O M A R

ΈΝΑ

Σ

ΟΥΡΟΥΠΩΝΕ. Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΩΡΑ. Γλύκαινε η θάλασσα, ο άνεμος είχε ξεθυμώσει, αναπαυόταν η πλάση ολόκληρη. Καθόταν στην αμμουδιά, έξω απ'την παράγκα του ο Ομάρ και απολάμβανε τούτη την ομορφιά. Δεν το πίστευε κάθε που σουρούπωνε ότι υπάρχει τόση μαγεία. Κάποιοι γλάροι έρχονταν, κάθονταν κοντά στα πόδια του, τους έκραζε ο Ομάρ, χαμογελούσε, σηκώναν τα φτερά τους, ξαναφεύγανε. "Μητέρα Φύση, εσύ η πρώτη απ' όλες, τρανή, γιγαντιαία, σοφή, σ'ευχαριστώ", μονολόγησε ο θεραπευτής, "και σας, θεότητες του Απάνω και του Κάτω σύμπαντος, ευγνώμων είμαι, σας ευχαριστώ που μ' οδηγήσατε σε τούτη την μικρή καλύβα, τούτη την απέραντη θάλασσα, τούτη την ερημιά, πιότερη ευτυχία δεν φανταζόμουν ποτέ, σας ευχαριστώ!". Πήρε στη χούφτα του ένα σβώλο άμμο, ένιωσε τη ζεστάδα του, άφησε τους κόκκους να γλιστρήσουν απ' τα δάχτυλά του. "Όλα είναι Φύση κι η Φύση Θεός", είπε πάλι, "κι η άμμος, κι οι γλάροι, οι αφροί της θάλασσας, το πιο μικρό ζωύφιο, όλα Εσύ Αθάνατε Συμπαντοχτίστη, ό,τι κι αν είσαι, πράμα ανεξήγητο, μυστήριο". Ήρθε η δροσιά, μυρωμένη θάλασσα, φούσκωσαν τα πνευμόνια του θεραπευτή, γιόμισε ολόκληρος, ευφράνθηκε η ψυχή του. Ξαφνικά άκουσε ήχους. Πρώτα τον ήχο μηχανής, αυτοκίνητο πλησίαζε. Ύστερα φωνές, γυναικείες, αντρικές, του φάνηκε σαν ψέματα. Γύρισε το κεφάλι του, είδε δυο κυράδες να τον δείχνουν και να έρχονται προς το μέρος του. Ταράχτηκε, σκλήρυνε η ματιά του. "Μα τα χίλια πνεύματα της Κόλασης, δεν μπορώ να ησυχάσω λοιπόν ούτε στιγμή; Που πρέπει να πάω να ξεχαστώ, σε άλλο πλανήτη;", έκραξε και σηκώθηκε να χωθεί στην καλύβα του φουρκισμένος.

"Να’τος, εδώ είναι, τον βρήκαμε!", έκραξε η μια κάτι της αποκρίθηκε η άλλη. Πίσω τους ερχόταν κι ένας με στολή, οδηγός της λιμουζίνας.

Μπήκε στο καλυβάκι του ο Ομάρ μπουρινιασμένος, έκλεισε πίσω τη πόρτα του, παρά λίγο να βλαστημήσει, κρατήθηκε τελικά. Τα βήματα πλησίασαν.

"Που είναι; Άνοιξε η γης και τον κατάπιε;", άκουσε τη φωνή της μιας γυναίκας.

"Μη φωνάζεις, μέσα στο καλύβι αυτό θα μπήκε. Είναι το σπίτι του".

"Το σπίτι του; Ένας διάσημος θεραπευτής σαν κι αυτόν ζει σ' αυτή την άθλια παράγκα; Αδύνατον!"

"Για σένα και για μένα κόρη μου, για κείνον δυνατόν. Ετούτος είναι ασκητής. Σώπα τώρα, να χτυπήσουμε".

Είχε καθίσει στη κουβέρτα του ο Ομάρ, κράταγε τα νεύρα του μην πει άσχημη κουβέντα. Να τους κρυφτεί; Με τίποτα, έπρεπε να απαντήσει. "Προστάτη μου, δεν τα κανόνισες σωστά", είπε κι αμέσως διόρθωσε, "συγχώρεσέ με Άρχοντα, φουρκίστηκα, δεν ξέρει τι λέει το στόμα μου!".

Χτύπησε η πόρτα, ακούστηκαν οι κυράδες να τον καλούν.

"Κύριε Ομάρ! Κύριε Ομάρ, ανοίξτε, σας παρακαλούμε, ανάγκη μεγάλη κύριε θεραπευτά! Ανοίξτε, αμοιβή μεγάλη θα έχετε!".

Είχε βουτήξει μια σωρό άμμο στη χούφτα του ο θεραπευτής, την ζούλαγε σαν πορτοκάλι να βγάλει ζουμί, άσπρισαν τα δάχτυλα, τεντώθηκαν οι μύες, άχνιζε το κεφάλι του απ' τη φούρκα. "Φευγάτε μωρέ κότες, πανάθεμά σας, στα τσακίδια!", συλλογίστηκε, δεν τόλμησε να ξεστομίσει τη βρισιά.

Είδε κι απόειδε η μια κυρά, πήρε σειρά η άλλη.

"Ελάτε καλέ κε Ομάρ, ανοίξτε μας, ερχόμαστε απ' την Αθήνα, για σας ήρθαμε, ναι, αλήθεια! Πρόβλημα μεγάλο έχουμε κε Ομάρ, μην μας αρνείστε, άνθρωπος του Θεού είσαστε!"

"Ετούτες θα μου γκρεμίσουνε την πόρτα", φώναξε ο θεραπευτής, αποφάσισε να ενδώσει. "Μια κουβεντούλα και στην ευχή του Υψίστου", κρυφοποσχέθηκε και έσφιξε τα δόντια.

"Εμπάτε μωρέ, άιντε, να δούμε πόσο θα χτυπάτε ακόμα, εμπάτε, που να σας πάρει και να σας σηκώσει!", φώναξε και αμέσως η ψάθινη πορτούλα άνοιξε, μπήκαν οι δυο κυράδες. Ο ομορφονιός με τη στολή και το καπέλο έκατσε έξω για φρουρός.

"Εσύ εδώ Ζαν, μην μπεις μέσα!", διέταξε η μια, η πιο μεγάλη και έσπρωξε την μικρότερη να μην καθυστερούνε.

Κάτσανε απρόσκλητες δίπλα στον θεραπευτή, τον κοίταζαν από πάνω μέχρι κάτω λες κι είχαν πίθηκο μπροστά τους, στο τέλος αποφάσισε η μία να μιλήσει.

"Κε Ομάρ, τ' όνομά μου κατ' αρχάς. Σοφία Καλίδου. Από δω η κόρη μου, η Τάνια. Συγνώμη που σας ενοχλήσαμε. Ψάχνουμε ένα μήνα σχεδόν για να σας βρούμε! Ερχόμαστε απ' την Αθήνα, ευχαριστούμε που μας δέχεστε".

Είχε στυλώσει στο πουθενά το βλέμμα του ο θεραπευτής, άκουγε, δεν μίλαγε, μονάχα η ανάσα του. Κοίταξε η μάνα την κόρη, τούμπαλιν, συνέχισε η φλυαρία.

"Έχουμε πρόβλημα, πρόβλημα πολύ σοβαρό κε θεραπευτά. Ο άντρας μου είναι πολύ βαριά. Ανίατη η ασθένεια, τον βρήκε το κακό, ξέρετε. Οι γιατροί του δώσαν τρεις μήνες το πολύ ζωή".

Κόμπιασε πάλι η μάνα, περίμενε απόκριση, αντίδραση έστω, κάτι απ' όλα, τίποτα. Σαν πεθαμένος ο Ομάρ, αμίλητος, ακούνητος, χαμένος στον κόσμο του. Ξανακοίταξε την θυγατέρα της, πήρε το θάρρος, συνέχισε.

"Ακούσαμε τόσα για σας. Είστε λέει θαυματουργός. Έχετε θεραπεύσει τόσους πολλούς, έχετε σώσει σπίτια, έχετε δυνάμεις υπερφυσικές λένε, ευλογημένος είστε, χάρισμα σπάνιο, μόνο εσείς μπορείτε να μας βοηθήσετε".

Αυτά ειπώθηκαν, έπεσε σιωπή. Μονάχα ο παφλασμός απ' το ξέπνεο κύμα ακουγόταν, η νύχτα είχε κιόλας αρπάξει απ' το σβέρκο τον ήλιο, τού' χε δώσει μία και τον είχε ξαποστείλει μέχρι να ξημερώσει, να βαρεθεί, να αρχίσει πάλι η μυριόχρονη ιστορία του σύμπαντος.

Ο Ομάρ αποφάσισε να μιλήσει. Πρώτα η ανάσα του βγήκε, ύστερα ένα μουγκρητό, στο τέλος η φωνή. Η κόρη τρόμαξε, έκανε πιο κει. Έσφιξε το χέρι της μάνας της.

"Έπεσε η νύχτα. Η πιο καλή μου σύντροφος, δεκάδες χρόνια τώρα. Άλλοι αγαπούν την μέρα, καλή κι αυτή, το ίδιο ευλογημένη. Μα εγώ από παιδί, αγάπησα ξεχωριστά τα άστρα, τη σελήνη, την ησυχία της νύχτας. Έκανα χρόνια να απομονωθώ, να βρω ένα τόπο να ησυχάσω, όχι για να απαρνηθώ ολότελα το κόσμο, μα για να γνωρίσω κείνο που' θελα από μικρός, τα μυστικά της νύχτας, κείνη η Αδελφή, κείνη η Τροφός, κείνη η Ερωμένη μου..."

Πήρε μια ανάσα ο θεραπευτής, είχε στυλώσει το βλέμμα έξω απ' το μικρό παράθυρο, στ' αστέρια. Άκουγαν οι κυράδες αμίλητες, δεν τόλμαγαν ούτε το κιχ να βγάλουν. Ξανάρχισε σε λίγο να μιλάει ο Ομάρ. Η φωνή του έβγαινε βαθιά, ζεστή, μαυλιστική, λες κι ήταν γητευτής να υπνωτίσει τις γυναίκες.

"Χρόνια περιπλανιέμαι. Όπου ο Άρχοντας, εγώ από πίσω. Βλέπω τον ίσκιο Tου, τον παίρνω στο κατόπι. Ναι, είναι αλήθεια, από μικρός είχα το χάρισμα να αγγίζω τις παλάμες μου, να φεύγει ο πόνος, να κλείνουν οι πληγές, το ζήταγα, δικός μου λογαριασμός γιατί, μου το' δωσαν οι Δυνάμεις, ευχή και κατάρα να τις υπηρετώ όπως αρμόζουν. Έχω περάσει πολιτείες, χωριά, λιμάνια, δεν αρνήθηκα ποτέ υπηρεσία. Βασιλιάδες τρανοί με θέλησαν κοντά τους, πλούσιο, άρχοντα, υπουργό καλοθρεμμένο. Πρωθυπουργοί και κραταιοί, ζάμπλουτοι και Πρίγκιπες μου τάξανε πολλά, σπίτια, παλάτια, ανέσεις, χρήματα και χίλια δυο. Απ' όπου πέρασα, όλο και κάποιος μου είχε στρωμένα τα χαλιά να πατήσουν οι πατούσες μου, μην προσβληθώ και δεν του κάνω την τέλεια θεραπεία. Μα, τίποτε απ' αυτά δεν έχω, βλέπετε, είμαι φτωχός, φτωχότερος από τ'αδέρφια μου τους γλάρους που κράζουν έξω, φτωχός μα ευτυχισμένος!"

Άκουγαν οι κυράδες, είχαν μαγευτεί, δεν μίλαγαν καθόλου. Τούτη η καλύβα είχε γίνει μονομιάς παλάτι ευρύχωρο, όμορφο, ζεστό, δεν ήθελαν να φύγουν. Η κόρη είχε στυλώσει το βλέμμα της στον χλωμό ασκητή, πετάριζε η καρδιά της.

Πήρε βαθιά ανάσα πάλι ο Ομάρ, συνέχισε.

"Έλεγα σε αυτό το μέρος να απομείνω κάμποσο καιρό ανενόχλητος. Όχι για πάντα, ξέρω, ο Άρχοντας με χρειάζεται ακόμα. Μα, κουράστηκα, χρόνια γυρνάω, εδώ θα μείνω για όσο χρειαστεί, ακόμα κι ο αητός κουράζεται κάποτε να πετάει, έχει φωλιά κι αυτός, την θυμάται που και που. Του λόγου σας, πως με βρήκατε, ποιος σας έστειλε; Κανείς δεν ξέρει ότι είμαι εδώ, εκτός αν έβγαλε φωνή η άμμος ή τα γλαρόνια και μιλήσαν".

Άκουσε την ερώτηση, συνήλθε η μάνα, έφυγε η μαγγανεία, πήρε μια ανάσα, έτριψε το μέτωπό της το ιδρωμένο, έβγαλε φωνή να απαντήσει.

"Άγιε ασκητή, με συγχωρείς, δεν ξέρω τι έπαθα ακούγοντάς σε. Θαρρώ γλυκύτερη φωνή δεν έχει χαϊδέψει άλλοτε τ' αυτιά μου. Η φωνή σου μουσική, μελωδία, άγγιξε την ψυχή μου, με γλύκανε, να είσαι καλά. Θαρρώ ομορφότερη στιγμή δεν έχω ζήσει ως τώρα, σαν άχρηστα μου φαίνονται κιόλας τα παλάτια μου κι αχάριστη δεν είμαι. Με ρώτησες όμως πως σε βρήκαμε και σου απαντώ. Κάποιος εδώ της περιοχής, σε είδε και έπεσε πάνω μας, η Θεία πρόνοια μάλλον. Του δώσαμε βέβαια κάτι τις να πει το μυστικό αλλά και λίγα ήταν. Κι ολόκληρο θησαυρό να ζήταγε θα τον έπαιρνε, αλήθεια σου λέω. Όσο για το καλύβι σου, από μας δεν κινδυνεύει. Τον άντρα μου θέλω να θεραπεύσεις, αν αρνηθείς, γυρνάμε άπρακτες στην Αθήνα, μιλιά όμως δεν θα βγάλουμε, στο υπόσχομαι, στον Θεό που πιστεύω σου ορκίζομαι".

Άκουσε τούτα τα λόγια ο Ομάρ, ικανοποιήθηκε, μέρεψε η καρδιά του. Έτριψε το μουστάκι του, φύσηξε, ξεφύσηξε, άρχισε ο λογισμός του. Πέρασε κάμποση ώρα, όλοι αμίλητοι κι η νύχτα είχε καλοπέσει στην ακρογιαλιά. Ο αγέρας είχε κρυώσει, οι γυναίκες άρχισαν να τουρτουρίζουν. Στο τέλος βγήκε η φωνή απ' του ασκητή το λαρύγγι.

"Απόφαση δεν μπορώ κυράδες μου να πάρω ακόμα. Είσαστε μια εξαίρεση, δεν ξέρω αν πρέπει εξαίρεση να κάνω. Όλο το βράδυ θα προσευχηθώ ως το πρωί θα ξέρω, αν έχετε υπομονή. Παγαίντε τώρα να ξενυχτώσετε σε καθαρά σεντόνια, δεν είναι για γυναίκες η καλύβα αυτή, και το πρωί, πριν ξημερώσει ακόμα έρχεστε να ακούσετε τι και πως. Τώρα αφήστε με μόνο, είπαμε αρκετά".

Άκουσαν τα λόγια αυτά οι γυναίκες, ένα αχνό χαμόγελο πήρε το πρόσωπό τους, αμίλητες άνοιξαν την πόρτα, τις κατάπιε η νύχτα.

Σαν έσβησε ο ήχος του αυτοκινήτου, πήρε ο Ομάρ την κουβέρτα του, πήγε στην αμμουδιά, έκατσε πάνω της να προσευχηθεί. Το κρύο της θάλασσας δρόσιζε την ψυχή του, φουσκώσαν τα μάγουλά του, τα μαλλιά του ανακατεύτηκαν.

"Μάνα μου Νύχτα, αδελφή αγαπημένη, εσύ θα δώσεις ορισμό, εγώ θα πράξω. Πάρε εντολή από Απάνω, φέρτην σε με, ως το πρωί που η δύναμή σου αντέχει να' μαι στέρεος, καλά αποφασισμένος. Δόξα ο Δυνατός, ο Χιλιοστόρητος, μεγάλο τ' ονομά Του", σιγομουρμούρισε ο θεραπευτής κι άρχισε ολονυχτία.

 

***

 

ΔΥΟ

EΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ Ν'ΑΧΝΟΦΕΓΓΕΙ. Ο ουρανός είχε απ' άκρου σ' άκρο γεμίσει από'να ωραίο γλυκογαλάζιο χρώμα, η νύχτα κουρασμένη έπαιρνε πόδι λίγο λίγο, ο ήλιος ανυπομονούσε να έρθει πάλι κυρίαρχος στον κόσμο του. Οι δυο κυράδες από ώρα πολλή είχαν στηθεί έξω απ' την πόρτα του Ομάρ και τον περίμεναν. Πρώτη τον είχε δει η μικρή στην αμμουδιά, μια σκιά μονάχα κάτω απ'τ'άστρα, τον έδειξε στην μάνα της. Ένα φως, όχι του ήλιου, φως που απ' το σώμα του θεραπευτή έλεγες βγαίνει, τον τύλιγε σαν αύρα, παλλόταν σαν ανάσα, ακίνητος εκείνος μα αυτό σαν σεντόνι χόρευε γύρω του. Το’ δαν οι δυο γυναίκες, τρίψαν τα μάτια τους, φοβήθηκαν, ύστερα κάναν το σταυρό τους. Η κόρη είπε να του μιλήσουν, ρώτησε τη μάνα της. Κείνη την συμβούλεψε να μην τον ενοχλήσουν, να περιμένουν ως εκείνος να τις καλημερίσει, ν'ακούσουν τα καλά ή τα κακά μαντάτα. Η νύχτα ακόμα κράταγε παγωμένο τον αγέρα, με λίγο ύπνο και οι δυο, κρύωναν αλλά είχαν την πίστη τους στο Θεό. Ο οδηγός είχε εντολή πάρει αυστηρή, ζεστή τη μηχανή του αυτοκινήτου να κρατάει, πιο πέρα, μακριά, να μην ταράξει του θεραπευτή την θεία γαλήνη.

Πέρασε κάμποση ώρα, ο ήλιος σηκωνόταν, ο Ομάρ ακόμα καθιστός επάνω στην κουβέρτα του, ακίνητος, δεν έλεγε να σαλέψει. Το ωραίο φως που' βγαζε το κορμί του δεν φαινόταν πια. Βαριέστησε η θυγατέρα, νέα, ανυπόμονη, δεν είχε την αγωνία της μάνας. Όλο το βράδυ τον σκεφτόταν στο στρώμα της, ήθελε να τον ξαναδεί. Εκείνα τα μάτια του, η βαθιά φωνή του, η σάρκα της ριγούσε και τον ζήταγε. Μα τώρα, στο φως του πρωινού που αντρειωνόταν, είχε συνέλθει, κρύωνε, ήθελε πάλι το ζεστό της σπίτι.

"Καθυστερούμε μάνα. Έχουμε ξεπαγιάσει τόση ώρα εδώ, τι γίνεται, έχουμε και ταξίδι".

Τ' άκουσε αυτά η μάνα, της γύρισε βλέμμα αυστηρό, την έβαλε και στη θέση της με δύο λόγια.

"Ψάχνουμε ένα μήνα να τον βρούμε κι εσύ τώρα βαρέθηκες; Ξεχνάς πως είναι για του πατέρα σου το καλό όλη αυτή η ταλαιπωρία; Σιώπα λοιπόν κι άσε του άγιου τις διαταγές να ακούσουμε, όπου να' ναι θα μας καλέσει".

Σαν να άκουσε των γυναικών τον ψίθυρο, σήκωσε φωνή ο Ομάρ, τις κάλεσε σιμά του. "Ελάτε!". Σκύψαν τα κεφάλια οι γυναίκες, έβγαλαν τα παπούτσια τους να περπατάνε πιο καλά στην βαθιά αμμουδιά, ζύγωσαν τον ασκητή, ένιωσαν μια αλλόκοτη δύναμη να εκπέμπει τούτο το λιγνό σώμα, σάστισαν, κάνανε πάλι το σταυρό τους, κάθισαν τελικά δίπλα του.

Στο φως του πρωινού που' χε ζωηρέψει διαγραφόταν άγρυπνη, τρομερή η μορφή του θεραπευτή. Δεν ήταν ανθρώπου η όψη αυτή παρά θηρίου. Τα μάτια του δυο κόχες από κάρβουνο γεμάτες, το δέρμα χλωμό, τα χείλη του ξερά, τα μαλλιά του λες αχνίζαν απ'τη θέρμη. Έλεγες πως αν τον άγγιζες θα καιγόσουν, τόση η φωτιά, τόση η φλόγα η απόκρυφη.

Πήρε μεγάλη ανάσα ο Ομάρ, φούσκωσαν, ξεφούσκωσαν τα πνευμόνια του. Ερχόταν, επέστρεφε λες, δειλά δειλά από τους κόσμους τους αόρατους.

"Λίγο νερό", είπε μετά με ξέπνοη φωνή και το βλέμμα του ακόμα στη θάλασσα στυλωμένο.

Έτρεξε η κόρη στην καλύβα, βρήκε ένα κανατάκι με νερό, τό' φερε στο θεραπευτή. Ήπιε ο Ομάρ μια στάλα, ζωντάνεψε, ρόδισε το μάγουλο λιγάκι, τα χείλη δρόσισαν, η ψυχή κόρωνε, ανθρώπευε πάλι. Αγκιστρωμένες πάνω του οι γυναίκες, χτύπαγε η καρδιά τους, υπέφεραν ν' ακούσουν τα λόγια της απόφασης. Έκανε την προσευχή της η μάνα, κοίταζε στα μάτια τον θεραπευτή η κόρη, μαγεμένη.

Βγήκε η φωνή του Ομάρ, πιο άγρια, πιο σίγουρη από χτες, πιο τρομερή, στην σιγαλιά του πρωινού τρόμαξε τα γλαρόνια.

"Ακούστε με γυναίκες. Όλο το βράδυ δούλεψα για σας. Κάλεσα, ξανακάλεσα, η Μάνα Νύχτα, του Θεού αδερφή, ήρθε, δεν μ' εγκατέλειψε, έφερε την βούλησή της. Δυο Άγγελοι με αργυρά φτερά απίθωσαν στην καρδιά μου την απόφαση. Ναι, είμαι να σας βοηθήσω πρόθυμος".

Πήγε να φωνάξει από χαρά η μάνα, σήκωσε το χέρι ο ασκητής.

"Δεν τέλειωσα κυρά, μη βιάζεσαι, έχω να πω κι άλλα. Τούτη η εξαίρεση κόστισε πολλά, άνοιξ' τ' αυτιά σου, έχω τρεις όρους να σου πω, χωρίς αυτούς δεν πάω πουθενά".

Σιώπησε η κυρά, χλόμιασε λίγο. Η κόρη δίπλα της κοιτούσε τον Ομάρ κεραυνοβολημένη. Αυτή η μορφή είχε ταράξει τη γυναικεία καρδιά της. Δε μιλούσε, ήθελε μόνο εκείνος να μιλά.

"Ο πρώτος όρος: Για τούτο που θα γίνει δεν θα βγει μιλιά. Κανένας δεν θα μάθει ποιος είμαι, πούθε ήρθα, που με βρήκατε, όλα τα σχετικά. Κι εσύ, κι η κόρη σου, κανείς αφού το έργο τελειώσω δεν θα μ' ενοχλήσει. Δέχεσαι ως εδώ κυρά;

Ξεφύσηξε χαρούμενη η γυναίκα, έσπευσε να κατανεύσει.

"Δεκτός άγιε και παραδεκτός!"

"Πάει καλά, πάμε παρακάτω. Ο δεύτερός μου όρος: Μόλις γιομίσει μια φορά η σελήνη απ' την στιγμή που δεν θα με ματαδείτε, θα σας επισκεφτεί ένας απεσταλμένος μου, αδελφός μου, ό,τι εγώ για σας, έτσι κι εκείνος. Θα του δώσετε ό,τι σας ζητήσει, αν όχι, σταματάω εδώ".

"Κι αυτό θα γίνει, όπως το ζήτησες θεραπευτή", απάντησε αμέσως η κυρά και η χαρά της δεν περιγραφόταν.

"Και τώρα ο τρίτος όρος, ο πιο δύσκολος", μούγκρισε ο Ομάρ. Κοίταξε η μάνα την θυγατέρα της. Εκείνη είχε ακόμα στυλωμένο το βλέμμα στον ασκητή, δεν της έδωσε σημασία.

Ο θεραπευτής ανάσανε, ήπιε μια γουλιά νερό ακόμα, καθάρισε τον λάρυγγά του, συνέχισε.

"Πέντε φεγγάρια θα γεμίσουν και θ' αδειάσουν μετά την τέλεψη του έργου μου. Στο ολόγιομα του έκτου θα σ' επισκεφτώ. Κείνη την νύχτα δέσποινα, θα μου δώσεις το κορμί σου. Και τούτη είναι η μόνη αμοιβή μου. Χωρίς αυτήν να κάνω τίποτα για σένα δεν μπορώ".

Άκουσε τον τρίτο όρο η κυρά, σμίξαν τα φρύδια της, συννέφιασε το βλέμμα της, μα αμέσως ήρθε στο μυαλό της ο άντρας της, λιωμένος στο κρεβάτι, κίτρινος σαν κερί, ν'αργοσβήνει, δεν άργησε να απαντήσει.

"Κι αυτό το δέχομαι Ομάρ. Όπως ζητάς, θα γίνει".

"Πρόσεξε δέσποινα, μην είσαι βιαστική. Αν κάτι γίνει ανάποδα ή καθόλου, φοβάμαι άσχημα πολύ θα σου έρθουνε τα πράγματα και δεν θα γίνεται πια άλλη θεραπεία. Ό,τι κάνω εγώ μια φορά, μπαλώματα δεν κάνω. Σκέψου, καλοσκέψου, δεν σε παρεξηγάω."

"Τι να σκεφτώ, δεν θέλει σκέψη η ευλογία ασκητή. Ζωή θα δώσεις στον άντρα μου από θάνατο. Τον αγαπάω, για κείνον όλα, τι αξία έχει κάθε ανταμοιβή;".

Τ' άκουσε αυτά ο Ομάρ, έτριψε το μουστάκι του ευχαριστημένος.

"Πολύ καλά. Φέρε λοιπόν χαρτί, μολύβι να γράψεις τι χρειάζομαι. Ύστερα παγαίντε σπίτι σας, ετοιμάστε όπως σας τα πω, τα πάντα με ακρίβεια, δεν χωράνε λάθη. Μόλις γιομίσει το φεγγάρι θα έρθω, να περιμένετε".

 

* * *

 

ΤΡΙΑ

EΦΤΑΣΕ Η ΝΥΧΤΑ. ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΓΙΝΕ ΗΛΙΟΣ βραδινός και ο Ομάρ κράτησε την υπόσχεσή του. Στο αρχοντικό του Καλίδη επικρατούσε μεγάλη αγωνία. Είχαν περάσει μέρες, ο άντρας χαροπάλευε, οι κυράδες είχαν διώξει τους γιατρούς κατά διαταγή του θεραπευτή, περίμεναν, σωνόταν η λιγοστή υπομονή, ο Χάρος δεν περίμενε, ερχόταν, κάλπαζε και ο άντρας στο κρεβάτι του, όμοιος με πανί, πετσί και κόκαλο.

Μεσάνυχτα ήταν, η πανσέληνος από ώρα βασιλοκρατούσε στο μαύρο στερέωμα, πήγαιναν πάνω κάτω οι γυναίκες, απελπισμένες. Μίλησε η θυγατέρα πρώτη και η γλώσσα της σκληρή.

"Απατεώνας είναι, καλά μου το' παν κάποιοι, δε θα' ρθει μάνα, μην περιμένεις άδικα, δε θα' ρθει, να φέρουμε τον γιατρό ξανά".

Έσφιξε το μπράτσο της η μάνα, δεν μίλησε, προσευχόταν διαρκώς μονάχα. Η κόρη της δεν ήξερε. Είχαν ειπωθεί οι τρεις όροι κι εκείνη δεν είχε ακούσει τίποτα! Λες κι είχε αποβλακωθεί την ώρα που μιλούσε στην αμμουδιά ο Ομάρ, άγαλμα την είχε κάνει, δεν θυμόταν τίποτα. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ήταν να' ρθει με την πανσέληνο να αγγίξει τον πατέρα, να κάνει το θαύμα του.

Δώδεκα ακριβώς σείστηκε η πόρτα. Η Τασία, η υπηρέτρια είχε εξαφανιστεί, "ρεπό μέχρι νεωτέρας". Οι δυο κυράδες κι ο ετοιμοθάνατος μονάχα στο σπίτι. Κι ένας ακόμα, ακάλεστος, ο Χάρος.

"Τρέξε να ανοίξεις!", φώναξε στη κόρη η μητέρα, "Ήρθε! Σ' έυχαριστώ Παναγία μου, τον έφερες", είπε κι έλαμψε το πρόσωπό της.

Άνοιξε τον σύρτη η μικρή, μπήκε σαν σίφουνας ο θεραπευτής. Φορούσε μαύρη, ολομέταξη κάπα με κουκούλα, σαν έκλεισε η πόρτα πίσω του, αποκάλυψε το πρόσωπό του.

"Να' σαι καλά, να' σαι καλά!", φώναζε η κυρά κι έτρεξε να τον υποδεχτεί με δάκρυα.

Σήκωσε την παλάμη του ο θεραπευτής, έβγαλε κοφτές κουβέντες.

"Δεν χρειάζονται λόγια, περνάμε στα έργα, γι' αυτό ήρθα. Όλα τα ετοίμασες καθώς στα είπα;", ρώτησε και σπίθισαν τα δυο του μάτια.

"Όλα, πανέτοιμα, έλα στο δωμάτιο να ιδείς", είπε η μάνα και προπορεύτηκε γοργά.

"Πάμε λοιπόν, αρχίζω κι ας βοηθήσουν οι Δυνάμεις", μούγκρισε ο Ομάρ κι ακολούθησε την γυναίκα.

Πέρασαν τρεις νύχτες και δυο πρωινά. Στου ετοιμοθάνατου την κάμαρα δεν έμπαινε κανείς, όρος απαράβατος. Εκεί μέσα, ώρες ολάκερες ο Ομάρ, απ' το πρωί μέχρι το βράδυ έκανε τα δικά του, μάνα και κόρη δε ξέραν το παραμικρό. Κάθε πρωί του άφηναν δίσκο με ψωμί και γάλα έξω απ' τη πόρτα, το μεσημεράκι ό,τι παράγγελνε να φάει, το απόγευμα τσάι, το βράδυ λιτό φαί. Καμιά φορά παράγγελνε κάποια βότανα ή φάρμακα, τρέχαν οι γυναίκες να τα βρουν, να τ' αγοράσουν, ό,τι κι αν ζήτησε το είχαν στην στιγμή. Η αγωνία τους μεγάλωνε, ώρα την ώρα. Λίγο κοιμόντουσαν, τρώγαν σχεδόν καθόλου, είχαν ρέψει κι αυτές, το σαράκι του πατέρα τους βασάνιζε. Μες στο δωμάτιο του κύρη απόλυτη σιωπή. Καμιά φορά τις νύχτες όμως ακούγονταν φωνές, περίεργα λόγια, ακαταλαβίστικα απ' το στόμα του Ομάρ, ψαλμοί, που δεν τους είχαν ξανακούσει. Η κόρη ορκιζόταν πως το τελευταίο βράδυ είχε ακούσει κι άλλες φωνές, όχι του Ομάρ, ανατριχιαστικές, από άλλους κόσμους, κραυγές θηρίων, βρυχηθμοί, μουγκανητά, φοβήθηκε, κλείστηκε στην κάμαρή της, δεν τόλμησε να ρωτηθεί τι ήταν όλα αυτά. Μάνα και κόρη δεν μιλούσαν. Τυπικές κουβέντες μόνο, να μην ξεχνούν ότι έχουν και λαλιά. Το βράδυ μόνο πριν πέσουν για να κοιμηθούν γονάτιζαν μαζί κι οι δυο, προσεύχονταν, πήγαιναν ύστερα για ύπνο. Η μάνα στον ξενώνα, η κόρη στο δικό της. Σκέψεις χιλιάδες τις κλωθογυρνούσαν, εφιάλτες στον ύπνο τους, η αχνή ελπίδα στο ξημέρωμά τους, έτσι κυλούσαν οι ώρες. Ο απ' έξω κόσμος είχε αφανιστεί. Δεν έπρεπε, ήταν ο πρώτος όρος, κανείς να μάθει τι γινόταν μέσα σ' αυτό το σπίτι.

Το τρίτο πρωινό, χάραμα ακόμα, βρόντηξε η πόρτα του ξενώνα, πετάχτηκε η μάνα απάνω φοβισμένη.

"Ποιος είναι; Τάνια εσύ;"

Άνοιξε η πόρτα, εμφανίστηκε ο Ομάρ. Μα, δεν έμοιαζε καθόλου με άνθρωπο τούτο το πλάσμα. Λίγο έλειψε να βάλει τις φωνές η άμοιρη γυναίκα. Ένα όρθιο λείψανο, ένα κουβάρι από μαλλιά χυμένα, τα κόκαλα που κράταγαν το πρόσωπο και δυο βολβοί τα μάτια, κόκκινα της φωτιάς. Έτρεχε ο ιδρώτας ποτάμι απ' το κεφάλι, τρέμαν τα χέρια και τα πόδια με βία τον στήριζαν. Δεν ήταν τούτος ο Ομάρ, ήταν κάποιος που πήγε στην Κόλαση, τον διώξαν και ξανάρθε. Η φωνή του ξέπνοη, έμοιαζε με σύριγμα, βγήκε με κόπο απ' τα σωθικά του θεραπευτή.

"Σύρε στο δωμάτιο κυρά. Ο άντρας σου σε ζητάει!".

Νόμισε πως δεν άκουσε καλά η γυναίκα, μα ύστερα πετάχτηκε, ντύθηκε στο λεπτό, έφυγε σίφουνας στην κάμαρη του αντρός της.

Τι πρωινό είχε αλήθεια ξημερώσει ο Θεός, αδύνατον να το πιστέψεις! Ο κόσμος τραγουδούσε, ήλιος παντού, το καλοκαίρι προχωρούσε και στου Καλίδη το αρχοντικό καλοκαιρία ακόμα πιο μεγάλη! Ολάνοιχτα τα παράθυρα να μπαίνει ο ήλιος να ζεσταίνει τα ντουβάρια, να καίει τις καρδιές. Κι οι δυο γυναίκες, με την ευτυχία στο πρόσωπο, στο βλέμμα, στο περπάτημα, πετούσαν, χόρευαν, τραγουδούσαν. Τρίτη μερίδα φαγητό έτρωγε ο άντρας και πατέρας του σπιτιού κι ακόμα δεν είχε καλομεσημεριάσει!

"Θαύμα, το' κανε το θαύμα!", έκραζε συνέχεια η μάνα, έδινε τη σκυτάλη στην θυγατέρα, "θαύμα μανούλα μου, τον έστειλε ο Θεός, θαύμα, το πιο μεγάλο απ' όλα!". Ο άντρας στο κρεβάτι του, άσπρος ακόμα μα συνερχόταν ώρα με την ώρα. Κοίταζε τη γυναίκα του, ύστερα τη κόρη του, τους έπιανε τα χέρια, δεν το πίστευε ότι ζούσε πια για τα καλά, ότι είχε επιστρέψει από του Άδη τα σοκάκια που' χε αρχίσει για τα καλά να σεργιανίζει. Πεινούσε και διψούσε, έτρωγε με βουλιμία, κατεβαίναν οι μπουκιές, αιμάτωνε σιγά σιγά το πρόσωπό του, δέναν τα μπράτσα, η σάρκα ξαναπιανόταν στα κόκαλα, δυνάμωνε, ερχόταν στα καλά του. Κι άιντε οι γυναίκες το χορό απ' την αρχή, δοξολογίες στην Παναγιά κι όλους τους Άγιους και πιο πολύ στον θεραπευτή που είχε κρατήσει τα λόγια του, είχε δώσει τη μάχη του και είχε νικήσει. Και τώρα, εξαντλημένος, του είχαν στρώσει στον ξενώνα, έφαγε καλά, ήπιε κι ύστερα είχε ζητήσει να μην τον ενοχλήσουν ως το απόγευμα, να κοιμηθεί κι αφού ξυπνήσει θα τα' λεγαν με την ησυχία τους. Κάθε επιθυμία του διαταγή, ό,τι ζητούσε θα το είχε ο θαυματουργός, όλο το σπίτι τους δικό του.

Κοντά στο σούρουπο, ο κύρης πια κοιμόταν. Μα αυτός δεν ήταν ύπνος του θανάτου μα της ζωής. Ήταν ακόμα εξαντλημένος, αχνοκίτρινος, είχε όμως καλοφάει, ήπιε και δυο στάλες κρασί, είχε πει και δυο κουβέντες κι ύστερα ζήτησε να κοιμηθεί, να θρέψει ο ύπνος κι άλλο την ανάστασή του.

Κάθονταν στο σαλόνι, μάνα και κόρη και τραγούδαγαν. Αδύνατο να το πιστέψουν. Λίγο πριν διώξουν το γιατρό είχαν ακούσει απ' τα χείλη του τις αμπελοφιλοσοφίες, "από δω και πέρα, εσείς κουράγιο", "η επιστήμη δεν μπορεί να τον βοηθήσει πια", κι άλλα πολλά. Πού' σαι γιατρέ να δεις τα θαύματα, να πάρεις την επιστήμη σου, να πάτε στα τσακίδια!

Έπλεκε η μάνα, ένα ζεστό ρούχο του άντρα της για τον χειμώνα, πιο δίπλα η κόρη διάβαζε ένα περιοδικό, έπινε τον χυμό της και χασκογέλαγε σαν έβλεπε κάτι αστείο. Κάποια στιγμή άκουσαν βήματα, έστριψαν τα κεφάλια τους, είδαν τον θεραπευτή στο άνοιγμα να τις κοιτάει. Έτρεξε η μάνα πρώτη, έπεσε στα πόδια του, άρχισε να κλαίει με λυγμούς, να φχαριστάει, να φωνάζει. Η κόρη, έσκυψε, του φίλησε το χέρι, δεν ήθελε στα μάτια να τον κοιτάει, δεν ήξερε γιατί.

"Σ' ευχαριστούμε, χίλια χρόνια να ζήσεις άγιε, όλα τ' αγαθά του Θεού να αποκτήσεις, ό,τι ποθείς, εμείς σκλάβοι σου πια για πάντα, τούτο το σπίτι είναι και δικό σου, τα λεφτά, οι περιουσίες, ό,τι ζητήσεις, πες το και ευθύς θα γίνει", φώναζε η μάνα μες στα αναφιλητά της κι άρχιζε πάλι απ' την αρχή τις δοξολογίες. Την κοίταξε ο Ομάρ, το βλέμμα του σοβαρό, ατσάλινο, ψυχρό. Την έπιασε απ' το μπράτσο, την σήκωσε, την έβαλε να κάτσει στη καρέκλα της. Ύστερα απευθύνθηκε στην κόρη.

"Άσε μας μόνους μικρή κυρά. Πήγαινε στον πατέρα σου, σε λίγο θα ξυπνήσει", διέταξε και η Τάνια, με σκυμμένο το κεφάλι, υπάκουσε αμέσως, έφυγε απ’ το σαλόνι. Πίσω της έκλεισε και την πόρτα, ένιωσε ότι κάτι απόκρυφο ήθελε να μοιραστεί ο θεραπευτής με την μητέρα.

Σα μείναν μόνοι, η μάνα ηρέμησε λιγάκι, ήπιε λίγο νερό, σκούπισε τα δάκρυά της. Ο θεραπευτής, δίπλα της, καθιστός, την κοίταγε στα μάτια. Ο ύπνος του είχε κάνει το καλό, είχε συνέλθει, το χρώμα του ζωήρεψε, η ανάσα του βαθιά και σταθερή. Περίμενε λιγάκι, ύστερα έβγαλε λόγο.

"Άκουσε δέσποινα, δυο λόγια έχω να σου πω, τα τελευταία κι ύστερα θα εξαφανιστώ, όπως τα' χαμε συμφωνήσει. Το χρέος μου το' κανα. Τρείς νύχτες και δυο πρωινά πάλεψα με τον Θάνατο, έφτυσα αίμα, τον έδιωξα που' χε εγκατασταθεί στο σπιτικό σου. Κίνδυνο ο άντρας σου πια δεν έχει. Αύριο, μεθαύριο θα' χει ζωντανέψει οριστικά, θα τον κοιτάς και δεν θα πιστεύεις στα μάτια σου. Ό,τι σου υποσχέθηκα έγινε και με το παραπάνω. Τώρα ακολουθάς εσύ. Θυμάσαι τους τρεις όρους;"

Κατένευσε η γυναίκα αμίλητη, σκούπιζε ακόμα λίγα δάκρυα στο πρόσωπό της. Δεν ήταν στην πρώτη νιότη της μα κρατούσε ακόμα κάμποση από την ομορφιά της. Το χρώμα των ματιών της, το γλυκό χαμόγελο, τα μακριά της δάχτυλα, οι αρχοντικές κινήσεις. Στύλωσε το βλέμμα στον Ομάρ, τα μάτια του την ζάλισαν, χαμήλωσε πάλι το κεφάλι.

"Θυμάμαι, πως να μην θυμάμαι άγιε μου. Όσα έταξα θα γίνουν, σου υπόσχομαι, όρκο δεν πάτησα ως τα τώρα στη ζωή μου".

Την κοίταξε ο Ομάρ, έβγαλε έναν ήχο ικανοποίησης.

"Ωραία, τώρα μπορώ να φύγω", είπε και σηκώθηκε.

"Θα φύγεις; Από τώρα, όχι, κάτσε, κάτσε μαζί μας άγιε, ο άντρας μου πρέπει να σε ιδεί, να σε ευχαριστήσει, να πέσει στα πόδια σου κι αυτός, τη ζωή του σου χρωστάει!".

"Ο άντρας σου με γνώρισε κυρά, μόνο σε άλλον Κόσμο. Δεν πρέπει να με δει, άσ'τον, βρείτε ένα παραμύθι, πέστε του, θα το πιστέψει. Εγώ είναι ώρα να κινήσω. Έχω ταξίδι και πολλά να κάνω".

Έφτασε στην εξώπορτα ο θεραπευτής, πίσω του η γυναίκα να τον παρακαλάει να μείνει. Λίγο πριν φύγει, γύρισε, την κοίταξε ξανά, της είπε την στερνή του λέξη.

"Μην ξεχάσεις, οι τρεις όροι μέσα σου, χαραγμένοι στην ψυχή σου!", φώναξε και τον κατάπιε το σούρουπο.

 

***

 

ΤΕΣΣΕΡΑ

EΙΚΟΣΙ ΟΧΤΩ ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΕΙΧΑΝ ΔΙΑΒΕΙ απ' την ώρα εκείνη που ο θεραπευτής είχε πατήσει το πόδι του στο αρχοντικό του Καλίδη. Κείνη η νύχτα φάνταζε πια μακρινή, εφιαλτική, ποιος θέλει να θυμάται τους εφιάλτες; Η οικογένεια είχε ξαναβρεί σχεδόν την πρώτινη ζωή της. Ο κύρης είχε πια όρθιος σηκωθεί, έβγαινε βόλτες, δούλευε κιόλας, μα με το μέτρο. Όσοι τον έβλεπαν νόμιζαν πως ήταν ο Λάζαρος που είχε αναστήσει ο Χριστός, δεν πίστευαν στα μάτια τους. "Θαύμα", λέγανε όλοι, "θαύμα ανεξήγητο" και κάναν τον σταυρό τους. Πιάσαν οι γιατροί δουλειά, εξετάσεις, κόντρα εξετάσεις, θέλαν να σκίσουν τα χαρτιά τους. Τούτος ο άνθρωπος είχε από καιρό ξοφλήσει, τώρα μιλούσε, περπατούσε, ήταν μια χαρά, ανερμήνευτο, έξω από λογική ανθρώπινη. Κουνούσαν τα κεφάλια τους, "μια στο εκατομμύριο συμβαίνουν κι αυτά", μονολογούσαν, ότι τα μαθηματικά καμιά φορά κάνουν και λάθος. Μονάχα η κυρά δεν έλεγε κουβέντα, ήξερε μόνη εκείνη τι είχε γίνει, γελούσε από μέσα της, πιο πολύ απ' έξω της και κάθε βράδυ προσευχή και δοξολογία. Στις πρώτες μέρες ήταν μαζί της και η Τάνια, τώρα, που κόντευε να κλείσει ο μήνας, μόνη της πια συνέχιζε να φχαριστάει τον Θεό και τον θεραπευτή. Στο νου της οι τρεις όροι, δεν είχε ξεχάσει ούτε στιγμή. Είχε ξορκίσει την κόρη της να μην βγάλει κουβέντα αλλιώς καταστροφή μεγάλη περίμενε το σπίτι τους, κρατούσε το μυστικό και η μικρή, καμιά τους δεν μιλούσε. Κι όταν ο πατέρας ρώταγε τι έγινε κείνες τις άγιες νύχτες που χαροπάλεψε και νίκησε τον Άδη, του τα μάσαγαν, "ήρθε η χάρη της καλέ μου και σε γλίτωσε, καλός άνθρωπος είσαι, δεν ήθελε να χάσουμε από προστάτη", απαντούσε η γυναίκα του, συμφωνούσε και η Τάνια, κούναγε το κεφάλι δύσπιστα ο πατέρας μα δεν το' ψαχνε άλλο, το πράγμα έμεινε εκεί. Κυλούσαν οι ημέρες, τέλειωνε το καλοκαίρι, ξεχνιόνταν τα άσχημα, ζούσαν μόνο τα καλά. Σαν έρθει το φως κανείς δεν συλλογίζεται πια το σκοτάδι.

Πανσέληνο είχε πάλι και στο σπιτικό βασίλευε γλυκιά ησυχία. Η θυγατέρα είχε βγει μια βόλτα με τις φιλενάδες της, ο πατέρας διάβαζε στο δωμάτιο, η μάνα μόνη στο σαλόνι, έπλεκε πάλι και χτυποκαρδούσε.

"Σήμερα είναι, σήμερα", μονολογούσε, "ο δεύτερος όρος να εκπληρωθεί, άντε λοιπόν!", μουρμούριζε και έπιανε πάλι το πλεκτό. Πλησιάσανε μεσάνυχτα, είχε το ζευγάρι φάει, έπεσε ο άντρας να αποκοιμηθεί.

"Εσύ δεν θα πέσεις γυναίκα; Ακόμα με τα ρούχα; Τι σ' έπιασε σήμερα, έλα κοντά μου".

Έσκυψε η δέσποινα από πάνω του, του χάιδεψε τα ωραία μαλλιά που' χαν ασπρίσει και του μίλησε γλυκά.

"Έχω δουλειά καλέ μου, δεν θα σου αργήσω, πέσε εσύ, σε λίγο θα με νιώσεις δίπλα σου, μην νοιάζεσαι".

Την κοίταξε με απορία ο άντρας, δεν μίλησε, της χαμογέλασε, της φίλησε το χέρι, έσβησε το φως να κοιμηθεί. Έκλεισε την πόρτα πίσω της η κυρά και πήγε στο σαλόνι. "Που είσαι λοιπόν; Λες να έχει λαθέψει ο άγιος;", συλλογίστηκε και έπιασε το πλεκτό. Την ώρα εκείνη χτύπησε ο κούκος δώδεκα μαζί και η πόρτα.

Παράτησε αμέσως το πλεκτό η γυναίκα, έτρεξε στην εξώπορτα, βρόνταγε η καρδιά της. Στο έμπα είδε ένα γεράκο, τυλιγμένο σε βρώμικο ρούχο, καμπούρη, κοντοστούπη, με βία το βλέμμα του έφτανε ως τα στήθια της. Στο δεξί του χέρι βάσταγε βοσκοράβδι να τον στηρίζει.

"Πέρασε γέρο", του είπε γλυκά και σφάλισε απαλά την πόρτα. "Έλα μαζί μου, έλα", του είπε και τον οδήγησε στο καθιστικό, να είναι ολόμονοι.

Μπήκε ο γέροντας, απίθωσε το ραβδί στον τοίχο, κάθισε σε καρέκλα που του έδειξε η δέσποινα.

"Τι θες να σε φιλέψω, πεινάς, διψάς, τι θέλεις, πες μου", τον ρώτησε με καλοσύνη.

Σήκωσε τα μάτια του ο γέρος, της έριξε ένα βλέμμα, ταράχτηκε η γυναίκα, καρφώθηκε στη θέση της. Τούτο το βλέμμα, Παναγιά μου, αυτά τα μάτια, η φλόγα αυτή! Λες κι ο Ομάρ πήρε άλλη μορφή, άλλο σώμα ντύθηκε κι ήρθε να την πειράξει.

Έβγαλε φωνή χλιαρή, κουρασμένη ο γέρος, ξεδοντιασμένο το στόμα του, βρώμαγε η ανάσα του.

"Ήρθα κυρά μου, με περίμενες;"

Χτύπησε η καρδιά της γυναίκας.

"Σε περίμενα γέρο, θυμάμαι, δεν ξέχασα, ό,τι μου πεις θα κάνω". Πήρε οξυγόνο ο παππούς, φούσκωσαν τα στήθια του, συνέχισε.

"Τρία πράγματα θα στερηθείς για μένα απόψε. Μια χούφτα τρίχες από τα μαλλιά σου, την φωτογραφία του γάμου σου που' σαι μαζί με τον αναστημένο και το καλό σου δαχτυλίδι, κείνο το μονόπετρο που σου' κανε δώρο ο άντρας σου την πρώτη νύχτα".

Άκουσε τα αιτήματα η γυναίκα κι ανατρίχιασε. Άλλα περίμενε να της ζητήσει ο Ομάρ, αυτά όμως όχι. Κι αυτός ο γέρος, πιο ανάγκη είχε μια κούπα νερό, λίγο κρασί και μπόλικο φαί. Αυτά περίμενε ν' ακούσει. Μα όχι τούτα.

"Συννέφιασες κυρά; Κι όμως αυτά είναι που ζητάω, ο δεύτερος όρος για να πληρωθεί σωστά, έχεις αντίρρηση;"

Σηκώθηκε η γυναίκα, άρχισε να βαδίζει πέρα δώθε, είχε ταραχτεί.

"Ζήτα μου κάτι άλλο, ό,τι θες, τούτα είναι περίεργα, φοβάμαι, τι ανάγκη τα έχεις; Τις τρίχες, δεν με νοιάζει και τη φωτογραφία ακόμα, μα το ωραίο μονόπετρο, είναι του κύρη μου δώρο, αν δεν το δει να το φορώ στην επέτειό μας θα πληγωθεί η καρδιά του".

Στύλωσε το βλέμμα του πάνω της ο γέρος, άλλαξε η όψη του, δυνάμωσε η φωνή του.

"Ώστε τόση αξία έχει η ζωή του αντρός σου; Ούτε ένα δαχτυλίδι καν! Ξέχασες όταν έπεφτες στα πόδια του Ομάρ και τον ευχαριστούσες, ξέχασες γυναίκα αχάριστη σε ποιόν οφείλεις την ζωή του άντρα σου;"

Άκουσε τα λόγια αυτά η γυναίκα, έπεσε στα γόνατα, άρχισε να κλαίει. "Συγχώρα με γέρο, είμαι αχάριστη, λύγισα, άνθρωπος είμαι, μη φύγεις, σε παρακαλώ, έρχομαι αμέσως με ό,τι μου ζήτησες!".

Μέρεψε ο γέρος, γλύκανε το βλέμμα του και η φωνή του.

"Άνθρωπος είσαι, όπως τόπες, συγχωρεμένη, άιντε λοιπόν, τράβα να φέρεις τώρα ό,τι διέταξα".

Σηκώθηκε απ' το πάτωμα η γυναίκα, χάθηκε για λίγο, ύστερα επέστρεψε. Στα χέρια της έφερνε ένα κασελάκι. Το έδωσε στον γέρο.

"Εδώ είναι γέρο μου. Ό,τι μου είπες, πάρ' τα, δικά σου".

Άνοιξε το κασελάκι ο παππούς, είδε, το ξανάκλεισε, μούγκρισε ικανοποιημένος Ύστερα σηκώθηκε, τρίξαν τα κόκαλά του, έπιασε τη μαγκούρα να μην σωριαστεί. Η γυναίκα τον συνόδεψε ως την πόρτα. Κάτω απ' το κατώφλι στάθηκε ο παππούς, σαν τον Ομάρ, ίδια σκηνή όπως πριν ένα μήνα, ίδια ματιά, ίδια φωνή, πάγωσε απ' το φόβο της η οικοδέσποινα.

"Μένει ένας όρος, μην ξεχνάς, μέσα στην ψυχή σου χάραξέ τον!", είπε ο γέρος και χύθηκε στην νύχτα.

 

* * *

 

ΠΕΝΤΕ

ΠΕΡΑΣΕ ΤΟΣΟ ΓΟΡΓΑ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΟΠΩΣ συμβαίνει πάντα στα ευτυχισμένα σπιτικά, στις χαρούμενες καρδιές. Κανείς τους δεν κατάλαβε για πότε μπήκε το φθινόπωρο, για πότε βγήκε πάλι και έδειξε απειλητικά τα δόντια του ο χειμώνας. Ήρθαν και τα Χριστούγεννα, γεννήθηκε ο Σωτήρας, άλλη μια χρονιά, γιορτές και πανηγύρια στο σπίτι του Καλίδη, μετά η πρωτοχρονιά, άιντε πάλι απ'την αρχή, άλλες γιορτές, δώρα, χαμόγελα, ευτυχία μεγάλη. Και πως να μην γιορτάζουν οι άνθρωποι σαν έχουν την υγειά τους, ζεστό το σπίτι, ζεστή καρδιά; Βλέπανε όλοι τον άντρα πού' χανε πριν έξι μήνες ξεγραμμένο, δεν πίστευαν ακόμα ότι είναι μόνιμη η γιατρειά του, κάνανε πάλι το σταυρό τους, βλογημένο τούτο το σπίτι, λέγανε, το ξεχνούσαν. Και αλήθεια είναι, ούτε κι οι γιατροί ακόμα είχανε δώσει εξήγηση πειστική. Όλες οι εξετάσεις καθαρές, κει που φώλιαζε κάποτε η κακή αρρώστια, τώρα το τίποτα, λες κι άνοιξε η γης και την κατάπιε. Δυνάμωσε τελείως ο κύρης, στη δουλειά του ο πρώτος πάλι όπως πριν, άρχοντας, ισχυρός, αφέντης. Δεν ρώταγε πια να μάθει τι και πως, ποιος νοιάζεται σαν είναι μια χαρά για αρρώστιες και κακά; Θεός φυλάξοι! Πέρναγε ο χρόνος, ξέχναγε, πέρασε πάλι στης ρουτίνας τη ζωή, Παράδεισος για κείνον. Και η κυρά, κι αυτή μέσα στης λήθης τη γιατρειά είχε χαθεί να ηρεμήσει, να χαρεί ξανά την οικογένειά της. Τι της έλειπε; Μια χούφτα τρίχες άχρηστες, μια φωτογραφία, είχε άλλες δεκάδες και το δαχτυλίδι της γρήγορα το λησμόνησε. Μια μέρα μόνο ρώτησε ο άντρας της, του' πε μια ψευτιά, πρώτες οι γυναίκες στο να τα μπουρδουκλώνουν, θάφτηκε το θέμα. Κι όσο για τον τρίτο όρο, η αλήθεια είναι, στην αρχή μετρούσε τις ημέρες, τα φεγγάρια. Μα ήρθε και κουράστηκε ο νους της να μετράει, είχε άλλες δουλειές να κάνει, ο τρίτος όρος κάπου κρύφτηκε στης μέριμνας και στης χαράς τα απωθημένα. Κι η Τάνια, νέα κοπέλα, μέσα στις έννοιες της νιότης και της ανεμελιάς, το τελευταίο που θυμόταν ήταν ο θεραπευτής, κάποια παλιά, ανόητη ιστορία, παραμύθι δηλαδή. Ίσως να έγινε μια φορά, ίσως και όχι. Ποιος ασχολείται τώρα;

Είχανε κλείσει πια οι γιορτές, όταν πληρώθηκε κι η τελευταία ημέρα για τον τρίτο όρο. Γιορτή μεγάλη είχαν στο σπίτι τους οι Καλίδηδες. Είχε πετύχει συμφωνία μεγάλη ο κύρης, έρευσε το χρήμα σωρός στο βλογημένο σπίτι, από το θάμα και μετά, οι δουλειές, όλα καλά πηγαίναν. Κόσμος πολύς είχε γιομίσει τις σάλες, τα δωμάτια, πηγαινοερχόταν στους διαδρόμους, φλυαρία, κακό, μουσικές δυνατές να ξεκουφαίνουν. Ύστερα χοροί, χαρές, φωνάζαν οι άντρες, κακαρίζαν οι γυναίκες. Είχε φορέσει τα καλά της η δέσποινα, άστραφτε τούτο το βράδυ, ολόλαμπρη, μ' ένα χαμόγελο συνέχεια σε όλους να χαρίζει, μ'ένα γλυκό λόγο, εξυπηρετική, κουβαρντοχέρα, αναστημένη κι αυτή. Η Τάνια με την παρέα της σε μια γωνιά γλεντούσε, έλαμπε κι αυτή, στα καλύτερά της. Κι ο κύρης, το επίκεντρο της ανθρωποθάλασσας, έπινε, έτρωγε, έλεγε την ιστορία του, όση ήξερε δηλαδή, κουνάγαν όλοι τα κεφάλια. Κέρναγε ύστερα φίλους και γνωστούς, τέλειωναν τα μπουκάλια, διέταζε τους υπηρέτες να φέρουν νέα σοδειά για τα αχόρταγα λαρύγγια.

Χαμπάρι δεν πήρε απ' όλους τους κανείς ότι είχε μεσονυχτώσει. Μήτε της πέρασε απ' το μυαλό της δέσποινας πως ήταν η κρίσιμη ώρα, άκουσε μονάχα την πόρτα να βροντάει, σκέφτηκε ποιοι της λείπανε από τους καλεσμένους, δεν έλειπε κανείς. "Κάποιος γείτονας θα είναι, ας κοπιάσει στις χαρές μας", μονολόγησε κι έτρεξε να ανοίξει η ίδια την εξώπορτα.

Στο κατώφλι της είδε τον Ομάρ.

Τις πρώτες στιγμές δεν διέκρινε πρόσωπο, γνωστός αν ήταν ή άγνωστος, κάποιος επαίτης. Μια μαύρη μπέρτα είδε, μια κουκούλα και μέσα μια χλομή μορφή με δυο άλικα μάτια που έλαμπαν μυστήρια. Και ύστερα, σαν τον κεραυνό που πέφτει άγριος και καρβουνιάζει τα δέντρα, έτσι χτυπήθηκε κι αυτή, θυμήθηκε, κόντεψε να σαλέψει, δεν πίστευε στα μάτια της, ένιωσε ζαλάδα. Από το βάθος άκουσε τη φωνή του αντρός της.

"Ποιος είναι Σοφία; Καλεσμένος; Είναι δεν είναι πες του να’ μπει μέσα, γιορτή έχουμε, όλοι καλοδεχούμενοι απόψε!".

Κοιτούσε παγωμένη η κυρά τον Ομάρ, βροντοχτυπούσε η καρδιά της, δεν έβγαζε μιλιά. Στο τέλος βγήκε έξω, μισόκλεισε την πόρτα πίσω της, πλησίασε τον θεραπευτή, άρχισε να ψελλίζει.

"Σήμερα... σήμερα είναι; Το' χα εντελώς ξεχάσει!", αποτέλειωσε τη φράση της ακόμα ζαλισμένη.

Πρώτος ακούστηκε ο βρυχηθμός, ύστερα ένα μούγκρισμα που έκανε για φωνή, ο θεραπευτής ήταν κιόλας φουρκισμένος.

"Ξέχασες συ κυρά, όχι εγώ! Ο τρίτος όρος. Πριν ξημερώσει, τούτο το βράδυ πρέπει να πληρωθεί".

Τρέμουλο είχε πιάσει τώρα την κυρά, κόμπιαζε να μιλήσει, φοβόταν, η χειρότερη ώρα της ζωής της.

"Δεν μπορώ... δεν γίνεται, έχω γιορτή, δεν βλέπεις; Δεν ακούς; Κόσμος δεκάδες μέσα, σε λίγο ο άντρας μου θα βγει να με ψάχνει. Πήγαινε, έλα, σε παρακαλώ, άλλη μέρα, απόψε αδύνατον!", του είπε και ένιωσε να ιδρώνει ολόκληρη.

Λάμψαν τα μάτια του ασκητή, μέσα στη νύχτα μοιάζαν με φωτιές του Σατανά. Η φωνή του αγρίεψε, δυνάμωσε, θεριό ανήμερο.

"Απόψε είπα! Αναβολή σε τέτοια πράγματα δεν παίρνει, δεν το ξέρεις; Σε προειδοποίησα γυναίκα, τα' χαμε πει, οι δυο πρώτοι όροι καλά κρατήθηκαν μα αν ο τρίτος σπάσει, εγώ δεν θα ευθύνομαι για ό,τι κι αν συμβεί!".

Άκουσε τα λόγια η γυναίκα, πανικός την κυρίεψε μα ήταν αποφασισμένη. Στο κάτω κάτω είχε προσφέρει αμοιβές μεγάλες, περιουσίες, χρήματα, όλα τ' αγαθά, είχε αρνηθεί ο πεισματάρης ασκητής, δεν έφταιγε εκείνη, κούφιες απειλές δεν θα δεχόταν τώρα από έναν μάγο! Ακούστηκε πάλι η φωνή του αντρός της.

"Σοφία, που είσαι μάτια μου; Έλα λοιπόν, σωστό δεν είναι οι καλεσμένοι να σε περιμένουν, συ η οικοδέσποινα, συ όλη η χάρη του σπιτιού και της ζωής μου, μην αργείς".

Άκουγε τον άντρα της να κράζει, μια χαρά, γερός, σαν ταύρος, κάποτε ήταν άρρωστος, μα είχαν περάσει πια όλα αυτά, τι θα μπορούσε να του κάνει τώρα; Μονάχα ήθελε το κορμί της να γευτεί ο παλιογάιδαρος, να τηνε ξεφτελίσει. Όχι, απόψε σίγουρα όχι, κι αύριο βλέπουμε. Στέριωσε κάπως η φωνή της, πήρε τα θάρρητα να του μιλήσει αλλιώς.

"Πήγαινε Ομάρ, σου είπα, απόψε αδύνατον. Έλα, ξαναέλα, κάποια νυχτιά να συζητήσουμε, κάτι να γίνει. Αν θέλεις όμως, σου λέω και αποφάσισε, έχω λεφτά πολλά, θ'αλλάξει η ζωή σου. Μην μένεις πια σ' εκείνη την παλιοκαλύβα, πόσα ζητάς, πες το ποσό και θα το έχεις".

Άφρισε απ' το κακό του ο θεραπευτής, άχνισε η ανάσα του στην βραδινή δροσιά, τα μάτια του δύο σχισμές, κιτρινοκόκκινες σαν λύκου βλέμμα, η φωνή του μια σπαθιά, κάθετη, μετάλλινη, με οίκτο κανένα.

"Δεν φταις εσύ γυναίκα, εγώ τα φταίω που στάθηκα σε φουστανιών τον λόγο. Η συμφωνία μας έσπασε, αυτή η στιγμή μοιραία! Μην με ψάξεις πια ποτέ, μην πάρεις το θάρρος να βγεις, να με ζητήσεις. Έφυγα, χάθηκα εγώ, θα γίνω αγέρας για σένα παρελθόν, αλλά πολλά δεινά να ξέρεις, μ' αυτές τις λέξεις φέρνεις στο σπίτι σου. Όποιον τον όρκο τον ιερό, δεν κρατάει, είναι χαμένος κυρά μου, η Άβυσσος θα στείλει χίλιους καβαλαραίους άσαρκους με πύρινα σπαθιά και τότε, αλίμονο, ο Θεός σου και όλοι οι Άγγελοι δεν θα μπορούν να σε βοηθήσουν!".

Γύρισε πλάτη ο Ομάρ, ανέμισε η κάπα του, χάθηκε μέσα στης βραδιάς την αγκαλιά. Έμεινε η κυρά μονάχη, στήλη άλατος, αμίλητη, από τα φοβερά του λόγια χτυπημένη. Ήρθε σε λίγο ο άντρας της, την είδε, ανησύχησε, την έπιασε απ' τη μέση.

"Τι είναι γυναίκα μου; Τι βλέπεις στο σκοτάδι; Για να σε δω καλύτερα, χλόμιασες! Μα, τι έγινε, φάντασμα είδες;"

"Φάντασμα, καλά το είπες, φάντασμα", ψιθύρισε η κυρά και δεν έλεγε να κινήσει. Λες και τα πόδια της είχαν γίνει ένα με το χώμα που πατούσε.

"Ψύχρανε μάτια μου, πάμε μέσα, η γιορτή έχει ανάψει, έχω πολλά ακόμα να τους πω, έλα, το κέφι σου θα φτιάξει", την καλοπήρε ο άντρας και την έσπρωξε μέσα στο ωραίο, ολόφωτο αρχοντικό.

 

* * *

 

ΕΞΙ

ΕΙΚΟΣΙ ΜΕΡΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΚΕΙΝΟ ΤΟ φοβερό βράδυ κι όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο στο αρχοντικό του πλούσιου Καλίδη. Έπεσε πάλι ο άρχοντας με πυρετό, ασήμαντο στην αρχή, μα ολοένα ανέβαινε και άρχισε να κάθεται στα αναμμένα κάρβουνα η γυναίκα. Η άρνησή της, η αθέτηση του όρκου της, έτρωγε τα σωθικά της και ο στοχασμός της αδύνατον να φύγει απ' την ανοησία της κείνο το βράδυ να μην πληρώσει τον τρίτο όρο. Έβλεπε τον άντρα της να πυρετώνεται ξανά, να λιώνει σαν το κερί, φερμένο πάλι το κακό στην πρώτη του φωλιά να' χει καλά κουρνιάσει, αρρώσταινε κι αυτή από τις τύψεις, είχε αδυνατίσει, χλόμιασε, η ομορφιά έφευγε από το πρόσωπό της, σε λίγες μέρες είχε γεράσει δέκα χρόνια. Μάνα και κόρη αρχίσαν πάλι να προσεύχονται, να ψέλνουν, να ικετεύουν του κάκου. Ο κύρης στρωμένος στο κρεβάτι, κάλπαζε η αρρώστια, τον χτύπησε και στα κόκαλα να τον αποτελειώσει. Ο Χάρος κοντοστεκόταν στο έμπα της κάμαρας, ακόνιζε τη δρεπάνα του, περίμενε, είχε υπομονή αυτός.

Τούτο το γιόμα πάλι ο γιατρός είχε κληθεί, να κάνει τι; Να πει τι; Τίποτε, να κουνήσει πάλι το κεφάλι. Σαν τέλειωσε την εξέταση, βγήκε, πήγε στο καθιστικό, μάνα και κόρη τον περίμεναν. Απόφυγε το βλέμμα της κυράς, έμεινε ορθός, η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία. Πιο δύσκολα τα λόγια, τι να πει άλλωστε, φως φανάρι η κατάσταση. Σηκώθηκε η μάνα, τον πλησίασε, τα μάτια της κόκκινα απ' την αγρύπνια, απ' την προσευχή κι από το κλάμα.

"Κάτσε γιατρέ μου, να σου φέρω ένα νερό να δροσιστείς, λίγο κρασί, τι θέλεις;".

"Τίποτα κυρά Σοφία, τίποτα. Το μόνο που θέλω, όχι τόσο σα γιατρός μα σαν φίλος οικογενειακός, τον εαυτό σου να προσέχεις. Αδυνάτισες, έπεσε το ηθικό σου κι έχεις παιδί της παντρειάς. Αυτό θέλω μονάχα, στη παλιά φιλία μας", είπε ο γιατρός και κίνησε κατά την πόρτα.

Από πίσω η κυρά, του άνοιξε την πόρτα, πριν τον χάσει τον έπιασε απ' το μπράτσο. Λίγη ελπίδα ζητούσε, τόση δα στα μάτια του, μάταιος κόπος.

"Πες μου Μανώλη, πες μου ότι δεν έσβησε ακόμα η στερνή ελπίδα. Πες μου ότι μπορεί ξανά θάμα να γίνει, να σηκωθεί ο άντρας μου απ' το μισητό αυτό νεκροκρέβατο. Πες μου λοιπόν".

Είδε την απόγνωση στο βλέμμα της γυναίκας, λύγισε ο γιατρός μα δεν μπορούσε ψέματα να πει.

"Κοίτα την Τάνια, αυτό σου ξαναλέω. Την κόρη και τα μάτια σου κυρά, κουράγιο!", είπε και χάθηκε.

Ξέσπασε πάλι σε κλάματα η γυναίκα, ήρθε η κόρη, τρόμαξε να βλέπει έτσι την μάνα της, την έπιασε να πάνε πάλι μέσα. Άρχισε να κλαίει κι αυτή σε λίγο, χειρότερα από τώρα δεν μπορούσε να πάει η ζωή τους. Κείνη την ώρα ήταν που δεν μπόραγε να κρατηθεί το μυστικό άλλο μέσα στην καρδιά της μάνας της, σκούπισε τα μάτια της, ήπιε μια στάλα νερό, ανακάρωσε, πήρε την απόφαση να ξεστομίσει τα πάντα. "Τίποτα να χάσω πια άλλο δεν έχω", σκέφτηκε και έστρεψε στην κόρη.

"Μην κλαις Τάνια, κορίτσι μου γλυκό, ησύχασε, έχω να σου πω".

Άρχισε η δέσποινα να ιστορεί, με σταθερή φωνή. Άκουγε η κόρη αμίλητη, βουβή, την ιστορία, απ' την αρχή ως το τέλος. Για τους όρους του θεραπευτή, τον γέροντα στην πρώτη γέμιση του φεγγαριού, τα όσα της ζήτησε, πως πάτησε τον όρκο της και αμέλησε τον τρίτο όρο το βράδυ της γιορτής. Όλα τα είπε η μάνα της, κι όταν σώθηκαν και οι τελευταίες λέξεις, έπεσε βαθιά σιωπή. Κι ύστερα ξαφνικά, πετάχτηκε η Τάνια πάνω, σπίθισε το βλέμμα της, φωτίστηκε το πρόσωπό της λες από μυστήρια λάμψη.

"Θα πάω να τον βρω τον μάγο, μάνα. Εγώ, μονάχη, καμιά δουλειά εσύ πια μ'αυτόν. Στο υπόσχομαι καλή μου μάνα, θα τον βρω, πίσω θα τον φέρω αν χρειαστεί τα φριχτά τα μάγια να λύσει, μη στεναχωριέσαι".

Πάγωσε απ' το φόβο της η φουκαριάρα δέσποινα, σηκώθηκε κι αυτή, τράνταξε το κορμί της κόρης της να την συνεφέρει.

"Μη λες λολάδες κόρη μου! Τι σου' ρθε στο μυαλό; Μου τό' πε ο αχαΐρευτος, πίσω να κάνουμε τώρα αδύνατον, αθέτησα τον όρκο! Και μου ζητάς να σε αφήκω μόνη, κορίτσι πράγμα στη φωλιά του λύκου; Ζητάς να μείνω χήρα δυο φορές, χάνω τον άντρα μου και να κλαίω κι εσένα, θεόμονη να μείνω; Δεν με σπλαχνίζεσαι; Όχι, ποτέ!".

Έπιασε τα κλάματα η μάνα, η Τάνια την πόνεσε, πήρε το αγαπημένο κεφάλι της στον ώμο, μα είχε σταλάξει στην απόφασή της.

"Συγχώρα με μανούλα, έχω αποφασίσει πια. Είτε το θέλεις είτε όχι, την πρώτη φορά συ έσωσες τον άντρα σου, σειρά μου τώρα να σώσω τον πατέρα μου. Κι αν θέλει ένα κορμί να ξεδιψάσει ο άθλιος, ας πάρει το δικό μου. Κι όχι μονάχα μια αλλά δέκα και είκοσι κι όσες νυχτιές το θέλει, μέχρι να ηρεμήσει μέσα του ο Βελζεβούλ και πάρει τα μάγια πίσω. Καμιά θυσία ανώτερη απ' τη ζωή του πατέρα μου. Και τώρα φεύγω, βοήθησέ με να ετοιμάσω μια μικρή βαλίτσα. Να μηνύσουμε και του Ζαν να έχει το αυτοκίνητο στην πόρτα".

Αγκαλιασμένες, κλαίγοντας μπήκαν στο δωμάτιο της μικρής, μάνα και κόρη, μια ψυχή, μια αγάπη, μια θυσία.

 

***

 

ΕΠΤΑ

ΕΙΧΕ ΑΠΛΩΣΕΙ ΤΙΣ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΤΗΣ ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ η νύχτα στον κόσμο, στην αμμουδιά ησυχία, η θάλασσα παγωμένη, ακυμάτιστη σα λίμνη ασημένια. Είχε από ώρα σβήσει τη μηχανή ο Ζαν, το αυτοκίνητο ασάλευτο, βουβό, στεκόταν στην άκρη του δρόμου. Στο πίσω κάθισμα η Τάνια, με σκυμμένο το κεφάλι προσευχόταν. Ο φόβος είχε ανοίξει μέσα της φτερά, την ενοχλούσε, δυσκόλευε την ανάσα της, ροκάνιζε το ηθικό της. Ο οδηγός ήξερε, του τα' χε πει όλα στη διαδρομή, δεν άντεχε, ήθελε με έναν άνθρωπο να μοιραστεί το βάσανό της. Την έβλεπε τώρα να προσπαθεί πριν βγει να συναντήσει τον θεραπευτή να αντλήσει όλες της τις δυνάμεις, την πόνεσε, είπε να την συνδράμει.

"Θες να' ρθω μαζί σου κυρά μου; Άντρας είμαι, όσο να πεις, θα σου φανώ χρήσιμος αν χρειαστεί. Να ξέρεις, δεν τον φοβούμαι εγώ τον αλητήριο, θέλεις λοιπόν να έρθω;"

Σήκωσε το βλέμμα της η Τάνια, χαμογέλασε γλυκά, έπιασε τρυφερά τον ώμο του οδηγού της.

"Σ' ευχαριστώ πιστέ, καλέ μου Ζαν. Όχι, δεν θέλω κι αν το θέλω, δεν πρέπει να έρθεις μαζί μου. Το χρέος είναι δικό μου, τον σταυρό εγώ θα τον σηκώσω. Μονάχα κάτσε εδώ, κάνε υπομονή κι εσύ. Αν το πρωί, πες μέχρι το μεσημέρι, δεν έρθω να σου κάνω σήμα να μείνεις ή πίσω με μήνυμα δικό μου να γυρίσεις στην μητέρα, τότε έλα να με αναζητήσεις στην καλύβα".

Αυτά διέταξε η κόρη, άνοιξε την πόρτα, βγήκε στην γαλήνια νύχτα. Το κρύο τσουχτερό, την έκανε να χωθεί ολόκληρη στο παλτό της. Ήρθε ένα αεράκι, της πήρε τα όμορφα χυτά μαλλιά, της μπάτσισε το πρόσωπο, της φούσκωσε τα στήθια. Και που είχε κρύο, κείνη καίγουνταν, όλη μια φλόγα, τι να την αγγίξει; "Είσαι έτοιμη;", ρώτησε τον εαυτό της, "είσαι έτοιμη το ρόλο της Μαγδαληνής, το πανάρχαιο επάγγελμα να παίξεις;", ξαναρώτησε και χάιδεψε τα ωραία μαλλιά της.

Ήταν πανέμορφο πλάσμα η Τάνια, όλοι το λέγαν. Σαν τη μητέρα της, τα ίδια μάτια, πιο γλυκιά ακόμα. Ψηλή, λιγνόκορμη, με μέση δαχτυλίδι. Τρέχαν τα ξανθά, ηλιόχτιστα μαλλιά της σαν άρμα του Απόλλωνα στους ώμους της, κάναν τους νέους να ζητούν ένα της βλέμμα γητεμένοι.

Είδε στο βάθος μια μαύρη σκιά, η καλύβα του μάγου ασκητή. Πήρε το θάρρος η κοπέλα, έκανε το πρώτο βήμα, το πιο δύσκολο, τα επόμενα ακολούθησαν.

Σαν έφτασε δυο μέτρα απ' έξω απ' τη μισητή παράγκα, το θάρρος της ξοδεύτηκε, κόπηκαν τα γόνατά της, έσβηνε η ανάσα της, έχασε τη δύναμή της. Λες και της είχε ρουφήξει στόμα αόρατο, σκοτεινό όλη την δύναμη της. "Το στόμα της Αβύσσου, η επιρροή του μάγου, ορθώσου, σήκω γυναίκα, το χρέος σου πιο μεγάλο από τις μαγγανείες του!", είπε στον εαυτό της δυνατά να ακούσουν τα νυχτοπούλια, να στυλωθεί ξανά. Σε μια στιγμή πήρε το μάτι της κίνηση μέσα στο σκοτάδι, άρχισε να χτυπάει η καρδιά της. Κάτι κινιόταν, κάτι έτρεχε προς το μέρος της, μια τεράστια σκιά, άκουγε πέλματα να χτυπούνε τρέχοντας την άμμο, σαν ζώο, σαν θηριώδης σκύλος. Έπεσε στα γόνατα η Τάνια, έκανε το σταυρό της, είχε παγώσει απ' το φόβο της. Δυο μάτια κόκκινα, πιο κόκκινα απ' το αίμα σπίθισαν στο σκοτάδι, ήρθαν κοντά της. Πίσω τους ένα κεφάλι τεράστιο, τέσσερα πόδια, τρίχωμα μαύρο, ένα λύκος, μεγάλος, μοχθηρός, κτηνώδης την είχε ζυγώσει, ερχόταν πάνω της. Άκουγε τα σάλια του που τρέχαν στο σαγόνι, την ζωώδη ανασεμιά του, το λαχάνιασμα του την πέτρωσε στη θέση της. Έκλεισε τα μάτια της, ψέλλισε κάποια προσευχή, "Πάτερ ημών", ώσπου ένιωσε τη μουσούδα του ζώου στο σβέρκο της να την μυρίζει. "Συγνώμη μάνα, απέτυχα, ήρθε το τέλος", φώναξε και ετοιμάστηκε βραδινό να γίνει στο τεράστιο κτήνος.

Και τότε ξαφνικά, άκουσε μια φωνή, δυνατή, σίγουρη και βαθιά, έσκισε την σιγαλιά της νύχτας.

"Γυναίκα, μπες μέσα!".

Άρχισε να βροντοχτυπάει η καρδιά της, άνοιξε τα μάτια της, ο λύκος άφαντος, σταυροκοπήθηκε, έσπρωξε την πόρτα, μπήκε μέσα.

 

* * *

 

ΟΚΤΩ

ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΟΝ ΜΑΓΟ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟ στη κουβέρτα του, όπως τότε, στην πρώτη επαφή τους. Μα εκείνος την περίμενε σε μια καρέκλα καθιστός, πίσω από μικρό τραπέζι μέσα σε γούνινο παλτό. Είχε ανάψει κιόλας μια λάμπα, στο αχνό της φως διέκρινε την μορφή του. Ίδια χλομάδα, ίδια τα μάτια, μοχθηρά, όπως του λύκου που είχε στείλει πριν για να την δοκιμάσει. Μπροστά του είχε μια μπουκάλα με ρακί και δυο ποτήρια.

"Κόπιασε Τάνια, κάθισε", της είπε γλυκά, της έδειξε την άλλη καρέκλα, απέναντί του. Είχε το ύφος του κάτι το φτιαχτό, κάτι το ύπουλο, μάζεψε το κουράγιο της η κοπέλα, έκανε όπως της είπε.

"Έκανες μεγάλο ταξίδι να' ρθεις να με βρεις. Πάρε λοιπόν να πιεις, να στερεώσει η ψυχή πάνω στο όμορφο κορμί σου, να ζεσταθείς, δεν κάνει ωραίο κορίτσι σαν του λόγου σου να τουρτουρίζει", της είπε και της γέμισε το ποτηράκι.

Του έριξε η Τάνια ένα βλέμμα, είδε υποκρισία, ψέμα και λαγνεία στα μάτια του, αναγούλιασε από αηδία, έκανε υπομονή, το χρέος, μην ξεχνάς το χρέος!, είπε στον εαυτό της πάλι, σήκωσε το ποτήρι της.

"Στην υγειά σου λοιπόν", είπε με ευγένεια ψευτο-λόρδου ο ασκητής, κατέβασε το ρακί του.

"Στην υγειά του πατέρα μου", φώναξε η Τάνια, κατέβασε το ποτό της. Μια ωραία κάψα χίμηξε στα σωθικά της, ζεστάθηκαν οι φλέβες της, αναθάρρεψε, της ήρθαν τα λόγια στο στόμα.

"Ξέρεις γιατί ήρθα μάγε, ή όχι; Το λοιπόν, αφού το ξέρεις, ας κάνουμε ό,τι είναι να κάνουμε, θα μείνω και απόψε κι αύριο κι όσο με θέλεις. Να λύσεις τα μάγια σου που λιώνουν τον πατέρα μου, να έρθει η υγεία του πάλι, δεν σου φταίει εκείνος αν πάτησε τον όρκο της η μάνα".

Άκουσε τα λόγια ο θεραπευτής, κούνησε με θαυμασμό το κεφάλι του, γέμισε πάλι τα ποτήρια.

"Τάνια σε λένε κοπέλα μου αλλά λαθεύουν. Λιονταρίνα θα' πρεπε να σε λένε, λύκαινα, άγρια τίγρη. Μ' αρέσει που ήρθες καβάλα στο θυμό σου, την οργή να πλημμυρίζει την καρδιά σου, πιο ωραία η γυναίκα να' ναι ανυπόταχτη, έχει ο έρωτας άλλη νοστιμάδα. Μα για όσα έπαθε ο πατέρας σου εγώ δεν φταίω, το' πα στη μάνα σου, τους όρους μην χαλάσει, δεν το’ κανε. Κείνο το βράδυ αν μούχε δώσει το κορμί της, τώρα ο πατέρας σου θα ονειρευόταν τα λεφτά του κι εσύ δεν θα' σουνα εδώ, στην αγκαλιά ενός λύκου", της είπε και κατέβασε μονορούφι το ποτό.

Τον κοίταζε στα μάτια η Τάνια, όλο και πιο πολύ τον σιχαινόταν. Σήκωσε το ποτήρι της, κατέβηκε όλο το σπίρτο στο λαρύγγι, άρχισε να ζαλίζεται, ανέβαινε ο θυμός της.

"Φριχτέ μαγγανευτή, σατανολάτρη, νομίζεις σε φοβούμαι; Καλά με είπες λέαινα, ναι, αν μπορούσα θα σε ξέσκιζα που παίζεις με τις ζωές των άλλων. Μα εδώ ήρθα για χρέος ιερό, όσο κι αν σε σιχαίνομαι, θα σου δοθώ, τι εγώ, τι η μάνα μου. Είμαι έτοιμη λοιπόν, τι χάνεις χρόνο;"

Άκουσε τα λόγια της ο Ομάρ, έσφιξε το ποτήρι στην χούφτα του, έγινε θρύψαλα, γυαλιά και αίματα ανακατεύτηκαν, ένα πράμα. Σούφρωσε τα χείλη του, φανήκαν τ'άσπρα δόντια, γυάλισαν τα μάτια του στο τρεμουλιαστό της λάμπας, αρρωστιάρικο φως.

"Πολλά είπες μικρή Αμαζόνα, ώρα να το βουλώσεις! Θα' πρεπε να σ' αφήσω έξω στην άμμο να σε φάει ο Φύλακας, μια χαψιά ήσουν για κείνον αλλά το μετάνιωσα. Άρχισα να χαλάω κι εγώ, οι κακές παρέες με τους χριστιανούς με φάγανε, έγινα πονεψιάρης. Σκάσε λοιπόν κι άκου αυτά που έχω να σου πω και πράξε όπως νομίζεις".

Μαζεύτηκε η Τάνια, σφάλισε το στόμα της, θυμήθηκε ότι είχε ‘ρθει στην φωλιά του άγριου λύκου. Σηκώθηκε ο Ομάρ, πήγε στο παραθύρι της παράγκας, στύλωσε το βλέμμα απ' έξω στην θάλασσα, στο στερέωμα, στο πουθενά, άρχισε να μιλάει.

"Νομίζεις ήταν εύκολο να κάνω τον γέρο σου καλά; Πάλεψα τρείς νύχτες να τον αρπάξω απ' τα νύχια του Αφέντη. Τι με νομίζεις, ίδιος με Κείνον δεν είναι κανείς πάνω στη γη. Υπηρέτης Του κι εγώ, όση έχω δύναμη δική Του. Με τίποτα δεν ήθελε να τον αφήσει, στο τέλος Τον διαβεβαίωσα πως το κορμί της μάνας σου ήταν σίγουρο, τούτη η υπόσχεση έσωσε τον πατέρα σου αν θες να ξέρεις. Με τα πολλά, Τον έπεισα να σηκωθεί να φύγει. Χάλασα όση δύναμη είχα, χρειάστηκαν έξι μήνες να συνέλθω, μην και νομίζεις πως έχω καμιά δεξαμενή να πίνω αστέρευτη; Μα η μάνα σου με κατέστρεψε κείνη την νύχτα που μ' αρνήθηκε. Κείνον χαστούκισε όχι εμένα. Και Κείνος λύσσαξε, με βίας γλίτωσα τα τραγίσια νύχια του, νομίζεις μόνο ο πατέρας σου πλήρωσε τα σπασμένα; Και τώρα..."

Αναστέναξε ο Ομάρ, κόπηκε η φωνή του, γύρισε, κοίταξε την κοπέλα στα μάτια, της γλύκανε το πρόσωπο, μίλησε ειλικρινά, ανθρώπινα, ζεστά.

"Αλήθεια στο λέω, αν μπορούσα θα έκανα διαφορετικά. Γιατί πολύ συμπάθησα, το ομολογώ την μάνα σου, μα όσα ζήτησα δεν τα ζήτησα για μένα. Με καταλαβαίνεις τώρα κορίτσι μου; Δεν ήτανε για μένα. Για μένα τίποτα, μονάχα τα αιώνια δεσμά, σκλαβιά για πάντα, μέχρι να πεθάνω κι αφού πεθάνω για αιώνες αναρίθμητους!".

Ήταν αλήθεια ή το ρακί της έφερνε οράματα; Ήταν ο ίδιος άνθρωπος τούτος με αυτόν που λίγο πριν την κοίταζε όλος λαγνεία, αχόρταγα, έτοιμος να την μαγαρίσει; Τα λόγια ετούτα δούλεψαν στην ψυχή της, τον ένιωσε αλλιώτικο, ζέστανε η καρδιά της, δάκρυα κύλησαν στα μάτια της. Πήγε να πει κάτι, σήκωσε το χέρι του ο Ομάρ, την διέκοψε.

"Δεν τέλειωσα κόρη μου. Έχω κι άλλα να σου πω, τα πιο σπουδαία. Το ξέρω γιατί ήρθες, σε περίμενα, είχα τα μηνύματα στους λογισμούς μου από τα χτες. Δεν ξέρω αν έκανες καλά, θα δείξει. Ένα μονάχα έχω να σου πω. Δεν θέλω το κορμί σου. Τίποτε δεν θα ωφελούσε άλλωστε, χαμένος χρόνος. Για να ξανάρθει ο πατέρας σου στον κόσμο αυτό, χρειάζεται να γίνουν χίλια θαύματα σαν κείνο που έκανα πριν τόσους μήνες".

Άκουγε τα λόγια του η Τάνια, το θάρρος την παράτησε, άρχισε να κρυώνει πάλι μα πιο πολύ να τρέμει απ'τον φόβο. Την πήρανε τα κλάματα, δεν μπόραγε να κρατηθεί, ξέσπασε σε λυγμούς.

"Ώστε, ώστε μάταια, όλα μάταια;", τον ρώτησε μέσα απ'τα αναφιλητά της και τον κοίταγε μπας και ψαρέψει μιαν ελπίδα. Τα όμορφα ματάκια της είχαν γίνει δυο κόκκινες, υγρές θάλασσες, το πρόσωπό της γυάλιζε από το φως της λάμπας σαν αγίας.

Γύρισε ο Ομάρ, κάθισε πάλι στο τραπέζι, πήρε την μπουκάλα, άρχισε να την αδειάζει στο λαρύγγι του σαν να'τανε νερό. Σαν ικανοποιήθηκε, σκούπισε το μουστάκι του, έριξε ένα βλέμμα στην Τάνια, γύρισε αλλού το κεφάλι του να μην την αντικρίζει και στεναχωριέται.

"Παναθεμά σας, κι εσύ κι η μάνα σου, πανάθεμά σας!", άρχισε να μουρμουράει και κατέβασε πάλι χοντρές γουλιές το σπίρτο.

 

* * *

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΓΙΑ ΠΟΤΕ ΕΓΕΙΡΕ ΑΠΟΚΑΜΩΜΕΝΗ, χαυνωμένη από το οινόπνευμα στο μοναχικό στου θεραπευτή το στρώμα και κοιμήθηκε, δεν το κατάλαβε η Τάνια. Και τώρα, το ξημέρωμα την βρήκε κουρνιασμένη, γλυκοκοιμισμένη, όμορφη στην γωνιά της, να' χει τυλίξει γύρω της σφιχτά τη μάλλινη προβιά, να μην ξυλιάσει. Τα θαλασσοπούλια κράζανε τον ερχομό του πατέρα ήλιου, η θάλασσα φούσκωνε σιγά, σιγά, θέριευε η μέρα, πάει το σκοτάδι, παρελθόν.

Μια αύρα παγωμένη ράπισε το μάγουλο του κοριτσιού, την ξύπνησε. Σηκώθηκε η Τάνια, ένιωσε την παγωνιά, κράτησε πιο γερά στις ωραίες παλάμες της την προβιά. Τίποτε δεν θυμόταν από το χτεσινό το βράδυ, ανάμεσα ύπνου, ξύπνιου ήταν ακόμα, έψαξε με το βλέμμα της τον Ομάρ. Δεν ήταν πουθενά. Σηκώθηκε όρθια, φόρεσε την προβιά που' χε ο θεραπευτής για πανωφόρι, έκανε να βγει απ' το καλύβι να τον ψάξει. Μα πριν πιάσει την καλαμένια πόρτα, άκουσε ψίθυρο, ξαφνιάστηκε, δεν ήξερε από που ερχόταν η φωνή, ένιωσε την καρδιά της να βροντάει. Ύστερα η φωνή καθάρισε, δυνάμωσε, έξω από την καλύβα έρχονταν, ναι, σιγουρεύτηκε, ήταν ο Ομάρ, κάπου να μιλάει φαινόταν, μόνος του ίσως, στον εαυτό του, ή σε δυνάμεις αόρατες; Τα συνηθίζουν τούτα οι μάγοι, δεν την παραξένεψε. Κόλλησε το κεφάλι στον καλαμένιο τοίχο, να διακρίνει πιο καλά.

"Τούτο το δρόμο μου ανοίγεις λοιπόν Μεγάλη Μάνα, η μόνη εσύ Αθάνατη, τούτο λοιπόν, δεν υπάρχει άλλος;", τον άκουσε να λέει με σέβας, λες και διαλεγόταν με τον Θεό. Η μήπως με τον Σατανά, τον Τραγοπόδαρο; Ο Ομάρ, συνέχιζε, δεν σταματούσε. "Αν πρέπει έτσι να γίνει, το λοιπόν, έτσι θα γίνει Μάνα μου! Φοβάμαι, είμαι θνητός, σκλάβος της ύλης και των πνευμάτων των κακών, στις Εκατό Κολάσεις θα πάω, μα αν πρέπει έτσι να κάνω, θα το κάνω, ίσως μερέψει ο Κύριος και με βλογήσει, πες μου λοιπόν Μητέρα, όλη η ύπαρξή μου ανοιχτή, δώσε ορμήνιες, τι και πως, σ' ακούω..."

Μέχρι εκεί, πιο κάτω αδύνατον ν' ακούσει η Τάνια. Μονάχα κάτι μούρμουρα, σιγοψαλμούς, ακαταλαβίστικα, δεν ήθελε να επιμείνει. Να κρυφακούει έτσι κι αλλιώς αμαρτία, το πόσο μάλλον να επιμένει. Νύσταζε ακόμα, άνοιξε το στόμα της, κλείναν τα βλέφαρά της. Πήγε ξανά και ξάπλωσε, έτσι όρθια το αγιάζι την περόνιαζε. Μόλις που έπεσε στο ζεσταμένο ακόμα στρώμα, χαλάρωσε, σκέφτηκε τον Ομάρ, γλυκάθηκε, δεν τον μισούσε πια, είχε αλλάξει. Μύριζε ωραία, αντρίκεια η προβιά, έμπαινε στα ρουθούνια της το άρωμα, μαύλιζε η σάρκα της. Το κύμα που χτυπούσε την νανούριζε, ο ύπνος ξανάρθε στα κοριτσίστικά της βλέφαρα.

Ο βασιλιάς ο ήλιος είχε ανέβει μεσούρανος, όλη του τη δύναμη έστελνε σπλαχνικά στη Γη, χειμώνας βέβαια αλλά να τον γλυκάνει. Τι φταίγαν οι ανθρώποι, πηλός και χώμα, πόσο να αντέξουν στην κακοκαιριά. Ο Ζαν, ο οδηγός, ανήσυχος κίνησε για την παράγκα. Δεν είχε λάβει σήμα απ' τη μικρή κυρά, ίσως να της συνέβαινε κακό, έπρεπε το χρέος του, πρώτα σαν άνθρωπος, μετά σαν υπηρέτης, να πράξει. Σαν έφτασε έξω από την καλύβα σάστισε, δεν ήξερε τι να κάνει. Το δίλημμά του έλυσε η Τάνια, μπροστά του άνοιξε ευθύς την πόρτα, βγήκε απέξω. Την είδε φρέσκια, όμορφη, λες κι είχε όλο το βράδυ γεννηθεί ξανά, έλαμπαν τα μάτια της, ήσυχο το πρόσωπό της. Η φωνή της βγήκε σαν γλυκιά μελωδία, πρώτη φορά την έβλεπε έτσι.

"Πιστέ μου Ζαν, όπως όρισα έκανες, σ' ευχαριστώ. Με βλέπεις, είμαι μια χαρά, όλα καλά πηγαίνουν. Πήγαινε το λοιπόν, μην σε ταλαιπωρώ άλλο, δεν πρέπει. Πες στη μητέρα σύντομα θα έχει τα νέα μου, να μην στεναχωριέται, η θυγατέρα της είναι ευτυχισμένη!".

Έτσι είπε, τον άγγιξε με σιγουριά στον ώμο, μόρφασε ο Ζαν, υπάκουσε όμως, γύρισε, πήρε τον δρόμο της επιστροφής. "Περίεργα πράματα, δεν ξέρω", συλλογίστηκε ο οδηγός, "τι να συνέβη από χτες και άλλαξε έτσι η κοπέλα; Λες να την μάγεψε ο θεομπαίχτης, λες να την υπνώτισε, να μην ορίζει πια τη σκέψη της, το κορμί της;", αναρωτήθηκε, σάστισε, άρχισε πάλι να περπατάει. "Δική της η υπόθεση, μεγάλη είναι πια, ώχου, σκοτίστηκα!", είπε, ικανοποιήθηκε, γρηγόρεψε το βήμα του γιατί είχε αρχίσει να ξεπαγιάζει.

Έκλεισε το πορτάκι πίσω της η Τάνια, γυμνώθηκε χαρούμενη, έτρεξε πάλι στο ζεστό της στρώμα που τώρα δεν ήταν πια μοναχικό. Ο Ομάρ, ολόγυμνος κι αυτός την περίμενε, της άνοιξε την προβιά, σαν έπεσε δίπλα του, την σκέπασε τρυφερά. Έγειρε το κεφάλι της στο στήθος της, έπιασε εκείνος να την χαϊδολογάει, έμπλεκε τα μακριά του δάχτυλα στη πλούσια χαίτη της, σιωπούσαν, μονάχα οι ανάσες ακούγονταν και οι αναστεναγμοί.

"Ομάρ, γλυκέ μου εραστή, άντρα μου πια, μίλησέ μου, πες μου κάτι, δεν θέλω να είμαι άλλο στη σιωπή, ωραία κι αυτή μα αφήνει απλοχωριά στους στοχασμούς και στις σκοτούρες. Πες μου καλέ μου, τούτη η μέρα όλη δική μας κι αν θες κι εσύ, όλη μου τη ζωή σε σένα αφιερώνω".

Άφησε στεναγμό ο Ομάρ, συνέχισε να την χαϊδεύει, άρχισε να της λέει, ήθελε να της μιλάει για ώρες, ήξερε πως από τούτα, το ένα εκατοστό και πάλι δεν θα προλάβαινε να της τα πει, να αλαφρώσει.

"Γλυκιά ερωμένη μου, πρώτη και τελευταία μου, μοναδική μου αγάπη, πόσα αν ξέρεις ήθελα να σου πω. Γιομάτη η ζωή μου μοναξιά, άσπιλος, αφίλητος ίσαμε σήμερα που' χω τα χρόνια του Χριστού. Αυτό τον όρκο που έδωσα μικρός, ποτέ μου δεν τον πάτησα. Μόνο που διάλεξα το στρατόπεδο το σκοτεινό, την Άβυσσο, μπήκα στου Εωσφόρου τις στρατιές, δύναμη ήθελα, τη δύναμη να γιατρεύω. Έχασα τον πατέρα μου μικρός, ύστερα την γλυκιά μου μάνα, τους θέρισε η κακιά αρρώστια. Έμεινα μόνος και ο Θεός μακριά, καρφί δεν του καιγόταν. Υπόγραψα το λοιπόν αιμάτινο συμβόλαιο με τον Κερασφόρο, μεσαίος δρόμος στη ζωή κανένας. Η με τον Ναζωραίο θα είσαι ή με τον Σατανά. Μονάχα που για το χάρισμα αυτό, οι όροι του συμβολαίου αυστηροί, αμείλικτοι, δε χώραγαν συζητήσεις. Και πρώτος απ' όλους, ποτέ μου να μην δεχθώ λεφτά, γυναικεία κορμιά, δύναμη, εξουσία, τίποτα, όλη τη μοναξιά είχε για μένα δώρο ο Μυριονόματος, μοναξιά γλυκιά μου Τάνια, ως που φτάνει σε βάθος η ψυχή του ανθρώπου. Κι όσες φορές ζήτησα ένα γυναίκειο κορμί, δεν ήτανε για μένα. Κείνος το ήθελε εγώ έφευγα απ' τη μέση. Δεμένος ήμουν με τα απαίσια λουριά, ως σήμερα, για λίγο ακόμα μάτια μου. Από αύριο χάνομαι όμως, λευτερώνομαι, ο Θεός Πολυεύσπλαχνος, ίσως με συγχωρήσει. Το τελευταίο μου έργο θα κάνω, όλη μου η τέχνη η ιερή για σένα, τον πατέρα σου και την καλή σου μάνα που τόσο αγάπησα γιατί μου θύμισε πως κάποτε κι εγώ είχα μια θεία μορφή, μια μάνα ολόδικιά μου".

Κόμπιασε να μιλάει ο μάγος, άκουσε αναφιλητά, η Τάνια έκλαιγε, μούσκευαν τα δάκρυά της το γυμνό του στήθος.

"Σταμάτα, άλλα μην λες, δεν θέλω αυτό να γίνει! Δεν θέλω, τώρα που αγάπησα αληθινά, τώρα πάλι μονάχη μου! Βρες έναν άλλο δρόμο Ομάρ, αγαπημένε, ξέρεις εσύ τα πιο στενά σοκάκια της ζωής, πάρε ένα άλλο, αυτό δεν το μπορώ, θα πέσω έξω στη θάλασσα να χαθώ!".

Έπιασε η κοπέλα το κλάμα γοερό, πλάνταξε η ψυχή της. Την χάιδευε με στοργή ο Ομάρ, της έδινε κουράγιο, "σώπα καρδιά μου, σκέψου, έτσι λυτρώνομαι κι εγώ, ο μόνος δρόμος, σώπα τώρα, τούτη η νύχτα η στερνή της ζωής μου. Μην μαγαρίσουμε τούτες τις ώρες, γρουσουζιά! Έρωτα μόνο, έρωτα, να γίνουμε ένα πριν χωρίσουμε την αυγή για πάντα. Κι εσύ να ξέρεις, στην ψυχή σου φύλαξέ το, δε με χάνεις, μέσα σου θα είμαι πάντοτε, στο βλέμμα του πατέρα σου, στο σπόρο της κοιλιάς σου που σε εννιά μήνες θα καρπίσει. Σώπα καρδιά μου, άλλο μη κλαις, στο λέω αλήθεια, όσο θα μ' αγαπάς αθάνατος θα είμαι, όσο με σκέφτεσαι πάντοτε μέσα σου, σώπασε τώρα κι έλα να σμίξουμε πάλι".

 

ΤΕΛΟΣ

 

[1997 - 2013]