Το ‘α’ τελειώνει τ’ όνομά μου

 

'Αντιγόνη'… μέρος ΙΙ

Η συνέχεια και το τέλος

 

 

Το λονδρέζικο ύφος

Π

έμπτη μεσημέρι, μέσα Γενάρη και ψοφόκρυο. Βρισκόμουν κανά δεκάλεπτο ήδη έξω από αυτή τη μεγάλη καγκελόπορτα της ιδιοκτησίας του Μιχάλη Βάινα, έτσι έλεγαν οι πληροφορίες μου τουλάχιστον, χτυπούσα και ξαναχτυπούσα το κουδούνι και απάντηση καμιά. Κόλλησα το πρόσωπό μου σε ένα από τα ανοίγματα της βαριάς σιδερόπορτας και το μόνο που μπορούσα να δω μέσα από το οπτικό μου τετράγωνο ήταν δέντρα, καλλωπιστικούς θάμνους και ένα μικρό τμήμα από μια έπαυλη στο βάθος. Έκανα ένα βήμα πίσω. Η περίφραξη ολόγυρα ξεπερνούσε το ύψος μου. Δεν σκόπευα βέβαια να σκαρφαλώσω και να επιχειρήσω να χωθώ μέσα στο μεγάλο κτήμα. Υπήρχε και η πινακίδα για σκύλο που δαγκώνει τους ανεπιθύμητους και καμιά φορά αυτές οι ταμπελίτσες δεν είναι διακοσμητικές.

Αποφάσισα να χτυπήσω μια τελευταία φορά. Το κρύο με είχε περονιάσει και το καλύτερο θα ήταν να επιστρέψω την επομένη και να ξαναπροσπαθήσω. Είχα γαϊδουρινή υπομονή, ο Βάινας δεν με ήξερε καλά. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα έβρισκα τρόπο να χωθώ στα ενδότερα του οίκου του. Απλά έπρεπε να αναπροσαρμόσω τη στρατηγική μου. Αυτή ήταν η δουλειά μου άλλωστε. Και αγαπούσα τη δουλειά μου.

Τη στιγμή που γυρνούσα την πλάτη μου τρίβοντας τις παλάμες μου που είχαν ξυλιάσει, άκουσα τον χαρακτηριστικό βραχνό ήχο του μεγαφώνου. Ακολούθησε μια γυναικεία φωνή, ψυχρή και τυπική.

«Ποιος είναι παρακαλώ;»

«Καλημέρα σας. Με συγχωρείτε που χτύπησα πολλές φορές. Έχω έρθει από Αθήνα…», είπα. Είχα προπονήσει κάποιες ατάκες καθώς ερχόμουν με το αυτοκίνητο αλλά τώρα αυτοσχεδίαζα. Ως συνήθως.

«Ποια είστε;», με ρώτησε πιο αυστηρά τώρα η κυρία.

«Θα ήθελα να μιλήσω στην Αντιγόνη. Για ένα προσωπικό ζήτημα»

Το μεγάφωνο σίγησε. Δεν ξέρω αν ήταν καλό ή κακό αλλά μάλλον προς το κακό έγερνε η πλάστιγγα γιατί ύστερα από λίγο άκουσα σκύλο να γαβγίζει και να ζυγώνει προς την πύλη. Θα πρέπει να ήταν κανένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο γιατί μόλις κουτούλησε σχεδόν στην πόρτα, άκουγα το λαχάνιασμά του και το γάβγισμά του δυνατό και άγριο. Μα, ήταν δυνατόν; Είχαν ξαμολήσει το τέρας; Αν άνοιγε ξαφνικά αυτή η πύλη εκείνη τη στιγμή ήμουν τελειωμένη. Έβγαλα από την τσέπη μου το ειδικό πτυσσόμενο γκλοπ που είχα. Θαυμάσιο εργαλείο. Με πολλές αναμνήσεις από πολλά ταξίδια με την ομάδα. Αν μπορούσε να μιλήσει θα γέμιζε σελίδες από συναρπαστικές ιστορίες. Στο πλήρες του ανάπτυγμα έφτανε το ένα μέτρο σχεδόν και αν το κατέβαζες επιδέξια μπορούσες να ξαπλώσεις σέκο και δίμετρο γομάρι.

Κράτησα το γκλοπ αναπτυγμένο για καλό και για κακό όσο άκουγα το κοπρόσκυλο να κοπανιέται από την άλλη πλευρά της κλειστής πόρτας. Ποτέ δεν ήξερες τι θα συναντήσεις. Σοφή συμβουλή του Πήτερ: Καλύτερα να φανείς παράξενη στα βλέμματα των περαστικών παρά στα μάτια των γιατρών. Ο καλός μου διδάσκαλος. Ο μέντοράς μου. Ευαγγέλιο τα λόγια του.

Ξαφνικά φωνές. Η αυταρχική γυναίκα του μεγαφώνου; Ίσως. Έδινε διαταγές στον Βίλι, έτσι είχαν βαφτίσει το τέρας αλλά με το ζόρι υπακούουν αυτά τα πλάσματα όταν πάρουν μπρος. Τα είχα αντιμετωπίσει στο παρελθόν. Και λυκόσκυλα και ροτβάιλερ και κυνηγόσκυλα και ό,τι θες. Μια φορά είχα ξεκάνει κι ένα από δαύτα γιατί με είχε αρπάξει απ’το μπουφάν και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Αν δεν είχα το ροπαλάκι μου εκείνη τη βραδιά δεν θα την είχα βγάλει καθαρή.

Η πύλη άνοιξε στη μέση. Το ένα φύλλο σύρθηκε αργά αργά προς τα αριστερά και έκανε την εμφάνισή της μια ψιλόλιγνη κυρία με παράξενη κόμμωση και… λονδρέζικο ύφος. Αυτό το έλεγε ένας παλιός φίλος που είχε τις ατάκες εύκολες και το ψέμα σε ημερησία διάταξη. Αλλά οι ατάκες του άξιζαν. Όταν είχα τις ακεφιές μου μού έλεγε, ‘τι έχεις μωρό μου σήμερα; Γιατί αυτό το λονδρέζικο ύφος;’.

«Παρακαλώ… ποια είστε;»

Η μαντάμ κρατούσε απ’το χεράκι της ένα θηρίο μαύρο και μαλλιαρό σαν την κόλαση την ίδια. Τα μάτια του άστραφταν από μίσος και το σώμα του ήταν σε πλήρη ένταση και ετοιμότητα. Ξέρω από σκυλιά μερικά πράγματα. Βέλγος καθαρόαιμος ήταν ο Βίλι. Σωστός κίλερ.

«Καλημέρα σας», είπα και σύμπτυξα πάλι το ρόπαλο να μην φαίνομαι σαν θηλυκός Ηρακλής. Μπορεί τα σκυλί να ήταν του διαόλου αλλά η γυναίκα φαινόταν να το κουμαντάρει γερά. Το κρατούσε απ’το περιλαίμιο και έτσι ήμασταν εντάξει. Προς το παρόν τουλάχιστον.

«Καλημέρα σας», απάντησε ευγενικά και… λονδρέζικα η γυναίκα. Το βλέμμα της ήταν ψυχρό σαν την ημέρα που είχα διαλέξει να κάνω την επίσκεψή μου στο αρχοντικό της. Είχε στυλ όμως, έπρεπε να το παραδεχτώ. Ντυμένη ψηλομύτικα, κομψά λες και την είχα μόλις διακόψει από κάποια συγκέντρωση κυριών με τσάι και μπισκότα.

«Έχω έρθει για την Αντιγόνη», της είπα και ακόμη πάλευα να καθυστερήσω τις συστάσεις.

«Γνωρίζεστε με την Αντιγόνη;», με ρώτησε η γυναίκα και το ύφος της έλεγε πως ‘αποκλείεται, ούτε μια στο δισεκατομμύριο να έχεις εσύ σχέση με την Αντιγόνη’.

«Όχι, δεν γνωριζόμαστε. Όμως θέλω να της μιλήσω. Πρόκειται για ένα ζήτημα προσωπικό», απάντησα και ταυτόχρονα δεν έχανα το βλέμμα μου από τον Βίλι, το μαύρο πειρατή. Είχε καθίσει απρόθυμα στα πίσω του πόδια και είχε βγάλει τη γλωσσάρα του έξω και με κάρφωνε. Αν έκανα την παραμικρή κίνηση θα ξέφευγε από την κυρά του και δεν θα δίσταζε να κάνει ένα σάλτο και να με αρπάξει απ’το λαιμό. Τα είχα δει αυτά τα θηρία πως τα εκπαίδευαν κάτι φασίστες γκεσταπίτες σε ένα κτήμα στο Μαρκόπουλο. Μεγάλη ιστορία κι αυτή. Να έχει χρόνο κανείς να του μιλάω.

Απ’το χέρι μου δεν άφηνα το ρόπαλο ούτε γι αστείο. Σε ένταση ο Βίλι, σε ένταση κι εγώ.

«Μα αν δεν γνωρίζεστε δεν βλέπω τι προσωπικό μπορείτε να έχετε με την Αντιγόνη», απεφάνθη η κυρία και ετοιμάστηκε να διακόψει τη συζήτηση γιατί εκτός των άλλων ήταν ντυμένη ελαφρά και το κρύο δεν αστειευόταν.

«Είμαι ιδιωτικός αστυνομικός», είπα τελικά. «Μπορώ να σάς δείξω την ταυτότητά μου. Ερευνώ μια υπόθεση που αφορά την ίδια».

Η γυναίκα έμεινε σιωπηλή. Σκεφτόταν. Ο Βίλι δεν σκεφτόταν. Ο Βίλι ονειρευόταν τα σαγόνια του να τσακίζουν το λαιμό μου.

«Υπόθεση; Δεν καταλαβαίνω», είπε η γυναίκα αλλά ξέρω ότι την είχα κιόλας κλονίσει. Το λονδρέζικο σνομπ στυλάκι της είχε ρυτιδιάσει τώρα. Κάτι συνέβαινε, κάτι που δεν ήταν ευχάριστο.

«Κοιτάξτε, δεν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι… εδώ», απάντησα και την είδα να συμφωνεί απρόθυμα.

«Καλώς… περάστε. Για δέκα λεπτά όμως μόνον γιατί πρέπει να φύγω», είπε ψυχρά και παραμέρισε για να ελευθερώσει το άνοιγμα. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Μια μικρή νίκη πριν τον τελικό θρίαμβο. Εκείνο το καταραμένο μαύρο συναίσθημα όμως με χτύπησε και πάλι περνώντας το κατώφλι της πύλης στο μεγάλο κτήμα.

Να ήταν άραγε το κλειδί της υπόθεσης, η λύση του αινίγματος αυτό εδώ το μεγάλο σπίτι που πλησίαζα με κάθε μου βήμα;

Το μυαλό μου γύρισε, δεν ξέρω γιατί, σε κείνη την πρώτη συνάντηση με τον άνθρωπο που μού είχε αναθέσει αυτή την υπόθεση, κάμποσους μήνες πριν, στο μεγάλο του διαμέρισμα, σε κάποια καλή γειτονιά της Αθήνας.

 

Στο ρετιρέ

Ο

Μάνος Καράλης με υποδέχθηκε στο διαμέρισμά του με ένα ευγενικό χαμόγελο και μαζί ένα ανήσυχο, μάλλον απορημένο βλέμμα. Δεν τον παρεξηγώ. Το έχω συνηθίσει πλέον. Κανείς δεν περιμένει μια γυναίκα ιδιωτικό αστυνομικό. Παλιά μάς έλεγαν ‘ντέτεκτιβ’… όχι πλέον. Ήμασταν… είμαστε δηλαδή, ιδιωτικοί αστυνομικοί, διαφορετικά, εξουσιοδοτημένοι ερευνητές ιδιωτικών υποθέσεων αλλά τούτος ο τίτλος πέφτει κάπως βαρύς και μεγάλος.

Ενδιαφέρον το διαμέρισμα του Καράλη. Ευρύχωρο, ρετιρέ, με μεγάλες περιμετρικές βεράντες, σε καλή περιοχή της Αθήνας και εξαιρετική θέα. Καλόγουστα έπιπλα, αρκετοί πίνακες ζωγραφικής και κυρίως βιβλία… εκατοντάδες, μάλλον χιλιάδες βιβλία παντού. Πήγαμε κατευθείαν στο γραφείο του. Δηλαδή, για να είμαι ακριβής, από την ώρα που έμπαινε κανείς στο σπίτι αυτού του ανθρώπου βρισκόταν σε ένα απέραντο γραφείο. Ένα μεγαλοπρεπές έπιπλο δέσποζε στην μια άκρη και ολόγυρά του η βιβλιοθήκη, υπολογιστές, εκτυπωτές και φυσικά, βιβλία. Κλειστά, ανοιχτά, μικρά, μεγάλα… Μου πρότεινε να καθίσω σε μια από τις ωραίες πολυθρόνες με το ιδιαίτερο ντιζάιν και κείνος κάθισε σε μια όμοια απέναντί μου. Ακριβώς από πίσω του, στο φιστικί τοίχο δέσποζε ένας πίνακας. Δηλαδή, για την ακρίβεια, ένα εκτυπωμένο αντίγραφο σε ένα μαύρο πλαίσιο. Μού κέντρισε το βλέμμα.

«Λέω να βάλω κανένα ποτό… πίνετε;», με ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Γύρισε και κοίταξε τον πίνακα, ύστερα εμένα.

«Χέρριτ φαν Χόντχορστ… Ο Ιησούς ενώπιον του Αρχιερέα», μού εξήγησε. «Σάς αρέσει η ζωγραφική;»

«Δεν είμαι ειδική», απάντησα, «αλλά αυτός… δεν ξέρω… όλα γύρω από ένα κερί… το φως ενός κεριού… ο αρχιερέας αριστερά, ο Ιησούς όρθιος δεξιά… όμορφο…»

«Η τεχνοτροπία αυτή ήταν της μόδας εκείνη την εποχή και ο Χόντχορστ είχε διαπρέψει… είστε σίγουρη ότι δεν θέλετε κάτι να πιείτε;»

Αποφάσισα να αφήσω αυτό τον Χόνθχ… τέλος πάντων και να γυρίσω το βλέμμα μου στον οικοδεσπότη. Ταλαιπωρημένος μού φάνηκε. Νέος, όχι πάνω από σαράντα σε αρκετά καλή φυσική κατάσταση και σίγουρα ευκατάστατος. Άλλωστε κανείς δεν προστρέχει στις υπηρεσίας μας αν δεν είναι σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση. Το χαμόγελό του είχε κάτι το… ξύλινο… το μαγκωμένο. Από την όποια εμπειρία έχω αποκομίσει όλ’αυτά τα χρόνια δεν ήταν δύσκολο να τον κατατάξω στους ιδεολόγους εργένηδες. Ίσως να ήταν γκέι, ίσως όχι. Πάντως είχε σίγουρα ιδιαίτερα γούστα, εκλεκτικός και σίγουρα ιδιότροπος. Δεν θυμόμουν το επάγγελμά του, κάτι σαν μάνατζερ, σύμβουλος σε ειδικά θέματα… πολύ ειδικά μάλλον… από αυτά που δεν κοινοποιούνται. Ήμουν σίγουρη πως είχε φίλους σε υψηλές θέσεις και αναλάμβανε μια δουλειά το χρόνο, σε κάποιο οργανισμό, σε κάποιο κυβερνητικό όργανο ίσως. Μπερδεμένα πράγματα. Και πολύ κερδοφόρα βέβαια.

«Να σάς πω την αλήθεια…», ξεκίνησε να λέει αφού είχε προηγουμένως σερβίρει τον εαυτό του δυο δάχτυλα ακριβό μαύρο ουίσκι από ένα κομψό μπαρ στη γωνία του σαλονιού και είχε δοκιμάσει μια γουλιά.

«Δεν περιμένατε γυναίκα».

Ο Καράλης χαμογέλασε.

«Ναι, δηλαδή στα μέιλ που ανταλλάξαμε υπήρχαν τα στοιχεία σας όμως το γραφείο σας…».

«Ανήκε κάποτε στον Πήτερ Μανιαδάκη… όχι πια…», του απάντησα κοφτά. Κάθε φορά, με όλους, έπρεπε να κάνω τις ίδιες συζητήσεις.

«Ναι… εγώ γνώριζα τον αδελφό του… τον Τόνι… στον Καναδά… όπως σας έγραψα, ήμουν εκεί για χρόνια… είχα μια πολύ… ιδιαίτερη δουλειά, ας την πω έτσι… η κυβέρνηση όμως άλλαξε χέρια και…».

«Οι υπηρεσίες σας δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτες», συμπλήρωσα.

Ο Καράλης ήπιε όλο το ουίσκι του και χαλάρωσε στο κάθισμά του.

«Ε, κάπως έτσι… έλαβα μια αποζημίωση και ‘παραιτήθηκα’…», είπε και αυτή τη φορά διέκρινα μια λάμψη στο βλέμμα του και ένα πονηρό χαμόγελο. Το ύψος της ‘αποζημίωσης’ μάλλον θα ήταν πολύ μεγάλο.

«Και ήρθατε στην πατρίδα», είπα.

«Ναι… εδώ και λίγο καιρό… εκεί λοιπόν, στο Μόντρεαλ είχα γνωρίσει τον Τόνι, αυτός μού είχε μιλήσει για το γραφείο του αδερφού του και όταν γύρισα αποφάσισα να στείλω το μειλ… απαντήσατε εσείς βέβαια…».

«Αν υπάρχει πρόβλημα μπορώ να φύγω», είπα αλλά η στάση του σώματός μου έλεγε το ακριβώς αντίθετο. Ο Καράλης δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από το μπούστο μου. Δεν του είχα κάνει τη χάρη να έρθω ντυμένη με στενή φούστα και ψηλά τακούνια. Μια χαρά ήταν το παντελόνι μου και τα σνίκερς μου. Όμως στους άντρες θα πρέπει πάντα ‘κάτι’ να δίνεις. Λίγο ξεκούμπωτο το πουκάμισο ήταν αρκετό.

«Δεν έχω κανένα πρόβλημα», είπε τελικά παρότι είχε. Όμως τόσα χρόνια στον Καναδά είχε μάθει να βλέπει τα πράγματα αλλιώς. Ίσως να είχε ντραπεί κιόλας που προς στιγμήν είχε επικρατήσει ο βαλκάνιος εαυτός του.

«Ωραία… αν είναι έτσι, ας ξεκινήσουμε… βλέπετε, για μένα, ο χρόνος είναι στην κυριολεξία χρήμα», του είπα αυστηρά.

«Ναι, έχετε δίκιο… Πρόκειται για έναν φίλο μου… αδελφικό μου φίλο. Λέγεται Αντρέας Αφοσιωμένος…».

Το παράξενο επώνυμο με έκανε να συνοφρυωθώ.

«Δεν είναι ψευδώνυμο… παρότι θα μπορούσε εδώ που τα λέμε… ο Αντρέας είναι συγγραφέας… ποιητής θα έλεγα μάλλον… στοχαστής… φιλόσοφος… όλα τούτα…», είπε και τον ένιωσα να γυρίζει στο νου όλες τις έννοιες και τις ιδιότητες τα μια μετά την άλλη ώσπου να βρει την κατάλληλη. Δεν την βρήκε. Μείναμε με τις πολλές.

«Και τι συμβαίνει με τον αδελφικό σας φίλο; Σας εξαπάτησε σε κάποια συναλλαγή και εξαφανίστηκε;», ρώτησα.

«Όχι, όχι… πετύχατε το δεύτερο όμως…».

Οι εξαφανίσεις ήταν το φόρτε μου. Χάρηκα που είχα μαντέψει αυτό το μισό.

Ο Καράλης σηκώθηκε και πλησίασε με κουρασμένα βήματα την μεγάλη μπαλκονόπορτα. Δεν είχε πρόθεση να την ανοίξει. Ήμασταν στα τέλη Νοέμβρη και σε ένα διαμέρισμα του όγδοου ορόφου η νυχτερινή ψύχρα θα ήταν αισθητή. Και κάτι παραπάνω. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και έριξε μια ματιά στη φωτισμένη πόλη.

«Περίεργα πράγματα συμβαίνουν», μονολόγησε περισσότερο και ένιωσα πως ο άνθρωπος αυτός αληθινά ανησυχούσε για τον φίλο του. ‘Αδελφικό φίλο’ τον είχε χαρακτηρίσει.

«Θέλετε να μού πείτε;», ρώτησα αφού σεβάστηκα για λίγα δευτερόλεπτα την στοχαστική διάθεσή του.

Βγήκε από την εσωτερική του περιήγηση και διάλεξε να καθίσει στην μεγάλη, δερμάτινη πολυθρόνα του γραφείου του. Τώρα τον είχα απέναντί μου και δεξιά και κάπως υπερυψωμένο. Τώρα ο φιλικός οικοδεσπότης είχε δώσει τη θέση του στον άνθρωπο που πλήρωνε.

«Πώς μπορεί να εξαφανιστεί ένας άνθρωπος;», με ρώτησε και σχεδόν αμέσως συνειδητοποίησε το αφελές του ερωτήματος και χαμογέλασε κάπως πικρά.

«Πολύ εύκολα», του απάντησα επαγγελματικά. «Όμως ποτέ δεν εξαφανίζονται όλα τα ίχνη», συμπλήρωσα για να μην αποθαρρύνω τον πελάτη. Βασικά πράγματα αυτά και στοιχειώδη.

«Πάντως υπάρχουν και άνθρωποι που δεν βρέθηκαν ποτέ», είπε και ένιωσα ότι με μετρούσε και με ζύγιζε. Από την πρώτη μου στιγμή στο ωραίο και εργένικο ρετιρέ του. Δεν είχε καταλήξει ακόμα αν θα μού εμπιστευόταν μια ακριβή και δύσκολη δουλειά. Ήταν από τους ανθρώπους που αργούσαν πολύ να νιώσουν ασφαλείς, οπουδήποτε. Ίσως ευθυνόταν η προϋπηρεσία του σε ‘αθέατα’ πόστα στις παρυφές της εξουσίας.

«Φυσικά, ο Τζίμι Χόφα ας πούμε», είπα και τον έκανα να γελάσει.

«Εντάξει…», είπε και αποφάσισε να βάλει λίγο ακόμα ουίσκι στο ποτήρι του. Μού πρότεινε ξανά και αυτή τη φορά δέχθηκα. Είναι άσχημο να πίνει κανείς ολομόναχος και δεν ήθελα να τον κάνω να νιώθει αλκοολικός.

«Μπορώ να σού μιλάω στον ενικό;», ρώτησε αφού ήπιαμε και οι δυο μια στάλα από το ακριβό του μαύρο ‘καθαρόαιμο’.

«Ελεύθερα», τού είπα.

«Το μικρό σου είναι…»

«Μελίνα»

«Λοιπόν Μελίνα… άκουσε πως έχουν τα πράγματα…»

 

Πώς έχουν τα πράγματα

Κ

αι τα πράγματα είχαν ως εξής: Ο Μάνος Καράλης και ο Αντρέας Αφοσιωμένος γνωρίστηκαν κάποτε, πριν από πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο και τους συνέδεσε, σχεδόν αμέσως μια θερμή φιλία. Είχαν πολλά κοινά αλλά και έντονες διαφορές. Για παράδειγμα, ο ένας ήταν φιλόδοξος και σκεφτόταν περισσότερο ‘υλιστικά’. Μπλεκόταν με ευκολία σε πολύπλοκες καταστάσεις και κατάφερνε να τις περιπλέκει ακόμα περισσότερο, προς όφελός του. Με απλά λόγια, ήταν γεννημένος αν όχι για πολιτικός αλλά σίγουρα για άνθρωπος του παρασκηνίου. Δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα έλεγε κανείς αμοραλιστής ή οπορτουνίστας. Μπορούσε να ελίσσεται όμως σε οποιοδήποτε περιβάλλον και να αποκομίζει κέρδη από κει που οι άλλοι δεν έβλεπαν παρά αδιέξοδα. Ο άλλος πάλι, ήταν διαφορετικός. Πιο ευαίσθητος, πιο συνεσταλμένος, πιο βαθύς αλλά και στα όρια του αντικοινωνικού. Του άρεσε να γράφει, να ονειροπολεί, να χώνεται στα μύχια των πραγμάτων αλλά με τον δικό του, μοναχικό τρόπο. Ο Καράλης μού το περιέγραψε αυτό σχηματικά.

«Υπάρχουν δυο βασικοί τύποι ανθρώπων Μελίνα. Οι ‘οριζόντιοι’ και οι ‘κάθετοι’. Έχεις υπόψη σου τον Άνθρωπο του Βιτρούβιου;»

«Κάτι μού λέει αλλά…»

«Είναι ο τέλειος, ο αρμονικός άνθρωπος της Αναγέννησης. Θα τον δεις σε σχέδια με απλωμένα τα χέρια και τα πόδια σε μια αναπτυγμένη πεντάλφα. Αυτός ο άνθρωπος είναι η σύνθεση των άλλων δυο. Ο πρώτος κινείται στην οριζόντια δοκό, ο άλλος στην κάθετη… φαντάσου έναν ανισοσκελή σταυρό… η μια δοκός που τέμνεται με την άλλη… ο τέλειος, ο ισορροπημένος άνθρωπος που βρίσκεται;»

«Χμμ… δεν είχα φανταστεί ότι με περίμενε μάθημα απόψε», του είπα ενοχλημένη.

«Ο τέλειος άνθρωπος είναι στο σημείο τομής», είπε χαμογελώντας. «Βλέπεις, ο οριζόντιος άνθρωπος είναι ευέλικτος αλλά ρηχός, ο κάθετος είναι βαθύς αλλά στον κόσμο του… η σύνθεση είναι η αρμονία και των δυο… γιατί ο πρώτος εξελίσσει τις εξωτερικές δράσεις, την επικοινωνία, την πολιτική… ο δεύτερος εξελίσσει τις τέχνες, τις θρησκείες, τις επιστήμες… χρειάζονται και οι δυο…»

«Κατάλαβα πού το πάς», του πέταξα. Ο τύπος αρεσκόταν να διδάσκει αλλά κι εγώ δεν είχα γεννηθεί προχτές. «Θέλεις να πεις ότι η τέλεια φιλία αποτελεί τη σύνθεση αυτών των δυο… ο τέλειος άνθρωπος είναι οι δυο μαζί…»

«Μπράβο… το έθεσες άψογα… έχεις πρακτικό, κοφτερό μυαλό… δεν απορώ καθώς η δουλειά σου απαιτεί να βρίσκεις γρήγορα τον πιο σύντομο δρόμο… χωρίς απεραντολογίες… να λοιπόν τι μάς έδεσε τότε… είχαμε βρει ο καθένας το άλλο του ‘μισό’… όσο κι αν ακούγεται κλισέ…»

Έτσι λοιπόν, ο Μάνος και ο Αντρέας για αρκετά χρόνια δεν έκαναν απλώς συντροφιά. Ήταν αχώριστοι. Ήταν κάθε μέρα σχεδόν μαζί. Συζητούσαν ατέλειωτες ώρες, έκαναν όνειρα, σχεδίαζαν το μέλλον… ένα πονηρό μυαλό θα το πήγαινε και παραπέρα. Γιατί πονηρό όμως; Η εποχή μας δεν είχε πλέον τέτοια ταμπού. Βέβαια πριν από είκοσι χρόνια τα πράγματα ήταν κάπως αλλιώς σε αυτό τον τομέα. Όπως και να’χει, μπορεί οι δυο τους να είχαν δοκιμάσει και άλλες ‘διαστάσεις’ στην επαφή τους. Τίποτε ‘βρόμικο’ ή απαράδεκτο. Όχι για μένα τουλάχιστον. Όμως ο Καράλης φρόντισε να μου το βγάλει προκαταβολικά απ’το κεφάλι.

«Μην μας θεωρήσεις ως ζευγάρι σαρκικών αναζητήσεων… θα μπορούσαμε να ήμασταν, δεν λέω, όμως δεν έγινε αυτό. Ήμασταν και οι δυο φανατικοί ετεροφυλόφιλοι. Όμως πέρα από τις ηδονές της σάρκας μοιραζόμασταν όλες τις άλλες… ή σχεδόν όλες…»

Ο πρώτος που ‘έσπασε’, ή μάλλον που εμφάνισε τις πρώτες ‘ρωγμές’ ήταν ο πιο εσωστρεφής και ρομαντικός Αντρέας. Και γιατί; Γιατί άρχισε κάποια στιγμή να τον ενοχλεί η υπερβολική ‘ευκολία’ του φίλου του να ελίσσεται και να φτερουγίζει από κατάσταση σε κατάσταση με περισσή χάρη. Άρχισε με δυο λόγια να νιώθει ανασφάλεια. Δεν χρειάζεται να έχεις μάστερ στην ψυχολογία για να καταλάβεις ότι ο Αντρέας κάποια στιγμή ένιωσε να απειλείται όλη αυτή η συναισθηματική του ‘επένδυση’. Ο Καράλης ήταν καλός φίλος αλλά ήταν και καλός ακροβάτης. Θα περνούσε εύκολα πάνω από την άβυσσο μιας ρημαγμένης σχέσης και θα συνέχιζε μπροστά σχεδόν τραγουδώντας έναν ανάλαφρο σκοπό. Το ‘always look on the bright side of life’ των θρυλικών Μόντι Πάιθονς, ας πούμε. Αυτό μού ήρθε στο νου. Όμως ο άλλος, αυτός δεν θα ελαφροπατούσε πάνω απ’το τεντωμένο σχοινί και μοιραία κάποια στιγμή η άβυσσος από κάτω του θα τον εφέλκυε τόσο που θα έριχνε τη βουτιά.

Κι έτσι, ήρθε η μοιραία στιγμή του χωρισμού. Με την σταδιακή απομάκρυνση του ενός και τις μέριμνες του βίου να… ‘υποτονθορύζουν’. Αυτή ήταν λέξη του Καράλη. Και να σπρώχνουν κιόλας. Δεν αργεί κανείς να χωθεί ως το λαιμό ‘στα σκατά’. Και να περάσει στην ‘ενηλικίωση’. Να βρεις δουλειά, να βγάλεις λεφτά, όλα αυτά, τα γνωστά…

Δεν έγινε χωρίς πόνο όλο τούτο. Το συναίσθημα υπήρχε, οι ωραίες αναμνήσεις, η φοιτητική ζωή που κάποτε τελειώνει αλλά ποτέ δεν πεθαίνει μέσα μας… Και οι δυο άντρες πήραν το δρόμο τους. Οι διαφορές τους πυργώθηκαν ανάμεσά τους, νίκησαν τις ομοιότητες, η ζωή είναι μια πόρνη, έτσι κι αλλιώς.

«Δεν χάσαμε ποτέ την επικοινωνία μας όμως Μελίνα. Ποτέ… Εγώ σύντομα έφυγα από την Ελλάδα, είχα κάποιους συγγενείς στον Καναδά, αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου εκεί. Πρώτα κάτι μεταπτυχιακά στο Λονδίνο, τα συνήθη. Κι έπειτα έπεσα με τα μούτρα στις ‘μπίζνες’… Ο φίλος μου από την άλλη βυθίστηκε σε αυτά που αγαπούσε… μελέτες, γραφές, περιπέτειες Το παράξενο είναι ότι και οι δυο παντρευτήκαμε και χωρίσαμε… δεν κάναμε παιδιά… και επικοινωνούσαμε… είχαμε πάντα μεγάλο σεβασμό και αγάπη ο ένας για τον άλλο… δεν ακυρώθηκε αυτό, δεν αμαυρώθηκε… ο Αντρέας έλεγε πως ‘το ιερό του έμεινε απαραβίαστο’, εγώ έλεγα πως ό,τι έδινε φτερά στην ψυχή και στο νου μας τότε δεν έπαψε να μάς δροσίζει…».

Ο Καράλης στάθηκε πιο τυχερός απ’τους δυο όμως. Μπόρεσε να δημιουργήσει στον Καναδά μια άνετη ζωή, σχεδόν πλούσια. Ο Αντρέας πάντοτε πάλευε να επιβιώσει. Πολλές φορές δέχθηκε προσκλήσεις να τα παρατήσει όλα και να πάρει το πρώτο αεροπλάνο για Μόντρεαλ. Εκεί θα ξεκινούσε κάτι από την αρχή. Ο φίλος του προσφερόταν να τον στηρίξει σε όλα. Όμως δεν δέχθηκε ποτέ. Ο Αντρέας δεν ήταν τυχοδιωκτικός τύπος. Και δεν προσαρμοζόταν εύκολα σε νέα περιβάλλοντα. Ο Καράλης απ’την άλλη δεν έπαψε να στηρίζει οικονομικά το φίλο του, διακριτικά πάντα έστω κι αν δεν κατάφερνε να τον μεταπείσει να εγκαταλείψει το στενόχωρο διαμερισματάκι του για μια άνετη και ξεκούραστη ζωή κοντά του.

Τα χρόνια πέρασαν. Οι δυο φίλοι άρχισαν να χάνονται. Η επικοινωνία τους αραίωσε κάπως. Τα τελευταία χρόνια σχεδόν έφτασε στο μηδέν. Ώσπου ο Μάνος, μετά την κυβερνητική αλλαγή στον Καναδά, αποφασίζει μετά από πολλά χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα. Επικοινωνεί με το φίλο του, κανονίζουν να ανταμώσουν, υπάρχει συγκίνηση ανάμεικτη με αμηχανία. Έχουν σαρανταρίσει πια και οι δυο. Η φλόγα δεν έχει σβήσει όμως το βλέμμα έχει αλλάξει.

«Πότε ήταν η τελευταία φορά που επικοινωνήσατε;», τον ρώτησα προσπαθώντας να βραχύνω κάπως τη σχοινοτενή ιστόρηση του Καράλη. Είχε περάσει και η ώρα. Με τούτα και με κείνα είχαμε φτάσει μία το πρωί.

«Ενάμιση χρόνο πριν», είπε αμέσως. «Εγώ κανόνιζα τις τελευταίες εκκρεμότητες για να έρθω Αθήνα. Ανταλλάσσαμε μέιλς. Τού έγραφα, μού έγραφε. Είχαμε πυκνή επικοινωνία εκείνες τις εβδομάδες λίγο πριν έρθω στην Ελλάδα. Επισκεπτόμουν συχνά το ιστολόγιό του… ένα ποιητικό ιστολόγιο που όμως περιελάμβανε και τις σκέψεις του, το στοχασμό του… έμπαινα κάθε μέρα και τον διάβαζα. Μπορείς να μπεις να το δεις. Μετάρσιος Λόγος, αυτός είναι ο τίτλος»

«Μετάρσιος Λόγος», επανέλαβα σα να γευόμουνα τις λέξεις.

«Η τελευταία του ανάρτηση είναι εκείνης της εποχής περίπου… Μάρτιος του 201… Από τότε δεν ανήρτησε τίποτε»

«Μάλιστα», έκανα σκεφτική. Έπρεπε οπωσδήποτε όχι μονάχα να εισέλθω στο ορφανό πλέον ιστολόγιο αλλά και να το μελετήσω.

«Έπειτα;»

«Ήρθα στην Αθήνα αρχές καλοκαιριού… εντωμεταξύ είχε διακοπεί αιφνίδια η επικοινωνία με τον Αντρέα. Έπιασα τούτο το διαμέρισμα, έτρεχα σε διάφορες δουλειές, ο φίλος μου άφαντος. Το κινητό του νεκρό… το ιστολόγιό του νεκρό… εξαφανισμένος!»

«Ώστε λοιπόν από τον Μάρτη εκείνο χάθηκαν τα ίχνη του»

«Ναι», ξεφύσηξε κουρασμένα ο Καράλης. Κοίταξα το ρολόι μου.

«Τον αναζήτησες;»

«Παντού… με κάθε τρόπο… εννοώ με κάθε προφανή τρόπο. Και για λίγους μήνες. Πήγα βέβαια κι από το σπίτι του. Κι εκεί δέχθηκα ένα μεγάλο σοκ. Το σπίτι είχε ξενοικιαστεί ήδη από το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς! Όχι από τον ίδιο όμως!»

Το πράγμα είχε αρχίσει να έχει ενδιαφέρον πλέον. Την ίδια εποχή που ο Καράλης ερχόταν από τον Καναδά στην Αθήνα, κάποιος άγνωστος, κάποιος που είχε παρουσιαστεί ως συγγενής του Αφοσιωμένου, είχε εμφανιστεί στο σπιτονοικοκύρη του φίλου του, είχε βγάλει ένα πακέτο με ευρώ, είχε εξοφλήσει με το παραπάνω όλα τα χρωστούμενα και είχε αδειάσει το σπίτι! Όταν πήγε ο Καράλης εκεί, κατά τον Οκτώβρη πλέον μια οικογένεια αλλοδαπών είχε πιάσει το διαμέρισμα του φίλου του! Το σοκ ήταν μεγάλο.

«Πέρασαν κάμποσοι μήνες μέχρι να πας από κει ε;», τον ρώτησα κάπως ελεγκτικά.

«Ναι… το παραδέχομαι… σκέφτηκα αρχικά πως ο φίλος μου είχε αλλάξει διάθεση… του συνέβαινε αυτό κατά καιρούς… ενθουσιαζόταν με μια προοπτική και μετά από λίγο την εγκατέλειπε. Όμως, ομολογώ πως αδράνησα… όταν συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να βρω ίχνη του απελπίστηκα. Έβαλα τα χειρότερα με το νου μου… καταλαβαίνεις… γι αυτό και απευθύνθηκα στο γραφείο σας… δηλαδή σε σένα».

Αποφάσισα να σηκωθώ. Ήταν η ώρα της αναχώρησης. Ο Καράλης με συνόδευσε ως την πόρτα. Ήταν εμφανώς κουρασμένος. Πριν φύγω, μού έδωσε ένα στικ…

«Εδώ είναι ό,τι έχω… αρχεία, απόσπασμα της αλληλογραφίας μας… κάποιες φωτογραφίες… στα εμπιστεύομαι», μού είπε.

Πήρα το στικάκι και το έβαλα στην τσέπη.

«Δεν συζητήσαμε το οικονομικό», μού είπε.

«Έχω προσληφθεί λοιπόν», είπα χαμογελώντας.

«Από την πρώτη στιγμή», είπε ψέματα με τον πιο φυσικό τρόπο.

«Είμαι αρκετά ακριβή όμως κάνω καλή δουλειά κε Καράλη», του είπα. «Πρώτα θέλω να μελετήσω τα δεδομένα, να έχω μια εικόνα… θα είμαστε σε επαφή…»

«Μια προκαταβολή;»

«Θα σας στείλω με μειλ έναν αριθμό λογαριασμού… σύντομα. Και το ποσό της προκαταβολής πριν ξεκινήσω πραγματικά», είπα και βάδισα προς τον ανελκυστήρα.

«Μου αρέσει ο τρόπος σου… νιώθω μια αισιοδοξία», είπε ο Καράλης και ένιωσα οι ελπίδες του ακουμπούσαν σαν μεγάλες παλάμες στους ώμους μου.

«Καλή είναι πάντα η αισιοδοξία και το θετικό πνεύμα», του είπα και τον αποχαιρέτησα.

Όταν μπήκα στο αυτοκίνητό μου λίγα λεπτά μετά και κράτησα το μικρό στικ ανάμεσα στα δάχτυλά μου με πλημμύρισε ένα σκοτεινό συναίσθημα που με αιφνιδίασε. Δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοια.

«Είσαι νηστική καλή μου… γι αυτό», αποφάνθηκα και θυμήθηκα ότι μερικά ‘μπεργκεράδικα’ ξενυχτούν για ανθρώπους σαν κι εμένα. Βάζοντας μπρος τον κινητήρα, δεν ξέρω γιατί, μού ήρθε στο νου η εικόνα του Ολλανδού Ιησού του πίνακα με το μελαγχολικό βλέμμα. Η έκφρασή του είχε κάτι που με μαγνήτιζε και με απωθούσε μαζί.

«Εσύ λιμοκτονείς, όχι αστεία!», είπα εκνευρισμένη.

Βρήκα ένα σταθμό στο ραδιόφωνο με ροκ μουσική για να διαλύσω τα σύννεφα και βγήκα στους νυχτερινούς δρόμους της Αθήνας.

 

Από το σπίτι ως το παγκάκι

Ξ

ύπνησα κατά τις δέκα. Δεν είχα καμιά διάθεση να φτιάξω καφέ. Πήρα τηλέφωνο και παρήγγειλα. Μαζί και τρία κρουσανάκια βουτύρου, από αυτά πού με βοηθούν πάντα στη μελέτη. Κι είχα ένα σωρό πράγματα να δω, να διαβάσω, να σκεφτώ. Είχα αναλάβει βέβαια την υπόθεση μόλις λίγες ώρες πριν όμως δεν μού άρεσε να χάνω την ώρα μου. Και όσο ήμουν ζεστή και γεμάτη περιέργεια ήθελα να καταβροχθίσω όλα τα διαθέσιμα δεδομένα της νέας υπόθεσης. Στην αρχή κάθε νέας δουλειάς μού έρχονταν στο νου αυτά που μού έλεγε ο Πήτερ, ο μέντοράς μου. Και μαζί ο άνθρωπος που είχε πιστέψει στο ταλέντο και στην αντίληψή μου. Πριν πάρεις την όποια απόφαση για δράση, να περάσεις από όλη τη γκάμα των συναισθημάτων. Από τον ενθουσιασμό ως την απόρριψη. Όπου σταθεί το ένστικτό σου, εμπιστεύσου το και πράξε αναλόγως. Ήταν πρακτικός άνθρωπος ο Πήτερ και ωραίος δάσκαλος. Ήξερε τι έλεγε και τι… δεν έλεγε. Ο ενθουσιώδης ξεκινά με χίλια και στην πρώτη στραβή πάει με την όπισθεν. Ο πεσιμιστής τα βλέπει όλα μαύρα και χάνει χρόνο και χρήμα. Αλλά τους περιέχουμε όλους. Και τον ενθουσιώδη και τον γκρινιάρη και τον ηττοπαθή και τον αισιόδοξο και τον πρακτικό και τον ονειροπαρμένο. Σα να έχουμε φάει όλα τα φαγητά ενός πλούσιου μπουφέ. Και αυτό που μένει σαν γεύση την επομένη είναι αυτό που ‘διάλεξε’ ο οργανισμός. Κι αυτό εμπιστεύεσαι.

Ήρθε ο καφές μου και κάθισα στο γραφείο μου για να στρωθώ στη δουλειά. Πολλά ερωτήματα με απασχολούσαν από όσα μού είχε πει ο Καράλης. Και το κυριότερο ήταν, ποια ήταν η οικογένεια του Αφοσιωμένου; Ο Καράλης δεν είχε κάνει καμιά νύξη. Ήταν ολομόναχος; Δεν υπήρχε κανείς να τον αναζητήσει;

Έβαλα το στικάκι στη θύρα usb του υπολογιστή μου και στρώθηκα στη μελέτη.

Όταν χτύπησε το κινητό μου ήμουν τόσο απορροφημένη από την ανάγνωση των ατελείωτων σελίδων της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των δυο φίλων που σχεδόν δεν το άκουσα. Μηχανικά περισσότερο άπλωσα το δεξί μου χέρι στο γραφείο, πήρα τη συσκευή και την έφερα στο αυτί μου. Δεν είχα δει καν ποιος με καλούσε. Ήταν ο Λάμπρος τελικά.

«Καλημέρα Θρυλάρα!».

Η βροντερή, χαρούμενη φωνή του σχεδόν με σοκάρισε.

«Τι κάνεις βρε παλιόγαυρε; Πάλι λουφάρεις;».

«Πήρα ν’ακούσω τη φωνή σου να ισιώσω! Πώς πάν τα κέφια;».

Από το βάθος άκουγα αγριοφωνάρες, ανυψωτικά μηχανήματα, θόρυβος του λιμανιού. Κάπου είχε τρυπώσει ο αθεόφοβος και έπινε το καφεδάκι του. Και με θυμήθηκε.

«Δουλεύω αχαΐρευτε. Όχι σαν κι εσένα!», του πέταξα και αμέσως πήρε φωτιά.

«Είσαι στο μυαλό / κάτι μαγικό…» Σε λίγο μού πήρε τ’αυτιά ολόκληρη χορωδία που τραγουδούσε ένα γνωστό σύνθημα της εξέδρας των φανατικών οπαδών του Ολυμπιακού.

«Εντάξει, εντάξει», διαμαρτυρήθηκα. «Ερυθρόλευκα γομάρια!», είπα και άκουσα να μού επιστρέφονται γέλια. Πάλι σε ανοιχτή ακρόαση με είχε το τέρας!

«Το απόγευμα θα πάω για τα εισιτήρια».

«Και γιατί δεν τα παίρνεις ηλεκτρονικά;».

«Δεν ξέρω εγώ απ’αυτά κούκλα μου. Στο γκισέ! Εσύ τι θα κάνεις;».

Νέες αγριοφωνάρες. Κάποιος είχε πάρει χαμπάρι τους λουφαδόρους.

«Δεν ξέρω, μάλλον θα έχω δουλειά αυτό το σου-κού Λάμπρο».

Μικρή παύση.

«Καλά μάτια μου… όπως ορίζεις» Κι έπειτα, απτόητοι ξανά «Θρύλε θεέ μου / Ολυμπιακέ μου!»

«Μάλιστα, μάλιστα. Κοίτα να σε τσακώσει πάλι ο Λαχανάς και θα σου πω εγώ», του πέταξα και τα γέλια του με ανάγκασαν να απομακρύνω το κινητό απ’τ’αυτί μου.

«Είσαι καλά κορίτσι;» με ρώτησε έπειτα από λίγο με πιο ήρεμη φωνή.

«Καλά είμαι βρε. Εσύ;».

«Οικογένεια και άγιος ο θεός!», απάντησε και ένιωσα την περηφάνια του στη φωνή του.

«Έτσι μπράβο… να κάνουν και μερικοί οικογένειες γιατί οι Έλληνες χανόμαστε Λάμπρο!»

«Τι είπες; Δεν σε άκουσα Μελίνα».

«Τίποτα. Θα τα πούμε, να προσέχεις», του είπα και σε λίγο κλείσαμε την επικοινωνία.

Ο Λάμπρος ήταν ο παλιός και καλός μου φίλος από το σχολείο. Μαζί στα θρανία, στα σκασιαρχεία, στα γήπεδα. Παντού μαζί. Τώρα είχε παντρευτεί, είχε νοικοκυρευτεί αλλά η τρέλα του για τη μπάλα καλά κρατούσε. Μερικές φορές τον είχα επιστρατεύσει σε κάποιες δύσκολες ‘αποστολές’ στη δουλειά. Δεν αρνιόταν ποτέ του να με βοηθήσει και δεν παραπονιόταν ούτε γκρίνιαζε. Ανοιχτή καρδιά. Λαϊκός, όμορφος άνθρωπος.

Σκέφτηκα για λίγο το ματς της Κυριακής. Ντέρμπι με την ΑΕΚ. Θα ήθελα να πάω όμως είχα μπροστά μου μια καινούργια υπόθεση και δεν ήθελα να αποσπάσει τίποτα την προσοχή μου. Γύρισα ξανά το βλέμμα μου στην οθόνη μπροστά μου. Έψαξα και τα τσιγάρα μου. Βρήκα ένα πακέτο κάπου στο γραφείο, το άνοιξα, ήταν άδειο.

«Το κερατό μου», βλαστήμησα αλλά ξαναγύρισα στη μελέτη μου.  

 

Εκείνο που διαμαρτυρήθηκε πρώτο ήταν το στομάχι μου. Κοίταξα το ρολόι. Τρεις και μισή! Οι ώρες είχαν κυλήσει νερό. Αποφάσισα να σηκωθώ και να βγώ να περπατήσω. Είχα πιαστεί και τα μάτια μου πονούσαν. Κι ακόμα δεν είχα καν μπει στο ιστολόγιο του Αφοσιωμένου! Όσα είχα διαβάσει όμως από το υλικό του Καράλη έφταναν προς στιγμήν και περίσσευαν για να του σερβίρω την λυπητερή ηλεκτρονικώς. Η υπόθεση ήταν δυσκολότερη απ’όσο νόμιζα.

Έστειλα ένα μέιλ με τον αριθμό λογαριασμού μου και το ποσόν. Την ώρα που το έγραφα σούφρωνα και τα χείλια μου. Αν με έβλεπε ο Πήτερ θα με κατσάδιαζε. Ο Καράλης απάντησε έπειτα από δέκα λεπτά. ‘Το τακτοποίησα κιόλας’, μού έγραφε και με άφησε άναυδη. Είχε βάλει τα χρήματα στο λογαριασμό μου! Μετά από το μέιλ χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο εντολέας μου. Ο καλοπληρωτής μου.

«Καλημέρα», τον άκουσα κάπως πιο ευδιάθετο.

«Καλό απόγευμα μάλλον», του απάντησα.

«Ναι… σωστά. Ώστε μελέτησες κιόλας το υλικό;».

«Έχω κάνει το πρώτο πέρασμα… ναι…», του είπα. «Όμως δεν έχω διαβάσει τίποτα από το ιστολόγιο του φίλου σου. Αυτό θα πάρει λίγες μέρες».

«Και το συμπέρασμά σου ως τώρα;», με ρώτησε με έκδηλη αγωνία.

«Χμμ… μπορώ μονάχα να σου πω ότι τα πράγματα είναι πιο ζόρικα απ’όσο πίστευα…».

Παύση.

«Έχεις σχεδιάσει τις επόμενες ενέργειές σου;», βρήκε να με ρωτήσει.

«Ναι, έχω σχεδιάσει ήδη κάποιες ενέργειες», του απάντησα. «Μην με ρωτήσεις όμως τι και πως».

«Ναι, εντάξει… δεν θα σε ρωτούσα... ας κρατήσουμε το θετικό πνεύμα όμως, ε;».

«Φυσικά… αλλιώς θα είχα αλλάξει επάγγελμα!», του είπα και γέλασε. «Κι ευχαριστώ για την προκαταβολή».

«Εύχομαι καλή δουλειά», απάντησε απλά και ολοκληρώσαμε την επικοινωνία. Κείνη τη στιγμή πάλι με έπιασε το χθεσινοβραδινό σφίξιμο στο στήθος. Ένα παράξενο συναίσθημα, αδύνατον να το προσδιορίσω. Εχτές το απέδωσα στην έλλειψη θερμίδων, σήμερα;

«Όταν αμφιβάλλεις περπάτα», άκουσα μέσα μου τον Πήτερ… σοφός ο δάσκαλος. Σηκώθηκα να ντυθώ. Κρύο ξε-κρύο αφού δεν έβρεχε θα έβγαινα για ένα περίπατο ως το γειτονικό παρκάκι. Τις καλύτερες ιδέες τις συλλαμβάνει κανείς στη διαδρομή από το σπίτι ως το παγκάκι. Αυτό δεν ήταν του Πήτερ, δικό μου ήταν.

 

Πολλά και τίποτα

Κ

υριακή μεσημέρι. Είχα έρθει κανά δεκάλεπτο νωρίτερα στο ραντεβού μου με τον Καράλη. Σε αυτό το καφέ στα βόρεια προάστια πρώτη φορά ερχόμουν. Ξενέρωτο περιβάλλον, λίγο κυριλέ για τα γούστα μου. Όση ώρα περίμενα μόνη, καθισμένη σε αυτή τη γωνιά κάπως απόμερα, σκεφτόμουν όλα όσα είχαν γίνει τις προηγούμενες ημέρες που μελετούσα σχεδόν απ’το πρωί ως το βράδυ τα κείμενα, τα ποιήματα και όλα όσα αφορούσαν το κεντρικό πρόσωπο της νέας μου υπόθεσης, τον Αντρέα Αφοσιωμένο.

Η αλήθεια είναι πως είχα κιόλας φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του. Ο Καράλης τον είχε περιγράψει εσωστρεφή και συνεσταλμένο. Κάπως δειλό ίσως και αντικοινωνικό. Το δικό μου μαχαίρι είχε φτάσει πιο βαθιά κι ας μην τον είχα γνωρίσει ποτέ μου αυτόν τον άνθρωπο. Επρόκειτο για έναν αληθινό ερημίτη, έναν ‘κοσμοκαλόγερο’ που θα’λεγε και η μάνα μου. Από τις αναρτήσεις του στο ιστολόγιό του έβγαζε κανείς πολλά συμπεράσματα και μακάριζα τον Πήτερ, το παλιό καλό μου αφεντικό που με είχε εκπαιδεύσει τόσο καλά αλλά και το δικό μου μυαλό που έκοβε ξυράφι.

Ο Αφοσιωμένος ήταν ένας ευαίσθητος και ταυτόχρονα πολύ μοναχικός άνθρωπος. Από αυτούς που λέμε ότι γεννήθηκαν σε λάθος εποχή. Ζούσε στην κυριολεξία στον δικό του κόσμο, σ’αυτό είχε δίκιο ο Καράλης. Και δεν ήταν άσχημος αυτός ο κόσμος. Ήταν γεμάτος υψηλές ιδέες, μεγάλες αλλά απόλυτες αξίες και τρυφερότητα. Δεν είμαι σίγουρη αν υπήρχε αγάπη σ’αυτόν τον κόσμο. Υπήρχε απογοήτευση, μελαγχολία για την μοίρα του ανθρώπου, τη φθορά, το πρόσκαιρο του βίου. Αυτό τον απασχολούσε σε όλα σχεδόν τα ποιήματα και τα κείμενά του. Ομολογώ πως αρκετά δεν τα είχα καταλάβει. Η γλώσσα του ιδιαίτερη, το ύφος του μερικές φορές πυκνό και απροσπέλαστο για μια αμύητη όπως εγώ. Το κεντρικό νόημα το είχα πιάσει όμως, δεν λάθευα. Και από την άλλη υπήρχε και η επίκληση ενός χαμένου έρωτα, μιας αγάπης που ήρθε κι έφυγε, μιας ματαιωμένης ευτυχίας. Όλες αυτές τις μέρες διάβασα σχεδόν τα πάντα μέσα στο ιστολόγιό του. Και διάβαζα και τα σχόλια των αναγνωστών του. Δεν ήταν και πολλοί αυτοί που τολμούσαν να κάνουν κάποιο σχόλιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετοί αποθαρρύνονταν καθώς δεν θα καταλάβαιναν τι διάβαζαν.

Τα πιο πολλά σχόλια ήταν πάντως από γυναίκες. Και ειδικά από μια, την Αντιγόνη. Με αυτή μάλιστα υπήρχε κάτι ανάμεσά τους. Κάτι ιδιαίτερο. Η τύπισσα φαινόταν από την αρχή τσιμπημένη μαζί του. Τα σχόλιά της ήταν μερικές φορές προκλητικά, έμπαινε για να του την πει για να το πούμε λαϊκά. Φαινόταν όμως πως υπήρχε κάποια ξεχωριστή σχέση ανάμεσά τους. Οι αναρτήσεις της τελευταίας χρονιάς ειδικά ήταν σχεδόν γεμάτες από δικά της σχόλια και δικές του απαντήσεις. Κανονικός διάλογος. Καμιά φορά σχεδόν καβγάδιζαν κιόλας. Το πράγμα έκανε μπαμ, δεν ήταν δα και πυρηνική φυσική. Η κοπέλα ήταν ερωτευμένη μαζί του και προσπαθούσε να τον τσιγκλήσει, να τον πειράξει. Εκείνος πάλι πιο βαρύς, καμιά φορά ανταποκρινόταν, άλλοτε τη μάλωνε. Έπειτα, λίγους μήνες πριν την εξαφάνιση του Αφοσιωμένου παρατήρησα μια αλλαγή. Τα μηνύματα του προς εκείνη ήταν πιο κοφτά και τυπικά. Πάντα της απαντούσε αλλά όχι πια με την ίδια θέρμη, την ίδια όρεξη. Και οι αναρτήσεις του είχαν αλλάξει. Έμπαινε σε άλλα θέματα, πιο ‘σκληρά’, πιο σκοτεινά. Ναι, πιο σκοτεινά, αυτή είναι η λέξη. Και δεν είχε απομείνει κανείς πια να του γράφει εκτός από την Αντιγόνη. Αυτή έμπαινε πάντα και έγραφε τα δικά της. Η τελευταία του ανάρτηση ήταν στα μέσα του Μάρτη εκείνης της χρονιάς. Κι από τότε τίποτα.

Είδα τον Καράλη να μπαίνει στο καφέ και να με ζυγώνει με ένα βλέμμα παραπονεμένο. Και ένοχο.

«Άργησα, να με συγχωρείς», είπε και κάθισε ξαναμμένος απέναντί μου στον καναπέ. Δεν είχε αργήσει, πέντε λεπτά ίσως.

Παραγγείλαμε δυο καφέδες κι έβγαλα ασυναίσθητα το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Δεν μπορούσα να καπνίσω και το άφησα πάνω στο τραπέζι.

«Χάρηκα που μού τηλεφώνησες Μελίνα», μού είπε και με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν ήξερα που να το κατατάξω. Μεταξύ ικεσίας, απόγνωσης και συγκρατημένης αισιοδοξίας. Όλα μαζί, σαλάτα.

«Σκέφτηκα να μιλήσουμε λιγάκι. Την προηγούμενη φορά βάλαμε ας πούμε το περίγραμμα, τώρα έχω μπει κι εγώ βαθύτερα στο θέμα».

«Περίμενα με ιδιαίτερη αγωνία ένα τηλεφώνημά σου. Λοιπόν έχουμε τίποτα;».

«Πολλά και τίποτα», του είπα κοφτά και μερικές φορές δεν μπορούσα να κοντρολάρω τον εαυτό μου. Είχα απότομους τρόπους από μικρό κορίτσι. Άμυνα κι επίθεση μαζί.

Ο Καράλης με κοίταξε με τα φρύδια του σμιγμένα. Ήρθαν οι κούπες, ήπιαμε μια γουλιά, ήθελα να καπνίσω και βλαστήμησα που δεν μπορούσα.

«Την υπόθεση Λιαντίνη την ξέρεις;», τον ρώτησα ξαφνικά και τον είδα να ρυτιδιάζει.

«Ναι… όμως…».

«Θυμάσαι τι έλεγαν τότε στα κανάλια όταν ‘εξαφανίστηκε;’ Θυμάσαι το σούσουρο που είχε γίνει; Μετά από καιρό αποδείχθηκε ότι δεν είχε ‘εξαφανιστεί’ καθόλου. Απλώς είχε κάνει αυτό που ετοίμαζε από καιρό. Κανένας αιφνιδιασμός στην ουσία».

Ο Καράλης ήπιε λίγο καφέ και με κοιτούσε αμίλητος.

«Βγάζεις ένα παρόμοιο συμπέρασμα από τα κείμενά του;».

«Όχι ακριβώς… δεν είναι ίδιες περιπτώσεις… όμως έχω καταλήξει σε τρία πιθανά σενάρια. Δεν ξέρω ποιο βαραίνει παραπάνω. Το πρώτο είναι ότι μια μέρα απλώς πήρε το καπελάκι του και έφυγε. Τα παράτησε όλα και έφυγε. Τώρα αν έφυγε και… εντελώς, δεν ξέρω…».

Ο Καράλης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Το αποκλείω Μελίνα. Το είχα σκεφτεί κι εγώ. Τον Αντρέα τον ξέρω είκοσι χρόνια… και περισσότερο… δεν… θέλω να πω ούτε από όσα διάβασα προκύπτει κάτι τέτοιο…».

«Προς στιγμήν ας το αφήσουμε εδώ αυτό το σενάριο. Είναι πάντως πιθανό. Αν ένας άνθρωπος αυτής της φιλοσοφικής τάσης πάρει την απόφαση δεν θα βγάλει και ανακοίνωση για τους αναγνώστες του ιστολογίου… για ποιο λόγο; Αλλά κι εγώ αισθάνομαι… περισσότερο δηλαδή το νιώθω ότι δεν είναι το πιο πιθανό αυτό…».

Ο Καράλης χαμογέλασε.

«Το δεύτερο σενάριο;».

«Το δεύτερο σενάριο είναι ότι τον σκότωσαν».

Ο άνθρωπος παρά λίγο να πνιγεί. Έχω τον τρόπο μου με τις κουβέντες. Ζήτησα συγνώμη και υποσχέθηκα να είμαι τόσο ωμή.

«Τι… τι εννοείς;», με ρώτησε αναψοκοκκινισμένος και βήχοντας.

«Πως κάπου είχε μπλέξει, κάπου βρέθηκε, ίσως σε ένα καβγά, σε κάτι, οτιδήποτε… και τον καθάρισαν… που βρίσκεται τώρα; Θα τον βρουν μετά από καμιά δεκαριά χρόνια σε κανένα λάκκο… από τύχη…».

«Θλιβερό και αποτρόπαιο», σχολίασε ο Καράλης. Η υπόσχεσή μου να μην είμαι ωμή είχε πάει περίπατο.

«Αλλά καθόλου απίθανο… θα επανέλθω σ’αυτό», είπα. «Πάμε στο τρίτο σενάριο».

«Που είναι;».

«Ότι τον έχουν απαγάγει».

Ο Καράλης δεν μπόρεσε να εμποδίσει ένα μορφασμό αποδοκιμασίας.

«Σού φαίνεται παράξενο; Εμένα καθόλου. Δεν εννοώ ότι τον έχουν απαγάγει για λύτρα. Ο φίλος σου ήταν σχεδόν απένταρος, ζούσε φτωχικά και μάλλον είχε και αρκετά χρέη. Υπάρχουν και άλλα είδη ‘αιχμαλωσίας’ όμως. Κάποιος ή κάτι τον έμπλεξε άσχημα. Και κάτι με τρώει εσωτερικά κάθε φορά που το σκέφτομαι. Σα να είναι το πιο πιθανό… κι ας μην του φαίνεται…».

Ο Καράλης επέμενε να το αποκλείει.

«Νομίζω πως… φοβάμαι δηλαδή πως μάλλον ισχύει το δεύτερο… να σου πω την αλήθεια Μελίνα εγώ δεν ελπίζω να τον βρούμε… θέλω να πω το θέλω πολύ αλλά πολύ φοβάμαι πως δεν θα τον βρούμε…».

«Ζωντανό».

«Ναι… έχει περάσει τόσος καιρός χωρίς να δώσει σημεία ζωής… άρα κάτι κακό έχει συμβεί», είπε μελαγχολικά.

«Το ότι έχει συμβεί κάτι ‘κακό’ το θεωρώ παραπάνω από σίγουρο. Το θέμα είναι το πόσο κακό είναι αυτό… πες μου όμως κάτι… δεν υπάρχει κανένας που να ξέρεις… συγγενής, φίλος ή οτιδήποτε που να μπορώ να απευθυνθώ; Κάποιος όμως με τον οποίο να είχε πάρε δώσε πρόσφατα… κάποιος που τις προάλλες δεν θυμήθηκες να μου πεις ή παρέλειψες να βάλεις στο υλικό που μού έδωσες».

Ο Καράλης σούφρωσε τα χείλη του.

«Ό,τι γνωρίζω τα ξέρεις ήδη… όλα είναι μέσα στο στικάκι που σου έδωσα…»

Τέλειωσα τον καφέ μου και κοιτούσα τα τσιγάρα μου με ανυπομονησία να βγω στον καθαρό αέρα.

«Θέλω να σου πω κάτι ακόμα… δεν ξέρω πως θα το πάρεις όμως το σκεφτόμουν όλες αυτές τις μέρες που διάβαζα όσα μού έδωσες και όσα βρήκα στο ιστολόγιο του φίλου σου».

Ο Καράλης πέτρωσε σχεδόν και απολάμβανα την αίσθηση που τού είχαν αφήσει τα λόγια μου. Το είχα κι αυτό το ταλεντάκι. Κάμποσα αρσενικά είχαν παγώσει είτε από ένα μου βλέμμα είτε από μια δηλητηριώδη ατάκα μου. Έχω τη θεωρία μου για τους άντρες αλλά δεν είμαι από τους τύπους που αγορεύουν ή ‘προειδοποιούν’. Ευτυχώς ή δυστυχώς. Μόνο που την ώρα που ο κοκκοράκος δίπλα μου έχει σηκώσει το κεφάλι και κομπάζει για το ένα ή το άλλο, βρίσκω την ευκαιρία να τον γειώσω. Καμιά φορά λίγο απότομα, είναι η αλήθεια. Δεν είχε βρεθεί ακόμα ο λεβέντης εκείνος που θα μού περνούσε το χαλκά απ’τη μύτη ή τη λαιμαριά για να με σέρνει δώθε κείθε.

«Δεν ξέρω πόσο καλά γνωρίζεις το φίλο σου… αυτό που αισθάνομαι απ’όσα διάβασα είναι πως ένας άνθρωπος τόσο… πώς να στο πω, πολύπλοκος, έχει και περίεργα γούστα. Να με συμπαθάς που είμαι τόσο ευθύς και δεν ξέρω τους τρόπους των σαλονιών αλλά έτσι μεγάλωσα και έτσι επιβιώνω».

Ο Καράλης με κοιτούσε κάπως διαφορετικά τώρα. Και παρέμενε σιωπηλός σαν καλό σκυλάκι που περιμένει την επόμενη εντολή απ’το αφεντικό του.

«Τι σημαίνει περίεργα γούστα; Ο,τι μπορείς να φανταστείς. Δεν είσαι χθεσινός… κοσμογυρισμένος είσαι, μορφωμένος, άνθρωπος του κόσμου… ίσως και του υποκόσμου… δεν με ενδιαφέρει… επειδή εγώ όμως έχω φτάσει σε πολύ χαμηλά σκαλοπάτια και η βρωμιά δεν κατάφερε να με λερώσει, απλά τη μυρωδιά έφερνα μαζί μου κάθε φορά που επέστρεφα, θέλω να σου πω ότι δεν αποκλείεται ο εκλεκτός συγγραφέας και ευαίσθητος και ρομαντικός και όλα τα σχετικά, να είχε… ή να έχει και μια άλλη ζωή… μια ‘διπλή’ ζωή… αυτή που δεν συζητά ποτέ κανείς αλλά ανακαλύπτεται μερικές φορές μετά θάνατον… έμαθα από μικρή ότι κανείς δεν είναι αυτό που δείχνει… κανείς… ούτε εσύ ούτε εγώ… το να έχουμε άγρια βίτσια δεν είναι δα και τόσο πρωτότυπο… μας πρόλαβαν τα Σόδομα και τα Γόμορα κάτι αιώνες πριν…».

Ο Καράλης έσκασε ένα πονηρό χαμογελάκι και έσκυψε το κεφάλι του.

«Και ο συλλογισμός σου πού οδηγεί;».

«Πουθενά… προς το παρόν… απλώς, θέλω να σου πω ότι προσωπικά δεν θα έπεφτα από κανένα συννεφάκι αν ανακάλυπτα πως ο άνθρωπός μας είναι χωμένος σε τίποτα σκατά που δεν τα βάζει ο νους σου… εκτός αν ο νους σου βάζει τίποτα και δεν μού το λες… ο καθωσπρεπισμός συνηθίζεται στις πιο πάνω τάξεις… γι αυτό το λέω…».

Ο Καράλης δεν αγνόησε την μπηχτή. Αντέδρασε απλώς με ένα ανασήκωμα των φρυδιών και ένα ξεφύσημα σα να είχε δεχθεί γροθιά στο στομάχι.

«Ουάου… αληθινά δεν χαρίζεις κάστανα εσύ!», είπε αλλά τον έκοψα πως είχε εκτιμήσει την ωμή ειλικρίνειά μου.

«Δεν θέλω τώρα να μού πεις… σκέψου όμως… αν υπάρχει κάτι… οτιδήποτε που τελικά θα μπορούσε να βοηθήσει, μη ντραπείς… να σού πω μια μικρή ιστοριούλα για να με πιάσεις;»

«Ναι», είπε με προθυμία.

«Κάποτε είχα αναλάβει μια υπόθεση ‘εξαφάνισης’. Ο μάγκας ήταν οικογενειάρχης, ωραίος, με τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους λογαριασμούς του πληρωμένους και την Μερσεντές στο πάρκινγκ. Κάποια μέρα των ημερών χάθηκε απ’τα ραντάρ. Ανέλαβα την υπόθεση. Η γυναίκα του αρχικά δεν ήθελε να μού τη δώσει. Όμως ο Πήτερ έκανε χημειοθεραπείες τότε και δεν γινόταν αλλιώς. Κι ενώ η αστυνομία έψαχνε βαριεστημένα και κάποια μέρα τα παράτησε γιατί τι μας νοιάζει που κοπροσκυλιάζει ένας 45άρης που βαρέθηκε να βλέπει τη μούρη της γυναίκας του και ξελογιάστηκε από ένα πορνίδιο και τρώει τα λεφτάκια του και καλοπερνάει… εγώ έψαξα τα αρχεία του… τα βιβλία του, τα συρτάρια του, τα πάντα… διάβασα, ασχολήθηκα, σκέφτηκα, ξενύχτησα… ξέρεις τι κατάλαβα; Ο άνθρωπος αυτός είχε ένα μεγάλο βίτσιο… τόσο μεγάλο που του είχε ροκανίσει τον εγκέφαλο σαν αρουραίος… κι ήθελε πριν γεράσει να το ζήσει… όχι απλώς να πάρει μια μυρωδιά, να το γευτεί για λίγο κι έπειτα ξανά στα ίδια… ήθελε να το ζήσει ολοκληρωτικά… με τη γυναίκα του δεν μπορούσε… ο πόθος να το ζήσει του έκαιγε τα κύτταρα, δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Είχε τακτοποιηθεί οικονομικά, είχε σιχαθεί τη δουλειά, το μαγκανοπήγαδο, τη σαπίλα της αστικής τάξης που τον έθρεψε… σάπιος κι αυτός ίσως αλλά ήθελε να βουτηχτεί ως το λαιμό στο μεγάλο βούρκο…».

«Δηλαδή;», ρώτησε συνεπαρμένος απ’την ιστορία μου ο Καράλης.

«Δηλαδή τη μέγιστη, επικίνδυνη σαρκική και ψυχική και πνευματική και πες ό,τι θες ηδονή που ή θα τον εξόντωνε ή θα τον έφτανε στα ουράνια… και τη βρήκε… και τον βρήκα κι εγώ. Μέσα σε ένα μήνα τον εντόπισα… το πώς δεν έχει σημασία… το πού έχει όμως… ξέρεις που; Στα υπόγεια μιας Μίστρες… μιας Ντόμινας γερμανίδας, κάπου στο Αμβούργο… τον βρήκα κλειδωμένο σε ένα κλουβί με περιλαίμιο και αλυσίδα… κι ευτυχισμένο!».

Ο Καράλης ξεροκατάπιε και δεν τολμούσε να βγάλει άχνα.

«Τι έγινε σκέφτεσαι; Ο άνθρωπος τρομοκρατήθηκε όταν κατάλαβε τι σήμαινε η παρουσία μου εκεί… πίστευε ότι είχε χαθεί γι αυτόν τον κόσμο… ζούσε τη ζωή των ονείρων του… δεμένος με αλυσίδα να γλείφει τα βρόμικα πέλματα της αφέντρας του και να δέχεται το βούρδουλα στη σάρκα… και στο είναι του… ο άνθρωπος ήταν στον έβδομο ουρανό… υπόγειο μεν αλλά στον παράδεισο… τι έπρεπε να κάνω; Τυπικά έπρεπε να τον ξεμπροστιάσω, να τον κάνω βούκινο, να αναγκαστεί να γυρίσει μετανιωμένος στην συζυγική εστία. Ποιο το νόημα; Κι αν τον συγχωρούσε η γυναίκα του αυτός μετά από λίγο θα ξανάφευγε. Ήταν δυστυχισμένος κι είχε βρει τη βασιλεία των ουρανών… μέσα από εξευτελισμούς, μαστίγια και φτυσίματα στη μούρη… αυτό λαχταρούσε η ψυχή του… στα λέω γιατί έμεινα κοντά του, εκεί, στο υπόγειο δυο μέρες και μού τα είπε όλα… η Ντόμινά του μού έδωσε την άδεια να κάνω ό,τι θέλω… δεν την ενδιέφερε… είχε ένα σωρό σκλάβους… ο άνθρωπος με ικέτεψε να γυρίσω πίσω ‘άπρακτη’… να δηλώσω πως δεν τον βρήκα, κανένα ίχνος πουθενά… ας έβγαζε τα κάστανα απ’τη φωτιά η αστυνομία σε εκατό χρόνια… ποιος χέστηκε άλλωστε;».

Ο Καράλης με κοιτούσε εκστατικός.

«Και τι έκανες;»

«Αυτό που μού ζήτησε. Μού αποκάλυψε μάλιστα και μια τραπεζική θυρίδα με μια τσάντα γεμάτη φίσκα με εκατόευρα. Μού είπε να κρατήσω όσα ήθελα και να τον αφήσω ήσυχο. Η γυναίκα του θα έβρισκε κάποιον άλλο, νέα ήταν ακόμα, όμορφη. Ο γιος φοιτητής, περιουσία υπήρχε, όλα τακτοποιημένα. Τελικά πήγα στη θυρίδα, κράτησα από τη τσάντα μονάχα τα έξοδά μου και γύρισα στην Αθήνα. Είπα στη σύζυγό του ότι δεν είχα βγάλει άκρη και πως η υπόθεση είχε φτάσει σε αδιέξοδο… μάλλον νεκρός ήταν ο άνθρωπος, άγνωστο πώς, άγνωστο από ποιους ή από τι… έπρεπε να αρχίσει να τον πενθεί και να συνεχίσει τη ζωή της… της επέστρεψα και την προκαταβολή και… η υπόθεση έκλεισε».

Ο Καράλης εξέπνευσε με θόρυβο σα να κρατούσε την αναπνοή του καμιά ώρα. Είχε ανάψει, η ιστορία μου τον είχε ‘φτιάξει’, το ήξερα. Είχε γνωρίσει κι αυτός ένα σωρό τέτοιους ανθρώπους στον περίγυρό του, δεν του έλεγα κάτι καινούργιο. Απλά όταν τα ακούς από κάποιον, όταν αφορούν εσένα ή έναν αγαπημένο σου, τότε είναι αλλιώς. Δεν είναι μια ταινία που την είδες και μετά πέφτεις για ύπνο ερεθισμένος ίσως από την ωραία πρωταγωνίστρια. Είναι κάτι χειροπιαστό. Κι αυτό σε ντροπιάζει.

Και η ντροπή φέρνει σιωπή. Και η σιωπή σκέψεις. Και οι σκέψεις μελαγχολία. Και αφού την άφησα να πλανιέται για λίγο, αποφάσισα να τη σπάσω.

«Από αύριο ξεκινάω τη δράση», είπα ξαφνικά και το βλέμμα του Καράλη ξαναπήρε την πρώτη του έκφραση.

«Βγαίνω απ’το σπίτι που μούχλιασα τέσσερις μέρες να διαβάζω και παίρνω τους δρόμους. Δεν θ’αφήσω τίποτα άψαχτο. Όσο αόρατος κι αν είναι κανείς, κάπου υπάρχουν ίχνη του. Έχω και γνωριμίες και ανθρώπους που θα βοηθήσουν. Ξέρω και πώς θα κινηθώ και δεν θα πάρει πολύ καιρό. Βέβαια είμαι σίγουρη ότι ούτε η πρώην γυναίκα του θα ξέρει τίποτα ούτε στην εταιρία που δούλευε πριν χρόνια. Ούτε βέβαια και οι μακρινοί του θείοι και ξάδελφοι. Γιατί ό,τι έγινε, έγινε τους τελευταίους μήνες. Και με όλους αυτούς δεν είχε επαφή χρόνια τώρα. Η μητέρα του πέθανε πριν πολλά χρόνια έτσι;».

«Ναι, πριν δεκαπέντε νομίζω».

«Και ο πατέρας του πέθανε πριν καν τον γνωρίσει».

«Ναι…».

Κούνησα το κεφάλι μου με νόημα.

«Το κλειδί είναι ο άνθρωπος που άδειασε το σπίτι. Αύριο θα είμαι εκεί και θα τα πούμε ένα γύρο με τον σπιτονοικοκύρη του. Αν βγει άκρη να ξέρεις από κει θα βγει… και…».

«Και;», ρώτησε ο Καράλης με έντονο ενδιαφέρον.

«Μπορεί να μην είναι τίποτα… με απασχολεί όμως…».

«Πες μου, ίσως να μπορώ να σε βοηθήσω».

«Γνωρίζεις κάποια Αντιγόνη; Στην αλληλογραφία σας δεν την αναφέρει. Τηλεφωνικά μιλούσατε;».

«Όχι συχνά… Αντιγόνη είπες;».

«Ναι… δεν ξέρω γιατί αλλά μού έχει καρφωθεί αυτό το άτομο…».

«Δεν έχω ιδέα… ποια είναι αυτή; Ποτέ του δεν μού ανέφερε αυτό το όνομα».

«Δεν ήταν και πολύ παραγωγική η κουβέντα μας έτσι;», τον ρώτησα ψαρεύοντας κάποια αντίδρασή του.

«Είναι νωρίς ακόμα για να έχουμε κάτι χειροπιαστό όμως βλέπω ότι είσαι οργανωμένη στη δουλειά σου και αισιοδοξώ. Τουλάχιστον να οδηγηθούμε κάπου. Έστω κι αν αυτό είναι…».

«Θυμάσαι τι μού είπες στο σπίτι σου τις προάλλες;».

«Τι απ’όλα;».

«Πως μερικοί άνθρωποι δεν βρέθηκαν ποτέ».

«Ναι».

«Οι ζωντανοί που θέλουν να βρεθούν, βρίσκονται… αργά ή γρήγορα… ακόμα και σε υγρά υπόγεια, μέσα σε κλουβιά με αλυσίδες στο λαιμό…», του είπα και σηκώθηκα να τον αποχαιρετήσω.

«Ας ποντάρουμε στο γρήγορα Μελίνα», είπε και με κοίταξε με ένα συννεφιασμένο βλέμμα.

Σηκώθηκα και ενώ ήμουν έτοιμη να τον αποχαιρετήσω, έσκυψα, δεν ξέρω από τι ορμώμενη και καρφώνοντας το βλέμμα μου στο δικό του, τού είπα:

«Πριν έρθουν τα Χριστούγεννα θα έχω λύσει το μυστήριο», είπα πολύ σοβαρά και είμαι σίγουρη ότι τον άφησα πίσω από την πλάτη μου με τα φρύδια κατεβασμένα ως τη μύτη και το στόμα μισάνοιχτο.

 

Το χαλί του Σέρλοκ

Π

αραμονή Χριστουγέννων. Το’πα και το’κανα. Κι ένιωθα υπερήφανη για τον εαυτό μου. Αυτή τη φορά το χώρο για τη συνάντηση τον είχα διαλέξει εγώ. Αυτές τις ξενέρωτες μπλαζέ καφετέριες που ίσως να σύχναζε ο Καράλης δεν τις μπορούσα. Είχα διαλέξει ένα ωραίο μπιστρό-καφέ στη Γλυφάδα που το είχε αγοράσει ένας παλιόφιλος και είχε κάνει κουκλί. Νεανικές συντροφιές, διακριτικό περιβάλλον, ωραία τζαζ μουσικούλα, να μπορείς να συζητήσεις αλλά και στις στιγμές της σιωπής να σου χαϊδεύουν τ’αυτιά όμορφα πράγματα.

Διάλεξα την αγαπημένη μου γωνιά που ευτυχώς ήταν άδεια, χαιρέτησα τα παιδιά που είχα να δω καιρό και παρήγγειλα ένα τέλειο διπλό καπουτσίνο. Σε τούτο το σημείο μπορούσα και να καπνίσω.

Είχαν κυλήσει σχεδόν τρεις εβδομάδες και δεν θυμόμουν να είχα ρίξει τόση δουλειά για καμιά άλλη υπόθεση στο παρελθόν. Η κάθε μέρα γεννούσε πράγματα για τις επόμενες κι έφτασα κάποια στιγμή στο σημείο να κοιμάμαι δυο ώρες με το ζόρι. Στο τέλος της συνάντησης θα ανακοίνωνα και τη νέα λυπητερή στον εργοδότη μου. Ό,τι κι αν ζητούσα θα άξιζε ο κόπος. Γιατί είχα φτάσει αληθινά στον στόχο μου. Κι από τη νέα χρονιά θα έβαζα μπρος το τελευταίο και πιο δύσκολο στάδιο. Κι εκεί ίσως να χρειαζόμουν και έξτρα βοήθεια. Σκεφτόμουνα τον Λάμπρο όμως τώρα δεν ήθελα να τον μπλέκω στα δικά μου. Είχε οικογένεια, είχε παιδιά, είχε και τον Ολυμπιακό. Που να αδειάσει ο καψερός. Όμως υπήρχαν άτομα που θα επιστράτευα. Με το κατάλληλο ‘κίνητρο’ όλα γίνονται.

Χτύπησε το κινητό. Ο Λάμπρος! Αυτή τη φορά απ’το σπιτάκι του. Είχε τσιμπήσει μια πενθήμερη αδειούλα και θα ταξίδευε στη πεθερά του, στο Αργοστόλι. Χριστούγεννα με όλας τας τιμάς. Πεθερικά, ξαδέλφια, μπόμπιρες, δέντρα στολισμένα και καλό φαί.

«Δεν έρχεσαι κι εσύ βρε ψυχή; Πάλι μονάχη θα τη βγάλεις τέτοιες μέρες;».

«Που να έρθω παιδί μου με τέτοια πολυκοσμία;».

«Α, μην το λες. Η πεθερά μου έχει μεγάλο σπίτι. Θα βολευτούμε όλοι μια χαρά. Και θα κάνουμε και τις βόλτες μας».

«Αχ βρε Λάμπρο, τι είναι αυτά που μού λες τώρα…», είπα με ένα κάπως γκλυκερό τόνο στη φωνή μου που τον ερέθισε.

«Κοροϊδεύεις αλλά εσύ θα χάσεις. Κάτσε να σε φάει η σκουριά χριστουγεννιάτικα! Έχει σταματήσει και το πρωτάθλημα, μιζέρια!».

«Όταν γυρίσεις με το καλό θα ανταμώσουμε. Ίσως πάμε μαζί και στο πρώτο ματς στο Καραϊσκάκη».

«Σώπα! Θυμάσαι που πέφτει;».

Του έστρωσα μερικά ‘γαλλικά’ από τις παλιές εποχές που το σκάγαμε από το μάθημα και κάναμε βόλτες με τη μηχανή στην παραλιακή. Ωραίες εποχές.

«Έχεις αναλάβει κάτι καλό ε;», με ρώτησε κάποια στιγμή και άκουσα κλάματα μωρού.

«Ναι… κάτι καλό», του απάντησα αόριστα.

«Μπας και θέλεις βοήθεια; Και δωρεάν έρχομαι, να ξέρεις. Άλλωστε, σού χρωστάω πολλά ρε ψυχούλα».

Μπορούσε να με συγκινήσει αυτός ο άνθρωπος με μια του λέξη. Γιατί ήξερα πως έβγαινε απ’την καρδιά του. Κι είχε μεγάλη καρδιά ο Λάμπρος.

«Τίποτε δεν μου χρωστάς. Άντε, κλαίει ο μικρός, σε ζητάει», του είπα παλεύοντας να κρύψω την σπασμένη μου φωνή.

«Ναι ο μπαγάσας. Μόνο μη μου βγει βάζελος Μελίνα. Θα τον κρεμάσω από κανά κατάρτι».

«Φτού! Φτού! Φτού! Κάνε μια γύρα και φτύσε κι εσύ τρεις φορές χαμένε! Βάζελος να σου βγει το παιδί! Τα λένε αυτά άγιες μέρες;».

Ο Λάμπρος έσκασε στα γέλια κι έπειτα από λίγο μού ευχήθηκε και έκλεισε τη γραμμή. Κάθε φορά που ανταμώναμε ή μιλούσαμε είχα τον ίδιο κόμπο στο λαιμό. Έναν λυγμό που ανέβαινε απ’τα βαθύτερα του είναι μου, δεν ξέρω. Τον ένιωθα αδελφό μου. Ίσως να ήταν και ο μοναδικός άνθρωπος που είχα αγαπήσει. Και θα έκανα τα πάντα γι αυτόν.

 

Τον κατάλαβα από την πρώτη ματιά, μόλις τον είδα να μπαίνει στο μπιστρό, να κοιτάζει δεξιά αριστερά για να με εντοπίσει και τελικά να βλέπει το υψωμένο μου χέρι και να με πλησιάζει. Δεν χαμογελούσε, δεν είχε τη συνήθη του έκφραση στο πρόσωπο, ήταν ‘κάπως’. Αυτό το ‘κάπως’ που έχουμε όλοι μας σαν ζωγραφιά στο πρόσωπο όταν κουβαλάμε ένα φορτίο ανεπιθύμητο και πρέπει να το αποθέσουμε κάπου. Είπα να μην δώσω σημασία στο ένστικτό μου που έβγαλε φωνή σαν πληγωμένο ζώο απ’τα έγκατά μου και να κάνω πως δεν συμβαίνει τίποτα.

Ο Καράλης κάθισε στην άδεια καρέκλα απέναντί μου και παρήγγειλε μονάχα ένα χυμό. Άλλο ένα σημείο ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχαμε είκοσι μέρες να τα πούμε, το πράγμα χτύπαγε κόκκινο κι αυτός είχε μια διάθεση αλλόκοτη… θα την έλεγα κουκουρούκου αλλά μού είχε φύγει κάθε διάθεση για αστεία.

Έκανε την προσπάθειά του πάντως, δε λέω, φόρεσε το ωραίο του ‘Καναδέζικο’ ψευτοχαμόγελο και τους περιποιημένους του τρόπους και αφού αναλωθήκαμε να λέμε κοινοτοπίες για την κίνηση στους δρόμους και το κρύο, μπήκαμε στο ‘ψητό’.

«Θα στο πω καθαρά και χωρίς περιστροφές Μάνο», άρχισα και τον είδα να πίνει λίγο απ’το χυμό του σαν καλό παιδί. «Πιστεύω ότι ο φίλος σου έχει περάσει στην απέναντι όχθη».

Τον είδα να ξεροκαταπίνει. Με κάρφωσε με ένα βλέμμα απορίας αλλά όχι έκπληξης. Η γνωστή μου ωμότητα είχε κάνει πάλι το θαύμα της. Είπα να το πάω πιο χαλαρά το πράγμα.

«Όταν λέω ‘απέναντι όχθη’ δεν εννοώ ότι υποχρεωτικά κάνει παρέα με τους δικούς του στους ουρανούς. Λέω ότι είναι κάπου αλλού. Κι αυτό μάλλον χωρίς τη θέλησή του», προσπάθησα να γίνω πιο σαφής χωρίς επιτυχία. «Κουτούλησα σε πολλούς τοίχους όλες αυτές τις μέρες που ψάχνω. Δεν θα σου πω τις λεπτομέρειες αλλά μπορείς να πεις ότι σήκωσα ένα χαλί και κοίταζα σαν τον Σέρλοκ Χολμς με ένα παλιομοδίτικο φακό τη σκόνη. Κάπως έτσι. Το πράγμα θα μπορούσε να αποθαρρύνει τον οποιονδήποτε αλλά όχι εμένα. Γιατί ο φίλος σου αληθινά μοιάζει όχι με τον ‘άνθρωπο δίχως πρόσωπο’ αλλά με τον άνθρωπο δίχως ταυτότητα. Ελάχιστα στοιχεία, σχεδόν ανύπαρκτα. Ούτε καν μέλος σε κινηματογραφική λέσχη ή σε ορειβατικό σύλλογο… το ονοματεπώνυμό του πουθενά. Φυσικά δεν χρησιμοποίησα μονάχα ορθόδοξες μεθόδους… καταλαβαίνεις… και αφού έκανα ένα σωρό κύκλους γύρω από το ίδιο σημείο, η απάντηση ήρθε από κει που θα έπρεπε να το περιμένω…».

«Δηλαδή;», με ρώτησε υποτονικά.

«Η απάντηση βρίσκεται συνήθως εκεί κοντά που βρίσκεται και η ερώτηση. Αυτή είναι η θεωρία μου. Ας πούμε ότι είναι δυο μπουρμπουλήθρες που βγαίνουν στην επιφάνεια σχεδόν μαζί. Πρώτα η μια, μετά η άλλη. Μόνο που η πρώτη κάνει ‘μπαμ’ γιατί είναι μεγάλη και άσχημη. Η δεύτερη είναι μικρή και πονηρή. Κρύβεται καλά, δεν την παίρνεις χαμπάρι… η απάντηση βρίσκεται στο ιστολόγιο», είπα τελικά και τον είδα να ρουφάει όλο το χυμό του σαν φάρμακο που είχε συστήσει ο γιατρός.

«Που σημαίνει;», ρώτησε και άναψα τσιγάρο. Του προσέφερα αλλά αρνήθηκε. Δεν κάπνιζε ο Καράλης. Άλλες ουσίες μάλλον τον ‘έφτιαχναν’, πιο εξτρίμ.

«Θα σου τα πω διαφορετικά. Ο τύπος που άδειασε το σπίτι του βιαστικά και… χουβαρντάδικα… σού είχα πει ότι αυτός θα ήταν το κλειδί… και τώρα είμαι σίγουρη πως είναι… εκεί ζορίστηκα αρκετά να βγάλω άκρη. Δεν ήταν εύκολο. Κίνησα άλλους μηχανισμούς, λάδωσα μερικά γραναζάκια… πριν λίγες μέρες μπόρεσα να πω κι εγώ ‘μπίνγκο’ όπως στις αστυνομικές ταινίες».

«Έχεις τα στοιχεία αυτού του ανθρώπου δηλαδή;», με ρώτησε τώρα περισσότερο με ύφος ανακριτή.

«Ναι… όχι αυτού που εκτέλεσε τις εντολές… αυτού που τις έδωσε… και το παράξενο είναι πως δεν έχει καμιά σχέση με το οικογενειακό περιβάλλον του Αφοσιωμένου. Είναι ένας επιχειρηματίας, μεγαλο-εργολάβος στην επαρχία… Σού έχω ετοιμάσει κι εγώ ένα στικάκι με όλα του τα στοιχεία. Ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, οικογένεια… μόνο για το που πήγε φαντάρος δεν έχω μέσα…».

Ο Καράλης με κοιτούσε λες και είχα μόλις προσγειωθεί με το ατομικό μου διαστημόπλοιο από το γειτονικό πλανήτη και είχα τρία κεφάλια και έξι χέρια.

«Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;», με ρώτησε τελικά κάπως ξεψυχισμένα.

«Είναι ο πατέρας αυτής της τύπισσας, της Αντιγόνης… αυτής που εμφανίζεται σε όλες τις τελευταίες αναρτήσεις του και…».

Και τότε ξαφνικά έπεσε η πρώτη βόμβα στη Χιροσίμα και τα έκανε όλα ρημαδιό. Ο Καράλης λες και βγήκε από το ‘πρόγραμμα 1’ και μπήκε ξαφνικά στο ‘2’ άλλαξε ύφος, φύσηξε και ξεφύσηξε και σήκωσε την παλάμη του κάνοντας το παγκόσμιο σήμα για το ‘στοπ’. Τώρα σούφρωσα εγώ τα φρύδια μου και τον κοιτούσα σαν χαζή. Το ένστικτό μου δεν με είχε γελάσει. Ο Καράλης απασφάλιζε.

«Θέλω να σου πω κάτι Μελίνα. Για την ακρίβεια η συνάντησή μας αυτή εδώ αυτό το περιεχόμενο θέλω να έχει».

«Μήπως μπήκα σε άλλη αίθουσα;», μονολόγησα. «Βλέπω άλλο έργο τώρα;».

Ο Καράλης με αγνόησε.

«Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως θα έκανες καλή δουλειά αν και για να πω την αλήθεια η ταχύτητά σου με έχει αιφνιδιάσει… με έχει εντυπωσιάσει», είπε και το άλλο έργο συνεχιζόταν. Δεν είχε αλλάξει μόνον ύφος, είχε αλλάξει και γλώσσα και στυλ και τα πάντα. Ως και το σώμα του είχε μια άλλη στάση πάνω στην καρέκλα. Εναλλακτική πραγματικότητα, σκέφτηκα. Δεν πάμε καλά.

«Όμως θα ήθελα να σταματήσουμε εδώ!», έριξε τελικώς τη βόμβα και σταμάτησε να με κοιτάζει. Κοιτούσε το τραπεζάκι. Έβαλε τα καθαρά του χέρια με το άψογο μανικιούρ πάνω στην επιφάνεια και άρχισε να τα τρίβει λες και ήταν λερωμένα.

«Να σταματήσουμε;», τον ρώτησα και είχα αρχίσει να αγριεύω.

«Ναι… δηλαδή… ήθελα να στο πω εδώ και λίγες ημέρες… βρήκα την ευκαιρία σήμερα μιας και πρόλαβες εσύ να κανονίσεις τη συνάντηση. Είχα σκοπό να σε καλέσω στο σπίτι μου. Να σε εξοφλήσω και να… να σου ζητήσω να κλείσουμε εδώ την υπόθεση αυτή».

Τώρα τα χέρια του έτριβαν το ένα το άλλο, το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο χώρο και μετά διασταυρώθηκε για λίγο με το δικό μου, ένιωσε άβολα και γύρισε πάλι στα χέρια.

«Τι συμβαίνει Μάνο;», τον ρώτησα ευθέως.

«Συμβαίνει ότι άλλαξα γνώμη και απόφαση Μελίνα. Αυτό… σκέφτηκα αν θέλεις και όλα όσα μού είχες πει την προηγούμενη φορά που βρεθήκαμε… εκείνο το παράδειγμα με τον άνθρωπο που εγκατέλειψε την οικογένειά του και αποφάσισε να ζήσει αυτό που αληθινά τον έκανε ευτυχισμένο…»

«Στο υπόγειο του Αμβούργου», τον βοήθησα.

«Μπράβο… ναι… τα σκέφτηκα όλα αυτά… δηλαδή… δεν ήθελα να σε σταματήσω αμέσως… πίστευα ίσως πως θα βρεθείς σε αδιέξοδο… πώς να στο πω… ο Αντρέας… ο Αντρέας ίσως με αυτή του την εξαφάνιση να θέλει να περάσει το μήνυμα σε όλους ότι ζει αυτό που επιτέλους τον κάνει ευτυχισμένο… με ποιο δικαίωμα εμείς σκαλίζουμε τα ίχνη του… με ποιο δικαίωμα τον έχουμε πάρει στο κατόπι… ο καθένας μας έχει το δικαίωμα τελικά να ζήσει και να πεθάνει αν θέλει… θέλω να πω, πέρα από θεολογικές ενστάσεις εδώ, δεν μιλώ για αυτοχειρία…».

«Δεν μου τα λες καλά Μάνο!», τον διέκοψα και τώρα η ωμότητά μου αν δεν υπήρχε έπρεπε να επινοηθεί. «Καθόλου καλά!»

Ο άνθρωπος απέναντί μου έβαλε τα χέρια του στα γόνατά του, άρχισε να τρίβεται, να κουνιέται στη θέση του λες και είχαν τρυπώσει μυρμήγκια στην πλάτη του και τον έτρωγαν. Είχαν μπει και σε μένα μυρμήγκια όμως αλλά κάπου αλλού.

«Σε πήρε κανείς τηλέφωνο; Σε απείλησε κανείς;», του πέταξα ξαφνικά και τον είδα να αλλάζει όλα τα χρώματα των χριστουγεννιάτικων δέντρων. Μπορεί να είχε μάθει να ελίσσεται στα βρωμερά παρασκήνια των πολιτικών αλλά δεν μπορούσε να κρυφτεί από μια γάτα της πιάτσας όπως εγώ.

«Πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό;», με ρώτησε δήθεν έκπληκτος. Έπειτα έχωσε το χέρι του στην καπαρντίνα του κι έβγαλε έναν φάκελο.

«Άνοιξέ τον σε παρακαλώ και δες το νούμερο. Θέλω να μού πεις αν είσαι σύμφωνη»

Άνοιξα απρόθυμη το φάκελο, είδα μια επιταγή, κοίταξα το νούμερο και κόντεψα να αφήσω τον τελευταία μου πνοή στο μπιστρό του φίλου μου παραμονή Χριστουγέννων.

«Τι λεφτά είναι αυτά;».

«Είναι η αμοιβή σου… συν ένα μπόνους… και η υπόθεση κλείνει εδώ Μελίνα», μού είπε και τον ένιωσα ήδη έτοιμο προς αναχώρηση. Ήδη τα μυρμήγκια του τον είχαν καταφάει, δεν άντεχε άλλο.

«Μάλιστα», είπα στοχαστικά. Το ποσό ήταν εξωφρενικό, δεκπλάσιο απ’όσα είχα καν βάλει κατά νου. Αυτό δεν ήταν αμοιβή, ήταν ‘κλείσε το στόμα σου, μάζεψε τα μπογαλάκια σου και καλά Χριστούγεννα κε Λώρενς’! Τι στο δαίμονα είχε συμβεί;

«Νόμιζα ότι σε ενδιέφερε τι απέγινε ο ‘αδελφικός’ σου φίλος κε Καράλη», του πέταξα με σκληρό τόνο που θα πρέπει να τον έγδαρε.

«Όπως σού είπα και πριν Μελίνα, όλα όσα μού είπες στην προηγούμενη συνάντηση με προβλημάτισαν…».

«Ναι ε;».

«Ακριβώς… δηλαδή σκέφτηκα τελικά, είναι πολύ εγωιστικό να θέλουμε να ξέρουμε τα πάντα… ποιοι είμαστε εμείς που θα κρίνουμε το πώς θέλει να ζήσει ή να εξαφανιστεί τέλος πάντων ο οποιοσδήποτε… που είναι στο κάτω κάτω ενήλικας και χωρίς υποχρεώσεις… δεν είναι δικαίωμά του να ‘πεθάνει’ αν το θέλει; Μόλις λίγο πριν είπες ότι σαν τον Σέρλοκ Χολμς σήκωσες το χαλί να ψάξεις τη σκόνη… στην περίπτωσή μας η ‘σκόνη’ μπορεί να είναι μια χαρά εκεί πέρα… ευτυχισμένη… όπως τόσοι και τόσοι που κάποια στιγμή εγκατέλειψαν τα εγκόσμια… άλλοι έγιναν μοναχοί, άλλοι κλέφτηκαν με κάποιο πρόσωπο… αυτά σκέφτηκα και… πολλά άλλα… δεν έχουν σημασία… πάντως εσύ έκανες τη δουλειά σου… και μάλιστα με το παραπάνω… είσαι άξια και σε συγχαίρω για την επιμονή και το ζήλο σου… γι αυτό και αποφάσισα να μεγαλώσω το ποσόν και… τέλος πάντων… γιορτινές μέρες είναι, προλαβαίνεις να κάνεις ένα ωραίο δώρο στον εαυτό σου…», είπε και τον είδα να σηκώνεται από τη θέση του.

Είχα δει πολλές ντρίπλες τόσα χρόνια στα γήπεδα παρέα με τον Λάμπρο και την παλιοπαρέα. Τόσο αποτυχημένη όμως σαν κι αυτή που πάλευε να μού σερβίρει ο πρώην εντολέας μου, δεν θυμόμουν.

Μού έριξε ένα τελευταίο βλέμμα ανάμεικτο από ενοχές, αγωνία και… φόβο… ναι, υπήρχε και φόβος σ’αυτό το βλέμμα, μού έσφιξε δειλά το χέρι, μού ευχήθηκε ‘Καλές Γιορτές’ με ένα ελεεινό χαμόγελο και περπάτησε με ασταθή, αδέξια βήματα ως την έξοδο του μπιστρό.

Έμεινα μόνη, ‘πλούσια’ και άλαλη να κοιτάζω μια επιταγή τραπέζης με ένα τρελό νούμερο που προοριζόταν για μένα. Στο μυαλό μου ήρθε πάλι η εικόνα του Ιησού στον πίνακα αυτού του Ολλανδού ζωγράφου. Ένας όρθιος, μελαγχολικός άντρας που ανακρίνεται από έναν αρχιερέα υπό το φως ενός και μόνο κεριού. Ένας σιωπηλός άνθρωπος που περιέχει ένα ολόκληρο σύμπαν από εκατομμύρια αστέρια. Δεν ξέρω γιατί αλλά ταυτίστηκε μέσα μου με τον Αφοσιωμένο. Που είχα την αίσθηση πως είχε πέσει σε μια παράξενη σιωπή και οδηγείτο στη δική του σταύρωση. Ή ίσως να τη ζούσε κιόλας.

 

Η γάτα του Μάρλον

Ο

καθένας μας έχει το δικό του καταφύγιο. Για κάποιους είναι ένα χόμπι, το διάβασμα, το ψάρεμα… για άλλους καταφύγιο είναι τα ταξίδια, μια παράνομη σχέση, ένας άλλος τρόπος… βρες το καταφύγιο και θα βρεις τον άνθρωπο… βρες το καταφύγιο και θα βρεις την απάντηση… Τα λόγια του δασκάλου μου… τα σοφά λόγια ενός ανθρώπου που κάθε φορά που ερχόταν στη μνήμη μου το πρόσωπό του με το βαθύ βλέμμα και το σπασμένο χαμόγελο, ήθελα να δακρύσω.

Μού έλειπε πολύ ο Πήτερ. Μερικές φορές με πονούσε τόσο η απουσία του που με έπιανε δύσπνοια. Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που είχε κλείσει το δικό του βιβλίο και είχε κόψει το τελευταίο του εισιτήριο για εκείνο το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Μου ήρθε στο μυαλό μια ωραία φράση από ένα μυθιστόρημα που μού διάβαζε παλιά ο πατέρας μου, τον Τάρας Μπούλμπα… ‘και κατέβηκαν οι άγγελοι, τον έπιασαν απ’τις αμασχάλες και τον ανέβασαν στον ουρανό’… τι ωραία εικόνα… έτσι το ζωγράφιζα μέσα μου, έτσι είχε γίνει για τον αγαπημένο μου δάσκαλο. Είχαν κατέβει εκείνο το απόγευμα στο νοσοκομείο που έδωσε τις στερνές του μάχες με τον καρκίνο, τον είχαν πιάσει απ’τις μασχάλες και τον είχαν ανεβάσει στον ουρανό… Δεν είμαι θρήσκα, δεν έχω ιδέα τι είναι ο Θεός, αν υπάρχει και αν μιλάει στους ανθρώπους. Μεγάλωσα με την αμφιβολία στα κύτταρά μου, ένα διαρκές πνεύμα αντιλογίας που καμιά φορά εξόργιζε τόσο τον πατέρα μου και τη μάνα μου που κλείνονταν μετά στο δωμάτιό τους σκασμένοι που ‘δεν έβγαζαν άκρη με αυτό το παιδί’.

Έτσι ήμουν και στο σχολείο και στις παρέες και παντού. Μού έλεγε κάποιος ένα, του αντιγύριζα δέκα. Μού έλεγε άσπρο, του έλεγα μαύρο. Ήταν ο πατέρας μου Παναθηναϊκός, εγώ για να του μπω στη μύτη έγινα Ολυμπιακός. Ο μόνος που είχε καταφέρει να βρει το κουμπί μου ήταν ο Πήτερ. Και το πώς τον γνώρισα το έλεγα στον Λάμπρο και δεν με πίστευε.

Είχαμε βγει από το σινεμά με μια παρέα και είχαμε πάει να φάμε και να πιούμε σε ένα φαστφουντάδικο κάπου στην Καλλιθέα. Τα μαγαζιά αυτά είχαν μετονομαστεί βέβαια σε εστιατόρια ‘ταχυφαγίας’ και τρίχες κατσαρές. Μπεργκεράδικα και δόξα στον Γιαραμπή έλεγα εγώ.

Θυμάμαι καλά το έργο που είχαμε δει. Ο κινηματογράφος ήταν ένα πάθος ή καλύτερα μια ‘μούρλα’ που είχα από μικρή. Με έβαζες μπροστά από μια οθόνη και δεν ξεκόλλαγα. Ό,τι κι αν έβλεπα μού άρεσε. Μπορούσα να λιώσω, να κοιμηθώ και να ξυπνήσω βλέποντας ταινίες αλλά δεν ξεκόλλαγα. Και μού άρεσαν περισσότερο οι ταινίες δράσης αλλά και με μυστήριο, ψυχολογικά διλήμματα, αινίγματα και γρίφους. Μου άρεσε να λύνω γρίφους, να φτιάχνω παζλ, να χώνομαι στο μυαλό των ‘ντετέκτιβ’ και να βρίσκω το δολοφόνο πριν απ’αυτούς. Ο πατέρας μου είχε καταλάβει το ψώνιο μου και μού έλεγε ότι δεν θα βρω προκοπή εκτός αν το ψώνιο μου το έκανα επάγγελμα. Μα ούτε κι αυτό το ήθελα γιατί τίποτε δεν ήθελα και τους έκανα όλους να γίνονται μελτιζανί απ’τα νεύρα τους που δεν ‘τρωγόμουνα με τίποτα’.

Λοιπόν θυμάμαι ότι είχαμε δει το ‘Νονό’. Θερινό σινεμαδάκι, απ’τα τελευταία που υπήρχαν ακόμα τότε στην Αθήνα. Στα θερινά σινεμά μπορούσες να δεις και παλιές ταινίες. Κάποιοι μερακλήδες έκαναν ειδικές προβολές για κάτι τύπους σαν κι εμένα που ήθελαν να απολαύσουν ωραίες, παλιές ταινίες σε μεγάλη οθόνη. Καλοκαίρι και Νονός ήταν η ηδονή σε ψυχή και σάρκα. Οι δικοί μου της παρέας δεν ήταν ενθουσιασμένοι αλλά εγώ ήμουν στον κόσμο μου. Όταν πήγαμε στο μπεργκεράδικο να φάμε αρχίσαμε να αναλύουμε την ταινία. Η πρώτη που παθιάστηκε, ως συνήθως ήμουνα εγώ.

«Όλη αυτή η σκηνή του γάμου, τι νόημα είχε;», πετάχτηκε ο ξύπνιος της παρέας, ο Σωτήρης και όρμηξα να τον καταπιώ μαζί με το βαρέλι Κόκα που είχα παραγγείλει.

«Η σκηνή του γάμου άσχετε γίνεται στην αρχή για να σου γνωρίσει ο σκηνοθέτης όλα τα πρόσωπα της οικογένειας και του έργου με τη μία… και ταυτόχρονα, σε άλλο επίπεδο», συνέχισα με φόρα, «για να σού δείξει πως γιόρταζαν οι Ιταλιάνοι μετανάστες του υποκόσμου τα πατροπαράδοτα έθιμά τους… πως κρύβονταν δηλαδή πίσω από βιτρίνες που είχαν ανάγκη για να κάνουν τις βρομοδουλειές τους στο παρασκήνιο».

Ο Σωτήρης είχε αναψοκοκκινίσει, χώθηκαν κι άλλοι στη κουβέντα, κάποιος τόλμησε να αμφισβητήσει τον Μάρλον με τα ‘μπαμπάκια’ στο στόμα. Σε αυτόν εξαπέλυσα άλλου τύπου επίθεση και με δυο λόγια όποιος τολμούσε να ξεμυτίσει τον έτρωγε η μαρμάγκα. Τα επιχειρήματα έδιναν κι έπαιρναν. Κάποια στιγμή σχεδόν καβγαδίζαμε πλέον και φωνάζαμε.

Από ένα διπλανό τραπέζι ο Πήτερ με την παρέα του δεν χρειαζόταν να έχει στήσει αυτί για να ακούει. Σχεδόν όλη η Καλλιθέα μας άκουγε. Και όπως μού είπε πολύ αργότερα, πρόσεχε ιδιαίτερα τις δικές μου παρατηρήσεις. Το πώς ανέλυα τα ψυχολογικά προφίλ, πώς τεκμηρίωνα τις πράξεις των ηρώων, πώς έδινα προσοχή στις λεπτομέρειες.

«Αν δώσεις βάση στο πως χαϊδεύει ο Μπράντο τη γάτα του, στην αρχή της ταινίας, μπορείς να βγάλεις πολλά συμπεράσματα», είχα πει κάποια στιγμή εκείνο το βράδυ στην Ανθή, μια από τις ‘φιλενάδες’ μου εκείνης της μακρινής εποχής που ευτυχώς ξεφορτώθηκα σύντομα.

«Τι συμπεράσματα βγάζεις δηλαδή από το πώς χαϊδεύει κάποιος τη γάτα του;»

«Η τρυφερότητα που δίνει ένας αρχιμαφιόζος προς ένα αθώο γατάκι ενώ λίγο μετά δίνει εντολή να απειληθεί ή και να δολοφονηθεί ένας αντίπαλος, κάνει τομή σε όλο το ψυχογράφημα του ήρωα. Είμαστε άγγελοι και δαίμονες. Μαζί. Και τα δυο. Ο Κόπολα στο σερβίρει πολύ ωραία από την πρώτη στιγμή αυτό. Το ίδιο συμβολίζει άλλωστε και η γάτα. Ένα αθώο πλάσμα που ταυτόχρονα γίνεται αμείλικτος θηρευτής. Μέσα σε μια στιγμή».

«Μπορεί να είναι κι έτσι», μού είχε πει βαριεστημένα η Ανθή που ήδη νύσταζε και είχε κουραστεί. Για εκείνη μια ταινία είναι μια ταινία, όλα τα άλλα δεν είχαν και τόση σημασία. Για μένα όμως κάθε ταινία ήταν μια σπουδή σε κάτι, μια μελέτη, μια ευκαιρία να λύσω το μυστήριο… ποιο μυστήριο; Δεν ήξερα ακόμη… το ένιωθα όμως… υπήρχε παντού γύρω μου, μέσα μου. Και το ότι δεν το είχα ακόμη λύσει με εκνεύριζε και με θύμωνε.

Κι αυτό το έπιασε με τις αντένες του ο σοφός μου δάσκαλος και γι αυτό πριν διαλυθεί η παρέα και χαθούμε, φρόντισε να ρίξει, δεν ξέρω πώς, μια καρτούλα μέσα στην τσάντα μου. Την άλλη μέρα το πρωί την είδα, την πήρα παραξενεμένη στα χέρια μου και διάβασα αυτό που μού είχε γράψει στην πίσω πλευρά. Στην μπροστινή υπήρχαν τα στοιχεία του. ‘Πήτερ Μανιαδάκης. Ερευνητής ιδιωτικών υποθέσεων’. Και το τηλέφωνό του.

Αν σε ενδιαφέρει η προοπτική να καλλιεργήσεις το ταλέντο σου και να ακονίσεις το μυαλό σου, τηλεφώνησέ μου.

Νόμιζα ότι μού κάνουν πλάκα βέβαια.

Όμως δεν μού έκαναν πλάκα. Και βέβαια αφού απέκλεισα όλα τα πιθανά σενάρια να μού είχαν στήσει φάρσα κάποιοι από την παρέα, αποφάσισα να τηλεφωνήσω. Δεν είχα ενδοιασμούς σε κάτι τέτοια και δεν κώλωνα ποτέ. Ήδη είχα αρχίσει να τρέχω στα γήπεδα παρέα με τους πιο φανατικούς της ομάδας μου, να ταξιδεύω σε άλλες πόλεις, να μετέχω ακόμα και στα ‘ντου’ που κάναμε για να αρπάξουμε κασκόλ ή να τρομοκρατήσουμε τους ‘λαγούς’, τους ‘βούλγαρους’ και τα ‘χανούμια’. Φρόντιζα βέβαια να μην το παρακάνω. Ήμουν τολμηρή και παθιαζόμουν αλλά μέχρι ενός σημείου. Κι ευτυχώς η παρέα του Λάμπρου που ήμασταν μαζί με είχε σώσει από πολλές αποκοτιές. Άλλωστε το ποδόσφαιρο ήταν περισσότερο εκτόνωση ‘περισσεύματος ενέργειας’ που έλεγε και ένας καλός μου καθηγητής στο Λύκειο. Δεν ταυτιζόμουν με τις βλακείες κάποιων άλλων. Ούτε είδα ποτέ τη μπάλα ιδεολογικά ή την ομάδα σαν ‘θρησκεία’. Όλα αυτά μού φαίνονταν γελοιότητες. Η παρέα μού άρεσε όμως. Και ειδικά των αγοριών. Και οι εκδρομές, τα συνθήματα, ο χαβαλές. Αλλά ως εκεί. Ευτυχώς, από πιτσιρίκα μπορούσα να βάζω ‘κόκκινες γραμμές’ και να μην τις παραβιάζω.

Εκείνο το καλοκαίρι όμως ήταν που άλλαξε όλη μου η ζωή.

 

Υπό το βλέμμα του Μπόγκαρτ

Ο

Πήτερ Μανιαδάκης είχε το ωραιότερο γραφείο του κόσμου!

Ουάου, έκανα εντελώς αμερικάνικα από μέσα μου όταν πρωτομπήκα σε κείνο το μαγικό χώρο που έμελλε να γίνει το δεύτερο –μερικές φορές και πρώτο- σπίτι μου για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια της ζωής μου. Δηλαδή ως τα σήμερα. Αυτό δεν ήταν ‘όροφος γραφείων’, αυτό ήταν ένα απέραντο ‘πλέι-ρουμ’ που ένα άτομο σαν κι εμένα δεν είχε δει ούτε στα όνειρά του.

Το ραντεβού μας είχε κλειστεί με συνοπτικές διαδικασίες. ‘Τσακ-μπαμ’ που λένε. Τον κάλεσα στον αριθμό της κάρτας του τρεις μέρες μετά από εκείνο το επεισοδιακό βράδυ του σινεμά. Η περιέργειά μου ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’τους όποιους ενδοιασμούς και τους φόβους μου. Κυκλοφορούν πολλοί μαλάκες εκεί έξω, ναι, αλλά κι εγώ δεν ήμουν ένα κοριτσάκι με ‘γαλλικά και πιάνο’. Όχι ότι είχα τίποτα ούτε με τα γαλλικά ούτε με το πιάνο. Μου άρεσε πολύ περισσότερο όμως ο δρόμος. Το έξω, η δράση, η κίνηση. Το μέσα, η μούχλα και η κατάθλιψη δεν ήταν για μένα.

Μού είχε απαντήσει ο ίδιος.

Το ήξερα πως θα τηλεφωνήσεις, μού είπε αμέσως με αυτή την ελληνοαμερικάνικη προφορά που στην αρχή μού έδινε στα νεύρα αλλά πολύ γρήγορα έπαψα να της δίνω σημασία. Οι άνθρωποι κολλάμε συνέχεια στα ‘από δω κι από κει’ και όχι στην ουσία. Ο Πήτερ ήταν άνθρωπος της ουσίας. Τόσο όσο δεν πήγαινε άλλο. Της ουσίας και της δράσης.

Εγώ δεν το ήξερα αλλά ήθελα να μάθω, άρχισα να αντιδρώ από τη φύση μου. Λίγο ακόμα και θα του την έλεγα. Γίνεται ο σκορπιός να μην σε τσιμπήσει; Τι διάολο σκορπιός θα είναι τότε;

Γέλασε εγκάρδια.

Οκ… εντάξει. Θα σε περιμένω να… τσακωθούμε από κοντά το Σάββατο. Στις 10 το πρωί. Μην αργήσεις, μού είχε πει και σχεδόν μού έκλεισε και το τηλέφωνο. Ο μπάσταρδος. Είχε κότσια. Αυτό ήθελα κι εγώ. Επιτέλους, ένας άνθρωπος με αρχές!

Το ‘γραφείο’ του Πήτερ ήταν η πρώτη σφυριά που έφαγα στο κεφάλι. Ένας πελώριος χώρος που τον είχε χωρίσει με κάποια πάνελ. Υπήρχαν τρία μικρότερα γραφεία, με υπολογιστές και τηλέφωνα και τα σχετικά. Ένας ‘θάλαμος επιχειρήσεων’ που δεν ήξερα τι ήταν. Μια πελώρια κουζίνα που θα μπορούσες να απλώσεις και διπλό κρεβάτι. Με μεγάλο ψυγείο, φούρνο μικροκυμάτων, πλήρως οργανωμένη. Και μετά ανοιγόσουν στο μεγάλος πέλαγος. Το δικό του γραφείο ήταν υπερυψωμένο δυο σκαλοπάτια κι έπιανε σχεδόν όλο το μεγάλο τοίχο με τις τζαμαρίες από πίσω. Είχε νοικιάσει αυτό τον όροφο σε έναν ‘ουρανοξύστη’ στην Κηφισίας και είχε θέα τη μεγάλη λεωφόρο.

Χοντρή, γκρι μοκέτα να μην ακούγονται τα ‘τακ-τουκ’ απ’τα πατούμενα. Κάπου δεξιά υπήρχε ένα θεόρατο ενυδρείο με όλων των ειδών τα ψάρια μέσα. Απέναντι αριστερά πάνω σε πάγκους υπήρχαν βιτρίνες με αρχαία σπαθιά και μεσαιωνικά όπλα. Ολόγυρα στους τοίχους, αφίσες από επιλεγμένες παλιές, αμερικάνικες ταινίες. ‘Πολίτης Κέιν’, ‘Τζίλντα’, ‘Sunset Boulevard’, ‘Νοτόριους’ και πολλές άλλες.

Πιο κει ένα αληθινό ‘γκειμ-ρουμ’ με φλίπερς και κονσόλες με παιχνίδια της δεκαετίας του ’80 και ’90! Ο τύπος μιλάμε ότι το γλένταγε! ‘Χώρο αποσυμπίεσης’, έτσι μού το είχε περιγράψει κάποια μέρα. ‘Μπαίνεις, παίζεις, κοπανιέσαι, ηρεμείς, έρχεσαι στα ίσια σου, συνεχίζεις’. Πολύ σωστό και έξυπνο. Άλλοι πάνε στα γυμναστήρια, ο Πήτερ προτιμούσε τα φλιπεράκια.

Όλος ο υπόλοιπος χώρος ήταν σχεδόν άδειος. Και στο βάθος… ο ίδιος, να κάθεται σαν αυτοκράτορας σε μια κατάλευκη δερμάτινη πολυθρόνα διπλάσια από τον ίδιο που δεν ήταν δα και μικρόσωμος. Το αντίθετο. Ψηλός, κάπου 1.90, φαρδιές πλάτες, γυμνασμένος με ένα καθαρό, ωραίο, ‘αμερικάνικο’ χαμόγελο στο πρόσωπό του. Όταν ανταμώσαμε για πρώτη φορά ήμουν είκοσι κι αυτός 45. Έδειχνε όμως τριαντάρης.

Η πρώτη μου εντύπωση απ’το σουλούπι και τη φάτσα του ήταν 50-50. Δεν είχα κάτι εναντίον των αμερικανών αλλά δεν τρελαινόμουν κιόλας. Ευτυχώς ο Πήτερ δεν ήταν ο κλασικός λευκός με το μπέιζ μπολ και τον εθνικισμό στο πέτο.

Με υποδέχθηκε γελαστός, μού προσέφερε ένα ωραίο καφέ από την τεράστια καφεδομηχανή του με τις πολλαπλές επιλογές –τα επόμενα χρόνια την είχα λιώσει- και μου πρότεινε να στρωθώ σε μια από τις μυθικές του πολυθρόνες που αν ήσουν λίγο κουρασμένος τον έπαιρνες επιτόπου και δεν το καταλάβαινες.

Χαίρομαι που γνωρίζω ένα τολμηρό κι έξυπνο κορίτσι, μού είπε με τη μία. Το όνομά μου το ξέρεις ήδη. Πήτερ Μανιαδάκης. Και το επάγγελμά μου το ξέρεις. Μερικοί μας λένε ακόμη ντέτεκτιβ… σύντομα όμως αυτό θα εκλείψει… απαγορεύεται βλέπεις…

Εγώ είμαι η Μελίνα Χάντζου.

Χειραψία δυνατή, αντρίκια, γενναιόδωρη. Όπως όλα πάνω του, μέσα του, στη ζωή του. Οι γενναιόδωροι άνθρωποι κάνουν πλούσιους τους άλλους και μένουν φτωχοί οι ίδιοι, μού έλεγε ο πατέρας μου. Σ’αυτό έμοιαζαν όμως.

Πίσω απ’το κεφάλι του μια μεγάλη αφίσα. ‘Το γεράκι της Μάλτας’. Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ένας αληθινός θρύλος.

Χαίρομαι λοιπόν που σε γνωρίζω Μελίνα.

Εγώ δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα χαρεί. Και να είχα χαρεί πάλευα μέσα μου να μην το δείχνω. Ένιωθα όμως κάτι, ένιωθα πως αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο χώρος, αυτός ο κόσμος μού ήταν οικείος. Αν πίστευα στις μετενσαρκώσεις και σε όλα αυτά θα έλεγα, να, αυτό το επάγγελμα έκανα στην προηγούμενη ζωή μου, άντρας, στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης στο Σικάγο να κυνηγάω τη συμμορία του Αλ Καπόνε. Αλλά δεν πίστευα ούτε σε μετενσαρκώσεις, ούτε σε αναστάσεις Λαζάρων ούτε σε τίποτα. Μονάχα στη Μελίνα πίστευα.

Ο Πήτερ είχε γεννηθεί στη Βοστώνη από πατέρα έλληνα και μητέρα αμερικανίδα. Οι γονείς ανήκαν στην τάξη των μορφωμένων και εύπορων αστών που κέρδιζε ολοένα περισσότερους πόντους στην ταραγμένη και γεμάτη νέα δεδομένα εποχή μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής μαθηματικών σε κάποιο κολέγιο και η μητέρα του δημοσιογράφος σε κάποια τοπική εφημερίδα. Άνθρωποι προοδευτικοί, ανήσυχοι, σχεδόν στιγματισμένοι ως ‘κόκκινοι’. Ήταν δύσκολοι καιροί για ανθρώπους με φιλελεύθερες απόψεις, στην ουσία όλους που δεν ήταν δηλωμένοι Ρεπουμπλικάνοι. Η Αμερική του Αϊζενχάουερ διαδέχθηκε αυτή του Τρούμαν και όταν γεννήθηκε ο Πήτερ ο ψυχρός πόλεμος είχε πάρει διαστάσεις υστερίας. Ευτυχώς στον αμερικανικό βορρά τα μυαλά ήταν πιο ψύχραιμα και κατάφεραν να περάσουν αυτή τη δύσκολη δεκαετία της καχυποψίας και της ρουφιανιάς του ’50 χωρίς σοβαρά προβλήματα. Ο Πήτερ σπούδασε στο ίδιο κολέγιο που δίδασκε ο πατέρας του, οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Αργότερα φοίτησε και στο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Όμως το μεράκι του ήταν άλλο. Ήταν άνθρωπος που ήθελε να ζει τις καταστάσεις με ένταση, δεν του ταίριαζε η ζωή του καθηγητή ενός κολεγίου ή του υπαλλήλου κάποιας πολυεθνικής. Ήθελε τη ζωή στους δρόμους. Το μυαλό του δούλευε ξυράφι, η αντίληψή του ήταν πάνω από το μέσο όρο. Ήταν κοινωνικός, καλλιεργημένος, όμορφος. Μπορούσε να σταθεί σε οποιοδήποτε ‘σαλόνι’, να αναπτύξει οποιοδήποτε θέμα, να ‘αντέξει’ οποιαδήποτε ανάκριση. Ξέφευγε από τις κακοτοπιές που έμπαινε με δική του πρωτοβουλία και εύκολα έβρισκε λύσεις σε δύσκολα προβλήματα. Είχε μια παράξενη συνδυαστική ικανότητα. Αναλυτική και συνθετική μαζί. Και όταν έλυνε ένα γρίφο στενοχωριόταν γιατί ήθελε τον επόμενο.

Και κάποτε αποφάσισε να κάνει το βίτσιο του επάγγελμα. Με περισσό θράσος για την ηλικία του άνοιξε ένα γραφείο ‘επίλυσης ιδιωτικών υποθέσεων’ στη Νέα Υόρκη και γνώρισε απρόσμενη επιτυχία. Πολύ σύντομα το πράγμα μεγάλωσε, πήρε διαστάσεις. Ήθελε μάλιστα να βάλει στη δουλειά και τον αδελφό του, τον Τόνι αλλά αυτός αποφάσισε να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα, όπως ο πατέρας τους και αργότερα έφυγε για τον Καναδά.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι γέροντες γονείς αποφάσισαν να αγοράσουν ένα σπίτι σε ένα κτήμα στο Λαγονήσι και να γυρίσουν για πάντα στην Ελλάδα.  Ο Πήτερ λίγα χρόνια αργότερα έκλεισε το γραφείο του και τους ακολούθησε. Δεν είχε καταλάβει γιατί το έκανε αυτό αφού είχε μια στρωμένη καριέρα και το χρήμα έρρεε άφθονο. Το έκανε όμως και δοκίμασε την τύχη του και στην Αθήνα. Τα πράγματα όμως εδώ δεν του ήρθαν αμέσως βολικά. Άλλη η νοοτροπία των συμπατριωτών μας, άλλη των αμερικανών. Τα κατάφερε όμως με πείσμα και εγωισμό και το γραφείο του πέτυχε. Ούτε κατά διάνοια βέβαια όσο στην Αμερική όμως ο Πήτερ αγάπησε την Ελλάδα, παντρεύτηκε κιόλας, έκανε μια μεγάλη οικογένεια και αγόρασε κι αυτός ένα κτήμα δίπλα σ’αυτό των γονιών του. Εκεί έχτισε ένα ωραίο σπίτι και ζούσε ευτυχισμένος κοντά σε όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε. Ο μόνος που ερχόταν κι έφευγε επισκέπτης ήταν ο Τόνι. Αυτός είχε αποφασίσει να ‘πεθάνει’ στο Μόντρεαλ. Περί ορέξεως…

Μέχρι αργά το απόγευμα είχε κρατήσει κείνη η… αρμένικη πρώτη επίσκεψη στο γραφείο του Μανιαδάκη. Πράγμα τρελό και ανήκουστο για μένα. Μέχρι που παραγγείλαμε από τα ‘Κεντάκι’ να φάμε κοτόπουλο το μεσημέρι. Τόσο είχα χαλαρώσει και απολάμβανα τη συζήτηση, τις ατελείωτες ιστορίες του Πήτερ, τα αμερικάνικα αστεία του, τα πάντα. Δεν ήθελα να ξεκολλήσω. Λες κι έβλεπα σερί ταινίες χωμένη σε κάποιο κάθισμα μιας σκοτεινής αίθουσας. Και το φοβερό και ασύλληπτο ήταν ότι δεν τσακωθήκαμε. Ούτε μια φορά! Ούτε καν για τα ποδοσφαιρικά!

Ως τις πέντε που αποφάσισα να γυρίσω σπίτι γιατί οι δικοί μου θα είχαν αρχίσει να τρελαίνονται, είχε κλειδώσει η πρώτη μας ‘συνεργασία’. Τι συνεργασία δηλαδή… ο Πήτερ μού πρότεινε μια δοκιμαστική περίοδο για το καλοκαίρι…

Θέλω να σε πάρω δίπλα μου… σαν εκπαιδευόμενη… αν δεν πας διακοπές δηλαδή… θα έχουμε αρκετή δουλειά. Θέλω να είσαι στο γραφείο αλλά θα έρχεσαι και μαζί μου… θα βλέπεις, θα ‘σημειώνεις’, θα ρωτάς, θα διαφωνούμε, θα τσακωνόμαστε, θα συμφωνούμε, θα τρώμε, θα πίνουμε, θα περνάμε καλά… ως το τέλος του καλοκαιριού θα ξέρουμε και οι δυο…

Τι θα ξέρουμε;, τον ρώτησα με ύφος.

Αν ταιριάζουν τα χνώτα μας, αν κάνεις γι αυτή τη δουλειά, αν σου αρέσει, αν μπορείς να την αντέξεις, αν… αν… αν…

Εντάξει.

Τώρα, όσο για το οικονομικό…

Εκπαιδευόμενη δεν είπες; Κανονικά εγώ πρέπει να σε πληρώσω, του πέταξα με έναν αυθορμητισμό που τον καθήλωσε.

Κανονικά ίσως… όμως εγώ θα σου δίνω κι ένα μικρό ποσό. Έτσι αισθάνομαι, έτσι πρέπει. Έστω και το ελάχιστο κίνητρο είναι αναγκαίο.

Αμερικάνικο σύστημα ε;

Δοκιμασμένο και επιτυχημένο!

Σηκώθηκα να τον αποχαιρετήσω με βαριά καρδιά. Είχαν αρχίσει να χτυπάνε και τα τηλέφωνά του και δεν ήθελα Σάββατο απόγευμα να τον καθυστερώ άλλο.

Ξεκινάμε από Δευτέρα λοιπόν. Στις εννιά το πρωί να είσαι εδώ.

Θα είμαι ‘μπος’, του είπα και γέλασε.

Κείνη τη μέρα γύρισα στο σπίτι μου στο Πέραμα παίρνοντας σαράντα συγκοινωνίες και το κέφι που είχα ήταν κάτι που δεν το είχα νιώσει ποτέ πριν στη ζωή μου. Ποια ζωή μου, θα πεις… 20 χρονών σκατό ήμουν… τι ήξερα από ζωή; Μπροστά μου όμως, με δάσκαλο και καθοδηγητή έναν άνθρωπο που εμπιστευόμουν το χαμόγελό του και το βλέμμα του, ανοιγόταν όντως μια ενδιαφέρουσα ζωή.

 

Σχέδιο δράσης

Δ

εν πέρασα ωραίες γιορτές. Για την ακρίβεια πέρασα θυμωμένες γιορτές. Μετά από αρκετά χρόνια, αφού δουλειά δεν είχα ενώ αντίθετα υπήρχε ένας σκασμός ευρώ για ξόδεμα και άφθονος χρόνος, αποφάσισα να χαρίσω όμορφες γιορτές στους δικούς μου. Έδωσα ένα ποσό στον πατέρα μου να ξελασπώσει απ’τις κωλοτράπεζες που του είχαν ρημάξει την ψυχή, ένα ποσό στη μάνα μου ν’αγοράσει επιτέλους ό,τι λαχταρούσε η δική της ψυχή και ένα άλλο για το σπίτι. Το σπίτι των γονιών μου δηλαδή που το είχα ‘εγκαταλείψει’ δέκα χρόνια πριν για να πιάσω το δικό μου διαμέρισμα. Όχι στο Πέραμα. Αλλά στα Εξάρχεια, στην Αθήνα.

Οι δικοί μου δεν είχαν δει ποτέ με καλό μάτι τη δουλειά μου –ο πατέρας μου έλεγε πως μια μέρα θα ‘φάω το κεφάλι μου’ με όλα τούτα που σκάλιζα για τον ένα και τον άλλο- και η μάνα μου απλά δεν ήθελε να ‘αδειάσει το σπίτι’. Ανησυχούσαν γενικά για μένα. Ήμουν από μικρή ατίθαση, παράξενη, ‘αγοροκόριτσο’. Έκανα παρέα μόνο με αγόρια, μού άρεσε το ποδόσφαιρο, είχα αφίσες του Μπρους Λη και του Μαραντόνα στο δωμάτιό μου. Δεν μεγάλωνα ‘φυσιολογικά’. Έβλεπα ταινίες τρόμου, ντυνόμουν σαν αλητάκι, μιλούσα με κομμένες λέξεις. Μπορεί να μην τους είχα φέρει καμιά αστυνομία σπίτι, ήμουν γενικά καλή μαθήτρια, όχι όμως και τίποτα σπουδαίο, δεν είχα πάρε δώσε με κωλο-ουσίες του κερατά, όμως δεν ήμουνα το κλασικό κορίτσι που ίσως είχαν στο μυαλό τους. Όταν τελείωσα το σχολείο κι έδωσα εξετάσεις, απέτυχα παταγωδώς. Δεν διάβαζα, δεν ήθελα να σπουδάσω τίποτα.

Τι θέλεις να κάνεις επιτέλους βρε παιδί μου;, με ρωτούσε η μάνα μου.

Να βρω τη θέση μου σε αυτό τον κόσμο, της απαντούσα. Ήταν μια ατάκα που είχα κλέψει από κάποια παλιά ταινία και η μάνα μου γυρνούσε την πλάτη της και έφευγε κάνοντας και τον σταυρό της.

Όμως δεν έλεγα ψέματα. Αυτό έψαχνα. Να βρω τη θέση τη δική μου σε αυτό τον κόσμο. Αν υπήρχε. Αν δεν υπήρχε…

Ώσπου έπεσα πάνω στον Πήτερ. Ας είναι καλά ο Κόπολα, ο Μάρλον, ο Νονός και η Ανθή που με είχε τσατίσει τόσο εκείνο το βράδυ με τα χασμουρητά της που είχα αρχίσει να φωνάζω για να με ακούσουν και οι νεκροί.

Κι όταν τους ανακοίνωσα μια μέρα του Σεπτέμβρη εκείνης της μοιραίας χρονιάς ότι θα γίνω ιδιωτικός ερευνητής υποθέσεων και θα δουλεύω σε ένα γραφείο με έναν 45άρη ελληνοαμερικανό, ο πατέρας μου κλείστηκε στο δωμάτιό του και άρχισε πάλι να καπνίζει ενώ το είχε κόψει για τρία χρόνια. Η μάνα μου; Έπιασε τις εκκλησίες και τα μοναστήρια ψάχνοντας παπά να με συζητήσει μπας και έρθω στα σύγκαλά μου. Ευτυχώς δεν τόλμησε να μού κουβαλήσει κανέναν γιατί θα είχαμε άλλα σκηνικά.

Πονεμένοι και ταλαιπωρημένοι άνθρωποι οι δικοί μου. Ο πατέρας στο μεροκάματο του τρόμου από νέος. Στην αμμοβολή, στα καρνάγια, όπου υπήρχε φως. Και όσο περνούσαν τα χρόνια το φως ξεθώριαζε. Η μάνα κρατούσε το σπίτι με περηφάνια και αξιοπρέπεια. Καλοί άνθρωποι, ήρεμοι, παραδοσιακοί, δεν μού είχαν στερήσει ποτέ τίποτα, δεν με είχαν ζορίσει για το παραμικρό. Ο πατέρας στα νιάτα του ήθελε να σπουδάσει, να γίνει δάσκαλος. Είχε μεράκι με τα γράμματα, διάβαζε βιβλία, μού μιλούσε για τον κόσμο των μορφωμένων ανθρώπων, μακριά από μουτζούρες, νυχτοκάματα και αγωνίες για τον επιούσιο. Όταν ήμουν μικρή μού διάβαζε βιβλία από μεγάλους λογοτέχνες για να κοιμάμαι τα βράδια. Μου άρεσε να τον ακούω. Μπορεί να ήταν πεθαμένος στην κούραση αλλά όταν ξεκινούσε να διαβάζει ζωντάνευε. Η φωνή του ζέσταινε, η ανάσα του ηρεμούσε, η ψυχή του άνοιγε. Έτσι έμαθα από τη φωνή του τον Ντοστογιέφσκι, τον Δουμά, τον Καζαντζάκη. Μπορεί να μην έγινα ποτέ αυτό που ονειρευόταν εκείνος για μένα, δασκάλα σε ένα σχολείο να μαθαίνω τα παιδιά του κόσμου την αλφαβήτα της ζωής όμως του χρώσταγα ό,τι όμορφο και φωτεινό υπάρχει στην ψυχή μου.

Τούτη τη χρονιά μπόρεσα μετά από χρόνια να τους δώσω κάποια άνεση, μια αληθινή ευκαιρία να γιορτάσουν ξέγνοιαστοι και χαμογελαστοί. Έτσι κι αλλιώς είχαν περισσέψει αρκετά και για μένα.

Όμως τα λεφτά δεν ήταν τώρα το πρόβλημά μου. Το πρόβλημά μου ήταν ο Καράλης. Από την παραμονή των Χριστουγέννων που μού έριξε τη βόμβα και σηκώθηκε κι έφυγε δεν μπορούσα να ησυχάσω. Τι στο δαίμονα είχε συμβεί; Ήμουνα σίγουρη, χίλια τα εκατό ότι κάποιος ή κάτι είχε μπει ανάμεσά μας. Κάποιος τον είχε ενοχλήσει, τον είχε φοβίσει. Μακάρι να ζούσε ο καλός μου δάσκαλος. Αν ήταν τώρα κοντά μου ο Πήτερ θα τον ρωτούσα, θα έπαιρνα τη συμβουλή του, θα συζητούσα όλα τα δεδομένα και όπως συνέβαινε πάντα όταν κόλλαγα κάπου, θα έβρισκε με ένα πλατύ χαμόγελο τη λύση. Όμως ο Πήτερ είχε φύγει μακριά. Ζούσε σε μια άλλη διάσταση τώρα. Κι εγώ έπρεπε, όπως το έκανα από τότε που έμεινα μόνη κι ανέλαβα το γραφείο του ώσπου να κλείσω όλες τις εκκρεμότητες με τις υποθέσεις του, να βρω τη λύση μόνη μου.

Καμιά φορά, σ’αυτή τη δουλειά, αισθανόμουν όπως ο Τομ Χανκς στο Ναυαγό. Αυτός είχε συντροφιά τον ‘Ουίλσον’, αυτή την μπάλα του βόλεϊ. Για να μην τρελαθεί από την απομόνωση σε κείνο το νησί που τον έριξε η μοίρα και το Χόλιγουντ, άρχισε να συνομιλεί με τον Ουίλσον… τον εαυτό του δηλαδή… είναι ένας πανάρχαιος μηχανισμός του εαυτού για να κρατήσει τα τέρατα της παράνοιας μακριά. Επινοείς κάποιον, αρχίζεις διάλογο μαζί του, η ενέργεια εκτονώνεται, το παράλογο τιθασεύεται… κερδίζεις χρόνο. Καμιά φορά αναρωτιόμουν αν αυτό δεν έκαναν και οι ερημίτες ασκητές. Επινοούσαν ένα Χριστό, άρχιζαν τις προσευχές, έδιναν διέξοδο στην τρέλα. Ίσως να μην υπάρχει άλλη λύση για να αντέξεις το σουρεαλισμό του βίου. Κάποιος σε έχει πετάξει σε αυτό τον πλανήτη. Δεν ξέρεις γιατί, δεν ξέρεις πως ούτε και τι πρόκειται να γίνει. Στην ουσία μια ζωή παλεύεις με τον εαυτό σου. Οι άλλοι είναι όλοι, μια επινόηση. Όταν ειρηνεύσεις με το μέσα σου, οι άλλοι δεν σε τρομάζουν. Ο εαυτός σου είναι η φυλακή σου.

Τέτοια και άλλα σκεφτόμουν όλες εκείνες τις μέρες που ακολούθησαν το ναυάγιο του μπιστρό με τον Καράλη να έχει βγάλει το πώμα από τη βάρκα και ο Τιτανικός βούλιαξε στα μαύρα νερά.

Από την άλλη, όσο περνούσαν οι μέρες, ο θυμός και το πείσμα μου άρχιζαν να αλλάζουν μορφή.

Και γιατί να μην συνέχιζα δηλαδή; Ποιος θα με σταματούσε; Είχα καταλήξει ποιος ήταν ο πιθανότερος ‘ένοχος’… γιατί να μην έκανα την αυτοψία μου να βγάλω ένα τελικό συμπέρασμα; Μπορεί όλα να έδειχναν πως αυτή η μυστηριώδης Αντιγόνη να βρισκόταν πίσω από την εξαφάνιση του Αφοσιωμένου αλλά αυτό παρέμενε μια υπόθεση, μια εικασία, ένα ενδεχόμενο. Ισχυρό μεν αλλά ενδεχόμενο. Αν έκανα μια επίσκεψη στο σπίτι της κι αφού είχα πληρώσει τόσα για τα λαδώματα για να μάθω διευθύνσεις και τηλέφωνα και διαπίστωνα ότι η γυναίκα αυτή και ο πατέρας της, ο Μιχάλης Βάινας, δεν είχαν καμιά σχέση ‘με το φόνο’, τότε θα πάταγα εγώ τη μεγάλη σφραγίδα CASE CLOSED. Εγώ, όχι ο Καράλης. Και τότε θα ηρεμούσα και θα μπορούσα να πάω παρακάτω.

Στο κάτω κάτω ο άνθρωπος με είχε χρυσοπληρώσει. Γιατί να μην έπιαναν τα λεφτά του τόπο;

Όσο περνούσαν οι μέρες και με το έμπα του νέου χρόνου, η απόφασή μου γινόταν πια σχέδιο δράσης μέσα μου. Και από τη στιγμή που ένας άνθρωπος της δράσης έχει ένα σχέδιο, τότε δεν γίνεται, θα πρέπει να το βάλει σε εφαρμογή.

 

Νίκη μεταμφιεσμένη σε ήττα

Π

ερπατήσαμε καμιά πενηνταριά μέτρα ως το σπίτι. Μπροστά η κυρία με το σκύλο, πίσω εγώ. Παρατηρούσα τα πάντα και κατέγραφα. Ο καλός επαγγελματίας βλέπει, σαρώνει, σκανάρει, αποθηκεύει. Δεν θα έχεις πάντα την ευχέρεια να φωτογραφίσεις ή να τραβήξεις βίντεο. Είσαι και τοπογράφος και μηχανικός και υδραυλικός και ηλεκτρολόγος… το μυαλό σου γίνεται ένα μεγάλο σχέδιο που έχει σημειωμένα τα σημαντικά, τα κρίσιμα, τα παράξενα… Σχεδόν έβλεπα με το νου μου τον Πήτερ σε ένα από τα πολλά μαθήματά του. Τα υπερ-πολύτιμα μαθήματά του από την εμπειρία μιας ζωής. Ευτυχώς η μνήμη μου ήταν δυνατή, από τη φύση της. Δεν θα την έλεγα ακριβώς φωτογραφική αλλά την είχα προπονήσει κιόλας. Έτσι λοιπόν όση ώρα περπατούσαμε προς την είσοδο της βίλας κατέγραφα, σημείωνα, έφτιαχνα το τοπογραφικό του κτήματος. Αποστάσεις από τις πλευρές, το σπίτι του σκύλου, διαστάσεις της πρόσοψης και πολλά άλλα. Όταν θα έβρισκα ευκαιρία μπορεί να έφτιαχνα και ένα σκαρίφημα. Στο γραμμικό σχέδιο ήμουνα ξυράφι και είχα κάνει και κάποια μαθήματα δίπλα σε έναν μηχανικό, φίλο του πατέρα μου. Εκείνος νόμιζε ότι ήθελα να δώσω στο Πολυτεχνείο αλλά εγώ όσα μάθαινα τα αξιοποιούσα στη δουλειά.

Η γυναίκα έδεσε το σκύλο δίπλα στο σπιτάκι του και μετά προχώρησε προς την πόρτα. Άνοιξε και με περίμενε σιωπηλή να περάσω πρώτη. Μπήκα στο εσωτερικό του σπιτιού και ευγενικά αλλά ψυχρά η κυρία με οδήγησε στο σαλόνι. Έριξα μια ‘φωτογραφική’ ματιά στο εσωτερικό. Το τζάκι, το σύνθετο, οι πάγκοι, η τραπεζαρία. Μεγάλο σπίτι, πολυτέλεια αλλά όχι κραυγαλέα χλιδή. Κάθισα στον μεγάλο καναπέ σαν καλό κορίτσι και η γυναίκα κάθισε με ήρεμες, αθόρυβες κινήσεις απέναντί μου, σε μια πολυθρόνα.

Δεν μού προσέφερε ούτε νερό. Δεν περίμενα κάτι άλλο. Άλλωστε είχε πει ότι έπρεπε να ‘φύγει’. Δήθεν.

«Έχετε κάποια ταυτότητα;», με ρώτησε αμέσως και την είχα έτοιμη στο χέρι. Την την έδωσα, της έριξε μια ματιά και μετά με κοίταξε αδιάφορα. Μου την επέστρεψε ανέκφραστη.

«Λοιπόν κα Χάντζου, σας ακούω. Τι συμβαίνει με την Αντιγόνη;»

Ο τόνος αυστηρός, ελεγχόμενος αλλά στα όρια. Ήμουν το λιγότερο ανεπιθύμητη σ’αυτό το σπίτι. Και το δυσάρεστο συναίσθημα είχε κάνει πάλι την εμφάνισή του.

«Εσείς είστε η κα Βάινα;», ρώτησα κάνοντας την ντρίπλα μου στο ερώτημά της.

«Μάλιστα», απάντησε δυσάρεστα. «Η μητέρα της Αντιγόνης»

Στο βάθος αριστερά είδα μια φιγούρα, δίπλα στην μεγάλη σκάλα που ανέβαινε στο επάνω πάτωμα. Μια θηλυκή φιγούρα. Ώσπου να εστιάσω το βλέμμα μου είχε εξαφανιστεί.

«Η Αντιγόνη δεν είναι στο σπίτι;»

«Σας ρώτησα κάτι κα Χάντζου και δεν μού απαντήσατε»

Οι ντρίπλες έπρεπε να τελειώσουν. Ως εδώ.

«Ξέρετε κα Βάινα, ερευνώ μια εξαφάνιση»

Η γυναίκα συνοφρυώθηκε ελαφρά.

«Εξαφάνιση;»

«Μάλιστα. Την εξαφάνιση του Αντρέα Αφοσιωμένου»

Η γυναίκα έμεινε ατάραχη σαν παγόβουνο.

«Δεν μού λέει τίποτε το όνομα», απάντησε κοφτά.

«Χμμ… όμως σίγουρα θα λέει πολλά στην κόρη σας», απάντησα και ένιωσα πάλι να με σφίγγει αυτό το πράγμα στο στήθος. Όλα έδειχναν ότι είχα έρθει στο σωστό μέρος. Αν δεν είχα αρχίσει να πονάω θα μπορούσα να πανηγυρίσω… σιωπηλά βέβαια.

«Αποκλείεται», μού είπε. «Δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει η κόρη μου και όχι εγώ»

Δεν έπρεπε να το βάλω κάτω. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια.

«Ναι… όμως ξέρετε δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη γνωριμία… εννοώ της παλιάς σχολής… πρόκειται για γνωριμία μέσω του ίντερνετ»

Η γυναίκα με κοίταξε με ένα βλέμμα που αν είχε υπερδυνάμεις από αυτές που διαβάζουμε στα κόμικς της Μάρβελ θα μού είχε εκσφενδονίσει βελάκια κατευθείαν στο λαιμό.

«Όπως σας είπα και πριν, όλα τα άτομα που γνωρίζει η Αντιγόνη είναι και φίλοι της οικογένειας. Έχετε κάτι άλλο να μού πείτε;»

Είχα πολλά να της πω όπως ας πούμε πως το κατάπιε αυτό το σκουπόξυλο και είχε αυτή τη στάση του νεκρού που έβγαλαν απ’το ψυγείο.

«Αν η Αντιγόνη είναι στο σπίτι… νομίζω πως είδα λίγο πριν μια άλλη κοπέλα», της πέταξα και αυτή η ντρίπλα, να δεις, έπιασε γιατί γύρισε απότομα το κεφάλι της αριστερά σαν δαιμονισμένη και μετά πετάχτηκε από τη θέση της λες και κάποιος είχε πατήσει ένα κουμπί εκτόξευσης.

Την είδα να περπατάει γρήγορα ως τη σκάλα, να κοιτάζει το εσωτερικό του σπιτιού κι έπειτα να επιστρέφει. Δεν κάθισε. Με περίμενε όρθια από πάνω μου σαν Βεληγκέκας.

«Νομίζω πως έχουμε τελειώσει κα Χάντζου», είπε και αυτή τη φορά είχε χάσει και το λονδρέζικο ύφος και το σκουπόξυλο είχε πάει περίπατο. Είχε μείνει αυτή η ξινίλα στη μούρη της βέβαια. Και κάτι καινούργιο. Ήταν ταραγμένη. Η μέγγενη στο στήθος μου έσφιξε κι άλλο. Παρά λίγο να φωνάξω.

Σηκώθηκα όρθια κι εκείνη τη στιγμή την ξανάδα. Ήταν μια κοπέλα που κατέβαινε τη σκάλα. Ψιλή και λιγνή σαν την μάνα της αλλά σε φρέσκια έκδοση. Η κοπέλα πάγωσε προς στιγμήν αλλά τελικά κατέβηκε με αργά βήματα και μας πλησίασε. Οι πληροφορίες μου έλεγαν πως η οικογένεια ήταν τετραμελής. Ο Βάινας και οι γυναίκες του. Αν αυτή δεν ήταν η Αντιγόνη τότε θα ήταν η αδελφή της, η Ευμενία.

Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά.

«Η Αντιγόνη;», ρώτησα.

«Όχι», είπε εκείνη και χωρίς να πει τίποτε άλλο έστριψε αριστερά και χώθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού.

«Η Ευμενία τότε;», είπα και στο άκουσμα του ονόματος της μεγάλης της κόρης η γυναίκα γούρλωσε τα μάτια και έχασε εντελώς το στυλ της. Τώρα έμοιαζε με τίγρη που βλέπει να απειλούνται τα μικρά της και βγάζει νύχια και δείχνει δόντια.

«Ποιος σας έχει δώσει πληροφορίες για την οικογένειά μας κα Χάντζου;», με ρώτησε αγριεμένη και αυτό αληθινά είχα αρχίσει να το απολαμβάνω.

«Ελάτε τώρα κα Βάινα. Είστε μια από τις σημαντικότερες οικογένειες της πόλης. Όλοι σας γνωρίζουν. Ξέρω πολλά περισσότερα. Ο άντρας σας είναι εργολάβος οικοδομών και δημοσίων έργων. Και λέγεται Μιχάλης. Εσείς είστε η Μαρία Βάινα. Και έχετε δυο κόρες, την Ευμενία και την Αντιγόνη. Για να πω την αλήθεια, μόνο το όνομα του σκύλου σας δεν ήξερα αλλά το έμαθα κι αυτό σήμερα»

Το στόμα της Μαρίας Βάινα είχε γίνει μια τεντωμένη γραμμή. Το βλέμμα της είχε σκοτεινιάσει. Οι γροθιές της θα πρέπει να είχαν σφίξει. Βρισκόταν ολόκληρη σε συναγερμό. Και η δύσπνοιά μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

«Θέλω να φύγετε τώρα από το σπίτι μου και να μην ξανάρθετε», είπε τονίζοντας σχεδόν κάθε συλλαβή.

Σήκωσα τις παλάμες μου σε ένδειξη υπακοής και οπισθοχώρησα. Η πρώτη επαφή με το σόι είχε λάβει τέλος. Ό,τι κάναμε κάναμε. Δεν με έπαιρνε για περισσότερα. Έκανα μεταβολή και άνοιξα την πόρτα. Με το που βγήκα είδα στ’αριστερά μου στα δέκα μέτρα το σκύλο να σηκώνεται στα πόδια του και να με καρφώνει. Ήταν δεμένος όμως.

«Πάντως αν θέλετε, πείτε στην Αντιγόνη πως ερευνώ εκ μέρους ενός πολύ καλού φίλου του Αντρέα. Που ανησυχεί για το φίλο του. Ανησυχεί πολύ», είπα και αυτό το ‘πολύ’ το τράβηξα όσο δεν πήγαινε. Έπειτα, πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής, έβγαλα μια καρτούλα με το όνομα και τον αριθμό του κινητού μου και την άφησα πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας.

«Αν θελήσετε να τα πούμε. Μένω σε ένα ξενοδοχείο στην πόλη. Καλημέρα σας»

Αν μπορούσαν τα βλέμματα μάνας, κόρης και σκύλου να υλοποιηθούν ξαφνικά θα με είχαν χτυπήσει ίσαμε εκατό δηλητηριασμένα βελάκια στην πλάτη. Σχεδόν τα ένιωθα. Περπάτησα αργά ως την πύλη η οποία ήταν ανοιχτή. Όταν βγήκα από την ιδιοκτησία Βάινα, έψαξα ένα σημείο να καθίσω. Αυτό το καταραμένο πράγμα με είχε μαγκώσει σε όλο μου το σώμα λες και υπήρχαν παντού αρπάγες και θέλανε να με συνθλίψουν. Μού πήρε κάμποση ώρα να επανέλθω στα φυσιολογικά.

Μπορεί η επίσκεψή μου να είχε αποβεί άγονη αλλά στην ουσία ήταν μια νίκη μεταμφιεσμένη σε ήττα. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου πού είχα παρκάρει λίγο πιο κάτω και πήρα βαθιές ανάσες. Στο μυαλό μου ήρθε ο Αφοσιωμένος από τις φωτογραφίες που μού είχε δώσει ο Καράλης στο στικάκι. Που έχεις μπλέξει καημένε μου;, είπα δυνατά και έβαλα μπρος.

 

Η ρωγμή

Β

ρίσκεσαι σε μια πόλη που, ας υποθέσουμε, δεν έχεις ξαναβρεθεί ποτέ. Μια μέση ελληνική πόλη. Των 15 ή 20 χιλιάδων κατοίκων. Ωραία. Ψάχνεις πληροφορίες για ένα άτομο. Έχεις ήδη σκαλίσει πράγματα, έχεις ξεπατώσει όλο το ‘φέιςμπουκ’ και ό,τι άλλο στα ‘σόσιαλ’, ξέρεις μερικά ονόματα και κάποια άλλα στοιχεία. Μπορεί να αληθεύουν, μπορεί και όχι. Εσύ όμως θέλεις δυνατά στοιχεία, ατράνταχτα, έγκυρα πράγματα. Τι κάνεις;

Θυμάμαι τον Πήτερ χωμένο στη θέση του οδηγού της ωραίας του Τζάγκουαρ. Εγώ δίπλα του άκουγα και ρουφούσα σαν σφουγγάρι. Είχαμε ‘ιδιαίτερο’. Του άρεσε να κάνει μάθημα λίγο πριν ξεκινήσουμε για κάποια δουλειά. Είχαμε και οι δυο ανεβασμένη αδρεναλίνη, δεν ήμασταν πλαδαροί στο γραφείο. Το μυαλό δουλεύει καλύτερα έτσι.

Πρέπει να αρχίσω να ρωτάω.

Ποιους; Πώς;

Θυμάμαι το βλέμμα του, το χαμόγελό του, ακόμα και το πουκάμισο που φορούσε.

Χμμ… γιατί να μην αρχίσω από τον ξενοδόχο; Σ’αυτόν που θα έχω πιάσει δωμάτιο;

Αυτόν θα τον αφήσεις τελευταίο. Δεν θα πέσεις πάνω του αμέσως. Όταν θα αρχίσουν τα κουτσομπολιά αυτός ίσως να είναι άνθρωπος που θα σε υπερασπιστεί.

Α, χα… κατάλαβα… τότε θα αρχίσω τις γύρες…

Σωστά… την πόλη τη μαθαίνεις από τα κτήρια… από τους δρόμους… και από τα μαγαζιά… εσένα σε ενδιαφέρουν περισσότερο τα μαγαζιά.

Μαγαζιά που συχνάζουν οι κουτσομπόληδες…

Το βλέμμα του Πήτερ άστραψε.

Βλέπεις; Αρχίζεις και ρολάρεις… για συνέχισε… ποια είναι αυτά τα μαγαζιά που συχνάζουν οι κουτσομπόληδες;

Τα καφενεία, ας πούμε, είπα. Κατένευσε αλλά περίμενε και συνέχεια.

Τα… κουρεία; Τα σφαιριστήρια… χμμ… τι έχει μείνει;

Ο Πήτερ χαμογέλασε. Έχει σημασία σε ποια μπορείς να μπεις εσύ. Στα κουρεία οπωσδήποτε όχι. Και τα κομμωτήρια δεν νομίζω να τα έχεις τιμήσει ποτέ, είπε και γελάσαμε και οι δυο. Ανάθεμα κι αν είχα πατήσει ποτέ σε κομμωτήριο.

Να έχεις υπόψη σου ότι μπορεί να χρειαστούν αρκετές ημέρες ώσπου να μάθεις αυτά που θέλεις. Στην αρχή δεν θα μιλάς, θα ακούς. Θα μπείς σε ένα καφέ, θα στρογγυλοκαθίσεις δίπλα σε μια μεγάλη παρέα και θα ακούς. Μετά θα το επαναλάβεις σε άλλο καφέ με άλλες παρέες. Αναλόγως τι ψάχνεις. Κάποια στιγμή θα ρωτήσεις κιόλας. Διακριτικά, με πρόφαση. Ένα γκαρσόνι, ένα μπάρμαν, οποιονδήποτε σε ‘εμπνεύσει’… ακόμα και περιπτερά ή ψιλικατζή… πρέπει να αυτοσχεδιάζεις. Κι αυτό δεν διδάσκεται, θα το μάθεις στην πράξη. Ποιο είναι το τρίπτυχό μας;

‘Υπομονή – οργάνωση - αυτοσχεδιασμός’. Το είχα μάθει απέξω.

Έτσι μπράβο. Η υπομονή είναι η ύψιστη αρετή του επαγγέλματός μας. Πρέπει να την ασκήσεις γιατί υστερείς σ’αυτήν. Είσαι ορμητική και αγριεύεις εύκολα. Η οργάνωση είναι εκ των ων ουκ άνευ… και ο αυτοσχεδιασμός είναι αυτό που θα σε σώζει πάντα από το απρόβλεπτο. Το οποίο είναι απολύτως βέβαιο ότι θα είναι πανταχού παρόν.

Άκουγα και σημείωνα.

Ξέρεις τι με τρελαίνει σε σένα ε;

Με κοίταξε, θυμάμαι με κείνο το βλέμμα ‘να δούμε τι θα μας ξεφουρνίσεις πάλι’.

Τι;

Οι ‘ελληνικούρες’ σου… σε χαίρομαι μπος. Αυτό το ‘εκ των ων ουκ άνευ’ με πέθανε.

Βάλαμε τα γέλια και οι δυο. Ήταν αυτές οι στιγμές που έχω προίκα και νιώθω ο πλουσιότερος ανθρωπος του κόσμου.

Λοιπόν, συνεχίζουμε. Μην υπερεκτιμήσεις ποτέ το ταλέντο σου ή τις δυνατότητές σου. Ταπεινά και αθόρυβα θα κινείσαι. Πάντα. Και να είσαι βέβαιη πως τις πολυτιμότερες πληροφορίες θα τις πάρεις από κει που δεν το περιμένεις. Να είσαι πάντα ανοιχτή, οι κεραίες σου τεντωμένες, σε υπερένταση… οτιδήποτε ακούς ή μαθαίνεις μπορεί να έχει αξία, σημασία. Ο πιο ασήμαντος ανθρωπάκος μπορεί να είναι το διαμάντι που είχες στο πέτο σου από την αρχή και νόμιζες πως είναι βότσαλο.

Δυο μέρες είχαν περάσει από την ‘αποτυχημένη’ μου πρώτη επίσκεψη στο… μέγαρο της οικογένειας Βάινα. Τα δυο αυτά 24ωρα δεν άφησα μέρος και σημείο της πόλης που να μην επισκεφτώ. Καφενεία, καφετέριες, μπιλιαρδάδικα, στοιχηματζίδικα του ΟΠΑΠ… τι αναζητούσα; Οποιαδήποτε ‘ειδική’ πληροφορία για την οικογένεια. Αυτά που γνώριζα εγώ δεν επαρκούσαν. Έψαχνα για την περίφημη ρωγμή όπως την έλεγε ο Πήτερ. Τι είναι η ρωγμή; Είναι αυτό που αν το εκμεταλλευτείς σωστά μπορεί να γίνει ρήγμα και το ρήγμα δίοδος για να εισέλθεις στο ‘δωμάτιο’. Κάτι σαν ρι-φι-φι ας πούμε. Η ρωγμή μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μια εκδήλωση που μαζεύεται όλη η οικογένεια, ας πούμε. Μια ‘αδυναμία’ του ανθρώπου που σε ενδιαφέρει. Μια παράνομη σχέση ας πούμε. Κάτι απ’όπου μπορείς να πιαστείς για να πιέσεις καταστάσεις. Με τον κατάλληλο χειρισμό βέβαια.

Τι είχα ‘ψαρέψει’ ως τώρα από τις γύρες μου, τις κουβεντούλες που είχα ανοίξει, τις δήθεν ‘αθώες’ ερωτήσεις μου για το σπιτικό του Βάινα; Σχεδόν τίποτε. Η ψαριά μου ήταν φτωχή, ασήμαντη. Όσα ήξερα από την Αθήνα μού επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά. Και μάλιστα με καχύποπτο, απρόθυμο ύφος. Δεν έπρεπε να τεντώσω τα σχοινιά. Έπρεπε απλώς να βρω κάποιον άλλο δρόμο. Κι έμενε στην ουσία ένας ακόμα.

Οι ταμπέλες με τα στοιχεία του Βάινα υπήρχαν σε αρκετά σημεία της πόλης. Ο τύπος είχε πάρει εργολαβία τις μισές οικοδομές της πόλης και οι εργάτες και επιστάτες θα μπορούσαν να είναι πρωτογενές υλικό. Είχα σκοπό να το δοκιμάσω αν και ήθελε μεγάλη προσοχή. Ένας εργαζόμενος μπορεί να σε προδώσει στο αφεντικό του και να βρεθείς ξαφνικά πίσω απ’τα κάγκελα. Ή μπαουλιασμένος στο ξύλο σε κανά στενοσόκακο. Όχι. αυτό θα το επιχειρούσα στο τέλος. Όμως δεν χρειάστηκε. Γιατί η καλή μου τύχη μού χαμογέλασε.

 

Η υπομονή είναι πικρή αλλά…

Ε

ξι περίπου το απόγευμα σε αυτό το μεγάλο, κυριλέ καφε-ζαχαροπλαστείο της πόλης. Αυτό το είχα αφήσει τελευταίο. Ίσως από ένστικτο, ίσως από παραξενιά. Ίσως επειδή δεν μού έκανε κέφι όλο αυτό το βαρύ που είχε στην ατμόσφαιρα. Δεν ξέρω γιατί. Μερικά πράγματα είναι για να ρωτάμε και όχι για να απαντάμε.

Είχα διαλέξει απόψε να ντυθώ λιγάκι πιο ‘κοριτσίστικα’ από τα συνηθισμένα μου. Μέχρι που είχα λύσει και το μαλλί και είχα απλώσει την αφέλεια στο μάτι. Να με έβλεπε τώρα από μια μεριά ο Λάμπρος και οι μάγκες του συνδέσμου, τι γέλιο θα έπεφτε.

Είχα παραγγείλει τον διπλό μου καπουτσίνο και είχα βάλει πάνω στο τραπέζι το ipad πιο πολύ για να δείχνω ‘απασχολημένη’ παρά οτιδήποτε άλλο. Παραλλαγή. Γνωστή και πανάρχαια τακτική που μας τη δίδαξαν οι ωραίοι σκηνοθέτες των ασπρόμαυρων ταινιών από την εδώ πλευρά του Ατλαντικού κι από την απέναντι. Είχα διαλέξει το καλύτερο τραπέζι της μεγάλης αίθουσας. Από πίσω μου κανείς, ο τοίχος. Και μπροστά μου η μισή καθωσπρέπει πόλη που έτρωγε πάστα, έπινε καφέ ή τσάι και έθαβε την άλλη μισή. 

Κάποια στιγμή ήρθε και κάθισε δεξιά μου, στο άδειο τραπέζι ένας παράξενος τύπος. Παλιομοδίτικη κοψιά σε πρόσωπο, κινήσεις και ντύσιμο. Σαν ήρωας παλιάς ταινίας της Φίνος Φιλμς. Κάθισε ήρεμα και αρχοντικά στην πολυθρόνα του, άφησε την ομπρέλα του, που δεν ξέρω για ποιο λόγο την κουβαλούσε μαζί του, πάνω στο τραπέζι και στην άκρη, σήκωσε τον αρχαιολογικής αξίας χαρτοφύλακά του και άρχισε να βγάζει… Και τι δεν είδα να βγάζει. Πρώτα ένα μεγάλο, λευκό μαντήλι. Το έστρωσε πάνω στο τραπέζι μπροστά του. Μετά μερικά άλλα μαντηλάκια, πιο μικρά. Αυτά πήραν ‘θέση μάχης’ πιο κει. Αφού τελείωσε, έβγαλε και μερικά υγρά μαντηλάκια κι άρχισε να καθαρίζει τα χέρια του λες κι είχε βγει από κανέναν υπόνομο. Καθάριζε, καθάριζε ώσπου να νιώσει την υπέρτατη ηδονή μάλλον και μετά έκανε νόημα στο σερβιτόρο που τον πλησίασε.

«Καλησπέρα κε Ιωσήφ. Το συνηθισμένο;»

«Καλησπέρα Θωμά. Ναι, το συνηθισμένο. Περιμένω μια κυρία. Μόλις την δεις να…»

«Ναι, ξέρω κε Ιωσήφ», απήντησε ο σερβιτόρος και με σβέλτες κινήσεις γύρισε το σώμα του κι έφυγε. Κι έπειτα ο τύπος έστρεψε την προσοχή του κατευθείαν σε μένα!

Δεν ήμουν ασυνήθιστη να με καμακώνουν στις καφετέριες αλλά τούτος εδώ είχε πολλά κότσια, έπρεπε να το ομολογήσω. Δεν φτάνει που είχε την ηλικία της μάνας μου, είχε και το βλέμμα της. Με έκοβε από πάνω ως κάτω και δεν έλεγε να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου.

Αποφάσισα να κάνω την παλαβή. Επικεντρώθηκα σε ‘αυτό’ που δήθεν με είχε απορροφήσει στην οθόνη και ταυτόχρονα ένιωσα κάτι παράξενο στα σωθικά μου. Δεν ήταν αυτό το άσχημο πράγμα που με έπιανε κάθε τόσο και μου έσφιγγε τα πνευμόνια. Ήταν κάτι άλλο. Πιο ζεστό, πιο ‘φιλικό’. Τρελά πράγματα.

Ο σερβιτόρος επέστρεψε με ένα δίσκο. Άφησε πρώτα ένα ποτήρι με νερό, μια καράφα γεμάτη και ένα φλιτζάνι με ελληνικό καφέ που άχνιζε. Κάτι δεν είχε γίνει σωστά όμως.

«Αχ βρε Θωμά! Δεν υπάρχει πετσετούλα κάτω απ’την κούπα!», είπε ο κος Ιωσήφ με την καρα-νεύρωσή του και ο σερβιτόρος αντέδρασε λες και τον είχε τσιμπήσει ηλεκτρικό ρεύμα.

«Χίλια συγνώμη!», φώναξε και γύρισε εσπευσμένα προς το μπαρ. Σε δευτερόλεπτα επέστρεψε και άπλωσε ένα ωραίο τετράγωνο πετσετάκι κάτω απ’το φλιτζάνι.

«Όλα καλά;», ρώτησε.

«Όλα μια χαρά», είπε ο μπάρμπα-Ιωσήφ. Λίγο ήθελα να σκάσω στα γέλια αλλά έκανα υπομονή. Ήταν η πρώτη φορά από την ώρα που είχα πατήσει το πόδι μου σε αυτή την σκατούπολη που διασκέδαζα τόσο.

«Θα πιστεύετε ίσως ότι είμαι παρανοϊκός!»

Σε μένα μιλούσε;

Γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. Σε μένα μιλούσε! Ο θείος τελικά είχε αποφασίσει να ‘σουτάρει’.

«Ε, όχι και παρανοϊκός!», είπα αλλά από μέσα μου άλλα σκεφτόμουν.

«Ιωσήφ Κεντρόπουλος. Πρώην τμηματάρχης του πάλαι ποτέ Υπουργείου Γεωργίας»

Ευγένεια, τυπικότητα, καλοί τρόποι. Ο άνθρωπος κέρδιζε πόντους.

«Μελίνα Χάντζου», του απάντησα, χωρίς να θέλω να κρύψω την ταυτότητά μου. Σε μερικούς ανθρώπους δεν χρειάζεται η απόκρυψη-παραλλαγή. Αξίζουν μόνο την αλήθεια. Κι ένιωθα ήδη πως ο παράξενος αυτός άνθρωπος την άξιζε.

«Άνευ επαγγελματικής ιδιότητος;», απόρησε περισσότερο.

«Άνευ», του είπα λίγο κοφτά.

«Αυτό σημαίνει πως έχω να κάνω με έναν άνθρωπο με πολλές ιδιότητες όπου καμιά δεν κατέχει προνομιακή θέση έναντι των άλλων. Είμαι βέβαιος πως δεν είστε ‘από τα μέρη μας’, καθώς λένε»

«Σωστά, δεν είμαι», είπα με το γνωστό σπαρτιάτικο ύφος μου.

Ο κος Ιωσήφ τακτοποίησε ξανά τα ήδη τακτοποιημένα μαντηλάκια του και κοιτώντας τα χέρια του αποφάνθηκε ότι ήταν καθαρά και δεν προέβη σε νέο καθαρισμό.

«Συνήθως οι άνθρωποι που επισκέπτονται την πόλη μας είναι απλώς περαστικοί. Δυστυχώς ο τόπος αυτός δεν κέρδισε κανέναν άλλο τίτλο εκτός από αυτού ενός σταθμού μετεπιβίβασης. Κάπως θλιβερό ακούγεται αλλά από την άλλη όλο τούτο… ω, μα αυτόν τον κύριο τον γνωρίζω

Τι έλεγε τώρα; Και γιατί σηκώθηκε από την καρέκλα του και με πλησίασε;

Έτσι όπως ‘σκρολάριζα’ κάποιες φωτογραφίες στο τάμπλετ μου, είχα σταθεί σε μια φωτογραφία του Αντρέα Αφοσιωμένου. Ήταν μαζί με τον Μάνο Καράλη σε κάποια εκδρομή. Χαμογελούσαν και κοιτούσαν τον φακό.

«Μα, ναι… τον γνωρίζω… είναι νεότερος εδώ… πολύ νεότερος, όμως…»

Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ο τμηματάρχης του πάλαι ποτέ Υπουργείου Γεωργίας θα μού έπαιρνε το μυαλό. Είχε αναγνωρίσει τον άνθρωπό μου και με το δάχτυλό του έδειχνε την οθόνη!

«Είστε… είστε βέβαιος;», ρώτησα ξαναμμένη και τον είδα να κάθεται ξανά στη θέση του. Είχε αναστατωθεί κι αυτός.

«Μα, φυσικά. Δεν έχει περάσει δα και τόσος πολύς καιρός… ενάμιση… δυό χρόνια ίσως… η μνήμη μου στέκει ακόμη κραταιά, σας βεβαιώ κα Χάντζου»

«Πού… πότε… πώς τον είδατε;»

Ο τμηματάρχης ήταν έτοιμος να μού απαντήσει όμως εκείνη τη στιγμή έκανε την είσοδό της η κυρία που περίμενε. Ντυμένη για βραδινή μάλλον κι όχι απογευματινή έξοδο, πλησίασε, χαιρέτησε, κάθισε στη θέση της και απορρόφησε ολοκληρωτικά την προσοχή του.

Γ… την πουτ… μου!

Δεν ξέρω πόσες βλαστήμιες κατέβασα μέσα μου για τη στιγμή που είχε διαλέξει η μαντάμ να μας διακόψει. Πέντε λεπτάκια ήθελα ακόμα!

Δεν είχα σκοπό ν’αφήσω τον Κεντρόπουλο να πάει χαμένο… ούτε γι αστείο… είχα επιτέλους πέσει στην πισίνα με τη μερέντα και δεν επρόκειτο να βγω πριν κάνω όλες μου τις βουτιές!

Χτύπησε το κινητό και ενώ έβλεπα το ζευγάρι δεξιά μου να ανταλλάσσει ανόητες κοινοτοπίες για πρόσωπα και πράγματα κοίταξα την οθόνη. Ο Λάμπρος.

«Κόκκινος, κόκκινος, κόκκινος Θεός… καλησπέρα!» Φασαρία, φωνές, χαμός. Κάποιοι τραγουδούσαν… Προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου το πρόγραμμα των αγώνων. Είχαμε κύπελλο απόψε;

«Τι κάνεις παιδί μου; Πού είστε;».

«Μόλις βγήκαμε απ’το ‘ναό’! Τρία ρίξαμε… φάγαμε κι ένα… καλά είσαι;».

Με δυσκολία τον άκουγα. Ήταν όλη η παρέα μαζί του. Νέα συνθήματα, χαμός γινόταν.

«Μπράβο… α, ρε θρυλάρα!», φώναξα όσο πιο… διακριτικά μπορούσα. Δεν ήθελα να βγω ακόμη απ’την καφετέρια. Όπου πήγαινε ο Κεντρόπουλος εγώ θα ήμουν από πίσω. Σαν πιστό σκυλί.

«Δεν μπορείς να μιλήσεις;».

«Δεν μπορώ αγόρι μου ψηλό και παντρεμένο… πάτε να τα πιείτε τώρα;».

«Πάμε στου Καραμουζάκια το σπίτι… εκεί θα τα πιούμε… πήρα να δω αν είσαι καλά…».

«Είμαι πολύ καλά και να μην πιείς πάρα πολύ γιατί μετά θα οδηγήσεις, εντάξει;».

«Δυο μπιρίτσες θα πιω ‘φροϊλάιν’…».

Αυτό πάλι μου το είχε κολλήσει ένας άλλος από την παλιά εποχή. Ο Λάμπρος το είχε υιοθετήσει παρότι του είχα πει ότι δεν μού άρεσε.

«Θα σε πάρω εγώ αύριο, μεθαύριο να τα πούμε βρε ψυχή. Να περάσετε καλά».

«Εντάξει. Έχεις χαιρετίσματα από τα παιδιά».

«Ποια παιδιά Λάμπρο;».

«Ο Νίκος απ’το Κερατσίνι, ο Σέβεν απ’τη Νίκαια… ο Βότσαλος, ο ‘Ντέταρι’ απ’τη γειτονιά σου…».

«Μπα, είναι και ο Ντέταρι εκεί; Πώς έτσι;».

«Μόνο εσύ λείπεις… δεν πειράζει… καλό βραδάκι!».

Έκλεισα τη γραμμή με ένα γλυκόπικρο συναίσθημα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους. Θα μαζεύονταν στο σπίτι του Καραμουζάκια, θα έτρωγαν τα μεζεδάκια τους, θα έπιναν τις μπιρίτσες τους, θα τραγουδούσαν όλα τα συνθήματα, ξανά πάλι, θα πείραζαν ο ένας τον άλλο, θα κουτσομπόλευαν άτομα, θα ξόδευαν ένα τόνο ενέργειας, θα ηρεμούσαν, σπίτι μετά για νανάκια.

Γύρισα το βλέμμα μου στον Κεντρόπουλο. Άπλωνε και δίπλωνε τα μαντηλάκια του, σκούπιζε τα χέρια του, έπινε γουλίτσες απ’τον καφέ του και συζητούσε με την κυρία απέναντί του.

Υπομονή – οργάνωση - αυτοσχεδιασμός. Άκουσα τη φωνή του Πήτερ μέσα στο κεφάλι μου.

Θυμήθηκα ένα ρητό που έλεγε ο πατέρας μου καμιά φορά… Η υπομονή είναι πικρή αλλά ο καρπός της γλυκός.

Υπομονή το λοιπόν!

 

Τώρα αρχίζει το πάρτι

Π

αρήγγειλα και δεύτερο καφέ, διάβασα τα νέα της ομάδας από τρία, τέσσερα σάιτς, έστειλα μερικά μέιλς, έπεσα σε μερικά δημοσιεύματα για διάφορους ηλίθιους της ‘σόου-μπιζ’ που με έκαναν να θέλω να σπάσω το τάμπλετ μου στο πάτωμα αλλά η ώρα δεν έλεγε να τρέξει. Κυλούσε αλλά δεν έτρεχε. Και δεν μπορούσα να καπνίσω. Αυτή η κυρία δεν έλεγε να ξεκολλήσει τον… απαυτό της απ’το κάθισμα. Από κάποιες κουβέντες που ξέκλεψα, ρουσφέτι ζητούσε. Τι άλλο; Είχε έναν ακαμάτη γιο και ήθελε να τον ‘χώσει’ στο δημόσιο. Πίστευε ότι ο Κεντρόπουλος είχε ακόμα ‘τα μέσα’ και αν μπορούσε να μιλήσει, να παρέμβει, να τηλεφωνήσει… πόσο υποχρεωμένη θα του ήταν, πόσο μεγάλη εκδούλευση θα έκανε στην οικογένειά της… γιατί ο γιος της ήταν ‘καλό παιδί’ και άξιος και κείνο και το άλλο και… και ο καημένος ο Κεντρόπουλος πάσχιζε να ξεγλιστρήσει απ’τη μέγγενη αυτής της κυράτσας αλλά που… ευγενικός, καλοπρόθετος, γλυκός άνθρωπος. Τον είχα συμπαθήσει. Φαινόταν όμως ο εκνευρισμός του από το ‘πρέσινγκ’ που τού ασκούσε η μαντάμ. Είχε αρχίσει να διπλώνει και να ξεδιπλώνει μαντηλάκια με νευρικές, γρήγορες κινήσεις. Ήμουν σίγουρη, έβαζα δηλαδή στοίχημα ότι ευχόταν να ξεκουμπιστεί μια ώρα αρχύτερα για να βρει την ηρεμία του ο χριστιανός.

Κάποια στιγμή, σαν από μηχανής θεός, μπήκε στην καφετέρια ένας άλλος άντρας, τους πλησίασε και χωρίς να βγάλει το παλτό του κάθισε δίπλα στην κυρία. Ήταν ο άντρας της που της έκανε παρατηρήσεις γιατί τον είχε στήσει σε κάποιο ραντεβού. Οι τρεις τους τα είπαν επί τροχάδην κι έπειτα άκουσα, δόξα στον Πανάγαθο, τις καληνύχτες. Ο Κεντρόπουλος σηκώθηκε, τους έσφιξε τα χέρια, το ζευγάρι πήρε το δρόμο για την έξοδο. Είδα τον άνθρωπο να εκπνέει μια μεγάλη ποσότητα αέρα και να κάθεται φαρδύς πλατύς ξανά στο κάθισμά του. Έβγαλε κι ένα υγρό μαντήλι, σκούπισε τα χέρια του κι έπειτα γύρισε το βλέμμα του σε μένα.

«Δεν το πιστεύω λοιπόν πως ακόμη συμβαίνουν όλα τούτα…», είπε χωρίς να μού εξηγήσει κι ούτε που είχα σκοπό βέβαια να ρωτήσω. Τον έβλεπα εξουθενωμένο τον άνθρωπο και δεν ήθελα να τον ζορίσω περισσότερο. Όμως δεν είχα σκοπό να τον αφήσω να μού φύγει. Κόντευα να βγάλω ρίζες πια σε κείνη την καρέκλα μου!

«Να έρθω να καθίσω σε σας;», ρώτησα γιατί για καλό και για κακό, αφού πήρα σειρά, ήθελα την προσοχή του μονάχα σε μένα.

«Παρακαλώ!», είπε ευγενέστατα και σε δευτερόλεπτα ήμουν απέναντί του με το τάμπλετ μου να δείχνει ξανά μια φωτογραφία του Αφοσιωμένου. Αυτή ήταν μια άλλη πόζα. Ήταν μόνος, σε μια έκθεση βιβλίου. Η φωτογραφία ήταν καθαρή, αποκλείεται να έκανε κανείς λάθος.

«Με συγχωρείτε αν σας ταλαιπωρώ κε Ιωσήφ», είπα φορώντας το γλυκύτερο χαμόγελό μου, «μα είναι μεγάλης σημασίας για μένα».

Ο άνθρωπος μού έριξε μια γρήγορη ματιά και χαμογέλασε. Ήταν φανερό, με είχε συμπαθήσει. Νομίζω και τον Αντρέα θα είχε συμπαθήσει. Αλλιώς δεν θα μού έδινε καμία σημασία. Έτσι λειτουργούμε όλοι μας. Δεν ευνοούμε ποτέ κανέναν που δεν συμπαθούμε. Ακόμα κι αν μας σπρώχνουν. Μπορεί να μην βάζουμε τρικλοποδιές αλλά δεν σπεύδουμε να διευκολύνουμε τα πράγματα. Όταν συμπαθήσουμε κάποιον όμως…

«Είστε φίλη του; Συγγραφέας κι εσείς;», με ρώτησε ενώ έριχνε κλεφτές ματιές και στην οθόνη του τάμπλετ.

«Θα σας μιλήσω ειλικρινά κε Ιωσήφ γιατί… δεν ξέρω το γιατί, δεν έχει σημασία. Ερευνώ την εξαφάνισή του. Είμαι ερευνήτρια ιδιωτικών υποθέσεων».

Το βλέμμα του πρώην τμηματάρχη που δεν του άρεσε καθόλου να κάνει ρουσφέτια, έλαμψε. Το χαμόγελό του έγινε πλατύ όμως αμέσως η έκφραση του προσώπου του σκοτείνιασε.

«Κινδυνεύει;».

«Εσείς θα μού πείτε».

«Πείτε μου πρώτα γιατί ερευνάτε κι έπειτα, να είστε σίγουρη, θα σας πω όσα γνωρίζω», είπε κάπως αυστηρά. Είχε το δικό του πρωτόκολλο ο κύριος Ιωσήφ και δεν μπορούσα να του χαλάσω το χατίρι.

Του διηγήθηκα σύντομα και όσο πιο περιεκτικά μπορούσα τα πάντα. Δεν του έκρυψα τίποτα σημαντικό, του ανέφερα ακόμη και τον Μάνο Καράλη. Και βέβαια την αλλαγή στάσης του τελευταίου. Αυτό δεν θα το έκανα εύκολα. Στην ουσία, του εξομολογήθηκα, δεν είχα υπόθεση. Ερευνούσα μόνη μου, από βίτσιο ή… νοιάξιμο. Δεν ξέρω. Κάποιος θα με παρεξηγούσε. Όχι όμως ο Κεντρόπουλος.

«Χρειάζομαι γλυκόζη», είπε αφού τελείωσα όλα όσα είχα να του πω. Παρήγγειλε μια σοκολατίνα και επέμεινε να κεράσει κι εμένα. Δεν αρνήθηκα. Είπαμε, πήγαινα με τα νερά του. Ακόμα κι αν ήταν ο ‘Παλαιών Πατρών’ τρόπος του να με φλερτάρει, θα πήγαινα πάσο. Στο κάτω κάτω, δεν κάναμε και τίποτα τρελό ή ανήθικο. Μια πάστα σε ζαχαροπλαστείο τρώγαμε.

Οι πάστες ήρθαν, εκείνος καταβρόχθισε τη δική του με δυο κουταλιές, εγώ απλά δοκίμασα τη δική μου. Ήταν φρεσκότατη.

«Η οικογένεια Βάινα», άρχισε να λέει τελικά σκουπίζοντας ξανά τα χέρια του, «είναι από τις μεγάλες πληγές αυτού του τόπου… πληγή και κατάρα μαζί!», είπε με στόμφο και με έκανε να σκυθρωπιάσω.

«Κατάρα;».

«Οι πληροφορίες σας δεν είναι εντελείς κα Χάντζου», συνέχισε αγνοώντας την παρατήρησή μου. «Δεν γνωρίζετε επί παραδείγματι πως η Αντιγόνη είναι εδώ και πολλά χρόνια καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο. Πως η οικογένεια είχε κι ένα ακόμη μέλος. Το μικρό Ερρίκο. Το παιδί αυτό σκοτώθηκε πέφτοντας από τη στέγη του σπιτιού… επίσης δεν γνωρίζετε πως ο Μιχάλης Βάινας δεν είναι ο φυσικός, ο ‘βιολογικός’ πατέρας των κοριτσιών. Του Ερρίκου ναι… όχι όμως της Ευμενίας, ούτε της Αντιγόνης».

Είχα πατήσει το πλήκτρο της ηχογράφησης στο τάμπλετ γιατί δεν ήθελα να χάσω ούτε λέξη. Ο Κεντρόπουλος το είδε, κατένευσε και συνέχισε.

«Ο Μιχάλης Βάινας», είπε χαμηλότονα και σκληρά, «είναι ο άνθρωπος που με ανάγκασε να παραιτηθώ και να συνταξιοδοτηθώ πρόωρα από την υπηρεσία μου κα Χάντζου. Δεν είμαι άνθρωπος των μεγάλων παθών, αυτόν τον αχρείο όμως τον μισώ! Γιατί είναι ένας ελεεινός, επικίνδυνος άνθρωπος. Και δεν σας είπα τυχαία πως αποτελεί πληγή και κατάρα για την πόλη μας. Είναι εκμαυλιστής! Ολετήρας και διαφθορέας!».

Είχα σκοτεινιάσει αλλά άκουγα με κομμένη την ανάσα. Ο Κεντρόπουλος είχε πάρει φόρα και δεν έλεγε να βάλει φρένο. Ευτυχώς.

«Ο πατέρας των κοριτσιών, ο Κυριάκος Ζέλας, ήταν φίλος μου. Αγαπημένος φίλος. Και εξαιρετικός εκπαιδευτικός. Όμως η γυναίκα του, η τωρινή ‘κυρία’ Βάινα, ήταν πολυέξοδη, φαντασμένη και… θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!».

«Εξώλης και προώλης;», ήταν μια έκφραση που συνήθιζε η γιαγιά μου. Ο Κεντρόπουλος με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν χρειαζόταν ‘μετάφραση’.

«Τον χώρισε;», αποφάσισα να προχωρήσω.

«Όχι απλά τον χώρισε, τον πέταξε σαν σκυλί! Αφού πρώτα ο άνθρωπος καταχρεώθηκε παντού για να της ικανοποιεί όλες τις παράλογες απαιτήσεις της, τον έριξε στα πλοκάμια του εκβιαστή εραστή της και έπειτα… προέβησαν από κοινού σε μια… σε μια ‘συμφωνία’».

Ο Κεντρόπουλος ήταν εμφανώς ταραγμένος και φοβήθηκα κάποια υψηλή πίεση. Στην ηλικία του κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει συνέπειες. Ήπιε λίγο νερό, πήρε μιαν ανάσα και συνέχισε.

«Ο Βάινας του ‘χάρισε’ τα χρέη με αντάλλαγμα την Μαρία! Πήραν διαζύγιο, εξεδιώχθη ο άνθρωπος από το σπίτι του και τη θέση του πήρε ο αλητήριος».

«Μάλιστα», είπα σοκαρισμένη. «Και ο… πως τον είπατε…».

«Αυτοκτόνησε! Μάλιστα! Από την ντροπή του! Όχι όμως εδώ. Είχε ήδη φύγει. Τα βρόντηξε όλα και έφυγε για το Βέλγιο, στην αδελφή του… δεν έζησε πολύ… τρία χρόνια μόλις… μια πέρα πήρα ένα γράμμα…».

Έσκυψα το κεφάλι μου συγκλονισμένη.

«Μα… τα κορίτσια… πώς…».

«Το ζεύγος της ανομίας, η πόρνη της Βαβυλώνος και ο δολοφόνος εραστής της, φρόντισαν να τον παρουσιάσουν από την πρώτη στιγμή ως κάθαρμα… να τον συκοφαντήσουν, να βρωμίσουν την εικόνα του στα κορίτσια… επινόησαν ακόμα και φωτογραφίες αγκαλιά με την υποτιθέμενη ερωμένη του για να κάνουν τα παιδιά να τον σιχαθούν… άθλια, τρομερή πλεκτάνη! Κι όλα τούτα για τα τρισκατάρατα τα λεφτά! Τη μεγάλη, άνετη ζωή, τη βίλα που έχτισε ο Βάινας για να στεγάσει το βόθρο της ρυπαρής του σάρκας και την μοιχαλίδα πόρνη του!».

Μείναμε και οι δυο σιωπηλοί για λίγο. Έπρεπε να πάμε πιο γλυκά τώρα γιατί χρειαζόμουν κάτι ακόμα να μάθω για το σπιτικό του… αλητήριου. Τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες δεν τις είχα ανάγκη τώρα. Άλλωστε, μπορούσα να τις φανταστώ.

«Τον προειδοποίησα τον καλό αυτό άνθρωπο που αναζητάς. Τον προειδοποίησα να μην μείνει για πολύ στον σκοτεινό αυτό πύργο της Λεγεώνος!», είπε με μισόκλειστα βλέφαρα και φωνή ψιθυριστή.

«Πιστεύετε ότι… θέλω να πω, η Αντιγόνη…».

«Το κορίτσι αυτό είναι θύτης και θύμα μαζί κυρία Χάντζου…».

«Μελίνα», του είπα αλλά δεν έδωσε σημασία. «Θύτης και θύμα;».

«Δεν μπορώ να γνωρίζω βέβαια τι έχει συμβεί με τον ατυχή Αντρέα. Όμως δεν αποκλείω καθόλου να διαβιοί αιχμάλωτος και σιδηροδέσμιος ακόμη της τρομερής θηλυκής τριάδος των μαγισσών!», είπε με μια ηρεμία που με τρόμαξε και μού μετέδωσε ένα ρίγος. Ταυτόχρονα άρχισα να αισθάνομαι πάλι εκείνο το σφίξιμο στο στήθος.

«Μήπως… μήπως είστε κάπως…».

«Υπερβολικός; Χα! Δεν γνωρίζετε τίποτα για όσα συμβαίνουν στις μικρές πόλεις καλή μου κα Χάντζου. Νομίζει ο κόσμος ότι οι μεγάλες πόλεις είναι οι εστίες του κακού… δεν γνωρίζει το σκοτάδι και τη φρίκη που υπάρχει στις οικογένειες της επαρχίας… μακριά από τα φώτα, την πολυκοσμία, το πολύβουον μιας μεγάλης πολιτείας… όμως… δεν έχω άλλα να σας πω… νομίζω πως ήδη έχετε όλες τις πληροφορίες που θέλετε», είπε και τον είδα να μαζεύει σιγά σιγά τα μαντηλάκια του από το τραπέζι.

«Κι όμως, είναι κάτι ακόμα που θέλω να μού πείτε κε Κεντρόπουλε», τον σταμάτησα. Το βλέμμα μου θα πρέπει να τον άγγιξε.

«Σας συγχαίρω για την ευσυνειδησία σας κοπέλα μου. Παρότι ο εντολέας σας ανέκρουσε πρύμναν, εσείς δεν το βάζετε κάτω. Είστε άξια του μισθού σας. Όμως σε τι άλλο μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;».

«Θέλω να ‘μπω’ στο σπίτι… καταλαβαίνετε… έχετε καμιά ιδέα;».

Ο συνταξιούχος τμηματάρχης κούνησε το κεφάλι του κουρασμένα.

«Δεν ξέρω… τούτο σίγουρα αποτελεί μέρος της δουλειάς σας». Όμως έπειτα το βλέμμα του φωτίστηκε ξανά.

«Πόσο του μηνός έχουμε;», ρώτησε.

«Σήμερα; 15», απάντησα απορημένη.

«Μάλιστα…», είπε κι έκανε κάποιους υπολογισμούς. «…την Κυριακή… όχι αυτήν, την επομένη… ναι… είναι η επέτειος των γάμων της αδελφής της… ακατανόμαστης… το γνωρίζω καλά… κάνουν παραδοσιακά γιορτή… κάθε χρόνο… θα είναι όλοι μαζεμένοι εκεί… υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η βίλα να είναι άδεια… δεν ξέρω…», είπε τελικά ακόμη πιο κουρασμένος και αποφάσισα πως ήταν η ώρα να τον αποδεσμεύσω. Η βοήθειά του είχε σταθεί κάτι περισσότερο από πολύτιμη. Μου ερχόταν να σηκωθώ και να τον φιλήσω.

Ο Κεντρόπουλος σηκώθηκε και μαζί του κι εγώ. Βγήκαμε παρέα από την καφετέρια και αναπνεύσαμε τον ψυχρό, καθαρό αέρα της σκοτεινής πόλης.

«Καλό μου παιδί», γύρισε ξαφνικά και μού είπε και για πρώτη φορά μου άγγιξε το χέρι. «Ό,τι κι αν κάνεις, μην το κάνεις μόνη! Κι αν με θελήσεις ξανά, σημείωσε έναν αριθμό τηλεφώνου», είπε για πρώτη φορά στον ενικό και έναν τόνο που με συγκίνησε βαθιά. Άνοιξα το κινητό μου και πληκτρολόγησα τον αριθμό που μού έδωσε.

«Κε Ιωσήφ», του είπα πριν τον αποχαιρετήσω. «Μού επιτρέπετε να σάς φιλήσω;».

Ο ηλικιωμένος άντρας χαμογέλασε. Τον πλησίασα και τον ασπάστηκα στο μάγουλο. Για πρώτη φορά από την ώρα που είχα αναλάβει αυτή την υπόθεση ένιωθα ότι είχα έναν ουσιαστικό σύμμαχο. Κι έναν φίλο. Το συναίσθημα ήταν όμορφο, βαθύ. Και αμοιβαίο.

Ο άντρας μού ανταπέδωσε τον ασπασμό φιλώντας μου απαλά το χέρι και χαμογελώντας γλυκά. Έπειτα τον είδα να απομακρύνεται περπατώντας με ένα σταθερό, ρυθμικό βήμα και έμεινα μόνη μέσα στο φλεβαριάτικο ψύχος να ανασαίνω δύσκολα.

«Τώρα αρχίζει το πάρτι», μονολόγησα και πήρα το δρόμο για το ξενοδοχείο μου.

 

Ο Κεντρόπουλος με ράσα

Ε

ίναι κάποια πράγματα που σε χαράζουν με μυστηριώδεις, ανεξήγητους τρόπους. Που γίνονται μέσα σου σαν κι εκείνα τα πυρωμένα σίδερα που όταν σε αγγίζουν σε σημαδεύουν για πάντα. Και δεν ξέρεις ούτε το γιατί, ούτε το πώς. Το μόνο που ξέρεις είναι ότι πονάς. Και ο πόνος φέρνει αγωνία. Και αυτή περισσότερο πόνο.

Αυτό τον παράξενο, οδυνηρό φαύλο κύκλο μού άφησε ‘προίκα’ η συνάντησή μου με τον Κεντρόπουλο. Δεν φάνηκε απ’την αρχή. Όμως σύντομα άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. Την επομένη κιόλας τα παράτησα όλα και γύρισα στην Αθήνα. Ένας θεός ξέρει μονάχα πως τα κατάφερα να κουμαντάρω το αυτοκίνητο και τις δυο ώρες τις έκανα τέσσερις ως την επιστροφή. Όμως επέστρεψα. Με πυρετό. Έπεσα στο κρεβάτι και ψηνόμουν. Είχα ρίγη, όλα τα κόκαλά μου πονούσαν, έβλεπα εφιάλτες. Τηλεφώνησα στη μάνα μου κι ήρθε σαν την τρελή στο διαμέρισμά μου, στα Εξάρχεια. Δεν ήθελα γιατρούς και γιατροσόφια, παρέα ήθελα και να βλέπω έναν δικό μου άνθρωπο όταν συνερχόμουν απ’τους λήθαργους της εξάντλησης. Η μάνα μου βέβαια έφερε γιατρό, αγόρασε ένα κάρο φάρμακα, μετά από τέσσερις μέρες άρχισα να συνέρχομαι. Όταν κοίταξα για πρώτη φορά τον εαυτό μου στον καθρέφτη τρόμαξα. Ήμουν σαν σκιάχτρο σε ταινία τρόμου παλιάς δεκαετίας.

Κείνη τη μέρα που κατάφερα επιτέλους να σταθώ στα πόδια μου, να φάω ένα πιάτο μαγειρεμένο φαγητό απ’τα χεράκια της μάνας μου και να καπνίσω κι ένα τσιγάρο παρέα με δυο γουλιές καφέ, άκουσα συζητήσεις μέσα απ’το σαλονάκι μου. Η μάνα μου τα έλεγε με κάποιον μουσαφίρη. Παραξενεύτηκα. Δεν ήξερε κανέναν απ’τη γειτονιά. Όχι πως είχε πρόβλημα να πιάνει παρέες και να μιλάει στον καθένα όμως…

Σηκώθηκα σιγά σιγά απ’το κρεβάτι κι αγνόησα τη ζαλάδα και τον ίλιγγο. Έπρεπε να δω ποιον είχε κουβαλήσει στο σπίτι. Περπάτησα, σύρθηκα μάλλον ως το διάδρομο κι έστησα αυτί έξω απ’την κλειστή πόρτα του σαλονιού.

«Τώρα που θα ξυπνήσει, να έρθεις μέσα να διαβάσεις μιαν ευχή παπά μου», άκουσα τη φωνή της μάνας μου και απ’τη ζαλάδα κόντεψα να σωριαστώ. Παπά μού είχε κουβαλήσει στο σπίτι!

«Θα της μιλήσω, θα της μιλήσω», είπε αυτός απρόθυμα και κείνη τη στιγμή δεν άντεξα κι έσπρωξα την πόρτα κι έκανα την εμφάνισή μου σαν τον Λάζαρο που βγήκε από τον τάφο.

«Ο Χριστός και η Παναγία! Σηκώθηκες;», φώναξε η μάνα μου και πετάχτηκε όρθια απ’τον καναπέ.

Το βλέμμα μου είχε πέσει πάνω στον παπά που καθόταν έκπληκτος στην πολυθρόνα του και με κοιτούσε.

«Τι έγινε ρε μάνα, την κηδεία μου κανονίζετε;», είπα κι άρχισα να βήχω.

«Τρελάθηκες κορίτσι μου; Έχεις ακόμα πυρετό… έλα, έλα, πάμε στο κρεβάτι σου… άχου, λολάθηκε η κόρη μου…»

Έλεγε η μάνα μου τα δικά της και με έσπρωχνε απ’το μπράτσο να κάνω μεταβολή και να γυρίσω στο δωμάτιο. Μάς κοιτούσε ο παπάς και γελούσε πίσω απ’τα παχιά μουστάκια του. Μού θύμισε τον Παπαμιχαήλ στον Παπαφλέσσα. Έτσι, καλοθρεμμένος και μαγουλάς ήταν κι αυτός.

Μπήκαμε στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα μέσα στους ιλίγγους στο κρεβάτι μου. Πήγα να πιάσω τα τσιγάρα μου αλλά η μάνα μου άρπαξε το πακέτο και το πέταξε μακριά.

«Άστο το παλιοτσίγαρο, ακούς!», μού φώναξε όπως τότε που ήμουν πιτσιρίκα και με έχωνε με το ζόρι κάτω απ’τα σκεπάσματα.

«Καλά…», είπα σιγά και πριν κουκουλωθώ εντελώς, της είπα, «και διώξε τον τράγο να μην τον ξαναδώ!».

Η μάνα μου έκανε το σταυρό της, μουρμούρισε και κάτι ξόρκια και με βοήθησε να σκεπαστώ ολόκληρη. Όταν την άκουσα να βγαίνει μετά από λίγο και να κλείνει πίσω της την πόρτα, σηκώθηκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, βρήκα το πακέτο και άναψα ένα τσιγάρο στα μουλωχτά. Είχε δίκιο η καημένη, έπαιρνα φάρμακα, έβηχα του θανατά και η μούρη μου ήταν να με κλαίν οι ρέγκες… όμως χωρίς το τσιγάρο δεν μπορούσα να σκεφτώ. Και ήθελα πολλά να σκεφτώ.

Έριξα μια ματιά στο ημερολόγιο που είχα κολλημένο στον τοίχο απέναντί μου με την ενδεκάδα του Θρύλου.

«Τρίτη...», μουρμούρισα, «κοντοζυγώνει η Κυριακή».

Η γεύση του τσιγάρου με αηδίασε, τα πνευμόνια μου δεν το άντεχαν. Το έσβησα και έπεσα στο κρεβάτι. Ήθελα να σκεφτώ αλλά δεν άντεχα, νύσταζα. Κάτι μού έλεγε ότι θα ονειρευόμουν τον Κεντρόπουλο με ράσα.

 

Γίνεσαι ευσυγκίνητη…

Τ

ην Τετάρτη ξύπνησα περδίκι. Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου και παρότι αδύναμη και ταλαιπωρημένη, ένιωθα πολύ καλύτερα. Είχα αηδιάσει τον εαυτό μου τόσες μέρες να σαπίζω σε ένα στρώμα και τούτη η μεταβολή προς το καλύτερο ήταν για μένα γιορτή.

Πήγα στην κουζίνα, είδα τη μάνα μου να κάνει δουλειές, την πλησίασα και της έδωσα ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Αιφνιδιάστηκε η καημένη, γύρισε και με κοίταξε με μάτια γουρλωμένα, έκανε το σταυρό της, δόξασε το Θεό που η κόρη της είχε και πάλι τα κέφια της.

«Να φας κάτι… σού έχω και χυμό», μού είπε αλλά ποιος την άκουγε τώρα. Πήγα στο δωμάτιό μου γρήγορα να ντυθώ. Είχα πολλά να κάνω.

«Που πας; Θα φύγεις;».

«Ναι… κι αν θέλεις κι εσύ να γυρίσεις στον μπαμπά. Είναι μονάχος τόσες μέρες», της είπα και αφού ντύθηκα, έβγαλα χρήματα απ’το πορτοφόλι μου και μπήκα ξανά στην κουζίνα.

«Τι είναι αυτά; Χρήματα έχω παιδί μου, δεν θέλω».

«Πάρτα μανούλα μου… έλα…».

Τα πήρε απρόθυμα και γύρισε στις δουλειές της.

«Θα σου φτιάξω φαί να έχεις… μην αρχίσεις να τρώς πάλι τα παλιο-μπούρκεν… πώς τα λένε αυτά…».

«Καλά», της είπα αλλά σήμερα είχα σκοπό να γονατίσω αρκετά ‘μπούρκεν’ από το αγαπημένο μου μαγαζάκι.

«Σε πήρε χθες πάλι ο Λάμπρος παιδί μου. Ήθελε να έρθει από δω αλλά του είπα ότι κοιμόσουν…».

«Εντάξει μαμά, θα τον δω κι αυτόν σήμερα, αύριο… τον θέλω κιόλας»

Της τσίμπησα πεταχτά το μάγουλο γιατί ήξερα πως αυτό την εκνεύριζε αλλά μετά βάλαμε τα γέλια και οι δυο.

«Χαίρομαι να σε βλέπω να γελάς βρε μαμά», της είπα και μου έδωσε ένα απαλό μπάτσο στο κεφάλι.

«Τρελοκόριτσο», είπε και γελάσαμε ξανά.

«Λοιπόν, τώρα σε αφήνω… να προσέχεις τον μπαμπά», της είπα και έκανα να φύγω.

«Μελίνα… πριν φύγεις… θέλω να σού πω», την άκουσα να λέει σοβαρά. «Κάτσε λιγάκι στο σαλόνι κι έρχομαι».

«Ωχ… μη με καθυστερείς τώρα…».

«Κάτσε είπα!».

Κάθισα σαν καλό κορίτσι στον καναπέ και την περίμενα. Ήρθε μετά από λίγο και κάθισε απέναντί μου. Είχε ένα περίεργο ύφος. Αυτό είχε πάντα όταν δυσκολευόταν να ξεστομίσει κάτι.

«Τι είναι βρε μαμά;».

«Άκου παιδί μου… και με μη με διακόψεις… δεν ξέρω με τι τραβιέσαι τον τελευταίο καιρό, που έχεις μπλέξει… ό,τι κι αν είναι αυτό να το παρατήσεις… είναι… το κακό!», είπε και συνόδευσε την τελευταία λέξη με κάτι ξόρκια μουρμουριστά.

«Ποιο κακό;».

«Ξέρω τι σου λέω. Μην ειρωνεύεσαι… γι αυτό έφερα τον πατέρα Ευθύμιο εχθές… αυτό σε αρρώστησε παιδί μου… μην το γελάς… μην γίνεσαι θεομάχος!».

Δεν μπόρεσα να μην γελάσω με την τελευταία της λέξη.

«Τι γίνομαι; Θεομάχος; Ποιος στην είπε αυτή τη λέξη μανούλα μου; Ο παπα-Ευθύμης;».

«Να ακούς τι σού λέω! Μην κοροϊδεύεις και μην τα παίρνεις αυτά τα πράγματα στ’αστεία… κείνο που σε αρρώστησε είναι το… καταλαβαίνεις τι σού λέω; Να το παρατήσεις και αν δεν θες να έρχεσαι στην εκκλησία να πιάσεις να διαβάζεις τη Γραφή… κάθε μέρα… από λίγο».

«Σαν φάρμακο ας πούμε ε;».

Η μάνα μου κούνησε το κεφάλι της.

«Κάνε μου αυτή τη χάρη παιδί μου… σε παρακαλώ… δεν τα ξέρετε όλα εσείς οι νεότεροι… υπάρχουν πράγματα που κανείς μας δεν τα ξέρει… πώς να στο πω… παλαιά… αρχαία… δυνάμεις… το… αμ, δεν το ξαναλέω», ψιθύρισε σχεδόν μαζί με ξόρκια.

«Πάω μαμά μου… εντάξει… μπορεί να πιάσω να διαβάζω λιγάκι τη Γραφή… για χάρη σου», της είπα και δεν αστειευόμουν. «Από πού ν’αρχίσω όμως; Τι θα έλεγε επ’αυτού ο πατήρ Ευθύμιος;».

«Η Γραφή δεν διαβάζεται όπως τα άλλα βιβλία παιδί μου», είπε σαν σοβαρή δασκάλα η μαμά. «Την παίρνεις και την ανοίγεις τυχαία… σε μια σελίδα… και διαβάζεις… έτσι διαβάζεται» μού είπε και έκανε και την απαραίτητη θεατρική αναπαράσταση με ένα αόρατο βιβλίο.

«Ναι ε; Να και κάτι που δεν το ήξερα», της είπα αιφνιδασμένη.

«Ναι Μελίνα. Ο Λόγος του Θεού δεν είναι μυθιστόρημα να πιάνεις από την αρχή… ανοίγεις κάθε μέρα και διαβάζεις… κι ό,τι διαλέξεις σημαίνει πως οδήγησε το χέρι σου το Άγιο Πνεύμα».

«Εντάξει μαμά μου. Έτσι θα κάνω», της είπα και κατένευσε ικανοποιημένη. «Για χάρη σου, να ξέρεις», συμπλήρωσα.

«Ναι μάτια μου γλυκά, για χάρη μου», είπε και αφού την είδα πάλι να χαμογελά σηκώθηκα απ’τη θέση μου.

«Που θα πάς;».

«Στο γραφείο», της είπα.

«Ποιο γραφείο καλέ;».

«Το γραφείο μαμά μου. Το έχω εγώ τώρα το γραφείο. Δεν στο έχω πει; Χρόνια τώρα».

«Του αμερικάνου;».

«Ναι».

«Καλά», είπε, της τσίμπησα πάλι το μάγουλο κι έπειτα έσκυψα και την φίλησα.

«Σ’αγαπώ πολύ», της είπα ψιθυριστά και την αγκάλιασα.

Όταν κατέβηκα με το ασανσέρ στην είσοδο της πολυκατοικίας μου κοντοστάθηκα, σκούπισα κάποια δάκρυα που είχαν τρέξει και έβαλα τα γυαλιά ηλίου.

«Γίνεσαι ευσυγκίνητη… γερνάς!», είπα στον εαυτό μου και βγήκα στην πρωινή Αθήνα.

Μια μεγάλη και κουραστική μέρα μόλις ξεκινούσε.

 

Σε ετοιμότητα

«Μ

ελινάκι… παράτα τα!»

Είχα τον Στέφανο απέναντί μου και αυτό που έβλεπα δεν το πίστευα… ήταν αυτός, ο άνθρωπος που ήξερα τόσα χρόνια τώρα και θαύμαζα και ζήλευα ακόμα για το σθένος, την ηθική του συγκρότηση και τις ανθρωπιστικές του αρχές; Οι άνθρωποι αλλάζουν βέβαια αλλά αυτή η μεταβολή, το ομολογώ, με σοκάρισε.

Είχα αποφασίσει να ανταμώσω τον Στέφανο φεύγοντας από το σπίτι εκείνο το πρωινό της Τετάρτης. Τον είχα ήδη στο νου μου από τις μέρες που ήμουν στην Κ. Ο Στέφανος ήταν από τις πιο παλιές μου γνωριμίες στο γραφείο του Πήτερ. Όταν τον πρωτογνώρισα ήταν ένας νεαρός ψυχολόγος που είχε μεγάλο ζήλο για τη δουλειά του κι ήθελε να μαθαίνει όχι μονάχα από βιβλία ή τους παραδοσιακούς τρόπους της δύσκολης δουλειάς του. Ήθελε να μαθαίνει από ‘το πεδίο της μάχης’ καθώς έλεγε. Αντικείμενό του ο άνθρωπος και όλα όσα τον αφορούν. Κυρίως σε συμπεριφορικό επίπεδο. Ο Στέφανος ήθελε να ασκήσει τη μάχιμη ψυχοθεραπεία, ήθελε να βοηθά πρακτικά και άμεσα τον πάσχοντα άνθρωπο. Και η γνωριμία του με τον Πήτερ τον είχε ενθουσιάσει τότε. Ο Πήτερ τον είχε συμπαθήσει και τον έπαιρνε μαζί του πολλές φορές ενώ άλλες δουλεύαμε μαζί. Ήταν έξυπνος, μορφωμένος αν και κάπως ‘αργός’ και ‘μαλθακός’ για τα γούστα μου. Όμως ήταν πιστός συνεργάτης και φίλος και οι συμβουλές του είχαν πάντοτε βάθος και ενδιαφέρον. Ο ‘Στεφάν’ όπως τον έλεγε ο Πήτερ αρκετές φορές ‘έβλεπε’ αυτό που εμείς δεν μπορούσαμε. Δεν ήταν άνθρωπος της δράσης αλλά της σκέψης. Δεν θα μπορούσε να ασκήσει το δικό μας επάγγελμα, δεν είχε άλλωστε αυτό τον προσανατολισμό. Η βοήθειά του όμως πάμπολλες φορές είχε αποδειχθεί πολύτιμη.

Τα τελευταία χρόνια, πριν το θάνατο του Πήτερ, τον είχα χάσει. Ο Στέφανος ακολούθησε το δρόμο του, συνέχισε τις σπουδές του και τώρα συνεργαζόταν με ένα Κέντρο Συμβουλευτικής Γάμου.

Όταν με άκουσε στο τηλέφωνο φάνηκε να αιφνιδιάζεται χαρούμενα. Με κάλεσε για καφέ στο σπίτι του, κάπου στου Ζωγράφου. Είχα αποφασίσει να του εξιστορήσω τα πάντα. Ήθελα επειγόντως τη δική του οπτική. Κι αφού του τα διηγήθηκα όλα και έπεσε μια παράξενη σιωπή, ο Στέφανος μού πέταξε αυτή την ατάκα.

Παράτα τα όλα!

Ήπια μια γουλιά καφέ και άναψα τσιγάρο. Ο Στέφανος δεν κάπνιζε και με αγριοκοίταξε όμως δεν με σταμάτησε.

«Δηλαδή να τον αφήσω τον Αφοσιωμένο στη μοίρα του;», του πέταξα κάπως άγαρμπα. Με ήξερε καλά ο Στεφάν από παλιά και δεν παρεξηγούσε το απότομο ύφος μου.

«Ποια μοίρα του Μελίνα;».

«Σού είπα πριν…».

Ο παλιός μου φίλος και συνεργάτης ανακάθισε στην πολυθρόνα του όπως μάλλον έκανε με τους πελάτες του στις συνεδρίες. Είχε πάρει τη στάση ‘σε ακούω προσεκτικά, είμαι όλος δικός σου’.

«Αυτά που μού είπες ως τώρα δεν αποδεικνύουν τίποτε Μελινάκι. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο τύπος αυτός… ο Βάρνας…».

«Βάινας», τον διόρθωσα.

«Μπράβο… αυτός… δεν αστειεύεται… αν επιχειρήσεις καμιά από τις παλιές σου ‘ταρζανιές’ και μπουκάρεις στο κτήμα και κάτι δεν πάει καλά, που το πιθανότερο είναι κάτι να στραβώσει, δεν πρόκειται να έχεις καλά ξεμπερδέματα... όχι μόνο επειδή σίγουρα οπλοφορεί, άνθρωπος του υποκόσμου είναι, αλλά ίσως σε περιμένουν ‘εκπλήξεις’ στη βίλα… που δεν τις έχεις ίσως φανταστεί…».

«Έχω μεγάλη φαντασία, το ξέρεις», του απάντησα.

«Μελίνα… τι ψάχνεις ακριβώς;», με ρώτησε αλλάζοντας στάση τώρα αλλά με προπονημένο, ‘ψυχοθεραπευτικό’ ύφος.

«Έναν αιχμάλωτο ψάχνω Στεφάν… ο οποίος ίσως να βρίσκεται στα μπουντρούμια του Βάινα και περιμένει…».

«…το Ράμπο να τον απελευθερώσει!», είπε με απαξιωτικό ύφος κι εκείνη τη στιγμή θα μπορούσα να του είχα ορμήξει. Είχα μάθει να κοντρολάρω όμως τις ‘εμπνεύσεις’ μου και άλλωστε ήξερα ότι κατά βάθος όσα είχα διηγηθεί στον παλιό μου φίλο τον είχαν ανησυχήσει. Και η μάνα μου είχε ανησυχήσει και ο Κεντρόπουλος και όλοι… μόνον εγώ επέμενα να νοιάζομαι σε όλον τον πλανήτη το φουκαρά τον Αντρέα;

Σηκώθηκα από τη θέση μου απογοητευμένη.

«Τι έπαθες; Που πάς;», με ρώτησε ξαφνιασμένος.

«Εσύ τί έπαθες Στέφανε; Εσύ που κάποτε μού έκανες διαλέξεις για την αρωγή στον συνάνθρωπο και το πόσο σημαντικό είναι να είμαστε υποστηρικτικοί και κείνο και το άλλο… και το ασκείς και για επάγγελμα… κρίμα!», του πέταξα εκνευρισμένη κι έκανα να φύγω.

Ένιωσα το χέρι του να με τραβάει από το μπράτσο και να με καθίζει με το ζόρι ξανά στη θέση μου.

«Κάτσε βρε τρελοκομείο που αμέσως παρεξηγήθηκες κι έβγαλες τα πιστόλια να πυροβολήσεις!».

Θυμήθηκα την αγαπημένη έκφραση του Πήτερ που μόλις είχε χρησιμοποιήσει ο Στέφανος και χαμογέλασα. Όταν θύμωνα καμιά φορά, μού έλεγε ‘βάλε τα πιστόλια σου στις θήκες κοπελιά’… αχ, Πήτερ… η απουσία του με πονούσε πολύ.

«Αν ήσουν κάποιος άλλος θα σού είχα φέρει τον καφέ στο κεφάλι… ή το ποτήρι με το νερό! Είναι δυνατόν να έχεις τέτοιο κυνισμό στις λέξεις σου απέναντι σε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι ένας φίλος σου ή συγγενής σου; Τον παρατάμε να σαπίσει επειδή είμαστε κότες;».

Είχα ‘ανέβει’ πάλι και άφριζα. Έφερα τον εαυτό μου στη θέση του συγγραφέα που έπεσε σε μια παγίδα θανάτου και ο θυμός μου μεγάλωσε.

«Εντάξει… ίσως να έχεις δίκιο… μίλησα με κυνισμό και… εντάξει… ας ηρεμήσουμε… και…».

«Ακόμα και αν είναι νεκρός… εγώ θέλω να το διαπιστώσω… να σιγουρευτώ… και να πληρώσουν τα καθάρματα που τον ‘καθάρισαν’… για όποιους λόγους…».

Ο Στέφανος με κοιτούσε με ένα διαπεραστικό βλέμμα. Αφήσαμε να περάσουν λίγα λεπτά για να ηρεμήσουμε.

«Η ταπεινή μου άποψη είναι πως ο άνθρωπος αυτός είναι ήδη νεκρός Μελίνα μου», είπε πιο γλυκά τώρα και βαθυνόητα ο Στέφανος.

«Δεν σου κρύβω ότι κι εγώ αυτό φοβάμαι… όμως… αυτό το σκοτεινό συναίσθημα που έχω κάθε φορά που πλησιάζω στον πυρήνα αυτής της υπόθεσης, με κάνει να ελπίζω ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα…».

«Και επίσης πιστεύω», συνέχισε ο Στέφανος, «πως ο άνθρωπος αυτός από τον Καναδά…».

«Ο Καράλης;»

«Ναι… ο ‘φίλος’… έχει επίσης εμπλοκή με το θέμα».

«Έχω κάνει κι εγώ σκέψεις επ’αυτού», του είπα κουνώντας το κεφάλι μου.

«Ο Βάινας δεν είναι τυχαίο πρόσωπο…», άρχισε να λέει ο Στέφανος, «…κινεί νήματα, είναι χωμένος σε κυκλώματα… και είναι βέβαιο ότι εκβιάζει τον Καράλη… δεν ξέρουμε πώς… δεν έχει σημασία τώρα… έσκασε ένα βουνό λεφτά για να του κόψει τα φτερά… ένα μικροποσό έδωσε σε σένα, ένα χαρτζιλίκι».

Τώρα ένιωθα το παλιό μου φίλο όπως τον ήξερα, όπως τον είχα συνηθίσει. Είχε ζεσταθεί, είχε ‘μπει’ στην υπόθεση…

«Για να τον βοηθήσει σε άλλες βρομοδουλειές ίσως…», πήρα τη σκυτάλη εγώ.

«Είναι βέβαιο πως έγινε μια τέτοιου είδους συναλλαγή. Ο Βάινας φυσικά δεν θέλει να σκαλίσει κανείς την υπόθεση… αν ο Αφοσιωμένος είναι όμως ζωντανός, όπως εσύ νιώθεις και το ένστικτό σου δεν σε πρόδωσε, όπως θυμάμαι, σχεδόν ποτέ, τότε τα πράγματα αλλάζουν».

Ο Στέφανος στήριξε το κεφάλι του στην παλάμη του σε μια στάση στοχασμού. Το μυαλό του τώρα δούλευε με όλες τις στροφές του.

«Αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι πως ο Βάινας σε περιμένει», είπε ξαφνικά έπειτα από μια μεγάλη παύση.

«Επειδή έκανα εκείνη την επίσκεψη στο σπίτι τους», είπα.

«Και άφησες και την κάρτα σου… έχουν ήδη κινητοποιηθεί… όλοι τους… και είναι βέβαιο πως έχουν μάθει για τα ‘ψαχουλέματά’ σου στην πόλη… ρώτησες κόσμο, μίλησες με τον Κεντρόπουλο… σε είδαν άνθρωποι, τα ξέρουν όλα… και ως τώρα σίγουρα έχουν μάθει και για σένα και…».

«Για τους δικούς μου!», μονολόγησα περισσότερο με αυξημένη ανησυχία.

«Προς το παρόν δεν κινδυνεύει κανείς…», σήκωσε την παλάμη του ο Στέφανος.

«Περιμένουν να δουν τι θα κάνω…».

«Ακριβώς… είναι σε ετοιμότητα αλλά δεν θα ρισκάρουν καμιά άλλη ‘επιθετική’ ενέργεια εναντίον σου… έχω την αίσθηση…».

«Ναι…».

«Πως θα επιχειρήσουν να εξαγοράσουν κι εσένα… προσωπικά πλέον…».

Κοίταξα τον παλιό μου φίλο σιωπηλή.

«Θα δεχθείς κάποια ‘επίσκεψη’… ίσως πρώτα ένα τηλεφώνημα… έτσι λειτουργούν αυτά τα ζώα… πρώτα με το γλυκό κι αν αρνηθείς…».

Ξεροκατάπια. Αυτό να είχε αισθανθεί η μάνα μου και μού έλεγε συνεχώς για ‘το κακό’; Αυτό είχε κολλήσει πάνω μου σαν αόρατο σεντόνι και κείνη το είχε νιώσει; Αυτός ήταν ο πυρετός; Που στο διάολο είχα μπλέξει;

Σηκώθηκα από τη θέση μου. Αυτή τη φορά ήρεμα και βαριά. Βάδισα αργά προς την εξώπορτα κι ένιωσα τον Στέφανο να με ακολουθεί σιωπηλός.

«Μελινάκι…», είπε και με κράτησε από τον ώμο. «Θέλω σε παρακαλώ να σκεφτείς πολύ σοβαρά όλες σου τις κινήσεις… δεν είναι ‘προδοσία’ αν αποφασίσεις να την παρατήσεις την υπόθεση… είναι μάλλον το πιο έξυπνο πράγμα που μπορείς να κάνεις Αν όμως αποφασίσεις να προχωρήσεις…».

Γύρισα και τον κοίταξα σκυθρωπή.

«…να ξέρεις είμαι εδώ… για οτιδήποτε θελήσεις…».

Χαμογέλασα και τον πλησίασα. Αγκαλιαστήκαμε και για πρώτη φορά μετά από καιρό, άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο σε ένα κλάμα που ερχόταν από τα έγκατα του είναι μου. Η ανάμνηση του Πήτερ ήταν εκείνη τη στιγμή, μέσα σε αυτή την αγκαλιά του Στέφανου ένα σπαθί που με διαπερνούσε κατάψυχα.

Μού πήρε ώρα να συνέλθω ενώ ο φίλος μού με χάιδευε στα μαλλιά…

«Σ’ευχαριστώ», του είπα κάποια στιγμή όταν ο λυγμός εκτονώθηκε και μπορούσα να ξαναμιλήσω.

«Να προσέχεις… σε παρακαλώ…», είπε ψιθυριστά ο Στέφανος και βγήκα από το διαμέρισμά του.

 

 

ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου

Δ

εν ξέρω γιατί, ξαφνικά όση ενέργεια είχα το πρωί είχε εξανεμιστεί. Από την άλλη ένιωθα ένα λυτρωτικό άδειασμα. Όλα αυτά τα χρόνια, δεν είχα κλάψει ούτε μια φορά για τον Πήτερ. Πενθούσα κάθε μέρα την απώλειά του όμως δεν έκλαιγα. Κάποιες φορές το είχα προσπαθήσει αλλά δεν μπορούσα. Και λίγο πριν λες και η παρουσία του Στέφανου να ήταν ο καταλύτης, όλο μου το είναι τραντάχτηκε συθέμελα και η καρδιά μου συντρίφτηκε. Έτσι ένιωθα και τώρα. Ένιωθα πως έπρεπε να κλάψω, για ώρες ίσως για μέρες για την απώλεια του πιο αγαπημένου μου ανθρώπου μετά τους γονείς μου. Είχα υποσχεθεί όμως να επισκεφτώ τον Λάμπρο. Ήθελα να τον δω. Είχε πάρει μια μέρα άδεια και με είχε καλέσει για φαγητό με την οικογένειά του. Δεν ήθελα να τον προδώσω. Ο Λάμπρος ήταν ο πιο πιστός, ο καλύτερός μου φίλος. Σύμμαχος και αδελφός. Και άλλωστε ίσως να μού έκανε καλό να ξεφύγω από όλα τούτα τα σκοτεινά και δυσοίωνα που με περιτριγύριζαν σαν σκοτεινό δάσος.

Μπήκα στο αυτοκίνητό μου, έψαξα για ένα σταθμό με χαλαρή μουσική και αποφάσισα να πάω κόντρα στη χιονοστιβάδα της κατάθλιψης.

Δεν θα νικήσεις εσύ, εγώ θα νικήσω, είπα φωναχτά και έβαλα μπρος.

 

Γύρισα στο σπίτι ξεθεωμένη, γύρω στις οχτώ το βράδυ. Δεν είχα κάνει λάθος. Η επίσκεψή μου στο φίλο μου και την οικογένειά του ήταν σα να περνούσα σε ένα άλλο σύμπαν, μια άλλη διάσταση. Όπως στα έργα επιστημονικής φαντασίας που το διαστημόπλοιο μπαίνει ξαφνικά σε μια περίεργη ‘δίνη’ στο απέραντο μαύρο του διαστήματος και ύστερα από λίγο βγαίνει σε μια άλλη πραγματικότητα. Τόσο πολύ και βαθιά είχε επιδράσει η συντροφιά του καλού μου φίλου. Είχα την ευκαιρία να δω και το βλαστάρι του, το ‘γαυράκι’ του, να πω απλές, καθημερινές. ‘φυσιολογικές’ κουβέντες με ανθρώπους αγαπημένους. Μετά το φαγητό είδαμε μια ταινία δράσης στο σαλόνι όλοι μαζί, σχολιάζαμε τους πρωταγωνιστές, κάναμε χαβαλέ, κύλησε χαρούμενα η ώρα. Ώσπου κάποια στιγμή όλα αυτά με τον Βάινα, τον υπόκοσμο, τις απειλές και τα σκοτεινά συναισθήματα έμοιαζαν σα να συνέβαιναν σε κάποιαν άλλη, όχι σε μένα.

Ο Λάμπρος βέβαια, δεν είχε ξεγελαστεί. Με ήξερε απ’την καλή κι απ’την ανάποδη και παρά το χαρούμενο κλίμα της συντροφιάς, κάποια στιγμή είχε σκύψει και με είχε ρωτήσει: Είσαι καλά; Όλα καλά; Αυτό ήταν το συνθηματικό του, κάτι σαν κώδικας. Αυτό το ‘όλα καλά;’ ήταν σα να με ρωτούσε τι συμβαίνει; τι έχεις; Γύρισα και τον κοίταξα με ένα ύφος που είμαι σίγουρη πως το κατάλαβε. Μπορούσαμε να συνεννοούμαστε σιωπηλά. Δεν ήθελα να του μιλήσω, όχι ακόμα. Ακόμα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Με χτύπησε στον ώμο και δεν με ξαναρώτησε. Όμως όταν έβγαινα πια από το σπίτι αποχαιρετώντας τους, ο Λάμπρος περπάτησε μαζί μου ως το αυτοκίνητο.

Πέρασα τέλεια σήμερα, του είπα και χαμογελούσα εγκάρδια.

Αν χρειαστείς οτιδήποτε… εννοώ οτιδήποτε… μη διστάσεις!, μού είπε σκύβοντας στο παράθυρο ενώ εγώ είχα κάτσει κιόλας στη θέση του οδηγού. Τού έσφιξα το χέρι με δύναμη. Ήταν ένας τρόπος κι αυτός να πω ‘ευχαριστώ’.

Σε όλη τη διαδρομή του γυρισμού είχα μια εύθυμη διάθεση. Και ένιωθα μέσα μου αυτή την ειρήνη που αισθάνεται κανείς όταν έχει ανταλλάξει ενέργεια με ανθρώπους που έχουν αύρα φωτεινή και ψυχή μεγάλη. Όμως όταν μπήκα ξανά στο μοναχικό μου διαμέρισμα, η μελαγχολία σιγά σιγά επέστρεψε σαν πρωινή καταχνιά και άρχισε να με σκεπάζει πάλι. Είδα στην κουζίνα το φαγητό που είχε μαγειρέψει η μάνα μου και χαμογέλασα.

Πρέπει να μάθεις να μαγειρεύεις, είπα στον εαυτό μου και άνοιξα το καπάκι της κατσαρόλας να δω το φαγητό. Όχι πως πεινούσα όμως ένα μεζέ θα τον δοκίμαζα. Τι καλό να μού είχε ετοιμάσει άραγε η καλή μου η μανούλα; 

Άκουσα τον ήχο του κινητού μου. Την ίδια στιγμή ένα πλάκωμα στο στήθος με παρέλυσε. Άφησα το καπάκι να πέσει πάνω στην κουζίνα και πισωπάτησα. Προσπαθούσα να αναπνεύσω και δεν μπορούσα! Με έπιασε πανικός.

Γύρισα το σώμα μου, έκανα μερικά βήματα και βρέθηκα σε έναν ίλιγγο και μια σκοτοδίνη τόσο μεγάλης ισχύος που σχεδόν λύγισα τα γόνατά μου. Δεν γονάτισα όμως. Συνέχισα έστω και με δυσκολία να περπατάω ως το δωμάτιο, σύρθηκα μέσα και σχεδόν σωριάστηκα πάνω στο κρεβάτι μου.

Σκατά!, είπα και πάλεψα να πάρω ανάσα… κάποια στιγμή η μέγγενη χαλάρωσε, ο λαιμός μου άνοιξε και ρούφηξα το οξυγόνο με απληστία.

Το γαμ… το κινητό δεν έλεγε να σταματήσει.

Ένιωθα πρησμένο το πρόσωπό μου, στους κροτάφους μου μια τρομακτική πίεση, τα μάτια μου ήθελαν να πεταχτούν απ’τις κόχες. Το φαινόμενο δεν σταματούσε. Είχα πάρει μιαν ανάσα αλλά…

Όλα ψέματα…, ψιθύρισα και ξαφνικά, το φαινόμενο σταμάτησε λες και κάποιος είχε πατήσει την ‘παύση’ σε ένα πληκτρολόγιο. Άρχισα να εισπνέω και να εκπνέω ρυθμικά, έτριβα το κεφάλι μου, ανακάθισα στο κρεβάτι για να συνέλθω. Σιγά σιγά ‘επέστρεφα’…

Άκουγα το διαολεμένο τον ήχο του κινητού και μου ερχόταν να το πετάξω στον τοίχο και να το κάνω κομμάτια. Αντί γι αυτό σηκώθηκα, έψαξα την τσάντα μου, το έβγαλα από μέσα και κάθισα στην καρέκλα του γραφείου μου. Κοίταξα την οθόνη… απόκρυψη.

Χάιδεψα το πράσινο πλήκτρο και προσπαθώντας να καλμάρω όλο μου το είναι, δέχτηκα την κλήση.

«Καλησπέρα Μελίνα».

Γυναικεία φωνή. Άγνωστη. Ψύχραιμη, κάπως κυνική.

«Ποιος είναι;», ρώτησα βήχοντας ελαφρά. Το φαινόμενο ήταν σε αποδρομή αλλά δεν ήμουν ακόμη εντελώς καλά.

«Νομίζω πρέπει να αλλάξεις γραμματοσειρά στην καρτούλα σου… πολύ συνηθισμένη, πολύ… πασέ!».

Άκουγα τη φωνή αυτού του νεαρού κοριτσιού, δεν την έκανα πάνω από 20, 22 ετών και δεν αισθανόμουν τίποτα παρά ένα ρίγος. Σηκώθηκα από την καρέκλα μου χωρίς να ελέγχω το σώμα μου. Ήμουν βέβαιη…

«Αντιγόνη;».

«Επίσης πρέπει να αλλάξεις κομμωτή… και στάιλιστ… εν είχε ποτέ σου… δεν μοιάζεις με κορίτσι αλλά με ένα αλητάκι που σκαρφαλώνει μάντρες και πλακώνεται στις γροθιές με τον οποιονδήποτε έξω από μπαράκια και οίκους ανοχής…».

Η φωνή της δεν πρόδιδε την φόρτιση, τον εκνευρισμό, το μίσος της. Είχε μια απαλή αύρα, μια ρυτίδα οργής κρυμμένη πίσω από την αλαζονεία και την οίηση που έμοιαζε να αναβλύζει πολύ φυσικά από μια διαταραγμένη ψυχή.

«Που είναι ο Αντρέας;», πέρασα στην αντεπίθεση γιατί σε ένα πράγμα δεν είχε λαθέψει η μικρή. Δεν ήμουν ένα συνηθισμένο κοριτσάκι και πράγματι, είχα πλακωθεί αρκετές φορές έξω από μπαράκια σε ημισκότεινα σοκάκια. Μια φορά τα είχα βάλει μονάχη μου με ένα τσούρμο οπαδούς του ΠΑΟΚ μόνο και μόνο γιατί κάποιος μού είχε τραβήξει το κασκόλ έξω από ένα σταθμό του Μετρό. Αν δεν ήταν εκεί κοντά ο Λάμπρος και τα παιδιά τώρα θα ήμουν μακαρίτισσα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Έτσι όμως είχα κερδίσει το σεβασμό εχθρών και φίλων. Δεν θα ήμουν μεζεδάκι για την όρεξη της κοπελιάς. Η αναμέτρηση είχε αρχίσει!

«Έχεις κάνει έρωτα ποτέ;».

Η μικρή είχε θράσος, ξιπασιά και έλλειψη αγωγής. Ήταν ωμή, ακατέργαστη, πρωτόγονη. Στο ρινγκ για λασπομαχία λοιπόν! Ολοταχώς.

«Εννοείς αν έχω γαμηθεί; Από άντρα;».

Τούτος ο ελιγμός θα πρέπει να την αιφνιδίασε αλλά αναδιπλώθηκε.

«Είμαι σίγουρη ότι έχεις γαμηθεί. Όχι μια φορά, πολλές. Έξω από κάποια κερκίδα ας πούμε, μπορεί κάποια μέρα να σε πέρασε ένα πούλμαν από οπαδούς κάποιας ομάδας… θα το φχαριστηθηκες, είμαι σίγουρη… αλλά δεν σε ρώτησα αυτό κοπελιά… σε ρώτησα αν έχεις κάνει έρωτα… με σάρκα, συναίσθημα, ψυχή και μυαλό… έχεις ιδέα τι θα πει να δίνεσαι και να σού δίνονται ολοκληρωτικά;».

«Είσαι από τη Γραμμή των Ψυχολόγων της Καφετέριας; Γιατί οι μαλακίες που ρωτάς κάτι τέτοιο δείχνουν… πού είναι ο Αντρέας; Είναι ζωντανός;».

«Σε κάποια άλλη εποχή, την ημέρα που χώθηκες στο σπίτι μας και έκανες τις αυθάδικες ερωτήσεις σου για την οικογένειά μας, θα είχα διατάξει να σε δέσουν και να σε μαστιγώσουν… όχι στην πλάτη όμως… στα βυζιά… θα σου κατέστρεφα τα χοντρά σου στήθια, μια για πάντα… κι ύστερα στη μούρη… με τον κνούτο! Όπως έκαναν οι Ρώσοι Βογιάροι στους μουζίκους, έτσι, για τη διασκέδασή τους! Και αυτό το τελευταίο θα το απολάμβανα εγώ, η ίδια!».

«Μπορείς άραγε;», της πέταξα και αμέσως συνειδητοποίησα ότι είχα μεταφέρει την αντιπαράθεση, το μακελειό πες καλύτερα, σε ένα γήπεδο που δεν είχα το ηθικό δικαίωμα. Είχα διαλέξει ένα πεδίο που δεν μπορούσε λόγω της αναπηρίας της να αντιπαλέψει. Και το μετάνιωσα. Παρά τα σκληρά λόγια που μου έφτυνε κατά πρόσωπο.

Ένιωσα τη σιγή σαν ηλεκτρικό φορτίο που είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα. Και τους παλμούς μου να ανεβαίνουν.

«Θέλω να σού πω γιατί σού τηλεφώνησα…», είπε ξαφνικά κάνοντας μια ντρίπλα και ανακουφίστηκα, αν ήταν δυνατόν! Το πορνίδιο αυτό με σφυροκοπούσε ανελέητα κι εγώ σκεφτόμουν την πληγωμένη της καρδιά. Παράξενα, τρελά πράγματα.

Τι ήταν όμως αυτό που με είχε ‘χτυπήσει’ πριν το τηλεφώνημα; Αυτή το έλεγχε; Είχε τέτοιες δυνάμεις; Ή μήπως μαζί με την μητέρα και την αδελφή της; Ήταν πράγματι μάγισσες όπως είχε αφήσει να εννοηθεί ο Κεντρόπουλος;

Δεν ήταν ώρα για να τα σκέφτομαι όλ’αυτά όμως τα σκεφτόμουν!

«Θα έχεις συνηθίσει βέβαια να σε απειλούν σε όλη σου τη ζωή αφού κάνεις αυτό το… ας τα πούμε επάγγελμα, να σκαλίζεις την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, να ρουφιανεύεις, να ξεθάβεις νεκρούς, να πληρώνεσαι για να κάνεις δυστυχισμένους κάποιους ανθρώπους… είσαι μια πόρνη που απλά νοικιάζεται στον πλειοδότη… σαν πόρνη λοιπόν θα σού μιλήσω… αύριο το πρωί θα έχεις σε όποιο λογαριασμό θέλεις 200 χιλιάρικα… γονάτισε, φίλησέ μου το χέρι, ευχαρίστησέ με και ξεκουμπίσου απ’τη ζωή μου…»

Ο Στέφανος είχε δίκιο! Θα επιχειρήσουν να σε εξαγοράσουν…

«Αλλιώς;», είπα αναζητώντας το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Είχα ανάγκη από πίσσα και νικοτίνη, επειγόντως.

«Άσε τα ‘αλλιώς’… τα ‘αλλιώς’ δεν είσαι έτοιμη να τα αντιμετωπίσεις… γιατί δεν θα αφορούν εσένα… ελπίζω να καταλαβαίνεις… μπορεί να είσαι ‘μπανάλ’ τύπος, όμως μυαλό έχεις… αρκετό… λοιπόν, τι λες; Να κλείσουμε τη συμφωνία; Δεν μπορείς να πεις, είμαι τρομερά γενναιόδωρη για ένα μούτρο σαν του λόγου σου…».

«Η μάνα σου σε έμαθε να μιλάς έτσι ή έχεις κάνει μεταπτυχιακά στον Βάινα; Γιατί απ’ό,τι ξέρω, ο πατέρας σου ήταν ένας εκλεκτός και μορφωμένος άνθρωπος», της πέταξα και τούτη τη φορά το βέλος χτύπησε διάνα!

«Αυτό δεν έπρεπε να το πεις… προσπέρασα τον υπαινιγμό σου για την αναπηρία μου αλλά νομίζω πως για κατακάθια της δικής σου πάστας δεν χρειάζεται ούτε οίκτος, ούτε δεύτερη ευκαιρία… σου εύχομαι να το απολαύσεις το παιγνίδι… εγώ πάντως ήδη το απολαμβάνω…».

Η γραμμή έκλεισε ξαφνικά και την ίδια στιγμή, σαν μπαλόνι που ξεφουσκώνει μονομιάς, σωριάστηκα στην καρέκλα μου. Ένας φοβερός πονοκέφαλος κοπάναγε τα μηλίγγια μου και αναζήτησα σε κάποιο συρτάρι αναλγητικά. Αντί γι’αυτά βρήκα τη Βίβλο. Την είχε αφήσει εκεί η μανούλα μου. Θυμήθηκα τα πρωινά της λόγια. Την παίρνεις και την ανοίγεις τυχαία… σε μια σελίδα… και διαβάζεις. Ήθελα να διώξω απ’την ψυχή μου και το μυαλό μου όλη αυτή τη βρομιά που μόλις με είχε λούσει λες και κάποιος είχε αδειάσει ένα κουβά με κόπρανα στο κεφάλι μου. Ίσως η Γραφή να ήταν μια λύση.

Πήρα το μαύρο, χοντρό, δερματόδετο βιβλίο και το ακούμπησα πάνω στο γραφείο μου. Άνοιξα τυχαία, σε κάποια σελίδα… έπεσα σε έναν Ψαλμό… νε’… άρχισα να διαβάζω φωναχτά, αγνοώντας το σφυροκόπημα στο κεφάλι μου…

«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος, ὅλην τὴν ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με. κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅτι πολλοὶ οἱ πολεμοῦντες με ἀπὸ ὕψους…»

Με τα αρχαία δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Όμως οι λέξεις δεν με φόβιζαν τώρα όπως κάποτε… δεν ήταν εχθροί, ήταν φίλοι… τις υποδεχόμουν διαφορετικά… διάβαζα αργά, ήρεμα… οι τελευταίες φράσεις με καθήλωσαν…

«…ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος. ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί, ἃς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου, ὅτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ ὀλισθήματος· εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου ἐν φωτὶ ζώντων»

…ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ ὀλισθήματος…, επανέλαβα αργά και ένιωσα στην ψυχή μου μια αναστάτωση, ένα παράξενο μούδιασμα. Σα να είδα την εικόνα της μάνας μου. Με κοιτούσε και χαμογελούσε. Η Γραφή δεν είναι μυθιστόρημα, είχε πει, να πιάσεις από την αρχή σώνει και καλά… κι όπου πέσεις κάτι σημαίνει… κάτι θέλει να σού πει…

ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου…

Τι είχα πάθει ξαφνικά;

Εγώ μόλις χθες είχα δει τον παπά στο σπίτι κι είχα βάλει τις φωνές και τώρα…

Έκλεισα τη βίβλο και άφησα το Δαβίδ και τους Ψαλμούς του στην ησυχία του… προς το παρόν… βρήκα τελικά ένα κουτί με αναλγητικά και ήπια δύο. Αποφάσισα να αναπαυτώ. Ήμουν ξεθεωμένη.

Διακόσιες χιλιάδες ευρώ!, σκέφτηκα και σήκωσα τα φρύδια μου. Σκέψου τι θα μπορούσες να κάνεις με τόσα λεφτά!, είπα και χώθηκα βαθύτερα κάτω απ’το στρώμα. Ο πονοκέφαλος είχε αρχίσει κιόλας να περνάει.

 

 

Το πιο δύσκολο Σάββατο…

Τ

ι σημαίνει άραγε όταν κανείς θέλει να γυρίσει ξανά στο παιδικό του δωμάτιο; Με την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτό υπάρχει ακόμη. Η δική μου θεωρία –και δεν υπάρχει κανείς που δεν έχει τις δικές του θεωρίες για κείνο και το άλλο, κάποιοι το λένε ‘εμπειρία’ ή ‘σοφία’ ζωής- είναι απλή: Όταν θέλεις να γυρίσεις στο παιδικό σου δωμάτιο, να κλειστείς εκεί μέσα και να ‘μην βλέπεις άνθρωπο’, σημαίνει ότι φοβάσαι. Ότι κάτι και λιγότερο κάποιος σε έχει φοβίσει. Μπορεί να είναι ένα μεγάλο ζόρι, μπορεί να είναι το άγνωστο, μπορεί να περνάς μια δύσκολη φάση με μια σχέση σου, μπορεί απλά να τα έχεις κάνει σκατά και έχεις την αίσθηση, ή την ψευδαίσθηση, το ίδιο κάνει, ότι αν χωθείς σ’αυτή την ασφαλή φωλιά που έκανες κάποτε τα πρώτα σου όνειρα, τα πρώτα τηλεφωνήματα, έγραψες τα πρώτα σου ποιήματα ή έκλαψες για το πρώτο σου αμόρε, όλα θα γίνουν πάλι όπως ήταν… όλα θα πάνε καλά… οι πληγές θα γιάνουν, τα γδαρσίματα στην ψυχή θα επουλωθούν, τα χαστούκια θα πάψουν να πονούν τόσο… ναι, τέτοιες ψευδαισθήσεις έχουμε όλοι και δεν συνάντησα ποτέ κανέναν που να μην έχει… γιατί μονάχα οι νεκροί δεν έχουν ψευδαισθήσεις…

Και όταν τελευταία λέω ‘νεκρός’, ‘νεκροί’, το μυαλό μου πάει κατευθείαν σε ένα πρόσωπο… τον Αντρέα Αφοσιωμένο. Που ο άνθρωπος μπορεί να είναι ζωντανός κι εγώ τον κλαίω, έλα που όμως όλα μου τα καμπανάκια βαράνε αντίθετα και θέλω δεν θέλω έτσι τον σκέφτομαι…

Η μάνα μου χάρηκε και στενοχωρήθηκε μαζί όταν με είδε φάντη μπαστούνι με μια τσάντα πράγματα να της κουβαλιέμαι στο Πέραμα… πόσα χρόνια είχα να το κάνω αυτό; Πολλά… αλλά έτσι είναι και οι μανάδες όλου του κόσμου –άλλη θεωρία αυτή-… στην αρχή πετάνε από τη χαρά τους όταν σε βλέπουν μετά σκοτεινιάζουν και έρχονται και σε ρωτάνε ‘πού έμπλεξες παιδί μου;’ Μονάχα που η μανούλα μου δεν μου το ρώτησε αυτό γιατί ήξερε ότι απάντηση δεν θα έπαιρνε.

Και ο πατέρας μου χάρηκε που με είδε. Εκείνος από την εποχή που βγήκε στη σύνταξη κι επειδή δεν ήταν άνθρωπος του καφενείου ή του στοιχήματος και της μπάλας, υπέφερε πολύ από μοναξιά. Είχε κανά δυο φίλους καλούς βέβαια, πήγαινε, τους έβλεπε, έπαιζαν ταβλάκι, έπιναν κανένα ουζάκι, μάλωνε για τα πολιτικά, γυρνούσε σπίτι μετά φουρκισμένος. Μαλακός σαν βούτυρο ο πατέρας σε όλα… εκτός απ’τα πολιτικά. Αυτό ήταν το χούι του, το κουμπί του. Το πατούσες και… πλήρωνες τις συνέπειες μετά.

Ήταν κιόλας Σάββατο. Από την Πέμπτη είχα έρθει στο σπίτι των δικών μου και είχα βολευτεί μια χαρά στο δωματιάκι μου. Η μάνα μου το είχε πάντα καθαρό, σα να με περίμενε κάθε μέρα να γυρίσω απ’το σχολείο. Μου έφτιαχνε και πρωινό, ερχόταν να μού πει κάθε τόσο τα κουτσομπολιά της γειτονιάς ή κάποιας θείας ή θείου. Και βέβαια ποιοι πέθαναν. Είχε μανία με τους θανάτους η μάνα μου.

Ξέρεις ποιος πέθανε;, με ρώτησε την Παρασκευή το πρωί κιόλας με το ‘καλημέρα’ κι ενώ μου έφερνε το δίσκο με τον καφέ και το κουλούρι. Πάντα καφέ με κουλούρι η μητέρα μου. Δεν άλλαζαν αυτά. Και καφές ωραίος, αχνιστός, ελληνικός. Και πικρός, όπως τον πίνω.

Ποιος πέθανε βρε μαμά, έλεος, πρωί πρωί…, της απάντησα με την τσίμπλα στο μάτι.

Τη θυμάσαι τη Γεωργία του Ζαλούκα; Του Μιχάλη που είχε το ψιλικατζίδικο στην πλατεία;

Κάτι θυμόμουν αμυδρά. Ήπια μια γουλιά καφέ να ανοίξει το μάτι. Κουλούρι δεν ήθελα.

Ε, η αδελφή της… η Βενετία. Νέα γυναίκα… πενήντα δυο χρονών, είπε η μανούλα μου και κάθισε στα πόδια του κρεβατιού.

Θεός σχωρέστην, είπα.

Της βρήκαν κάτι στα έντερα… δεν ξέρω… έκανε εγχείρηση αλλά αυτό είχε προχωρήσει και…, σταμάτησε εκεί η μάνα μου γιατί την αγριοκοίταζα κιόλας.

Μαμά… έκανα αυτό πού μού είπες… με τη Γραφή, της είπα για να αλλάξω θέμα. Το βλέμμα της ζωήρεψε, χαμογέλασε.

Μπράβο… δόξα σοι ο Κύριος, είπε, έκανε το σταυρό της και σηκώθηκε. Πάω να δω τι θα κάνουμε για φαγητό. Τι να μαγειρέψω;

Μα, δεν με ρώτησες πώς και τι! Μου κάνει εντύπωση, της είπα και είχα όντως απορήσει.

Αυτά τα πράγματα δεν τα συζητάνε Μελίνα… ό,τι έκανες το ξέρεις εσύ και ο Θεός… κεφτεδάκια θα κάνω με πατάτες… που σου αρέσουν… και του πατέρα σου…, συνέχισε απτόητη και την άφησα να φύγει. Τα έπαιρνε πολύ σοβαρά τα θρησκευτικά ζητήματα η μάνα μου και δεν την αδικούσα. Τελευταία σκεφτόμουν ότι έπρεπε να τα παίρνω κι εγώ πιο σοβαρά.

Αυτές οι δυο μέρες που πέρασαν στο πατρικό μου σπίτι, μετά το τηλεφώνημα τής Αντιγόνης και το πατατράκ που είχα βιώσει –δεν είχα πει τίποτα βέβαια στους δικούς μου- με είχαν βοηθήσει πολύ. Είχα βάλει σε τάξη τις σκέψεις μου, είχα κάνει μια αναδρομή σε όλα όσα είχαν συμβεί από την ώρα που είχα πατήσει το πόδι μου στο σπίτι του Καράλη, λίγους μήνες πριν, είχα ξαναζήσει όλες τις επαφές, τις συνομιλίες, τα πάντα. Ο Πήτερ δεν σταματούσε να μου τονίζει τη σημασία της οργάνωσης της σκέψης.

Το μυαλό σου είναι το μόνο που μπορείς αληθινά να εμπιστεύεσαι, μου έλεγε. Καλά είναι τα κομπιούτερ, τα προγράμματα, καλά και άγια. Όμως στο τέλος πάντα μόνον τον εαυτό σου έχεις. Αν δεν του έχεις εμπιστοσύνη τότε χάθηκες… οργανώνοντας το μυαλό σου, τις σκέψεις σου, τις επιλογές σου, έχεις πάντα τον έλεγχο… κι έτσι παίρνεις τις σωστές αποφάσεις… και το κλειδί είναι η αναδρομή… αν δεν θυμάσαι να τα γράφεις… κράτα ημερολόγιο των δράσεών σου, των σκέψεων, των κινήσεών σου… αν βαριέσαι να το κάνεις, κάθε τόσο να σταματάς και να τα πιάνεις όλα από την αρχή… δεν υπάρχει περίπτωση να μην βρεις κάτι που να παρέλειψες, παραθεώρησες… είναι σίγουρο…

Ήταν σίγουρο… ο Πήτερ δεν έπεφτε έξω. Είχε κι αυτός μαθηματικό μυαλό όπως ο πατέρας του και ο αδελφός του. Μονάχα που αυτός το αξιοποίησε σε άλλο τομέα. Εγώ από την άλλη δεν είχα το μυαλό του Πήτερ αλλά είχα γαϊδουρινή υπομονή, μουλαρίσια επιμονή και μνήμη ελέφαντα. Όλο το ζωικό βασίλειο δηλαδή.

Αυτές τις τρεις μέρες έδωσα στον εαυτό μου περιθώριο να πάρει την κρίσιμη απόφαση. Όσο πλησίαζε η Κυριακή το άγχος μου άρχισε να μεγαλώνει. Ο Κεντρόπουλος είχε επισημάνει αυτή την Κυριακή ως μια μεγάλη ευκαιρία. Μοναδική ίσως. Όμως δεν ήξερα, δεν είχα αποφασίσει τίποτα ακόμη. Και δεν ντρεπόμουν να το ομολογήσω, φοβόμουν.

Και το χειρότερο, δεν ήξερα τι ακριβώς φοβόμουν. Και αυτό με εκνεύριζε και με πείσμωνε χειρότερα. Γιατί ελάχιστες φορές είχα φοβηθεί σ’αυτή τη δουλειά. Και τούτη ήταν μια απ’αυτές.

Και δεν φοβόμουν μονάχα για μένα… η Αντιγόνη το είχε θέσει ξεκάθαρα: τα ‘αλλιώς’ δεν είσαι έτοιμη να τα αντιμετωπίσεις… γιατί δεν θα αφορούν εσέναΕίχε απειλήσει τους δικούς μου, όχι έμμεσα, άμεσα… μπορεί να ήταν ένας απλός εκφοβισμός, μια πιστολιά στον αέρα… όμως είχα το δικαίωμα να το ρισκάρω;

Ερχόταν και ξαναερχόταν στο μυαλό μου η μορφή εκείνου του μελαγχολικού Ιησού, αυτού του Ολλανδού ζωγράφου… είχα αντιγράψει την εικόνα από το Google και την είχα κάνει wallpaper στο στον υπολογιστή μου. Ήθελα να τον βλέπω, να τον μελετώ… να στοχάζομαι… είχα την αίσθηση πως ο εγκαταλελειμμένος συγγραφέας ήταν όπως ο μοναχικός αυτός Ιησούς που περίμενε δικαιοσύνη από τον σκληρό αρχιερέα. Ένας αθώος άνθρωπος που έπεσε στα νύχια μιας τρελής που τον είχε ερωτευτεί και ήθελε να τον ‘κλειδώσει’ για πάντα στο δωμάτιό της σαν παιδικό παιχνίδι. Ένας αθώος που είχε οδηγηθεί στο σταυρό του. Ένα θύμα. Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι στον κόσμο και δεν είχα συναναστραφεί και λίγους. Όμως εδώ η εμπλοκή μου με είχε φέρει πολύ κοντά στον πυρήνα μιας κανονικής σπείρας. Μιας τριάδας μαγισσών που κατά τον Κεντρόπουλο, ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη και ενός εγκληματία κι εκβιαστή του υποκόσμου που παρίστανε τον καλό σύζυγο και στοργικό ‘πατέρα’. Με έπιανε αηδία και ανακατωσούρα και μόνο που τους σκεφτόμουν.

Βρέθηκα στο πιο άγριο δίλημμα της ζωής μου. Αριστερά μου ανοιγόταν ο δρόμος της ‘εύκολης’ επιλογής. Να τα ξεχάσω όλα, να δώσω προτεραιότητα στη ζωή των δικών μου και τη δική μου φυσικά. Και βέβαια να εγκαταλείψω στην όποια τύχη του τον Αφοσιωμένο, αν ήταν ακόμα ζωντανός. Και δεξιά ανοιγόταν ο ζόρικος δρόμος, ο δρόμος ‘της αρετής’. Να βάλω πάνω απ’όλα τα συνείδησή μου, την αξία του ανθρώπου, του οποιουδήποτε ανθρώπου… την ηθική και το δίκιο. Ο Αντρέας Αφοσιωμένος, ζωντανός ακόμα, ίσως ονειρευόταν και προσευχόταν κάθε μέρα να βρεθεί ‘ένας δίκαιος άνθρωπος’ για να τον σώσει. Και η μοίρα ή ό,τι κι αν ήταν αυτό, είχε διαλέξει να είμαι εγώ αυτός. Και νεκρός όμως αν ήταν, όπως πολύ φοβόμουν, ζητούσε δικαίωση. Και η σατανική αυτή τριάδα ίσως ετοιμαζόταν να ‘ζωγρήσει’ το επόμενο θύμα της.

Ήταν το πιο δύσκολο Σάββατο της ζωής μου.

 

Κι αυτό που δεν μπορείς…

Β

ρισκόμουν στη μικρή βεράντα του σπιτιού μας και κάπνιζα, βυθισμένη στις σκέψεις μου. Ένιωσα περισσότερο παρά είδα τον πατέρα μου να βγαίνει και να κάθεται στην μια από τις δυο καρέκλες του στρογγυλού τραπεζιού. Δεν μου είπε κουβέντα, με κοιτούσε μονάχα. Αισθάνθηκα άσχημα που του είχα γυρισμένη την πλάτη. Έσβησα το τσιγάρο μου στο τασάκι που είχα μαζί μου στην κουπαστή και κάθισα στην άλλη καρέκλα, απέναντί του.

«Μου δίνεις κι εμένα ένα;», μου είπε σχεδόν ψιθυριστά. Μετά από ένα ισχαιμικό επεισόδιο που είχε πριν δυο χρόνια, πάλευε να κόψει το τσιγάρο. Δεν τα είχε καταφέρει εντελώς. Ήξερα πως αφορμή ζητούσε να καπνίσει ‘κάτω απ’το ραντάρ’ της μάνας μου. Έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο και του το άναψα. Το πήρε και τράβηξε μια γενναία ρουφηξιά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή από την απαγορευμένη. Ανησυχούσα για την υγεία του όμως δεν μπορούσα να του στερήσω μια από τις ελάχιστες απολαύσεις που του είχαν απομείνει.

«Ήθελα να σου πω κάτι Μελινάκι».

Κοίταξα το πρόσωπό του. Δεν ήταν πολύ μεγάλος ο πατέρας μου. Δεν είχε κλείσει καν τα 65. Όμως έδειχνε μεγαλύτερος. Οι ταλαιπωρίες μιας τραχιάς, δύσκολης ζωής που έμοιαζε με διαρκή ανηφόρα, τον είχαν γεράσει πρόωρα. Το σώμα του παρέμενε σε καλή κατάσταση, γυμνασμένο και σφιχτό. Όλα τα χρόνια που έλιωνε στην αμμοβολή αν μη τι άλλο είχαν χτίσει ένα ‘πέτρινο’ κορμί. Όμως η έκφρασή του ήταν πια μόνιμα κουρασμένη, μελαγχολική.

«Έχουμε καιρό να τα πούμε εμείς οι δυο, ε;», είπε τραβώντας μια ρουφηξιά ακόμη. Τον κοίταξα ξεφυσώντας.

«Πολύ καιρό», συμφώνησα.

«Θυμάσαι τα καλοκαίρια, όταν ήσουνα μικρή που παίζαμε σ’αυτό το μπαλκονάκι;».

«Μου φαινόταν τόσο μεγάλο τότε», είπα χαμογελώντας.

«Ήσουν ατίθασο και ζόρικο παιδί… και δεν ήθελες να σε αγκαλιάζει κανένας… θυμάσαι;».

«Εκτός από σένα», είπα και ήταν αλήθεια. Μονάχα τη δική του αγκαλιά ανεχόμουν. Όταν με έπιανε η μάνα μου έβαζα τις φωνές, σήκωνα τη γειτονιά στο πόδι. Ούρλιαζα σαν υστερική. Όταν όμως ερχόταν εκείνος απ’τη δουλειά, μες στη μουτζούρα, την κούραση και τον ιδρώτα και άνοιγε την αγκαλιά του χωνόμουν μέσα της και δεν ήθελα να βγω. Και μου άρεσε να μυρίζω τις μπογιές και τις μουράβγιες και τον αντρίκιο ιδρώτα της δουλειάς του. Κι εκείνος έκρυβε καμιά φορά μια ‘ΙΟΝ’ αμυγδάλου που ήξερε ότι ήταν η μόνη σοκολάτα που έτρωγα –σε όλα είχα ιδιοτροπίες- και κάποια στιγμή την έβγαζε και μου την έδινε. Και ο κόσμος ήταν τότε πιο όμορφος και του έσφιγγα τα δυνατά του μπράτσα και δεν ξεκολλούσα από πάνω του.

Τα μάτια μου είχαν θολώσει. Οι αναμνήσεις είχαν ζωντάνια, μυρωδιές, εικόνες, γεύσεις…

«Θυμάσαι πώς σε έλεγε η θειά σου, η Ασημίνα;».

Μου ήρθε στο νου η χαμένη από χρόνια πια μεγαλύτερη αδελφή του πατέρα.

«Στριμμένο άντερο… έτσι με έλεγε», του είπα και σκούπισα τα μάτια μου.

Ο πατέρας μου έβγαλε έναν ήχο, κάτι ανάμεσα σε κοφτό γέλιο και βήχα.

«Ήξερα πως δεν θα έπαιρνες το συνηθισμένο δρόμο Μελίνα… από μικρή ήσουνα για άλλα πράγματα. Ούτε καν κούκλες δεν ήθελες στο δωμάτιό σου. Το βλέπαμε όλοι. Μην κοιτάς που εγώ ήθελα να σε δω δασκάλα… έτσι το είχα πλάσει στο μυαλό μου… αλλά τι σημασία έχει τι θέλουν οι γονείς… αργότερα το κατάλαβα… σημασία έχει τι γεμίζει τον άνθρωπο… βαθιά, στην ψυχή του!».

Πήρα μια ανάσα και χαμογέλασα.

«Και μπορεί να γκρίνιαζα που και που για το επάγγελμα που διάλεξες… όμως, αυτό διάλεξες… και ήσουν καλή… και προόδευσες… ήθελα βέβαια και άλλα για σένα… κάποιον να μας πεις μια μέρα πως γνώρισες… ξέρεις… από την άλλη, έλεγα στον εαυτό μου, μικροαστικά κατάλοιπα είναι και σκουπίδια στο μυαλό αυτά, διώξτα!».

Άρχιζε να θερμαίνεται ο πατέρας μου. Κι έμπαινε σιγά σιγά στα πολιτικά. Μου ζήτησε κι άλλο τσιγάρο.

«Τελευταίο μπαμπά», του είπα ανήσυχη.

Κούνησε το κεφάλι του. Πήρε το τσιγάρο και το άναψε. Ήθελε να πει, ήταν η ώρα που ήθελε να βγάλει πράγματα από μέσα του. Το σεβάστηκα και το χαιρόμουν.

«Τελευταία νιώθω πως συμβαίνει κάτι άλλο όμως…», είπε και απέφυγε να με κοιτάξει. «Δεν ξέρω τι… το νιώθω όμως… κάτι που σε έχει ζορίσει πολύ… σε έχει στενοχωρήσει… το βλέπω… δεν χρειαζόμουν τη μάνα σου για να το δω… έχω κι εγώ μάτια και βλέπω».

«Μπαμπά…», πήγα να πω αλλά σήκωσε την παλάμη του και με σταμάτησε.

«Εγώ να σου δώσω συμβουλές… το ξέρεις, δεν πρόκειται να το κάνω… δεν το έκανα ποτέ. Μονάχα ένα πράγμα θέλω να σου πω… και τίποτε άλλο…».

Έγινε μια παύση που νόμιζες πως θα μπορούσες να ακούσεις τους χτύπους απ’τις δυο καρδιές.

«Ένα από αυτά που έμαθα Μελινάκι μετά από 65 χρόνια ζωής, είναι πως ο άνθρωπος ξέρει το σωστό… ξέρει τι είναι το σωστό, το δίκιο, το ίσιοτο ξέρει… όμως ο άνθρωπος δεν κάνει σχεδόν ποτέ αυτό που θέλει… ή αυτό που πρέπει… κι ας το ξέρει… κάνει αυτό που μπορεί…».

Την τελευταία του λέξη την ακολούθησε κατανυκτική σιγή λες και είχαν σωπάσει όλα γύρω μας. Λες και ήμασταν οι δυο μας οι τελευταίοι άνθρωποι στον πλανήτη.

«Κι εσύ κορίτσι μου… σε όλη σου τη ζωή ως τώρα, άλλο δεν κάνεις παρά αυτό που μπορείς… και ακόμη παραπέρα… κι αυτό που δεν μπορείς…».

Γύρισε το κεφάλι του και στο υγρό του βλέμμα είδα για μια στιγμή τα πάντα. Τα παιδικά μου χρόνια, τις αγκαλιές μας, τις γιορτές και τα πασχαλινά τραπέζια, τα φιλιά του, τη ζεστασιά της ανάσας του, τη μοναξιά του, την αγάπη του… σηκώθηκα και με δάκρυα στα μάτια τον πλησίασα και κείνος, όπως τότε, όπως παλιά, άνοιξε τη θεόρατη αγκαλιά του και με έκλεισε μέσα της… και με κράτησε εκεί, να κλαίω με αναφιλητά για ώρα…

 

Κυριακάτικο πρωινό…

Κ

ι αυτό που δεν μπορείς…

Δεν σηκώθηκα, πετάχτηκα στην κυριολεξία απ’το κρεβάτι λες και υπήρχε κάποιο γιγάντιο ελατήριο ενσωματωμένο στο στρώμα και ένα κουμπί το είχε ενεργοποιήσει. Τι μου συνέβαινε; Ήξερα καλά τι μου συνέβαινε. Είχα πάρει την απόφασή μου.

Κοίταξα το ρολόι μου. Τέσσερις παρά δέκα. Κοίταξα έπειτα το κινητό μου. Έμεινα για μια στιγμή αναποφάσιστη. Για μια στιγμή όμως μόνο. Κι έπειτα το άρπαξα και αναζήτησα το πρόσωπο που ήθελα να καλέσω. Ταυτόχρονα σχεδόν, σαν σε παράκρουση, άρχισα να ντύνομαι.

… κι αυτό που δεν μπορείς…

Ο καλός μου ο πατέρας είχε δώσει την απάντηση.

 

Έφτασα κάτω απ’το σπίτι του Λάμπρου κανά μισάωρο μετά. Όταν του τηλεφώνησα, άγρια χαράματα, απάντησε νυσταγμένος αλλά όταν με άκουσε ξενύσταξε με τη μία.

Πες μου ώρα και τόπο, είπε λες και ακολουθούσε τυφλά κάποιο ήδη γνωστό σχέδιο δράσης.

Έρχομαι από κει. Θα είμαι κάτω απ’το σπίτι σου σε είκοσι λεπτά. Πρώτα θα σού εξηγήσω και μετά…

Θα σε περιμένω, με διέκοψε ο φίλος μου που δεν αγαπούσε τις φλυαρίες. Σαν κι εμένα.

 

Ο Λάμπρος πράγματι με περίμενε όρθιος, ντυμένος καλά, με ένα σάκο στο χέρι. Είχε κρύο του θανατά τέτοια ώρα αλλά εκείνος απτόητος. Τον είχα σηκώσει απ’το συζυγικό του κρεβάτι, τον είχα ‘επιστρατεύσει’ λες κι ήταν στραβόγιαννο κι αυτός δεν έλεγε κουβέντα. Αντίθετα μπήκε στη θέση του συνοδηγού φρέσκος φρέσκος λες και ξεκινούσαμε για καλοκαιρινή εκδρομή.

«Καλημέρα», είπα.

«Καλημέρα κορίτσαρε. Έχεις πιει καφέ;».

«Όχι, θα σταματήσουμε να εφοδιαστούμε. Καφέ, κρουασάν, τυρόπιτες, ό,τι λαχταράει η ψυχή σου. Τα πάντα δικά μου, μην διανοηθείς να αγγίξεις πορτοφόλι σήμερα».

Ο Λάμπρος δεν απάντησε αλλά κούνησε το κεφάλι του.

«Πάμε λοιπόν».

«Πρώτα να σου πω».

«Θα μου πεις στη διαδρομή», απάντησε.

Όμως εγώ είχα άλλο πλάνο και δεν επρόκειτο να το αλλάξω. Μετά από λίγη ώρα πίναμε ωραίο ζεστό καφέ σε κάποιο μεγάλο κατάστημα της εθνικής οδού, λίγο έξω από την Αθήνα. Είχαμε καταβροχθίσει και τα σχετικά τυροπιτοειδή και νιώθαμε σαν άνθρωποι.

Ο Λάμπρος έπινε τον καφέ του, κάπνιζε και με κοιτούσε χαμογελαστός.

«Καιρό έχω να σε δω έτσι Μελινάκι… πάμε για κανένα ντου;».

«Νιώθεις την αδρεναλίνη ήδη να ανεβαίνει;», τον ρώτησα.

Κούνησε το κεφάλι του.

«Χρόνια είχα να νιώσω έτσι… άρχισα να μουχλιάζω… καλό και το γήπεδο, δε λέω αλλά…».

Πρόσεξα ολόγυρα. Κάποιοι ξενύχτηδες με ντύσιμο ‘βαρύ’. Τα είχαν πιει, είχαν βγει απ’τα σκυλάδικα κι είχαν έρθει να γεμίσουν τα στομάχια τους. Σε λίγο θα κουτούλαγαν από τη νύστα. Εμείς είχαμε μεγάλη μέρα εμπρός μας.

«Λάμπρο… πρέπει να σου πω… αυτό που πάμε να κάνουμε είναι…».

«Δεν είναι η πρώτη φορά», μου είπε. «Ξέρεις ότι δεν κωλώνω πουθενά. Για σένα… στα έχω πει αυτά… μετά από κείνο το γεγονός με τους μπάτσους στο ΟΑΚΑ…».

Σήκωσα το χέρι μου να πάψει. Δεν σταματούσε ποτέ να μου επαναλαμβάνει τι είχα κάνει για κείνον όταν τον είχαν συλλάβει μαζί με άλλα παιδιά ύστερα από μια συμπλοκή με άντρες των ΜΑΤ έξω από το ΟΑΚΑ σε ένα ματς με τον Παναθηναϊκό. Είχα βάλει λυτούς και δεμένους τότε, είχα πληρώσει δικηγόρους, είχα χρησιμοποιήσει και τον Πήτερ με τις γνωριμίες του και τελικά ο φίλος μου είχε πέσει ‘στα μαλακά’. Το ίδιο θα έκανε κι εκείνος για μένα. Μονάχα που τότε δεν τον ήξερα τόσο καλά. Ούτε εκείνος ήξερε ποια ήμουν εγώ. Μετά από εκείνη την περιπέτεια δεθήκαμε για πάντα. Βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο. Και φρόντιζα πάντα, όταν ερχόταν μαζί μου σε μιαν ‘αποστολή’ να μην μένει παραπονεμένος. Δεν θα μου ζητούσε ποτέ χρήματα. Εγώ όμως κρατούσα πάντα ένα καλό μερίδιο από τις αποδοχές μου για εκείνον. Το άξιζε. Για την ακρίβεια, άξιζε πολλά περισσότερα.

«Το σημερινό είναι διαφορετικό Λάμπρο. Είναι δύσκολο. Και επικίνδυνο».

Είδα το φίλο μου να κάνει έναν παράξενο μορφασμό. Έσκυψε το τεράστιο σώμα του και το κεφάλι του σχεδόν με ακούμπησε.

«Θα μπουκάρουμε κάπου, σωστά;».

Κούνησα το κεφάλι μου.

«Μμμ… ναι… αυτό είναι το ένα μέρος… το ‘καταδρομικό’ ας πούμε… όμως δεν ξέρουμε τι μας περιμένει… ποιοι μας περιμένουν… πώς μας περιμένουν… για την ακρίβεια, δεν ξέρω τίποτα. Μονάχα που έχω μπει μια φορά εκεί… κανονική επίσκεψη δηλαδή… όμως τώρα…».

«Είδες το σάκο που κουβαλάω;», με διέκοψε χαμογελώντας.

«Ναι».

«Σε κάθε ερώτηση, εκεί μέσα έχω την απάντηση», είπε και ικανοποιημένος για την ατάκα του καταβρόχθισε άλλα δυο μικρά κρουασανάκια βουτύρου που του άρεσαν πολύ.

Τον κοίταξα με νόημα.

«Από πού έκλεψες την ατάκα αυτή Λάμπρο;».

«Δική μου είναι», απάντησε σαν μπόμπιρας που τον τσάκωσε η μαμά να κάνει σκανταλιά.

«Δική σου ή του Κλιντ;».

Ο Λάμπρος ήταν φανατικός οπαδός του μεγάλου Κλιντ Ίστγουντ. Όπως κι εγώ βέβαια. Αν υπήρχε βραβείο όμως, είναι σίγουρο ότι ο φίλος μου θα το διεκδικούσε με μεγάλες πιθανότητες. Σχεδόν δεν υπήρχε ατάκα από ταινία του Κλιντ που να μην την ξέρει.

Βάλαμε κι οι δυο τα γέλια. Ήταν καλό που υπήρχε αυτό το φρόνημα, έτσι θα το έλεγε ο πατέρας μου. ‘Ηθικόν ακμαιότατον’.

Βέβαια, από την άλλη, ήξερα πως αυτό ‘που έδινε όλες τις απαντήσεις’ μέσα στο σάκο του Λάμπρου δεν ήταν κάτι που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί. Εκτός αν το έφερνε η κατάσταση. Αν φτάναμε στα άκρα. Δεν έπρεπε όμως να φτάσουμε σε κανένα άκρο. Ούτε καν σε ‘μέσο’.

«Όταν θα φτάσουμε στην Κ., θα κάνουμε έξω από την πόλη μια στάση. Θα πιούμε πάλι καφέ και θα περιμένουμε να περάσει λίγη ώρα. Είναι ακόμη πολύ νωρίς. Κι εκεί θα σου αναλύσω τι έχω στο μυαλό μου γι αυτή την… επιχείρηση σήμερα. Είσαι σύμφωνος;».

Ο Λάμπρος με χαιρέτησε στρατιωτικά αλλά δεν κορόιδευε. Έπαιρνε πολύ σοβαρά κάθε δουλειά, κάθε ‘αποστολή’ μας. Πάντοτε. Δεν έπαιζε ποτέ με αυτά τα πράγματα. Κι αυτό το θαύμαζα.

«Ό,τι πεις μπος», μού είπε και χαμογελάσαμε ξανά και οι δυο. Είπαμε, το ηθικό έπρεπε να είναι ακμαίο. Και ήταν.

 

Στην τελική ευθεία

Σ

τη διαδρομή ως την Κ. άφησα τον φίλο μου να πάρει έναν υπνάκο. Ήξερα ότι τον είχε ανάγκη. Εγώ από την άλλη δεν μπορούσα να διανοηθώ καν να αναπαυτώ. Ήμουν σε φοβερή υπερένταση.

Φτάσαμε μέσα σε ομίχλη και καταχνιά στα περίχωρα της Κ. λίγο πριν τις οχτώ. Ο Λάμπρος είχε απολαύσει τον υπνάκο του και ήξερα πως είχε ανάγκη για έξτρα θερμίδες, ένα γερό καφέ και… οδηγίες.

Τέτοια ώρα όμως, Κυριακάτικα και χειμώνα, αναρωτήθηκα αν θα έβρισκα ένα κατάλληλο μέρος. Τελικά το βρήκα λίγο πριν στρίψω απ’την παλιά εθνική στο δημόσιο δρόμο που έμπαινε στην Κ. Ήταν μια καντίνα. Ό,τι καλύτερο. Ο Λάμπρος ενθουσιάστηκε.

Εφοδιαστήκαμε με όλα τα απαραίτητα κι ευλογημένα ‘βρόμικα’ που θα μπορούσαν να χορτάσουν διμοιρία και δυο ζεστούς, υπέροχους νες. Χωθήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο με τη θέρμανση στο φουλ. Ολόγυρα ερημιά. Χωράφια, παρατημένες ιδιοκτησίες και διερχόμενα αυτοκίνητα αραιά και που.

«Δεν πάμε να κρυφτούμε κάπου;», πρότεινε ο Λάμπρος και είχε δίκιο. Ήμασταν ‘εκτεθειμένοι’. Προχώρησα λίγο βαθύτερα στο δρόμο που οδηγούσε στην πόλη και βρήκα ένα άδειο κτήμα χωρίς περίφραξη. Στη μέση υπήρχε ένα σάπιο τροχόσπιτο. Πήγα το αυτοκίνητο από πίσω του. Τώρα ήμασταν μια χαρά.

«Πώς νιώθεις;», τον ρώτησα ενώ κατεβάζαμε τα τριγλυκερίδια και την κακή χοληστερόλη με το τσουβάλι.

«Τέλεια», μού απάντησε μπουκωμένος.

«Ωραία… όσο θα τρώς εγώ θα σου πω τα πάντα. Πώς ξεκίνησε όλο αυτό, τι δουλειά γυρεύουμε εδώ πέρα και τι σχέδιο έχω στο κεφάλι μου’. Εσύ τρώγε, πίνε και άκου… και όπου θέλεις ρώτα. Μετά θα μου πεις τι σκέφτεσαι…».

Ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι του και άρχισα ήρεμα και αποφεύγοντας τα περιττά να του διηγούμαι τα πάντα.

 

Όταν τελείωσα όσα είχα να του πω και πριν συζητήσουμε το ‘σχέδιο δράσης’, έκανα μια παύση. Είδα το φίλο μου να ρουφάει άπληστα μια κόκα κόλα και να μένει σιωπηλός. Σκεφτόταν.

«Ευχαρίστως θα έριχνα δυο μπουκέτα σε αυτό το μ…πανο! Να σου μιλήσει έτσι… δηλαδή, εδώ που τα λέμε όλοι για χαστούκια είναι… και η μάνα της και ο αρχιμαλάκας ο άντρας της…».

Ο Λάμπρος έριξε μια με τη κλεισμένη του γροθιά στην πόρτα και τραντάχτηκε ολόκληρο το αυτοκίνητο. Είχε θυμώσει πολύ με όσα του είχα διηγηθεί. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο να βρεθεί άνθρωπος αντιμέτωπος με τον Λάμπρο. Ήταν πάνω από 1.90 με σωματοδομή παλαιστή του ‘Ρέστλινγκ’ και ειδικά όταν θύμωνε μπορούσε να γκρεμίσει ντουβάρια.

Άφησα να περάσει λίγος χρόνος.

«Τι έχεις σκεφτεί;», με ρώτησε τελικά.

«Αυτό που με προβληματίζει περισσότερο είναι ο σκύλος. Εσύ ξέρεις από σκυλιά. Αυτός είναι εκπαιδευμένος. Βέλγικο λυκόσκυλο, αληθινός κίλερ», του είπα αλλά δεν τον είδα να στενοχωριέται.

«Κατάλαβα. Γι αυτό θες να είμαστε μαζί. Τα ξέρω αυτά τα σκυλιά. Τα ξέρω καλά. Όταν επιτεθούν δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Ξέρω έναν που εκπαίδευε σκυλιά για αγώνες. Τους κάνουν φοβερά πράγματα. Τα έχουν για καιρό στο σκοτάδι, τα δέρνουν, τα αγριεύουν του θανατά. Παλιομαλάκες! Τα βασανίζουν τα ζώα».

«Ναι, έτσι είναι. Και ο Βάινας γι αυτό τον έχει στη βίλα. Μονάχα αυτόν υπακούει. Κοίτα, θα βρούμε έναν τρόπο και θα πηδήξουμε τον τοίχο… δεν θα δυσκολευτούμε… αμέσως θα τρέξει κατά πάνω μας… το σπιτάκι του απέχει καμιά πενηνταριά μέτρα απ’την πύλη…».

Ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι του.

«Όταν μας πλησιάσει θα πρέπει να διαλέξει σε ποιον θα ορμήσει πρώτα. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και οι δυο. Θα τυλίξουμε το μπουφάν γύρω απ’το χέρι… να, έτσι… θα κοιτάξω να τον ‘μουρντάρω’ να την πέσει σε μένα… μόλις με αρπάξει θα πέσω στο χώμα… εσύ θα κρατάς το ρόπαλο και…».

Ο Λάμπρος έκανε μια αναπαράσταση με τα χέρια του όλης της σκηνής.

«Θα τον ξεκάνω, δεν έχω άλλη λύση. Δεν το θέλω αλλά πρέπει», απάντησα.

«Αν όλα πάνε καλά, με ένα χτύπημα θα πέσει σέκος. Μετά είμαστε ελεύθεροι να μπούμε μέσα», είπε ο φίλος μου.

«Καλά το είπες, αν όλα πάνε καλά… αν δεν υπάρχει καμιά άλλη έκπληξη ας πούμε…», είπα.

«Τι έκπληξη; Κι άλλο σκυλί; Χα!, σου είπα Μελίνα μου, ο σάκος μου έχει όλες τις απαντήσεις», απάντησε με ένα περίεργο χαμόγελο ο Λάμπρος.

«Τι έχεις φέρει μαζί σου; ‘Χράπα-χρούπα;’»

«Όχι ρε… κάτι άλλο… πολύ ‘σπέσιαλ’… θα πάθεις πλάκα… δεν το έχεις ξαναδεί… τι είχε ο ‘Ντέρτι Χάρυ’;»

Γούρλωσα τα μάτια μου.

«Δεν το πιστεύω!».

«Ας τολμήσει να ξεμυτίσει κανένας μαλάκας και θα τον τινάξω τριάντα μέτρα μακριά με αυτό το πράγμα!», φώναξε σχεδόν ο Λάμπρος και ανατρίχιασα. Που τον είχα μπλέξει τον άνθρωπο; Και πού είχα μπλέξει κι εγώ;

«Άκου Λάμπρο, όχι… δεν θα το κάνουμε έτσι… δεν σε πήρα από την οικογένειά σου για να γεράσεις στη φυλακή… κι εσύ κι εγώ δηλαδή… όχι… αν δούμε ότι τα πράγματα ζορίζουν πολύ… πολύ απλά θα την κάνουμε… θα γυρίσουμε στο αμαξάκι μας και βουρ για Αθήνα…».

Κούνησε το κεφάλι του διαφωνώντας.

«Μα, τι λες τώρα ρε κορίτσι; Κάναμε τόσα χιλιόμετρα για να το βάλουμε στα πόδια;».

«Ναι, θέλω να μου το υποσχεθείς», του είπα σοβαρά.

«Δεν υπόσχομαι τίποτα. Θα φάει η μούρη τους χώμα», είπε ο Λάμπρος αγριεμένος σφίγγοντας τη γροθιά του. Προς στιγμήν φοβήθηκα μην ρίξει καμιά στο τζάμι του παραθύρου του κι έχουμε νοσοκομεία πρωινιάτικα.

«Αν είναι έτσι, τότε γυρίζουμε πίσω τώρα. Πες στην Ελένη ότι κάναμε μια εκδρομούλα, φάγαμε, ήπιαμε και γυρίσαμε… αυτό ήταν».

Έβαλα μπρος τον κινητήρα και έπιασα το λεβιέ των ταχυτήτων. Η πελώρια παλάμη του φίλου μου αγκάλιασε σφιχτά την δική μου.

«Με πονάς Λάμπρο…».

«Κλείστο!», με διέταξε σχεδόν. «Σβήσε τον κινητήρα».

Έμεινα αναποφάσιστη για λίγο. Γύρισα και τον κοίταξα κατάματα.

«Σβήστον σου είπα!».

Γύρισα το κλειδί και ο κινητήρας σταμάτησε.

Πήραμε και οι δυο μια βαθιάν ανάσα.

«Εντάξει», είπε τελικά απρόθυμα όμως. «Θα γίνει όπως θέλεις… θα έχω μαζί μου τα ροπαλάκια μου… έχω στρώσει πολλούς στα κράσπεδα μ’αυτά… τα ξέρεις… κάποτε… Εντάξει…».

«Μου το υπόσχεσαι;», τον ρώτησα ξανά.

Το αριστερό του χέρι σκέπαζε ακόμα το δικό μου πάνω απ’το λεβιέ. Τον ένιωσα να χαλαρώνει και να το αποσύρει.

«Στο υπόσχομαι», απάντησε.

Δεν είχα επιμείνει τυχαία να μου δώσει την υπόσχεσή του. Γιατί δεν την είχε πατήσει ποτέ στο παρελθόν.

«Πάμε τώρα; Τώρα που είμαι ζεστός;».

«Δεν σου είπα τι θα κάνουμε μετά;», του απάντησα χωρίς να τον κοιτάζω. Είχα τρομάξει λίγο απ’την αντίδρασή του.

«Θα μου τα πεις όλα επιτόπου. Πάμε», είπε και έβαλα ξανά μπρος το αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά μπαίναμε στην τελική ευθεία. Οριστικά. Κοίταξα το ρολόι, Κόντευε εννιά.

 

Μέσα στο κτήμα

Δ

εν είχαν περάσει ούτε δυο βδομάδες από την προηγούμενη φορά που είχα παρκάρει το αυτοκίνητό μου στο δρόμο έξω από το κτήμα της οικογένειας Βάινα κι όμως αισθανόμουν ότι είχαν περάσει χρόνια. Η ένταση και η πυκνότητα των γεγονότων ήταν κάτι που δεν το είχα ζήσει ποτέ πριν στη ζωή μου. Αποφάσισα αυτή τη φορά να σταματήσω το αυτοκίνητο σε αρκετά μεγάλη απόσταση από την ιδιοκτησία και βρήκα ένα ιδανικό σημείο όπου ο χωματόδρομος πλάταινε κάπως. Ολόγυρα υπήρχαν χαμηλοί θάμνοι και πεταμένα μπάζα οικοδομών. Θα προτιμούσα να το κάνω εντελώς αθέατο αλλά δεν ήταν αυτός ο σκοπός.

Κάτι άλλο με ανησύχησε όμως καθώς έσβηνα τη μηχανή. Το σκοτεινό εκείνο συναίσθημα με πλημμύρισε ξανά και ένιωσα το ίδιο πλάκωμα στο στήθος. Ο Λάμπρος το παρατήρησε.

«Τι έχεις;».

«Τίποτα», του είπα αλλά δεν τον έπεισα.

Βγήκαμε από το αυτοκίνητο. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Ερημιά παντού ολόγυρα, ψυχή. Η πύλη του κτήματος βρισκόταν καμιά εκατοστή μέτρα παρακάτω στον δρόμο.

Άνοιξα το πορτ-μπαγκάζ για να οργανωθούμε και τότε ένιωσα έναν δυνατό ίλιγγο που με έκανε να πισωπατήσω. Ο Λάμπρος με στήριξε και με κράτησε στα χέρια του.

«Ζαλίζεσαι;».

«Είναι αυτό το ίδιο πράγμα που με πιάνει… κάθε φορά που ζυγώνω ό,τι έχει σχέση με την Αντιγόνη… και τον Αφοσιωμένο», του είπα και πάλευα να αποκαταστήσω την ανάσα μου.

«Θα πάω μόνος, μην σε νοιάζει. Σε δέκα λεπτά θα γυρίσω με το συγγραφέα. Θα τον πάρω αγκαλιά αν χρειαστεί σα νυφούλα», μου είπε και μονάχα με την εικόνα έβαλα τα γέλια αν και πονούσα.

«Σταμάτα να τα λες αυτά!», του είπα και ένιωσα να χαλαρώνω λίγο.

«Εντάξει τώρα;», με ρώτησε ο Λάμπρος και ταυτόχρονα άνοιγε το σάκο του σαν τον Αη Βασίλη να μοιράσει τα δώρα στα παιδιά. Το τι περιείχε αυτός ο σάκος δεν μπορούσα να το φανταστώ.

«Χριστέ μου, ο Τζόνυ Ράμπο είσαι;».

«Χα!», έκραξε ο φίλος μου και ‘αρματώθηκε’ κανονικά. Σιδηρογροθιά, τα ροπαλάκια του με την αλυσίδα, ένα κυνηγετικό μαχαίρι και κάμποσα άλλα.

Στον πάτο του σάκου υπήρχε κι ένα δερμάτινο, μαύρο κουτί.

«Εκεί έχεις το κανόνι;», τον ρώτησα.

Το βλέμμα του έλαμψε.

«Θέλεις να το δεις; Να το καμαρώσεις;», είπε κι έκανε να το βγάλει. Τον εμπόδισα.

«Άλλη ώρα. Τώρα να πηγαίνουμε».

Είχα κι εγώ αρματωθεί αλλά ελαφρύτερα. Είχα τη σιδηρογροθιά μου και το πτυσσόμενο ρόπαλό μου. Δεν ήθελα τίποτε άλλο.

Περπατήσαμε όσο πιο αθόρυβα μπορούσαμε προς την ιδιοκτησία του Βάινα και προσπεράσαμε την πύλη αρκετά μέτρα. Είχα εντοπίσει την πρώτη φορά ένα σημείο του τοίχου που είχε κάποιες εξοχές. Το βρήκαμε εύκολα.

«Θα ανέβω πρώτη», είπα στον Λάμπρο και άρχισα με προσεκτικές κινήσεις την αναρρίχηση στον τοίχο.

«Καλά τα πας, συνέχισε», άκουσα να ψιθυρίζει από κάτω μου ο φίλος μου και όταν έφτασα με κόπο στην κορυφή του τοίχου ένα δυνατό κύμα με συντάραξε πάλι, πιο δυνατό αυτή τη φορά. Όσο πλησιάζω δυναμώνει, σκέφτηκα αλλά έκανα μια μικρή παύση, πήρα βαθιές ανάσες και το φαινόμενο πέρασε.

«Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Λάμπρος που άρχισε κι αυτός να ανεβαίνει πίσω μου.

«Μια χαρά», είπα. Μέσα από τα κλαδιά και τα φύλλα των μεγάλων, πυκνοφυτεμένων δέντρων μπορούσα να δω τη βίλα. Τίποτε άλλο. Δεν φαινόταν ούτε ακουγόταν ψυχή ζώσα. Ίσως ο Κεντρόπουλος να έχει δίκιο, σκέφτηκα. Μπορεί να έχουν φύγει όλοι. Δεν φαντάζονται ότι έχω τόσο θράσος να κάνω τον κομάντο Κυριακάτικα στο κτήμα τους.

Ο Λάμπρος με έφτασε και άρχισε να κοιτάζει προς τα κάτω από τη μέσα μεριά.

«Θα πηδήξουμε;», με ρώτησε και άρχισε να φέρνει το σώμα του σιγά σιγά από την άλλη πλευρά.

«Θα κάνουμε θόρυβο αλλά πρέπει», απάντησα και τον είδα να προσγειώνεται χωρίς προβλήματα. Έπειτα στερεώθηκε γερά στα πόδια του και μου έκανε νόημα να πέσω.

Έφερα κι εγώ το σώμα μου και το κρέμασα από την εσωτερική πλευρά του τοίχου και αφέθηκα να προσγειωθώ. Ο Λάμπρος με βοήθησε να σηκωθώ αμέσως. Μείναμε ακίνητοι ανάμεσα στα δέντρα καλά κρυμμένοι προς το παρόν.

«Τι δέντρα είναι αυτά; Λέιλαντ;», ρώτησα το φίλο μου.

«Ναι… τα βάζουν για τις περιφράξεις…», μου απάντησε. Ο πατέρας του ήταν κηπουρός σε ένα μεγάλο κτήμα της Εκάλης και επί πολλά χρόνια τον βοηθούσε στις δουλειές του για να βγάζει και μεροκάματο.

Αριστερά και δεξιά μου όσο μπορούσα να δω υπήρχαν συστάδες από αυτά τα πυκνά δέντρα. Θυμόμουν όμως ότι το κτήμα είχε και πολλά άλλα. Στην πίσω του πλευρά ο Βάινας είχε φτιάξει ολόκληρο ελαιώνα.

«Πρέπει να βγούμε τώρα», είπα.

«Δεν βλέπω το σκύλο», είπε και το βλέμμα του σάρωνε περισκοπικά.

«Λέω να πάμε περιμετρικά, μέσα από τους καλλωπιστικούς θάμνους και τα δέντρα, όσο έχουμε προστασία… μόλις περάσουμε το ύψος του σκυλόσπιτου και βγούμε στην πίσω πλευρά, κοντά στην πισίνα…»

Και τότε τον ακούσαμε.

Κι αμέσως μετά τον είδαμε.

Δεν κατάλαβε κανείς μας από πού είχε ξεφυτρώσει αλλά το βλέπαμε να τρέχει προς το μέρος μας. Ένα κατάμαυρο τέρας, γέννημα της κολάσεως που κάλπαζε σαν το διάολο και σε δευτερόλεπτά θα μας είχε φτάσει.

«Άστο σε μένα», είπε ο Λάμπρος. Έβγαλε το μπουφάν του, τύλιξε το αριστερό του χέρι και στο δεξί κρατούσε τα ροπαλάκια του.

«Έλα βρε γαμημένε, έλα!», του φώναξε και αμέσως πήρα θέση δίπλα του. Έβγαλα το ρόπαλό μου, το άνοιξα ενώ είχα και τη σιδηρογροθιά στο αριστερό.

«Πρόσεξέ τον Λάμπρο», του είπα την ίδια στιγμή που το πυκνότριχο μαύρο λυκόσκυλο με τα λευκά του δόντια γυμνωμένα και σάλια του να τρέχουν απ’τη μουσούδα του, έκανε ένα τεράστιο σάλτο και άρπαξε το χέρι του φίλου γκρεμίζοντάς τον στο έδαφος.

«Πουστόσκυλο!», φώναξε εκείνος και χωρίς να χάσω χρόνο πλησίασα το φρενιασμένο τέρας που είχε δαγκώσει το μπουφάν του Λάμπρου και το ξέσκιζε τινάζοντάς το αριστερά και δεξιά και του κατάφερα ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.

Το μεγαλόσωμο ζώο περισσότερο αιφνιδιάστηκε και εγκαταλείποντας τον Λάμπρο στράφηκε προς εμένα. Δεν έχασα την ψυχραιμία μου. Την ίδια στιγμή που τα κόκκινα μάτια του με είχαν καρφώσει και βγάζοντας ένα τρομακτικό γρύλλισμα ετοιμαζόταν να πέσει πάνω μου, του κατάφερα ένα συντριπτικό χτύπημα που το πέταξε σαν τσουβάλι, αριστερά, κοντά στα πόδια μου.

Ο Λάμπρος σηκώθηκε. Το μπουφάν του αποτελούσε πλέον παρελθόν αλλά ο ίδιος δεν είχε ούτε γρατζουνιά. Πλησιάσαμε το μεγάλο ζώο προσεκτικά.

«Τέλειωσέ το», είπε ο Λάμπρος που έβλεπε το σπασμένο του κρανίο και το αίμα ολόγυρα. Ο Βίλι ανάσαινε γρήγορα αλλά έβγαζε κι ένα θρηνητικό ήχο που μας ανατρίχιασε. Ο Λάμπρος δεν περίμενε άλλο και το αποτελείωσε με ένα δυνατό χτύπημα.

«Αυτό ήταν!», είπε ανασαίνοντας γρήγορα.

«Δεν γινόταν αλλιώς», μονολόγησα.

«Το πρώτο στάδιο τελείωσε», είπε ο Λάμπρος.

«Είσαι καλά; Σε δάγκωσε πουθενά;».

«Παρά λίγο. Ευτυχώς τον τσάκισες. Μου χρωστάς ένα μπουφάν», είπε και χαμογέλασε.

Πήραμε μιαν ανάσα αλλά η ώρα περνούσε.

«Πάμε, γρήγορα», του είπα και τον έπιασα από το χέρι.

Ρίξαμε στο νεκρό ζώο μια τελευταία ματιά και έπειτα αρχίσαμε να τρέχουμε προς την βίλα.

 

Οι κραυγές του Λάμπρου

Τ

ρέχαμε σαν τους παλαβούς μέσα στο Κυριακάτικο, παγωμένο πρωινό στο κτήμα του Βάινα όμως ένιωθα πως ήμασταν εντελώς εκτεθειμένοι. Είδα στα δεξιά μου, όπως το θυμόμουν, το μεγάλο σκυλόσπιτο του μακαρίτη πλέον Βίλι και φώναξα στον Λάμπρο να κρυφτούμε προσωρινά εκεί, ανάμεσα στο σκυλόσπιτο και την πρόσοψη της βίλας. Ό Λάμπρος κατάλαβε αμέσως και σε δευτερόλεπτα βρισκόμασταν κουλουριασμένοι σχεδόν, αθέατοι, πίσω από το ξύλινο σπίτι που κάποτε φιλοξενούσε το βελγικό λυκόσκυλο της οικογένειας.

Παλεύαμε να ρυθμίσουμε την αναπνοή μας. Το πλάκωμα στο στήθος μου δεν με ξανάπιασε όμως κάτι άλλο πήρε τη θέση του.

«Κάτι δεν πάει καλά φίλε», είπα στον Λάμπρο.

«Τι θες να πεις;».

«Δεν ξέρω… όλα μου φαίνονται πολύ ήσυχα… υπερβολικά ήσυχα», είπα και συντονίστηκε με την ανησυχία μου.

«Παγίδα;», με ρώτησε.

«Ίσως… είμαι σίγουρη ότι ξέρουν πως είμαστε εδώ…»

«Δεν θα ρισκάριζαν να σκοτωθεί ο σκύλος», είπε κι αυτό ήταν ένα καλό επιχείρημα.

«Ναι… από την άλλη…».

«Το πιο πιθανό είναι πως δεν φαντάζονταν πως είχες τα κότσια να έρθεις… σε υποτίμησαν», είπε ο Λάμπρος κι αυτό επίσης μπορεί να ευσταθούσε. Όμως το ένστικτό μου χτυπούσε συναγερμό.

«Τι κάνουμε τώρα;», με ρώτησε ο Λάμπρος που τον έβλεπα πάντως σε έξαψη, ενθουσιασμένο σχεδόν.

«Ένας θα πάει από πίσω… ο άλλος εδώ, στην κεντρική πόρτα… θα δοκιμάσουμε την τύχη μας... δοκίμασε τα παράθυρα, τις μπαλκονόπορτες, οτιδήποτε»

«Κι αν αρχίσει να βαράει συναγερμός;»

«Αποκλείεται να έχει συναγερμό ο Βάινας», του είπα.

«Γιατί;»

«Λες να θέλει να μαζευτούν οι μπάτσοι στο σπίτι του; Μακάρι… ας έρθουν… ίσως μας βοηθήσουν να βρούμε τον Αντρέα»

«Είσαι πολύ σίγουρη», είπε ο Λάμπρος αλλά δεν έφερε αντίρρηση.

«Πιστεύω ότι θα βρούμε κάποιο άνοιγμα να μπούμε».

«Μην σε νοιάζει… αν δεν βρούμε ξέρω τι θα κάνω», είπε ο φίλος μου.

«Λέω να πάω εγώ από πίσω», είπα αλλά ο Λάμπρος διαφώνησε.

«Θα πάω εγώ... άντε, καλή τύχη…».

«Δεν φέραμε τα ‘γουόκι-τόκι’ μαζί μας», είπα ξαφνικά.

«Τα έχω στο σάκο. Δεν τα πήρα γιατί κάνουν θόρυβο. Έχουμε τα κινητά...».

«Ωραία… να τα βάλουμε στη δόνηση», είπα και καταπιαστήκαμε να τα ρυθμίσουμε.

«Όλα εντάξει;», ρώτησε ο Λάμπρος.

«Όλα οκ… πήγαινε… προσεκτικά», του είπα και τον είδα να σηκώνει το θεόρατο σώμα του και να περπατάει σκυμμένος σύρριζα στον τοίχο. Λίγο πιο κάτω υπήρχε μια διαμόρφωση ο κήπος, κάτι θάμνους. Τους πέρασε χωρίς πρόβλημα και τον έχασα απ’τα μάτια μου.

Κοίταξα αριστερά. Δεν φαινόταν κανείς. Σηκώθηκα και με αργά βήματα πλησίασα την μεγάλη βεράντα. Σε δευτερόλεπτα ήμουν έξω από την μεγάλη πόρτα της βίλας που τη θυμόμουν καλά από την πρώτη μου επίσκεψη. Δοκίμασα να την ανοίξω αλλά βέβαια ήταν κλειδωμένη.

Απομακρύνθηκα και συνέχισα αριστερά, προς την άλλη πλευρά του σπιτιού. Έστριψα τη γωνία και περπάτησα σιγά σιγά. Δεν είχα ξανάρθει από αυτή την μεριά της ιδιοκτησίας. Λίγο πιο κει είδα ένα παράθυρο μισάνοιχτο στο ύψος μου. Κοντοζύγωσα αλλά πριν προλάβω να πανηγυρίσω άκουσα τις κραυγές του Λάμπρου!

 

 

Λάρα Κροφτ

Σ

την αρχή νόμιζα ότι έκανα λάθος. Όμως δεν έκανα. Άκουγα καθαρά το βογκητό, τις βλαστήμιες και τις κατάρες του. Τι είχε πάθει όμως;

«Γαμώ την πουτάνα μου!», ούρλιαζε ο φίλος μου κι εγώ είχα καθηλωθεί με την πλάτη στον τοίχο κάτω απ’αυτό το μισάνοιχτο παράθυρο που το είχα δει σαν δώρο εξ ουρανού. Πώς τα σκατώσαμε έτσι;, φώναξα… ψιθυρίζοντας και φτύνοντας στο χώμα. Γιατί τον είχα μπλέξει σε αυτή τη γαμημένη ιστορία τον Λάμπρο; Γιατί;

«Σήκω φύγε Μελίνα! Σήκω φύγε!», άκουσα έπειτα την πονεμένη κραυγή του Λάμπρου και ρίγησε η ψυχή μου. Πλησίασα προσεκτικά προς την πηγή των κραυγών, στο πίσω μέρος της βίλας. Όταν ξεμύτισα από τη γωνία, αυτό που αντίκρισα με πάγωσε.

Ο φίλος μου ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, λίγα μέτρα μακριά από την πισίνα και το δεξί του πόδι ήταν μαγκωμένο σε μια από αυτές τις μεγάλες παγίδες για αρκούδες! Το παντελόνι του είχε κιόλας μουσκέψει στο αίμα. Ο Λάμπρος σφάδαζε από τους πόνους και χτυπούσε με τη γροθιά του το γρασίδι. Προχώρησα προς το μέρος του και τότε στα δεξιά μου την είδα.

Αυτή είναι… η Αντιγόνη!, είπα και το πλάκωμα που με έπιανε συχνά πυκνά τώρα μούδιασε όλα μου τα μέλη, σχεδόν με παρέλυσε. Ο ίλιγγος έγινε σκοτοδίνη και λίγο έλειψε να σωριαστώ κι εγώ στο γκαζόν, κοντά στον πληγωμένο φίλο μου.

«Φύγε Μελινάκι… όσο είναι καιρός… πουτάνα, θα σε σκίσω!…», παραληρούσε ο Λάμπρος και τον άκουγα σαν μέσα από όνειρο.

Στα δεξιά μου, πάνω στη βεράντα της αυλής βρίσκονταν τρεις άνθρωποι. Εγώ τους έβλεπα σαν θολές φιγούρες μέσα στη θύελλα που μαινόταν στο κεφάλι μου. Μπορούσα να διακρίνω όμως αυτή τη σκύλα, καθισμένη σε ένα αμαξίδιο ενώ αριστερά και δεξιά της δυο άντρες με καραμπίνες στόχευαν κατευθείαν πάνω μας. Ο ένας στον Λάμπρο, ο άλλος σε μένα!

«Να και η Λάρα Κροφτ!», άκουσα το χλευασμό της και οι σωματοφύλακές της γέλασαν. «Μεγάλη μου τιμή! Καλώς ήλθατε στο φτωχικό μας!», συνέχισε αυτή. Κι άλλα περιπαικτικά γέλια από τους άντρες με τις καραμπίνες.

«Χαμηλώστε τα όπλα παιδιά… δεν βλέπετε; Έχουμε μπροστά μας δυο ανήμπορους συνανθρώπους μας», είπε πάλι και κείνη τη στιγμή δεν άντεξα να κουβαλάω περισσότερο το βάρος μου και γονάτισα.

«Στο είχα πει να γονατίσεις μπροστά μου», είπε η Αντιγόνη με σκληρό τόνο. «Χαίρομαι που το κάνεις… έστω και κάτω απ’αυτές τις συνθήκες»

Πάλευα να πάρω ανάσα και δεν μπορούσα. Όλα γύρω μου χόρευαν σε έναν τρελό ρυθμό. Μέσα στη σκοτούρα μου άκουγα μια τις οιμωγές του φίλου μου και μια τα χλευαστικά σχόλια και τις θριαμβολογίες της Αντιγόνης.

«Θα πρέπει να με υποτίμησες πάρα πολύ κοπελιά για να πιστέψεις ότι θα με έπιανες στον ύπνο. Βέβαια, θυσιάσαμε τον καλό μας Βίλι. Δεν πειράζει, ο Μιχάλης έχει φροντίσει να τον αντικαταστήσει. Χρειάζονται και θυσίες σ’αυτή τη ζωή! Τι λες, συμφωνείς καργιόλα του Περάματος;».

Νέα τρανταχτά γέλια από τους άντρες. Ο πονοκέφαλος, ο ίλιγγος, το ανακάτωμα, έγιναν αφόρητα. Άδειασα το στομάχι μου δυο φορές για να συνέλθω. Του κάκου. Ένιωθα εξάντληση, ανημπόρια, παραίτηση. Τελικά σωριάστηκα στο υγρό γρασίδι και ο ουρανός από πάνω μου στριφογύριζε σαν μανιασμένος.

Κάτι είπε η Αντιγόνη, δεν μπορούσα να βγάλω άκρη πλέον. Όλα ήταν ένας χυλός, ένα πηχτό ρευστό που είχε πλημμυρίσει το είναι μου. Κάποια στιγμή ένιωσα δυνατά χέρια να με ανασηκώνουν και έπειτα σκοτάδι.

 

Κόκκινο νερό

Ο

μπαμπάς στεκόταν όρθιος, δίπλα σε αυτή τη μεγάλη, άσπρη βάρκα. Όσο τον πλησίαζα μπορούσα να διαβάσω τι έγραφε στα ‘μάγουλα’ της πλώρης. ‘Μελίνα’! Ο μπαμπάς με καλούσε. Είχε σκύψει, με κοιτούσε χαμογελαστός και με καλούσε. Εγώ τον πλησίαζα, άρχισα να τρέχω προς εκείνον. Ήταν τόσο νέος, όμορφος και γελαστός ο μπαμπάς. ‘Κοίτα… αυτή είναι η βάρκα μας… η βάρκα σου… έχει τ’όνομά σου’, μου είπε καθώς με άρπαξε με τα δυνατά του χέρια και με σήκωσε ψηλά. Άρχισα να γελώ. Μπορούσα να μυρίσω το σώμα του, να φιλήσω τα μαλλιά του… και μπορούσα να δω… να δω τα πάντα από εκεί ψηλά, πιο ψηλά απ’όσο είχα βρεθεί ποτέ, ασφαλής στα δυο του ατσάλινα μπράτσα. ‘Κοίτα, κοίτα τη βάρκα μας αγάπη μου’, έλεγε ο μπαμπάς και τότε, έσκυψα να δω το εσωτερικό της. Είδα κόκκινο… κόκκινο νερό… άρχισα να φωνάζω, να ουρλιάζω... η βάρκα ήταν πλημμυρισμένη… ξέχειλη σχεδόν από αίμα! ‘Μπαμπά! Μπαμπά!’, φώναζα αλλά δεν με άκουγε… δεν με άκουγε κανείς… ‘Μπαμπά!’

Ξύπνησα μέσα σε αγωνία και βήχα. Σε ζάλη και θολούρα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, είχα ιδρώσει.

Τι σόι όνειρο ήταν πάλι αυτό;

Η πρώτη αίσθηση ήταν η όσφρηση. Δυνατή, αψιά μυρωδιά από μπογιές. Δεν ήταν δυσάρεστη, ήταν αλλόκοτη.

Πού είμαι;

Ύστερα η όραση. Θολή στην αρχή, καθάριζε σιγά σιγά. Ένας άγνωστος χώρος. Ημισκότεινος, γεμάτος πράγματα. Παλιά έπιπλα, κούτες, εργαλεία, ξύλινοι πάγκοι, χίλια δυο σκουπίδια.

Τι είναι εδώ;

Ήμουν ακουμπισμένη σε έναν υγρό, βρόμικο τοίχο. Γύρισα το κεφάλι μου πρώτα δεξιά. Μικρά σφυράκια ακολούθησαν την κίνηση, ζαλάδα. Δίπλα μου ένα σάπιο ντιβάνι με ένα ξεσκισμένο στρώμα. Γύρισα έπειτα αριστερά. Κάποιος βρισκόταν εκεί, ένας μεγαλόσωμος άντρας… κοιμόταν.

«Λά… Λάμπρο!», είπα και η μισή λέξη δεν ακούστηκε σχεδόν.

Ο καλός μου φίλος ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο όπως κι εγώ και έδειχνε να κοιμάται. Θυμήθηκα. Κοίταξα προς το πληγωμένο του πόδι. Η εικόνα με αποθάρρυνε. Όλο του το παντελόνι από το σημείο της αρπάγης, την οποία είχαν ήδη αφαιρέσει και κάτω ήταν μουσκεμένο στο αίμα. Με έπιασε πανικός. Έκανα να κινήσω το σώμα μου για να εξετάσω το τραύμα του από κοντά όμως διαπίστωσα πως δεν μπορούσα. Τα χέρια μου ήταν δεμένα από τους καρπούς με μεταλλικούς κρίκους στον τοίχο. Το ίδιο και του Λάμπρου.

Άει στο διάολο!, έβρισα δυνατά και γύρισα το κεφάλι μου και πάλι στον αναίσθητο Λάμπρο.

Το παράξενο όνειρο με τον μπαμπά και την πλημμυρισμένη με αίμα βάρκα άρχισε να ξεθωριάζει. Άφηνε πίσω του όμως μια γεύση στυφή κι ένα παράξενο συναίσθημα. Αποφάσισα να συνεφέρω το φίλο μου.

«Λάμπρο… είσαι καλά;», του φώναξα δυο τρεις φορές κι επιτέλους ο φίλος μου έδειξε να αντιδρά. Γύρισε σιγά σιγά το κεφάλι του προς το μέρος μου και με κοίταξε σαν χαμένος με μισόκλειστο βλέμμα.

«Μελίνα…;», είπε χαμηλόφωνα και βραχνά.

«Έλα βρε Λάμπρο, με κοψοχόλιασες! Είσαι καλά;»

Η ερώτηση ήταν ανόητη βέβαια αλλά κάτι έπρεπε να πω. Ποιος ήταν καλά απ’τους δυο μας; Όμως με ανησυχούσε το πόδι του.

«Μια χ…», πήγε να πει αλλά προσπαθώντας να σηκώσει το σώμα του συνειδητοποίησε πως ήταν αδύνατο.

«Τι σκατά…», είπε και με αγριοκοίταξε. «Πού… που στο διάολο είμαστε;», ρώτησε έπειτα πιο ζωηρά και χαμογέλασα. Είχε αρχίσει να συνέρχεται για τα καλά.

«Μας έχουν δεμένους εδώ μέσα… κάποιο υπόγειο είναι… δεν ξέρω», του απάντησα κοιτώντας ολόγυρα.

Ο φίλος μου ξεφύσηξε απογοητευμένος.

«Το πόδι μου…», είπε και έκανε να το λυγίσει. Ένας μορφασμός πόνου ήταν η συνέπεια.

«Πρέπει να βρω τρόπο να βγούμε από δω μέσα και να την κάνουμε… αρκετά… ας πάει στα τσακίδια και ο Αφοσιωμένος και η Αντιγόνη και όλοι τους…», είπα θυμωμένη.

«Με πυροβόλησαν;», με ρώτησε.

«Όχι… πάτησες μια παγίδα… δεν θυμάσαι ε;».

Ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι του ελαφρά. Έπειτα το έγειρε πάλι αριστερά και έχασα την επαφή μαζί του.

Γαμώ την πουτάνα μου!, έβρισα πάλι και τότε άκουσα τα βήματα στη σκάλα εμπρός και αριστερά. Ένα ζωηρό φως πλημμύρισε το χώρο.

Κάποιος κατέβαινε.

Προσπάθησα πάλι να απελευθερώσω τους καρπούς μου, μάταια. Ήταν περισσότερο μια κίνηση απελπισίας και θυμού. Πιο πολύ πλήγωνα τα χέρια μου παρά οτιδήποτε άλλο.

 

Ένας κοντοστούπης, ξανθοτρίχης με κόκκινα μάγουλα και αλεπουδίσιο βλέμμα έκανε σε λίγο την εμφάνισή του εμπρός μου. Κρατούσε και την καραμπίνα του. Μας έριξε μια γρήγορη ματιά σιωπηλός και ανέκφραστος.

«Πρέπει να φέρεις γιατρό για το πόδι του!», του πέταξα και έκανε πως δεν με άκουσε. Αντίθετα συνέχισε να κοιτάζει ερευνητικά σα να έψαχνε κάτι. Ύστερα από λίγο άκουσα τη φωνούλα του. Ήμουν βέβαιη πως ήταν ένα απ’τα πρωτοπαλίκαρα της Αντιγόνης.

«Τι κοιτάζεις σαν ηλίθιος; Σού είπα, πήγαινε να ειδοποιήσεις ένα γιατρό… ή καλύτερα ασθενοφόρο… πρέπει να πάμε σε νοσοκομείο!», φώναξα πλέον και τότε τον είδα να με καρφώνει με τα μοχθηρά του ματάκια.

«Βούλωνέ το», είπε με άψογη αλβανική προφορά.

«Άντε γαμήσου!», του απάντησα.

«Θα έρθεις πάνω, μαζί μου… εσύ», είπε μετά και αυτό που αναζητούσε μάλλον πριν ήταν ένας τρόπος να με αποδεσμεύσει χωρίς να ρισκάρει να του χιμήξω. Δεν θα του έκανα τη χάρη.

«Δεν πάω πουθενά. Πες στο πορνίδιο την αφεντικίνα σου αν δεν φροντίσει το τραύμα του Λ… του φίλου μου δεν θα τη βγάλει καθαρή… θα της φέρω όχι την αστυνομία εδώ μέσα αλλά και το στρατό… θα τη χώσω πολύ βαθιά… ή στη φυλακή ή στο χώμα… έτσι πες της…», φώναξα αλλά ο τύπος δεν καταλάβαινε τίποτα.

«Γύρνα πλάτη», μού είπε ήρεμα. «Θα σου λύσω τα χέρια».

«Βρε άει στα τσακίδια!», επανέλαβα και εκείνη τη στιγμή άκουσα και μια άλλη φωνή.

«Τι έγινε; Μελίνα;».

Ο Λάμπρος είχε ξυπνήσει από τις φωνές μου και κοιτούσε μια εμένα και μια τον κοντοπίθαρο.

Ο τύπος πλησίασε τον Λάμπρο και σήκωσε την καραμπίνα ακριβώς πάνω απ’το κεφάλι του.

«Γύρνα πλάτη», είπε πάλι και φαίνεται ότι είχε βρει τη λύση για το πώς να με λύσει. Πιο απλό θα ήταν βέβαια να είχε φέρει κάποιον βοηθό αλλά το μυαλό αυτών των μισθωμένων μπράβων δεν ήταν για πολλά πολλά.

Κοίταξα την καραμπίνα να σημαδεύει το φίλο μου και αποφάσισα πως δεν με έπαιρνε για ρίσκα. Γύρισα σιγά σιγά το σώμα μου στην αντίθετη πλευρά.

«Καλά, γύρε καλά!», άκουσα την αηδιαστική φωνή του. «Μη στρίψεις κεφάλι», είπε πάλι και μετά από λίγο τον ένιωσα να έρχεται από πάνω μου, να σκύβει και προσεκτικά να ξεκλειδώνει τις χειροπέδες μου από το κρίκο. Ήμουν ελεύθερη τώρα! Και το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές.

Ο τύπος απομακρύνθηκε γρήγορα και στάθηκε σε απόσταση ασφαλείας με την καραμπίνα να σημαδεύει εμένα τώρα.

«Σήκω… πάμε πάνω», με διέταξε αλλά δεν τον έκοβα να είναι και σε μεγάλη φόρμα. Προφανώς ήταν ένας δευτεροκλασάτος παρατρεχάμενος του Βάινα. Δεν τα είχε ξανακάνει αυτά τα πράγματα, φαινόταν σα χαμένος.

«Δεν σηκώνομαι, σου είπα αν δεν φέρεις γιατρό», είπα και έμεινα στη θέση μου τρίβοντας τους καρπούς μου.

«Ναι, πες του να πάει να γαμηθεί», άκουσα τον Λάμπρο με κλειστά τα μάτια και γερμένο το κεφάλι να μη βλέπει αλλά να τα ακούει όλα.

Ο αλβανός βρέθηκε σε μια κατάσταση σύγχυσης. Ήταν φανερό ότι πάλευε να αποκτήσει έλεγχο της κατάστασης αλλά δεν ήξερε πως. Μέχρι στιγμής καλά τα πήγαινε αλλά τον είδα να τρέμει και να μην πιστεύει ότι ‘μας έχει’.

«Αυτό θα κάνω», απάντησα στο φίλο μου. «Θέλω να δω το πόδι σου», είπα και μετακίνησα το σώμα μου προς τα κάτω.

«Σήκω γιατί θα ρίξω!», απείλησε ο κοντός και είδα τον ιδρώτα να τρέχει στα κόκκινα μαγουλάκια του.

«Σού είπα, αν δεν έρθει γιατρός…», ξεκίνησα να λέω όταν άκουσα κι άλλα βήματα στη σκάλα. Πιο αλαφροπάτης ήταν ο καινούργιος που κατέβαινε τώρα.

«Ο γιατρός έρχεται», άκουσα φωνή. Γυναικεία. Έπειτα από λίγο εμφανίστηκε εμπρός μας μια νέα γυναίκα. Μπορεί να ήμουν στα καλύτερά μου αλλά δεν έπεφτα έξω. Ήταν αυτή που είχα δει λίγες μέρες πριν δίπλα στη γυναίκα του Βάινα.

«Ποια είσαι εσύ;», ρώτησα αλλά ήξερα ποια ήταν. Ύψος, σουλούπι και στυλ πανομοιότυπο με της μάνας της. Κανονικός κλώνος.

«Νομίζω πως ξέρεις ήδη ποια είμαι», είπε και είδα να κουβαλάει μια μεγάλη τσάντα. Την άφησε κάτω και με κοίταξε ήρεμα. «Θα περιποιηθώ εγώ το τραύμα του φίλου σου. Πήγαινε επάνω», είπε και άνοιξε την τσάντα για να μου δείξει ότι έλεγε την αλήθεια.

Σηκώθηκα σιγά σιγά από το πάτωμα και τέντωσα τα μέλη μου που πονούσαν. Έκανα δυο βήματα και έσκυψα πάνω από την ορθάνοιχτη τσάντα. Γάζες, ψαλίδια, μαχαίρια, μπουκαλάκια με οινόπνευμα, διάφορα.

«Το τραύμα είναι σοβαρό», της είπα. «Είσαι γιατρός;».

«Προχώρα!», άκουσα τη φωνή του μαλάκα δεξιά μου που είχε τεντώσει την καραμπίνα και ίδρωνε και ξεΐδρωνε.

«Σκάσε εσύ, μιλάω με τη κυρά σου, δε βλέπεις;», του πέταξα και τα αλεπουδίσια ματάκια του σκοτείνιασαν.

«Δεν είμαι γιατρός αλλά ξέρω από τραύματα. Και πολύ πιο σοβαρά απ’αυτό. Οι δαγκάνες της παγίδας ήταν στομωμένες… επίτηδες… το τραύμα του φίλου σου δεν θα είναι πολύ βαθύ», είπε και την κοίταξα απορημένη. Αυτή δεν έδειχνε να έχει τον κωλοχαρακτήρα της αδελφής της. Φαινόταν πιο ‘φυσιολογική’… αλλά πώς μπορούσες να εμπιστευτείς οποιονδήποτε εδώ μέσα;

«Τέλος πάντων», είπα και έριξα μια τελευταία ματιά στο φίλο μου. Ανέπνεε ήρεμα και δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τι γινόταν.

«Εσύ είσαι η Ευμενία λοιπόν», είπα γυρνώντας ξανά στην κοπέλα.

«Ναι… τώρα πηγαίνετε», είπε σοβαρά και με προσπέρασε για να πάρει θέση πάνω από το πληγωμένο πόδι του Λάμπρου.

Έκανα ένα βήμα και άκουσα πάλι τον κοντό.

«Σιγά… όχι εξυπνάδα!», είπε και πήγα να βάλω τα γέλια. Αλλά η κατάσταση δεν ήταν για γέλια. Μάλλον για κλάματα ήταν.

Κι άρχισα να προχωρώ προς τη σκάλα. Η Αντιγόνη με περίμενε.

Και την περίμενα κι εγώ.

 

 

Στη φωλιά του δράκου

Η

πρώτη μου εντύπωση όταν μπήκα μέσα σ’αυτό το δωμάτιο ήταν πως δεν επρόκειτο ούτε για κρεβατοκάμαρα ούτε για οτιδήποτε είναι συνηθισμένος να αντικρίζει κανείς σε ένα οποιοδήποτε σπίτι φυσιολογικών ανθρώπων. Περισσότερο μου θύμισε κάτι ταινίες τρόμου που έβλεπα στις οποίες ο παρανοϊκός πρωταγωνιστής έχει μετατρέψει κάποιο χώρο σε ένα ιδιόμορφο και ανατριχιαστικό μουσείο εκθεμάτων. Με αλλόκοτη και σουρεαλιστική διακόσμηση απολύτως συμβατή με τον ψυχισμό του.

Και πριν απ’όλα, το δωμάτιο ήταν χωρισμένο στα δυο με μια τεράστια, βαριά, μπορντό κουρτίνα, σαν παραβάν. Το δεξί μέρος που βρισκόμουν εγώ, περιείχε ένα μεγάλο, πολυτελές διπλό κρεβάτι, τέρμα στον τοίχο, με ουρανό και γλυπτά ανάγλυφα που ήταν καλυμμένο ολόγυρα από λεπτοφυές σαν ιστό ύφασμα. Δεν μπορούσα να διακρίνω παρά μονάχα μια φιγούρα να βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Παλαβά πράγματα. Υπήρχαν και δυο καρέκλες και σε μια από αυτές με ‘έσπρωξε’ με την καραμπίνα του ο κοντοστούπης να καθίσω, λίγα μέτρα μακριά από το μεγάλο κρεβάτι με την ‘κουνουπιέρα’.

Παρατήρησα τους τοίχους. Εδώ κι αν γινόταν γλέντι. Αντί για ταπετσαρία, τους τοίχους κάλυπταν παντού σελίδες με διάφορα κείμενα, ποιήματα και φωτογραφίες της Αντιγόνης και… του Αφοσιωμένου! Δεκάδες για να μην πω εκατοντάδες σελίδες και φωτογραφίες σε ένα τερατώδες παζλ που σε έπιανε ζαλάδα όπου κι αν γυρνούσες το βλέμμα σου. Δεν μπόρεσα να μην νιώσω ένα ρίγος. Ήταν η πρώτη φορά που η αποστολή μου επιβραβευόταν και πανηγυρικά μάλιστα. Αν μη τι άλλο είχα μπει στη φωλιά του δράκου. Και ο δράκος έκανε την ωραία κοιμωμένη πίσω από μια λευκή κουρτίνα στο κρεβάτι του.

Ο αλβανάκος ανακουφίστηκε που με είδε να κάθομαι σαν αρσακειάδα στη θεσούλα μου χωρίς να κάνω αταξίες και οπισθοχώρησε μερικά βήματα ως το παραβάν. Γύρισα και του έριξα μια ματιά. Στεκόταν όρθιος και ακίνητος σαν τσολιάς στα ανάκτορα. Του έκλεισα το μάτι συνωμοτικά. Δεν αντέδρασε. Συνέχισε να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει. Φανταζόμουν το άγχος του να προστατεύσει την αφεντικίνα του. Αλίμονο αν έκανα καμιά βουτιά να την αρπάξω απ’το λαιμό και τα κατάφερνα. Ο Βάινας θα του έκοβε τον κώλο… μάλλον κάτι άλλο θα του έκοβε.

Τι να γινόταν άραγε με το φίλο μου στο υπόγειο; Τον περιποιόταν καλά η Ευμενία ή θα είχαμε περιπέτειες με το πόδι του; Η σκέψη αυτή με μελαγχόλησε. Αλλά για λίγο. Εδώ ήταν το βασίλειο της τρέλας. Και σε αυτό το βασίλειο δεν μένεις με τις σκέψεις σου για πολύ.

«Να λοιπόν που συναντιόμαστε… επιτέλους!», την άκουσα να λέει χωμένη πίσω απ’την κουνουπιέρα της η Αυτής Μεγαλειότης!

«Ναι, είχα μια φαγούρα ξέρεις να συναντηθούμε…», της απάντησα σε γλώσσα και ύφος που ήξερα καλά.

«Δεν σε πιστεύω… αφιέρωσες χρόνο και χρήμα μόνο και μόνο για να μπεις σε αυτό το δωμάτιο… ρισκάρισες, κινδύνεψες σοβαρά… αλλά τα κατάφερες… το σέβομαι αυτό… κατά κάποιο τρόπο έχω αρχίσει να σε συμπαθώ».

Άκουγα τη φωνή της να έρχεται καθαρή και γάργαρη και για μια στιγμή ένιωσα και πάλι εκείνο το φοβερό πλάκωμα στο στήθος που με είχε παραλύσει και είχα σωριαστεί κατάχαμα όταν την πρωτοσυνάντησα, έξω από το σπίτι. Όμως ήταν περισσότερο σαν σουβλιά που με χτύπησε για λίγο και πέρασε. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως πηγή αυτής της δύναμης ήταν η παρανοϊκή κοπελιά που είχα απέναντι μου. Τι είδους δυνάμεις διέθετε λοιπόν αυτό το σατανικό πλάσμα ώστε να μπορεί να με ‘σουβλίζει’ όταν ήμουν στην Αθήνα, σε τέτοια απόσταση; Έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική. Ίσως να μην ήταν μόνη της. Εκτός από την Ευμενία μπορεί να ήταν κρυμμένοι καμιά δωδεκάδα παλαβιάρηδων σε κάποιο άλλο δωμάτιο της βίλας και να έπαιζαν με κέρινες κούκλες και καρφίτσες. Τα είχα διαβάσει αυτά τα ‘βουντού’ σκατά. Είχα δει κι ένα κάρο ταινίες. Δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα. Είχα βρομόστομα μεν και δεν κρατιόμουν εύκολα αλλά αν ήταν ο Πήτερ από μια γωνιά θα μου έλεγε: Κούλαρε Μελίνα… όταν είσαι στη φωλιά της αρκούδας δεν μιλάς, δεν λαλάς και δεν χορεύεις. Κάθεσαι σαν την κοτούλα σε μια γωνίτσα και περιμένεις… Τι; Δεν ήξερα. Ίσως μια ευκαιρία να δω τον Αφοσιωμένο να ξεπροβάλλει από καμιά μυστική πόρτα στον τοίχο. Όλα ήταν πιθανά.

«Υπάρχουν και άνθρωποι που συμπαθείς; Εκτός από τον εαυτό σου;», τη ρώτησα και την άκουσα να ξεσπάει σε γέλια.

«Έχεις πλάκα τελικά… όλοι οι απλοϊκοί άνθρωποι έχουν πλάκα. Γι αυτό και δεν είναι εύκολοι αντίπαλοι», είπε και ξαφνικά το γέλιο της, όπως με όλους τους λαλάκηδες κόπηκε μαχαίρι. Και το ύφος άλλαξε.

«Όχι πως δεν θα πληρώσεις βέβαια για το εξωφρενικό σου θράσος!».

«Πού είναι;», ρώτησα απότομα. «Πού τον κρύβεις;».

Την είδα να ανασαλεύεται πάνω στο κρεβάτι της.

«Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεστε στα κρατητήρια της αστυνομίας τώρα. Και οι δυο σας. Παραβιάσατε μια ιδιοκτησία, μπουκάρατε σαν κοινοί σαλταδόροι και διαρρήκτες και τώρα θα έπρεπε να ψάχνετε για δικηγόρο…».

«Γιατί δεν τηλεφωνάς στους μπάτσους λοιπόν κούκλα μου να τελειώνει το παραμύθι; Θα τους βάλω να ψάξουν και το αρχοντικό σου. Κάτι μου λέει πως θα βρουν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα εδώ μέσα».

«Σκασμός, τσουλάκι!».

Τώρα είχε θυμώσει λοιπόν. Κι αμέσως το πλήρωσα με έναν οξύ πόνο στο στήθος που με δίπλωσε στα δυο. Έπεσα από την καρέκλα στο χαλί και με το ζόρι στεκόμουν στα γόνατα. Τώρα ίδρωνα και ξεΐδρωνα κι εγώ. Πάλευα να πάρω ανάσα.

«Αυτές είναι οι συνέπειες όταν με θυμώνουν! Να το θυμάσαι!», είπε και μετά από λίγο ο πόνος γλύκανε και μπόρεσα να εισπνεύσω βγάζοντας μια κραυγή.

Είδα τον κοντό να με πλησιάζει και να με βοηθά να ξανακαθίσω στην καρέκλα μου σαν καλός συνοδός σε κάποιο ραντεβού. Μού πήρε κάμποση ώρα να ξαναβρεί τον κανονικό ρυθμό της η καρδιά μου.

«Είσαι… τελείως τρελή!», είπα όταν συνήλθα ρισκάροντας μια ακόμη επίθεση.

«Τρελή; Αν εγώ είμαι τρελή πώς αποκαλείς τον εαυτό σου και το φίλο σου που παραβιάσατε την ιδιοκτησία μου χωρίς κανένα λόγο και κανένα δικαίωμα;».

Μπόρεσα να δω μέσα απ’τη λευκή κουρτίνα του κρεβατιού ότι είχε ανασηκωθεί κάπως. Με κάποιο τρόπο είχε φέρει το σώμα της πιο κοντά. Η εικόνα ήταν ανατριχιαστική. Λες και κρυβόταν ένα αποκρουστικό πλάσμα εκεί μέσα που στη θέα του και μόνο θα προκαλούσε φρίκη και τρόμο. Μήπως όμως τελικά αυτό δεν συνέβαινε; Στο μυαλό μου, δεν ξέρω γιατί, ήρθε ξανά το παράξενο όνειρο με τον πατέρα και τη βάρκα… ποιος ήταν ο συμβολισμός; Ποιο ήταν το μήνυμα;

«Κανένα δικαίωμα είπες;», πήρα τη σκυτάλη στη συζήτηση. «Εσύ είχες το δικαίωμα να κρατάς αιχμάλωτο έναν άνθρωπο;».

«Σε ποιον αναφέρεσαι;», ρώτησε λες και είχε μόλις κατέβει απ’τον Άρη.

«Ξέρεις σε ποιον αναφέρομαι».

«Και πώς βγάζεις το συμπέρασμα πως κρατείται αιχμάλωτος; Ποιος σού έβαλε αυτή την ιδέα στο κεφάλι;»

«Ωραία. Αν δεν είναι αιχμάλωτος, τότε γιατί όλ’αυτά; Γιατί δεν εμφανίζεται; Γιατί έχεις οχυρωθεί πίσω απ’όλα τούτα και έχεις μπράβους οπλοφόρους και εκβιάζεις ανθρώπους και απειλείς και τρομοκρατείς; Αν ο Αντρέας δεν είναι αιχμάλωτος κι αν είναι ακόμα ζωντανός, αν είναι εδώ μαζί σου με τη θέλησή του, τότε, σε ρωτώ ξανά Αντιγόνη… πού είναι;».

Έγινε μια μικρή παύση. Την είδα πάλι να γέρνει πίσω στο στρώμα της και η σιωπή της με ενόχλησε περισσότερο από το να μου απαντούσε με το γνωστό της ύφος.

«Ο Αντρέας είναι εδώ Μελίνα… μαζί μου… μαζί μας!», είπε τελικά και ένιωσα ένα σύγκρυο.

Τι στο διάολο; Μήπως πράγματι ήμασταν όλοι πρωταγωνιστές μιας ταινίας μυστηρίου;

«Τι… τι θέλεις να πεις;».

«Γιαν!», την άκουσα να διατάζει και γύρισα να κοιτάξω. Ο μικρόσωμος άντρας τράβηξε ένα σχοινί που κρεμόταν από την οροφή και η μπορντό κουρτίνα άνοιξε στα δυο σαν σκηνή θεάτρου.

Αυτό που αντίκρισα μου έφερε ένα μούδιασμα στο σαγόνι και στα άκρα. Το συναίσθημα ήταν πρωτόγνωρο. Η αυλαία είχε ανοίξει κι αυτό που αποκάλυπτε ήταν η πλάτη μιας πολυθρόνας. Μπροστά της ένα μεγάλο γραφείο. Πάνω του βιβλία, χαρτιά, η οθόνη ενός υπολογιστή. Δεξιά κι αριστερά από το μεγάλο γραφείο, βιβλιοθήκες που έφταναν ως την οροφή με τα ράφια τους γεμάτα βιβλία.

Κοιτούσα σαν μαγεμένη το σκηνικό λες κι επρόκειτο να βγει κανένας ταχυδακτυλουργός και να αρχίσει τα μαγικά του. Είχα καθηλωθεί.

«Ο αγαπημένος μου κάθεται στην πολυθρόνα του Μελίνα. Και δεν είναι αιχμάλωτος. Ποτέ δεν ήταν…».

Το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν το αριστερό χέρι ενός άντρα πάνω στο μπράτσο της μεγάλης πολυθρόνας. Ένα χέρι ακίνητο. Κάτω από την πολυθρόνα μπορούσα να δω τα δυο πόδια του καθισμένου ανθρώπου. Είχα σχεδόν παγώσει.

«Γιατί δεν σηκώνεται; Γιατί δεν μιλάει;», ρώτησα εξακολουθώντας να κοιτάζω σαν απολιθωμένη.

Κάτι ετοιμάστηκε να απαντήσει η Αντιγόνη αλλά δεν πρόλαβε.

Νέα γεγονότα λάβαιναν χώρα στο αρχοντικό του Βάινα.

 

Τρελάδικο

«Μ

ελίνα, βγες έξω… βγες έξω, πάμε να φύγουμε!»

Ήταν η φωνή του Λάμπρου αυτή ή μήπως είχα αρχίσει να τα χάνω εδώ μέσα;

«Γιαν!», άκουσα την ανήσυχη διαταγή της Αντιγόνης και ταυτόχρονα ο Λάμπρος πάλι.

«Μελίνα, έλα… μη φοβάσαι, δεν μπορούν να σε αγγίξουν! Βγες έξω!».

Ο Γιαν είχε ήδη βγει από το δωμάτιο με την καραμπίνα του προτεταμένη κι εγώ σηκώθηκα να τον ακολουθήσω.

«Μην διανοηθείς να κάνεις βήμα. Σε σημαδεύω με ένα περίστροφο!», με σταμάτησε η γυναίκα πίσω απ’την κουνουπιέρα και δεν μπορούσα να αποφασίσω αν μπλοφάριζε ή όχι. Τι συνέβαινε σ’αυτό το τρελάδικο επιτέλους;

«Μελίνα, κρατάω την αδελφή της τρελής εδώ πέρα… μη φοβάσαι… αν τολμήσουν να σε πειράξουν θα της σπάσω το σβέρκο σαν κλαράκι… σήκω κι έλα να την κάνουμε!

Ήμουν σε μια κατάσταση αιώρησης. Είχα σηκωθεί εκατοστά από την καρέκλα μου σε μια ετοιμότητα φυγής αλλά η Αντιγόνη παρέμενε ψύχραιμη. Και κυνική.

«Κάνε ένα βήμα και θα σου συνθλίψω το κρανίο. Μια σφαίρα απ’αυτό το πράγμα αρκεί να σε στείλει στο διάολο… και μετά θα ασχοληθούμε με τον μαλάκα το φίλο σου».

«Λάμπρο… πού είσαι;», φώναξα από κει που βρισκόμουν.

«Έξω στο διάδρομο είμαι μάτια μου… κρατάω την… πώς τη λένε αυτή… και με μια κινησούλα μου το λαιμουδάκι της θα σπάσει στα δυο… θέλω να φύγουμε από δω πέρα… έλα…».

«Είσαι μόνος σου;».

«Σωστή ερώτηση, μπράβο», πήρα τα εύσημα από την Αντιγόνη που μάλλον το καταδιασκέδαζε το έργο.

«Όχι… με σημαδεύουν οι δυο τύποι με τις καραμπίνες… δεν θα τολμήσουν να ρίξουν όμως… πάμε να φύγουμε… σε λίγο θα πλακώσουν κι άλλοι… θα γίνει χαμός εδώ μέσα».

«Χμ… έξυπνος ο φίλος σου… φαίνεται ότι η Ευμενία τον πληροφόρησε πως από στιγμή σε στιγμή επιστρέφουν οι δικοί μου…», είπε η Αντιγόνη κι έβγαλε και μια κραυγή θριάμβου. Καμιά ανησυχία για την κατάσταση της αδελφής της.

«Καλά, δεν σε απασχολεί η αδελφή σου;», την ρώτησα.

«Κοίτα το δικό σου χάλι κι άσε την αδελφή μου!», γρύλλισε και τότε είδα το σώμα της να μετακινείται κάπως. Σαν μια σκιά που αλλάζει θέση… δεν μπορούσα να βγάλω άκρη… κρατούσε πράγματι κάτι στο χέρι της ή με δούλευε;

«Λάμπρο… σήκω φύγε! Φύγε μόνος σου!», του φώναξα.

«Δεν πάω πουθενά Μελίνα. Μαζί ήρθαμε, μαζί θα φύγουμε…».

«Ω, πολύ συγκινητικό!», χλεύασε η Αντιγόνη και ευχαρίστως θα της άστραφτα μια στη μούρη τώρα.

«Σκάσε!», της είπα και ταυτόχρονα το κεφάλι μου είχε πάρει φωτιά. Πάλευα να σκεφτώ μια καλή διέξοδο από τη σκατότρυπα που είχαμε πέσει.

«Λάμπρο… πώς είναι το πόδι σου; Μπορείς και περπατάς;».

«Μια χαρά είναι το πόδι μου… κουτσαίνω λίγο αλλά δεν έχω τίποτα… με ξέρεις… δεν μασάω… βγες έξω… περνάει η ώρα…».

Έμεινα σιωπηλή σε μια κατάσταση που δεν είχα ξαναβρεθεί ποτέ πριν στη ζωή μου. Μπροστά μου μια ημίτρελη με ‘σημάδευε’ με ένα πιστόλι, πίσω μου ο καλύτερός μου φίλος είχε γραπώσει απ’το λαιμό την αδελφή τής ημίτρελης και με περίμενε να αποδράσουμε απ’το τρελάδικο. Και εκτός των άλλων, αυτός για τον οποίο γινόταν όλος αυτός ο χαμός καθισμένος σε μια καρέκλα μέσα στο δωμάτιο παρίστανε το ζωντανό αλλά δεν έδινε σημεία ζωής. Δεν μιλούσε, δεν κουνιόταν… και δεν έφταναν όλ’αυτά… ερχόταν από στιγμή σε στιγμή ‘το ιππικό’ με το Βάινα και ποιος ξέρει ποιους ακόμα να κόψει κεφάλια… ψυχραιμία Μελινάκι, δεν μπορεί, θα βρεθεί μια λύση.

Κι όσο κι αν φανεί θεοπάλαβο αυτό που θα πω, πέθαινα από περιέργεια να δω ποιος καθόταν στην καρέκλα!

«Πες του να αφήσει την Ευμενία και να ξεκουμπιστεί απ’το κτήμα μου… υπόσχομαι να μην τον πειράξω… κανείς δεν θα τον πειράξει…».

Σκέφτηκα αμέσως την πρόταση της Αντιγόνης. Είχε λογική.

«Λάμπρο… άκουσέ με… βγες μόνος σου ως την πύλη, άσε την Ευμενία και φύγε… θα σου δώσω τα κλειδιά του αυτοκινήτου… θα τη βρω εγώ τη λύση… μην στενοχωριέσαι φίλε μου… πήγαινε σπίτι σου… πρώτα όμως σε ένα νοσοκομείο να δουν το πόδι σου… ναι, έτσι να κάνεις… με ακούς;».

Ο Λάμπρος δεν απάντησε αμέσως. Το σκεφτόταν. Είχε ταλαιπωρηθεί, είχε χτυπήσει και σίγουρα ο νους του ήταν στην Ελένη και το γιο του. Δεν είχε καμιά δουλειά εδώ πλέον.

«Κι εσύ;», με ρώτησε έπειτα.

«Δεν θα πάθω τίποτα. Ως το απόγευμα θα είμαι σπίτι μου… θα βρω την άκρη… πήγαινε σιγά σιγά ως την πύλη τώρα… και μην πειράξεις την Ευμενία… εντάξει;».

«Γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ!», τον άκουσα να βρίζει κι αυτό σήμαινε ότι συμφωνούσε έστω και απρόθυμα.

«Αντιγόνη, δώσε διαταγή στα ‘ντόπερμαν’ με τις καραμπίνες να μην τον πειράξουν… γα την ακρίβεια κάλεσέ τους μέσα, εδώ, να τους βλέπω», είπα και η Αντιγόνη τους κάλεσε αμέσως. Έπειτα από λίγο οι δυο σωματοφύλακες βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο με τις καραμπίνες τους χαμηλωμένες.

«Ικανοποιημένη;».

«Ναι… Λάμπρο… φύγετε τώρα… στην πύλη να αφήσεις την Ευμενία».

Έδωσα τα κλειδιά του αυτοκινήτου σε ένα από τα μαντρόσκυλα της βίλας και μετά από λίγο άκουσα τον Λάμπρο.

«Φεύγω κορίτσι… αλλά να ξέρεις ότι δεν θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια… αν ως το βράδυ δεν μου τηλεφωνήσεις ότι είσαι καλά θα γυρίσω με όλο το σύνδεσμο εδώ χάμω… στο λέω κι εσένα μουρλέγκω εκεί μέσα… πείραξέ της μια τρίχα και θα σε γαμήσω κι εγώ και άλλοι εκατό που θα έχω μαζί μου… το άκουσες;».

Η Αντιγόνη δεν απάντησε.

Πέρασαν μερικά λεπτά πηχτής, παράξενης σιωπής. Η ανάσα μου είχε βαρύνει, ένιωθα κουρασμένη, ανήμπορη, φορτισμένη. Αναρωτήθηκα αν ήταν οι τελευταίες μου ώρες. Είχα ανακουφιστεί όμως με την αποδέσμευση του Λάμπρου. Τουλάχιστον δεν θα έπαιρνα έναν άλλο άνθρωπο στο κεφάλι μου.

Και το μυαλό μου δεν έφευγε από τον μυστηριώδη άνθρωπο της καρέκλας πίσω μου.

«Έχεις διαβάσει για τον Τιτανικό καλή μου; Κάτι τέτοιο έγινε και με την επιχείρηση διάσωσης που σκαρφιστήκατε σήμερα», άκουσα κάποια στιγμή την μαλακισμένη να μου πετάει στη μούρη την πικρή αλήθεια. Σωστός Τιτανικός είχε αποδειχθεί η ‘καταδρομική επιχείρηση’ που είχα ‘σχεδιάσει’… και η αλήθεια πάντα πονάει… έτσι δεν λένε;

Δεν πέρασε πολλή ώρα και η Ευμενία έκανε την εμφάνισή της στο δωμάτιο. Είχαμε γίνει πολλοί τώρα. Μια κανονική ‘οικογενειακή’ συγκέντρωση. Η ψηλή έτριβε το λαιμό της και χωρίς να την πάρω χαμπάρι γιατί τα βήματά της ήταν πιο αθόρυβα κι από της γάτας, ήρθε εμπρός μου κι αφού μού έριξε ένα θανατηφόρο βλέμμα, σήκωσε το χέρι της και μου άστραψε ένα χαστούκι.

«Χα! Μπράβο αγάπη μου!», άκουσα την άλλη να χειροκροτάει από το κρεβάτι της. Το αριστερό μου αυτί βούιζε και το μάγουλό μου έκαιγε. Είχε βαρύ χέρι η κοπελιά και δεν της φαινόταν.

«Όλα εντάξει;», ρώτησε η Αντιγόνη.

«Ναι».

«Γιαν, Λούη, στις θέσεις σας εσείς!», ήταν η επόμενη διαταγή της μικρής που φαίνεται είχε συνηθίσει σε όλη της τη ζωή να διατάζει. Οι δυο άντρες βγήκαν από το δωμάτιο και μείναμε οι τρεις μας… α, ξέχασα… ήταν και το ζόμπι στην καρέκλα.

«Γιατί έδιωξες τον Γιαν;», είπε η Ευμενία που ακόμα έπιανε το λαιμό της. Η λαβή του φίλου μου θα της έμενε αξέχαστη. Μάλλον θα χρειαζόταν κολάρο για κανά μήνα να έλθει στα ίσα της.

«Δεν τον χρειάζομαι Ευμενία… ούτε εσένα σε χρειάζομαι… ο αρκουδιάρης αυτός κόντεψε να σε ξεκάνει… πρέπει να δεις το λαιμό σου… όταν γυρίσει ο Μιχάλης…».

«Καλά είμαι», είπε ψέματα η Ευμενία. «Θα μείνω εδώ».

«Όχι… έχουμε να πούμε κάτι… δικά μας με την Λάρα Κροφτ του Περάματος από δω… πήγαινε στο δωμάτιό σου να αναπαυτείς… αν χρειαστώ κάτι θα φωνάξω τον Γιαν», επέμεινε η Αντιγόνη και είδα την αδελφή της να μού ρίχνει ένα ακόμη δολοφονικό βλέμμα. Αν τολμούσε να σηκώσει πάλι το χέρι της θα της το’κοβα.

Η Ευμενία γύρισε το λιγνό της σώμα και με τον ίδιο αθόρυβο τρόπο, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, βγήκε από το δωμάτιο.

Και τώρα οι τρεις μας, σκέφτηκα. Η τρελή, το ζόμπι κι εγώ.

 

Αυτός φταίει

Ο

λες εκείνες τις πρώτες ημέρες, μετά τη συνάντησή μου με τον Καράλη, τις είχα περάσει διαβάζοντας τα κείμενα του Αντρέα Αφοσιωμένου. Ποιήματα, σκέψεις, διηγήματα… δεν είχα αφιερώσει ποτέ μου τόσο πολύ χρόνο μελετώντας κάποιο συγγραφέα. Και τώρα, τα περισσότερα απ’αυτά τα έβλεπα μπροστά μου. Παντού ολόγυρα, όπου έστρεφα το βλέμμα μου. Εκείνα τα τρία ποιήματα, ‘Κόκκινη Άρκτος’, ‘Λευκή Άρκτος’ και ‘Νυκτέρια Άρκτος’… το διήγημά του ‘Προκρούστης’, ένα άλλο, το ‘Μέλαινας Υετός’… ναι, τα θυμόμουν… τα έβλεπα τοιχοκολλημένα, τη μια σελίδα δίπλα στην άλλη, πάνω απ’την άλλη… ένα μακάβριο παζλ, ένα όργιο τρέλας… κι άλλα, το ‘Μικρό Μέγα’, το θυμόμουν κι αυτό, ένα μεγάλο ποίημα από τρίστιχα, να κι άλλο ένα, το ‘Ξένος’, ένα άλλο, το ‘Άνθρωποι ενιαύσιας θητείας’… όλος ο Αφοσιωμένος είχε γίνει ταπετσαρία στο δωμάτιο αυτής της γυναίκας που κρυβόταν τώρα πίσω από μια φιλτιρέ κουρτινίτσα και με κρατούσε δέσμια… όπως κι εκείνον… ή μήπως όχι;

«Γιατί το κάνεις αυτό;», την ρώτησα έτσι, ξαφνικά.

«Ποιο;».

«Γιατί κρύβεσαι πίσω από αυτό το πράγμα; Έχεις καμιά μεταδοτική ασθένεια;».

«Πολλές ταινίες βλέπεις», μου απάντησε και δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω. Όσο γι αυτό…

«Θέλω να σε δω… να δω με ποια γυναίκα μιλάω…».

Θα πρέπει να την αιφνιδίασα με τούτο τον ελιγμό. Ο Πήτερ με είχε δασκαλέψει και σ’αυτό. Οι αιφνιδιασμοί είναι πάντα τα χαμένα κλειδιά για τις κλειδωμένες πόρτες. Αν και το σημερινό ναυάγιο μού είχε διδάξει κάτι άλλο. Ότι έπρεπε να σχεδιάζω καλύτερα τις επιχειρήσεις μου. Και να μην παίρνω ανθρώπους πλέον στο λαιμό μου. Την είχα υποτιμήσει τη μικρή, το παραδέχομαι. Ή μάλλον, είχα εκτιμήσει υπερβολικά τον εαυτό μου.

«Νόμιζα πως ήθελες να δεις τον Αντρέα», είπε με αβέβαιο τόνο. Νομίζω πως διέκρινα και κάποιο τρέμουλο στη φωνή της. Σα να την είχε κλονίσει κάτι σε αυτό που είπα, σα να την είχε αγγίξει διαφορετικά.

«Δεν ξέρω… μπορεί ο Αφοσιωμένος να μην είναι τελικά το θύμα της υπόθεσης… θέλω να πω… μπορεί ο αδύναμος κρίκος να είσαι εσύ».

Να, κι ένα ακόμη ποίημα πάνω δεξιά, στη γωνία εκτυπωμένο σε κρεμ χαρτί, ‘Επήλυδες φόνοι’. Μα, πού τους έβρισκε αυτούς τους τίτλους; Δεν τους καταλάβαινα ποτέ τους ποιητές.

«Δεν είμαι ούτε θύμα ούτε θύτης Μελίνα….», είπε τελικά ανακτώντας την αυτοκυριαρχία της. «Κι αν θέλεις να…».

«Θέλω να πω, είσαι μια γυναίκα που ερωτεύτηκε έναν ποιητή… και δεν διάλεξες εσύ να είσαι… να είσαι ανάπηρη τέλος πάντων… τι άλλο μπορούσες να κάνεις; Να πας εσύ στο σπίτι του; Έπρεπε να έρθει εκείνος σε σένα… κι εγώ αυτό θα έκανα εδώ που τα λέμε…».

Πάλι σιγή. Πάλι βάρυνε η ατμόσφαιρα. Τι να έκανε άραγε το ζόμπι πίσω μου στην πολυθρόνα; Μας άκουγε;

«Διάβασες… διάβασες τα έργα του;».

Τώρα ήταν ξεκάθαρο. Παίζαμε σε άλλο γήπεδο. Αχ, βρε Πήτερ, πόσα ήξερες και με είχες μάθει. Λίγο περισσότερο μυαλό να είχα στην κούτρα μου μόνο… Η Αντιγόνη είχε συγκινηθεί… είχαμε περάσει σε ‘επαφές άλλου τύπου’.

«Βέβαια… σχεδόν όλα», είπα και δεν έλεγα ψέματα. Τώρα έβλεπα ένα από τα καλύτερά του, αριστερά, πάνω από το πορτατίφ της. ‘Ήλιοι εσωτερικού χώρου’. Ήταν πράγματι θαυμάσιο. Κι αυτό ειδικά θα πρέπει να είχε αγγίξει ιδιαίτερα την Αντιγόνη. Δεν θυμάμαι αν της το είχε αφιερώσει κιόλας. Ένας ‘ήλιος εσωτερικού χώρου’ ήταν κι αυτή… έτσι ίσως την έβλεπε, τρομάρα της!

«Δηλαδή… μπορείς να με καταλάβεις;».

Αυτή ήταν μια ερώτηση παγίδα… και δεν έπρεπε να πιαστώ σ’αυτήν.

«Σαν γυναίκα μπορώ να σε καταλάβω Αντιγόνη. Εκατό τοις εκατό… όμως…».

Και τότε το είδα. Το λευκό κουρτινάκι άρχισε να μαζεύεται και σε μια στιγμή την είχα μπροστά μου, σε απόσταση λίγων μέτρων, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της.

Έκλαιγε!

Σκέφτηκα προς στιγμήν να σηκωθώ και να την πλησιάσω αλλά ένα τέτοιο άτομο με τόσο ευμετάβλητο ψυχισμό δεν έπρεπε να είμαι απρόσεχτη. Αρκετά ηλίθια είχα φερθεί με το σαλτάρισμα της μάντρας το πρωί. Αναρωτήθηκα ξαφνικά τι ώρα ήταν. Το ρολόι μου το είχαν βγάλει απ’το χέρι μου.

Αποφάσισα να την περιμένω. Αν ηρεμούσε και μπορούσαμε να συζητήσουμε λίγο ακόμα, πριν καταφτάσει ο Βάινας με το ‘στόλο’ του…

«Δεν έφταιγα εγώ… αυτόςαυτός φταίει!», άρχισε να λέει με αναφιλητά και σπασμένες συλλαβές. Το στήθος της ανασηκωνόταν και τρανταζόταν ολόκληρη. Μπορούσα να δω μονάχα τα λεπτά της χέρια και τα καστανόξανθα μαλλιά της. το πρόσωπό της ήταν ακόμα κρυμμένο.

Ποιον εννοούσε όμως; Ποιος αυτός;

«Εννοείς ο Αντρέας;», τη ρώτησα και είδα να γυρνά το κεφάλι της με άρνηση.

«Όχι… όχι… αυτός!», είπε και ένα ρίγος με διαπέρασε. Λες και ο φταίχτης ήταν ανάμεσά μας, δίπλα μας, κοντά μας… Θεέ μου… ο άνθρωπος στην καρέκλα;

Σηκώθηκα με απαλές κινήσεις ενώ εκείνη κατέβασε τα χέρια της και με κοίταξε με τα μάτια της υγρά. Τώρα μπορούσα για πρώτη φορά να δω το πρόσωπό της. Ήταν όμορφη, ακόμα κι έτσι, ταλαιπωρημένη. Και μου χαμογελούσε παράξενα.

Γύρισα το σώμα μου προς τα πίσω και άρχισα να πλησιάζω με αργά βήματα την πολυθρόνα. Σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς που περνούσε με βήματα ακροβάτη από τη μια μεριά του βουνού στην απέναντι πάνω σε κείνη τη σχοινένια γέφυρα. Κι από κάτω του το χάος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Πού είχα μπλέξει η θεόμουρλη κι εγώ;

Ξαφνικά ήρθε στο νου μου πάλι η βάρκα του πατέρα μου με το όνομά μου στη μάσκα της πλώρης και πήχτρα στο αίμα. Ανατρίχιασα.

Λίγο πριν προσπεράσω την πολυθρόνα και δω επιτέλους ποιος καθόταν, γύρισα το βλέμμα μου στην Αντιγόνη. Με κοιτούσε σιωπηλή, ανέκφραστη.

Αυτός φταίει…

Έκανα το τελευταίο βήμα και πέρασα τη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα. Έστρεψα το βλέμμα μου στον άνθρωπο που καθόταν, έβγαλα μια κραυγή και ένιωσα μια ζαλάδα που παραλίγο να σωριαστώ στο χαλί. Αυτό που έβλεπα δεν το χωρούσε ο νους μου!

«Αυτός φταίει για όλα Μελίνα! Για όλα!!», άκουσα την Αντιγόνη να φωνάζει απ’το κρεβάτι της. Χρειαζόμουν επειγόντως κάπου να καθίσω, δεν ήμουν καλά. Τα γόνατά μου είχαν κοπεί, ίδρωνα, το στόμα μου είχε ξεραθεί.

Γύρισα το σώμα μου, έκανα ένα βήμα προς τα πίσω και τότε ένιωσα το πάτωμα να ορμάει καταπάνω μου…

 

Στο κρεβάτι της…

«Ο

ταν ξεκίνησα να τον διαβάζω, είχα πόλεμο μέσα μου… ξέρεις πώς είναι να έχεις μέσα σου πόλεμο; Ίσως να ξέρεις… σημαίνει να βρίσκεσαι απέναντι σε όλους και όλα… σημαίνει να έχεις απέναντί σου ως και τον εαυτό σου… περισσότερο μάλιστα αυτόν… σημαίνει να μην εμπιστεύεσαι κανέναν, να μην αγαπάς κανέναν… ως και ο ίδιος μου ο πατέρας με είχε προδώσει… η δική του προδοσία ήταν η πρώτη που βίωσα αλλά όχι και η τελευταία… μα εκείνου εδικά δεν τη συγχώρεσα ποτέ… κι ύστερα άρχισε να με προδίδει το ίδιο μου το σώμα… δεν μπορείς να το καταλάβεις αυτό… τι σημαίνει να μην υπακούει πια το σώμα σου, τα μέλη σου… να σε προδίδει ο ίδιος ο εαυτός σου… ήταν κάτι που στην αρχή με τρόμαξε τόσο πολύ που δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν, δεν ήθελα να υπάρχω… με συντηρούσαν με φάρμακα και με ορούς… πέρασαν πολλά χρόνια για να συμφιλιωθώ με αυτό το νεκρό σώμα… και δεν το κατάφερα ποτέ εντελώς… πώς θα μπορούσα άλλωστε; Ήμουν μια νέα κοπέλα που ακόμα δεν είχε προλάβει να ζήσει… να ερωτευτεί, να αγαπήσει, να γελάσει και να κλάψει για έναν έρωτα, ένα χωρισμό… δεν είχα προλάβει να ζήσω κι ήθελα να πεθάνω… και ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο αντίδοτο στο θάνατο; Μέσα από το δικό μου εργαστήρι, το εργαστήρι της μοναξιάς μου το ανακάλυψα… το μίσος!...»

Τα λόγια έφταναν στο πονεμένο μου κεφάλι καθώς συνερχόμουν πια και μπορούσα να ακούω, να αντιλαμβάνομαι, να αισθάνομαι τον εαυτό μου. Μου μιλούσε… η Αντιγόνη… η φωνή της ήταν ήρεμη αλλά σκληρή… ερχόταν από τα δεξιά μου… πολύ κοντά μου…

Πού βρισκόμουν;

«…μέσα από τα ποιήματά του μπόρεσα σιγά σιγά να δω διαφορετικά τα πράγματα… όχι αμέσως, μην φανταστείς… δεν ήταν εύκολο… είχα εκπαιδεύσει τόσο σκληρά τον εαυτό μου μέσα σ’αυτό το εργαστήρι της μοναξιάς που δεν ήταν καθόλου εύκολο να με αγγίξει οτιδήποτε… σα να φορούσα μια πανοπλία… ολόσωμη… σαν κι αυτή που είχαν οι ιππότες κάποιων άλλων εποχών… μια πανοπλία που δεν έπρεπε να αφήνει να την διαπερνάει τίποτα… το παραμικρό… καλό ή κακό… αυτό μου είχε πει κάποτε κι εκείνος από το τηλέφωνο… έχεις ‘χτίσει’ επάλληλες θωρακίσεις Αντιγόνη που δεν αφήνουν τίποτε να τις διαπεράσει… πώς μπορεί να σχετιστεί ένας θωρακοφόρος με οτιδήποτε;… πώς μπορεί να ερωτευτεί, να ρισκάρει, να αγαπήσει; Κάπως έτσι ήταν τα λόγια του… θυμάμαι εκείνη τη λέξη, ‘θωρακοφόρος’… τον πείραζα πάντα για τις λέξεις που διάλεγε… και μαζί τον λάτρευα γι αυτές… διέφερε τόσο πολύ απ’όλους τους ηλίθιους που υπήρχαν και υπάρχουν ολόγυρα… τους κενούς, ασήμαντους κακομοίρηδες που περιμένουν να κερδίσουν εκατό ευρώ στο στοίχημα για να νιώσουν οι νικητές της ζωής… νικητές της θλίψης είναι… την άλλη μέρα το πρωί φτωχότεροι από πριν… εσωτερικά κυρίως… πνευματικά… μα εκείνος… εκείνος ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου…»

Κατάλαβα πως ήμουν ξαπλωμένη. Μπορούσα να δω τον ‘ουρανό’ αυτού του κρεβατιού... ξυλόγλυφες απεικονίσεις… το στερέωμα, άστρα, πλανήτες… ένας ωραίος ‘ξύλινος’ ουρανός πριν πέσεις για ύπνο… με είχαν βάλει στο κρεβάτι της και μύριζα το άρωμά της… κι εκείνη μου μιλούσε… καθισμένη στην ειδική καρέκλα της… στα δεξιά μου, στο πλευρό μου… σχεδόν στο προσκεφάλι μου!

«…ξέρεις πόσες φορές έχω σκεφτεί το θάνατο;… πριν γνωρίσω εκείνον, τον σκεφτόμουν κάθε μέρα… ένιωθα ότι γερνούσα, δεν μεγάλωνα όπως τα άλλα κορίτσια της ηλικίας μου… γερνούσα και πέθαινα… και τώρα ξέρεις τι πιστεύω Μελίνα; Πως αυτό που με σταματούσε κάθε φορά απ’το να τελειώσω με αυτή τη μισή και άθλια ζωή μου ήταν ότι θα ερχόταν στη ζωή μου αυτός… κάτι με σταματούσε πάντα… την τελευταία στιγμή… δεν ήξερα τι ήταν… ήμουν χωμένη βαθιά στο εργαστήρι μου… στο λαβύρινθο του μυαλού μου και έτρεχα όπως τα ποντικάκια που έχουν οι επιστήμονες στα πειράματά τους… έτρεχα σαν τρελή μέσα στους διαδρόμους της μοναξιάς μου… και κάθε φορά που έβρισκα την έξοδο, ξέρεις τι έγραφε με μεγάλα φωτεινά γράμματα από πάνω; Θάνατος!...»

Γύρισα το κεφάλι μου αργά και την είδα καθισμένη στην καρέκλα της, φορώντας ένα σκουρόχρωμο πουκάμισο που της έπεφτε μεγάλο και με τα μαλλιά της λυτά στους ώμους. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα από τόσο κοντά. Τα μάτια της είχαν μια περίεργη λάμψη. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, η φωνή της απαλή, σχεδόν ψιθυριστή. Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αν δεν είχαμε ανταμώσει κάτω από αυτές τις συνθήκες…

Και τότε μου… επιτέθηκε ο άντρας στην καρέκλα! Έκλεισα τα μάτια μου ζώντας ξανά τη φρίκη… ένα ακέφαλο αντρικό σώμα καθισμένο στην πολυθρόνα… αίματα… παντού αίματα… στο πουκάμισο, το παντελόνι, την καρέκλα… ποτάμι το αίμα… το αριστερό χέρι πάνω στο μπράτσο… το δεξί… Χριστέ μου… το δεξί χέρι ‘ακουμπούσε’ το κεφάλι που είχε τοποθετηθεί πάνω στα πόδια… το κεφάλι ενός άντρα που είχα γνωρίσει μερικούς μήνες πριν… το κεφάλι του Μάνου Καράλη!

Έστρεψα το βλέμμα μου μακριά απ’το δικό της και προσπάθησα να ανασηκώσω το σώμα μου. Δεν ένιωθα πολύ καλά τα χέρια και τα πόδια μου. Οι κινήσεις μου ήταν σαν σε αργή κίνηση. Τι μού είχαν κάνει; Κάποια ένεση ίσως;

«Γιατί…», δοκίμασα να πω και άκουσα τη φωνή μου λες και δοκίμαζα κάποια μικροφωνική εγκατάσταση. Κάποια ηχεία μου επέστρεφαν τη φωνή μου διπλή, σε αντίλαλο.

Τι στο διάολο μου είχαν κάνει;

«Γιατί τον σκότωσες;», την ρώτησα έστω με κάποια προσπάθεια. Δεν φάνηκε να δίνει σημασία.

«…όμως όταν ήρθε εκείνος στη ζωή μου, τα μεγάλα φωτεινά γράμματα άλλαξαν… ΖωήΈρωταςΕυτυχία! Σου φαίνεται ανόητο; Παιδιάστικο; Γελοίο; Μπορεί… ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως είχα ερωτευτεί έναν ποιητή που τα μισά του κείμενα μιλούσαν για το θάνατο… κι όμως… ίσως γι αυτό… ίσως γι αυτό να τον ένιωσα απ’την αρχή τόσο κοντά μου… ένιωθα πως μπορούσε να με καταλάβει… πως έγραφε για μένα… πως ήταν μέσα στην ψυχή μου… πως η ψυχή μου ήταν μέσα σ’αυτόν! Το έχεις νιώσει ποτέ αυτό;…»

Προσπάθησα να κουνήσω το αριστερό μου χέρι. Ζύγιζε εκατό κιλά και δεν σηκωνόταν απ’το στρώμα με τίποτα. Το ίδιο και το δεξί. Ήμουν κι εγώ καθηλωμένη λοιπόν… όπως εκείνη… ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι της, άκουγα την ιστορία της… την εξομολόγησή της… το μυαλό μου πήγε στον Λάμπρο… στους δικούς μου… τι ώρα να ήταν; Είχε νυχτώσει άραγε;

Τουλάχιστον το μυαλό μου δούλευε ακόμα.

«Γιατί…», πάλεψα να αρθρώσω για δεύτερη φορά την ερώτηση και τώρα η αντίδρασή της ήταν βίαιη.

«Σε άκουσα την πρώτη φορά! Βούλωσέ το!… θέλεις να μάθεις γιατί του πήρα το κεφάλι; Δεν του το πήρα εγώ… μόνος του το έφαγε!», μού πέταξε με θυμό τις λέξεις κι έπειτα προσπάθησε να ξαναμπεί στην κατάσταση ‘αφήγησης’ που ήταν πριν. Βρισκόμουν σε κάποιο από τα επίπεδα της Κόλασης του Δάντη ή γυρίζαμε ταινία με ζόμπι και παρανοϊκούς επιστήμονες; Ζούσα ήδη στις μέρες της Αποκάλυψης; Ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν μπορεί να το ζούσα όλο αυτό… δεν ήταν αλήθεια… αποκλείεται να είχα δει τον Καράλη αποκεφαλισμένο να κολυμπά μέσα στο ίδιο του το αίμα…

Το αίμα… η βάρκα ήταν ξέχειλη από αίμα… όμως το όνομα της βάρκας… ήταν το δικό μου… Θεέ μου… ας με γλίτωνες απ’αυτή την κωλοκατάσταση και Σου υπόσχομαι να έρχομαι μαζί με τη μάνα μου κάθε Κυριακή στην εκκλησία.

Και τότε… σαν φάντασμα που κάνει την αιφνίδια εμφάνισή του την κρίσιμη στιγμή του θρίλερ, είδα τον Αντρέα Αφοσιωμένο.

Και ήμουν χίλια τα εκατό σίγουρη πως ήταν αυτός! Και ήταν στα δυο μέτρα μπροστά μου, στα πόδια του κρεβατιού.

«Καλωσόρισες αγάπη μου!»

Σε αυτό το θέατρο του παραλόγου που ήθελα δεν ήθελα, είχα γίνει κι εγώ πρωταγωνίστρια, δεν με εξέπληττε πλέον τίποτε. Ούτε καν το καλωσόρισμα ενός παραμορφωμένου πτώματος πάνω σε αναπηρική καρέκλα.

Οι αδρανοποιημένες αισθήσεις μου δεν με βοηθούσαν να επεξεργαστώ όλες τις πληροφορίες που εισέπραττα από το περιβάλλον αλλά νομίζω πως εκείνη τη στιγμή ήταν που πρωτάκουσα, σαν καμπάνες αναστάσιμες, κάποιες σειρήνες περιπολικών.

«Έχουμε καλεσμένους αγάπη μου».

Η Αντιγόνη συνομιλούσε με το μακελεμένο άντρα που καθόταν στην καρέκλα που είχε φέρει στο δωμάτιο η Ευμενία. Την ίδια στιγμή που άκουγα πιο δυνατά τις σειρήνες περιπολικών να ζυγώνουν το κτήμα, είδα την Ευμενία να με πλησιάζει με μια τεράστια σύριγγα στο χέρι και την Αντιγόνη να κρατά από το χέρι τον αγαπημένο της συγγραφέα.

«Ο Βίλι σου έφαγε το πρόσωπο, ε αγάπη μου; Και ξέρεις γιατί; Γιατί εκείνο το απόγευμα προσπάθησες να το σκάσεις… κρύφτηκες στην αποθήκη αλλά ο Βίλι ήξερε κι άλλη τρύπα και μπήκε μέσα… ώσπου να τον αντιληφθείς… γλυκέ μου… δεν έπρεπε να το σκάσεις… τς, τς, τς… πόσο ανόητα φέρονται καμιά φορά και οι πιο έξυπνοι άνθρωποι…».

Άκουγα το παραλήρημα της μικρής και τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να φωνάξω βοήθεια άρχισαν κραυγές από ανθρώπους και πυροβολισμοί να μου στέλνουν μηνύματα ελπίδας.

Η Ευμενία στεκόταν αναποφάσιστη από πάνω μου με τη μεγάλη σύριγγα.

«Μην το κάνεις Ευμενία!».

Κι όμως, την είδα να κατεβάζει τη βελόνα πάνω μου… και μετά όλα μαύρα.

 

Μπαντίτος

Ε

ίχα στρωθεί εδώ και λίγη ώρα στο μεγάλο καναπέ, μακριά από όλους, ασθενείς, γιατρούς και νοσοκόμους και πάλευα να οργανώσω το μυαλό μου που είχε γίνει σαν τον πουρέ που έφτιαχνε καμιά φορά ο πατέρας όταν η μάνα δεν μπορούσε να μαγειρέψει ή τύχαινε να λείπει. Μα, του κάκου. Ούτε σκέψεις καθαρές είχα ούτε να βάλω στη σειρά τα γεγονότα μπορούσα. Ευτυχώς, εκείνη η υπνηλία που είχα τις πρώτες μέρες που με φέρανε εδώ –δεν ήξερα ποιοι και που βρήκαν τα λεφτά- είχε περάσει.

Κοίταξα πάλι ολόγυρα. Λες κι ήμουν σε σαλόνι κάποιου καλού ξενοδοχείου. Περιποιημένη επίπλωση, μεγάλες γλάστρες στις γωνίες, τηλεόραση πλάσμα στον τοίχο που έπαιζε χωρίς φωνή. Και καθαριότητα.

Είχα μαζί μου το κινητό και είχα σκοπό να βάλω λίγη μουσική για να περάσει η ώρα αλλά τότε τον είδα να με πλησιάζει.

Αυτόν τον τύπο τον ήξερα. Τον είχα δει από κοντά, πολύ κοντά μου, κείνες τις ώρες της φωτιάς. Μετά, στο νοσοκομείο… δεν έκανα λάθος.

Ψηλός, ξερακιανός, αγριομούρης. Φορούσε ένα κατάμαυρο μπουφάν, κληρονομιά από κανένα θείο του ή τον Αλέκο Αλεξανδράκη από παλιά ταινία. Περιέργως όμως εκείνου του πήγαινε.

Ο άντρας με ζύγωσε.

«Καλησπέρα Μελίνα. Είμαι ο επιθεωρητής Λεωνίδας Ζαγκλής», είπε και στρώθηκε σε μια πολυθρόνα απέναντι.

«Καλά είπα ότι σε έχω δει πολλές φορές».

Ο Ζαγκλής έβγαλε τα τσιγάρα του και μου πρόσφερε.

«Δεν καπνίζω», του είπα. Κοίταξα την αμφίεσή μου, αξιοπρεπής. Μην δίνουμε και δικαιώματα.

«Πώς είσαι;», με ρώτησε ανάβοντας ένα τσιγάρο και μου θύμισε έντονα έναν από τους ‘μπαντίτος’ που χρησιμοποιούσε ο Σέρτζιο Λεόνε στα ‘σπαγγέτι’ του. Θα του πήγαινε μια χαρά ένας ρολάκος τέτοιος. Μόνο που δεν γυρίζονται σπαγγέτι πλέον.

Προσωπικά, αυτούς τους ‘δεύτερους’ τύπους στα παλιά γουέστερν τους θεωρούσα και τους πιο γοητευτικούς. Μόνο που ‘πέθαιναν’ γρήγορα, από τους πρώτους.

«Δεν πάμε έξω να τα πούμε καλύτερα;», του πρότεινα και δέχθηκε με χαρά.

«Είναι πολύ καλά εδώ», σχολίασε το περιβάλλον της κλινικής.

Συμφώνησα και καθίσαμε σε μια γωνιά, κοντά σε ένα σιντριβανάκι. Ο καιρός ήταν μια χαρά, ανοιξιάτικος. Βέβαια όχι για να το παρακάνεις.

Κάτσαμε λίγο σιωπηλοί. Αμηχανία του κερατά. Ο επιθεωρητής είχε να μου πει πολλά και δεν ήξερε από πού ν’αρχίσει.

«Ένας γιατρός που ρώτησα μέσα είπε πως πάει καλά η αποκατάστασή σου… σύντομα θα γυρίσεις σπίτι σου…», είπε κάτι που ήδη ήξερα για να κάνουμε αρχή. Το επόμενο όμως είχε ενδιαφέρον.

«Στάθηκες πολύ τυχερή ξέρεις Μελίνα». Και μου έριξε και μια ‘μεξικάνικη’ ματιά.

«Δηλαδή;», τον ρώτησα με ειλικρίνεια. Ήταν τέτοιο το βάθος της αμνησίας μου που δεν είχα ιδέα.

«Όλα αυτά που… θέλω να πω… όλα όσα αποκαλύφθηκαν… που βοήθησες εσύ να αποκαλυφθούν… έχουν σοκάρει σχεδόν όλη τη χώρα… ευτυχώς εδώ δεν σε ενοχλούν δημοσιογράφοι ε;»

«Δεν έτυχε να πέσω πάνω σε κανέναν», είπα και αναρωτήθηκα σε ποιον πλανήτη ζούσα πλέον.

Ο ‘μεξικάνος’ αστυνομικός άναψε κι άλλο τσιγάρο.

«Από το κινητό δεν βλέπεις;»

«Για έναν παράξενο λόγο, δεν το χρησιμοποιώ παρά μονάχα για να ακούω μουσική… σε τρέλανα τώρα ε;»

Ο Ζαγκλής ένευσε αρνητικά.

«Δεν είσαι η μόνη ‘παλιομοδίτισα’ στην… γειτονιά», είπε και χαμογελάσαμε και οι δυο. «Δεν θα μείνω και πολύ γιατί θα παγώσουμε εδώ. Νομίζω όμως ότι πρέπει να τα μάθεις όλα. Και θα ήθελα να στα πω εγώ».

«Η αλήθεια είναι κε Ζαγκλή μου ότι θέλω να μάθω… έχω χάσει όλα τα καλά επεισόδια. Τα τελευταία… είμαι στο σκοτάδι. Στην κυριολεξία».

Κείνη την ώρα είδα και την Περσεφόνη. Την χοντρούλα νοσοκόμα μου, αυτή που με είχε υπό την προστασία της.

Μας πλησίασε φουριόζα.

«Σε πέντε λεπτά να επιστρέψεις στο δωμάτιό σου. Θα περάσουν οι γιατροί», είπε και έριξε και μια ματιά στον Ζαγκλή.

«Εντάξει Φόνη μου», υποσχέθηκα.

«Θα έρθω αύριο, πιο νωρίς», είπε ο αστυνομικός και έσβησε το τσιγάρο του.

«Πείτε μου όμως κάτι. Έστω κάτι».

«Τι θυμάσαι;», με ρώτησε ξεφυσώντας.

«Τι θυμάμαι… καλή ερώτηση… Θυμάμαι το τρελοκομείο που είχα μπλέξει… το δωμάτιο της μικρής… τον Καράλη… Χριστέ μου… τη ζαλάδα που είχα…».

«Τι άλλο;», επέμεινε ο Ζαγκλής.

Πίεσα τον εαυτό μου αλλά οι εικόνες έρχονταν με το σταγονόμετρο.

«Θυμάμαι τις μαλακίες που μου έλεγε η Αντιγόνη… μίλαγε, μίλαγε… το κρεβάτι της… ωχ… ναι… και τον Αφοσιωμένο… τον θυμάμαι τον φουκαρά πάνω στην αναπηρική καρέκλα… με το πρόσωπό του… Θεέ μου…»

Ξαφνικά εκείνη η φοβερή μαυρίλα που με έπιανε με επισκέφτηκε ξανά και έπιασα το στήθος μου.

«Πάμε μέσα», είπε αμέσως ο Ζαγκλής και με βοήθησε να πάω ως το δωμάτιό μου.

Όταν ξάπλωσα δεν έφυγε αμέσως.

«Είμαι εντάξει… Λεωνίδα… να σου μιλάω στον ενικό;».

«Και βέβαια», είπε χαμογελώντας από πάνω μου.

«Δεν τους πρόλαβα… Ήταν και οι δυο νεκροί», είπα μελαγχολικά.

«Ευτυχώς όμως ο Λάμπρος πρόλαβε να μας οδηγήσει εγκαίρως και γλιτώσαμε εσένα», είπε ο άντρας και μου κράτησε απαλά το χέρι.

Έμεινα για λίγο σιωπηλή… οι εικόνες άρχισαν σιγά σιγά να αναδύονται.

«Να έρθεις αύριο νωρίς… θέλω να μου τα πεις όλα, το υπόσχεσαι Λεωνίδα;».

Χαμογέλασε και κατένευσε.

Κείνη την ώρα έκανε την είσοδό του ο γιατρός μου με την κουστωδία του και ο Ζαγκλής μου έσφιξε το χέρι και βγήκε από το δωμάτιό μου.

 

 

Μια θεόρατη αγκαλιά

«Μ

πορώ να σου πω χωρίς υπερβολή, πως οι πιθανότητές σου ήταν λιγότερες από 5% από τη στιγμή που έκανες την αποκοτιά, για να μην πω μεγαλειώδη ανοησία να μπουκάρεις στο κτήμα του Βάινα εκείνη την Κυριακή»

Είχαμε καθίσει στη μικρή βεραντούλα του δωματίου μου και απολαμβάναμε τον απογευματινό ήλιο. Ο Ζαγκλής καθόταν σε ένα σκαμνάκι δίπλα μου. Εγώ ακόμα στην αναπηρική, βάσει πρωτοκόλλου της κλινικής.

«Ήμουνα για φύτεμα δηλαδή», μονολόγησα περισσότερο.

«Δεν θα σε φυτεύανε ακριβώς. Δεν ξέρω τι σχέδια είχε η Αντιγόνη για σένα, θα τα μάθουμε αυτά στην πορεία, βλέπεις όλοι τους πλέον… παραθερίζουν στον Κορυδαλλό προφυλακισμένοι… όμως σίγουρα δεν θα γλίτωνες με τίποτα λιγότερο από μια μαρτυρική αιχμαλωσία…».

Κούνησα το κεφάλι μου.

«Μεγάλη σπείρα οι Βαϊναίοι έτσι;»

Ο επιθεωρητής κούνησε κι αυτός το δικό του.

«Κι ακόμα δεν ξέρουμε τα πάντα. Τουλάχιστον τρεις με τέσσερις οικογένειες εμπλέκονται στα εγκλήματά τους»

«Ουάου», έκανα σαν χαζοαμερικανάκι.

«Χάρη σε σένα πάντως το βρομερό κύκλωμα θα εξαρθρωθεί. Και η τοπική κοινωνία θα σου οφείλει μεγάλη χάρη. Μάλιστα αύριο θα έρθει να σε επισκεφτεί κάποιος Κεντρόπουλος»

Το βλέμμα μου ζωήρεψε.

«Ο κος Ιωσήφ; Αλήθεια;»

Ό Ζαγκλής χαμογέλασε.

«Πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος. Μας έχει βοηθήσει πολύ όμως. Και ενδιαφέρθηκε αμέσως για σένα. Κανονικά έχουν απαγορευτεί τα επισκεπτήρια… εκτός από τους δικούς σου… και οι φίλοι σου δεν μπορούν ακόμα να έρθουν και διαμαρτύρονται… σιγά σιγά… θα γίνουν όλα…»

«Γι’αυτό δεν έχω δει τον Λάμπρο ακόμα;»

Ο αστυνομικός χαμογέλασε.

«Σου έλειψε ο φίλος σου;»

«Πολύ… αν δεν ήταν αυτός…», είπα και έσπασε η φωνή μου.

«Αν δεν ήταν αυτός, πολύ απλά σήμερα δεν θα συζητούσαμε εδώ», συμπλήρωσε ο επιθεωρητής. «Γι’ αυτό και πήρα την πρωτοβουλία… ας πούμε ότι αποφάσισα απόψε να σου κάνω ένα μικρό δώρο».

Ο αστυνομικός σηκώθηκε και έκανε ένα νεύμα προς κάποια κατεύθυνση. Σε λίγο είχα μπροστά μου τον Λάμπρο με μια τεράστια ανθοδέσμη με κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα και κορδέλα του Θρύλου.

«Μελινάκι!», είπε και άνοιξε την τεράστια αγκαλιά του. Δεν μπορούσα να πω τίποτε, να αρθρώσω λέξη. Μονάχα αναλύθηκα σε λυγμούς. Κλάψαμε για ώρα και οι δυο.

Όταν ξεχωρίσαμε έψαξα με το βλέμμα μου τον Ζαγκλή. Ήθελα να τον ευχαριστήσω.

Είχε εξαφανιστεί.

 

ΠΥΛΗ ΕΞΟΔΟΥ

Τ

ην ημέρα του εξιτηρίου μου από αυτή την ακριβή κλινική των βορείων προαστίων, είχα κοντά μου όλους όσους αγαπούσα και με αγαπούσαν.

Τον πατέρα και τη μητέρα, το Λάμπρο και μερικούς φίλους φίλοι από το σύνδεσμο, τον Στεφάν που κι αυτός ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα και μου κρατούσε συντροφιά και συζητούσαμε.

Και ήταν και ο επιθεωρητής Ζαγκλής. Κάπου πιο κει, μακριά από το στενό κύκλο για να μην ‘ενοχλεί’. Τον πλησίασα εγώ όμως.

«Σήμερα λάμπεις, αληθινά», είπε.

«Κι εσύ επιτέλους έχεις ντυθεί ωραία», είπα και γελάσαμε και οι δυο.

«Ήθελα να είμαι κι εγώ παρών σε αυτή την ευτυχισμένη στιγμή. Ήθελα επίσης να σου πω κάτι».

Του έριξα μια ματιά όλο νόημα.

«Τι;»

«Να δηλαδή… αισθάνομαι πως έχουμε να πούμε πολλά εμείς οι δυο και…», είπε κάπως αμήχανα.

«Διαπιστώνω ότι οι μέθοδοι φλερτ στο αστυνομικό σώμα έχουν απαρχαιωθεί», του είπα και τον μάλωσα με το βλέμμα μου.

Κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας.

«Βγάλε με από τη φρικτή αυτή θέση σε παρακαλώ», είπε. «Πες μου ότι θα δεχθείς να βγούμε μια από αυτές τις μέρες… να πάμε κάπου σαν άνθρωποι… να μοιραστούμε λίγο χρόνο… κάποιες στιγμές…».

Δεν με κοιτούσε.

«Σε βγάζω από τη δύσκολη θέση κε επιθεωρητά», του απάντησα. «Περιμένω τηλεφώνημα», του είπα και του έδωσα ένα απαλό φιλί στο μάγουλο.

Έπειτα γύρισα το κεφάλι μου. Οι δικοί μου με περίμεναν.

Έκανα μερικά βήματα διστακτικά προς εκείνους και μετά αποφάσισα να πέσω με δύναμη πάνω στο Λάμπρο και να τον προκαλέσω, όπως παλιά, να παραβγούμε στο τρέξιμο ως την εξωτερική πύλη της κλινικής.

 

ΤΕΛΟΣ