Το Φρόνημα της Πόρπης

 

Τ

ούτη είναι η ώρα της σιγής. Η ώρα που τα πλάσματα της μέρας αναπαύονται στην αγκαλιά της νύχτας. Η ώρα που οι νυκτόβιοι λογισμοί σαν αρχαίες σαύρες αναρριχώνται στο νου των ανήσυχων ανθρώπων και γδέρνουν με τα νύχια τους το φλοιό της ύπαρξης.

Στη μεγάλη βεράντα της βίλας του, ο έπαρχος δεν έχει ησυχία. Κατάκοπος από την τύρβη της ημέρας θα έπρεπε κανονικά να ξεκουράζει το σώμα του και το μυαλό του καθώς μια άλλη μέρα έρχεται με βήματα γοργά. Σε λίγες ώρες ξημερώνει.

Πίνει που και που γουλιές κρασί από την κούπα του και χαλαρώνει στο ανάκλιντρό του. Ένας δούλος μένει άγρυπνος κοντά του και οι στρατιώτες που έχουν βάρδια βρίσκονται στις θέσεις τους. Μπαινοβγαίνει ακόμη και ο πιστός του ‘φίλος’, ο έλληνας γιατρός και συμβουλάτορας Δεινοφάνης που τον έχει έγνοια αλλά ο έπαρχος δεν επιθυμεί συντροφιά, συζήτηση ή μια ανθρώπινη παρουσία δίπλα του.

Ακούει κάποια στιγμή τα ποδοβολητά και τη μικρή αναστάτωση. Αλλαγή βάρδιας. Υπολογίζει πως σε δυο ώρες το πολύ θα δει το πρώτο φως.

Η ώρα του λύκου, ψιθυρίζει. Η πιο σκοτεινή, η μαγική ώρα. 

Τα βλέφαρά του έχουν βαρύνει, η κόπωση έχει μουδιάσει όλα του τα μέλη, το σώμα αποζητά πια την ανάπαυση και κερδίζει το νου στη μάχη αυτή.

Ο ρωμαίος ανασηκώνεται ελαφρά και αμέσως ο δούλος, ένα νεαρό αγόρι, τον πλησιάζει. Ο άντρας του κάνει νόημα με την παλάμη του να αποχωρήσει. Θα σηκωθεί σιγά σιγά μόνος για να οδεύσει προς τα ενδότερα των διαμερισμάτων του για να πλαγιάσει. Έχει δεν έχει τρεις ώρες ύπνο εμπρός του.

Και ξάφνου, από τ’αριστερά του καθώς το αντιλαμβάνεται, ένα φως… ένα παράξενο φως.

Θα σηκώθηκε η Πρόκλα… μουρμουρίζει μα στρέφοντας το κεφάλι του δεν βλέπει φως απ’το εσωτερικό του οίκου. Το φως είναι διάχυτο, σαν να γεμίζει όλο το χώρο πια και μπρος και πίσω του και… μέσα του ακόμη!

Σμίγει τα φρύδια ο άντρας, πιάνει το στήθος του, το κεφάλι του, στρέφει δεξιά, αριστερά, σηκώνεται απότομα, μπερδεύονται τα πόδια του και βρίσκεται ξαπλωμένος στο έδαφος. Σπεύδει ο νεαρός δούλος να συνδράμει τον αφέντη του κι εκείνος είναι κάτωχρος με το βλέμμα του να κοιτάζει το τίποτα.

Κι έχει ιδρώσει κιόλας.

Βοηθά το νεαρό αγόρι τον μεγαλόσωμο άντρα να σταθεί στα πόδια του, τον βάζει να καθίσει κι ακούει το λαχάνιασμά του, νιώθει τον ιδρώτα που έχει λούσει το κορμί του. Κοιτάει με αγωνία ο δούλος τον κύριό του που μοιάζει να είναι στα πρόθυρα κάποιας μεγάλης συμφοράς και δεν ξέρει τι να κάνει.

Άφησέ τον!

Ακούγεται η προσταγή μα δεν μοιάζει τέτοια. Και την ακούν και οι δυο, ο έπαρχος και ο δούλος. Είναι γλυκιά η φωνή κι έρχεται… από πού να έρχεται άραγε;

Και ποιος μιλάει ελληνικά εκτός κι αν είναι ο γιατρός του ο Δεινοφάνης;

Ποιος μίλησε; ρωτά και αναπάντητο θα μείνει το ερώτημα.

Στρέφει με αγωνία έκδηλη ο άντρας σαν τρελός το βλέμμα του παντού, ψάχνει και ξαναψάχνει... τίποτε δεν βλέπει, αγωνιά, ρουφάει το οξυγόνο άπληστα, τρέχουν τα σάλια του, πονάει το στέρνο του, τι έχει;

Δώσ… πάει να δώσει εντολή στο νεαρό παιδί που έχει κατατρομάξει, κάτι τον σταματά.

Πήγαινε μέσα! 

Νέα εντολή! Από την ίδια την πηγή… ίδια φωνή, ίδια ζεστάδα, ίδιο κύρος. Ο νεαρός σαστίζει, αφήνει απ’το μπράτσο τον αφέντη του και με ήρεμα βήματα απομακρύνεται θα έλεγες σαν υπνωτισμένος. Σε λίγο ο έπαρχος είναι μονάχος, ολομόναχος στην μεγάλη του βεράντα, τρομαγμένος, κάτασπρος να ακούει φωνές από το πουθενά να αντηχούν στα εσώψυχά του!

Φοβάσαι;

Πέφτει στα γόνατα ο έπαρχος, φοβάται, ναι φοβάται…

Όχι, απαντά, δεν σε φοβάμαι! Ελληνικά κι αυτός. Αφού έτσι το θέλει ο απρόσκλητος. Εβραίος είσαι; Ζηλωτής; Μαζί με άλλους; Πώς φτάσατε ως εδ…

Κι άλλα ερωτήματα, κι άλλες πνοές που ρουφάει άπληστα η νύχτα.

Δαίμονας δεν είσαι; Για την ψυχή μου ήρθες; σκέφτεται ο έπαρχος μα δεν τολμά να το φωνήσει.

Κανείς δεν απαντά. Όμως το φως, αυτό το διάχυτο ρευστό που μοιάζει με ένα αόρατο σεντόνι… πάλλεται τώρα! Τρέμει, σείεται, τον τυλίγει, τον ανασηκώνει απ’τα ψηφιδωτά που είχε προσπέσει, τον απιθώνει πάνω στην καρέκλα του σαν αχυρένια κούκλα, τον θερμαίνει, τον ηρεμεί.

Έτσι είναι λοιπόν ο θάνατος;, αναρωτιέται δυνατά ο ρωμαίος… τόσο φροντιστικός και σπλαχνικός για κάποιον σαν εμένα;

Κανείς ξανά δεν απαντά… μονάχα νιώθει… νιώθει το αργοσάλεμα αυτού του… όλου που τον περιέχει και που σαν να το έχει καταπιεί κι αυτός γεμίζει όλους του τους πόρους κι εκρέει λες υπερχειλίζοντας σαν τον ιδρώτα!

Μα, ποιος… τι είσαι; ρωτάει αναθαρρεμένος έχοντας πιστέψει πια πως βαδίζει στα τελευταία του μέτρα πάνω σε τούτο τον κόσμο και τα πρώτα στον άλλο.

Με γνωρίζεις… έρχεται η απάντηση και λίγο μετά, πώς έγινε, το φως αυτό διαλύεται σαν την πρωινή ομίχλη πάνω απ’τη θάλασσα και ο έπαρχος μένει όπως πριν, μονάχος.

Και τότε βλέπει τον άντρα αυτόν να τον ζυγώνει και βγάζει μια κραυγή που θα έπρεπε να έχει ακουστεί ως το Πραιτώριο.

Ποιος είναι αυτός που βαδίζει αθόρυβα κάτω, στον κήπο, ανάμεσα στους θάμνους και στα χαμηλά δεντράκια και δεν μπορεί να τον διακρίνει; Μονάχα βλέπει έναν λευκό μανδύα, μακρύ, χιτώνας είναι απ’αυτούς που φοράνε οι εβραίοι, μα τούτος φαίνεται διαφορετικός, ολόλευκος με τόσο όμορφες πτυχώσεις ως κάτω χαμηλά και πάλι… το πρόσωπο δεν το διακρίνει ο έπαρχος, δεν προλαβαίνει…

Σανδαλοφόρος να είναι ή ξυπόλητος; Φοράνε ανόητε οι δαίμονες σανδάλια; Παιγνίδια παίζει το μυαλό του έπαρχου, για μια στιγμή θέλει και να γελάσει.

Μα πώς δεν μαζεύτηκε η φρουρά με τη φωνή που έβγαλα; αναρωτιέται και πιάνει την κούπα του, έχει δυο γουλιές κρασί, τις πίνει.

Σε έχω γνωρίσει είπες;

Ναι, με γνώρισες… του απαντάει ο ξένος και πάλι νιώθει την ωραία φωνή, το βάθος, τα ωραία στρογγυλά του ελληνικά όπως αυτά που μιλούν οι λόγιοι στη Ρώμη.

Φιλόσοφος είσαι; Έλληνας;

Καμιά απάντηση. Μονάχα αγωνία. Και γιατί του στέρησε εκείνο το ωραίο φως που τόσο τον είχε παρηγορήσει τώρα που πεθαίνει;

Να πω δυο λόγια στην Πρόκλα δαίμονα; τολμάει να σπάσει τη σιωπή. Μου στάθηκε πάντα με…

Δεν θα πεθάνεις… όχι απόψε.

Πίσω του, είναι πίσω του, το ξέρει, το κατάλαβε, το νιώθει!

Γυρίζει σαν τρελός το κουρασμένο σώμα του ο ρωμαίος και η σβούρα τον ζαλίζει, κάνει να πέσει πάλι αλλά κάτι τον κρατάει, τι ωραία, κάτι δυνατό τον κρατάει και δεν πέφτει, δεν σωριάζεται.

Και όμως, ήταν σίγουρος, πόσο σίγουρος ήταν!

Ο ξένος ήταν δίπλα του, τον άγγιζε σχεδόν!

Κλείνει τα μάτια του ο έπαρχος, ξαπλώνει στο ανάκλιντρο, αρνείται να τα ανοίξει πια εκτός κι αν θελήσει ο δαίμονας, ό,τι κι αν είναι να τον αναγκάσει.

Να πω πως έφτασε… έφτασε η ώρα μου λοιπόν… αν είναι να με συνοδέψεις ως τον μαύρο ποταμό, να σκίσω ό,τι φορώ, να γυμνωθώ… να βάλω ένα δηνάριο στο στόμα για τον περαματάρη καθώς συνηθίζουν όλοι… κι άσε με ένα λόγο να πω στην Πρόκλα κι είμαι δικός σου… μα και χωρίς λόγο έρχομαι ευθύς αν το ζητάς επίμονα δαίμονα του θανάτου…

Ο έπαρχος παραληρεί… έχει γονατίσει πάλι στο πάτωμα και ακουμπά το μέτωπο στο χώμα. Το νιώθει, ολόγυρά του, μέσα του, ως τα μύχια του είναι του… τούτο το φως δεν μοιάζει με οτιδήποτε άλλο… τούτο το φως ανασαίνει… είναι ζωντανό κι έχει διανοίξει όλες τις πληγές, όλα του τα τραύματα κι αιμορραγεί… μνήμες, πράξεις και κρίματα…

Ο λευκοντυμένος άντρας στέκεται παράμερα. Αν σηκώσει το βλέμμα του απ’το χώμα ο ρωμαίος θα έχει μια ευκαιρία να τον δει. Είναι ψηλός, όμορφος, ήρεμος και σιωπηλός σαν την ανάσα του αγαθού ανθρώπου. Στα δυο του χέρια με τα μακριά, όμορφα δάχτυλα ξεχωρίζουν δυο πληγές… δυο πληγές που καίνε και είναι λες η πηγή τούτης της πρωτόγνωρης θερμής λάμψης που έχει πλημμυρίσει το γονατισμένο άντρα.

Ο άντρας απομακρύνεται μα μονάχα λίγα μέτρα. Είναι κοντά και μακριά, είναι θα έλεγες ψηλαφητός μα και αόρατος, σαν από κάποια αύρα μυστική είναι φτιαγμένος, λαμποκοπά ολόκληρος αλλά τούτο το φως δεν είναι αυτού του άθλιου κόσμου της φθοράς.

Ο έπαρχος κλαυθμηρίζει, σειέται, κοπανιέται, τραβάει το ρούχο του, το πετάει παρακεί, μένει σχεδόν γυμνός. Τα γόνατά του έχουν ματώσει.

Σηκώνει το βλέμμα, ψάχνει τον άγνωστο, κανείς.

Δεν με θυμάσαι;

Ο έπαρχος ακινητεί, γλείφει τα σάλια απ’το στόμα του, σηκώνεται σιγά σιγά. Νιώθει λίγο πιο ήρεμος, ο πανικός του καταλάγιασε, συμφιλιώνεται με το μεγάλο του ταξίδι, αν αυτό είναι να γίνει πριν ο ήλιος σηκώσει στις πλάτες του τη μέρα.

Δεν… δεν ξέρω… ποιος είσαι; 

Ο έπαρχος κάθεται ξέπνοος και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Λέει να φωνάξει τους φρουρούς, τους δούλους, το μετανιώνει πάλι, άδικος κόπος, με τους μαντατοφόρους του Άδη δεν μπορείς να έχεις πάρε δώσε ανθρώπινα. Κι αν ακόμη η φωνή του βγει απ’το λαιμό του, κανείς δεν θα έρθει, κανείς δεν ακούει τώρα. Μονάχα ο Αχέροντας ακούει και ρυτιδιάζει το πηχτό νερό του.

Σου είπα, δεν θα πεθάνεις… όχι απόψε… πάψε να τρέμεις… εσύ δεν έτρεμες όταν ανταμώσαμε… ήσουν λίγο χλομός όμως κρατούσες κραταιά την υπόληψη του γήινου άρχοντά σου. 

Τι λέξεις είναι αυτές; Τι φωνή; Τι του θυμίζει τώρα;

Πιάνεται απ’το μπράτσο της μεγάλης πολυθρόνας να μην βρεθεί ξανά στο χώμα. Αρχίζει να θυμάται. Ναι, θυμάται… η εικόνα έρχεται ολοκάθαρη στο νου του.

Εσύ! Μα… είναι δυνατόν! Εσύ!

Βγάζει τη γλώσσα του, βήχει, θέλει οξυγόνο και νερό, θέλει το γιατρό του μα δεν έχει κανέναν. Το στέρνο του φωτιά, μέγγενη, τον συνθλίβει.

Εσύ! Αδύνατον! Εσύ!

Βλέπει ξανά όλα όσα γίναν, λίγες βδομάδες μόνον πριν… τα ξαναζεί, τα βιώνει ολοζώντανα, τον διαπερνούν βέλη διάπυρα, τον καίνε στα σωθικά του, ιδρώνει και ανασαίνει άρρυθμα.

Τώρα ο φόβος… η ώρα του λύκου είχε προφητέψει… τώρα ο βρόμος και ο τρόμος… τώρα και των οδόντων ο τριγμός…

Δεν ήθελα… το ξέρεις Ραβί… δεν σε ήθελα εγώ νεκρό… δεν σε έστειλα εγώ στο Ξύλο… δεν σε έστειλα εγώ… 

Πιάνει να κλαίει τώρα σαν μικρό παιδί, τραντάζεται απ’τους λυγμούς, κραυγάζει, φωνάζει με το βλέμμα του θολό στους ουρανούς, δεν βλέπει πια καλά, τυφλώνεται ο δύστυχος.

Τώρα ο λυγμός, ο στεναγμός του είναι, ο ρόγχος και η φωνή του Αχανούς που αναδύεται απ’τα έγκατα.

Πάρε με τώρα! Σε παρακαλώ Ραβί, πάρε με… να μην ξημερωθώ σε τούτο το χάλι… πάρε με, σπλαχνίσου με, ένα μικρό χαλίκι είμαι κάτω απ’τα πόδια σου!

Για λίγο η σιγή, δεν έχει έλεος όμως τούτη η ώρα… είναι η στιγμή που έχει αιωνιστεί βροντάει σαν φλέβα πρησμένη απ’το αίμα.

Είχες τα θάρρητά σου στο Φρόνημα της Πόρπης που έχει σκαλισμένο το πρόσωπο του αφέντη σου, έτσι δεν είναι;

Ναι, ναι, το καταλαβαίνεις… το Φρ… πώς το είπες, ναι, το Φρόνημα της Πόρπης. Καλά το λες σοφέ Διδάσκαλε. Εγώ… ένα τίποτα, εγώ ένα μηδέν… 

Γελάει βροντερά τώρα ο έπαρχος, σαν παρανοϊκός και σάλια τρέχουν απ’τα χείλη του… πάει να πιαστεί από κάπου, δεν έχει δυνάμεις, τα χέρια του δεν τον υπακούνε πια, τα πόδια του έχουν παραλύσει.

Σπαρακτικό να βλέπεις έναν άντρα σαν κι αυτόν να κλαίει σαν μικρό παιδί.

Με παίρνεις λίγο λίγο… αυτή είναι η τιμωρία μου Ραβί; Τυφλώνομαι, χάνω τις λέξεις, χάνω τα χέρια και τα πόδια μου… πάρε με αν είσαι θεός και βασιλιάς να μην με βρουν σε αυτό το χάλι η Πρ… η γυναίκα μου, ο δ… ο γιατρός μου… οι δούλοι μου… πάρε με όπως είμαι τώρα … 

Ριπή ανέμου και ριπή φωτιάς. Τον διαπερνά ένα ρίγος που τον μαστιγώνει. Κι έπειτα τον αφήνει στη δροσιά για λίγο.

Δεν θα πεθάνεις, στο είπα, έχεις να ζήσεις ακόμη αρκετά… να ζεις και να θυμάσαι… να βλέπεις τις ασπίδες σου, τους ωραίους σου μανδύες, τα γυαλισμένα σου όπλα… και την Πόρπη, του Αυτοκράτορα Θεού σου που σαν κι εμένα προσκυνούσες ως πριν λίγο… ναι, έχεις χρόνια ακόμα μέσα στο βασίλειο των γυμνών ημερών… 

Πάει να πατήσει, μπουρδουκλώνεται, πέφτει ξανά στο πάτωμα, ούρα ποτίζουν τα εσώρουχά του και αφοδεύει ακατάσχετα. Από το στόμα του ακούγονται πια άναρθρες κραυγές, ήχοι παράξενοι, αλλόκοτοι. Τα μάτια του… κάτι αναζητούν… μες στο πυκνό σκοτάδι που βυθίζονται για πάντα, κάτι ανιχνεύουν… μια φιγούρα, μια ψηλόλιγνη φιγούρα που εισπνέει αιωνιότητα και εκπνέει φως…

Και να, η τελευταία εικόνα… λίγο πριν σβήσει τούτο το άγιο φως και τον αφήσει μόνο ως το ξημέρωμα που θα τον βρουν οι δούλοι και οι φρουροί και ο γιατρός και θα σπεύσουν, να τον σύρουν στο δώμα του, στο κρεβάτι του, σαλεμένο, με ηλίθιο βλέμμα και τη γλώσσα έξω να μουγκανίζει, να βογκάει, να ξερνάει σάλια, για πάντα...

Τελευταία εικόνα, το γλυκύτερο χαμόγελο αυτού του κόσμου και όλων των κόσμων, και το πιο βαθύ και αρχαίο και αυστηρό και μεγάλο, σαν το νύχτιο στερέωμα βλέμμα της Δημιουργίας… να χώνεται σαν ρομφαία στα έγκατα του είναι του…

 

 

ΤΕΛΟΣ