χειρόγραφα

 

κοίταξα κάτι παλιά χειρόγραφά μου…

 

η ψυχή σκαρφαλωμένη στις προτάσεις

πάνω στις λέξεις

ήλιοι αρματοδρόμοι

φεγγάρια αλήτικα

τα ο

τα α

τα ω

ακόμη ζωντανά

 

σύμπαντα που γεννήθηκαν ένα μελαγχολικό πρωινό

να υμνήσουν την απουσία σου

κι έσβησαν ρουφηγμένα από μαύρες τρύπες

πεθαμένων άστρων

που έζησαν μια ολόφωτη δόξα

κι άφησαν γενναιόδωρη πίσω τους

μια διάπυρη τροχιά

στην Λευκή Νύχτα του σπαραγμού τους…

 

αίμα στάζουν τούτα τα χειρόγραφα

και αλήθεια όμως

η καρδιά αγωνιούσε να κερδίσει ανάσες

το μυαλό αγωνιζόταν

να κερδίσει διαστάσεις

τα δάχτυλα πάλευαν

να προλάβουν να χύσουν στο ταπεινό χαρτί

τη λάβα του ε ί ν α ι

τα δάκρυα πάσχιζαν

να περιγράψουν όλο το πρόσωπο…

 

περπατούσες κι εσύ ανάμεσά τους

είχες εκείνο το πλούσιο χαμόγελο

που έπαιρνε από τα μάτια σου

όση αθανασία του έπρεπε

κι αρμονική και ισόρροπη

πάντα

λικνιζόσουν ανάμεσα στις ώρες…

υπέροχη!…

 

έκλεισα κείνα τα χειρόγραφα

δεν άντεχα άλλο

να είσαι ηνίοχος του ποταμού φωτιάς

που σε διατρέχει

είναι από τη λήθη πιο δύσκολο

από τη μέθη πιο οδυνηρό

πιο σπλαχνική η φυλακή του απείρου

από όλη τούτη τη πυρετική κατάβαση

 

μονάχα αισθάνθηκα

καθώς κρατούσα τις σελίδες

ξανά

ακόμα μια φορά

τη πυρωμένη ανάσα σου

το δροσερό σου πυρετό

καθώς κυλούσε σαν αγέρι που δραπέτευσε

από την αιωνιότητα

πάνω στον ώμο μου

 

ρίγησα

γύρισα να δω…

κανείς

και έκρυψα τα φθαρμένα φύλλα

βαθιά

στον εαυτό μου…