Magnum Opus (Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΟΜΑΡ)

 

 

Μέρος Πρώτο [το ενύπνιο]

 

ένα

 

Τ

ΟΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ. Το όνειρο ίδιο μα τώρα είχε και συνέχεια. Η μορφή αυτή, η ίδια πάλι, ήρθε στον ύπνο του Έκτορα να τον αναστατώσει.

            Κρατούσε ένα βιβλίο χοντρό, δεμένο με το μαύρο δέρμα εκείνο των παλιών βιβλίων που έχουν σπανίσει πια, που είναι χαμένα ή βαθιά χωμένα στις βιβλιοθήκες κάποιων παλαβών που οι άνθρωποι τους λένε "συλλέκτες". Είχε η φιγούρα του ονείρου τούτο το θεόρατο βιβλίο ανοιχτό μπρος και διάβαζε. Τα χείλη άνοιγαν και κλείναν μα φωνή δεν ακουγόταν, κάτι μονάχα σαν ψίθυρος που λες κι έφερνε ένας άνεμος από μακριά, ψαλμός ίσως, μπορεί πανάρχαια βλάσφημη επίκληση, ίσως και προσευχή. Και η φιγούρα ερχόταν πιο κοντά στα μάτια του Έκτορα και ήταν σκυμμένη πάνω απ'το βιβλίο και πρόσωπο δεν ξεχώριζες, μονάχα ίσια, ολόισια μαύρα μαλλιά, μακριά κι άπλυτα σαν των ασκητών, μέχρι τον ώμο, ίσως πιο κάτω. Και όσο πλησίαζε η φιγούρα, τόσο η καρδιά πετάριζε, όχι από φόβο, όσο από αγωνία. Ποιος ήταν τούτος ο Προφήτης που είχε χαθεί στα λόγια τα ιερά ή τα ανίερα, ποιος ήταν ο εισβολέας του όμορφου ύπνου και τι'θελε άραγε να του ειπεί κι ας μην καθάριζε η φωνή του; Κει είχε το πρώτο όνειρο κοπεί κι ο Έκτορας είχε ξυπνήσει απορημένος περισσότερο παρά από φόβο. Στο αποψινό ενύπνιο όμως έγινε κάτι που τον έκανε να πεταχτεί ουρλιάζοντας απ'το στρώμα, κάθιδρος, λες και τον είχαν λούσει με νερό από κορυφή ως τα νύχια. Πλησίαζε η φιγούρα πιο πολύ, κι άλλο ώσπου έφτασε να διακρίνει κάποιες λέξεις, σύμβολα πάνω στο βιβλίο με τις σελίδες τις κιτρινιασμένες. Κι είδε τα χρώματα καθαρά ετούτων των συμβόλων κι είδε φράσεις μεγάλες, λέξεις άγνωστες, τίποτε δεν ήξερε απ'αυτά που το βλέμμα του ανίχνευε. Μα, κάποια στιγμή, ο ασκητής που διάβαζε, σαν να κατάλαβε πως κάποιος λαθραία έχει σκύψει πάνω απ'το βιβλίο του και σήκωσε το κεφάλι του και μπρος στα μάτια της ψυχής του Έκτορα ο τρόμος, πήρε μορφή, δυο μάτια σκοτεινά, δυο μάγουλα λιπόσαρκα, φαγωμένα, το μέτωπο φαρδύ, σκαμμένο από τις προσευχές μιας ζωής ολόκληρης κι ύστερα, ύστερα άκουσε καθαρά, μα ολοκάθαρα μεσ’στο μυαλό του εκείνο το περίεργο που ξεστόμισε το φάντασμα που ήρθε στον ύπνο του:

            "Μέσα μου θα βρεις την αρχή σου!"

            Και βγήκαν τούτες οι λέξεις από ένα στόμα σφαλιστό, κι η φράση τούτη ακούστηκε σαν απειλή και η καρδιά βροντοχτυπούσε ώρα πολλή απ'τη στιγμή που έκλεισε η ψυχή τα μάτια της και ήρθε ο Έκτορας πάλι στο κόσμο των λογικών και ισορροπημένων.

            "Γλυκέ Ιησού, βοήθα με!", ξεστόμισε ο νέος κι είχε στο νου του σαν φωτογραφία πεντακάθαρη κείνα τα μάτια που είχαν καρφωθεί ολόισα μέσα του, κείνα τα μάγουλα τα σκοροφαγωμένα, κείνα τα σύμβολα που είχαν, σίγουρος ήταν, κάποιο νόημα κρυφό, αρχαίο όσο κι ο κόσμος, κείνη η φωνή που σα να βγήκε όχι από ανθρώπου στόμα αλλά από...

            "Ναζωραίε Ισχυρέ, στάσου κοντά μου!", είπε ξανά ο Έκτορας και σηκώθηκε απαλά απ'τη μουσκεμένη κλίνη του. Η μάνα του κοιμόταν, δεν έπρεπε να την ενοχλήσει, μα ήθελε να πιει νερό κι έπρεπε να περάσει μπρος από την κάμαρή της. "Τα βήματα της γάτας θα κάνω", μονολόγησε κι έφτασε στη κουζίνα αθόρυβα αλήθεια που κανείς δε θα τον έπαιρνε χαμπάρι.

            Πως χώραγε ένα στομάχι τόσο νερό αναρωτιόταν τη στιγμή που άδειαζε ολόκληρη τη κανάτα μα ύστερα που το κορμί πλημμύρισε δροσιά και το μυαλό καθάρισε και το μαύρο σύννεφο του φριχτού εφιάλτη περνούσε πια από μπρος του όπως της θύελλας που αφήνει πια τη γη και τους ανθρώπους να ξεκουραστούν κι έρχεται η ευλογία να ηρεμήσει ψυχές και σώματα, δε ρωτούσε πια.

            Πήρε το δρόμο της επιστροφής στη κάμαρή του ο Έκτορας μα τούτη τη φορά δεν ήταν το ίδιο προσεχτικός και το αντρίκιο βήμα του έκανε τη μάνα του να δραπετεύσει απ'τα δεσμά του ελαφρού της ύπνου. Είδε η γυναίκα το γιο της να περνά, βαθύ μεσόνυχτο, ξύπνιος, ορθός και ανησύχησε.

            "Έκτορα! Όρθιος είσαι αγάπη μου;"

            Στυλώθηκε ο όμορφος νέος, άγαλμα μπρος απ'τη μητρική κάμαρη. Έριξε μόνο μια ματιά μέσα, είδε την σιλουέτα την αγαπημένη κάτω απ'τα σεντόνια. Στο ημίφως που έδινε ένα φωτάκι που άφηνε η μάνα κάθε βράδυ άλλο δεν μπορούσε να διακρίνει.

            "Καλά είμαι μάνα, πέσε πάλι, γιατί ξύπνησες;"

            Μα η φωνή του αλλιώτικη, δεν ήταν ίδια, είχε κείνο που μόνο η μάνα μπορεί απ'τα λεγόμενα του βλαστού της να ψαρέψει. Κι ο Έκτορας ήταν ο ακριβός, ο μόνος της, όλος ο κόσμος της, πιο πάνω ακόμη, ο Θεός της!

            "Τι έχεις αγόρι μου, σηκώνομαι να'ρθω να μου πεις", είπε και ήταν κιόλας ορθή κι έριχνε την όμορφη της ρόμπα πάνω από το κορμί της που ακόμα κράταγε σφιχτό, λαχταριστό για όλα τα αρσενικά μα που είχε αλλάξει ρόλο, δίχως ηδονή αντρική είκοσι χρόνια τώρα, όσα και τα χρόνια του Έκτορα.

            Κάθισαν κι οι δυο στο στρώμα του Έκτορα, χάιδεψε η μάνα τη γυμνή του πλάτη, το ωραίο πρόσωπό της μόρφασε, γραμμές το σχίσανε πάνω απ'τα μάτια, η καρδιά της ρίγησε.

            "Είσαι ιδρωμένος μάτια μου, φόρεσε κάτι, θα κρυώσεις"

            "Καλά είμαι μάνα, δεν κρυώνω. Το αντίθετο"

            "Τι θες να πεις; Εφιάλτη είδες; Κι αν είδες, δε πειράζει. Σα πέφτουμε για ύπνο, ξέρεις, το μυαλό δουλεύει ακόμη, τα όνειρα είναι να μη τα φοβάσαι, εσύ τα ξέρεις πιο καλά που τα σπουδάζεις κιόλα".

            Γύρισε το πρόσωπό του Έκτορας και κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια της μητέρας. Πόσο αγαπούσε να το κάνει αυτό. Άφηνε το βλέμμα του να περιπλανιέται στα σοκάκια, τα μυστικά, τα απόκρυφα τούτου του βλογημένου, του μοναδικού προσώπου και πάντα, από παιδί, κάθε φορά, τι περίεργο, ανάμεσα στις πτυχώσεις, στις μικρές ρυτίδες που όσο πηγαίναν και βάθαιναν πια, νέους κόσμους που ανακάλυπτε, νέα δρομάκια, ατραπούς περίεργες! Μικρά, κρυμμένα βουλεβάρτα, γύρω απ'τα πράσινα μάτια της, που ολόιδια είχε κι εκείνος, γύρω από το λατρεμένο στόμα της, στο μέτωπό της. Κι αφηνόταν να ταξιδεύει, σα παιγνίδι να χάνεται μέσα σ'αυτούς τους λαβύρινθους και όταν συνερχόταν, ένιωθε τα μακριά, λεπτά της δάχτυλα να ανακατεύουν τα μακριά μαλλιά του, να τα ισιώνουν και να τα χαλούν και δεν έβγαζε μιλιά αυτές τις ώρες, ήταν οι δικές τους οι στιγμές, η όμορφη σιωπή που τους τύλιγε σφιχτά που ήταν όμως γεμάτη τόση αγάπη, τόση δύναμη, τόσες εικόνες.

            Έτσι και τώρα, αφέθηκε να χαθεί στο ίδιο ταξίδι το από χρόνια που αγαπούσε μα δεν ήταν το ίδιο πια, όχι, δεν μπορούσε να είναι το ίδιο. Δεν ήταν πια μικρό παιδάκι, αμούστακο κι εύθραυστο. Όσο περνούσαν οι εποχές, το έβλεπε, η σχέση τους άλλαζε, άλλα μηνύματα έστελνε το κορμί και το μυαλό αλλού ήθελε να σεργιανίζει. Μα, κι έτσι που ήταν, τούτη τη στιγμή, ευχαρίστησε το Θεό ο Έκτορας που η μητέρα του στεκόταν δίπλα του, τον χάιδευε  με το όμορφό της βλέμμα και με τα δάχτυλά της ξέπλεκε τη χαίτη του.

            "Τι'ναι μωρό μου; Τι σε τάραξε;", ρώτησε η γυναίκα και το πλούσιο στήθος της ρίγησε μέσα από τη νυχτικιά.

            "Θα'ρθει η στιγμή που θα σου πω μητέρα. Μα όχι τώρα, όχι απόψε. Θα διαβάσω λίγες γραμμές από'να βιβλίο που'χω αρχίσει και θα κοιμηθώ. Κάνε κι εσύ το ίδιο. Μη στεναχωριέσαι, είμαι καλά".

            Και να που άνοιξαν λίγο τα θεσπέσια χείλη της και το χαμόγελο ήρθε να ξαπλώσει πάνω στο πρόσωπό της και από ανήσυχο και θλιμμένο να το κάνει φωτεινό και πανέμορφο.

            Σηκώθηκε ήσυχη η γυναίκα από το στρώμα και έριξε ένα στερνό βλέμμα στον λατρεμένο της.

            "Είσαι βέβαιος;"

            "Ναι μητέρα. Καληνύχτα".

            Άκουσε ο Έκτορας τα απαλά της βήματα που την οδήγησαν στην μοναχοκλίνη της, στα μυρωδάτα της σεντόνια και ύστερα έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Πήρε το βιβλίο που διάβαζε, το άνοιξε, το έκλεισε πάλι, δεν ήτανε για διάβασμα η όρεξή του. Έμεινε για λίγη ώρα σιωπηλός, ασάλευτος στο στρώμα να παρατηρεί το πουθενά σε κάποιες υγρασίες στο ταβάνι

            Η μορφή του ασκητή δεν ήρθε να τον ενοχλήσει.

            Τα σύμβολα μείναν μακριά.

            Κι η φράση εκείνη -πως την είπε- κάπου ταξίδευε μέσα στο διάστημα.

            "Σ'αγαπώ...", είπε μονάχα ο νεαρός, κι έγειρε πλευρό να παραδοθεί στον Μορφέα.

 

* * *

 

δυο

 

Ε

ΧΕΙ ΡΙΧΤΕΙ Ο ΕΚΤΟΡΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ και κανείς δεν μπορεί ούτε να τον δει ούτε να του μιλήσει. Διαβάζει, όλο διαβάζει. Σηκώνεται χαράματα, τρώει κάτι ίσα να στέκει όρθιος το μεσημέρι, πιάνεται πάλι κι ύστερα περιμένει να πέσει ο ήλιος για να ξεκουραστεί. Δυο μήνες πέρασαν από την νύχτα εκείνη με τον εφιάλτη και μέσα του άλλαξαν πολλά. Τα βράδια του είναι ήσυχα, δεν του χαλάει τον ύπνο τίποτε, μα τα πρωινά είναι αλλιώς. Από εκείνη τη μορφή ο Έκτορας δεν μπορεί να απαλλαγεί, του'χει ριζώσει στο νου, τον έχει στο κυνήγι. Κι είναι η Σχολή του η μόνη διαφυγή, οι εξετάσεις που έρχονται, να είναι πάλι πρώτος, όπως πάντα από παιδί, πρώτος παντού, για χάρη της μητέρας και του ίδιου. Μα ξέρει ο νέος κάποια αλήθεια που είναι ολοζώντανη, όπως κείνη η μορφή του ασκητή στο ενύπνιο. Το διάβασμα η καταφυγή του, το γιατριλίκι που σπουδάζει, η διέξοδος, όχι μονάχα το χρέος. Στη μάνα λίγα λόγια, κοφτά, "καλημέρα", "καληνύχτα" κι ας ξέρει πως τούτο την πληγώνει. "Γιατρός σπουδάζω μάνα", της αποκρίνεται όταν εκείνη δεν αντέχει, του παραπονιέται πως την έχει παραγκωνίσει, ύστερα της χαμογελάει, την φιλάει γλυκά στο πρόσωπο, ηρεμεί κι εκείνη, χάνεται ξανά αυτός στ'άσπλαχνα συγγράμματα.

            Αυτό το απόγευμα είναι που έχει έρθει η Φανή, η κοπελιά που πιο πολύ απ'όλες τον πονάει, που κοιμάται και ξυπνάει με τη μορφή του στο λογισμό της, με το άγγιγμά του στα γυναικεία της όνειρα, με το χαμόγελό του να την συντροφεύει όπου πάει. Μα, που είναι ο Έκτορας, ο αγαπημένος της δυο μήνες τώρα; Άνοιξε η γης και τον ρούφηξε; Εντάξει, πάντα του άρεσε να την παιδεύει, να την ξεχνάει, να μην της δίνει θάρρητα. "Θα γράφει ποιήματα", συλλογιέται η κοπέλα και παρηγοριέται μόνη της. "Θα είναι άρρωστος" λέει άλλες φορές και σήμερα δεν άντεξε, η απουσία του της έγινε πληγή που δεν μπορεί να κλείσει με λόγια του αέρα. Γιατί την ξέχασε ο έρωτάς της; Που ακροβατεί πάλι ο νους του; Μήπως κάποια άλλη τον έκλεψε και η Φανή αφανίζεται; Και η μητέρα του είναι που της ανοίγει την πόρτα και την ξυπνάει απ'τους μαύρους λογισμούς της.

            "Φανή. Τι έκπληξη!"

            "Καλημέρα κα Τάνια"

            "Έλα καλή μου, πέρασε, χαίρομαι που σε βλέπω", λέει η μάνα και το εννοεί. Τούτη η κοπέλα της αρέσει, είναι όμορφη, πολύ όμορφη μα πιο πολύ είναι σοβαρή, στέκει ακέραιη στον έρωτά της, δεν σαλιαρίζει με τους μορφονιούς που τηνε γυροφέρνουν, ναι, τούτη είναι κατάλληλη για τον Έκτορα κι ας ξέρει πως ο γιος της είναι περίεργος, μοναχικός, δύστροπος και θάρρητα δε δίνει εύκολα σε κανένα.

            Περνάει η Φανή στο ευρύχωρο σαλόνι, κάθεται, ψάχνει με το βλέμμα της ολούθε. Δίπλα της κάθεται η μάνα, την βλέπει, χαμογελάει.

            "Ο Έκτορας είναι χωμένος στο δώμα του. Διαβάζει. Έχει εξετάσεις".

            "Ναι, όμως..."

            "Ξέρω", την προλαβαίνει η κυρά, "είναι καιρός που έχετε να τα πείτε. Μα μήπως με μένα νομίζεις είναι πιο καλά; Δυο, τρεις κουβέντες λέμε το πολύ όλη τη μέρα. Αρχίζω να ανησυχώ Φανή μου, αλήθεια στο ξομολογούμαι. Είναι καιρός τώρα που ο Έκτοράς μου είναι αλλαγμένος..."

            Πιάστηκε η κοπέλα απ'τη τελευταία της λέξη και την καρφώνει στα μάτια.

            "Αλλαγμένος λέτε; Δηλαδή;"

            "Όχι, μην φοβάσαι, δεν λέω αυτό που σου'ρθε στο μυαλό. Διώξε τούτες τις σκιές, ο Έκτορας δεν έχει βγει απ'το σπίτι, μονάχα με τις σελίδες έχει ερωτευτεί και σου λέω, τέτοιο έρωτα δεν έχω ξαναδεί. Πράγμα αφύσικο, παιδί κοσάχρονο είναι, πως γίνεται να μην... καταλαβαίνεις..."

            Σκύβει το κεφάλι η Φανή, καταλαβαίνει. Δεν είναι κοριτσίστικο άρωμα αυτό που έχει ξελογιάσει τον λατρεμένο της. Πάλι τι να'ναι; Ξέρει, ο Έκτορας είναι μυστήριος, αν θέλει μόνος του να μείνει, χίλιοι δαίμονες να σείουν το κόσμο, αυτός θα είναι ασάλευτος, αν πάλι όχι...

            "Να πάω να τον δω κυρία; Θέλω πολύ, αφήστε με να του μιλήσω λίγο"

            "Μετά χαράς αγάπη μου, στάσου εδώ, πάω να τον φωνάξω"

           

            Πέντε βιβλία έχει ανοιχτά ο Έκτορας δίπλα του, στο γραφείο, απάνω στο κρεβάτι, ως και στο πάτωμα. "Τούτη τη επιστήμη Γολγοθάς", μονολογεί και πάλι ζαλώνεται το σταυρό του, ανεβαίνει, βήμα το βήμα, λαχανιάζει, ξαποσταίνει, άντε πάλι απ'την αρχή.

            Το χτύπημα στη πόρτα δεν το άκουσε, τόσο που ήταν βυθισμένος στα ιατρικά του. Μπαίνει η μητέρα απρόσκλητη. Βλέπει τον Έκτορα χωμένο στις σελίδες, του μιλάει.

            "Έκτορα, ποια ήρθε, αν το βρεις! Θα σου κάνει μεγάλη χαρά!"

            Ο Έκτορας καταλαβαίνει τη φωνή της μάνας, γυρίζει το κεφάλι του, της χαμογελάει.

            "Δε θέλω να ιδώ κανένα μάνα, αλήθεια σου λέω"

            "Μα, είναι η Φανούλα έξω αγάπη μου, δε κάνει να την αρνηθείς, αγένεια. Κείνη σε αγαπάει, σ'έχει εικόνισμα, δυο μήνες τώρα είναι που έχεις κλειστεί εδώ μέσα, άνθρωπος δε τολμάει να σε ενοχλήσει. Έλα, κάνε διάλειμμα, έλα να την πας μια βόλτα, πάλι θα γυρίσεις στα βιβλία ύστερα..."

            Στοχάζεται για λίγο ο Έκτορας, ταλαντεύεται, να μη στεναχωρήσει τις γυναίκες αποφάσισε.

            "Δίκιο έχεις μάνα, έρχομαι"

           

* * *

 

Πιασμένοι χέρι χέρι, ερωτευμένοι, ζευγάρι όμορφο, ζηλευτό, όλοι τους καμαρώνουν, ο Έκτορας και η Φανή στην ακρογιαλιά εδώ και ώρα περπατούν. Χτυπάει η καρδιά της κοπελιάς που είναι κείνος δίπλα της, που αγγίζει την παλάμη του που του κορμιού το άρωμα την τυλίγει. Ξυπνούν τα πανάρχαια ένστικτα μέσα της, νέα είναι και φλέγεται να τον γευτεί, να τον ρουφήξει και ένα χρόνο τώρα που τα μάτια της και η καρδιά της άλλον δεν ξέρουν πάνω στη γη, τούτη η επιθυμία έχει γίνει φυλακή, πόθος απλήρωτος, πάει μερικές φορές να την αποτρελάνει. Κι ο Έκτορας; Χαμένος τούτος στα ταξίδια του. Του αρέσει η θάλασσα, γι'αυτό πάντα όταν είναι μαζί περπατούν στις αμμουδιές, το βλέμμα του αρπάζεται απ'τα κύματα, σωπαίνει κι ύστερα, όταν πιστρέφει στον κόσμο αυτό τα μάτια του έχουν μια αλλόκοτη λάμψη, τόσο που η Φανή φοβάται πως και το μυαλό του σάλεψε, μα δεν είναι αυτό. Είναι που εκείνος είναι γεννημένος για κάποιες θάλασσες άλλες, των ποιητών τις χώρες τις απόμακρες που εκείνη παλεύει να αγγίξει μα δεν το μπορεί. Γι'άλλα αυτή γι'άλλα εκείνος. Μα, έλα που όσο εκείνος ταξιδεύει, τόσο εκείνη θέλει να τον περιμένει; Περίεργους δρόμους που ο έρωτας ανοίγει, μυστήριος ο κόσμος και η αγάπη που τον κάνει μαγικό!

            Είναι και πάλι σιωπηλός ο Έκτορας από ώρα και έχει χαθεί στο πέλαγος που ανοίγεται μπροστά τους. Το δείλι έχει κουρνιάσει στα σπίτια των ανθρώπων, ο ήλιος κόκκινη μπάλα που βυθίζεται στο σκούρο μπλε, η πιο όμορφη ώρα για μια καρδιά ερωτευμένη και της Φανής πάει να σπάσει.

            "Τι έχεις Έκτορα, που ταξιδεύεις πάλι αγάπη μου;", τολμάει να ρωτήσει πια, δεν άντεξε άλλο παρέα και μονάχη της να είναι.

            Γυρίζει ο Έκτορας να την κοιτάξει και η αύρα παίρνει τις ωραίες του μπούκλες και τις ρίχνει στο μέτωπό του. Πίσω του, φόντο απίστευτο ο λιωμένος ήλιος και η Φανή νομίζει πως είναι ψεύτικος έτσι που την γλυκοκοιτάζει, μέσα στα πράσινα μάτια του έχει φωλιάσει όλη της η ζωή, κόσμοι ολόκληροι από τραγούδια, μουσικές και οράματα. Ζαλίστηκε η κοπέλα από τούτο το κοίταγμα, χαμήλωσε το κεφάλι, το σήκωσε ύστερα πάλι, πήρε ανάσα και τα χείλη της αναζήτησαν τα δικά του. Κι όταν τα χείλη έσμιξαν, νόμισε πως θα σβήσει στην αγκαλιά του. Χάθηκε ο κόσμος, ο χρόνος ψέματα, όλα γίνανε ρεύμα που την χτύπησε στη καρδιά, γίνανε ρίγος του Σύμπαντος, κάηκαν όλα, φλέγονται, κορμιά και θύελλες και κεραυνοί από λέξεις παίρνουν ζωή, ενώνονται και σπαράζουν τ'ακροσύνορα του στερεώματος!

            Πόση ώρα να κράτησε τούτο το φιλί; Λεπτά, αιώνες, τι σημασία έχει; Μα όταν την τράβηξε ο Έκτορας μακριά του, λίγο ακόμη και θα σωριαζόταν αναίσθητη στην αμμουδιά η Φανή. Της πήρε ώρα να συνέρθει, δεν ήθελε να ξαναρθεί στο κόσμο αυτό, από τους γαλαξίες και τα αστέρια, πάλι ξανά στα γήινα, τι κρίμα!

            "Πρέπει να πάμε πίσω", της ανακοίνωσε ο Έκτορας και δεν υπήρξε αντίδραση.

            Άρχισαν πάλι να περπατούν στην αμμουδιά και η Φανή γέμισε θλίψη. Πάλι γυρνούσαν στα ίδια, πάλι εκείνος θα χωθεί στα μονοπάτια της ιατρικής, εκείνη ξένη, απ'έξω, να καρτεράει ένα σήμα, ένα σινιάλο! Και τότε παίρνει την απόφαση, του αφήνει το χέρι, ξεμακραίνει. Ο Έκτορας σαστίζει, την πλησιάζει.

            "Τι'ναι μάτια μου; Τι έκανα;"

            "Πολλά και απορώ που με ρωτάς!", ξεσπάει μουτρωμένη η κοπέλα.

            Βγάζει ένα στεναγμό ο Έκτορας, καταλαβαίνει. Ήρθε η ώρα, τέρμα τα ψέματα, το κρυφτούλι τέλειωσε, πρέπει οι δυο τους να μιλήσουν.

            "Κάτσε λοιπόν, κάτσε να μιλήσουμε", της λέει ο νεαρός και η Φανή υπακούει.

            "Είναι πολλά;", τον ρωτάει με αγωνία.

            "Δεν ξέρω, ίσως για μένα πιο πολλά απ'όσα μπορώ να αντέξω..."

 

* * *

 

τρία

 

Μ  

ΟΝΗ ΑΦΗΣΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΕΚΤΟΡΑ, μα από ώρα δεν ήταν πια μόνη. Στο σαλόνι της φιλοξενούσε μια ηλικιωμένη, καθόταν εκείνη σιωπηλή κι έπινε το τσάι της και κούναγε πότε πότε το άσπρο της κεφάλι πέρα δώθε και μορφασμούς έκανε το σεβάσμιο πρόσωπό της. Κι η Τάνια, στην άλλη τη καρέκλα, πιο κει, χωρίς να πίνει τίποτε, κοιτούσε το κενό να πάρει ορμήνια από ποιον άραγε ή από τι;

            Άφησε τη κούπα άδεια στο δίσκο η γερόντισσα και άρχισε να μιλάει, να σπάσει τη τρομερή σιωπή που κάνει τα μεγάλα να φαίνονται μεγαλύτερα, τα βαριά αβάσταχτα.

            "Λάθος σου κόρη μου, στο είχα πει η δόλια, λάθος! Τώρα'ναι που θα ξεσπάσει η θύελλα στο κεφάλι σου και ο Μεγαλοδύναμος να δώσει να μη συμβούν κι άλλα..."

            Είπε τη σκοτεινή της προφητεία η γριά κι άρπαξε πάλι το φλιτζάνι. Άδειο το βρήκε, μόρφασε το παράτησε πάλι. Σηκώθηκε η Τάνια, έκοψε βόλτες στο σαλόνι, αμίλητη, ξεφύσαγε μονάχα, όλο ξεφύσαγε, η ορμήνια που καρτέραγε δεν ερχόταν. Είδε η μητέρα της το σκηνικό, άρχισε πάλι να λέει.

            "Κείνη σου η σχέση με τον Μάγο πως θα'βγαινε σε καλό; Με τίποτα! Δυο χιλιάδες χρόνια τα λέει η Γραφή η Αγια και όλοι οι Πατέρες, έμπλεξες με το Μαύρο μαύρισες! Αχ, να ιδούμε τώρα πούθε μας τη φυλάει το κακό!"

            "Σταμάτα μάνα, επιτέλους, να συντροφέψεις τους στοχασμούς μου σ'έφερα μα για να με σκοτεινιάσεις περισσότερο; Πες μου μια λύση αν έχεις, μη ρίχνεις λάδι στη φωτιά!", ξεστόμισε η Τάνια μα αμέσως το μετάνιωσε, ήρθε κοντά στη γριά, της χάιδεψε το μπράτσο, άλλαξε το ρυθμό της.

            "Συγνώμη μάνα μου, σου παραφέρθηκα, δεν το'θελα, μα βλέπεις που είμαι, που είμαστε, που βολοδέρνω... πρέπει μονάχα να βρω τη λύση, πριν είναι αργά, έλα λοιπόν, βάλε κι εσύ τα δυνατά σου, σκέψου, βοήθα με!"

            Έπιασε και η γιαγιά το χέρι της θυγατέρας της, το χάιδεψε, θυμήθηκε ξανά τα χρόνια εκείνα που τούτο το χεράκι ανήκε σε ένα κορίτσι μικρό, τόσο δα, όμορφο και γελαστό, σκανταλιάρικο, φως για το σπίτι τους, για τον άντρα της, για την ίδια!

            "Αχ, μωράκι μου, πως δε θέλω να σε βοηθήσω νομίζεις; Μα, τόσο εύκολο το'χεις; Γιος σου είναι ο Έκτορας μα όχι μόνο, είναι και γιος του Ομάρ!"

 

* * *

 

Κάθεται ανακούρκουδα ο Έκτορας, με πόδια γυμνά πάνω στην άμμο, δίπλα του η Φανή να τον κοιτάζει όπως τα εικονίσματα, ρουφώντας κάθε του λέξη, κάθε του κίνηση, κάθε του ανάσα. Είναι από ώρα που έχει ξεκινήσει να της μιλάει, για κείνον, όσα ξέρει, για τη μητέρα του, τα λιγοστά για τον πατέρα του που δεν γνώρισε ποτέ.

            "...κι είναι δυο μήνες τώρα Φανή, που το ξέρω. Πρώτα το'μαθε το κορμί μου, περίεργο σου φαίνεται; Ναι, το κορμί που φιλοξενεί το πνεύμα, τη ψυχή όπως λένε οι σοφοί και οι θρησκείες. Κι ύστερα η ψυχή που ξύπνησε λες από ύπνο, λήθαργο είκοσι χρόνων, σα να'χε παιδί μέσα της και καρτερούσε να γεννήσει. Μετά από κείνη τη νύχτα..."

            "Ποια νύχτα Έκτορα;"

            "Κείνη τη νύχτα, πάνε δυο μήνες, για την ακρίβεια δύο νύχτες, μα η δεύτερη είναι κείνη που μου'φερε το μήνυμα..."

            "Μήνυμα;"

            "Ναι, σώπα, θ'ακούσεις. Μήνυμα μου έφερε, είμαι σίγουρος, κάθε αυγή που'ρχεται πιο σίγουρος είμαι, μήνυμα απ'το πατέρα μου!"

            Τούτη τη φορά η Φανή δεν μπόρεσε να μην ανοίξει το στόμα της, να μη σμίξει τα φρύδια της, να μην ανακαθίσει; Τι έλεγε ο αγαπημένος της; Είχε σαλέψει ο νους του; Τα εννοούσε αυτά;

            "Μη με θεωρείς τρελό Φανή γιατί δεν είμαι. Καλά έκανες μόνο κι επέμενες να σου μιλήσω, αν δε τα'λεγα σε κάποιο θα'σκαγα. Μόνο μη με παίρνεις για σαλεμένο γιατί ευθύς σηκώνομαι, εξαφανίζομαι και ξέγραψέ με απ'τη ζωή σου"

            "Συγνώμη αγάπη μου", απολογήθηκε η κοπέλα, "άμαθη είμαι από τους κόσμους τους δικούς σου, μη με κρίνεις με τα δικά σου μέτρα, μάθε με και θα σ'ακολουθώ, δείξε μου και θα δω"

            Αναστέναξε με ικανοποίηση ο Έκτορας, πήρε να συνεχίσει όσα έλεγε.

            "Κι η μάνα μου το ξέρει αλλά δε το λέει. Όλα δε μου τα'χει πει για τον πατέρα μου, κι αυτό έπρεπε να το έχει κάνει αλλά δε τη παρεξηγώ. Φοβάται ξέρεις, γυναίκα και μάνα, μονάχα εμένα έχει, φοβάται πως ένα πρωινό τη πόρτα του σπιτιού θ'ανοίξω, θα χαθώ, δε θα με ξαναδεί ποτέ της..."

            "Κι εσύ Έκτορα; Κι εσύ θα της το κάνεις;" ρώτησε η κοπέλα και η καρδιά της βροντοχτύπαγε σαν ταμπούρλο στο στήθος της.

            "Σου'πα να σωπάσεις, κι αν θέλεις λίγο λίγο θα δεις πώς όλα πρέπει να γίνουν", αποκρίθηκε ο νέος και άπλωσε πάλι το βλέμμα του για λίγο στη μαύρη, αιώνια, απειρογέννητη θάλασσα.

 

* * *

 

"Στις δέκα του Ιούνη είχε τα γενέθλιά του μάνα. Κείνη τη μέρα έπρεπε το γράμμα του πατέρα του να του ανοίξω εμπρός του. Έτσι είχα ορκιστεί στον άντρα μου, τη νύχτα εκείνη, πριν τον χάσω. Και δεν το έκανα, Θε μου συγχώρεσέ με, δεν το έκανα..."

            Σηκώθηκε η Τάνια κλαίγοντας, σπάραζε απ'τ'αναφιλητά, πήγε στη κάμαρή της, ξάπλωσε κι έστρεψε το πρόσωπό της να μη τη βλέπει η μάνα της, κι ο Θεός ακόμη απ'τη ντροπή της.

            Λίγο μετά την ακολούθησε η γριά. Έκατσε δίπλα της στο στρώμα, της χάιδεψε τα όμορφα μαλλιά, τούτο το χάδι δε βοήθησε, το σώμα της θυγατέρας σπαραζόταν πιο έντονα, το κεφάλι της γύρισε και το θέαμα θλιβερό. Μέσα σε δυο λεπτά οι δυο γυναίκες σα να'χαν γίνει συνομήλικες. Τόσο που πόναγε η ψυχή της Τάνιας, τόσο που είχαν βαθύνει οι ρυτίδες, τόσο που κόκκινα είχαν βαφτεί τα ωραία μάτια.

            "Σύχασε κόρη μου, με σκοτώνεις, σύχασε", ψέλλιζε η γριά, αγκάλιασε το παιδί της, άρχισε να σιγοκλαίει κι αυτή.

            "Δε θέλω να τον χάσω μάνα μου, ό,τι έχω εκείνος πια, χωρίς αυτόν έρημη χώρα, ρημαγμένη θα είμαι... συγχώρεσέ με μάνα", φώναξε η κόρη και η γριά την έκλεισε πιο σφιχτά στην αγκαλιά της.

            "Συγχωρεμένη είσαι μάτια μου, άλλος το είπε πριν από εμάς κι ήταν ο θεάνθρωπος, 'συγχωρεμένη είσαι γυναίκα γιατί αγάπησες πολύ', σύχασε τώρα, έλα, σύχασε..."

 

* * *

 

"...το ξέρω Φανή, θα'ρθει εκείνη η ώρα, μα ακόμη δεν έχουμε τα γεννητούρια. Μονάχα πρέπει να μάθω πριν να είναι αργά. Πρέπει να μάθω...."

            "Κι ο εφιάλτης... το όνειρο θέλω να πω... τι περίεργο αλήθεια Έκτορα, το βράδυ των γενεθλίων σου, δεν είναι;", είπε η Φανή και το βλέμμα της είχε ζωηρέψει.

            "Όχι, μα το επόμενο, δεν έχει σημασία. Τούτο ας είναι και σύμπτωση", απάντησε ο Έκτορας.

            "Πες μου Έκτορα, πες μου κι άλλα για τον πατέρα σου. Ήταν σπουδαίος; Όμορφος; Όπως εσύ;"

            Σηκώθηκε από την αμμουδιά ο νέος, έμεινε λίγο σιωπηλός, βοήθησε ύστερα την κοπέλα να στηθεί όρθια κι εκείνη. Είχε από ώρα που η αύρα είχε γίνει παγερή, κρύωναν τα σώματα και είχαν ντυθεί ελαφριά.

            "Πρέπει να πάμε. Οι δικοί σου θα ανησυχούν, πάει μεσάνυχτα", είπε ο Έκτορας, κατένευσε η Φανή και άρχισαν να περπατούν.

            Έφτασαν σε λίγη ώρα έξω απ'το σπίτι της κοπέλας. Έσκυψε ο Έκτορας την φίλησε γλυκά στο στόμα, την καληνύχτισε. Μα λίγο πριν την αποχωριστεί άκουσε τη φωνή της.

            "Έκτορα, μια τελευταία ερώτηση για τη νύχτα, μα αν μου απαντήσεις, να είναι απ'την καρδιά σου μόνο".

            Φοβήθηκε την ερώτηση ο Έκτορας μα δεν αρνήθηκε να την ακούσει.

            "Ό,τι κι αν κάνεις, αύριο, μεθαύριο, θα είμαι κι εγώ σε μια γωνιά του μυαλού σου; Θα'μαι κι εγώ κομμάτι, ένα μικρό έστω, τόσο δα;"

            Μόρφασε ο Έκτορας, αναστέναξε, δεν ήξερε πως να πει οτιδήποτε σε μια γυναίκα ερωτευμένη.

            "Τίποτε δε ξέρω είναι η αλήθεια Φανή, μονάχα ξέρω -κι αυτό μπορώ να στο πω για τη νύχτα αφού το ζήτησες- πως απόψε ήρθες κοντά μου, μέσα μου όσο ποτέ στο παρελθόν".

            Φωτίστηκε το πρόσωπο της κοπελιάς, καληνυχτήθηκαν, έτρεξε προς το σπίτι της, όχι, πέταξε μάλλον, πιο σωστό.

 

* * *

"Πρέπει να φεύγω καλή μου, μεσονύχτησα, έλα, πάμε ως τη πόρτα", είπε η κυρά Σοφία, η μάνα της Τάνιας, κι έσφιξε το αγαπημένο χέρι της κόρης.

            Οι δυο γυναίκες φτάσαν στο κατώφλι του αρχοντικού των Καλλίδηδων, άνοιξε την μεγάλη πόρτα η Τάνια, αγκάλιασε τη μητέρα της.

            "Πλύνε καλά το πρόσωπό σου, σαν έρθει ο γιος σου να μη δει τα χάλια σου. Έλα, όλα θα πάνε κατ'ευχήν, μη δειλιάζεις κι άλλη δεν έχει εκείνος από σένα που σε λατρεύει, άκου τη γριά μάνα σου, έχε πίστη..."

            "Σ'ευχαριστώ μανούλα, πιο δυνατή και ανάλαφρη είμαι από τώρα, άντε στο καλό".

            Είδε τη γερόντισσα να φτάνει στο αυτοκίνητο όπου ο πιστός Ζαν, χρόνια αναρίθμητα είχε που φρόντιζε από παλικαράκι που τον είχε προσλάβει ο γερο-Καλλίδης ως τα σήμερα που πάταγε κι εκείνος τα πενήντα.

            Έκανε νεύμα η γριά απ'το τζάμι, ανταπέδωσε η Τάνια, έκλεισε τη θύρα πίσω της, ανάσανε καλά δυο τρεις φορές, πήρε δυνάμεις και γραμμή ολόισια στο μπάνιο. Να νιφτεί καλά, να μην την δει ο ακριβός της που ήταν ένα ερείπιο.

            "Πριν είκοσι χρόνια έδωσα μια μάχη και τη κέρδισα", μονολόγησε, "κι ετούτη δεν σκοπεύω να τη χάσω".

 

* * *

 

Μέρος Δεύτερο [η διαθήκη]

 

ένα

 

Σ

ΤΕΚΕΙ Ο ΟΜΑΡ ΟΡΘΙΟΣ ΜΕΣ’ΣΤΟ ΚΑΛΥΒΙ ΤΟΥ, άγρυπνος από ώρα, με βλέμμα αυστηρό, στυλωμένο στο παραθύρι και αγναντεύει τη απεραντοσύνη της Μητέρας. Φουρτουνιασμένη είναι απόψε, λυσσομανάει από ώρες, δεν ησυχάζει με τίποτε. Κοπανιούνται τα ξύλα της καλύβας μα δε σκιάζεται στιγμή για το ταπεινό του σπιτικό. Το'χει αγαπήσει, αλήθεια είναι, χρόνια είναι που τον φιλοξενεί, τον στέργει, τον κρατάει μακριά από τις φωνές της φύσης που δεν είναι πάντοτε γλυκές, μαυλιστικές, μα είναι κάπου κάπου άγριες, τον άνθρωπο δοκιμάζουν οι άτιμες, όχι να τον σκοτώσουν μα να τον δασκαλέψουν, ποιος είναι ο κυβερνήτης του σύμπαντος, να μη ξιπάζεται, να μη σηκώνει μύτη.

            Τούτη τη νύχτα όμως ο μάγος δεν έχει κέφι να διαλογιστεί, δεν έχει λαχτάρα το πνεύμα να αλητέψει, να ταξιδέψει, να χαρεί τις διαστάσεις του Απείρου που του'χει μάθει ο αφέντης του. Τούτη η νύχτα είναι η πιο σπουδαία της ζωής τού θεραπευτή, τούτη η νύχτα ίσως να'ναι και η πιο σημαντική και για κείνη.

            Στρίβει το κεφάλι ο Ομάρ και την κοιτάζει που κοιμάται ακόμη στο φτωχικό του στρώμα. Πάνω της η προβιά του την σκεπάζει να μην ξεπαγιάσει, ασυνήθιστη που είναι όχι όπως εκείνος. Τρεις μέρες είναι τώρα που την φιλοξενεί στο καλυβάκι του και ξαφνικά, πως άλλαξαν όλα, Δυνάμεις όλες κι εσύ Μάνα Θάλασσα, αδύνατο να ερμηνέψετε πως η αγάπη όλα μεταμορφώνει από μηδέν σε θείο σπινθήρα, από άχυρο σε διαμάντι σπάνιο, χιλιάκριβο.

            Ένα χαμόγελο διαγράφεται στο σκληρό του πρόσωπο καθώς την συλλογιέται κείνη τη πρώτη μέρα που'χε έρθει με τη μάνα της να του ζητήσουν να θεραπεύσει το πατέρα κι άντρα του σπιτιού τους. Πόσα δε γίναν από τότε, πόσα που νομίζει πως περάσαν είκοσι ζωές και βάλε.

            Στέναξε ο Ομάρ και γύρισε το βλέμμα του πάλι να χυθεί έξω, στη τρικυμία που δυνάμωνε η άθλια και άρχισε να φοβάται πως το μικρό του το καλύβι θα γινόταν θρύψαλα στη μανία της Μάνας.

            "Μέρεψε Δέσποινα", ψιθύρισε ο Ομάρ, "γι'απόψε μόνο, σε επικαλούμαι, μέρεψε μια στάλα!"

            Μα η θάλασσα άφριζε και χτύπαγε με βία πάνω στα λεπτά χαλικάκια και ύστερα γυρνούσε πίσω και τα'παιρνε τα δόλια μαζί της, τ'ανακάτευε κι έπειτα τα ξέρναγε πάλι στην αμμουδιά, αφιλόξενη καθώς την είχε κάνει ο Άνεμος και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της.

            Ο θεραπευτής κουράστηκε να κοιτάζει κι έγειρε το κορμί του στη σμπαραλιασμένη καρέκλα του. Όλη τη προηγούμενη μέρα και νύχτα είχε δώσει μάχη με τις Δυνάμεις και ο Μανδυοφόρος του'παιρνε το μεδούλι λίγο λίγο. Ώρες ατέλειωτες που του φάνηκαν αιώνας για χάρη της Τάνιας είχε ξαναβάλει το κεφάλι του κάτω απ'τη Δρεπάνα και πάλεψε το αδύνατο και είχε νικήσει πάλι, τον πατέρα της να ξαναφέρει πίσω από τις ‘Χώρες εκείνων που Ήταν’, μα τούτη η φορά δεν ξεγελιόταν, ήταν η έσχατη.

            "Είναι η αποστερνή σου νύχτα, άθλιε, άλλος χρόνος δεν σου μένει, το τελευταίο καθήκον βιάσε!", μονολόγησε και έσπευσε.

            Μέσα στο κασελάκι του βρήκε τη παλιά του πένα. Μόλις την άγγιξε τον έσκισαν τα ρίγη. Είχε χρόνια να την σφίξει στα δάχτυλά του. Κάποτε σκάρωνε ποιήματα, ύμνους και ακρόστιχα, τα πιο πολλά ήταν κι αυτά στο κασελάκι. Η περιουσία του που απ'αύριο θα ανήκε στη ψυχούλα που κοιμόταν λίγα μέτρα παρά πέρα.

            Μεσ'στο σεντούκι βρήκε και χαρτί. Ήταν κιτρινισμένο, σχεδόν κουρέλι, μα καλό ήταν. Πήρε και μελάνι, λίγο που είχε απομείνει ευτυχώς και δεν είχε ξεραθεί ολότελα. Άναψε πιο δυνατά την χλομιάρική του λάμπα και απίθωσε τα εργαλεία στο τραπέζι. Ήταν το τελευταίο του έργο, ίσως το πιο σημαντικό, έπρεπε να το τελειώσει πριν σηκωθεί η αγαπημένη του. "Πατέρα των Λογισμών, έλα κοντά μου", επικλήθηκε, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του, όσες είχαν απομείνει, άρχισε ύστερα να γράφει...

 

* * *

 

Ξημέρωσε ο Θεός το κόσμο Του, έμεινε φαίνεται ικανοποιημένος απ'το θέαμα, είπε: "ας τον αφήσω άλλη μια μέρα, μην τον χαλάσω" και κάθε μέρα το ίδιο έλεγε, εκατομμύρια χρόνια τώρα.

            Η Τάνια είχε μείνει άγρυπνη, πότε έκλαιγε, πότε λαγοκοιμόταν, ύστερα ξύπναγε πάλι, διάβαζε δυο αράδες από'να βιβλίο, πάλευε να σπρώξει τη νύχτα. Τώρα μονάχα που αντίκρισε τις πρώτες αχτίδες του βασιλιά ήλιου πήρε τα θάρρητα, σηκώθηκε και γατοπατώντας έφτασε έξω απ'τη πόρτα του Έκτορα. Κόλλησε το αυτί στο ξύλο, άκουσε την κοιμισμένη ανάσα του παιδιού της, ικανοποιήθηκε, ξεμάκρυνε κι έβαλε μπρος για την αποθήκη. Άναψε το φως, παραμέρισε κουβέρτες και άλλα που οι νοικοκυρές μονάχα ξέρουν που στοιβάζουν κι από κάτω βρήκε το κασελάκι. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά, οι μνήμες ξύπνησαν, τη χτύπησαν σαν κεραυνός, τα πόδια της λύγισαν, το θάρρος της πήγε να εξατμιστεί. Πάνω που ένιωσε τα μάτια της να υγραίνουν, αναθάρρησε, έβγαλε το κασελάκι απ'τη γωνιά που το'κρυβε είκοσι χρόνια τώρα, το πήρε αγκαλιά και τράβηξε πάλι για τη κάμαρή της.

            "Σήμερα είναι να γίνει ό,τι πρέπει αγάπη μου", μονολόγησε και δεν κατάλαβε σε ποιον μιλούσε, πατέρα ή γιο, ή μήπως και τους δυο...

 

* * *

 

Τσακώνεται ο άνεμος με το καλύβι του Ομάρ ποιος θα ισχύσει, ποιος θα'βγει νικητής. Ρίχνει χαστούκια στα σαπιόξυλα ο Αόρατος, αντέχει το ρημάδι, θυμώνει ο μαϊστρος, λυσσάει απ'το κακό του, θέλει να ρίξει καταής το θρασύ ξυλόσπιτο μα εκείνο τον περιφρονεί, στέκει όρθιο, μονάχα που ξέφτισαν κάποιες σανίδες, τρέμουν, είναι έτοιμες να σωριαστούν, λίγο το κακό. Η άμμος παρασέρνεται, σηκώνεται, βροντάει τη πόρτα, φτύνει το παραθύρι, του κάκου.

            Στο τραπεζάκι του ο Ομάρ δεν έχει επαφή με τη παλαίστρα ετούτη. Σ'άλλη παλαίστρα εκείνος, με όπλο το κοντυλοφόρο, τα χαρτιά, τις σκέψεις του. Κρύο έχει κατεβάσει ο άνεμος, εκείνος μούσκεμα στον ιδρώτα. Το σώμα του θα'πρεπε να έχει κοκαλώσει, κείνος αισθάνεται βαρύ το πανωφόρι του, σκέφτεται να το διώξει! Τόση η θέρμη που τον πλημμυρίζει, τόση η πύρα που τον ζώνει.

            Περάσαν ώρες πάνω στο σκαμνί, κείνος γράφει, γράφει σαν τρελός. Ξέρει πως τούτα τα λόγια θα είναι που θα μείνουν, εκείνος, σαν τον άνεμο απ'όξω, φεύγει όπου να'ναι, με το ξημέρωμα αρματώνεται τον θάνατο και πάει καβάλα όπου τον βγάλει. Μα που και που ρίχνει ματιές προς την αγαπημένη του. Κοιμάται ακόμα, δεν την ξυπνάει η λύσσα που βροντάει το καλύβι. "Κοιμήσου μάτια μου, το πρωί αν αξιωθώ να ιδώ μαζί σου, όλα θα ειπωθούν, ταξίδευε εσύ εκεί κι εγώ εδώ...", μονολογεί κι άντε ξανά στο νυχτοκάματο με το χαρτί, τους λογισμούς, τη διαθήκη που ετοιμάζει...

 

* * *

Ο ήλιος έχει λίγη ώρα που σηκώθηκε πάνω απ'τα κεφάλια των ανθρώπων, το ίδιο πάντα σκηνικό, αιώνες τώρα αμέτρητους, ως κι οι επιστήμονες να πάνε τόσο πίσω δεν τολμάνε. Η ζέστη δεν άρχισε ακόμη να μπουσουλάει στους τοίχους και στην άσφαλτο, είναι γλυκιά η αίσθηση που'χει η Τάνια καθώς το όμορφο κασελάκι έχει στα πόδια της εμπρός και το χαιδεύει σαν κάτι ζωντανό. Κι είναι αλήθεια ζωντανό, έχει ψυχή το ξύλο αυτό κι ό,τι περιέχει. Είναι του αντρός της όλα τα υπάρχοντα, όσα έκανε στη ζωή του, όσα της άφησε να έχει, να μην κοπεί άδοξα το νήμα, συνέχεια να υπάρξει.

            Ανοίγει το καπάκι η γυναίκα, το χτυποκάρδι της φουντώνει, ξέρει τι θα'βρει εκεί μέσα, κι ύστερα εύχεται να μην υπήρχε τίποτα, άδειο να ήταν, να το πέταγε στη θάλασσα. Κι ύστερα, διώχνει τη βλαστήμια απ'το μυαλό της, φέρνει το κασελάκι πιο κοντά, σκύβει εμπρός και ανοίγουν τα μάτια τους κείνες τις βρύσες που παίρνουν από τη καρδιά νερό και όλο το πρόσωπό της μονομιάς γίνεται υγρό απ'τα δάκρυά της.

            "Αχ, Ομάρ, αγάπη μου, αχ!", στενάζει και σφίγγει το φάκελο στα όμορφα δάχτυλά της, σαν να'ναι ο Ομάρ που αγκαλιάζει ερωτικά και τον θωπεύει και τον κανακεύει. "Άντρα μου πρώτε και μοναδικέ, πόσο μου έλειψες!", λέει και τ'αναφιλητά κόβουν τα λόγια της και η καρδιά της έχει γίνει μια χώρα ξοφλημένη που την μαστίγωσαν όλες οι θύελλες του κόσμου αυτού, η θλίψη, η μοναξιά, το αφίλητο κορμί, ο θάνατος...

 

* * *

 

Πέφτουν οι αχτίδες οι λάγνες και τρυπώνουν μέσα απ'το παραθυράκι και ζυγώνουν το κορίτσι. Και η προβιά. καλή και άγια όλο το βράδυ, στέγη της έδωσε κι εκείνης και του ύπνου μα πια σαν να'ναι φορτίο μεγάλο δεν το αντέχει το σφιχτό της σώμα, την πετάει παράμερα η Τάνια, το κεφαλάκι της σηκώνει, τα μάτια ψάχνουν τον Ομάρ, άφαντος εκείνος, πουθενά.

            Το πρόσωπό της το απαλό φοράει ακόμη του ύπνου το μετάξινο το φόρεμα μα η ψυχούλα της είναι γιομάτη δύναμη, ενέργεια καθαρή, νέο το σώμα, σφριγηλό, θέλει παιγνίδια, θέλει να κουραστεί όλη τη μέρα παλεύοντας με ερωτικά τσαλίμια, θέλει χέρι αντρικό και λόγια και τα μάτια του ανθρώπου που είναι η ζωή της όλη. Κι εκείνος; Πως λείπει τώρα που τον θέλει; Που να τον ψάξει;

            Ανοίγει τη πορτίτσα η Τάνια, έξω χαρά Θεού. Αν κάποιος της έλεγε πως όλο το βράδυ οι δαίμονες είχαν σύναξη απ'έξω και χτυπιόντουσαν ποιος θα την πρωτοσαρώσει, τρελό θα τον έλεγε και αλαφροπαρμένο. Τώρα τεντώνεται η κοπέλα, ρουφάει αεράκι δροσερό που'ρχεται από τη θάλασσα, μεθάνε οι αισθήσεις, όλα μαγεία, όλα Θεού ευλογία, μονάχα ο καλός της λείπει να είναι το σύμπαν τέλειο, χωρίς ψεγάδι.

            Γυρίζει το κεφάλι της, ψάχνει για λίγο με το βλέμμα, τον βλέπει πιο μακριά, σιμά στη θάλασσα έχει κάτσει, τη γυμνή του πλάτη εύκολα γνωρίζει, τρέχει προς το μέρος του φωνάζοντας τ'όνομά του. Όχι πως έχει άλλο λόγο, μα της αρέσει να το ακούει απ'τα χείλη της.

            "Ομάρ, Ομάρ!"

            Σε μια στιγμή τον έχει φτάσει, δίπλα του έχει στρωθεί, το αντρικό κορμί αγκαλιάζει, ρουφάει τη μυρωδιά του άντρα, ξετρελαίνεται και θέλει παιγνίδια που η φύση από αιώνες όρισε να παίζονται. Μα ο Ομάρ δεν έχει κέφι, στέκει ασάλευτος, χλωμός, τα μάτια του χαμένα πέρα στο ακροπέλαγο, στο πουθενά, μαρμαρωμένος μοιάζει, στα χάδια της δεν αποκρίνεται, κίνηση καμιά, μονάχα η ανάσα του βαριά, αργή είναι που την πείθει πως είναι ζωντανός.

            "Ομάρ! Αγάπη μου, τι έχεις;"

            Περνάνε δυο στιγμές, κι άλλες ακόμα λίγες ώσπου να νιώσει κίνηση στο σώμα του άντρα. Η Τάνια έχει τρελαθεί, χτυπάει η καρδιά της, τι πάει να κλέψει τον άνθρωπο που την ταξίδεψε στους κόσμους της αγάπης, του έρωτα, της ζωής; Σε κείνον που χωρίς να πολιορκήσει, κατέκτησε το άβατο του κορμιού της, που τα δρομάκια του περπάτησε μαζί της κι έκανε τη ψυχή της να γεμίσει από αθανασία και μουσική;

            "Ομάρ, μίλα μου, τι συμβαίνει;", φωνάζει δίπλα στ'αυτί του άντρα και εκείνος λίγο λίγο επιστρέφει. Σιγά, πρώτα τα μέλη που κινούνται και την αγγίζουν απαλά. Ύστερα μάτια που την κοιτούν σαν να κοιτούν το θεό, ευγνωμοσύνη και συγνώμη είχε κείνο το βλέμμα, ποτέ της η Τάνια δε θα το ξεχάσει. Από την αμμουδιά αυτό το πρωινό θα το κουβαλάει μαζί της όπου κι αν είναι ως το πέρας της διαδρομής της. Κι ύστερα, το αίμα, κείνο επιστρέφει με τη σειρά του, γεμίζουν οι αρτηρίες, φουσκώνει ο σφυγμός, το πρόσωπο παίρνει το χρώμα της ζωής, όλα ξανά όπως ήταν.

            "Δόξα τω Θεώ! Είσαι καλά;" ξαναρωτάει η κοπέλα κι έχει χάσει δέκα χρόνια απ'τη ζωή της.

            "Καλά είμαι", ξέπνοα της απαντάει εκείνος και το χέρι της κρατάει στο δικό του.

            "Ήσουνα παγωμένος, τρόμαξα αγάπη μου, Θέ μου, πόσο τρόμαξα!", του λέει και η καρδιά του σχίζεται, γίνεται κουρέλι. Πως θα το πει; Ποια λόγια να βρει; Πως θα μπορέσει τούτο το κακό να της το κάνει;

 

* * *

 

Είναι από ώρα που διαβάζει η γυναίκα και στιγμή δεν μπόρεσε να σταματήσει το ανάβλυσμα που νομίζει πως θα στερέψει το κορμί από τα δάκρυα και η θολούρα στα μάτια την μποδίζει να τελειώσει μια σωστή αράδα. Όλα τα ξαναζεί αυτό το πρωινό η Τάνια, όλα απ'την αρχή, τον πρώτο της έρωτα και τον μοναδικό, τα ύψη τα θεόρατα που έζησε μαζί του, τα πέλαγα που είδε με τα μάτια του πετώντας, κι ύστερα την απώλεια, το θρήνο, τη θλίψη που την σαρώνει σαν βοριάς είκοσι χρόνια τώρα.

            Κι οι λέξεις του άντρα της ζωντανές, πιο ζωντανές από ποτέ, γίνονται σουβλιές όλο φαρμάκι που της ανοίγουν πάλι εκείνες τις πληγές που μάταια πάλεψε για χάρη του Έκτορα να κλείσει τόσα χρόνια. Μα, πρέπει να γίνει τούτο το μνημόσυνο, σήμερα, το λέει και στον εαυτό της να παίρνει θάρρος, σήμερα, αναβολή δε παίρνει. Κατά πως το θέλησε εκείνος πρέπει και να γίνει. Είτε τον χάνει για πάντα απ'τη ζωή της, είτε όχι, αυτή τη είναι η επιθυμία, πρέπει να πληρωθεί, να κρύβει απ'το γιο της τον πατέρα άλλο δεν το μπορεί, η διαθήκη μεσ’στα χέρια της γίνεται κάρβουνο, την καίει.

            Τελειώνει το διάβασμα, σκουπίζεται ξανά, κλείνει το φάκελο, τον ξαναρίχνει στο κασελάκι. Κει υπάρχουν και τα ποιήματα του Ομάρ απ'έξω τα’χει μάθει τόσες φορές που τα'χει διαβασμένα. Κει μέσα είναι και κάποια άλλα, ένα βιβλίο χοντρό, ιδέα άλλος κανείς δεν έχει για την ύπαρξή του. Κι ούτε που μπόρεσε ποτέ να καταλάβει όλα εκείνα που έχουν πάνω οι σελίδες του. Σύμβολα, όλο χρώματα, λέξεις, ύμνοι, και στην πρώτη σελίδα, πάνω πάνω, με γράμματα χοντρά από καλλιγράφο μάστορα, αυτή η φράση που δεν ξέρει τι σημαίνει:

            "ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΘΑ ΒΡΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΣΟΥ"

 

* * *

 

δυο

 

"Ε  

ΙΝΑΙ ΠΟΛΛΑ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, τόσα πολλά που θα'πρεπε ο Κύριος των Ζωών να μού'δινε ακόμη μία, μονάχα να την δαπανήσω για σένα, αλήθεια στο λέω, τούτες τις ώρες τίποτε άλλο δεν θ'ακούσεις παρά αλήθεια..."

            Κάθονται οι δυό τους, το ζευγάρι, αντικριστά ο ένας στον άλλο, δίπλα που η θάλασσα δειλά δειλά τους γλείφει τα κορμιά κι ύστερα πάλι μακρύνεται να μη τους ενοχλεί σαν να το ξέρει πως ο άντρας είναι έξω απ'το Κατώφλι και η άμμος στης ζωής του τη κλεψύδρα χύνεται αμείλικτα η άτιμη και σώνεται λίγο λίγο.

            Η Τάνια το αισθάνεται πια, το ξέρει. Ο Ομάρ είναι στα τελευταία του, στα βήματά του ως εκεί πέρα θα τον συντροφέψει, κι ας μη πρόλαβε παρά να ζήσει το ελάχιστο μαζί του, κι αυτό το λίγο ήταν πολύ, ήταν σπουδαίο και δεν παραπονιέται.

            Κι εκείνος, έχει από ώρα την όψη των κατοίκων του Άδη. Χλωμός, σα το κερί τίποτε δε θυμίζει το Μάγο που μαστίγωνε τα στοιχεία στη θέλησή του και σκλάβα είχε τη κάθε ενέργεια της Φύσης. Η ανάσα του προσπάθεια, τα μάτια του μονάχα καίνε ακόμα και έχουν τη δύναμή του ολόκληρη μαζέψει να πει όσα πρέπει στη γυναίκα του. Και όσο μιλάει και σώνεται η δύναμη, τα στήθια του παίζουν απάνω κάτω σαν το σπάραγμα του ετοιμοθάνατου, κείνου που το Ταξίδι έχει πια εμπρός του.

            "Μείνε για λίγο σιωπηλή λοιπόν", της λέει κι εκείνη ούτε σε εκκλησιά δεν έχει αισθανθεί τόση κατάνυξη, τόση ιερότητα. "Μείνε για λίγο σιωπηλή γιατί έχω να σου εμπιστευτώ δυο λόγια για τον θεραπευτή που είναι σιμά σου και για κείνο που'ρχεται σε εννέα μήνες να ιδεί το φως του κόσμου και η μητέρα του θα είσαι..."

            Τρέχουν τα δάκρυα στ'όμορφο πρόσωπο της κοπελιάς, σφίγγει το σκελετωμένο χέρι του αγαπημένου, μα μένει σιωπηλή, ως το τέλος θα τον ακούσει, ως το ξεψύχημά του.

            "Έψαχνα σ'όλη μου τη ζωή Τάνια, του Ύψιστου του Μυστικού τη Κατοικία, τούτο που έλεγαν οι Μάγοι της Πατριάς "Οίκο του Άφατου" κι ήταν από νωρίς που το κατάλαβα πως ήμουν προορισμένος να τα θυσιάσω όλα για το Σκοπό. Τάχθηκα, αφοσιώθηκα, όλα τα ξέχασα, όλα τ'αρνήθηκα, τίποτε δεν υπήρξε πιο Μεγάλο από τούτο το Μυστικό που όποιος το αξιωθεί γίνεται Εκλεκτός απ'τις Δυνάμεις, γίνεται ισόθεος, πάει να πει Αθάνατος κι αλώβητος, περιφρονεί του θάνατου τους νόμους, τον ξεπαστρεύει μια και καλή..."

            Έκανε μορφασμό, πήρε ανάσα δυνατή ο Ομάρ, το χέρι του έφερε στο στόμα της η Τάνια, να δώσει δύναμη να συνεχίσει.

            "Μα όλα τούτα για σένα δεν έχουνε αξία αγάπη μου. Κι ούτε για μένα θα είχαν πια μα μέσα στη κοιλιά σου τρέφεις κιόλας τη ψυχή που πρέπει όλα τούτα, σαν έρθει η ώρα, να τ'αγκαλιάσει, να τα ξέρει κι είναι πολλά και είναι σπουδαία. Μα πρώτα θα κλείσει τα 20 του χρόνια, τη γενέθλια μέρα θα φανερωθούν μπροστά του και του'χω γράψει όλα όσα πρέπει να κάνει στη διαθήκη μου..."

            Άκουσε τη μακάβρια λέξη η Τάνια, πλάνταξε η καρδιά της, τρέξαν ποτάμι τα δάκρυα μα λέξη, είχε υποσχεθεί, δεν τόλμησε να βγάλει. Το'βλεπε, το αισθανόταν, της ξεγλιστρούσε ο άντρας της, τον έκλεβε ο Μανδυοφόρος.

            "Και σε ξορκίζω, τώρα θα μου ορκιστείς, άλλο δεν έχω χρόνο, σαν έρθει η μέρα εκείνη, τη διαθήκη μου θα ανοίξεις, θα του την δώσεις, δεν θα το εμποδίσεις, πρόσεξε γυναίκα, ορκίσου σε ό,τι πιο ιερό, πως όλα όπως θέλω θα τα πράξεις!"

            Με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει έσφιξε το χέρι της γυναίκας του, ολόισια στα μάτια της την κάρφωσε, αναζήτησε τον όρκο της, τον πήρε, ικανοποιήθηκε, γλύκανε το πρόσωπό του, έλυσε το χέρι του απ'το δικό της.

            "Φεύγω ήρεμος, σε λίγο φεύγεις κι εσύ, στο σπιτικό σου επιστρέφεις, έχεις χρόνια να ζήσεις, έχεις γιο να μεγαλώσεις!"

            Είχε θολώσει το τοπίο για την Τάνια, είχε βουρκώσει η ψυχή της, είχε μαυρίσει το σύμπαν και όλα τίποτα, όλα μηδέν καθώς τον είχε αγκαλιάσει, σε τούτη την ακρογιαλιά και ακούγοντας τον παφλασμό της Μάνας και των πουλιών το πένθιμο κρώξιμο τον ξεπροβόδιζε, τον άφηνε, τον έδινε στο θάνατο.

            "Καλό ταξίδι αγάπη μου", είπε μονάχα σα στερνό αντίο και άφησε το ουρλιαχτό της λεύτερο να γίνει ένα με τις δονήσεις τ'ουρανού που έπαιρνε στα παλάτια του τον άνθρωπό της...

 

* * *

 

Όρθια ήταν η γυναίκα στο παράθυρό της και είχε χαθεί το βλέμμα της έξω, στο πουθενά καθώς οι μνήμες την έζωναν σα φίδια και την έκαιγαν σαν φλόγες της κόλασης. Έσφιγγε στα χέρια της το φάκελο του Ομάρ, είχε το κασελάκι πίσω της, δίπλα στο κρεβάτι. Πόση ώρα είχε περάσει αναπολώντας, ξαναζώντας τις στερνές του αγαπημένου ώρες, δεν ήθελε να μετρήσει. Μα σαν γύρισε το κεφάλι της να επιστρέψει στο παρόν και στα καθήκοντά της, έπεσε πάνω στον Έκτορα που είχε στηθεί και την κοιτούσε, ποιος ξέρει πόση ώρα σιωπηλός.

            Τρόμαξε η γυναίκα, έβγαλε κραυγή, γούρλωσαν τα μάτια της.

            "Έκτορα!", είπε μονάχα κι αυτό με βία το άρθρωσε.

            Ο νεαρός δεν είχε το βλέμμα αυστηρό ούτε που απορούσε για την αντίδρασή της. Και η Τάνια το κατάλαβε. Ο γιος της ήξερε, αισθανόταν, πόσο ηλίθια ήταν, ήταν γιος του Ομάρ κι όχι μόνο δικός της.

            Έκατσε στο κρεβάτι της ο νέος άντρας, ήρεμος, σιωπηλός. Στα πόδια του ήταν ανοιχτό του πατέρα του το κασελάκι, με δέος το κοίταξε κι ύστερα τη μητέρα του.

            "Ώστε ήρθε η ώρα λοιπόν μητέρα!" και έστριψε πάλι το κεφάλι στου πατέρα του τα όποια υπάρχοντα.

            Πόσο περίεργο τώρα που της φαινόταν. Είκοσι χρόνια σαν εφιάλτη είχε αυτή τη στιγμή, είκοσι χρόνια πως φοβόταν να'ρθει αντιμέτωπη με τούτη την διαθήκη που'χε χειρογράψει ο άντρας της κι είχε υποσχεθεί να την πληρώσει. Και στα γενέθλια του Έκτορα, δυο μήνες πριν, είχε κρυφτεί, είχε δειλιάσει, είχε πατήσει τον φοβερό της όρκο, είχε τη μνήμη του Ομάρ μαγαρίσει. Μα τούτο το πρωινό, όλα ήταν πιο απλά, όλα σαν να'χαν έρθει πιο ομαλά και η γυναίκα δε φοβόταν πια.

            Ήρθε κοντά στον Έκτορα, κάθισε δίπλα του, του χάιδεψε τα λατρεμένα του, μακριά μαλλιά. Μύριζε ύπνο ακόμη και ήταν ζεστός ο νέος, πόσο γλυκιά ήταν η αύρα του που έκανε τη γυναίκα να μεθύσει.

            Έφερε ο γιος στα γόνατα το όμορφο, ξύλινο σεντούκι, οι κινήσεις του ήρεμες, σα να'χε το εικόνισμα της Παναγιάς μπροστά του. Χάιδεψε το ξύλο, γύρισε στη μητέρα του και είχε στο πρόσωπό του την έκφραση που εκείνη είχε ξαναδεί. Πόσο του έμοιαζε του Ομάρ εκείνη τη στιγμή, ολόιδιος ήταν, πιο όμορφος ακόμα, πιο γλυκός, μα η έκφραση, το στόμα του καθώς της χαμογέλασε, σκίρτησε η γυναίκα, τσάκισε η ψυχή της.

            "Δω μέσα ο πατέρας μου!", ψέλλισε με δέος ο νέος. "Ο πατέρας μου!", ξανάπε και τράβηξε το κασελάκι μαζί του, σηκώθηκε και κίνησε σα μαγεμένος για το δωμάτιό του να μεταλάβει λες αίμα και σάρκα από τις μνήμες, τις μυρωδιές, τις χαμένες του πατρίδες.

           

* * *

 

Ξύπνησε σήμερα το πρωί η Φανή κι είναι ανήσυχη και φοβισμένη. Πεταρίζει η καρδιά της γιατί το όνειρο που είδε την τρόμαξε και απ'το ξημέρωμα είναι που τριγυρίζει στη βεράντα του σπιτιού της και αναζητάει απαντήσεις.

            "Τι όνειρο κι αυτό, ποιος να το ερμηνέψει;", αναρωτιέται ώρες τώρα και ούτε πρωινό πήρε, ούτε στου πατέρα της το γραφείο πήγε να δουλέψει. Η μάνα της λείπει για τα ψώνια, ο αδερφός της στο σχολείο, μόνη στο σπίτι, αδύνατο να βρει ησυχία, πως κάτι άσχημο θα γίνει πιστεύει.

            "Η γιαγιά!", φωνάζει άξαφνα, τρέχει στο δωμάτιό της, ρίχνει ένα ρούχο πάνω στο ωραίο κορμί της, έχει χιλιόμετρα να κάνει, πρέπει να βιαστεί.

            "Πως δε το σκέφτηκα μωρέ, ολότελα έχω χαζέψει, άχου γιαγιούλα μου!", λέει στο δρόμο καθώς τρέχει να την συναντήσει.

 

            Έχει κουλουριαστεί η Φανούλα στα πόδια της γερόντισσας και την κοιτάζει με αγάπη και η καρδιά της θέλει να ανοίξει, όσα τη βαραίνουν να εξομολογηθεί. Κι από παπά τούτη η γριούλα πιο άγια και ξέρει κι όσα τα ενενήντα χρόνια σώρευσε η ζωή στα μάτια της.

            "Πως είσαι σήμερα ανήσυχη; Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι μάτια μου" λέει η γιαγιά και της χαϊδεύει την καστανή της χαίτη που ακουμπά στα πόδια της.

            "Είδα όνειρο γιαγιά, ξύπνησα ξημερώματα φοβισμένη, ήρθα να μου το εξηγήσεις".

            "Όνειρο είδες;", ρωτάει η γυναίκα, "και φοβήθηκες; Πες μου λοιπόν κι απ'όσα αξιώθηκα να μάθω θα σου πω".

            Παίρνει ανάσα η κοπελιά, αρχίζει να ξιστοράει.

            "Ήμουνα μόνη λέει γιαγιά, μα σ'ένα θεόρατο σπίτι που δεν το έχω ξαναδεί. Μόνη, ολόμονη μα ήταν κάτι που περίμενα και είχε αργήσει. Πήγαινα στο σαλόνι, να δεις σαλόνι, δυο φορές σα του μπαμπά, να ιδείς κουζίνα, βιβλιοθήκη, παλάτι σου λέω, χανόσουν εκεί μέσα. Κι εκείνο που περίμενα αργούσε, τό'ξερα πως θα'ρθει μα εγώ ανυπόμονη που είμαι νόμιζα πως άδικα περίμενα. Και ξαφνικά, χτύπησε η πόρτα, πήγα εγώ τρέχοντας ν'ανοίξω κι απ'έξω βρε γιαγιά, να στο λέω κι ανατριχιάζω, ήταν λέει ένας γέρος, καμπούρης, κακομούτσουνος, κι είχε δυο μάτια μοχθηρά, όλο κακία και με κοιτούσε..."

            "Κι ύστερα, τι έγινε ύστερα;", ρώτησε η γριά που'χε τη προσοχή της όλη στραμμένη στο παιδί.

            "'Ποιος είσαι'σύ;' τον ρώτησα και ήμουνα τόσο φοβισμένη να ιδείς γιαγιά γιατί ήξερα πως ήταν κάτι κακό αυτό που'φερνε μαζί του ο καμπούρης και δεν ήθελα να το ακούσω. Κι εκείνος, δεν απάντησε, με παραμέρισε, μπήκε με το θράσος στο σπίτι κι ολόισια ανέβηκε στη κάμαρή μου. Κι εγώ ξοπίσω του να του φωνάζω, 'μια στιγμή, που πας; έλα πίσω!' κι άλλα τέτοια! Κι εκείνος τόσο που έτρεχε, δεν τον προλάβαινα, μπήκε σα σίφουνας μέσα στη κάμαρή μου, πήδηξε πάνω στα σεντόνια μου κι άρχισε να χορεύει! Σα μπήκα στο δωμάτιο τραγουδούσε ένα περίεργο τραγούδι που, κάτσε να ιδείς, πόσο περίεργα λόγια είχε..."

            "Θυμήσου αγάπη μου", την σκούντηξε η γριά, "θυμήσου!"

            "Να βρε γιαγιά, θυμήθηκα! Στο δάσους των σκοτωμένων θεών/ κοιμόμουν για είκοσι χρόνια/ κι εσύ που έχεις φυλακίσει το χρόνο μου στα στήθια σου/ αν τολμήσεις να με δεις θα πεθάνεις/ αν τολμήσεις να μ'αγγίξεις θα..."

            Κει ήταν που σκάλωσε η θύμηση της κοπέλας και η γιαγιά από ώρα που δυσκολευόταν ν'αναπνεύσει.

            "Το τέλος, πες μου το τέλος, θυμήσου!", φώναξε τώρα η γριά και η Φανή έσπαγε το κεφάλι της να θυμηθεί του καμπούρη τα λόγια.

            "Α, ναι, θυμήθηκα! ...αν τολμήσεις να μ'αγγίξεις με αγάπη/ θα απλώσω στα πρωινά σου σκοτάδι! Και μετά άρχισε ο καμπούρης να χασκογελάει και να χοροπηδάει πάλι στο κρεβάτι μου και ύστερα πετάχτηκα απ'τον ύπνο μου γιαγιά!"

            Τέλεψε τη διήγησή της η κοπέλα κι άκουσε το ρόγχο στην αναπνοή της κατόχρονης γυναίκας.

            "Γιαγιά! Τι είναι γιαγιά μου;"

            "Φέρε μου λίγο νερό", ψέλλισε η γριούλα, έτρεξε η Φανή κι ήρθε αμέσως με το νερό στο χέρι.

            Ήπιε η γυναίκα, πήρε δυο ανάσες πιο γλυκές, έδειξε να ησυχάζει.

            "Φύγε!", είπε στην εγγονή της, "πήγαινε βρες τον Έκτορα, έτσι δεν τον λένε;"

            "Ναι, μα..."

            "Φύγε σου λέω, τώρα βρες τον, μείνετε μαζί και μην τον αποχωριστείς. Κοντά του μείνε, σε χρειάζεται αγάπη μου. Φύγε σου λέω, μη ρωτάς, εγώ δεν έχω ανάγκη, θα συνέλθω".

            Πετάχτηκε σα να την είχε χτυπήσει κεραυνός η Φανή και τώρα είναι που τα σύννεφα αξεδιάλυτα σκιάζαν το βλέμμα της και τη ψυχή της. Αντί απάντηση είχε πάρει φόβο, αντί λύση είχε πάρει ερωτήματα καινούργια.

            Πριν κλείσει μόνο πίσω της τη πόρτα, κοντοστάθηκε, στράφηκε στη γιαγιά και μια στερνή ερώτηση ήθελε να της κάνει.

            "Για κείνον ήταν ε γιαγια; Κινδυνεύει;"

            "Όχι αν είναι να'σαι εσύ μαζί του!", απάντησε η γιαγιά και η Φανή έκλεισε τη πόρτα, το χτυποκάρδι της αψήφησε που την τράνταζε ολόκληρη, φτερά έβαλε στα πόδια της κι έγινε άνεμος.

 

* * *

 

Μέρος Τρίτο [το ακρωτήρι]

 

 

ένα

 

Έ

ΧΕΙ ΣΗΚΩΘΕΙ ΕΝΑΣ ΓΡΕΓΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΠΟΥ νομίζεις πως θέλει ο Θεός να ξεθεμελιώσει ό,τι έφτιαξε με τόσο μόχθο στη Δημιουργία, τόσο πολύ είναι το μένος του παντοκράτορα απόψε. Δέντρα ξεριζώνει, τους δίνει ένα χαστούκι, τα πετάει μακριά να μην τα βλέπει. Στέγες σπιτιών τσακίζονται, τα κεραμίδια σαν κουρελάκια από χαρτί πετάνε, φεύγουν, μένουν τα σπίτια άσκεπα, οι νοικοκυραίοι κάνουν το σταυρό τους για το κακό που τους βρήκε. Τα καϊκια σαν καρυδότσουφλα μέσα στα λιμανάκια, πάνω κάτω, κι ούτε δεμένα που είναι ασφαλή, τα πιο μικρά κιόλας παρέα στο πάτο με τα ψάρια, τα πιο μεγάλα κοπανιούνται στις προβλήτες που φτιάξαν οι άνθρωποι να προστατεύονται απ'το Αρχαίο Στοιχειό, το πιο ατίθασο απ'όλα, τη θάλασσα, του κάκου όμως. Σπάνε τα ξύλινα, τσαλακώνονται τα σιδερένια, απόψε κανένας δε θα μείνει άβλαβος απ'τη μανία του Συμπαντοχτίστη.           

            Μεσ'στην απάνεμη σπηλιά του ο Έκτορας δεν δίνει κανενός λογαριασμό. Ακούει τη μανία, νιώθει, μα είναι αλλού εκείνος, τούτες οι θύελλες του φαίνονται μακρινές μουσικές στ'αυτιά του. Με άλλα έχει που καταπιάνεται τρεις μέρες τώρα, ετοιμάζεται, ολοένα ετοιμάζεται, θέλει δουλειά ακόμη μπόλικη μέχρι την ώρα που'ναι η Επαφή.

            Τούτο είναι το μέρος που διάλεξε ο πατέρας για την συνάντηση και δεν είχε σε τίποτε λαθέψει. Έκανε κόπο να το βρει ο νέος μα είχε οδηγό εκείνον, τέλειο. Πήρε μαζί του όσα χρειαζόταν, τα υπόλοιπα τα έφτιαξε μονάχος. Ένα στρώμα του ασκητή κι ούτε σεντόνι, αχρείαστο για κείνον που πρέπει να δοκιμαστεί στο σώμα και όχι μονάχα στη ψυχή. Μια ψευτοκαρέκλα, μια τάβλα για τραπέζι και μια λάμπα με ένα μπιτόνι πετρέλαιο. Και το σεντούκι του πατέρα. Να, όλα κι όλα αυτά, ολόκληρη η περιουσία του.

            Έχει το "Βιβλίο των Συμβόλων" πάνω στη τάβλα του ο Έκτορας και το διαβάζει πάλι απ'την αρχή. Δύσκολο τούτο, πιο μεγάλη αυτή η ανηφόρα κι απ'την ιατρική του ακόμα. Τα σύμβολα αρχαία, ακατάληπτα, έχουν σοκάκια μυστικά, ένα ένα πρέπει να τα βρει, μα έχει δάσκαλο μεγάλο, τον πατέρα, θα τα καταφέρει.

            "Ναι, θα τα καταφέρω πατέρα", λέει που και που όταν αγκομαχάει στο Γολγοθά που ανεβαίνει, τούτο που ανέβηκαν οι Μάγοι της Πατριάς, αιώνες πίσω, άγνωστο πόσους. "Θα τα καταφέρω", ξαναλέει και ακούει τη λύσσα του ανέμου να χτυπάει τα βράχια και δεν γνοιάζεται. Φωτιά η ψυχή του νεαρού, καμίνι που ζητάει να κάψει μα και να καεί στης Αρχαίας Γνώσης το Ποτάμι. "Τούτος είναι ο Δρόμος", λέει ο νέος, "θα τον περπατήσω ως το τέλος πατέρα", μονολογάει και ρίχνεται στο διάβασμα των παμπάλαιων σχημάτων με τα χρώματα, τις λέξεις, τους αριθμούς.

            Έρχεται στο μυαλό του που και που η μητέρα του να τον ξορκίζει να μην την εγκαταλείψει, πεσμένη στα πόδια του να τον τραβολογάει, να τον παρακαλεί, να τον καταριέται, να τον θρηνεί σχεδόν σαν πεθαμένο. "Μη φύγεις Έκτορα, αγόρι μου, μη με σκοτώσεις!", τη θυμάται να του φωνάζει και να σπαράζεται η ψυχή του καθώς τη πόρτα έκλεινε πίσω του κείνου του αρχοντικού που είκοσι χρόνια τον κανάκεψε καλά, τον ζέστανε, τον έθρεψε. Και στο κατώφλι η μάνα του, νεκρή, σχεδόν νεκρή, μισότρελη, ανήμπορη τη μοίρα να αλλάξει, ποιος το κατάφερε άραγε; Τούτη η εικόνα να του φύγει δεν μπορεί εύκολα αλλά έχει δύναμη, θα το μπορέσει, είναι η αποστολή του πιο υψηλή απ'τις φωνές μιας μάνας, πρέπει, θα το μπορέσει.

            "Συγνώμη μάνα", λέει μονάχος και τον ακούν μονάχα οι σκιές που χορεύουν στης σπηλιάς το ταβάνι. "Συγχώρα με μα δεν μπορούσα αλλιώς, συγχώρα με..." λέει και ξαναλέει, αφήνεται κάποιο δάκρυ να κυλήσει κι ύστερα ρίχνεται πάλι στη μελέτη. Είναι Δευτέρα και την Κυριακή ξημέρωμα, είναι η Ώρα. Χρόνο δεν έχει γι'αλλες θύμησες, καλές, κακές.

            Κι έρχεται ύστερα μια άλλη μορφή κι αυτή αγαπημένη που ορμάει μέσα του και θέλει να τον αλώσει. Είναι η Φανούλα που τον περιμένει, που τον λατρεύει, που είναι ο θεός για κείνη.

            "Φύγετε όλοι, μακριά!", φωνάζει ύστερα φρενιασμένος, σηκώνεται όρθιος, ρίχνει μια της καρέκλας, την στέλνει στη γωνία, αχνίζει, βγαίνει απ'τη σπηλιά, τραβάει στη θάλασσα που'χει κι αυτή ασπρίσει απ'το κακό της, πλένεται, χαλαρώνει, χώνεται πάλι στο βράχινο κελί του.

            "Θα το μπορέσω το Έργο πατέρα, δύσκολο, τραχύ, αλλά θα το μπορέσω!", λέει, υπόσχεται, διώχνει τις σκιές μακριά, ανοίγει το Βιβλίο, ρίχνεται πάλι στον αγώνα. "Κοντά μου μείνε Μάγε, δίπλα μου", ψιθυρίζει, ψέλνει σχεδόν και χάνεται στα βουλεβάρτα των φοβερών συμβόλων.

 

* * *

 

Τέσσερις μέρες πέρασαν από τη μέρα που ο Έκτορας έκλεισε τη πόρτα του αρχοντικού του κι εξαφανίστηκε. Η Τάνια στο κρεβάτι της πεσμένη τέσσερις μέρες τώρα, άρρωστη, ετοιμοθάνατη, αρνείται να φάει μια μπουκιά, μόνο νερό και την παρέα της μάνας της και της Φανής. Η γριά Καλλίδαινα έκανε όσα έπρεπε. Ειδοποίησε την αστυνομία, κείνοι ζητήσαν τον λόγο που ο νεαρός έφυγε απ'το σπιτικό του, είναι ενήλικος, όπου του αρέσει πάει, έτσι της είπαν. Θα ψάξουν βέβαια, θα ρωτήσουν μα με το ζόρι παντρειά δε γίνεται, υπ'όψιν τους θα το έχουν, τρίχες κατσαρές.

            Η Τάνια είναι στο χείλος μια της παράνοιας, μια του θανάτου, ξαδέλφια αυτά τα δυο, καμιά φορά αδέλφια αχώριστα. Η κυρά Σοφία, η μάνα της κάνει τη νοσοκόμα, στο βάθος της καρδιάς της το'ξερε, πάντα το'ξερε, ποτέ του δεν είχε εγκρίνει κείνο το "γάμο" της κόρης της με ένα Μάγο, άλλα όνειρα είχε κείνη για το ακριβοπαίδι της, να τα καζάντια τους. Είκοσι χρόνια πεθαμένος ο Ομάρ κι ακόμη τους στοιχειώνει, ποτέ τους δεν ησύχασαν, τώρα τους παίρνει και τον Έκτορα, να πάνε στα τσακίδια το λοιπόν, γιος και πατέρας! Μα τούτοι οι λογισμοί κρυφοί, να τους φωνάξει δε τολμάει στη κόρη της μια κι είναι ακόμα εκείνη μαγεμένη απ'τα ξόρκια του νεκρού και τον γιο της παθολογικά λατρεύει.

            Και η Φανούλα, μέρα νύχτα στο προσκέφαλο της μάνας του αγαπημένου της, τη λογίζει πεθερά της, μα πάει κι αυτή να τρελαθεί από την αγωνία της. Παλεύει να'βρει ένα νόημα σε όλα τούτα, στ'όνειρο που είδε, θέλει να τρέξει κι εκείνη να'βρει τον Έκτορα, να του μιλήσει, να τον προειδοποιήσει, μα ακόμα δεν μπορεί. Έχει χρέος ακόμη απέναντι στη μάνα του, να της σταθεί κι αν εύρει ευκαιρία θα αμολήσει, κάτι θα κάνει, δεν το μπορεί με σταυρωμένα τα χέρια να είναι.

            Τούτο πρωινό η Τάνια ξύπνησε καλύτερα, να επιστρέψει αποφάσισε απ'τα σουλάτσα στην ανυπαρξία, είπε να ανοίξει τα μάτια της, να ιδεί ανθρώπους ζωντανούς κι όχι νεκρούς, είπε να φάει μια μπουκιά, να πιει μια στάλα γάλα και δόξα τω Θεώ, νέα είναι ακόμη, θα συνέλθει. Δίπλα της η κυρά Σοφία, της κρατά το χέρι, της χαμογελά, ανακουφίζεται να βλέπει την κόρη της να ανασταίνεται.

            "Δόξα τη Παρθένα, συνέρχεσαι, πάω να σου φέρω πρωινό", της λέει μα κει που πάει να σηκωθεί, νιώθει στο χέρι της κράτημα, δεμένη την έχει η Τάνια, κάτι άλλο θέλει.

            "Η Φανούλα που είναι;" ρωτάει η Τάνια και η γριά μορφάζει.

            "Κοιμάται κόρη μου. Τι να σου κάνει και το δόλιο; Τέσσερις μέρες τώρα εδώ, ας είναι καλά".

            "Πήγαινε ξύπνησέ τη. Τράβα μάνα", τη διατάζει η κόρη και ευθύς υπακούει η γριά.

            Σε δυο λεπτά η Φανούλα στέκεται δίπλα στη ξαπλωμένη. Την φιλάει στο μέτωπο, είναι χλωμή κι αυτή, κουρασμένη μα αισθάνεται καλύτερα που βλέπει τη γυναίκα πιο καλά, το ηθικό της ανεβαίνει.

            "Σαν πιο καλά σας βλέπω σήμερα κυρά Τάνια, μπράβο σας".

            Τα όμορφα πράσινα μάτια της Τάνιας ζωηρεύουν, παίρνουν λάμψη αλλιώτικη, κοιτούν την κοπελιά ολόισια στο πρόσωπο.

            "Άκου Φανούλα, χρόνο δεν έχουμε. Τα πράγματα είναι σοβαρά, θέλω να σου μιλήσω, πάγαινε κλείσε τη πόρτα κι έλα κοντά μου πάλι".

            Σκιρτάει το κορίτσι στη διαταγή, υπακούει όμως, όπως της είπε κάνει.

            Σηκώνει το κεφάλι η Τάνια στο μαξιλάρι της, καθαρίζει το λαιμό της.

            "Μια ερώτηση πρώτα κοπέλα μου, ύστερα τ'άλλα. Τον Έκτορα τον αγαπάς;"

            "Μα θέλει ρώτ..."

            "Πρόσεχε τι θα πεις, μη βιάζεσαι. Πες μου αλήθεια, τον αγαπάς πολύ;"

            Σαστίζει η κοπέλα στο ύφος της γυναίκας, δε το σκέφτεται περισσότερο. Ξέρει τι νιώθει εδώ και χρόνια για τον Έκτορα.

            "Ναι κυρά Τάνια, τον αγαπώ το γιο σου σα τη ζωή μου, σου αρκεί;"

            Χαμογελάει η Τάνια.

            "Μου αρκεί. Τώρα άνοιξε το συρτάρι αυτό" και της υποδείχνει.

            Ανοίγει η κοπέλα, βλέπει μέσα ένα φάκελο.

            "Πάρ'τον", διατάζει η Τάνια.

            Διστάζει λίγο εκείνη, ύστερα τον παίρνει. Τον κρατά στα δάχτυλά της, μετά κοιτάζει την κυρά.

            "Ξέρεις τι είναι τούτο; Η διαθήκη του Ομάρ. Κρυφή την είχα από το γιο μου είκοσι χρόνια. Τέσσερις μέρες πριν, δε πήγαινε άλλο, την είδε ο Έκτορας κι είχαμε αυτά που είχαμε"

            Με δέος κοιτούσε η κοπέλα μια τη γυναίκα, μια το φάκελο. Φούντωσε η περιέργεια να τον ανοίξει μα δε τόλμησε. Είχε ακόμα να ακούσει.

            "Άκου με κόρη μου, αυτά που θα σου πω τα γράφεις στη ψυχή σου. Όσα σου πω τα ξέρει μονάχα ο Ύψιστος κι οι δυο μας τώρα. Πρόσεξε, αν αγαπάς όπως μου είπες το αγόρι μου ό,τι σου πω θα κάνεις, αν όχι, φύγε τώρα να μη σε ξαναδώ. Έτοιμη είσαι;"

            Παίρνει ανάσα η κοπέλα, κοιτάζει στα μάτια τη γυναίκα, το λέει πρώτα η καρδιά μετά το στόμα.

            "Έτοιμη μάνα. Πες μου".

 

* * *

 

δυο

 

Π

ΕΜΠΤΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ, ΜΕΣΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ, όταν ο Ζαν παρκάριζε τη λιμουζίνα σε κείνο το σημείο που με βία θυμήθηκε, όπως κάποτε, είκοσι χρόνια πριν και βάλε. Πόσα είχαν αλλάξει. Τότε ο δρόμος τούτος ήταν χωματένιος, με δυσκολία περνούσες μέσα απ'τις θημωνιές, τα αγριόχορτα, σωστή ερημιά. Τώρα ο Ζαν δεν πίστευε στα μάτια του. Σπίτια, βίλες πολυτελείας παντού ολόγυρα και η ακρογιαλιά που τότε σου'κοβε την ανάσα η άγρια ομορφιά της, τώρα γεμάτη με καρέκλες, τέντες, παιδαρέλια που σκούζαν, ο χαμός.

            "Άλλαξαν όλα! Ήρθε ο πολιτισμός κι εδώ, τίποτε δε του ξεφεύγει", είπε ο Ζαν κοιτώντας γύρω του.

            Κοιτούσε και η Φανή ολόγυρα ψάχνοντας για κείνο που της είχε πει η Τάνια, τίποτε δεν έβλεπε.

            "Που ήταν...", πήγε να αρθρώσει, την πρόλαβε ο Ζαν, ήξερε γιατί'χαν έρθει απ'την αρχή.

            "Η καλύβα εκείνου; Θαρρώ εκεί, στο βάθος, ας περπατήσουμε κοπέλα μου, από δω μέσα δουλειά δε κάνουμε", απάντησε κι ασφάλισε το αυτοκίνητο σε μια γωνιά.

            Περπάτησαν οι δυο τους αρκετά ψάχνοντας για κείνο που ήταν κάποτε μια καλύβα. Γύρω τους οι λουόμενοι, όχι πολλοί τέτοια εποχή μα αρκετοί ακόμη, τους προσπερνούσαν, που να ήξεραν τι'ταν κάποτε εδώ, τι είχε συμβεί σε τούτη την αμμουδιά, πόσα είχαν γίνει.

            Χτυπούσε δυνατά του κοριτσιού η καρδιά, έψαχνε με το βλέμμα της, σάρωνε, τίποτε. Σε λίγο κοντοστάθηκε κι ο Ζαν, φύσηξε, ξεφύσηξε απογοητευμένος.

            "Μάταιος κόπος μάτια μου. Τι ψάχνουμε εδώ πέρα; Φαντάσματα; Ως κι εκείνα πήραν δρόμο", είπε ο οδηγός και γύρισε τη πλάτη του να φύγει, τονε μιμήθηκε η Φανή.

            "Ψάχνετε κάτι;" ακούστηκε η ερώτηση, γύρισαν κι οι δύο περίεργοι. Ένα γερόντι, ένα άθλιο ραμόλι τους μιλούσε, στεκότανε παράμερα, σκυφτός με μια φριχτή καμπούρα κι ένα μπαστούνι να τονε βαστάει. Τι αταίριαστος με όλα τούτα γύρω, σκέφτηκε ο Ζαν, γύρισε να ιδεί τη Φανή, την είδε κοκαλωμένη, άσπρη απ'το τρόμο με τα μάτια της γουρλωμένα, λες κι έβλεπε ξωτικό!

            "Τι έπαθες εσύ;", της είπε ο Ζαν.

            "Αυτ... αυτός!"

            "Τι ψάχνετε λοιπόν; Μπορώ να βοηθήσω;", είπε ξανά ο κοντορεβυθούλης γέρος και τους πλησίασε μια στάλα. "Μένω χρόνια σε τούτο το τόπο, όταν κανείς απ'όλους αυτούς δεν είχε πατήσει το ποδάρι του. Όλους τους ξέρω όσους ήταν εδώ, πείτε μου τι ζητάτε να βοηθήσω χαρά μου!"

            Άφησε ο Ζαν τη Φανή κοκαλωμένη, να κοιτάζει το γερόντι με τρόμο, πλησίασε τον άνθρωπο, του είπε τι έψαχναν.

            Σήκωσε τη καμπούρα του ο γέρος, φανήκανε τα μάτια του, το άσχημο πρόσωπό του, μόρφασε ο Ζαν, τούτος ο άνθρωπος του προκαλούσε αναγούλα, συνέχισε όμως.

            "Λοιπόν, τον ξέρεις, τον θυμάσαι γέρο τον θεραπευτή;"

            Κοίταξε τον Ζαν στα μάτια ο καμπούρης, πάγωσε αυτός, νόμισε πως η Κόλαση η ίδια τον κοιτούσε.

            "Πάρετε δρόμο φύγετε από δώθε, ο μάγος έχει χρόνια πεθαμένος, δεν το ξέρετε; Ούτε καλύβα πια, ούτε μαγείες, ξεβρομίσαμε! Κι εγώ γυρνάω στο σπίτι μου, δουλειά δεν έχω μαζί σας".

            Γύρισε ο γέρος την άθλια καμπούρα του στους δυο τους μα άκουσε ξαφνικά ένα τραγούδι να απαγγέλλει μια κοριτσίστικη φωνή...

            Στο δάσους των σκοτωμένων θεών/ κοιμόμουν για είκοσι χρόνια...

            ...σάστισε μονομιάς, κοκάλωσε...

       ...κι εσύ που έχεις φυλακίσει το χρόνο μου στα στήθια σου

       αν τολμήσεις να με δεις θα πεθάνεις...

            ... έβαλε τα ροζιασμένα χέρια του στ'αυτιά του για να μην ακούει, μια πιο δυνατή συνέχιζε η Φανή να τραγουδάει κι ο Ζαν άφωνος την κοιτούσε...

            ...αν τολμήσεις να μ'αγγίξεις με αγάπη

             θα απλώσω στα πρωινά σου σκοτάδι! ...

            "Σκάσε λοιπόν, σταμάτα σου είπα!", ούρλιαξε ο γέρος, έπεσε κατάχαμα κι άρχισε να χτυπιέται. Μαζεύτηκαν κανά δυο περίεργοι να ιδούν, τους έπεισε ο Ζαν πως τίποτε δεν τρέχει, φύγανε, να βρουν μπελάδες δεν είχαν όρεξη.

            Έσκυψε η Φανή πάνω απ'το γέρο, τον έπιασε απ'τα πέτα, τον ταρακούνησε, δεν τον φοβόταν πια!

            "Τίποτε δε σου λέω!", φώναζε εκείνος στα τυφλά, "χαμένος είναι ο μικρός, σου λέω χαμένος! Τον έχουν οι Δυνάμεις μια χαψιά, σου λέω θα τον ρουφήξει ο Ισχυρός ώσπου να πείτε κίμινο!", φώναζε και χτυπιόταν γιατί η Φανή κάτω δεν το'βαζε και ήρθε και ο Ζαν να κάνει το σιγόντο.

            "Τι'ναι Φανή; Πες μου και άσ'τον σε μένα", είπε ο οδηγός και τονε σήκωσε στον αέρα έτσι που το γερόντι ποδοχτυπιόταν και αέρα χτυπούσε, θέαμα κωμικό μα έπρεπε να μιλήσει.

            "Πες μου, πες μου που είναι!", φώναζε η κοπέλα, είχε ορθώσει ανάστημα, δε τρόμαζε τώρα.

            "Στον Αγύριστο, τίποτε δε σου λέω!", επέμενε το γερόντι.

            "Παρ'τον μαζί σου Ζαν, θα βρούμε τρόπο όλα να τα πει. Εγώ τον Έκτορα τον χάνω αλλά κι εκείνος την άθλια ύπαρξή του. Κουβάλησέ τον, φορτίο βρομερό θα'χουμε στο ταξίδι, ας είναι όμως, θα το γλεντήσουμε!".

            "Στις διαταγές σου κορίτσι μου", προσποιήθηκε άριστα ο Ζαν, τον κρέμασε στη πλάτη του, έκανε να βαδίσει.

            "Σταμάτα, σταματήστε, θα σας πω! Τι έχω να χάσω; Έτσι κι αλλιώς χαμένοι είστε όλοι!", ούρλιαξε ο καμπούρης και μονομιάς βρέθηκε πάλι καταής να σπαρταράει σαν σπάρος.

            "Λέγε λοιπόν", τον διέταξε η Φανή και απόρησε ευθύς που είχε κρυμμένο τόσο τσαγανό.

 

* * *

 

τρία

 

Ξ

ΗΜΕΡΩΝΕ ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΙΑ. ΈΞΩ ΑΠ'ΤΗ ΜΟΝΑΧΙΚΗ σπηλιά του  ξύπνιος από ώρες ο Έκτορας κι αγναντεύει το σήκωμα του ήλιου. Η μαγεία του θεάματος τούτου μέρευε πάντα τη ψυχή του, την μαλάκωνε κι όποιες κι αν ήσαν οι σκοτούρες, παίρναν για λίγο αναβολή, καθάριζε ο νους, όλα αλλάζαν. Έτσι και τούτη η ηλιαυγή, είχε αγαλλιάσει τη φουρτούνα στη ψυχή του νέου. Τα μαλλιά του είχαν κάνει πλεξούδες, απεριποίητα, μούσια είχαν φυτρώσει στα όμορφα μάγουλά του, πληγιάσανε χέρια και πόδια απ'τις ακμές των βράχων. Μα, δεν τον ένοιαζαν όλα τούτα. Ήταν γεμάτος απ'το Έργο, το πιο μεγάλο, το πιο σημαντικό όλης της ζωής του. Είκοσι χρόνια ετοιμαζόταν, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα στα σπλάχνα των Δυνάμεων, είκοσι χρόνια ολόκληρα αλήθεια ετοιμαζότανε κι αυτός δίχως να το καταλάβει! Και η Ώρα είχε πια έρθει, κοντοζύγωνε. Μια μέρα μόνο απέμενε, τίποτε, μια ανάσα από την Επαφή.

            Τρέχανε τα πουλιά, κρώζανε, στέκονταν δίπλα του, τα χάιδευε κείνος, δεν τον φοβόνταν, ύστερα σήκωναν τα φτερά τους, χάνονταν στο Άπειρο.

            "Κάπου εκεί μέσα είσαι κι εσύ πατέρα", μονολόγησε ο νεαρός και θυμήθηκε τον ποιητή εαυτό του. "Μα όχι για πολύ ακόμα. Αύριο συναντιόμαστε, ευλογημένη η ώρα!", είπε με δέος ο νεαρός κι ένιωσε ύστερα τα βλέφαρά του να βαραίνουν, τα μέλη του να'χουν ανάγκη ξεκούραση, πόσο είχε ξαποστάσει απ'τις ετοιμασίες έξη μέρες τώρα; Σηκώθηκε αργά απ'το βραχάκι του, το βλέμμα του έριξε πίσω στο καταφύγιό του, χαμογέλασε.

            "Σού'ρχομαι φτωχοκρέβατό μου, λίγη ανάπαψη πριν τη μεγάλη μάχη!", μονολόγησε ξανά και πήρε το βήμα προς τη σπηλιά του.

 

***

 

Απέναντι απ'την ακτή του Έκτορα, τέσσερα μίλια απόσταση, σιμά σ'ένα γκρεμό, στο αυτοκίνητο καθισμένοι και από ώρα σιωπηλοί, ο Ζαν στο τιμόνι, η Φανή δίπλα του. Κοιτάζουν απ'έξω, πουθενά δε κοιτάζουν, ξέρουν πως το καταραμένο ακρωτήρι, το μικρό νησί που'χουν διαλέξει οι Δυνάμεις είναι στο άκρο της θάλασσας, μα είναι άλλα πολλά που ο νους δεν τα χωράει κι ας τους εξήγησε ο καμπούρης, δεν τα  καταλαβαίνουν. Νιώθουν κι οι δυο το χρέος να βαραίνει ασήκωτο στις πλάτες, θέλει ημίθεων πλάτες για να το στηρίξουν, θέλει ψυχές ηρώων, θέλει να αγαπάς πιότερο απ'τη ζωή σου το να τη χάσεις!

            Ξεφυσάει ο Ζαν, τρίβει το δέρμα στο τιμόνι, δεν ξέρει τι να πει, ούτε να αγγίξει με το βλέμμα του τη κοπέλα. Μέσα του ξέρει, εκείνη θα σηκώσει το φορτίο, εκείνη θα ριχτεί στη κόλαση και πρέπει να βιαστεί. Είναι Σαββάτο απόγευμα, έχουν δεν έχουν δέκα ώρες ώσπου να γίνουν όλα, και ακόμη να πιστέψει όσα άκουσε απ'τα χείλη του τρισάθλιου γέρου δεν μπορεί. Αν το μπορούσε θα τον σκότωνε, κάτω απ'τα λάστιχα της λιμουζίνας θα τον έλιωνε, να ξεβρομίσει η πλάση απ'τα σκουλήκια.

            Γυρνάει το κεφάλι του στο ρολόι, βγάζει βαριά ανάσα, πρέπει στο κορίτσι να μιλήσει. Και τι να πει; Τα λόγια έρχονται δύσκολα στο στόμα.

            "Απίστευτα μου φαίνονται όλα τούτα κοπέλα μου. Πρέπει όμως απόφαση να πάρεις. Το πιο σωστό να ειδοποιήσουμε τις αρχές. Ξέρουμε που είναι ο παλαβιάρης, να εκεί απέναντι, 'ακρωτήρι του Ανέμου' δεν είπε ο καμπούρης; Ε, αυτό είναι, άλλο δεν έχει".

            Αντί απόκριση, η Φανή ανοίγει την πόρτα, δυσφορεί, θέλει να πάρει αέρα, λίγο ακόμη και θα σκάσει. Κάνει δυο βήματα, πιο κάτω ο γκρεμός, κοντοστέκεται, τρέχει ο Ζαν ξοπίσω της μη κάνει καμιά τρέλα.

            "Άσε με Ζαν, μη με φοβάσαι. Δε πρόκειται να γκρεμιστώ, αν κι έτσι όπως είμαι το καλύτερο θα ήταν. Θε μου, τι να πω, δεν ξέρω!"

            Κάθονται και οι δυο σε πέτρα, αγναντεύουν το στερέωμα, τα νησιά ολόγυρα, τη θάλασσα, κάποια βαρκάκια που φαίνονται από δω σα παιδικά παιγνίδια.

            "Μα είναι δυνατόν να μου συμβαίνουν όλ'αυτά; Πες μου Ζαν κι εσύ, απάντησέ μου! Αν αληθεύουν όσα μας είπε ο γέρος, είναι χαμένος ο Έκτορας, ποιος θα τον βοηθήσει; Ως κι η γιαγιά μου κόντεψε να πάθει συγκοπή, πως το κατάλαβε ότι όλα αυτά συμβαίνουν!"

            "Σε κάποια πράγματα δεν έχουμε απαντήσεις", λέει ο Ζαν, καταλαβαίνει πως αερολογίες λέει, αλλάζει το σκοπό, "θέλω να πω, σημασία έχει τι θα κάνουμε. Έχουμε μέσα μας μια γνώση μυστική, απόκρυφη, πως το λένε; Εγώ τη νιώθω να μου βαραίνει τους ώμους, αν έτσι την αφήσω θα με διαλύσει, πόσο εσύ που..."

            Τη φράση του κόβει στη μέση ο οδηγός, σε ξένο χωράφι πως μπήκε αισθάνεται, σωπαίνει. Μα κι απ'την άλλη, την κοπελιά αυτή δίπλα του δεν θα την παρατήσει, όσο μπορεί θα της σταθεί, την έχει, τούτες τις μέρες, βάλει στη καρδιά του.

            Έχει χαθεί το βλέμμα της κοπέλας στο πέλαγος, δάκρυα αρχίζουν να απλώνονται στα μάγουλα μα ευθύς με τις παλάμες της τα σκουπίζει. Σε τεντωμένο σχοινί ακροβατεί αυτές τις ώρες, αν το μυαλό δουλέψει ανάποδα, αν η καρδιά λυγίσει, πέφτει, γκρεμοτσακίζεται και ο Έκτορας μαζί της.     

            "Κείνο που αναρωτιέμαι πιο πολύ, ξέρεις πιο είναι Ζαν;", ρωτάει και δεν γνοιάζεται αν κάποιος την ακούει. "Πως είναι δυνατόν σε ένα κορμί δύο ψυχές, δύο υπάρξεις σ'ένα σώμα, τρομερό αλήθεια!"

            Κουνάει το κεφάλι του ο άντρας, τι να απαντήσει; Παίρνει μια πέτρα, την πετάει μακριά, αποφασίζει κάτι να της ξομολογηθεί.

            "Τούτο που ξέρω κορίτσι μου είναι ένα. Άνθρωπο σαν τον Ομάρ, δεν έτυχε άλλο να γνωρίσω, μια φορά με κοίταξε κάποτες ολόισια στα μάτια, αλήθεια στο λέω κι ανατριχιάζω και νόμισα πως με είχε σταυρώσει στο Γολγοθά ο ίδιος ο Βελζεβούλ!"

 

* * *

 

 

Μέρος Τέταρτο [η επαφή]

 

ένα

 

Κ  

 

ΟΝΤΕΥΕΙ ΕΝΤΕΚΑ, ΜΙΑ ΩΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙ και τα μαντάτα απ'το καιρό δεν είναι τα ποθούμενα. Έχει λίγη ώρα τώρα που ο άνεμος φρεσκάρει, ξέρουν οι ναυτικοί πως ο πουνέντης το βράδυ ξεσηκώνεται, του αρέσουνε του αλήτη τα βραδινά παιγνίδια.

            Είναι η Φανή κάτω, στη ξύλινη προβλήτα κι έχει νοικιάσει μια βάρκα με κουπιά, ένα σαπιοκουφάρι μα δεν μπορούσε άλλο τίποτε να βρει, που άνθρωπος να την πετάξει απέναντι στο Ακρωτήρι, όλοι έχουν λουφάξει στα σπίτια τους, και όσοι ξέρουν της είπαν να μην το αποτολμήσει.

            "Όταν σηκώσει δυτικό από δω, όλα τα σαρώνει", της είπε ένας γερο μπαμπαλής που κάπνιζε σαν αράπης και έβηχε ξερνώντας τα συκώτια του. "Μη κάνεις την αποκοτιά να τονε προκαλέσεις, είσαι άμαθο κοριτσόπουλο, ούτε κι εμείς το κάνουμε, μόνο αν υπάρχει λόγος!", της ξανάπε και εξαφανίστηκε από μπροστά της παραπαίοντας.

            Μόνο αν υπάρχει λόγος, επανέλαβε μέσα της η Φανή, και αν υπήρχε Θε μου! Πως να εξηγήσει, τι να πει, δεν έβγαινε τέτοια κουβέντα, έπρεπε μόνη της να γίνει Οδυσσέας, να γίνει καπετάνισσα, να πάει ενάντια στους ανέμους, στην ίδια της κόλασης την θύελλα που ήξερε πως ερχόταν. Ως και τον Ζαν απέκλεισε, τι έφταιγε εκείνος αν ερωτεύτηκε αυτή σαν παλαβή;

            Στέκονται οι δυο τους στην προβλήτα, κουνιέται κιόλας το βαρκάκι, κοντοζυγώνει θυμωμένος ο πουνέντης.

            "Μη πας κυρά μου", την παρακαλάει ο άντρας και ξέρει ότι είναι λόγια πεταμένα στη θάλασσα. "Μη πας, στο λέω, θα πνιγείς, κι αν δε πνιγείς, που θα'βρεις τη δύναμη να κυβερνήσεις τη βαρκούλα; Τα μπράτσα σου είναι αμάθητα, θα κουραστείς πριν φτάσεις ως τη μέση, σε ικετεύω, μην το κάνεις".

            Δεν τον ακούει η κοπέλα, έχει κιόλας καθίσει στη σανίδα, έχει αφήσει τα κουπιά να πέσουν στο νερό. Μαζεύει τα μαλλιά της απ'το πρόσωπο, ρίχνει μια ματιά στο βράχο απέναντι, κει κάπου την περιμένει ο άντρας ο δικός της, τα λόγια των υπόλοιπων στάχτη και αγέρας.

            "Λύσε με Ζαν, φεύγω, δεν έχω ώρα!", φωνάζει εκείνη και τα μισά της λόγια παίρνει κιόλας ο άνεμος που φουσκώνει.

            Πηχτό σκοτάδι ολόγυρα, διακρίνει μετά βίας κάποια λαμπιόνια απέναντι ο Ζαν, έχει και η βάρκα μια λάμπα που αχνοφέγγει, όλο το εγχείρημα μια τρέλα, πάει στο θάνατο ολόισια η κοπέλα. "Ας πάνε όλα στο διάβολο, μόνη δεν την αφήνω", μονολογεί, κάνει και το σταυρό του, πηδάει κι εκείνος στη βάρκα, παραμερίζει τη Φανή, παίρνει τη θέση της στα κουπιά.

            "Σαλπάρουμε καπετάνισσα, λύσε κάβο!", της φωνάζει κι ούτε που διακρίνει τα δάκρυά της καθώς λάμπουν στης λάμπας το θαμπό φως.

            "Σαλπάρουμε και ο Χριστός κυβερνήτης", λέει κι εκείνη αναθαρρημένη και μαζεύει το μουσκεμένο κάβο.

 

* * *

 

Μία η ώρα, μπήκε η Κυριακή και βρήκε τον Έκτορα να εργάζεται πυρετωδώς. Τέσσερις κιμωλίες στα χέρια είχε, έξω από τη σπηλιά από ώρα, γονατιστός να ζωγραφίζει κάποια περίεργα σχήματα σ'ένα απάνεμο πλάτωμα. Ούτε που νοιάχτηκε όταν ξεκίνησε ο πουνέντης να τον κοπανάει, μισόγυμνος, με γένια και μαλλιά, σωστός ερημίτης, πυρετωμένος από του Έργου την φούρια, σε άλλο κόσμο φύσαγε ο Θεός, σε άλλο εκείνος.

            Είναι ακόμη στα τέσσερα, ψάλλει μονάχος, ζωγραφίζει, μέσα σ'ένα θεόρατο κύκλο όλα, εκείνος, τα σύμβολα που φτιάχνει, όσα πρόκειται να γίνουν.

            Μέρες τώρα νηστικός, άπλυτος, αξάπλωτος. Το σώμα δεν το νιώθει, είναι η ψυχή ένα καράβι που τον ταξιδεύει μακριά, σε λίγο συναντάει τον πατέρα, ένα θα γίνουν ως την αιωνιότητα, για ύπνο και φαί έχει καιρό.

            Κοιτάει το ρολόι ο νεαρός, μορφάζει, σκουπίζει τον ιδρώτα, συνεχίζει.

            "Τελειώνω, δεν αργώ, στις τρεις θα γίνει η επαφή αν όλα τα έχω καμωμένα ορθά, θα τα έχω!", λέει μοναχός του και κείνος ακούει. Ύστερα σηκώνεται, επιθεωρεί το έργο του, ικανοποιείται, βγαίνει απ'το κύκλο, μπαίνει στη σπηλιά. Το βιβλίο του πατέρα του ορθάνοιχτο, πάνω στη τάβλα περιμένει, το παίρνει στα χέρια, βγαίνει πάλι, τον σπρώχνει ο άνεμος, πάει να τον ρίξει στα βράχια να τονε τσακίσει. Του φεύγει το βιβλίο απ'τα χέρια, πέφτει παράμερα, παρά λίγο να το κάνει μια ρουφηξιά η θάλασσα.

            "Αφού το θέλησαν οι Δυνάμεις, δε θα φανώ ανάξιος", ουρλιάζει, ρίχνεται ανάμεσα στα κοφτερά κοτρόνια, σχίζεται, ματώνει, σώζει το αρχαίο βιβλίο. "Κάνε υπομονή πατέρα, ακόμη λίγο και είμαι στο τέλος", φωνάζει και γελάει ευτυχισμένος ο Έκτορας.

            "Τι ευλογία και τούτη!", μονολογεί και ξαναμπαίνει στον αυτοσχέδιο κύκλο του να αρχίσει η τελευταία φάση του Έργου, η πιο σπουδαία, η πιο επικίνδυνη, η ετοιμασμένη δυο δεκαετίες τώρα!

 

* * *

 

"Δύο η ώρα κοπέλα μου, τι είσαι ακόμη ξύπνια;"

            Στο αρχοντικό των Καλλίδηδων ούτε πουνέντης, ούτε αφρισμένα κύματα. Μονάχα δυο ψυχές που αγωνιούν και η δική τους η φουρτούνα αντάξια κείνης που σκάει στο ακρωτήρι του Ανέμου. Μέσ'στο σαλόνι η Τάνια και η κυρά Σοφία, σε αναμμένα κάρβουνα. Το ξέρει η πρώτη, το διαισθάνεται. Σήμερα, απόψε, ό,τι θα γίνει, πικρά το έχει κιόλας μετανιώσει που έχει αφήσει μόνη τη κοπέλα με τον οδηγό. Δουλειά δικιά της ο Έκτορας, πως έμπλεξε τους ξένους;

            "Που να'ναι τώρα τα παιδιά μητέρα; Έχω έγνοια, κανένα νέο, μια βδομάδα τώρα λείπουν, που βρίσκονται όλοι; Ο γιος μου, η Φανή ως και ο Ζαν, ρημάξαμε!"

            "Κάθισε κάτω και ησύχασε. Ξέρει ο Ζαν, θυμάται, αν αργούν είναι γιατί έτσι πρέπει", λέει η γριά να την παρηγορήσει, του κάκου. Χτυπούν τα δευτερόλεπτα στο κρεμαστό ρολόι του σαλονιού, της σπάν τα νεύρα της και η Τάνια επιμένει.

            "Έχω προαίσθημα μητέρα, ό,τι θα γίνει μέχρι το πρωί. Ύστερα..."

            "Έλα να πάμε μέσα, στην εικόνα Της να Της τα πούμε πάλι", λέει η γερόντισσα, την πιάνει απ'τον ώμο, υπακούει η θυγατέρα, άλλος δρόμος δεν απόμεινε, η πίστη στη Θεοτόκο να ενεργήσει.

            "Πάμε μάνα, μητέρα είναι κι Αυτή", αποκρίνεται η Τάνια και στο μυαλό της ο Έκτορας, μονάχα εκείνος.

 

* * *

           

Πως βρέθηκε στη θάλασσα η Τάνια δε μπόρεσε να φέρει στο θολωμένο της μυαλό, κείνη την ώρα τίποτε δεν έβλεπε ούτε άκουγε ακόμη. Λυσσομανούσε ο άνεμος, τα κύματα θεόρατα, κι ό,τι είχε αρχίσει να διακρίνει κάποια φωτάκια πιο κοντά απ'το ακρωτήρι, σπίτια ήταν, λάμπες, δεν ήξερε. Ο Ζαν ο φουκαράς, μούσκεμα, σαν κι εκείνη, πάλευε, τα κουπιά είχε κάνει όπλα και πολεμούσε το μανιασμένο Άρχοντα που τους κλωτσούσε δώθε κείθε σα μπάλα για να διασκεδάζει.

            Ήρθε η στιγμή που η βαρκούλα δεν άντεξε να ρεζιλεύεται άλλο απ'το στοιχειό, παρέδωσε το πνεύμα, γύρισε τ'ανάσκελα, χύθηκαν άνθρωποι, κουπιά, τα πάντα στο νερό.

            Πάλεψε ώρα η Τάνια με το κύμα, ό,τι μπορούσε το κορμί της να το κάνει το έκανε, είχε όμως πια εξαντληθεί, έχανε τις αισθήσεις της, όλα θολά, όλα περίεργα, τα μάτια της δεν την βοηθούσαν, κι εκεί που χόρευε με το ρυθμό που ήθελε ο άνεμος, ένιωσε ένα χέρι αντρίκιο να την τραβάσει απ'τη μπλούζα της, άλλαξε η μοίρα της, δεν ήτανε γραμμένο να χαιρετήσει αυτό το κόσμο.

            Ο Ζαν είχε αρπαχτεί απ'το κουπί, είχε ξεβγεί στην αμμουδιά, σ'ένα απάγκιο είχε αράξει κι έψαχνε με τα μάτια του από ώρα την κοπέλα. Μεσ'στο πηχτό αποσκόταδο στάθηκε τυχερός, την είδε ένα κουβάρι, παραδομένη, να μην κουνιέται η ίδια παρά να την τσουλάει το κύμα, της φώναξε, δεν έπαιρνε απάντηση, βούτηξε πάλι στ'ανοιχτά να τηνε φέρει στους ζωντανούς γιατί είχε βάλει πλώρη για την άλλη όχθη.

            Βρίσκονται πια στην αμμουδιά, δεν ξέρουν που, ιδέα δεν έχουν, μα είναι ασφαλείς, ο αέρας δώθε δεν τρομάζει πια, η θάλασσα έχει γλυκάνει, κρυώνουν μόνο μα δοξολογούν τον θεό που αναπνέουν ακόμη.

            Κάνει εντριβές ο Ζαν στη πλάτη της Φανής, εκείνη ακόμη ζαλισμένη, παλεύει να συνέλθει, χαμογελάει όμως, θρίαμβος, δε νίκησε ο αόρατος αλήτης!

            "Δόξα στο Κύριο, επέστρεψες κοντά μου!", φωνάζει ο Ζαν, χαίρεται η καρδιά του κι ας έχουν και οι δυο τα χάλια τους.

            "Μ'έσωσες Ζαν, σ'ευχαριστώ", του λέει, του κρατά το χέρι και αμέσως σκέφτεται πως τρέχει η νύχτα και άλλο δεν μπορούν να περιμένουν. Σώθηκαν κείνοι μα άλλος είναι που ήρθανε να σώσουν. Και πρέπει να τον ψάξουν.

            "Πάρε μια ανάσα μάτια μου", λέει ο άντρας που λαχανιάζει ακόμη, "και πάλι θα κινήσουμε. Που είναι ο Έκτορας δεν έχω ιδέα, όμως θα στρίψουμε το κάβο αυτό και θα'χουμε θέα από κει, είμαι βέβαιος", της λέει δείχνοντας και την ανάσα του μοχθεί να ημερώσει.

            "Τι ώρα είναι Ζαν;", ρωτάει η Φανή και τον κοιτάει στα μάτια.

            "Το'χασα το ρολόι στην φουρτούνα, αλλά δεν πρέπει να είναι αργότερα από τις τρεις", λέει ο Ζαν και ελπίζει να έχει δίκιο.

 

* * *

 

δυο

 

 

Ζ  

ΥΓΩΝΕΙ ΤΡΕΙΣ.

            Γύρω απ'το σημείο που χάραξε ο Έκτορας στο βράχο, το χάος. Ο άνεμος κοπανιέται με το χώμα, τις κοτρόνες, και η θάλασσα ανοίγει, σκάει στα δυο, ξαναενώνει, όλα τα στοιχεία παλεύουν, ώρες τώρα και δεν ξεθύμωσαν!

            Μα εκεί, στο κύκλο μέσα του Έκτορα, κάτι έχει γίνει, απίστευτο, όμως άπνοια, ησυχία, τσιμουδιά! Ο νέος άντρας τώρα, έφτασε στο τέρμα. Έχει στα πόδια του το ιερό βιβλίο, ψέλνει από στήθους πια, έχει σηκώσει τα χέρια του, κάνει ένα 'Υ' επικαλείται, ουρλιάζει, δίνεται, προσφέρεται, όλες οι θύρες της ψυχής, του πνεύματος ανοιχτές!

            Τρεις ακριβώς και το παιδί ακόμα δεν τελείωσε τις λέξεις που είναι να προφερθούν και η επαφή αρχίζει!

            Πρώτα το μυρίζει, είναι μια μπόχα αφόρητη, του'ρχεται ναυτία μα στέκει ακλόνητος, ούτε γι'αστείο να κάνει βήμα έξω απ'το κύκλο. Και η μπόχα πιο έντονη ακόμη, λες και εκατό ψοφίμια έχουν ξεβραστεί και ζέχνουν!

            "Φύλακα των Επτά και πιστέ των Παλαιών Φρουρέ του Ιερού Κατωφλίου, σε ανγνωρίζω...", φωνάζει ο Έκτορας και αμέσως επιστρέφει στα λόγια του βιβλίου, τ'ακατάληπτα.

            Το ρίγος της καρδιάς του δεν είναι ακόμη τίποτε σε όσα έχει να νιώσει αργότερα. Οι Δυνάμεις δοκιμάζουν τα κότσια του νεαρού και αρχίζει γύρω από το κύκλο να κόβει βόλτες ένας τεράστιος λύκος, μοχθηρός, κατάμαυρος, να δείχνει τα γυμνά του δόντια στον Έκτορα, να γρατζουνάει με τα νύχια το αόρατο τείχος που τον κρατάει απ'έξω, να βγάζει ουρλιαχτά που είναι κατευθείαν από τη Κόλαση.

            Βλέπει καλά ο Έκτορας, κίνηση, βήμα του Φύλακα δεν χάνει, ιδρώνει, ξειδρώνει, δεν έχει να πάει πουθενά, να κάνει πίσω ασύλληπτο. Έστω και μια στιγμή το θάρρος του να χάσει, το τείχος γκρεμίζεται και οι δαίμονες τον ξεσκίζουν λωρίδες στο λεπτό.

            "Γρηγόρευε πατέρα, που είσαι λοιπόν;", αναρωτιέται μα από μέσα του. Κι ύστερα αρχίζει να φωνάζει πάλι τους ψαλμούς τους μαύρους, τους αρχαίους που αν ήξερε τι Θύρες έχει ανοίξει ούτε στον ύπνο του δε θα τολμούσε τόση αποκοτιά!

 

Έχουν βρει ασφάλεια πίσω από ένα βράχο, ούτε μακριά πολύ μα ούτε και κοντά, η Φανή και ο Ζαν και όσα στα μάτια τους μπροστά συμβαίνουν δεν τα πιστεύουν. Ο νους μπορεί να ανοίξει, λένε, είναι από λάστιχο, τεντώνεται, περιέχει κι άλλα, μα όχι ετούτα, είναι πολλά, άσχημα, κολασμένα, δεν τα χωράει ο ισορροπημένος άνθρωπος να τα φιλοξενεί εντός του.

            "Χριστέ μου!", λέει η Φανή και κάνει το σταυρό της.

            "Δώσε μας δύναμη Ουρανοχτίστη!", συμπληρώνει ο Ζαν, σταυροκοπιέται κι αυτός μα κι οι δυο τους ψιθυρίζουν, τόσο κομμένη είναι η λαλιά τους που δεν μπορούν να βρουν φωνή να πουν κουβέντα. Βλέπουν και οι δυο τους τώρα τον Έκτορα να έχει γονατίσει, φαίνεται εξαντλημένος, αδύνατος, σκελετωμένος, η Φανή ζορίζεται να τον γνωρίσει όπως έχει γίνει, λέει πως φταίει το χλωμό της λάμπας το φως που έχει ο νεαρός σιμά του και την ξεγελάει.

            Φυσάει πολύ, λύσσα πραγματική, και οι φωνές του νεαρού χάνονται, δεν καταλαβαίνουν. Πιάνει η Φανή μια λέξη, άλλη μία, δε βγάζει νόημα, σε άλλη γλώσσα ανήκουν όσα λέει ο αγαπημένος της, όλα τρελά απόψε! Μα εκεί που τα χρειάστηκαν είναι που είδαν κείνο το θηρίο να τριγυρνάει γύρω γύρω απ'τον Έκτορα, να μαζεύεται για να ορμήσει, να το μετανιώνει, να ουρλιάζει, να θέλει να κάνει τον άντρα μια χαψιά.

            Πέρασαν μόνο δυο λεπτά που η λογική θριάμβευσε, ο φόβος που φυλάει τα έρμα, ύστερα μιλάει η καρδιά, ο έρωτας, η αγάπη.

            "Δεν το αντέχω άλλο Ζαν, πάω να διακόψω του Σατανά το έργο. Δέσμιος ο Έκτορας, δε φταίει, ίσως να έχει ποτιστεί με τίποτα, ναρκωτικά, δε ξέρω, μα είμαι βέβαιη, δε νιώθει τι συμβαίνει", λέει η κοπέλα και κάνει να φανερωθεί.

            "Στάσου κοπέλα μου, που πας;", φωνάζει ο Ζαν, τη τραβάει πίσω, "μη κάνεις βήμα, κοίτα!".

            Και κοίταξε η Φανή κι ό,τι είδε παρά λίγο να κάνει το μυαλό της να σαλέψει μια και καλή.

 

* * *

 

Όσα συμβαίνουν τώρα ο Έκτορας αδυνατεί να τα ελέγξει. Το Βιβλίο γράφει, ναι, αλλά όχι ετούτα. Είναι όσα βλέπει, όσα ακούει, όσα νιώθει, όσα αισθάνεται και πλημμυρίζουν το κουρασμένο του μυαλό. Φίδια ιπτάμενα, γύρω, τριγύρω, δράκων ουρές, γλώσσες φωτιάς, πρόσωπα φριχτά, παραμορφωμένα, μωρά που κλαίνε, γέροντες σε αποσύνθεση, νεκροί που ορθώνονται, σκελετοί που περπατάνε, όλα σε τούτο το στενό το κύκλο, όλα στο νου του ή απ'έξω, αδύνατο να ξεχωρίσει.

            Ξέρει ότι πρέπει να μένει ακίνητος, να μη σαλεύει, ό,τι κι αν βλέπει, ό,τι κι αν γίνεται γύρω του. Μα τώρα πια δεν το μπορεί άλλο, κείνος πήρε εντολές να συναντήσει τον πατέρα του, το κορμί του να δώσει για να τον αναστήσει, μέσα στο σώμα του κι οι δυο μαζί, μα τώρα, σε ποια παγίδα έπεσε και δεν μπορεί να βγει;

            Και τότε, τότε είναι που τα μυαλά του πάνε να σαλέψουνε, όταν τη μητέρα του βλέπει εμπρός του, γυμνή, ολόγυμνη, Χριστέ και Κύριε, να του χαϊδεύεται, να τον καλεί για σαρκικά παιγνίδια, σαν άθλια πόρνη, όπως δεν μπόρεσε ποτέ του να την φανταστεί. Και αισθάνεται ο ανδρισμός του να ορθώνεται, κι αυτό που γίνεται τον κάνει να πονάει, να πονάει πολύ.

            Ύστερα, το φάντασμα εξαφανίζεται, γέλια ακούει στ'αυτιά του, σαρκασμό, γελάνε οι δαίμονες με το κατάντημά του, πίστεψε ο δύσμοιρος στα βιβλία τα καταραμένα, καλά να πάθει! Κι άλλα γέλια τώρα, κι ύστερα, μέσα στη φρίκη του, να ο πατέρας του, να'τος επιτέλους, ήρθε, είναι κοντά του, του απλώνει το χέρι, τον καλεί, έξω απ'το κύκλο, κάπου τον θέλει συντροφιά.

            "Πατέρα, ήρθες λοιπόν!", λέει μαγεμένος ο μικρός, χαμογελάει, παίρνει το θάρρος, ώστε δεν πήγανε χαμένα όσα έκανε, ώστε θα γίνει η επαφή, ώστε λοιπόν όλα καλά!

            "Μπράβο σου αγόρι μου. Με κάνεις περήφανο να ξέρεις, έλα μαζί μου τώρα, βγες απ'τον κύκλο, έλα μαζί μου να σε αγκαλιάσω!", μιλάει ο πατέρας κι είναι η μορφή του όπως τον είδε στο ενύπνιο. Μακριά τα μαλλιά του και τα γένια του, τα μάτια του όμως, δεν είναι, το αισθάνεται, δεν είναι του πατέρα, κι ούτε ανθρώπου μάτια είναι! Βγάζει ουρλιαχτό απόγνωσης ο δέσμιος, δυστυχισμένος ο Έκτορας και σε απόκριση ιαχές βασανισμένων και σαλεμένων του Αδη τον σκεπάζουν.

            "Πάρ'τε με, αφανίστε με, δεν αντέχω άλλο!", φωνάζει ο νέος, δεν μπορεί άλλο, έχει ρέψει πια, κέλυφος έχει γίνει αδειανό, ματώνει η ψυχή του, χάνει το κόσμο, πέφτει στο έδαφος, έτοιμος είναι να παραδοθεί.

            Και τη στιγμή που όλες οι πύλες του Άλλου Κόσμου χάσκουν ορθάνοιχτες για να τον καταπιούν υποδεχθούν, κάποιαν φωνή ακούει, κάποια γνωστή φωνή, ξυπνάει απ'το λήθαργο που πάει να βυθιστεί, γυρίζει το κεφάλι, κάποια φιγούρα διακρίνει, η Φανή να του φωνάζει κι εκείνος να ακούει ένα ψίθυρο...

 

* * *

 

 

τρία

 

‘Θ

ΕΕ ΜΟΥ, ΤΙ ΤΡΕΛΑ!'’ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΞΑΝΑΛΕΕΙ Η ΦΑΝΗ, είναι που έχει ξεμυτίσει πια, κάνει το βήμα προς το θέατρο της Αποκάλυψης που έχει μπροστά της, βλέπει, ακούει, αισθάνεται και πάλι δεν πιστεύει. Κάποτε είχε δει μια ταινία στο σινεμά, είχε διαβάσει αράδες λαθραία σ'ένα βιβλίο και είχε τρομοκρατηθεί, δεν είναι εκείνη για όλ'αυτά, μα τώρα...

            Στο νου της έρχεται ο καμπούρης.

            Μόνο αν κάποιος που αγαπάει πολύ θελήσει αληθινά μπορεί να τον τραβήξει

       Μόνο αν κάποιος που την αγάπη του κάνει γεφύρι και περπατήσει ως την αντίπερα όχθη...

            Ναι, έτσι είχε πει ο γέρος λίγες μέρες πριν, καθώς τον πίεζαν κείνη και ο Ζαν να τους μιλήσει και τώρα αναρωτιέται, ποιος να'τανε αλήθεια αυτός ο γέρος, από που είχε σταλεί, ποιος...

            Δεν είχε ώρα για μυστήρια άλλα, μπρος της ο αγαπημένος της αφανίζεται, τον σέρνουν με αλυσίδες στα μπουντρούμια του Αδη, ό,τι να γίνει θα γίνει, εμφανίζεται στο σκηνικό η κοπέλα, τη στιγμή ακριβώς που βλέπει ένα φάντασμα με μακριά μαλλιά και μούσια            και μάτια μοχθηρά να έχει απλώσει το χέρι του στον Έκτορα, να λέει ότι είναι ο πατέρας του, να τον καλεί κοντά του.

            "Όχι, Έκτορα, μην πας, Έκτορα, αγάπη μου, δεν είναι αληθινός, ΜΗΝ ΒΓΑΙΝΕΙΣ ΑΠΟ ΚΕΙ!, ουρλιάζει η κοπέλα και ο θεόρατος λύκος, κείνον τον είχε προς στιγμή ξεχάσει, της μουγκρίζει, ανοίγει το αβυσσαλέο του στόμα, τρέχουν τα σάλια, ορμάει να την κατασπαράξει.

           

            Μέσα στο μυαλό του Ζαν παίζουνε όλα, το χτες, το σήμερα, το αύριο, η ζωή και ο θάνατος, ποια απόφαση θα πάρει. Να ακολουθήσει τη κοπέλα στο χαμό, να παραμείνει αθέατος, ασφαλής, πίσω απ'τα βράχια, πίσω απ'το φόβο που τον έχει παραλύσει.

            Έχει σηκώσει το κορμί του, βλέπει όσα γίνονται, ο φρικαλέος δαίμονας που έχει φορέσει τη στολή του λύκου είναι έτοιμος να χιμήξει στη κοπέλα, πρέπει γίνει κάτι, τώρα, αποφασίζει, κορώνα γράμματα το παίζει, όλα ή τίποτα...

 

            "Κάνε στην άκρη Φανή!", ακούει εκείνη τη φωνή από πίσω της, ο Ζαν παίρνει τη θέση της, πέφτει απάνω του ο λύκος αντί για κείνη.

            Βγάζει ένα ουρλιαχτό η κοπέλα, γυρίζει πάλι στον Έκτορα, κείνος σηκώθηκε πάλι, όρθιος, δείχνει αποβλακωμένος, κάπου κοιτάζει, μιλάει, χάνεται το παιγνίδι νιώθει η Φανή, ή τώρα η ποτέ και ορμάει στο κύκλο μέσα!

 

Την ώρα που έξω απ'το κύκλο οι μόνοι δυο ανθρώποι που έχουν ακόμα λογική, παλεύουν το παράλογο, μέσα ο Έκτορας ακούει τη πιο μελωδική φωνή που'χει ποτέ του ακούσει. Βλέπει, αλήθεια, το ωραιότερο θέαμα που είχε δει, εκείνους, πατέρα και μητέρα να'ναι μαζί, αγκαλιασμένοι, περπατούν σε μια αμμουδιά, χαμογελούν, λένε αστεία, πειράζει ο Ομάρ τη Τάνια, ανταποδίδει το παιγνίδι εκείνη, είναι γεμάτοι από χαρά, ευτυχισμένοι, τέρψη στα μάτια και στ'αυτιά το σκηνικό ετούτο, πλανιέται ο νέος που κοιτάζει.

            Γυρίζει η μητέρα ξαφνικά σε κείνον, απλώνει αυτό το βλέμμα της το υπέροχο, είναι η μάνα του, αγγίζει τη ψυχή του. Δίπλα της ο Ομάρ, γλυκός και ήσυχος κι αυτός, την έχει αγκαλιασμένη, μιλούν και οι δύο τώρα, τον καλούν να συμπληρώσει την ωραία οικογένεια.

            "Έλα μωρό μου", λέει η μητέρα, "έλα κοντά μας που είσαι ο καρπός του πιο σπάνιου έρωτα, έλα ψυχούλα μου, μη μας φοβάσαι" και από δίπλα σιγοντάρει και ο πατέρας.

            "Μη το διστάζεις άλλο, κάνε το βήμα, είσαι δυνατός παιδί μου, να'μαστε ενωμένοι πια, όπως ποτέ, συ που μεγάλωσες ορφανός θα είσαι πια ολοκληρωμένος, όλοι μαζί, οικογένεια, η δική σου οικογένεια αγόρι μου..." λέει ο πατέρας κι έχουν απλώσει τα χέρια τους, φτιάχνουν τη γέφυρα να περπατήσει ο ακριβός τους.

            "Ναι, έρχομαι, αυτό ήθελα πάντα, τι ευτυχία, έρχομαι, δικός σας!"

            Και είναι έτοιμος να απλώσει το πόδι εμπρός όταν αισθάνεται δεμένος, κάποιος τονε κρατά, γυρίζει, κάποια γυναίκα, άγνωστη, του μιλάει, του φωνάζει, τον φιλάει στο πρόσωπο, τον βαστάει μακριά.

            "Έλα παιδί μου, έλα λοιπόν!", σηκώνει τον τόνο η μάνα.

            "Όχι Έκτορα, μαζί μου, πουθενά μονάχος, αν μας κατασπαράξει η Κόλαση και οι δυο μαζί!, μπαίνει στη μέση η Φανή, βάζει το σώμα της μπροστά, πίσω της ο Έκτορας.

            "Εμάς αρνείσαι, τους γονείς σου;", φωνάζει αυστηρά ο πατέρας και το παιδί σκίζεται στα δυο, τραβιέται μπρος και πίσω, κάνει να φύγει αλλά μένει στητός.

            "Όχι Έκτορα, σ'αγαπώ, Έκτορα, άκουσέ με, σ'αγαπώ τίποτε πιο δυνατό, πιο αληθινό δεν υπάρχει αυτή την ώρα, όλα τα άλλα ψέματα, ψέματα άντρα μου, σ'αγαπώ, σ'αγαπώ, μείνε κοντά μου!"

            Και τότε συνέβη εκείνο που η Φανή είπε πως θα είναι το τέλος τους, εδώ, στο έρημο αυτό βραχοτόπι, στο ακρωτήρι του Ανέμου, στο ακρωτήρι του θανάτου.

            Σκίστηκε ξαφνικά στο σκοτεινό στερέωμα, αστράψαν κεραυνοί, μορφές χορέψαν, μαυροντυμένες κοπελιές που στάζαν αίμα από παντού, δράκοι μυριόμορφοι, αλλάζαν σχήματα στη στιγμή, πιο γρήγορα απ'οσο το μάτι του ανθρώπου μπορεί να ακολουθήσει, τάφινες πλάκες σπάσανε, οστά ξεβράστηκαν, χολέρα, μπόχα και φωτιά παντού, η Κόλαση φρενιασμένη ουρλιάζει απ'τους ορίζοντες!

            "Ασ'τον, φύγε, μακριά! ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ! ΞΕΚΟΥΜΠΙΣΟΥ!", και ουρλιαχτά και άνεμοι μολυσμένοι και απειλές και ο Αρμαγεδδώνας να έχει στήσει σκηνικό μόνο για δυο ανθρώπους.

            "Όχι, ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ, ΔΕ ΣΤΟΝ ΔΙΝΩ!", αποκρίνεται η κοπέλα και τον κρατάει σφιχτά μα η δύναμή της σώνεται λίγο λίγο, πάλευε ώρα πριν με τη θάλασσα, τώρα παλεύει με τα κύματα δυνάμεων πάνω από κείνη, θα σωριαστεί σε λίγο, το καταλαβαίνει αλλά δεν νοιάζεται.

            Κείνο που θυμάται πριν τη λιγοθυμιά της είναι η τρομερή φωτιά που έζωνε και τους δυο, τη θέρμη, τη πυρά που λες κι ερχόταν απ'τα έγκατα της Γης. Είχε ζωή ετούτη η φωτιά, είχε αίμα, νοημοσύνη, τους έγλειφε, τους πύρωνε και άλλο δεν άντεξε στο Παράλογο να αντιστέκεται και έχασε τις αισθήσεις της και όλα σκοτάδι...

 

* * *

 

 

επίλογος

 

 

Δ

ΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΜΕΣΑ στο δωμάτιο με το μοναχικό κρεβάτι, τους ορούς, τα βάζα τα γεμάτα με λουλούδια. Και είναι και τα δυο πρόσωπα που έχουνε συνδεθεί με τους δεσμούς εκείνους τους περίεργους που οι λέξεις δεν μπορούν πολλές φορές να περιγράψουν.

            Δυο γυναίκες, η μια κοπέλα ακόμα, κοιμάται ήσυχα κάτω απ'το σεντόνι της, η άλλη μεγαλύτερη, δίπλα της, της κρατά το χέρι, την κοιτάζει με αγάπη, θαυμασμό, ευγνωμοσύνη, όλα μαζί.

            Κάποια στιγμή η μικρή συνέρχεται, τα ωραία μάτια ανοίγουν, κοιτάνε γύρω, πέφτουν στο πρόσωπο της γυναίκας που είναι στο προσκεφάλι, τα βλέμματα σταυρώνονται, χαμόγελα γράφονται στα πρόσωπα, δάκρυα τρέχουν, όχι θλίψης, δάκρυα δοξολογίας, χαράς, δάκρυα ζωής.

            "Το'ξερα ότι είσαι δυνατή, τόξερα αγάπη μου", λέει η Τάνια, αγκαλιάζει το αγαπημένο κεφάλι της κοπέλας, την κοιτάζει όλο στοργή, πλημμυρισμένη αγάπη αληθινή.

            Χλωμή ακόμη η Φανή, στο πρόσωπό της κούραση, αλλά έχει επιστρέψει στο κόσμο, τέσσερις μέρες πάλεψε, μαζί της και οι γιατροί, άντεξε, και τώρα προσπαθεί να θυμηθεί, να καταλάβει, πάει να σηκωθεί απ'το στρώμα, η Τάνια την μποδίζει.

            "Που πας μωρέ, λολάθηκες;", τη μαλώνει και γελάει. "Έχεις καιρό ακόμα να σηκωθείς, αλλά, δόξα τη Χάρη Της, δε σε φοβάμαι πια, επέστρεψες!".

            "Εσύ σαι κυρά;", λέει στο τέλος η κοπέλα, βάζει τα κλάματα, ρίχνεται η μια στην αγκαλιά της άλλης, όλα καλά.

 

            Την άλλη μέρα το πρωί, την ίδια ώρα, έχουν κουβέντα οι δυο τους, η Φανή γοργά συνέρχεται, τρώει, με την Τάνια μαζί, παρεούλα, ακόμη δεν παίρνει θάρρητα αλλά στερεώνεται ώρα την ώρα.

            "Πες μου μητέρα, που είναι ο Έκτορας", ρωτάει η κοπέλα και με το βλέμμα ψάχνει την αλήθεια όχι στο στόμα αλλά στα μάτια της γυναίκας. Και κείνη ρίχνει τα βλέφαρα, απλώνεται μια σκιά στο πρόσωπό της αλλά χαμογελάει ευθύς.

            "Κείνος θ'αργήσει ακόμη λίγο να συνέρθει αλλά είναι καλά. Θέλει ξεκούραση πολλή, τον έχουμε στο σπίτι μάτια μου".

            "Στο σπίτι;", αναρωτιέται η κοπέλα και αυτό σημαίνει είναι καλό ή κακό; Ντρέπεται να ρωτήσει για τα λογικά του αγαπημένου της, ποιος θα γυρνούσε απ'τη Κόλαση να τα'χει τετρακόσια;

            "Μη γνοιάζεσαι, απλά θέλει το χρόνο του", απαντάει η μητέρα σα να μαντεύει τους στοχασμούς της κοπελιάς. "Σε περιμένει όμως, αυτό μου λέει συνέχεια να σου πω. Και απόψε έρχεται να σε ιδεί. Δεν πρέπει, είπαν οι γιατροί, όμως εκείνος θα έρθει. Μαζί θα βγείτε από δω μέσα, αυτή η επιθυμία του. Μαζί πια από δω και πέρα, πάντα!", της λέει και ξεσπούν και οι δυο σε γέλια τρανταχτά.

            "Και ο Ζαν;", ρωτάει ξανά η μικρή και η χαρά σβήνει απ'το πρόσωπο της μητέρας. Πέφτει σιγή, η κοπέλα διαισθάνεται, αρνείται να το πιστέψει.

            "Χάθηκε κείνος μάτια μου. Κανείς δε ξέρει. Νεκρός ή ζωντανός, άγνωστο. Τον έχουν γράψει 'αγνοούμενο' οι Αρχές, δεν ψάχνουν πια, λογίζεται κιόλας για..."  

            "Νεκρός; Όχι, όχι μητέρα, όχι ο Ζαν!", ξεσπάει σε θρήνους η μικρή, έρχεται δίπλα της η μάνα, την χώνει στην αγκαλιά της.

            "Σύχασε μάτια μου και γω τον λάτρευα, όσο ανοιχτά θα'χω τα μάτια και το αίμα θα κυλάει στις φλέβες μου, θα τον αναζητάω, στο υπόσχομαι, δε θα τον λησμονήσω, έλα, σύχασε τώρα..."

 

* * *

 

Σαν ξαναείδε η Φανή το πρόσωπο του Έκτορα, δεν το πίστευε. Νόμιζε πως είχαν πια περάσει αιώνες, σε άλλη ζωή πως τον είχε κάποτε αγαπήσει και αυτό ήταν ένα ψέμα, ένα φάντασμα, όπως εκείνα που είχε ζήσει τη βραδιά την τρομερή.

            Κι όμως, αυτός ο αδύναμος αλλά όμορφος νεαρός που είναι στη πόρτα του δωματίου και στέκεται με τα λουλούδια στα χέρια, ναι, εκείνος είναι, ο δικός της, ο άντρας της, ο κόσμος της, ο Έκτορας!

            "Αγάπη μου!", φωνάζει η Φανή και ανοίγει την αγκάλη της και κείνος τρέχει και ρίχνεται μέσα της.

            Τόση η ευλογία, τόση η χαρά, τόση η δύναμη της στιγμής που κανείς δε θέλει να μιλήσει, να μαγαρίσει τη σιωπή, να ιεροσυλήσει.

            Σηκώνει μετά από ώρα το κεφάλι του ο νεαρός, τρέχουν τα δάκρυα, και σε κείνη το ίδιο, φιλιούνται, ανασαίνουν μια στιγμή, φιλιούνται πάλι, να πιστέψουν ότι είναι αληθινό, δεν είναι αστείο, δεν είναι ψέματα, αλήθεια είναι και φιλιούνται πάλι.

            "Σ'έχω κοντά μου, είσαι αληθινός, αυτά τα μάτια, τα χέρια αυτά, τα μαλλιά σου, η ζέστη της ψυχής σου, αγάπη μου!", φωνάζει εκείνη, τον κρατάει σφιχτά να μην τον χάσει, όσο σφιχτά τον κράτησε κείνο το βράδυ και σώο τον έβγαλε απ'τη Τρέλα και το Θάνατο.

            "Δικός σου μάτια μου", λέει πρώτη κουβέντα εκείνος, "μαζί σου, κάθε στιγμή της ζωής μου πια θα περιέχει και σένα, χωρίς εσένα άδειος, μισός, Φανούλα..."

            "Σσσ, σώπασε, άλλα μη λες, φίλα με μόνο!", κάνει εκείνη και το στόμα του σφαλίζει. Χαϊδεύει τα ωραία του χείλη, τα κρατάει στο χέρι της, τα ενώνει στα δικά της και δεν αναρωτιέται πια πως γίνεται, δύο ψυχές σ'ένα κορμί, δυο υπάρξεις σε ένα σώμα.

 

 

ΤΕΛΟΣ