κι εγώ απλά κοιτούσα…

 

Η λίμνη ήταν υπέροχη

μεγάλη, αδιάστατη, αλειμμένη με κερί

περπατούσες πάνω της

χαρούμενη

και σιωπηλή

πήγαινες μέσα

έχανα τα ίχνη σου

όμως υπήρχαν πάνω στο κερί

κι ερχόσουν πάλι…

 

χόρεψες μια ή δυο φορές

πριν χαθείς ολότελα

 

ήλιοι ανιπτόποδες κατέβηκαν

όξινοι, άσχημοι ήλιοι

και σε τράβηξαν

σε πήραν πάνω

σε εφέλκυσαν

δεν είμαι σίγουρος

η αχνότητα του εγκλήματος

δεν είχε φρίκη

δεν είχε μελωδία

ήταν απλά η αλήθεια του

τυπωμένη στο κερί

 

ήλιοι ρακένδυτοι κατέβηκαν

και σ’έκλεψαν

 

κι εγώ απλά κοιτούσα…