Η ώρα του υπογείου

 

 

 

«Ά

νθιμε…»

 

Η παραλία ήταν γεμάτη. Οικογένειες με παιδιά που χαλούσαν τον κόσμο. Ολυμπιονίκες της αμμουδιάς που κοπανούσαν ρακέτες πάνω απ’το κεφάλι του. Νέοι, γέροι, αλλοδαποί και ντόπιοι, όλοι στριμωγμένοι σε ένα οικόπεδο ήλιου. Δεν τον ενδιέφερε. Ούτε ο θόρυβος απ’τις ρακέτες, ούτε η ζέστη, ούτε η πολυκοσμία. Είχε δίπλα του το ομορφότερο κορίτσι του κόσμου. Κι ήταν το κορίτσι του. Η σχέση του. Ο άνθρωπός του.

Την έβλεπε να χαμογελά και ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα μάτια της. Τίποτε δεν είχε γεννηθεί πριν από εκείνη. Τίποτε δεν είχε σημασία σε όλο το σύμπαν. Την έβλεπε να χαμογελά και όλο του το είναι άνθιζε.

Πίσω απ’τον ώμο της…

 

«Άνθιμε!»

«Ε… Μαρκέλλα!»

«Που ταξίδευες πάλι;»

Η Μαρκέλλα με το πλατύ, αφύσικα εγκάρδιο χαμόγελό της. Η Μαρκέλλα με το φαρδύ πισινό και την ευγενική ψυχή.

Που ταξίδευε πάλι; Εκεί που πάντα ταξίδευε… το ταξίδι ήταν μονότονα ίδιο… ίδιος προορισμός, ίδιες εικόνες, ίδιοι άνθρωποι… ίδιο τέλος…

«Σε θέλει ο Λαμπρινάκης», του είπε κοφτά και το πλατύ χαμόγελο μαζεύτηκε. Ταυτόχρονα τα φρύδια της γώνιασαν ελαφρά πάνω από τη μύτη της. Η όψη της ήταν αστεία.

«Με θέλει ο μαλάκας δηλαδή», μουρμούρισε και η συνάδελφός του χαμογέλασε.

«Τι έκανες πάλι;»

«Δεν λες καλύτερα τι δεν έκανα; Και τι δεν κάνω;»

Η Μαρκέλλα γύρισε πίσω από μια κούτα τοστιέρας που βρισκόταν στο γραφείο της και τον κοίταξε με απορία.

«Τι δεν έκανες;»

«Δεν τα βρόντηξα μια και καλή όταν έπρεπε μάτια μου. Και δεν του έφερα εκείνο τον ψευτο-ανεμιστήρα στο κεφάλι όταν είχε έρθει ο πελάτης και μας ξέχεζε κανονικά. Αυτό του έπρεπε. Και λίγα είπε. Γιατί όλα αυτά που πουλάει είναι πιο σκατά κι από τον ίδιο»

«Η Μαρκέλλα ξεφύσηξε και χώθηκε στις καταστάσεις της. Ωραίο το πρωινό θάψιμο στον Λαμπρινάκη αλλά είχε και δουλειά. Ένα βουνό δουλειά. Από τότε που είχαν μείνει οι δυο τους στην κωλοεταιρία αυτή για να κάνουν τη δουλειά που πριν μοιράζονταν πέντε.

«Πήγαινε τώρα», του είπε με μητρικό ύφος χωρίς να σηκώσει κεφάλι από τα χαρτιά της.

 

Ο Λαμπρινάκης και η κοιλιά του.

Ο Λαμπρινάκης και ο κώλος του.

Ο Λαμπρινάκης και τα νεύρα του.

«Τι έχεις πάθει τελευταία εσύ; Μου λες;»

Ο Λαμπρινάκης και οι μαλακισμένες ατάκες του, ολόιδιες από την εποχή που κυβερνούσε ο Σημίτης και χαζογέλαγε ο Παπαντωνίου επειδή θα μπαίναμε στον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης και θα τρώγαμε με χρυσά κουτάλια.

«Τι έγινε πάλι;», ρώτησε βαριεστημένα ο Άνθιμος. Ήξερε τι συνέβαινε.

«Πήρε αυτός ο Λούρδης… Ζούρδης…»

«Λουβής… ε, τι θέλει;»

«Ήταν έξαλλος! Μου τα έψαλλε κανονικά. Δεν μπορούσα να τον καλμάρω!»

Ο Λαμπρινάκης και το ίδιο έργο κάθε μέρα, νύχτα μέρα μέχρι να χιονίσει στη κόλαση! Ο Άνθιμος έκανε ένα μορφασμό αηδίας.

«Αντί για το φούρνο μικροκυμάτων του έστειλες τον αρτοπαρασκευαστή και ένα τηγάνι… μα, τι διάολο… τα έχεις παίξει εντελώς μου φαίνεται»

Το βλέμμα του Άνθιμου άλλαξε. Η στάση του υπερ-πληθωρικού σώματος του Λαμπρινάκη άλλαξε. Ως και η φωνή του άλλαξε. Μαζί με το ύφος.

«Πρόσεχε βρε Άνθιμε… τελευταία… τέλος πάντων… φρόντισε να παραλάβει το φούρνο του… κανόνισέ το αμέσως σε παρακαλώ…»

Ο Άνθιμος έκανε μεταβολή πριν ολοκληρώσει τη φράση του ο χατζημαλάκας με το λιγδιασμένο πουκάμισο και τα κρυμμένα μισοφαγωμένα σάντουιτς στα συρτάρια του. Έτσι και τον δολοφονούσε κάποιος, οι άντρες της σήμανσης θα ξέρναγαν δυο μέρες από αυτά που θα έβρισκαν στο γραφείο του. Μπλιαχ!

«Η ώρα του υπογείου…»

Άκουσε τις λέξεις πίσω από την πλάτη του και ακινητοποιήθηκε. Γύρισε αργά και κοίταξε τον εργοδότη του.

«Πώς;»

«Γιατί το έγραψες αυτό; Σου λέει κάτι; Τίτλος ταινίας είναι;»

«Η ώρα του υπογείου…», επανέλαβε μηχανικά ο Άνθιμος.

«Ήταν γραμμένο τρεις, τέσσερις φορές μου είπε ο Ζούρλας πάνω στο κουτί του αρτοπαρασκευαστή».

«Λουβής», διόρθωσε ξανά ο Άνθιμος, έκανε μεταβολή και γύρισε με αργά βήματα στο γραφείο του.

«Η ώρα του υπογείου», μονολόγησε και έφερε το πληκτρολόγιο πιο κοντά του… τι στο δαίμονα να ήταν πάλι αυτό;

Ο Άνθιμος παρατηρούσε την Μαρκέλλα να απολαμβάνει την τυρόπιτα και το μεσημεριανό της καφέ και τη ζήλευε. Τούτη η πρωτογενής, σχεδόν αρχέγονη φυσική απόλαυση ενός ταπεινού γεύματος του έφερνε μελαγχολία. Για κείνον ήταν ένας χαμένος παράδεισος που νοσταλγούσε. Τα τελευταία πέντε χρόνια είχαν περάσει μέσα από διαδοχικές φάσεις οργής, θλίψης, προσπάθειας επαναπροσαρμογής ‘στην πραγματικότητα’ και άντε πάλι απ’την αρχή… Για την αγαπημένη του συνάδελφο και φίλη όμως η απόλαυση μιας τυρόπιτας κι ενός παγωμένου καφέ ήταν ένα μεγαλείο γεύσεων και ηδονών που δεν έχανε την ομορφιά του έστω κι αν επαναλαμβανόταν κάθε μέρα και στον ίδιο πνιγηρό εργασιακό χώρο με ακλόνητη κανονικότητα. Η Μαρκέλλα ήταν ένα πιστό σκυλί της δουλειάς όμως όποιος τολμούσε να της αμφισβητήσει αυτή την απόδραση του μεσημεριού μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα αγριεμένο πάνθηρα. Μια φορά είχε γίνει κάποτε ένα τέτοιο συμβάν κι από τότε κανείς δεν τολμούσε μεταξύ 12.00 και 12.30 ούτε καν το όνομά της να ψελλίσει. Μετά την… λήξη του φαινομένου ήταν και πάλι στη διάθεση όλων. Γλυκιά, υπομονετική, εργατική, αποτελεσματική. Όχι στο κρίσιμο αυτό μισάωρο όμως.

Όσο η Μαρκέλλα δίπλα του επιδιδόταν στο μοναχικό της όργιο με άφατη και μυστικιστική ηδύτητα, εκείνος είχε κολλήσει το βλέμμα του στην οθόνη του υπολογιστή του. Ήταν και για κείνον μια ιερή στιγμή. Ένα ακόμη ταξίδι ξεκινούσε…

 

Ο μπόμπιρας με το κόκκινο σορτσάκι και το μισοφαγωμένο παγωτό τον κοιτούσε επίμονα σαν αξιοπερίεργο θέαμα. Λίγο πιο πίσω η μητέρα του ξαπλωμένη ανάσκελα πάλευε να διαβάσει κάποιες σελίδες ενός ευπώλητου μυθιστορήματος με εντυπωσιακό τίτλο, ‘Στον τροχό του πάθους’, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ο άντρας δίπλα της, καθισμένος στην ψάθα του, μιλούσε με ένταση στο κινητό του. Το θέμα του έμοιαζε να τον έχει απορροφήσει. Η ΑΕΚ χρειαζόταν εξτρέμ όχι δεύτερο επιθετικό. Και τερματοφύλακα αξιόπιστο. Ο συνομιλητής του προφανώς διαφωνούσε και η ανταλλαγή επιχειρημάτων τον είχε ξανάψει. Κάθε τόσο σκουπιζόταν με μια πετσέτα και έβαζε κι έβγαζε με νευρικότητα τα γυαλιά-καθρέφτες του. Όταν κάτι είναι τόσο προφανές όσο το ότι λείπει το εξτρέμ που θα πλαγιοκοπεί τις αντίπαλες άμυνες και ο γκολκήπερ που δεν θα κάνει εξόδους του Μεσολογγίου στις σέντρες, πώς διάολο ο φίλος του επέμενε στις μαλακισμένες απόψεις του που διάβαζε στις εφημερίδες και στα σάιτ; Κάποια πράγματα δηλαδή φωνάζουν, έλεος πια!

Τον είδε πίσω από τον ώμο της. Τον είδε σαν σκιά που ορθώνεται πίσω από μια ισχυρή πηγή φωτός. Μπορεί να σταθεί οτιδήποτε δίπλα στον ήλιο και να διεκδικήσει το χώρο του; Κι όμως, αυτό μπορούσε. Και τον έκανε να ριγήσει. Η Άννα του χαμογελούσε. Είχε θυμηθεί μια παλιά ιστορία από τα παιδικά της καλοκαίρια στη Σαντορίνη και η αφήγηση την είχε συνεπάρει. Πάντα συνέβαινε αυτό όταν θυμόταν τα καλοκαίρια εκείνα στο νησί της. Ένιωθε περισσότερο παρά άκουγε το γέλιο της, τους γλυκούς ήχους που φέρνουν στο στόμα οι αναμνήσεις ευτυχισμένων εποχών.

Δεν ήταν μόνος. Η σκιά του συνοδεύτηκε με μια ακόμη. Είχαν κάνει την εμφάνισή τους δυο άντρες, δυο υψηλόσωμες αντρικές φιγούρες πάνω από κάποιον και μιλούσαν με ένταση. Δεν ήταν ελληνικά αυτά που έφταναν στ’αυτιά του. Έμοιαζαν ρώσικα αλλά δεν ήταν. Ίσως Σερβικά. Σύντομα θα λυνόταν το αίνιγμα.

Ένιωσε την παρόρμηση να προστατεύσει την αγαπημένη του από κάποιον αόρατο κίνδυνο που την απειλούσε. Εκείνη πάλευε να του πει κάτι, μάλλον είχε τελειώσει η αφήγηση της Σαντορίνης κι είχε περάσει σε κάτι άλλο που την είχε σοβαρέψει. Δεν την άκουγε. Έβλεπε τα χείλη της να σχηματίζουν λέξεις αλλά δεν άκουγε. Έφερε το σώμα του κοντά της, την αγκάλιασε ενώ με την άκρη του ματιού του και όλες τις αισθήσεις του σε συναγερμό κατέγραφε όσα γίνονταν στη γειτονική αντροπαρέα. Η Άννα απόρησε, αντέδρασε, τον έψεξε που δεν έδινε σημασία στα λόγια της. Ο μπόμπιρας άφησε το μισοφαγωμένο παγωτό του να πέσει στην άμμο και γύρισε το σωματάκι του αναζητώντας την ασφάλεια της μητέρας του.

Και τότε συνέβη…

 

«Πρέπει να μιλήσουμε»

Πάλι πίσω.

Πάλι ο υπολογιστής, η οθόνη, το πληκτρολόγιο, οι καταστάσεις των πελατών, τα κουτιά με τα πολύ-μίξερ που του έπιαναν το μισό γραφείο, η μολυσμένη ανία και θάνατο, τοξική σχεδόν ατμόσφαιρα του χώρου… στ’ αριστερά του η Μαρκέλλα σκούπιζε το στόμα της και έπινε μια από τις τελευταίες γουλιές του καφέ της.

«Τι θέλεις να πούμε ‘Σούζι Κιου’;»

«Ακόμα κολλημένος με το ‘Σούζι Κιου’;», αντέδρασε με ένα μορφασμό η Μαρκέλλα και παράτησε τον ξεζουμισμένο φραπέ της πάνω στο γραφείο της.

Ξαφνικά και οι δυο ταξίδεψαν ταυτόχρονα σε κείνη την ωραία εποχή που υπήρχε ακόμη κόσμος στο γραφείο και τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν. Δεν υπήρχε μονάχα περισσότερος κόσμος. Υπήρχε διάθεση, όρεξη για αστεία… υπήρχε ο Μάκης. Συχνά πυκνά τον ανέφεραν όταν μιλούσαν για τις πρώτες μέρες αυτής της εταιρίας, δέκα χρόνια πριν… Ο Μάκης τους είχε υποδεχθεί όλους, τους είχε διδάξει τα πρώτα βήματα, τους έδινε κουράγιο, τους έβγαζε τα παρατσούκλια τους. Η Μαρκέλλα ήταν η Σούζι Κιου…

«Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί μου το κόλλησε αυτό», είπε με έναν υπόρρητο λυγμό στη φωνή της. Η ανάμνηση του Μάκη πάντα της έφερνε αναστάτωση.

«Μα, στο είχα εξηγήσει εγώ παιδί μου»

«Εκείνος ποτέ του δεν μου είπε»

«Δεν σε είχε δει εκείνο το πρωί στο ασανσέρ να περπατάς σεινάμενη-κουνάμενη λες κι ήσουν κάποια ποπ σταρ σε παραλία της Καλιφόρνια;»

Η Μαρκέλλα χαμογέλασε στραβά, όρθωσε το εύσωμο παράστημά της και άρχισε να τραντάζει τα μεγαλοπρεπή της στήθια πέρα δώθε χασκογελώντας.

«Αυτά του άρεσαν νομίζω!», είπε κι έπειτα χαλάρωσε και ξαναπήρε τη γνωστή της στάση. Οι καλές αναμνήσεις δεν πρέπει να διαρκούν πάρα πολύ. Χάνουν τη γεύση τους και φέρνουν κατάθλιψη.

«Λέγε… τι έχεις να μου πεις;», την επανέφερε με αυστηρό δήθεν ύφος ο Άνθιμος που ξαφνικά συνειδητοποίησε πως χωρίς την Μαρκέλλα δεν υπήρχε καμιά ελπίδα επιβίωσης στο συγκεκριμένο χώρο ούτε δευτερόλεπτο. Χωρίς την Μαρκέλλα δεν θα απέμενε ούτε καν το οξυγόνο σε αυτή την σπηλιά.

«Το ‘μαγαζί’ πάει κατά διαόλου μίστερ… αυτό βέβαια δεν είναι καινούργιο»

«Ποιο είναι το καινούργιο;», τη ρώτησε και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της.

«Ότι σύντομα πρέπει να αρχίσουμε να ψάχνουμε για δουλειά»

Ούτε κι αυτή ήταν μια συγκλονιστική αποκάλυψη όμως η Μαρκέλλα δεν την είχε αναφέρει ποτέ με τέτοιο ύφος στο παρελθόν. Όλοι τους έψαχναν ‘για άλλη δουλειά’ από τις πρώτες εβδομάδες… και κάθε τόσο το έλεγαν, το συζητούσαν, το ονειρεύονταν… κάποιοι τα κατάφερναν… για άλλους τούτος ο όροφος είχε αποδειχθεί ένας τάφος ονείρων.

«Εγώ δηλαδή… εσύ θα βγεις από δω μέσα μετά από τα έπιπλα Μαρκέλλα», της είπε αλλά δεν κατάφερε να της αποσπάσει την προσοχή. Έπειτα συνειδητοποίησε πως είχε ξεστομίσει μια χοντράδα.

«Με συγχωρείς… δεν…»

«Έχω ακούσει συζητήσεις… ξέρω τι σου λέω…», τον παρέκαμψε η Μαρκέλλα και τον κοίταξε σοβαρά.

«Έχεις τίποτε κατά νου;»

«Το Κλίβελαντ», του πέταξε σχεδόν αμέσως.

«Θα πάς τελικά στην αδερφή σου;»

«Συνέχεια μου γράφει, μου πιπιλάει το μυαλό… τα έχουν καταφέρει μια χαρά εκεί πέρα…»

«Μάλιστα», μονολόγησε μελαγχολικά ο Άνθιμος που είδε την εικόνα μπροστά του. Τη Μαρκέλλα με την αδελφή της, τον άντρα της και τα παιδιά της, όλους μαζί σε κάποια εκδρομή στις αμερικάνικες λίμνες. Τη σκηνή θα έπρεπε να συμπληρώνει κι ένας σκύλος. Μεγαλόσωμος και μαλλιαρός μάλλον.

Άνθρωποι που ‘τα έχουν καταφέρει’… ήθελε να ουρλιάξει κάθε φορά που άκουγε αυτή τη φράση.

«Η ώρα του υπογείου…», ψέλλισε ο Άνθιμος και η Μαρκέλλα γύρισε και τον κοίταξε συνοφρυωμένη.

«Τι πράγμα;»

«Τίποτα… μια φράση… κάτι που έχει κάποια σημασία αλλά δεν ξέρω ποια…»

«Είναι ο τίτλος ενός ποιήματος Άνθιμε», είπε με κάποια αύρα ενοχής στη φωνή της η Μαρκέλλα.

Είχε προφέρει το όνομά του. Ολόκληρο. Καμιά φορά για να τον πειράξει τον έλεγε Θύμιο, κάποτε κάποτε Άνθι… πόσες φορές είχε χρησιμοποιήσει το κανονικό του όνομα; Τι συνέβαινε; Ένα ρίγος διέτρεξε την ραχοκοκαλιά του.

«Τι… τι εννοείς;»

«Είναι ένα ποίημα… ένα ποίημα κάποιου… δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του… ένα ποίημα που μού είχε φέρει εδώ στο γραφείο η Άννα…»

Αν υπήρχε τρόπος να κινηματογραφήσει κανείς τι γινόταν μέσα στον εγκέφαλο του Άνθιμου εκείνη τη στιγμή ίσως να είχε σε μικρογραφία το ανάλογο του Μπινγκ-Μπανγκ! Κι αν μπορούσε να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς του θα τρόμαζε.

«Τι… τι είπες τώρα;»

Η Μαρκέλλα σηκώθηκε από το γραφείο της και τον πλησίασε. Σπάνια το έκανε πια κι αυτό. Όμως αυτή ήταν μια άλλη Μαρκέλλα. Αυτή που ήξερε πως είχε ανοίξει την εσώθυρα σε έναν τόπο ιερό…

«Ήταν εκείνη η μέρα… η τελευταία… ήρθε από δω να σε πάρει… θυμάσαι… φεύγατε για διακοπές… είχες πάρει την άδειά σου… τι μέρα κι εκείνη… τη θυμάμαι την Άννα… έλαμπε ολόκληρη…»

Οι εκρήξεις στο εσωτερικό του σύμπαν διαδέχονταν η μια την άλλη… τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ποτάμι από τα μάτια του. Πώς θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει εκείνη την ημέρα; Ή οποιαδήποτε μέρα μαζί της;

«Μου είπε πολλά για σας… έκανε αστεία, γελούσε, έλεγε, έλεγε… μα κάποια στιγμή όταν εσύ ήσουνα μέσα με τον Λαμπρινάκη, με κοίταξε κάπως περίεργα και μου έδωσε σε ένα χαρτάκι ένα ποίημα που είχε διαβάσει σε ένα βιβλίο… με συγχωρείς μα δεν θυμάμαι τίποτε άλλο… το χαρτί το φύλαξα όμως… το ξέρεις πως όλα τα φυλάω!»

Η παλάμη της τον έσφιξε δυνατά στον ώμο κι εκείνος αρπάχτηκε απ’το μπράτσο της και αναλύθηκε σε λυγμούς. Βυθίστηκαν για λίγο σε κείνη την άγια σιγή που ντύνει σπλαχνικά την ενσυναίσθηση ανάμεσα στα ανθρώπινα πλάσματα. Πόσο κράτησε; Δευτερόλεπτα; Λεπτά; Τι σημασία είχε;

«Κάτσε να στο φέρω…», του ψιθύρισε κάποια στιγμή και τον άφησε. Το χέρι του έπεσε νεκρό δίπλα στο σώμα του. Ήταν ήδη κουρέλι.

Με την άκρη του θολού από τα δάκρυα ματιού του είδε τη φιγούρα της συναδέλφου του να ψάχνει σκυμμένη σε κάποιο συρτάρι του γραφείου της. Δεν άργησε πολύ να το εντοπίσει. Η ευλογημένη ευταξία της Μαρκέλλας!

«Το βρήκα… αυτό είναι…», του είπε κρατώντας στο χέρι της ένα κομμάτι χαρτί. Κοιτώντας τον στα μάτια το άφησε απαλά πάνω στο γραφείο του.

Ο Άνθιμος το κοίταξε για μια στιγμή. Το οπτικό πεδίο ήταν υγρό. Σκούπισε τα μάτια του και το ψηλάφησε με καθαρό βλέμμα. Ένα μικρό κομματάκι χαρτί. Το πήρε στα χέρια του και το χάιδεψε τρυφερά. Κάποιοι στίχοι αραδιασμένοι ο ένας κάτω από τον άλλο. Ο γραφικός χαρακτήρας της Άννας.

«Ίσως να μην…» πήγε να πει η Μαρκέλλα φοβούμενη πως περισσότερη ένταση δεν θα του έκανε καλό όμως το νεύμα του την σταμάτησε. Καμιά φορά τέτοιες στιγμές πρέπει να βιώνονται ολοκληρωτικά. Όσο οδυνηρές κι αν είναι.

Άρχισε να διαβάζει ψιθυριστά στην αρχή κι έπειτα άηχα…

 

 

Είμαστε αθάνατοι

γιατί κάποτε

ήμασταν παιδιά

 

δεν χρειάζεται να βυθιστώ στο τωρινό σου βλέμμα

δεν χρειάζεται να λαχταράς το τωρινό μου άγγιγμα

εμένα θα έχεις πάντα ολόκληρη

και άφθαρτη

κρυμμένη

σε κάποια βάθη ανεξερεύνητα

για όλους

όχι όμως για σένα

 

κι εγώ αν κάποτε θελήσω

να σε αναζητήσω όπως εκείνη τη βραδιά

δίπλα στου καλοκαιριού το κύμα

φτάνει να περπατήσω σε μια απόμακρη αμμουδιά

και θα σε συναντήσω

 

η ώρα του υπογείου

η πιο μεγάλη

αυτή που όλα τα περιέχει

μας καλεί

κι όμως δεν θα μας κρύψει στο άπειρο

 

η ώρα του υπογείου που σήμανε

να χωριστούμε μας καλεί

ξένοι να γίνουμε και πάλι…

 

μα εμείς αγάπη μου

δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε

γιατί υπήρξαμε κάποτε παιδιά

κι είμαστε αθάνατοι…

 

 

Έκλεισε το χαρτάκι με ευλάβεια στην χούφτα του και γύρισε το βλέμμα του στην Μαρκέλλα που ήταν δακρυσμένη, ψύχραιμη όμως και τον κοιτούσε με την ετοιμότητα της νοσοκόμας που δεν θα διστάσει να παρέμβει εάν ο ασθενής καταρρεύσει.

«Σε… σε πειράζει να το πάρω;», τη ρώτησε.

«Όχι καλέ μου», του είπε αμέσως και τον είδε να σηκώνεται αργά αργά από την καρέκλα του και να τακτοποιεί τα πράγματά του.

«Αν σε ζητήσει ο Λαμπρινάκης…»

«Να του πεις ότι ξέρει που πρέπει να πάει για να γαμηθεί!», της απάντησε και γύρισε το σώμα του προς την έξοδο. Μετά από δυο βήματα σταμάτησε, έκανε μεταβολή, γύρισε πίσω με ταχύ βήμα, έσκυψε πάνω από την Μαρκέλλα και της έδωσε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Της χάιδεψε το πρόσωπο κι έπειτα έκανε ξανά μεταβολή και τρέχοντας σχεδόν εγκατέλειψε τον όροφο.

Όλα έγιναν γνωστά την ίδια μέρα κιόλας.

Ο ένας από τους δυο όρθιους άντρες λεγόταν Ίβιτσα Σεμπρένοβιτς. Φορούσε ένα παρδαλό πουκάμισο που το είχε βγάλει έξω από το παντελόνι του και ο αέρας το φούσκωνε και το ξεφούσκωνε σαν πανί. Ο άλλος, νεότερος σε ηλικία αυτός, ήταν ο Ντράζεν Πλιόβιτς. Αυτός είχε ένα ηλίθιο ύφος λες και κάποια γροθιά τον είχε παραμορφώσει μόνιμα. Φορούσε ένα εφαρμοστό μπλουζάκι για να τονίζει τους καλογυμνασμένους μυς του. Τα χέρια του ήταν γεμάτα τατουάζ. Είχε τατουάζ σε όλο του το σώμα, ακόμα και στο λαιμό του. Οι δυο άντρες στέκονταν όρθιοι και μιλούσαν έντονα σε έναν τύπο που καθόταν σε μια πετσέτα φορώντας μονάχα το μαγιό του. Αυτός ήταν ο Κρίστο Λέμπριτσα. Ο Σεμπρένοβιτς, Σέρβος, γύρω στα πενήντα και άνθρωπος του υποκόσμου, ήταν ο πιο ομιλητικός, ο πιο τσατισμένος. Έκανε συνεχώς χειρονομίες και ζητούσε από τον Λέμπριτσα να σηκωθεί και να τους ακολουθήσει. Ο χτισμένος στα γυμναστήρια Πλιόβιτς, συμπατριώτης του Σεμπρένοβιτς, δεν έλεγε πολλά. Επιθεωρούσε γύρω του την κατάσταση σαν μαντρόσκυλο που φυλάει το κοπάδι.  

Την ίδια ακριβώς στιγμή που ο μπόμπιρας άφηνε το παγωτό του να πέσει στην άμμο, ο Άνθιμος είδε το περίστροφο που είχε χωμένο ο Σεμπρένοβιτς μέσα από τη ζώνη στην περιοχή του κόκκυγα. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες του, αγκάλιασε την Άννα που κάτι του έλεγε και έφερε το σώμα του όσο μπορούσε μπροστά. Το ένστικτό του είχε χτυπήσει από ώρα συναγερμό. Η έντονη λογομαχία των τριών αντρών δεν επρόκειτο να οδηγήσει κάπου καλά και με την πολυκοσμία ολόγυρα περνούσε σχεδόν απαρατήρητη. Εκείνος όμως είχε ‘λοκάρει’ τον Σεμπρένοβιτς που φαινόταν εκτός εαυτού και τη στιγμή που έριξε μια κλωτσιά στ’αχαμνά του εμβρόντητου Λέμπριτσα και με το δεξί του χέρι άρπαζε το περίστροφο από τη μέση του για να τον σημαδέψει, έκανε μια βουτιά εμπρός από το σώμα της Άννας και την πίεσε με το χέρι του να παραμείνει στη θέση της ακίνητη.

Ο Σέρβος κακοποιός τον είδε. Έριξε ένα απορημένο βλέμμα πάνω του, πάνω στην Άννα κι έπειτα πρότεινε το περίστροφό του. Ακούστηκαν κάποια ουρλιαχτά από ολόγυρα και η παραλία άρχισε να αδειάζει στο σημείο εκείνο. Ο μπόμπιρας είχε εξαφανιστεί κιόλας στην αγκαλιά της μητέρας του που προσπαθούσε να μείνει ψύχραιμη ενώ ο άντρας της με το κινητό στο χέρι κοιτούσε αποσβολωμένος τη σκηνή.

Τότε ήταν που αποφάσισε να κάνει την κίνησή του ο Λέμπριτσα. Πετάχτηκε όρθιος, άρπαξε τον Σεμπρένοβιτς από το λαιμό κι οι δυο άντρες άρχισαν τη σωματική πάλη. Ο Πλιόβιτς ενεπλάκη δευτερόλεπτα μετά.

Ακούστηκαν τρεις πυροβολισμοί.

Η πρώτη σφαίρα τραυμάτισε μια ηλικιωμένη γυναίκα κάπου τριάντα μέτρα μακριά. Ήταν απίθανο το πώς πέρασε ξυστά καμιά δεκαριά ανθρώπους που βρίσκονταν ενδιάμεσα αλλά βρήκε στον δεξί μηρό την άτυχη γυναίκα. Ευτυχώς ο τραυματισμός δεν ήταν θανάσιμος. Τυχερή άτυχη λοιπόν.

Ο δεύτερος πυροβολισμός δεν είχε καμιά δυσάρεστη συνέπεια. Η σφαίρα χώθηκε στην άμμο κι αυτό ήταν όλο.

Η τρίτη σφαίρα ήταν αυτή που σκότωσε την Άννα…

 

 

«Θέλεις λοιπόν να σου πω τι πιστεύω;»

Η Θεώνη έβγαλε τα κομψά γυαλιά πρεσβυωπίας και κοίταξε τον Άνθιμο στα μάτια με σοβαρό ύφος. Στο δεξί της χέρι υπήρχε ακόμη το χαρτί που της είχε δώσει λίγη ώρα πριν, στην αρχή της συνεδρίας.

«Ναι, βέβαια… μα, γι αυτό ήρθα»

Το ύφος της ψυχοθεραπεύτριας άλλαξε κάπως κι έγινε ελεγχόμενα αυστηρό.

«Μετά από δυο χρόνια σχεδόν»

Ο Άνθιμος έσκυψε το κεφάλι.

«Θα σου πω αφού το θέλεις τι πιστεύω γι αυτό το ποίημα και για ό,τι άλλο. Μπορεί να εγκατέλειψες τη θεραπεία ξαφνικά πριν δυο χρόνια κι ενώ είχαμε σημειώσει κάποια αξιοσημείωτη πρόοδο, όμως παραμένω η θεραπεύτριά σου. Με μια έννοια και φίλη σου. Θέλω το καλό σου και μετά από όλα όσα σου έχουν συμβεί νιώθω ειλικρινά πως αξίζει να γυρίσεις επιτέλους σελίδα στη ζωή σου. Συγχώρησε το κλισέ αλλά… ταίριαζε»

Η Θεώνη ήταν αληθινά ένας θαυμάσιος άνθρωπος. Του την είχε συστήσει ο Μάκης λίγους μήνες μετά το τραγικό εκείνο καλοκαιρινό πρωινό που ήρθαν τα μέσα έξω και τα πάνω κάτω στη ζωή του Άνθιμου. Ως ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια η Θεώνη δεν εφήρμοζε πεπαλαιωμένες και πολύχρονες φροϋδικές ή γιουνγκιανές αναλύσεις. Πίστευε βαθιά στην ‘εδώ και τώρα’ κατάσταση του ασθενή – πελάτη και στη δύναμη της θεραπευτικής σχέσης κι αυτά ακριβώς εφήρμοζε, με τις απαιτούμενες παραλλαγές βέβαια ανάλογα με την περίπτωση.

Και η περίπτωση του Άνθιμου ίσως ήταν η σοβαρότερη που είχε αναλάβει. Κι ο ίδιος ο Άνθιμος ένας πελάτης όχι εύκολος, όχι ανοιχτός, όχι έτοιμος να μοιραστεί και να εμπιστευτεί. Όμως στους 8 μήνες που κράτησαν οι συνεδρίες τους ώσπου να τις διακόψει ξαφνικά εκείνος, υπήρξε αληθινή πρόοδος. Με σταθερά και αργά βήματα.

«Μην νομίζεις πως σε μαλώνω. Δεν είσαι το άτακτο παιδί που χρειάζεται νουθεσία ή τιμωρία. Ξέρεις καλά πως δεν ακολουθώ τέτοιες μεθόδους. Ανησυχούσα όμως, δεν στο κρύβω. Το σημαντικό είναι πάντως πως απόψε είσαι και πάλι εδώ. Και βλέπουμε»

«Ναι», απάντησε ήρεμα ο Άνθιμος και σήκωσε ξανά το βλέμμα του.

«Δεν σκοπεύω επίσης να συνεχίσω από εκεί που σταματήσαμε τότε. Ξέρεις πως πάντα εστιάζω στο ‘εδώ και τώρα’… σε ρωτάω λοιπόν, ποιο είναι αυτό το ‘εδώ και τώρα’ που σε έκανε να με αναζητήσεις;»

Ο Άνθιμος πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν ήξερε από που ν’αρχίσει.

«Συμβαίνουν μυστηριώδη πράγματα Θεώνη»

«Να τα πάρουμε από την αρχή; Ακόμη και το πλέον αξεδιάλυτο μυστήριο έχει κάποια αρχή…»

«Ναι… ωραία… Το ποίημα αυτό δεν είναι η αρχή. Είναι η αφορμή όμως. Με έχει αναστατώσει πολύ. Πέντε μέρες τώρα δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Κάνω βόλτες μόνος μου τα βράδια, πάω κι έρχομαι στη δουλειά σαν ζόμπι… δεν καταλαβαίνω…»

«Πιάσε την αρχή Άνθιμε», τον προσανατόλισε η Θεώνη.

Ο Άνθιμος της εξιστόρησε το περιστατικό με τη λανθασμένη παραγγελία στον Λουβή. Ποιος είχε γράψει τον τίτλο του ποιήματος πάνω στις κούτες; Όταν τις εξέτασε με την επιστροφή τους στην εταιρία, δεν μπορούσε να αποφανθεί με σιγουριά για τον γραφικό χαρακτήρα. Μεγάλα γράμματα, ακατάστατη γραφή, χοντρό μελάνι. Μπορεί να τα είχε γράψει αυτός και δεν το θυμόταν; Υπνωτισμένος ήταν; Δεν μπορούσε να αποκλείσει κάποιο κενό μνήμης. Άλλωστε είχε κάνει λάθος στην παραγγελία, κάτι σπάνιο γι αυτόν. Όμως ίσως είχε κάνει κι άλλα λάθη που τα διόρθωνε στην πορεία η Μαρκέλλα και δεν του έλεγε τίποτε. Ο Λαμπρινάκης πάντως είχε γκρινιάξει για την κατάστασή του.

«Το θέμα αυτό είναι πράγματι παράξενο και θα επανέλθουμε. Μετά;», ρώτησε η Θεώνη που άκουγε πάντοτε με ιδιαίτερη ενσυναίσθηση.

«Μετά είναι το τρελό με την Μαρκέλλα και το ποίημα. Πώς είναι δυνατόν Θεώνη να μου είχε κρύψει το ποίημα η Άννα; Πώς είναι δυνατόν να το άκουσα για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια; Και η Μαρκέλλα… γιατί το κρατούσε κρυφό και καταχωνιασμένο στο συρτάρι της;»

«Ο ποιητής; Η ποιήτρια μάλλον», ρώτησε η Θεώνη.

«Με απασχολεί όλες αυτές τις ημέρες. Και που δεν έψαξα και σε ποιο βιβλιοπωλείο δεν πήγα και δεν ρώτησα… τίποτα… δεν βρήκα τίποτα…»

«Ούτε στο ίντερνετ;»

«Ούτε»

«Ώστε δεν ξέρουμε τον ποιητή… ούτε η Μαρκέλλα τον θυμόταν;»

Ο Άνθιμος κοίταξε συνοφρυωμένος την ψυχοθεραπεύτριά του.

«Θέλεις να πεις πως είναι παράξενο η Μαρκέλλα να θυμάται τα πάντα κι όχι αυτό ε;»

«Προς το παρόν συλλέγουμε τα στοιχεία. Δεν είναι και πολλά. Νομίζω όμως πως ο πυρήνας είναι το ίδιο το ποίημα»

«Και δεν έχω ιδέα από ποίηση»

«Η Άννα;»

«Το ίδιο… ποτέ δεν μου είχε αναφέρει κάτι σχετικά… άλλα βιβλία υπήρχαν ένα σωρό στο σπίτι… ίσως και κάποια ποιητική συλλογή για να μην λείπει από τη βιβλιοθήκη…»

«Αποκλείεις να το είχε γράψει η ίδια;»

Ο Άνθιμος έμεινε βουβός κοιτάζοντας το κενό. Πώς μπορούσε να αποκλείσει οτιδήποτε;

«Μοιάζουμε λίγο με τον Σέρλοκ Χολμς και τον δόκτορα Ουώτσον, έτσι;», είπε ξαφνικά η Θεώνη και γέλασαν και οι δυο.

«Θα σου πω όμως τι πιστεύω εγώ για το ποίημα. Το οποίο δεν σου κρύβω πως με άγγιξε… πρόκειται για ένα όμορφο ποίημα, σκοτεινό και φωτεινό μαζί… δεν είμαι κι εγώ πολύ της ποίησης… Νομίζω όμως πως έχω έναν συλλογισμό…»

«Σε ακούω Θεώνη μου. Με μεγάλη αγωνία»

«Νομίζω πως η Μαρκέλλα δεν στο έδειξε όλα αυτά τα χρόνια γιατί πρόκειται για ένα ποίημα χωρισμού…»

Τα λόγια της Θεώνης έπεσαν σαν κεραυνός στην καρδιά του Άνθιμου. Ίσως αν προέρχονταν από όποιον άλλο να μην τον καθήλωναν. Η Θεώνη όμως δεν συνήθιζε να οδηγείται σε επιπόλαιους ισχυρισμούς. Κι εκτός των άλλων του μιλούσε και σαν γυναίκα. Η άποψή της βάραινε πολλαπλά.

«Χωρισμού;», επανέλαβε ρομποτικά ο Άνθιμος.

«Ναι… αυτό πιστεύω… αν το διαβάσεις προσεκτικά… όμως όχι ενός χωρισμού αυτοθέλητου αλλά εξαναγκασμένου…»

«Με μπέρδεψες τώρα», είπε ο Άνθιμος και ανακάθισε στην καρέκλα του.

«Η ποιήτρια αναφέρεται στην ‘ώρα του υπογείου’… πιστεύω πως εννοεί το θάνατο… απευθύνεται στον αγαπημένο της… του μιλά για την αγάπη τους που δεν μπορεί να αγγίξει ο θάνατος, ο χωρισμός… ύστερα… είναι οι πρώτοι και οι τελευταίοι στίχοι… οι ωραιότεροι του ποιήματος νομίζω…»

Η Θεώνη άρχισε να διαβάζει αργά και καθαρά.

«Είμαστε αθάνατοι / γιατί κάποτε / ήμασταν παιδιά … μα εμείς αγάπη μου / δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε / γιατί υπήρξαμε κάποτε παιδιά / κι είμαστε αθάνατοι»

Οι λέξεις ήχησαν διαφορετικά τώρα στ’αυτιά του Άνθιμου όπως συλλαβή τη συλλαβή αρθρώνονταν με τη φωνή της Θεώνης. Έμπαιναν σαν λόγχες και διατρυπούσαν τον εσώτερο πυρήνα του είναι του.

«Γνωριζόσασταν από παιδιά με την Άννα, έτσι δεν είναι;»

Ο Άνθιμος πετάχτηκε όρθιος από την καρέκλα του, βημάτισε ως τον τοίχο και κοπάνησε τη γροθιά του. Σχεδόν αμέσως άρχισε να τραντάζεται από λυγμούς.

Η Θεώνη δεν αντέδρασε στο ξέσπασμά του και λίγα λεπτά τον άφησε χωρίς να παρέμβει. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και τον οδήγησε ήρεμα στη θέση του. Γέμισε ένα ποτήρι νερό και του έβαλε στο χέρι.

«Νιώθεις καλύτερα;», τον ρώτησε απαλά και ξανακάθισε στη θέση της απέναντί του.

Ο Άνθιμος ήπιε λίγο νερό και έκανε ένα νεύμα κατάφασης. Στην πραγματικότητα ένιωθε απαίσια.

«Συνεπώς έχουμε κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματά μας Άνθιμε. Η Άννα ήταν εκείνη που έγραψε το ποίημα. Ήταν άρρωστη και ήξερε πως ήταν το τελευταίο σας καλοκαίρι. Εμπιστεύτηκε το ποίημά της στην Μαρκέλλα για να στο δώσει σε κάποια μελλοντική περίσταση. Η Μαρκέλλα το έκρυψε αλλά ο τραγικός θάνατος της Άννας ακύρωσε την όποια δέσμευσή της. Έτσι έμεινε το ποίημα αυτό θαμμένο… ως τώρα…»

Ο Άνθιμος άκουγε την ψυχοθεραπεύτριά του σιωπηλός… όλα τούτα ήταν πολλά για να τα διαχειριστεί… ύστερα από τόσα χρόνια πάλης με την κατάθλιψη ένιωσε να ξανακυλά στο ίδιο σκοτεινό μονοπάτι. Σηκώθηκε με κουρασμένο ύφος, ζήτησε συγνώμη από τη Θεώνη και αποχώρησε από το γραφείο της σέρνοντας τα βήματά του.

Κάπου μέσα στο διαμέρισμα υπήρχε ένα αντικείμενο που στον περίφημο μετα-νεωτερικό άνθρωπο έμοιαζε με προέκταση του χεριού του. Όχι, δεν έμοιαζε. Ήταν. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Το κινητό ‘έξυπνο’ τηλέφωνο νέας γενιάς αποτελούσε ένα ολόκληρο σύμπαν. Για πολλούς ανθρώπους ήταν το γραφείο τους, η ψυχαγωγία και η διαφυγή τους. Μια τρύπα για να χώνεις το κεφάλι σου όταν ήθελες να κρυφτείς από όλους και όλα. Ή απλά ένας εκλεπτυσμένος σύγχρονος ηλεκτρονικός φίλος. Και σύμβουλος. Και χειραγωγός. Και κουμανταδόρος. Για τα περισσότερα νέα παιδιά το κινητό smart phone ήταν το απόλυτο εργαλείο συν-ύπαρξης. Ερωτικό φετίχ και αντικείμενο πόθου. Διαμεσολαβητής και διαγγελέας μαζί σκέψεων, συναισθημάτων, ολόκληρων κόσμων που κάποτε οι άνθρωποι κοινωνούσαν σε μια μετοχή σωματο-πνευματικής παρουσίας στο άθλημα της σχέσης. Αυτά για τους περισσότερους μοντέρνους ανθρώπους. Όχι για τον Άνθιμο.

Αυτός δεν συμπάθησε ποτέ ιδιαίτερα τα κινητά τηλέφωνα νέας γενιάς. Θεωρούσε πεισματικά και κόντρα στην εποχή και στα ήθη της πως οποιοδήποτε υλικό κατασκεύασμα θα πρέπει να περιορίζεται στην απλή, πεπερασμένη χρήση. Όχι στην κατάχρηση, όχι στην χειραγώγηση. Είχε μείνει ένας παλαιολιθικός προ-άνθρωπος που δεν έλεγε να ‘βάλει μυαλό’ και να συγχρονιστεί με τον καιρό του.

Το ζήτημα βέβαια είναι πως το κινητό τηλέφωνο με τις τόσες εφαρμογές και χρήσεις του πολλές φορές ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο, ένας βοηθός και ένα στήριγμα μαζί. Εκείνος τα αγνοούσε όλ’αυτά και περνούσαν κάποτε και μέρες ολόκληρες που είχε παρατημένο το τηλέφωνο σε κάποια τσέπη ή σε κάποιο συρτάρι, αφόρτιστο, νεκρό.

Θυμήθηκε να το αναζητήσει μόλις την τρίτη ημέρα μετά την φοβερή συνεδρία του με τη Θεώνη. Το τι είχε συμβεί αυτές τις ημέρες που είχαν μεσολαβήσει δεν θα μπορούσε να πει σε κανέναν. Αν του είχε στείλει κανένα εξώδικο ο Λαμπρινάκης, αν είχε γίνει κανένας πόλεμος, κανένας σεισμός, αν είχε ξεσπάσει η περίφημη Αποκάλυψη των Ζόμπι ή αν είχαν προσγειωθεί εξωγήινοι στην ταράτσα του και σουλατζάριζαν ‘στους δρόμους και τσι ρούγες’ ανενόχλητοι… Δεν θυμόταν καλά καλά αν είχε φάει αυτές τις ημέρες… κοιμόταν συνέχεια… έκλαιγε, κοιμόταν, ξυπνούσε για λίγο, άνοιγε το ραδιόφωνό του, το έκλεινε αμέσως, έπεφτε για ύπνο ξανά… όχι για ύπνο, για λήθαργο… Η κατάθλιψη είχε επιστρέψει δριμύτερη.

Σήμερα όμως είχε σηκωθεί με καλύτερη διάθεση. Το σώμα του ήταν ελαφρύ, το μυαλό του καθαρό, το κέφι του σε καλά επίπεδα. Αποφάσισε να ψάξει για μηνύματα στον υπολογιστή του. Υπήρχαν ένα σωρό διαφημιστικά μέιλ αλλά και μερικά μηνύματα από την Μαρκέλλα γεμάτα ανησυχία. Ο Λαμπρινάκης πάντως περιέργως δεν τον είχε απολύσει ακόμα. Τον περίμενε όμως να ‘ξεκαθαρίσουν μια και καλή τα πράγματα’. Αποφάσισε να πάει στο γραφείο για το ξεκαθάρισμα. Είχε κέφι για ξεκαθάρισμα σήμερα. Και μετά θα μάζευε τα λιγοστά του πράγματα, θα έδινε ένα γλυκό φιλί στην Μαρκέλλα και θα έριχνε μαύρη πέτρα πίσω του. Ως και η σκέψη της μαύρης πέτρας που έπεφτε και διέλυε κάποια από τις πανάρχαιες οθόνες του Λαμπρινάκη του φάνηκε αστεία και άρχισε να γελάει δυνατά.

Και το κινητό; Που στο δαίμονα είχε κρυφτεί το μαραφέτι του διαβόλου; Το βρήκε μαραζωμένο μέσα σε ένα συρτάρι. Το συνέδεσε με το φορτιστή κι αμέσως έπεσαν βροχή οι ειδοποιήσεις για ένα σωρό μηνύματα. Η Μαρκέλλα, ο φίλος του ο Μάριος που τον καλούσε για καφέ και η Θεώνη. Τρία μηνύματα από τη Θεώνη! Το πρώτο λίγη ώρα αφού είχε φύγει από το γραφείο της. Το δεύτερο 24 ώρες μετά. Το τρίτο εκείνη την ημέρα νωρίς το πρωί. Τι συνέβαινε; Μήπως είχε ξεχάσει να την πληρώσει;

«Καλησπέρα. Θέλω να μου τηλεφωνήσεις όποτε μπορέσεις. Σκέφτομαι κάτι…»

«Καλησπέρα Άνθιμε. Εύχομαι να είσαι καλά. Πάρε με σε παρακαλώ να συζητήσουμε κάτι»

«Άνθιμε καλημέρα. Τι συμβαίνει; Δεν λαμβάνεις τα μηνύματα ή μήπως έχεις βυθιστεί και πάλι; Ό,τι κι αν συμβαίνει τηλεφώνησέ μου ή έλα από δω το απόγευμα, μετά τις 5.00. Είναι σημαντικό»

Τρία μηνύματα η Θεώνη δεν του είχε αφήσει ποτέ στο παρελθόν. Ίσως να μην είχε προκύψει ανάλογη περίσταση. Ίσως. Το σίγουρο ήταν πως η επιμονή της είχε ενδιαφέρον. Και δεν είχε αναφέρει χρήματα.

Αποφάσισε να της απαντήσει αμέσως. «Καλημέρα Θεώνη. Ναι, είχα βυθιστεί, το βρήκες… σήμερα έγινε η ανάδυση. Νιώθω καλύτερα και θα έρθω το απόγευμα κατά τις 5.30 να μου πεις… αν ξέχασα να σε πληρώσω να με συμπαθάς…»

Ντύθηκε καλά και κίνησε για το γραφείο. Προηγουμένως έστειλε μήνυμα και στην Μαρκέλλα. «Έρχομαι από κει Σούζι Κιου… ετοιμάσου για πάρτι…»

Η Μαρκέλλα τον περίμενε στις σκάλες σχεδόν. Μόλις τον είδε φρεσκοξυρισμένο και καλοντυμένο απόρησε.

«Που είσαι χριστιανέ μου! Ζεις;»

Ο Άνθιμος τσίμπησε στο μάγουλο την εμβρόντητη Μαρκέλλα και πέρασε στο εσωτερικό του ορόφου με τη γνώριμη μπόχα και την ακαταστασία. Τούτη τη φορά όμως το διασκέδαζε. Κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του και στροβιλίστηκε δυο φορές με σκανταλιάρικο ύφος.

«Τι κάνεις; Μπας κι έχεις χαπακωθεί;», τον ρώτησε η Μαρκέλλα ανήσυχη και νευρική. Στο βάθος ο Λαμπρινάκης έβραζε στα ξύγκια του και στο ζουμί του χωμένος πίσω από τις κατσαριδοκούτες του.

«Τι κάνεις Μαρκελλάκι; Ήσουνα καλό παιδάκι;», τη ρώτησε τραγουδιστά και εισέπραξε ένα χασκόγελο από την τροφαντούλα συνάδελφό του με τη χρυσή καρδιά.

«Κεφάτος σήμερα λοιπόν έτσι; Κόντρα στην κόντρα; Καλά κάνεις μωρέ!», είπε θυμόσοφα η Μαρκέλλα.

«Κερνάω καφεδοτυρόπιτα! Πάρε, πάρε!», της είπε γελαστά και η Μαρκέλλα δεν το σκέφτηκε στιγμή. Στο λεπτό είχε δώσει την παραγγελία της και αυτόματα ανέβηκε και η δική της διάθεση.

«Δεν ξέρω τι παίρνεις Θύμιο μου αλλά βλέπω πως έχει αποτέλεσμα… μέχρι και ρούχα άλλαξες!»

«Μα σήμερα είναι μια σπουδαία μέρα Μαρκέλλα μου. Σήμερα γάμος γίνεται…», της είπε κι άρχισε να τραγουδάει το γνωστό δημοτικό άσμα.

«Δηλαδή όχι ακριβώς γάμος αλλά τέλος πάντων…», διόρθωσε τον εαυτό του και απέφυγε να κοιτάξει τη Μαρκέλλα που σταυροκοπιόταν.

Τη στιγμή ακριβώς που ο ταχυμεταφορέας άφηνε στο γραφείο της Μαρκέλλας την παραγγελία τους, ξέσπασε η ‘οργή των νίντζα’. Η μαγική πόρτα του γραφείου της διευθύνσεως άνοιξε και ένα πλάσμα με τιράντες, γυαλιά και καμιά εκατοστή περιττά ξυγκοσάκουλα πάνω του, εμφανίστηκε στο άνοιγμα.

«Τρώμε και πίνουμε βλέπω ε;», έκραξε.

«Και γλεντάμε!», τον συμπλήρωσε χαρωπά ο Άνθιμος που πλήρωσε το νεαρό και ήπιε στα πεταχτά και μια γουλιά από τον ωραίο παγωμένο καφέ του πριν επιδοθεί ολόψυχα στη μάχη με το πλάσμα!

Η Μαρκέλλα απολάμβανε την τυρόπιτα της σε έναν άλλο κόσμο.

«Α, γλεντάτε κιόλας!» φώναξε ο άνθρωπος πίσω από το γιγάντιο λιποθώρακα.

«Και σε καλούμε να μας συντροφέψεις εφέντη!», του πέταξε ο Άνθιμος ρουφώντας επιδεικτικά με θόρυβο τον καφέ του.

«Άνθιμε, έλα τώρα εδώ… τώρα! Έχουμε να μιλήσουμε. Πολύ σοβαρά! Μην μου ανεβάζεις την πίεση!»

«Κι άλλο να την ανεβάσω αφεντικό; Πάει και πιο πάνω;», του απάντησε στο ίδιο περιπαικτικό ύφος ο Άνθιμος ήδη όμως είχε σηκωθεί και περπατούσε προς το γραφείο του εργοδότη του.

«Έχετε γεια φακέλοι, παραγγελιές και τέλη!», φώναξε σχεδόν μπαίνοντας στο γραφείο ακολουθώντας το πλάσμα που ήδη είχε πάρει τη γνωστή του χτιστή θέση πίσω από το έπιπλο που κάποτε είχε γνωρίσει και μέρες δόξας.

«Μου παριστάνεις τον παλαβό Άνθιμε; Πρόσεξε σε παρακαλώ γιατί ένας θεός ξέρει πως κρατήθηκα και δεν κατήγγειλα τη σύμβασή σου τρεις μέρες τώρα που παραθέριζες ποιος ξέρει που!», πέρασε αμέσως στην ολομέτωπη επίθεση το ξυγκοθωρηκτό Αβέρωφ! Το θέαμα από μια άποψη ήταν απολαυστικό. Και ο Άνθιμος είχε έρθει σήμερα προετοιμασμένος και ορεξάτος για πολλές ηδονές.

«Και θα είχες και τα χίλια δίκια εφέντη μου. Και καλό θα ήταν να τους έπαιρνες ένα τηλέφωνο εκεί στην Επιθεώρηση για να τους αναφέρεις ότι αναγνωρίζεις τις χίλιες περίπου ώρες υπερ-εργασίας που έχεις υπογράψει και ποτέ δεν πλήρωσες, κάτι παλιά δώρα που ποτέ δεν έδωσες, κάτι Σάββατα και Κυριακές που τις βαφτίσαμε καθημερινές… ναι, έχω όλα τα στοιχεία αφεντικό μου… σαν εργατικό μυρμήγκι τα μαζεύω δέκα χρόνια τώρα και είμαι έτοιμος για επιθεώρηση!»

Το βλέμμα του πλάσματος περιπλανήθηκε στο κενό, κατέβηκε στη γη, πήγε στα υπόγεια, ξανανέβηκε στους ουρανούς… το χρώμα στα μάγουλα είχε εκείνη την ωραία μελιτζανί απόχρωση του εγκεφαλικού… πουτάνα υπέρταση, θα τον φας μια μέρα το ανθρωπάκι! Ο Άνθιμος σταμάτησε να πυροβολεί. Μπορεί να μην το παραδεχόταν όμως κατά βάθος δεν το μισούσε το αφεντικό.

«Μα καλά, τρεις μέρες;», άλλαξε σκοπό το συγκρότημα ‘Οι Παχυδέρμιανς’. Από death metal κατευθείαν σε βαλσάκι. «Δεν μπορούσες να ενημερώσεις; Σου αρνήθηκα ποτέ εγώ μια αδειούλα, ένα έξτρα ρεπό; Δεν μπορούσες; Δέκα χρόνια σου αρνήθηκα ποτέ οτιδήποτε;»

Όπισθεν ολοταχώς λοιπόν το θωρηκτό και ήταν η ώρα να πέσουν οι τόνοι και να φανούν οι άνθρωποι πίσω απ’τα πουκάμισα. Οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους. Οι σχέσεις τους και οι υποσχέσεις τους.

«Έτσι κι αλλιώς ρε Λαμπρινάκη ο Τιτανικός βυθίζεται… εσύ γιατί παίζεις το βιολοντσέλο σου στο κατάστρωμα;»

Το φεστιβάλ τριγλυκεριδίων πίσω απ’το γραφείο κούνησε το κεφάλι του.

«Αχ, πόσο έξω έχετε πέσει όλοι σας εδώ μέσα!», είπε και έχωσε το χέρι του σε μια στοίβα από χαρτιά πάσης φύσεως. Με θαυμαστό τρόπο τράβηξε από το σωρό το σωστό χαρτί και το ανέμισε με καμάρι.

«Ξέρεις βρε αχάριστε τι είναι αυτό;»

«Η διαθήκη σου;», τον πείραξε ο Άνθιμος και περιέργως ο Λαμπρινάκης γέλασε.

«Αυτή θα τη διαβάσετε αφού τα τινάξω, μη προτρέχεις!»

«Εντάξει, τι είναι αυτό το χαρτί;»

«Σε λίγους μήνες θα είσαι εσύ το μεγάλο αφεντικό εδώ μέσα! Αυτό λέει αυτό το χαρτί! Σε δυο μήνες προσλαμβάνω εκπαιδευόμενους… θα τους αναλάβεις εσύ… θα φέρω και γραμματέα για χάρη σου… και συ νομίζεις ότι ο Λαμπρινάκης είναι ένας ελέφαντας χωρίς καρδιά… αχάριστος και κτήνος!»

Ο Άνθιμος έκανε να πιάσει το μαγικό χαρτί αλλά αυτό με θαυμαστό τρόπο ξαναβρέθηκε μέσα στη στοίβα, στην παλιά του θέση. Μπορεί να ήταν σαν λουκάνικα Μυκόνου τα δάχτυλα του αφεντικού όμως διέθεταν ευλυγισία και ταχύτητα ταχυδακτυλουργού!

«Εντάξει αφεντικό, θα δούμε… φέρε τους εκπαιδευόμενους και τη γραμματέα εσύ και βλέπουμε…»

«Και σε προορίζω για το γραφείο του Μάκη…»

Ο Άνθιμος για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα ένιωσε μια σκιά μελαγχολίας και φρόντισε να την αποδιώξει πριν γίνει σκοτεινός ουρανός.

«Καλά, εντάξει… πάω μέσα τώρα… η Μαρκέλλα θα έχει σκαρφαλώσει στα ταβάνια…»

«Πήγαινε και πέσε με τα μούτρα στη δουλειά… ένας τόνος δουλειά έχει μαζευτεί και η άλλη τα έχει παίξει μόνη της»

Ο Άνθιμος έφτασε στην πόρτα, σταμάτησε, πισωπάτησε και ξανάρθε στη θέση που είχε πριν. Έσκυψε πάνω από το κεφάλι του Λαμπρινάκη και του ψιθύρισε στ’αυτί:

«Δεν ξέρω τι θα κάνεις με την εταιρία και σε ποιον την προορίζεις αλλά ένα έχω να σου πω. Αν πειράξεις τη Μαρκέλλα ή της φας έστω και ένα ευρώ, κάνε καράβι να φύγεις ή άνοιξε λάκκο να χωθείς… μεγάλο λάκκο… πολύ μεγάλο… να σε χωράει!»

Ακολούθησε πυκνή, ιδρωμένη σιωπή κι έπειτα ένας βραχνός ήχος, βαριές ανάσες, ψίθυροι, βογκητά και άλλα παρόμοια που έβγαιναν από τα έγκατα του πλάσματος. Ο Άνθιμος αποφάσισε πως η μάχη είχε κερδηθεί ολοκληρωτικά, ο εχθρός είχε καταναυμαχηθεί και ήταν ώρα να ασχοληθεί και λίγο με τη δουλειά που όντως είχε πέσει όλη στις πλάτες της Μαρκέλλας.

«Τι έγινε; Πώς πήγε;», τον ρώτησε με γουρλωμένα μάτια όταν τον είδε να βγαίνει από το σπήλαιο.

Ο Άνθιμος την πλησίασε, της πήρε τρυφερά το χέρι και το ασπάστηκε.

«Όλα πήγαν κατ’ευχήν μάτια μου… και κάθε μέρα από δω και πέρα θα κερνάω εγώ καφεδοτυρόπιτα…»

«Κάθε μέρα;», έκανε η Μαρκέλλα.

«Ναι όμορφη κι ευγενική ψυχή. Κάθε μέρα ώσπου να δύσει ο ήλιος στην ανατολή και ο Πάπας να πετάξει τα ράσα του και να γίνει ντράμερ σε μπάντα χέβι μέταλ!!»

Η Μαρκέλλα το σκέφτηκε για μια στιγμή κι έπειτα άρχισε να γελάει κακαριστά και νευρικά, τόσο δυνατά που κακό δαιμόνιο δεν θα στεκόταν ούτε δευτερόλεπτο ολόγυρά της.

Στις έξι παρά είκοσι ο Άνθιμος χτυπούσε το κουδούνι του γραφείου της Θεώνης και τρία λεπτά μετά ήταν καθισμένος στη γνωστή του θέση απέναντί της.

«Πώς είσαι σήμερα; Βλέπω ενδυματολογική αναβάθμιση», του είπε η Θεώνη μόλις κάθισε κι εκείνη στην πολυθρόνα της. Ο Άνθιμος δεν μπόρεσε να μην της ρίξει μια ματιά καθαρά αρσενική. Η Θεώνη ήταν μια ελκυστική γυναίκα. Λίγο πάνω από τα πενήντα, ντυμένη πάντα αυστηρά και κομψά. Τα καστανόξανθα μαλλιά της έπεφταν ωραία στους λεπτούς της ώμους. Είχε ευγενικά και αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. Και ήξερε πάντα να κρατά τις αποστάσεις και τα πρωτόκολλα. Αν δεν την ήξερες θα την έλεγες παγόβουνο. Όμως η αλήθεια ήταν εντελώς διαφορετική.

Το πιο ελκυστικό στοιχείο της για τον Άνθιμο τουλάχιστον, ήταν τα μακριά, λεπτά της δάχτυλα. Δεν μπορούσε να πάρει μερικές φορές τα μάτια του από τα χέρια της. Ίσως γιατί αυτά ήταν σε κάποιες περιπτώσεις πιο εκφραστικά από τα λεγόμενά της.

«Ναι, είπα να δώσω τη μάχη καλοντυμένος σήμερα»

«Έδωσες μάχη;»

«Και καταναυμάχησα τον εχθρό όπως ο Κουντουριώτης τους Τούρκους στους βαλκανικούς πολέμους…»

«Με το θωρηκτό Αβέρωφ; Εκεί που υπηρέτησες ε;», του είπε χαμογελώντας η θεραπεύτρια.

«Ναι, σωστά!»

«Μετά την τριήμερη βύθιση αναδύθηκες ορεξάτος και κεφάτος λοιπόν…»

«Φάση της διπολικής διαταραχής Θεώνη;»

«Άσε τις εξυπνάδες με μένα Άνθιμε… ξέρεις πως δεν συνηθίζω να χρησιμοποιώ τις παραδοσιακές διαγνώσεις… δεν είσαι διπολικός πάντως, αν αυτό νομίζεις… η κατάθλιψη είναι μια βαθύτερη έννοια… μην τα ψυχιατρικοποιούμε όλα…»

«Οκ… να με συμπαθάς… σήμερα τους πειράζω όλους… ας μην το παρακάνω όμως… Ωπ, καλά που το θυμήθηκα!», είπε ξαφνικά κι έβγαλε από την τσέπη του τα χρήματα της προηγούμενης συνεδρίας.

«Καλά, άφησέ τα στο γραφείο… δεν σε κάλεσα γι αυτό βρε παιδί μου απόψε…»

«Ναι αλλά θα το ξεχνούσα πάλι…  έχω προσθέσει και τα σημερινά… λοιπόν; Τι συμβαίνει;»

«Με απασχολεί το ζήτημα του κενού μνήμης…», άρχισε να του λέει εκείνη αρκετά σοβαρά.

«Ναι»

«Σκέφτηκα τις προάλλες όταν έφυγες πως μπορούμε να κάνουμε κάτι γι αυτό… Θέλω να πω, πιστεύω πως υπάρχει κάτι στην ιστορία εκείνης της φοβερής μέρας που για κάποιο λόγο θάφτηκε κάτω από το οδυνηρό μεγάλο γεγονός… και δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να το ανασύρουμε από… την ύπνωση…»

Ο Άνθιμος κοίταξε στα μάτια τη Θεώνη σκεφτικός.

«Να ξέρεις, δεν την χρησιμοποιώ… πολύ σπάνια… μια δυο φορές όμως με έχει βοηθήσει…»

«Ύπνωση ε;», στοχάστηκε ο Άνθιμος.

«Δεν είναι κάτι τρομερό… κάποτε τη συνήθιζαν πολύ οι ψυχίατροι… τώρα πλέον πολύ σπάνια…»

«Τι ψάχνουμε όμως Θεώνη;»

«Ψάχνουμε την πλήρη σειρά των γεγονότων που αφορούν στο ποίημα… έχω την αίσθηση… την υποψία πες πως εκείνη την ημέρα, λίγο πριν ξεσπάσει το κακό, η Άννα σου μιλούσε για ο ποίημά της…»

«Μα… δεν το είχε δώσει εμπιστευτικά στην Μαρκέλλα;»

«Ναι… όμως δεν αποκλείεται να το μετάνιωσε στην πορεία και να θέλησε να στο αποκαλύψει η ίδια… μπορεί να σου είχε αναφέρει κάτι… τον τίτλο ας πούμε… η πληροφορία ενεγράφη αλλά σκεπάστηκε από τα τρομερά που ακολούθησαν…»

Ο Άνθιμος ξάπλωσε στην πολυθρόνα του.

«Δεν θέλω», της είπε τελικά μετά από μια μικρή παύση.

Η Θεώνη δεν ήταν προετοιμασμένη για μια αρνητική απάντηση.

«Θέλεις να πεις πως φοβάσαι;»

«Δεν ξέρω… ίσως να μην θέλω πλέον να ξεδιαλύνω το μυστήριο του ποιήματος… είτε το έγραψε η Άννα είτε όχι, είτε μου το είχε φανερώσει κι εγώ το απώθησα κάπου βαθιά και μετά από πέντε χρόνια αναδύθηκε και το έγραψα στις κούτες του Λουβή είτε απλά όλα αυτά είναι μέσα στο κουβάρι του εσωτερικού μου κόσμου, δεν θέλω να ξεδιαλύνω το μυστήριο… όχι μέσα από κάποια διαδικασία ύπνωσης ή κάποια άλλη ανάλογη…»

Η Θεώνη δεν αντιδρούσε.

«Μερικά πράγματα γίνονται για πολύ συγκεκριμένους λόγους… έτσι πρεσβεύω τώρα Θεώνη μου. Ο νους ή η ψυχή μου για λόγους πνευματικής ισορροπίας ή συναισθηματικής ανακούφισης με προστάτευαν όλα αυτά τα χρόνια από μια ακόμη οδυνηρή αποκάλυψη… αυτή έγινε, τις συνέπειές της θα τις πληρώνω για κάμποσα χρόνια ακόμα… όμως… μην σου φανεί τρελό… μπορεί να μην θέλω να ξεμπερδέψω οριστικά από την κατάθλιψη… Γιατί κι αυτή είναι γέννημα δικό μου, είναι κομμάτι μου, μπορώ πλέον να την κουμαντάρω… με ξέρει και την ξέρω, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω… τα χειρότερα πέρασαν… κάθε τόσο, το ξέρω, θα με επισκέπτεται σαν ανεπιθύμητος συγγενής και θα μου φορτώνεται για λίγες μέρες στο σπίτι… δεν πειράζει… καλοδεχούμενη! Κάποια στιγμή θα φύγει και θα με αφήσει στην προσωρινή ησυχία μου… άλλωστε είναι και κάτι άλλο…»

«Τι;», ρώτησε ξεφυσώντας η Θεώνη.

«Όλα αυτά με συνδέουν με έναν τρόπο μυστικό, ιδιωτικό και ερωτικό ακόμη με την Άννα… αν μου έλεγε κάποιος, ‘βρέθηκε φίλε το μαγικό χαπάκι για την κατάθλιψη… το παίρνεις και παφ!, όλα πάνε περίπατο… θα ξυπνάς το πρωί και δεν θα σε βασανίζει τίποτα… όλα τα πρόσωπα, οι καταστάσεις, τα γεγονότα που σε τραυμάτισαν πάνε περίπατο… το θαύμα της χημείας κυρίες και κύριοι… τι λες, το θέλεις;’ Ε, λοιπόν θα του απαντούσα να πάρει το χαπάκι του και να το βάλει εκεί που ξέρει και να με συμπαθάς που μιλάω έτσι. Γιατί εγώ δεν θέλω να ξεπεράσω οριστικά την Άννα, δεν θέλω να ξυπνήσω ένα πρωί και να μην θυμάμαι το γέλιο της κι ας με γδέρνει ως τα έγκατά μου… δεν θέλω να πάψω να είμαι ‘άρρωστος’ από τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής μου και να γίνω ‘υγιής’ και καθαρός… και απόλυτα μόνος… Με νιώθεις Θεώνη;»

Η ψυχοθεραπεύτρια έκανε έναν μορφασμό στο πρόσωπό της που φανέρωνε σαστιμάρα, θαυμασμό, απορία και ανησυχία μαζί…

«Τι έγινε αυτές τις τρεις μέρες μου λες; Γιατί ό,τι κι αν έγινε, όπου κι αν ταξίδεψες, σε όποια θάλασσα μέσα σου κι αν βούτηξες κείνο που μπορώ να πω είναι πως επέστρεψες εντελώς διαφορετικός… δεν ξέρω αν συμφωνώ… ως θεραπεύτρια δεν συμφωνώ… ως γυναίκα και φίλη σου όμως… τολμώ να πω σε θαυμάζω…»

Ο Άνθιμος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. Ήταν συγκινημένος όπως και η Θεώνη. Την αγκάλιασε και την ασπάστηκε τρυφερά.

«Με βοήθησες πολύ όλ’αυτά τα χρόνια… να το ξέρεις… κι ας μην ερχόμουν… όσα έγιναν στη θεραπεία μας εργάζονται ακόμη μέσα μου… όμως, να… δεν θέλω να ‘θεραπευτώ’ άλλο… είμαι καλά… συμφιλιώθηκα με την ‘αρρώστια’ μου και τη φιλοξενώ σε μια γωνιά του εαυτού μου… μαζί της θα γεράσω και θα πεθάνω, το πήρα απόφαση… τρελός ή λογικός, τι σημασία έχει; Όχι φτωχός όμως… όχι ορφανός… όχι μόνος…»

Η Θεώνη πήρε ένα χαρτομάντηλο και σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της.

«Να προσέχεις φίλε μου», του είπε καθώς τον συνόδευε στην έξοδο του γραφείου της.

Γυρνώντας πίσω το βλέμμα της έπεσε στην ταμπέλα της εξώπορτας με τα έγγλυφα χρυσά γράμματα. Άγγιξε με τα όμορφα μακριά της δάχτυλα την λέξη ‘ψυχοθεραπεύτρια’ και χαμογελώντας πικρά μπήκε στο εσωτερικό του γραφείου της.  

 

***