Δάμαρ

 

«ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ»

Ο Γιώργος άκουσε τη φωνή της αγαπημένης του μέσα από τον ήχο της ξυριστικής μηχανής. Για την ακρίβεια άκουσε κάτι σαν ‘…λω…ήσουμε’ και σάστισε.

«Είπες κάτι;», την ρώτησε και έκλεισε τη μηχανή.

«Παράτα το ξύρισμα! Θέλω να μιλήσουμε!», άκουσε τη φωνή της πιο επιτακτική τώρα.

Κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη. Είχε προλάβει να τελειώσει το μισό πρόσωπο. Με έκφραση απορίας της είπε:

«Ναι αγάπη μου, μισό λεπτό!»

«Ούτε μισό ούτε τίποτα. Τώρα!», του πέταξε από το υπνοδωμάτιο εκείνη.

Η έκφραση απορίας έγινε έκφραση έκπληξης. Άφησε το ξύρισμα στη μέση, σκουπίστηκε πρόχειρα και βγήκε ημίγυμνος από το μπάνιο.

«Τι συμβαίνει;», τη ρώτησε.

Η όμορφη σύζυγός του δεν είχε ξυπνήσει καλά. Το είχε καταλάβει από την προηγούμενη νύχτα που έκαναν έρωτα. Μόλις τελείωσαν, εκείνη αντί για κάποια τρυφερή κουβέντα, τον είχε κλωτσήσει στα πόδια, τον είχε σπρώξει στην άκρη του κρεβατιού και τον είχε αγνοήσει εντελώς.

Τώρα φαινόταν πως η κακή της διάθεση είχε επιδεινωθεί.

«Από σήμερα αλλάζουν όλα. Όλα όμως!», του είπε χωρίς να τον κοιτάζει. Καθόταν στην καρέκλα της τουαλέτας της με γυρισμένη την πλάτη.

Ο Γιώργος ένιωσε ένα παγωμένο μαχαίρι στην πλάτη του.

«Τι… τι θέλεις να…»

Η Νάντια γύρισε το σώμα της και τον κοίταξε. Δεν πρέπει να είχε αντικρίσει ποτέ του τόσο περιφρονητικό βλέμμα όχι μόνο από εκείνη αλλά από οποιονδήποτε στη ζωή του.

«Πέρασες καλά χθες;», τον ρώτησε και πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο της και το άναψε αργά.

«Ναι… πολύ! Ήσουν υπέροχη!», απάντησε εκείνος χαμογελώντας σαν ηλίθιος.

«Εσύ όμως ήσουν άθλιος! Όπως είσαι γενικά σε όλα τα τελευταία χρόνια!», του πέταξε και τόνιζε τη κάθε συλλαβή. «Αξιοθρήνητος, μηδενικό!», συμπλήρωσε και παρατήρησε το ύφος του που είχε αρχίσει να μοιάζει με δαρμένου σκυλιού.

Ο Γιώργος πήγε να καθίσει στο κρεβάτι για να μην σωριαστεί στη μοκέτα.

«Δεν σου είπα να κάτσεις!», του φώναξε.

«Τι… τι αστείο είναι αυτό Νάντια;», μπόρεσε να πει αλλά ξεψυχισμένα.

«Το… αστείο θα το νιώσεις από δω και πέρα πλέον… και κάθε μέρα… και νύχτα βέβαια…», είπε εκείνη με σαδιστική χροιά που τον άφησε άναυδο.

Τι σκατά συνέβαινε αυτό το πρωί;

Τι την είχε πιάσει ξαφνικά και του φερόταν σαν σκουπίδι;

Ο Γιώργος πέταξε την πετσέτα στο πάτωμα και την πλησίασε αποφασισμένος να δώσει τέλος στο γελοίο σκηνικό.

«Μην πλησιάζεις! Σε σιχαίνομαι από μακριά, από κοντά θα ξεράσω κιόλας!», του είπε και οι λέξεις ήταν μαχαίρια που τον πλήγωσαν πολύ βαθιά.

Αυτή δεν ήταν η Νάντια, δεν ήταν η γυναίκα του.

Ήταν κάποια άλλη.

«Δεν κατ…», πήγε να ψελλίσει αλλά δεν είχε σθένος.

«Όπως είπα και πριν από σήμερα αλλάζουν όλα! Και πρώτον, με τη δουλειά σου… ‘δουλειά’, τέλος πάντων… θα πας και σήμερα στο γραφείο σου και θα παραιτηθείς… έτσι κι αλλιώς το εισόδημά σου είναι όπως κι εσύ… αξιοθρήνητο!»

Ο Γιώργος είχε γουρλώσει τα μάτια.

Η Νάντια έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι και συνέχισε.

«Δεύτερον, ξεκουμπίζεσαι από το δωμάτιό μου. Για ένα διάστημα θα κοιμάσαι στο δωμάτιο υπηρεσίας! Κάποια στιγμή θα σου δοθεί κι ένα σχετικό συμφωνητικό να υπογράψεις… μέχρι να ξεμπερδεύω από σένα οριστικά… ως τότε θα σε ανεχθώ όμως…»

«Νάν…»

«Σκασμός! Τρίτον, δεν θα χωρίσουμε ακόμη γιατί το όνομά σου εξακολουθεί να μου είναι χρήσιμο… το μόνο πάνω σου που έχει κάποια αξία… ακόμη… όλος ο υπόλοιπος είσαι για τη χωματερή!»

Η σκληρότητα των λόγων της και η σταθερή, μεταλλική φωνή της τον είχαν σχεδόν υπνωτίσει.

Κάποιος εφιάλτης ήταν… δεν εξηγείτο αλλιώς!

«Εννοείται πως από δω και πέρα δεν είμαστε πλέον σύζυγοι… δεν μπορώ δυστυχώς άμεσα να απαλλαγώ από τη θλιβερή, γέρικη παρουσία σου… θα σε κρατήσω λοιπόν… αλλά ως δούλο! Και του κατώτερου είδους μάλιστα. Ίσως μετά από λίγο καιρό, αν ως δούλος τα καταφέρεις, να σε προβιβάσω σε βαλέ»

Δούλο!

Τι ήταν αυτά που άκουγε από το στόμα της;

«Και απόψε το βράδυ θέλω να γαμηθώ με έναν άλλο άντρα… μάλλον, έναν πραγματικό άντρα. Αυτό που έχεις πάψει εσύ να είσαι εδώ και πολλά χρόνια. Κι αυτόν θα μου τον βρεις εσύ!», του πέταξε και τον έπιασε ζαλάδα που λίγο έλειψε να χάσει την ισορροπία του. Δεν τολμούσε να καθίσει όμως. Αποφάσισε να τα ακούσει όλα, ως το τέλος.

«Τον θέλω δυνατό, προικισμένο και νέο. Τα αντίθετα από σένα δηλαδή. Δεν με ενδιαφέρει που και πως θα τον βρεις. Από δω και πέρα θα το κάνεις συχνά αυτό. Και τις διαταγές μου θα τις εκτελείς χωρίς δεύτερη σκέψη! Φύγε τώρα! Πήγαινε στη δουλειά σου να απολαύσεις τις τελευταίες ώρες αξιοπρέπειας ανάμεσα στους συναδέλφους σου και πριν τις 12 να είσαι πίσω. Έχεις να ετοιμάσεις φαγητό, να κάνεις καθαριότητα και πολλά άλλα! Θα λάβεις τις νέες σου διαταγές όταν επιστρέψεις! Γραπτώς!», του πέταξε και σηκώθηκε από την καρέκλα.

Ο Γιώργος βρισκόταν σε μια θύελλα, σε μια φουρτούνα και δεν ήξερε πως θα διασωθεί. Όλα αυτά δεν του συνέβαιναν στ’αλήθεια. Δεν μπορεί να ήταν όλα αυτά αλήθεια.

Πνιγόταν!

Το οξυγόνο λιγόστευε στο δωμάτιο!

Είδε τη γυναίκα του, την αγαπημένη, γλυκιά του Νάντια να γδύνεται λίγα μέτρα μακριά του και να ετοιμάζεται για την ημέρα της και προς στιγμήν πίστεψε πως όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι. Ναι, ένα παιχνίδι! Θα γυρνούσε ξαφνικά και θα τον φιλούσε στο στόμα. Θα του έλεγε ‘χαζούλι, τα πίστεψες; πλάκα δεν είχε;’ και θα έβαζαν και οι δυο τα γέλια.

Ναι, έτσι ήταν!

Κι όμως… δεν έγινε τίποτε απ’αυτά.

Κάτι άλλο έγινε. Την είδε ξαφνικά να τον πλησιάζει επιθετικά και να του αστράφτει ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο!

«Οι δούλοι δεν παρακολουθούν τις αφέντρες τους να γδύνονται σαν λεροί ματάκηδες!», ούρλιαξε και ακολούθησαν τρία ακόμα δυνατά χαστούκια! «Εκτέλεσε τις εντολές μου αλλιώς σε περιμένουν πολύ χειρότερα!», φώναξε και του γύρισε τη γυμνή της πλάτη.

Ο Γιώργος σύρθηκε περισσότερο παρά περπάτησε ως το διάδρομο και μετά ως το νέο του δωμάτιο με το κεφάλι του να βουίζει από τα χτυπήματα και τη καρδιά του να χτυπάει δυνατά και άρρυθμα.

Και δεν ήταν μόνο το χαστούκι… λεροί ματάκηδες… η Νάντια δεν χρησιμοποιούσε τέτοιες εκφράσεις… ποτέ της! Ειδικά αυτό το λεροί… από πού το είχε ξεσηκώσει;

Στο δωμάτιο υπηρεσίας βρήκε πεταμένα στο πάτωμα μερικά ρούχα του σαν σφουγγαρόπανα. Τα μάζεψε και τα τακτοποίησε πρόχειρα στο ντουλαπάκι. Το δωμάτιο αυτό ήταν στενό, σκοτεινό, δίχως παράθυρο. Ίσα ίσα χωρούσε ένα ντιβάνι εκστρατείας, ένα κομοδινάκι με ένα λαμπατέρ και μια μικρή ντουλάπα. Αυτό θα ήταν πλέον το βασίλειό του λοιπόν.

 

Όσο βρισκόταν στο γραφείο του ο Γιώργος και πριν αποφασίσει να χτυπήσει την πόρτα του διευθυντή του και να του ανακοινώσει ότι θέλει να παραιτηθεί (για ποιους λόγους άραγε;) και να τα καταστρέψει όλα για ένα παράξενο καπρίτσιο της γυναίκας του, δέχθηκε τρία τηλεφωνήματα.

Για την ακρίβεια, αυτά δεν ήταν τηλεφωνήματα… ήταν κανονικοί πυροβολισμοί.

Το πρώτο ήταν από έναν υπάλληλο της τράπεζας που είχε τα χρήματά του. Τα χρήματα της Νάντιας, έστω. Το σοκ που δέχθηκε ήταν μεγάλο. Οι λογαριασμοί του είχαν αδρανοποιηθεί, είχαν κλειδωθεί και στην ουσία δεν μπορούσε χωρίς εντολή της Νάντιας να σηκώσει ή να μεταφέρει ούτε Ευρώ!

Το δεύτερο ήταν από τον δικηγόρο τους. Το Μιχάλη που ήταν κάποτε και δικός του δικηγόρος. Τον ενημέρωσε πως ενεργούσε πλέον μόνο κατ’εντολήν της και πως αν ήθελε εκείνος έπρεπε να βρει καινούργιο δικηγορικό γραφείο για τις όποιες υποθέσεις του. Η φωνή του ήταν ψυχρά επαγγελματική. Ούτε καν ευγενική. Θα έλεγε κανείς πως είχε υιοθετήσει κι αυτός το ύφος της γυναίκας του.

Το μεγαλύτερο σοκ όμως ήταν το τηλεφώνημα από τον Δημήτρη. Το φίλο του και συνάδελφό του. Πρώην συνάδελφό του για την ακρίβεια.

«Μπλέξαμε, κι εσύ κι εγώ φίλε μου», του είπε ο Δημήτρης. Ευτυχώς αυτός δεν του φερόταν σαν λιωμένη μπανανόφλουδα.

«Τι συμβαίνει ρε Δημήτρη; Ο κόσμος τρελάθηκε σήμερα;»

«Δεν ξέρω για τον κόσμο, η γυναίκα σου πάντως τα έχει πάρει πολύ άγρια. Και μου ήρθε χτες απ’το σπίτι»

Ο Γιώργος πάγωσε.

«Γιατί;»

«Γιατί τα ξέρει όλα! Τα είχε μάθει δεν ξέρω πως και ήρθε να με εκβιάσει. Αναγκάστηκα να της παραδώσω τις επιστολές, τα μέιλ… όλο το υλικό που είχα!»

Ο Γιώργος ένιωσε το ταβάνι να πέφτει στο κεφάλι του.

«Δηλαδή… τώρα τα έχει όλα εκείνη;»

«Ακριβώς. Όλα. Και αν κάνεις την παραμικρή κίνηση σε χώνει μέσα για δέκα χρόνια τουλάχιστον! Και μου είπε να το βουλώσω για πάντα αλλιώς θα χώσει κι εμένα. Πρώτη φορά την είδα έτσι τη Νάντια φίλε μου. Την τρόμαξε το μάτι μου! Το ξέρω πως σε χαντάκωσα μ’αυτό που έκανα αλλά…»

Ο Γιώργος δεν ήθελε να ακούσει άλλα. Έκλεισε το τηλέφωνο ενώ ο Δημήτρης μιλούσε ακόμα, με το αίμα του να έχει φύγει από το πρόσωπό του.

Κρύος ιδρώτας τον έλουσε από την κορυφή ως τα νύχια.

Η γυναίκα του, τού είχε κηρύξει τον πόλεμο!

 

Ο Γιώργος μπήκε στο σπίτι γύρω στις 12 παρά πέντε. Για μια στιγμή έκανε λάθος και πήγε προς το παλιό του υπνοδωμάτιο, το δωμάτιό τους αλλά μετά συνήλθε και γύρισε προς το ταπεινό δωματιάκι της υπηρεσίας που ήταν πια το μοναχικό του κελί. Κάθισε στο στενό του κρεβάτι και έβγαλε έναν στεναγμό.

Όλα όσα είχαν γίνει από το πρωί ήταν ένα θέατρο του παραλόγου! Είχε ξυπνήσει σε έναν εφιάλτη, σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, δεν μπορεί να συνέβαιναν όλα αυτά! Όμως, συνέβαιναν. Και κατάλαβε πως αν δεν πήγαινε με τα νερά της γυναίκας του, τουλάχιστον για ένα διάστημα ώσπου να κερδίσει λίγο χρόνο τουλάχιστον, θα γίνονταν και χειρότερα.

Με την άκρη του ματιού του είδε έναν μικρό λευκό φάκελο στο κομοδινάκι του. Τον πήρε και τον άνοιξε με μαύρα συναισθήματα. Μέσα υπήρχε μια διπλωμένη σελίδα και κάποια χρήματα.

Διάβασε την επιστολή. Ήταν από εκείνη βέβαια. Ο γραφικός της χαρακτήρας, κάποτε τόσο αγαπημένος τώρα του προκαλούσε τρόμο. Πιο πολύ κι από τρόμο όμως του προκάλεσε έκπληξη το ύφος. Τα έγραφε η Νάντια όλα αυτά; Αυτές τις λέξεις; Το ένα σοκ διαδεχόταν το άλλο αυτή την αποφράδα μέρα!:

 

Πρώην σύζυγε, σύντροφε και σύνευνε

Και νυν δούλε και ανδρείκελο

Για το μεσημέρι θέλω χοιρινό με πατάτες. Και λαχανοσαλάτα. Απλά πράγματα για το απλό μυαλό σου. Τα υλικά υπάρχουν, φρόντισε να είσαι έτοιμος ως τις 14.00 που θα επιστρέψω.

Μην διανοηθείς να παραγγείλεις από ρυπαρά εστιατόρια γιατί θα έχεις συνέπειες.

Ταυτόχρονα έχεις να σφουγγαρίσεις όλο το σπίτι και να πλύνεις τη βεράντα που ζέχνει ως ο ιδρώς σου!

Θα προβώ σε εξονυχιστική επιθεώρηση άμα τη επιστροφή μου!

Και τέλος, έως τις δέκα το βράδυ να έχεις παρουσιαστεί στο σαλόνι συντροφιά με το αρσενικό-ηδονής που σου ζήτησα να βρεις. Δεν χρειάζεται να σου επαναλάβω το πώς τον θέλω. Φρόντισε να είναι αυτό ακριβώς και τίποτε λιγότερο.

Αν απαιτήσει χρήματα να του δώσεις.

Μαζί σου να έχεις το κινητό για κάθε περίπτωση που μπορεί να σε καλέσω.

Μην διανοηθείς να κάνεις κλήσεις αλλού. Έχω τον τρόπο να ανακαλύπτω ό,τι θέλω. Και να τιμωρώ αμείλικτα.

Η ελάχιστη ανυπακοή ξέρεις που θα σε οδηγήσει. Ελπίζω να σε πληροφόρησε ο άνους φίλος σου.

Δάμαρ!

 

Αν δεν ήταν κάτι τραγικό θα είχε βάλει τα γέλια. Αυτό δεν ήταν επιστολή, ήταν σουρεαλιστικό αφήγημα! Όμως δεν ήταν πόνημα φαντασίας. Ήταν γεγονός και μάλιστα χειροπιαστό!

Ο Γιώργος ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν. Και στη ψυχή του είχε απλωθεί ένα σκοτεινό σύννεφο. Πώς είχε αλλάξει η Νάντια τόσο πολύ και τόσο γρήγορα; Πού ήταν το δικό του λάθος σε όλα αυτά;

Σύνευνε… ρυπαρά… ιδρώς… άνους… Δάμαρ! Αυτές τις λέξεις δεν τις είχε χρησιμοποιήσει ποτέ στο παρελθόν η Νάντια που υπέγραφε πλέον ως… Δάμαρ!

Και καλά το φαγητό και οι δουλειές… Όμως πώς στο δαίμονα θα έβγαινε στους δρόμους προς αναζήτηση ενός αρσενικού-ηδονής, ενός γαμιά δηλαδή για τη γυναίκα του; Δεν υπήρχε μεγαλύτερος εξευτελισμός απ’αυτόν και αισθανόταν σα να τον είχε χαστουκίσει εκατό φορές. Ο εγωισμός του είχε συντριφτεί, είχε γίνει θρύψαλα.

Πέρασε κάμποση ώρα σκεφτόμενος τι έπρεπε να κάνει, που έπρεπε να αναζητήσει το συγκεκριμένο αρσενικό για τις νυχτερινές της ορέξεις.

Αλλά και πάλι, έστω ότι εντόπιζε κάποιον… πώς θα τον πλησίαζε; Τι θα του έλεγε; Γίνονταν αυτά τα πράγματα;

Σκέφτηκε να βρει έναν επαγγελματία. Πώς όμως; Που; Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει. Του είχε απαγορεύσει να χρησιμοποιήσει το κινητό για άλλες κλήσεις και δεν είχε το λάπτοπ του. Τα είχε κλειδώσει όλα στο γραφείο της.

Ο νους του δούλεψε πυρετικά και σκανάρισε πρόσωπα και καταστάσεις από την προηγούμενη ζωή του, πριν απ’το γάμο τους. Δεν άργησε πολύ να βρει κάποια λύση. Το μόνο που απέμενε ήταν να γυρίσει σε στέκια παλιά, να ρωτήσει για εκείνο το πρόσωπο, να βρει κάποιο στοιχείο γι αυτόν. Αυτός βέβαια δεν πληρούσε τις προδιαγραφές της. Ήταν συνομήλικός του και ήδη αυτό ήταν απαγορευτικό. Όμως μέσα από εκείνον ίσως να οδηγείτο σε κάποιον που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της.

Έκλεισε το κεφάλι του στην παλάμη του κι άρχισε να κλαίει. Η ζωή του είχε γίνει μέσα σε ένα πρωινό μια κάθοδος στον Άδη.

Θα έπρεπε να κατέβει όμως. Και ίσως στο γυρισμό να τον περίμενε μια έξοδος πιο φωτεινή!

Αν γυρνούσε ποτέ.

 

Στις εννιά και μισή, οι δυο άντρες έμπαιναν στο διαμέρισμα του Γιώργου. Ή μάλλον, στο διαμέρισμα της Νάντιας. Ο Γιώργος ήταν πλέον κάτι σαν έπιπλο, στην καλύτερη περίπτωση.

Ο νεαρός με τα μακριά μαλλιά, το γυμνασμένο σώμα και τα τατουάζ στα χέρια κοίταξε τη διακόσμηση, τους πίνακες και τα ακριβά χαλιά. Δεν έδωσε σημασία και κάθισε, ξάπλωσε σχεδόν, στον μεγάλο λευκό καναπέ.

«Να σου βάλω κάτι να πιεις;», τον ρώτησε ο Γιώργος.

«Ουισκάκι», απάντησε εκείνος.

«Με παγάκια; Με σόδα;»

«Λίγο πάγο»

«Εντάξει»

Ο Γιώργος σκέφτηκε το σουρεαλισμό της όλης σκηνής και δεν μπόρεσε να μην δυσφορήσει. Είχε κάνει τον κόσμο άνω κάτω όμως για να τον βρει το συγκεκριμένο τύπο και δεν έπρεπε να δείξει τα πραγματικά του συναισθήματα.

Ήλπιζε, ήλπιζε ως το τέλος ότι η Νάντια…

«Καλησπέρα», άκουσε τη φωνή της και την είδε να μπαίνει στο σαλόνι.

Ήταν όμορφη η γυναίκα του, όμως αυτή τη φορά αντίκρισε μια διαφορετική γυναίκα. Μια άλλη, δεν την αναγνώριζε.

Φορούσε ένα διάφανο, λευκό φόρεμα με πτυχώσεις που έφτανε ως τους αστραγάλους της, σανδάλια στα πόδια της και είχε λυμένα τα μαλλιά της στους ώμους. Στο δεξί της χέρι φορούσε ένα κόσμημα που δεν είχε δει ποτέ του… ένα παράξενο χρυσό περικάρπιο με παράσταση φιδιού! Και στο αριστερό της αστράγαλο μια χρυσή αλυσίδα. Έμοιαζε με εταίρα της αρχαίας Ελλάδας. Όμορφη μεν αλλά…

Στη θέα της ο νεαρός μακρυμάλλης ανακάθισε με ενδιαφέρον.

«Ντίνος!», είπε συστήνοντας τον εαυτό του. Την ίδια στιγμή έμπαινε ο Γιώργος με το ποτό του.

«Φτιάξε μου μια βότκα εμένα… όπως την πίνω», τον διέταξε ξερά χωρίς να τον κοιτάζει και κάθισε δίπλα στον προσκεκλημένο.

Ο Γιώργος τεντώθηκε ως τα βάθη του είναι του. Το παρανοϊκό φεστιβάλ εξευτελισμών συνεχιζόταν αμείωτο.

Η Νάντια - Δάμαρ δίπλωσε τα όμορφα, μακριά της πόδια. Ο Ντίνος δίπλα της έδειξε να την τρώει με τα μάτια του.

Έβγαλε το πακέτο της και του πρόσφερε τσιγάρο.

«Έχω τα δικά μου», είπε αυτός και άναψε πρώτα σε κείνη και μετά ένα αυτός.

«Το ποτό μου!», φώναξε και αμέσως ο Γιώργος εμφανίστηκε στο σαλόνι. Το θέαμα του έσκισε την καρδιά. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα έβλεπε τη γυναίκα του σε αυτή τη στάση δίπλα σε έναν επαγγελματία εραστή της μιας νύχτας.

Και το κοντράστ των δυο τους κραύγαζε. Εκείνη σαν πρωθιέρεια της αφής του Ιερού φωτός κι εκείνος ένας τριτοκλασάτος επαρχιώτης με περισσό θράσος και χονδροειδείς τρόπους.

Ο Γιώργος άφησε το ποτό της στο τραπέζι.

«Και τώρα πήγαινε στο υπνοδωμάτιό μου, γδύσου εντελώς και κάτσε στη γωνία. Στα γόνατα! Με το βλέμμα προς την κλίνη», τον διέταξε και ο Ντίνος χαμογέλασε.

«Άντρας σου είναι;» τη ρώτησε.

«Δεν σου εξήγησε;», του γύρισε θυμωμένη.

«Μου είπε κάτι ψιλά… δεν γαμιέται όμως… τι με νοιάζει!», απάντησε αυτός και είχε στυλώσει το βλέμμα του στο στήθος της Νάντιας που μέσα από το διάφανο ύφασμα στητό και προκλητικό τον καλούσε στο ερωτικό παιχνίδι.

«Ανωμαλάρα ε;», τη ρώτησε και γέλασε χυδαία.

«Αγνόησέ τον αυτόν!», είπε εκείνη. «Γδύσου, θέλω να δω!», διέταξε το νεαρό που έδειξε αιφνιδιασμένος.

«Ώοου… ήρεμα μωράκι μου… όλα θα γίνουν!», είπε αλλά και να γδύνεται. Γρήγορα έμεινε ολόγυμνος μπροστά της.

Η Νάντια – Δάμαρ τον κοιτούσε σαν κομμάτι κρέας. Του ζήτησε να κάνει στροφή για να εξετάσει τα καπούλια του. Και μετά να γυρίσει πάλι, να έρθει πιο κοντά της για να εξετάσει από κοντά το πέος του.

Ο Ντίνος υπάκουα εκτελούσε τις εντολές της.

«Εντάξει, πάμε μέσα!», είπε εκείνη τελικά.

«Μισό λεπτό!», την σταμάτησε ο νεαρός. «Τα φράγκα;»

«Τα φράγκα;», επανέλαβε εκείνη δυνατά. «Δεν σε πλήρωσε;»

«Κάτι μου έδωσε αλλά δεν μου είχε πει ότι θα έχουμε όργιο»

«Εντάξει!», είπε εκείνη δυσφορώντας, «όταν τελειώσουμε σου υπόσχομαι να έχεις τα διπλά! Φρόντισε μόνο να έχω ικανοποιηθεί. Πλήρως! Γιατί αλλιώς θα έχεις συνέπειες!», του πέταξε αλλά ο νεαρός με το μακρύ μαλλί και την κτηνώδη αυτοπεποίθηση δεν έδωσε σημασία.

Μπαίνοντας το ζευγάρι στο υπνοδωμάτιο είδαν το Γιώργο στα γόνατα, γυμνό, στη γωνία, όπως είχε διαταχθεί.

«Πολύ ωραία! Να παρακολουθείς!», του είπε ενώ ο Ντίνος είχε κιόλας ξαπλώσει στο κρεβάτι. Στη θέση που ως την προηγούμενη μέρα είχε ο Γιώργος.

«Θα σε επιθεωρώ συχνά!», του είπε και την επόμενη στιγμή άρχισε να γδύνεται μπροστά στο άπληστο βλέμμα του πληρωμένου εραστή της και του… πρώην άντρα της.

 

Η επόμενη ώρα ήταν η χειρότερη και πιο εξευτελιστική που είχε βιώσει ποτέ του ο Γιώργος.

Παρακολουθούσε την επί δεκαετία γυναίκα του, την γλυκιά του Νάντια με το ήρεμο βλέμμα και το απαλό χάδι, να επιδίδεται σε πράξεις που δεν είχε διανοηθεί ότι καν τις γνώριζε!

Και κάτι χειρότερο… να μεταλλάσσεται σιγά και σταδιακά σε… κάτι άλλο.

Και πριν απ’όλα ο στοματικός έρωτας που έκανε στον εραστή της. Τίποτα δεν του θύμισε όσα είχαν ζήσει επί χρόνια μαζί. Ίσως και ο επαγγελματίας εραστής της να ήταν έκπληκτος από τη δεξιότητα, τη φυσικότητα και τον άγριο, πεινασμένο τρόπο της… Ύστερα, τα φιλιά της σε όλο του το σώμα, οι χυδαίες λάγνες κινήσεις της, τα ουρλιαχτά της, το πρόστυχο ματωμένο βλέμμα που του έριχνε κάθε τόσο, το γλείψιμο των χειλιών της… όχι, αυτή δεν ήταν η γυναίκα που είχε παντρευτεί, είχε ενώσει τη ζωή του, είχε μοιραστεί χαρές και λύπες.

Το απέκλεισε. Αυτή έμοιαζε με τη γυναίκα του. Δεν ήταν όμως!

«Δεν βλέπω να παρακολουθείς!», του πέταξε κάποια στιγμή και την είδε να έχει συρθεί σαν τρελαμένο αιλουροειδές στα πόδια του κρεβατιού και να του γρυλίζει!

Ο Γιώργος είχε σκύψει το κεφάλι κι έκλαιγε.

«Εδώ! Εδώ θα βλέπεις!», του πέταξε σαν δαίμονας φυλακισμένος σε ανθρώπινο σώμα που προκαλεί τον εξορκιστή του!

«Νάντια! Τι σου συμβαίνει αγάπη μου; Σύνελθε!», της φώναξε έστω κι αυτή τη στιγμή.

«Δεν είμαι η Νάντια!», ούρλιαξε εκείνη. «Είμαι η Δάμαρ! Πρώην σύζυγε με το πεθαμένο τσουτσούνι! Χα, χα, χα!», ούρλιαξε και ως και ο Ντίνος που βρισκόταν ξαπλωμένος και σε φάση αναμονής με το πέος του ορθωμένο, συρρικνώθηκε τρομαγμένος.

«Παλαβή είσαι μωρέ; Χαπακωμένη;», είπε και ετοιμάστηκε να σηκωθεί.

«Ακίνητος εσύ! Δεν πας πουθενά εσύ!», του φώναξε γυρνώντας αστραπιαία το κεφάλι της και καρφώνοντάς τον στα μάτια.

Ύστερα, με το αριστερό της χέρι του γράπωσε τους όρχεις στη βάση τους και τους έσφιξε. Και στο δεξί, εμφανίστηκε ως δια μαγείας ένα τελετουργικό μαχαίρι, με κυματιστή, λευκή λαβή κι ένα ρουμπίνι ή κάτι τέτοιο στην κεφαλή του.  

«Τι είναι αυτό μωρή μουρλέγκω;», φώναξε ο Ντίνος και πάλεψε να ελευθερωθεί απ’τη λαβή της και να σηκωθεί απ’το κρεβάτι.

Κι όμως, δεν μπορούσε!

«Χα, χα, χα… πορνοσιάλαγκα! Γλίτσα των υπονόμων… Εμετόμορφε! Σιελογέννητε! Κοπροφάγε!», φώναζε εκείνη και τώρα η φωνή της πράγματι δεν έμοιαζε καν με ανθρώπινη!

Ο Γιώργος είχε παγώσει στη γωνιά του και παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένος.

«Ρε φίλε, μάζεψέ την τη τρελή, θα μου κόψει τ’αρχίδια!», ούρλιαξε ο νεαρός από την κλειδωμένη θέση του.

Η Δάμαρ είχε τον πλήρη έλεγχο. Με το αριστερό της χέρι έσφιγγε σε μια θανάσιμη λαβή τους όρχεις του εραστή της.

Με το μαχαίρι στο δεξί της, ετοιμαζόταν να τους κόψει απ’τη ρίζα, μαζί με το πρησμένο του πέος που είχε σχεδόν μαυρίσει!

Ο Γιώργος αποφάσισε να πάρει μια πρωτοβουλία. Απείχε περίπου δυο μέτρα από το σώμα της. Με ένα σάλτο θα μπορούσε να την αγκαλιάσει και να της ακινητοποιήσει το δεξί χέρι. Ύστερα θα ήταν όλα εύκολα.

«Σε παρακαλώ ρε μάγκα, μην την αφήσεις να μου τα κόψει… κάνε κάτι ρε φίλε… κράτα και τα λεφτά… σου δίνω κι άλλα… ό,τι θέλεις… μην την αφήσεις, σε παρακαλώ ρε φίλε!», άρχισε να ουρλιάζει κλαίγοντας παράφωνα σαν κοριτσόπουλο ο Ντίνος που έβλεπε όχι μονάχα τα γεννητικά του όργανα να γίνονται τρόπαιο στα χέρια αυτής της μαινάδας αλλά και τη ζωή του την ίδια να κινδυνεύει.

Γιατί ήταν σίγουρος πως μετά τ’αρχίδια του, σειρά θα είχε ο λαιμός του!

 

Και τότε την είδε να αλλάζει!

 

Πρώτα ελευθέρωσε τον εραστή της από τη λαβή. Μετά ήρθε η πρώτη κραυγή που κόντεψε να σπάσει τα τύμπανα του Γιώργου. Το κορμί της τεντώθηκε σαν χορδή τόξου, το κεφάλι της γύρισε προς τα πίσω και ολόκληρη έγινε μια ανθρώπινη καμάρα.

Ύστερα και καθώς ο τρομαγμένος μακρυμάλλης νεαρός έτρεχε προς την έξοδο και τη σωτηρία από το δωμάτιο των τρελών, ήρθε η δεύτερη κραυγή, βραχνή αυτή και βαθιά… και οι λέξεις, οι ήχοι, οι ιαχές… οι οιμωγές… σαν ψυχές που κλαίνε στον Άδη…

Ο Γιώργος παρακολουθούσε ανήμπορος να κάνει το παραμικρό. Σαν απολιθωμένος.

Το σώμα της τεντωνόταν σαν σχοινί έτοιμο να σπάσει… οι μυς της είχαν γίνει ανάγλυφοι, βουνά και λόφοι από σάρκα… τα μάτια της είχαν πεταχτεί απ’τις κόγχες τους, οι ρώγες της νόμιζες πως ήταν καρφιά που θα τινάζονταν από τη θέση τους και θα τρυπούσαν το ταβάνι.

Ούρλιαξε ξανά η γυναίκα. Και ξανά.

Και ξανά!

Ο Γιώργος δεν άντεχε άλλο να μένει αδρανής. Έσπασε τη πέτρινη ακινησία του και όρμηξε καταπάνω της να την αγκαλιάσει, να την συνεφέρει αλλά μια απίστευτη δύναμη τον τίναξε μακριά σαν κούκλα και χτύπησε με την πλάτη πάνω στον τοίχο. Σωριάστηκε στο πάτωμα μορφάζοντας από τον πόνο και όταν σήκωσε ξανά το βλέμμα του, η γυναίκα του ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, τιναζόταν και έβγαζε κραυγές.

Όμως έδειχνε σιγά σιγά να ηρεμεί.

Ο Γιώργος κατάλαβε πως η σύγκρουσή του στον τοίχο είχε συνέπειες. Είχε σπάσει κάποια πλευρά, ανάσαινε και πονούσε, το κεφάλι του βούιζε.

Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν μπορούσε.

Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι, σαν αρπάγη να του σφίγγει το λαιμό!

Σήκωσε το βλέμμα.

Αυτό το πράγμα που ήταν μέσα στη γυναίκα του βρισκόταν ακριβώς από πάνω του. Τον κοιτούσε με απέραντη περιφρόνηση και ήταν έτοιμο να τον σκοτώσει.

Η ανάσα του ήταν πια δύσκολη, η μέγγενη έκλεινε σιγά σιγά, το ζώο από πάνω του γρύλιζε.

Πλησίαζε στο τέλος του.

Στο μυαλό του ήρθε το πρόσωπο της μητέρας του, το χαμόγελο του παππού του, το παιδικό του ποδήλατο… μια καλοκαιρινή μέρα που είχε πάει για ψάρεμα με εκείνο το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά… δεν θυμόταν το όνομά της… από Κ άρχιζε μάλλον…

Θολούρα…

Εικόνες και ήχοι και στιγμές… ανάκατες…

Πνιγόταν όμως… το οξυγόνο έμοιαζε να λιγοστεύει… η πίεση να μεγαλώνει…

Οι εικόνες μπερδεμένες στο σκοτεινό του πεδίο… με λιγότερο φως… με περισσότερο αίμα και φόβο…

«Ασήμαντε… ανεπαρκή… δούλε! Ψόφα!», άκουσε τη φωνή της… τη φωνή του μέσα της… κι ετοιμαζόταν… όλα μέσα του ετοιμάζονταν…

Και ξαφνικά ο κλοιός άνοιξε… η πίεση σταμάτησε, ο λαιμός του απελευθερώθηκε…

Οξυγόνο έρρευσε άφθονο!

Άκουσε ένα γδούπο…

Είδε θολά, πριν λιποθυμήσει έναν μακρυμάλλη νεαρό να κρατάει ένα βάζο στο δεξί του χέρι.

«Γαμώ το κερατό μου!», έλεγε ο νεαρός. «Γαμώ την τρέλα μου!»

Η γυναίκα του ήταν ξαπλωμένη μπροστά του και αίμα έτρεχε πίσω απ’το ωραίο της κεφάλι.

Ένιωσε τα μάτια του βαριά… τα βλέφαρα ζητούσαν ανάπαυση… το οπτικό πεδίο έγινε μια χαραμάδα… κι ύστερα…

Ύστερα τίποτα… άβυσσος...

 

Ο Γιώργος βγήκε στη βεράντα του κήπου και την αναζήτησε με το βλέμμα. Ναι, ήταν εκεί, όπως πάντα. Καθισμένη στο παγκάκι της. Το παγκάκι τους, σκέφτηκε και πήγε να δακρύσει.

Το τελευταίο, μοναχικό παγκάκι, στην άκρη της βεράντας.

Έπρεπε όμως να αντέξει, είχε ευχάριστα να της πει. Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό και κάτι ευχάριστο!

Πλησίασε με σταθερό βήμα και κάθισε ήσυχα δίπλα της. Άφησε το μπουκέτο με τα ροζ τριαντάφυλλα που τόσο αγαπούσε δίπλα της και μετά έβαλε το χέρι της μέσα στα δικά του. Ήταν ζεστό παρά την ψύχρα του απογεύματος.

«Καλησπέρα!», της είπε όμως δεν περίμενε βέβαια καμιάν απάντηση. Εδώ και δέκα χρόνια δεν υπήρχε καμιά απάντηση ποτέ σε ό,τι της έλεγε. Ούτε καν ένα βλέμμα, ένα νεύμα… μερικές φορές μονάχα ένα χαμόγελο… ένα δώρο σπάνιο που το απολάμβανε και το χαιρόταν σαν μικρό παιδί.

«Απόψε έχω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό αγάπη μου!», της είπε αλλά το βλέμμα της δεν άλλαξε. Ήταν χαμένο πάντα στο βάθος, στη θάλασσα που απλωνόταν απέραντη και μαγική μπροστά τους.

«Το σπίτι… εκείνο το σπίτι που σου έλεγα; Θυμάσαι; Το σπίτι με την ωραία βεράντα που βλέπει στη θάλασσα; Τελικά τα κατάφερα, έχω τα λεφτά πια και θα το αγοράσω. Σύντομα θα σε πάρω και πάλι κοντά μου μωρό μου! Θα σε φροντίζω και πάλι εγώ. Θα σε υπηρετώ, μονάχα εγώ! Για πάντα! Και θα είσαι συνέχεια αν το θέλεις στη βεράντα μας και θα βλέπεις τη θάλασσα που τόσο αγαπάς… όπως κι εδώ… και σιγά σιγά… με την αγάπη μου…»

Ο Γιώργος δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τα λόγια του. Ο λυγμός του έπνιξε τις συλλαβές, τις φράσεις και τον ήχο. Έμεινε βουβός κοντά της, δίπλα της, με το μικρό της χέρι ανάμεσα στα δικά του να κοιτάζουν και οι δυο τη θάλασσα που απλωνόταν απέραντη, σιωπηλή και ανεξιχνίαστη μπροστά τους.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

καλοκαίρι 2015