Η ‘αμερικάνα’

Θυμάμαι αυτόν τον άνθρωπο με τα διαρκώς μουτζουρωμένα δάχτυλα, το τσιγάρο στο στόμα και το σκοτεινό, μελαγχολικό βλέμμα. Και βέβαια τον θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν ο Μανώλης, ο μηχανικός αυτοκινήτων, ίσως ο καλύτερος του Πειραιά, έτσι έλεγε ο πατέρας μου. Δύστροπος, δύσκολος, καβγατζής, παράξενος… αλλά σωστός θαυματοποιός. Αρκούσε να ρίξει μια ματιά, να βάλει το αυτί του πάνω στο καπό, να ακούσει για λίγα δευτερόλεπτα τον ήχο της μηχανής και είχε ήδη κάνει τη διάγνωση.

Ο Μανώλης ήταν η συμπάθειά μου. Ένας από τους ‘παιδικούς’ μου ήρωες. Και είχε πάντα παρκαρισμένη έξω από το συνεργείο του εκείνη τη μεγάλη, ‘αμερικάνα’. Μια κρεμ, θεόρατη μπιούικ… θυμάμαι καλά την μέρα που την πρωτόδα όταν πήγε ο πατέρας μου το αυτοκίνητό μας στον Μανώλη. Εκείνος τα έπινε μέσα στο συνεργείο του και δεν μας καλοδέχτηκε.

«Πάρτο και φύγε κυρ Νίκο, άλλη μέρα»

«Μα, έχει θέμα Μανώλη, θα με αφήσει»

«Άλλη μέρα σου είπα, φεύγα!»

Δεν σήκωνε πολλά πολλά αυτός ο ξανθομάλλης άντρας που όταν έπινε και ‘φτιαχνόταν’ δεν ήταν να τον ζυγώνεις. Ο πατέρας μου επέμενε. Κι εγώ ήδη περιεργαζόμουν το τεράστιο αυτοκίνητο με τα ‘φτερά’. Δεν είχα ξαναδεί από κοντά κάτι τέτοιο. Μονάχα από ταινίες.

«Τι κάνει ο μικρός;», βρυχήθηκε ο μηχανικός και πετάχτηκε από την καρέκλα του μαζί με το μπουκάλι μπίρας στο χέρι. Και βέβαια το τσιγάρο.

Τον ένιωσα να με πλησιάζει αχνίζοντας και βρίζοντας μέσα απ’τα δόντια του και σάστισα απ’το φόβο. Σαν με πλησίασε, μου έριξε μια παράξενη ματιά μέσα από τη σκοτεινή θάλασσα των ματιών του και μονομιάς γαλήνεψε. Σαν από θαύμα.

«Σου αρέσει;», με ρώτησε και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. «Έμπα μέσα. Θα σε πάω μια βόλτα»

Ο πατέρας μου μας κοιτούσε αμίλητος. Δεν δίστασα στιγμή. Χώθηκα στο αχανές εσωτερικό του αυτοκινήτου με τα κατάλευκα δερμάτινα καθίσματα που θυμάμαι πως είχαν και κάποιες μαύρες λεπτές ταινίες στα φινιρίσματα. Δεν πίστευα ότι ήμουν επίτιμος καλεσμένος του Μανώλη. Ποιος τη χάρη μου!

Το θηριώδες αυτοκίνητο πήρε μπρος με ένα άγγιγμα του μηχανικού και δεν χόρταινα να ακούω το βουητό της πολυκύλινδρης μηχανής. Έβλεπα αριστερά μου τον Μανώλη, σαν επίγειο θεό που με είχε χρίσει αρχάγγελο του και μου έκανε την σπάνια τιμή να με ξεναγήσει στον παράδεισο. Είχα προς στιγμήν ξεχάσει και τον πατέρα μου και τα πάντα.

Ο Μανώλης οδηγούσε το θηρίο με το ένα του χέρι μέσα από τα δρομάκια του Πειραιά, κατέβηκε στο Τουρκολίμανο, έκανε μια αργή βόλτα μπροστά από τις ταβέρνες και καμάρωνα που όλοι μας κοιτούσαν. Κάποια στιγμή γύρισα και είδα τον Μανώλη να με κοιτάζει χαμογελώντας. Δεν τον είδα νομίζω ποτέ ξανά χαμογελαστό.

«Σου αρέσει;», με ρώτησε κάποια στιγμή καθώς γλίστραγε με απίστευτη χάρη στα στενοσόκακα και στα δρομάκια και περνούσε ξυστά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

«Πολύ!», είπα γελώντας ευτυχισμένος.

«Πάμε όμως τώρα γιατί θα φωνάζει ο πατέρας σου», είπε και σε λίγα λεπτά είχαμε επιστρέψει. Ο πατέρας μου μας περίμενε ήρεμος μέσα στο δικό μας αυτοκίνητο.

Ο Μανώλης βγήκε και έπειτα βγήκα κι εγώ απρόθυμα. Το μικρό ταξίδι στο Λούνα Παρκ του ονείρου είχε λάβει τέλος. Ξανά στα γνωστά μας τώρα.

«Άστο κυρ Νίκο κι έλα αύριο να σου πω», είπε με αλλαγμένο ύφος ο Μανώλης και ο πατέρας μου χαμογέλασε ικανοποιημένος. Με πήρε από το χέρι να φύγουμε.

«Μια στιγμή», του είπα και μπήκα μέσα στο συνεργείο.

«Κύριε Μανώλη», είπα στον μηχανικό που με κοιτούσε απορημένος. «Σας ευχαριστώ πολύ!».

«Μια άλλη φορά θα ξαναπάμε έτσι;», μου είπε μόνο και κούνησα το κεφάλι μου ζωηρά. Έπρεπε να τον αφήσω. Δεν ήταν άνθρωπος της φλυαρίας.

Γυρίσαμε σπίτι σιωπηλοί. Το βράδυ όμως, στο τραπέζι ρώτησα τον πατέρα μου.

«Γιατί είναι πάντα θυμωμένος ο κύριος Μανώλης;»

Ο πατέρας μου με κοίταξε με νόημα κι έπειτα μου είπε.

«Ήταν στην Αμερική ο Μανώλης. Εκεί δούλευε… σε μια πολύ καλή εταιρία… παντρεύτηκε και μια αμερικανίδα… έκανε και γιο… ήταν καλά, όλα μια χαρά… έβγαζε καλά λεφτά… στην εταιρία τον είχαν πολύ ψηλά γιατί ήταν ο καλύτερος… μεγάλο ταλέντο…»

«Και τι έγινε;», ρώτησα ανυπόμονα.

«Μια μέρα… γύρισε σπίτι του αλλά… δεν βρήκε κανέναν… η γυναίκα του τον είχε παρατήσει… και του πήρε και το γιο… τον άφησε ολομόναχο…»

Ο πατέρας μου είχε ήδη συγκινηθεί και σταμάτησε την αφήγηση για να πάρει μιαν ανάσα.

«Από τότε άρχισε να πίνει… και να παίζει…»

«Τι να παίζει;»

«Στα άλογα… στον ιππόδρομο… καταστράφηκε οικονομικά και το μόνο που του απέμεινε ήταν η Μπιουικ… την έφερε μαζί του στην Ελλάδα… ένας θεός ξέρει πως το κατάφερε κι αυτό… ήταν σχεδόν απένταρος… αλλά το μεγάλο του ταλέντο ξεχώρισε αμέσως… άνοιξε το συνεργείο και διώχνει πελάτες τώρα… έχει ξανακάνει λεφτά αλλά…»

Δεν χρειαζόταν να μου πει περισσότερα ο πατέρας μου.

Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν τόσο κοντά σε έναν άνθρωπο που βίωνε μια τόσο οδυνηρή κατάσταση χωρισμού και στην ουσία πένθους. Ήδη τον είχα βάλει στην καρδιά μου τον Μανώλη που παρά τα νεύρα του και τα ‘γαλλικά’ που ξεστόμιζε συνέχεια, είχε μια τρυφερή καρδιά.

Και δεν ξέχασα ποτέ εκείνο το παράξενα γαληνεμένο βλέμμα του όταν με πρωτόδε από πολύ κοντά. Και κείνη τη μυθική βόλτα με την ‘αμερικάνα’ του… το μόνο που του είχε απομείνει να του θυμίζει έναν μεγάλο έρωτα, έναν χωρισμό, μια άλλη ζωή σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη ήπειρο…

«Και γιατί δεν το πουλάει το αυτοκίνητο;», ρώτησα τον πατέρα μου ύστερα από κάμποση ώρα σιωπής. «Αφού πονάει τόσο;»

Ο πατέρας μου με χάιδεψε θυμάμαι απαλά στο κεφάλι.

«Ίσως ακριβώς γι’αυτό», μου είπε και με άφησε με την απορία και την έκπληξη.