Ο Τοίχος

 

            Που είμαι;

          Η πρώτη της αίσθηση ήταν ένας ισχυρός πονοκέφαλος. Η δεύτερη ήταν ένα ανεξήγητο βάρος σε όλα της τα μέλη. Οι κινήσεις ήταν επώδυνες, αργές, λες και βρισκόταν μέσα στη θάλασσα.

          Δεν βρισκόταν μέσα στο υγρό στοιχείο. Το εντελώς αντίθετο. Το κατάλαβε με την πρώτη προσπάθεια των πνευμόνων της να φιλοξενήσουν οξυγόνο. Ο αέρας ήταν διαφορετικός, ξερός, είχε μια αλλόκοτη γεύση, σαν τεχνητός, σαν αέρας κλιματιστικού μηχανήματος που βρίσκεται στα τελευταία του.

          Ακόμη δεν είχε προλάβει να δει που βρισκόταν.

          Που είμαι;

          Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το στερέωμα κι αυτό γιατί ήταν ξαπλωμένη. Μόνο που αυτό που συνήθως έρχεται στο μυαλό ενός ανθρώπου με τη λέξη "στερέωμα" πολύ λίγη σχέση είχε με το απίστευτο θέαμα κατέγραψαν τα μάτια της.

          Ο "ουρανός" ήταν πορτοκαλί. Ή μάλλον, ήταν μια απόχρωση περισσότερο προς το κίτρινο. Δεν μπορούσε να αποφασίσει τελικά. Ό,τι κι αν ήταν, δεν είχε καμία σχέση με τον γαλάζιο ή έστω γκρι ουρανό μιας οποιαδήποτε φυσιολογικής ημέρας.

          Ποιος μίλησε όμως για φυσιολογική ημέρα;

          Περίεργα πράγματα.

          Κι ακόμη δεν είχε δει τίποτα.

          Η πρώτη προσπάθεια να σηκωθεί, στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία. Τα μέλη της δεν την υπάκουαν, κανένα αισθητήριο κέντρο δεν λειτουργούσε σωστά, ένιωσε  σαν να αποτελείτο από δεκάδες ανεξάρτητα μέλη συναρμολογημένα άτεχνα σε μια σουρεαλιστική σύνθεση ανθρώπου.

          Η δεύτερη προσπάθεια ήταν επιτυχής αλλά εξαιρετικά οδυνηρή.

          Πονάω γαμώτο, πονάω παντού!

          Πονούσε και ξαφνικά, ίδρωνε. Δεν είχε ζέστη, δεν μπορούσε να το ισχυριστεί αυτό, ούτε κάποιο θερμό ρεύμα την χτύπησε. Απλώς, ίδρωνε. Κι ύστερα αποφάσισε να αψηφήσει τον πόνο και να κοιτάξει γύρω της.

          Όχι και τόσο καλή ιδέα.

          Στα είκοσι μέτρα δεξιά της, όπως στεκόταν -ποιο σημείο του ορίζοντα να ήταν άραγε;- είδε κάτι που της πλάκωσε τη ψυχή.

          Ένας γκρι φράχτης.

          Λάθος, ένας τοίχος! Κι όχι ακριβώς γκρι, περισσότερο σταχτί θα έλεγα, στο χρώμα του τσιμέντου.

          Απέραντος... και ψηλός.         

          Επίσης λάθος. Όχι απλώς ψηλός. Θεόρατος. Ένας μηχανικός με έμπειρο μάτι θα μπορούσε να εκτιμήσει το ύψος του σε τριάντα μέτρα πάνω κάτω!

          Και αληθινά απέραντος. Γύρισε πολλές φορές το βλέμμα της και προς τις δυο κατευθύνσεις και κατέγραφε πάντα την ίδια σκοτεινή πληροφορία.

          Ο τοίχος δεν είχε άκρο! Δεν τελείωνε πουθενά!

          Λες και βρίσκομαι σε κάποιο ωκεανό που είναι χωρισμένος στα δυο από ένα απέραντο φράγμα.

          Δεν είχε άδικο στην ποιητική της μεταφορά. Βρισκόταν πάνω σε έναν ωκεανό.

          Σε έναν ωκεανό από γαλάζια άμμο!

          Το θέαμα της προκάλεσε γέλιο. Αν δεν ήταν τόσο σοκαρισμένη θα μπορούσε να ξεκαρδιστεί.

          Στεκόταν πάνω σε έναν απέραντο ωκεανό γαλάζιας άμμου!!

          Δεξιά μου ένας τοίχος όσο φτάνει το μάτι μου και αριστερά μου, μπροστά και πίσω μου ένας απέραντος ωκεανός από γαλάζια άμμο!

          ΠΟΥ ΣΤΟ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΙΜΑΙ;

          ΚΑΙ ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑ ΕΔΩ;

          Τώρα μπορούσε να καταλάβει την αιτία του ιδρώτα.

          Είχε πανικοβληθεί.

          Τι κάνει ένας άνθρωπος σε κατάσταση πανικού;

          Πλημμυρίζει. Ξεχειλίζει και θέλει να δράσει. Δεν σκέφτεται. Όποιος δρα δεν σκέφτεται. Και ιδιαίτερα όποιος αντιδρά.

          Πως αντιδρά κανείς στον πανικό;

          Η Άννα ήταν ανήμπορη να δράσει ή να αντιδράσει.

          Απλά, κατευθύνθηκε προς τον τοίχο.

          Ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει με τρελούς ρυθμούς και είχε μουσκέψει το μπλουζάκι της από κόμπους ιδρώτα.

          Θα πεθάνω.         

          Το είπε, έτσι, απλά. Χωρίς να δυσκολευτεί. Η λέξη αυτή κάποτε θα της προκαλούσε ισχυρό σοκ ως και απέχθεια.

          Τώρα μπορούσε να την εκφέρει άνετα.

          Ναι, θα πεθάνω.

          Όταν έφτασε ένα βήμα μακριά από τον πελώριο τοίχο, ο πανικός εξαφανίστηκε μαζί με όλα τα συνοδευτικά συμπτώματα.         

          Είναι... είναι... φιλικός!

          Πως της ήρθε να το πει τώρα αυτό;

          Πως γίνεται ένας τοίχος να είναι... φιλικός ή εχθρικός;         

          Γίνεται... αυτός ο συγκεκριμένος γίνεται... και δεν θέλει να φοβάμαι.

          Δεν αξιολογούσε τι έλεγε και δεν την ενδιέφερε αν είχε εισέλθει στην σκοτεινή ζώνη που οι ψυχίατροι παγκοσμίως αποκαλούν παραλήρημα.

          Πίστευε ό,τι έλεγε.

          Και της γεννήθηκε η ακατανίκητη επιθυμία να τον αγγίξει!

          Άπλωσε το χέρι της σε πρόταση και έκλεισε τα μάτια της.

          Κι εγώ θέλω να σε αγγίξω.

          Που μιλούσε τώρα, σε ποιον απευθυνόταν;

          Τα μικρά της δάχτυλα απείχαν ελάχιστα εκατοστά από την λεία επιφάνεια του τοίχου. Και ο εμπειρότερος σ'αυτά τα πράγματα θα αδυνατούσε να μαντέψει το υλικό κατασκευής, η Άννα ήξερε όμως.

          Δεν μπορούσε να εξηγήσει το πως, όμως ήξερε.

          Ο τοίχος... ήταν ζωντανός!

          Αναπνέει! Πάλλεται...για μένα!

          Πλησίασε ελάχιστα ακόμα και τότε τον ένιωσε. Στην αρχή ήταν μια μικρή δόνηση, ανεπαίσθητη, σαν το τράνταγμα ενός ελατηρίου στη χούφτα.

          Μετά οι δονήσεις αυξήθηκαν, έγιναν ένα βουητό που άρχισε να...

          ...μπαίνεις μέσα μου... ναι... σε θέλω.

          και αληθινά τον ήθελε. Η αίσθηση ήταν ηδονική, σχεδόν μεθυστική.

          Και ξαφνικά χάθηκαν όλα!

          Τι στο δ...

          Κάποιος ή κάτι της είχε κατεβάσει με δύναμη το χέρι, ελάχιστα χιλιοστά πριν τον αγγίξει.

          Ο πονοκέφαλος όρμησε ξανά μέσα στο κεφάλι της, ο ιδρώτας την έλουσε σαν νερό από ντους, οι πόνοι στις αρθρώσεις της την γονάτισαν.

          Κάποιος ή κάτι, την είχε ξυπνήσει.

          Ή μήπως της είχε σώσει τη ζωή;

          Η Άννα έκανε μερικά δευτερόλεπτα να συνέλθει εντελώς και αμέσως γύρισε θυμωμένη να κοιτάξει τον υπεύθυνο αυτής της ιεροσυλίας και αποφασισμένη να τον...

          Μπόρεσε μονάχα να βγάλει μια κραυγή.

          Ο ιερόσυλος ήταν ο Αντώνης.

          Πως βρέθ...         

          Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ερώτηση. Η παλάμη του Αντώνη της έκλεισε το στόμα. Με το βλέμμα του προσπαθούσε να της πει περισσότερα. Της έκανε νεύμα να απομακρυνθούν σιγά σιγά από τον τοίχο.

          Είναι θανατηφόρος...

          Ο Αντώνης δεν είχε βγάλει λέξη. Η Άννα τον είχε "ακούσει" όμως.

          Το σκέφτηκες και σε... άκουσα! Πως έγινε αυτό;

          Ούτε κι εκείνη μιλούσε. Δεν μπορούσε άλλωστε. Η παλάμη του αγαπημένου της δεν είχε αποσυρθεί ακόμη από το πρόσωπό της.

          Περπάτα μαζί μου. Ήρεμα. Σε λίγο θα τους δεις.

          Τι θα έβλεπε σε λίγο; Ποιοι άλλοι υπήρχαν εκτός απο αυτούς σε αυτό το σκηνικό του παραλόγου; Δεν κρατιόταν να τον ρωτήσει. Το έκανε όμως αφού απομακρύνθηκαν λίγα μέτρα ακόμη.

          - Ποιους θα δω;

          - Τους Βάνορς.

          - Ποιους; (!!)

          - Θα σου πω. Λίγα μέτρα ακόμη.

          Η Άννα διαπίστωσε πως κάθε μέτρο πλέον ήταν μια αληθινή δοκιμασία. Αισθάνθηκε πως έβγαιναν σιγά σιγά από μια ζώνη επιρροής, καμιά δεκαριά μέτρα έξω από την βάση του τοίχου. Ίσως έξω από αυτή τη ζώνη να ήταν πιο ασφαλείς. Ο Αντώνης έδειχνε να το ξέρει.

          - Ναι αλλά πως; Πως το ξέρεις; Και πως βρέθηκες εδώ παιδάκι μου;

          - Περίπου όπως βρέθηκες κι εσύ. Μονάχα που εγώ... ξέρω αυτά που δεν πρέπει να μάθεις εσύ...

          Τι μπούρδες ήταν τώρα αυτές; Αποφάσισε να χαλιναγωγήσει την περιέργειά της. Λίγα μέτρα ακόμη, της έκανε νεύμα ο Αντώνης. Αλλά της ήταν πια πολύ δύσκολο να περπατήσει. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά αλλά φαίνεται πως δεν ήταν αρκετό.         

          Εντάξει, καλά είναι εδώ. Πως νιώθεις;

          Πως ένιωθε αλήθεια; Χάλια; Ήταν μια επιεικής έκφραση. Ένα φοβερό βουητό είχε κάνει κατάληψη στο κεφάλι της, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στο σώμα της και... κάτι ακόμα συνέβαινε ανάμεσα στα πόδια της. Έσκυψε και αυτό που είδε την έφερε ξανά σε κατάσταση πανικού.

           Αιμορραγώ! Χριστέ μου, έχω πλημμυρίσει από αίμα!         

          Ο Αντώνης άγγιξε το παντελόνι της. Είχε δυο τεράστιους σκούρους λεκέδες σε μια ζώνη έξω από την "περιοχή" της.

          Αυτό μας έλειπε!

          Η Άννα έβαλε τα κλάματα και κάθισε στην άμμο. Ηταν σε απόγνωση. Η παρουσία του Αντώνη ξαφνικά δεν της ενέπνεε καμία ασφάλεια.         

          - Πεθαίνω.

          - Όχι.

          - Αν συνεχίσω να...

          - Σσσ... Οι Βάνορς!

          Η Άννα ένιωθε μια ελαφρά ζάλη και ένα γλυκό μούδιασμα σε όλα της τα μέλη αλλά δεν μπόρεσε να μην στρέψει το βλέμμα της προς την κατεύθυνση που της έδειχνε ο Αντώνης.

          Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό.

          - Κοίτα...

          - Αυτό κάνω.         

          Όλα συνέβαιναν στην κορυφή του τοίχους και φαίνονταν ολοκάθαρα. Ενας άνθρωπος, ντυμένος με κάτι σαν κόκκινη μπέρτα -ή κάτι τέτοιο- έτρεχε σαν δαιμονισμένος προς τα δεξιά όπως κοιτούσαν και σε κάποια απόσταση πίσω του μια ομάδα κάποιων άλλων που φορούσαν περίεργες στολές -σκούρες αυτές- τον κυνηγούσαν με αλαλαγμούς και τσιρίγματα. Κάποιος φουκαράς προσπαθούσε να αποδράσει και...

          - Τι συμβαίνει;

          - Σε λίγο, θα δεις...

          Η ομάδα των διωκτών πλησίαζε ολοένα. Ο κυνηγημένος φαινόταν εξαντλημένος, κατάκοπος. Ήταν φανερό, δεν θα αργούσαν να τον πιάσουν. Και τότε;

          -Θα τον πιάσουν. Θα τον πιάσουν!

          - Μακάρι!

          Τι εννοούσε πάλι; Η ελαφρά ζάλη μετεξελίχθηκε σε ίλιγγο. Η Άννα κοίταξε τα πόδια της. Οι λεκέδες είχαν εξαπλωθεί έως το μέσο των μηρών της. Ο πανικός την καθήλωσε πάλι.

          - Χριστέ μου!

          - Μη φοβάσαι. Δεν θα πεθάνεις. Δεν μπορείς να πεθάνεις!

          Τι μαλακίες ήταν τώρα αυτές;         

          - Ο ανθρώπινος οργανισμός διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα αίματος κύριε! Όταν χάσεις πάνω από τη μισή είσαι ήδη νεκρός! Τι μου λ....

          - Σσσ! Κοίτα!

          Η Άννα αποφάσισε να κοιτάξει. Οι Βάνορς ή όπως στο δαίμονα κι αν τους έλεγαν, είχαν ήδη γραπώσει τον άτυχο άνθρωπο και τον είχαν σηκώσει ψηλά. Ηταν φανερό, ετοιμάζονταν να τον πετάξουν από τον τοίχο! Τι φριχτό τέλος! Η Άννα ξέχασε για λίγο την αιμορραγία της και προσηλώθηκε στο αποτρόπαιο θέαμα.         

          - Τώρα. Θα τον ρίξουν τώρα!

          - Κάνεις σαν να το απολαμβάνεις!

          - Πρέπει να βιαστούν. Πρέπει να πάρουμε το κλειδί.

          Τι ήταν πάλι αυτά τα Κινέζικα;

          Οι Βάνορς αποφάσισαν να κάνουν το χατίρι του Αντώνη. Με μια ουρανομήκη κραυγή που σχεδόν τράνταξε το σύμπαν, εκτόξευσαν στο κενό τον δυστυχισμένο που κυνηγούσαν και...

          Η Άννα έκλεισε τα μάτια. Μετά έκλεισε και τα αυτιά της. Δεν ήθελε να ακούσει τον γδούπο του σώματος. Της τα άνοιξε ο Αντώνης υστερα από λίγο.

          - Έλα, πάμε.

          - Που;

          - Στον Ράι.

          - Ποιος είναι αυτός πάλι;

          - Ο νεκρός. Έχει το κλειδί. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να γυρίσουμε. Ελα, πάμε.

          - Δεν μπορώ να πάω πουθενά... πονάω.

          - Αν σ'αφήσω εδώ σε δέκα λεπτά θα έχεις... έλα, πάμε. Οι Βάνορς φεύγουν. Έλα λοιπόν!         

          Η Άννα διαπίστωσε πως το να σηκωθεί απαιτούσε πολλαπλάσια αποθέματα ενέργειας και δεν ήξερε αν τα διέθετε. Με το που πάτησε στα μουσκεμένα από το αίμα πόδια της, επάλληλα κύματα ιλίγγων παρα λίγο να την ξανασωριάσουν κάτω. Ο Αντώνης ήταν εκεί όμως, την στήριζε, την βοηθούσε. Ξαφνικά, η Άννα αισθάνθηκε άπειρη τρυφερότητα γι'αυτό τον άνθρωπο. Τον άνθρωπό της.

          Κάθε βήμα απαιτούσε μεγαλύτερη δύναμη από το προηγούμενο, τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν από το κουφάρι του Ράι φάνταζαν χιλιόμετρα.

          ­­ Λίγο ακόμα μάτια μου, λίγο ακόμα...         

          Η φωνή του Αντώνη ακουγόταν πια σαν μέσα από μια βαθιά σπηλιά. Οι δυνάμεις της τήν εγκατέλειπαν. Δεν μπορούσε πια να δει, το κεφάλι της ήταν ένα θολό τοπίο από αξεδιάλυτα πράγματα, ένιωθε μονάχα το αίμα να κυλάει στα γόνατά της, να κυλάει ολοένα και πιο πολύ...

          ­- Δεν θα τα καταφέρω... άσε με... πήγαινε εσύ...

          - Λίγο ακόμα αγάπη μου, έλα, λίγο ακόμα...

          Όταν έφτασαν στον Ράι, η Άννα έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε λιπόθυμη, στα πρόθυρα του θανάτου δίπλα στο πτώμα του Ράι. Δεν μπόρεσε να δει τίποτε από όσα έγιναν. Τον Αντώνη που έψαξε με νευρικές κινήσεις την όμορφη, πορφυρή μεταξωτή εσθήτα του νεκρού πολεμιστή με τις πολλαπλές πτυχώσεις και την κρυφή εσωτερική τσέπη όπου φυλούσε το κλειδί.

          Το "κλειδί" που δεν ήταν τίποτε άλλο από μια συγκεκριμένη ηχητική δόνηση στην οποία -ευχόταν ο Αντώνης-ο τοίχος θα ανταποκρινόταν.

          ­- Το βρήκα! Φίλε σ'ευχαριστώ!         

          Ο Αντώνης πήρε στα χέρια του μια μικροσκοπική συσκευή που με την πίεση σε κάποιο σημείο της "έπαιζε" τον μαγικό σκοπό! Την μελωδία της ελευθερίας!

          - Και τώρα, "σουσάμι άνοιξε"!

          Τα λόγια αυτά δεν "ακούστηκαν" από κανένα στον απέραντο ωκεανό της γαλάζιας άμμου.

 

          Η Άννα άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε μια συσκευή τηλεόρασης, κάποιες μισάνοιχτες κουρτίνες, την ντουλάπα της και το χαμογελαστό πρόσωπο του Αντώνη.

          Δεν μπορούσε να πιστέψει πως βρισκόταν ξανά στο δωμάτιό της.

          Τα μάτια της πονούσαν, το κεφάλι της ήταν κάπως βαρύ, το στόμα της ξερό αλλά ήταν ευτυχισμένη.

          Ήταν πλημμυρισμένη από ευτυχία.         

          Ένα ποτήρι νερό ήρθε προς τα χείλη της.

          Και δυο χείλη άγγιξαν το μέτωπό της.

          Ήπιε το νερό σαν βάλσαμο και χαμογέλασε στον Αντώνη. Και αμέσως μετά άγγιξε ασυναίσθητα την κρυφή της περιοχή.

          Ήταν στεγνή!         

          - Σκύψε, θέλω να σου πω κάτι, του είπε και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και ύστερα στα χείλη.

          Τα μάτια του ήταν δακρυσμένα, το ίδιο και τα δικά της.

          - Τι ήταν... εκεί;, τον ρώτησε ύστερα από λίγο. Όνειρο;

          - Μάλλον εφιάλτης, της απάντησε χαϊδεύοντας τρυφερά τα μαλλιά της.

          - Πέρασε όμως, ε;

          - Πέρασε.

          - Και δε θα μου πεις πως βρεθήκαμε εκεί;

          - Θα έχουμε πολύ καιρό μπροστά μας να στα διηγούμαι καρδούλα μου, της απάντησε εκείνος και την αγκάλιασε τρυφερά.

          Οι Βάνορς -ή όπως αλλιώς τους λένε- μπορούσαν να περιμένουν κλειδωμένοι στην βιντεοκασέτα που είχε κιόλας πετάξει ο Αντώνης, σε κάποιο μακρινό κάδο απορριμμάτων...

 

* * *