, σίγουρα εκείνη τη στιγμή τα μυαλά του είχαν σαλέψει. Ο Σουλτάνος τον έβλεπε και γελούσε, άρχισε να χτυπάει τα παλαμάκια και να σφυρίζει, να σέρνει φωνές, να γκαρδιώνει τον ξαγριεμένο Φραγκίσκο να χορεύει.
Απότομα ο Φραγκίσκος σταμάτησε. Κρουνός έτρεχε ο ιδρώτας από πάνω του και το σώμα του άχνιζε.
-Έχε την ευκή μου, καλόγερε, είπε ο Σουλτάνος, καιρό είχα να γελάσω. Στάσου τώρα ήσυχος. Έχω κι εγώ ένα λόγο να σου πω. Ο προφήτης ο δικός μου αγαπούσε τις μυρωδιές, τις γυναίκες, τα λουλούδια, κι είχε κι ένα καθρεφτάκι στη ζώνη του κι ένα χτένι να χτενίζει τα μαλλιά του. Κι αγαπούσε πολύ τα όμορφα ρούχα. Ο δικός σας προφήτης, μου λεν, περπατούσε ξυπόλυτος, άπλυτος, αχτένιστος, και το ράσο του ήταν καμωμένο από χιλιάδες μπαλώματα. Κάθε φτωχός, λέει, του’χε δώσει κι από ένα μπάλωμα. Είναι αλήθεια;
-Αλήθεια! Αλήθεια! Σήκωνε τον πόνο της φτώχειας αλάκερου του κόσμου! φώναξε ο Φραγκίσκος συνεπαρμένος.
Ο Σουλτάνος χάδεψε τα γένια του, έβγαλε ένα καθρεφτάκι από τη ζώνη του, έστριψε το μουστάκι του, πήρε το μακρύ τσιμπούκι του με τη κεχριμπαρένια ρώγα, κι ένα παιδόπουλο γονάτισε και του το άναψε. Ρούφηξε μια δυο φορές κι έκλεισε τα μάτια γαληνεμένος. Ο Φραγκίσκος στράφηκε και μου’πε σιγά:
-Φράτε Λεόνε, καλή’ναι ετούτη η στιγμή να σκοτωθούμε. Είσαι έτοιμος; Γρικώ τις πόρτες της Παράδεισος ν’ανοίγουν.
-Γιατί να σκοτωθούμε, αδερφέ Φραγκίσκο; αποκρίθηκα, περίμενε.
Ο Σουλτάνος άνοιξε τα μάτια:
-Ο Μουχαμέτης, είπε, μεγάλη η χάρη του! δεν ήταν μονάχα προφήτης, ήταν κι άνθρωπος. Αγαπούσε ό,τι ο άνθρωπος αγαπάει, μισούσε ό,τι ο άνθρωπος μισεί, γι’αυτό σκύβω και τον προσκυνώ και μάχουμαι να του μοιάσω. Ο δικός σας ο προφήτης ήταν από πέτρα κι αέρα. Δεν μου κάνει.
Στράφηκε σε μένα:
-Και του λόγου σου καλόγερε, δε μιλάς; Πές ένα λόγο, το λοιπόν, ν’ακούσουμε τη φωνή σου!
-Πεινώ! φώναξα.
Ο Σουλτάνος γέλασε. Χτύπησε τα παλαμάκια, οι δυο αραπάδες, που μας είχαν πιάσει πρόβαλαν.
-Δώστε τους να φάνε, πρόσταξε, βγάλτε ένα ταψί από το φούρνο. Κι ύστερα πάρτε τους να φύγουν, να βρουν τους χριστιανούς, τους ταβλόπιστους. Τρελοί’ναι οι κακομοίρηδες, τρελοί και τους χρωστάμε σέβας.
Βρωμοκοπούσε η πολιτεία γεμάτη ανατολίτικα ασκέρια. Στους δρόμους σκοτωμένοι άθαφτοι, αλόγατα ξεκοιλιαμένα, δερβίσηδες χόρευαν έξω από τα τζαμιά, κρατούσαν μακριά μαχαίρια, χαράκωναν τα κεφάλια τους κι έτρεχαν τα αίματα στις άσπρες τζελεμπίες τους. Στρουμπουλά παιδόπουλα στους καφενέδες τραγουδούσαν αργόσυρτους ανατολίτικους σκοπούς κι έπαιζαν παράξενα μακρουλά όργανα, ταμπουράδες. Γυναίκες κουκουλωμένε αποκορφής περνούσαν και μύριζε μια στιγμή ο βρωμισμένος αέρας μόσκο.
Φράζαμε τη μύτη μας να μη μας έρχουνται οι καταραμένες μυρωδιές, δρασκελίζαμε, δρασκελίζαμε γρήγορα τα στενά σοκάκια, ακολουθούσαμε τους δυο αραπάδες και βγήκαμε από την πολιτεία. Στάθηκαν οι αραπάδες, άπλωσαν τα χέρια και μας έδειξαν μακριά, πίσω από ένα χαμηλό αμμοβούνι.
-Οι χριστιανοί! έγρουξαν και γυάλισαν τα κάτασπρα δόντια τους στον ήλιο.
Μας έδωσαν δυο δυνατές γροθιές στις πλάτες και γύρισαν τρεχάτοι πίσω.
Πήραμε το δρόμο αμίλητοι. Μανταλωμένο είχε το στόμα του ο Φραγκίσκος, κοίταζε χάμω συλλογισμένος. Κι εγώ γούρλωνα τα μάτια μου, πολύ μεγάλος μου φαίνουνταν ο κόσμος, χιλιάδες μίλια από την Ασίζη, αρίφνητες ψυχές ζούσαν στην αμαρτία και δεν είχαν ποτέ τους ακουστά τ’όνομα του Χριστού. Πώς θα μπορέσουμε σε όλες ετούτες τις ψυχές να κηρύξουμε το λόγο του Θεού; Λίγη είναι η ζωή, δεν θα προλάβουμε. Απέραντος είναι ο κόσμος, πού να πρωτοπάμε;
Μπροστά μας απλώνουνταν η αμμουδιά, παράξενα πουλιά κόκκινα με άσπρες κοιλιές περνούσαν από πάνω μας, πίσω μας η βουή της μουσουλμάνικης πολιτείας, μπροστά μας, πίσω από το αμμοβούνι, τρουμπέτες κι αλόγατα που χλιμίντριζαν. Ζυγώναμε πια στα χριστιανικά ασκέρια που είχαν ζώσει, μήνες και μήνες τώρα την άπιστη πολιτεία.
Άξαφνα ο Φραγκίσκος στάθηκε:
-Φράτε Λεόνε, μου’πε, σα γυρίσουμε, αν γυρίσουμε, στην πατρίδα θα ζητιανέψω από ένα μπάλωμα από όλους τους φτωχούς να κάμω το ράσο μου. Έχει δίκιο ο Σουλτάνος.
-Φτηνά τη γλιτώσαμε, αδερφέ Φραγκίσκο.
-Χάσαμε μιαν ευκαιρία να μπούμε στην Παράδεισο, αποκρίθηκε αυτός.
Είχαμε πια ανέβει στο αμμοβούνι, κάτω απλώθηκαν πολύχρωμα, πολύβουα, τα στρατέμματα του Χριστού.
Αναστατώθηκα, δεν ξέρω το γιατί. Πήγα στην μπροστινή σελίδα. Είδα κάποιες γραμμές χειρόγραφες, μαύρο μελάνι, πλαγιαστά τα γράμματα, τακτοποιημένα, λέξεις μεγάλες, ισοζυγιασμένες…
Βρες το σουλτάνο και ικέτεψέ τον να σε ταπεινώσει αδελφέ μου… κι αν είναι σπλαχνικός να σε σκοτώσει!
Τι παράξενα, τι τρελά πράγματα ήταν αυτά…
Βγήκα απ’το σπίτι ταραγμένος και στάθηκα απέναντι έξω απ’την πόρτα του καινούργιου φίλου μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Χτύπησα, μια, δυο φορές, τίποτα. Με είδε η κυρά Σταματία που κατέβαινε τις σκάλες απ’τον πρώτο.
‘Ψάχνετε κάποιον κύριε Αντώνη;’, με ρώτησε και με κοιτούσε λες κι ήμουν από άλλο πλανήτη.
Η μεγάλη κουτσομπόλα της γειτονιάς, αυτή θα ήξερε. Δεν δίστασα να τη ρωτήσω.
‘Τον Σώφρονα… τον άνθρωπο που μένει εδώ’, της είπα. ‘Τον ξέρεις κυρία Σταματία;’, την ρώτησα κι ετοιμαζόμουν να χτυπήσω πάλι.
‘Δεν ξέρω κανέναν με αυτό το όνομα. Αυτό το διαμέρισμα είναι … πώς να το πω… άδειο… δυο χρόνια τώρα… και βάλε… κάτι κληρονομικά… δεν ξέρω ακριβώς’, μού είπε κι ετοιμαζόταν να με προσπεράσει.
Είχα απομείνει άγαλμα έξω απ’την πόρτα ενός φαντάσματος.
Άδειο;, μονολόγησα. ‘Εννοείς ξενοίκιαστο;’, την ρώτησα.
‘Όχι… εννοώ…’, πήγε να πει αλλά την διέκοψα.
‘Και πριν… ποιος έμενε πριν εδώ;’, την ρώτησα σαν πετρωμένος, ίσα που έβγαινε η φωνή μου. Η γυναίκα σάστισε αλλά δεν αρνήθηκε να μού μιλήσει.
‘Ένας δάσκαλος… κι εγώ δεν τον ήξερα καλά… λένε πως χάθηκε σε μια χώρα της Αφρικής… δεν είμαι σίγουρη… ήταν ο γιος του εκεί, παπάς, ιεραπόστολος… κάτι τέτοιο…’, είπε και γύρισα και την κοίταξα. Θα πρέπει το βλέμμα μου να είχε κάτι άγριο και η γυναίκα μαζεύτηκε.
‘Τι έγινε μετά;’, της είπα.
‘Νομίζω μπήκαν αντάρτες στο χωριό που ήταν και τα κάψαν όλα… τους σκότωσαν όλους… και τον παπά και όλους… έφυγε ο δύστυχος σαν τρελός να τον φέρει πίσω… νομίζω δηλαδή… μα δεν ξανάρθε… όλα του τα έπιπλα και τα ρούχα ακόμα είναι μέσα, όπως τα άφησε… δεν ξαναγύρισε ποτέ… αυτά ξέρω και να με συμπαθάς έχω να ψωνίσω…’, είπε η γυναίκα και με άφησε μόνο, απολιθωμένο, να έχει φύγει το αίμα απ’το πρόσωπό μου, έτοιμο να σωριαστώ.
‘Μια στιγμή!’, της φώναξα πριν ανοίξει την εξώπορτα και τη χάσω. Η γυναίκα στάθηκε απρόθυμα.
‘Πώς τον λέγαν; Τον άνθρωπο που έμενε εδώ… πώς τον λέγαν;’
‘Εγώ Φραγκίσκο τον ήξερα… τίποτε άλλο δεν ξέρω κυρ Αντώνη μου…’, μού είπε και βιάστηκε να βγει στο δρόμο.
Γύρισα σπίτι λες και γυρνούσα από μια θύελλα, από μια τρικυμία. Θα πρέπει να είχα πυρετό. Έκαιγα ολόκληρος. Άρχισα να ιδρώνω. Έπιασα το μικρό βιβλίο στα χέρια μου… διάβασα τα λόγια του… άρχισα να κλαίω…
Βρες το σουλτάνο και ικέτεψέ τον να σε ταπεινώσει αδελφέ μου… κι αν είναι σπλαχνικός να σε σκοτώσει!
***