Προκουράτωρ

 

Ο

ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΩΡ ΠΙΕΣΕ ΔΥΝΑΤΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΧΕΙΡΕΣ ΤΟΥ τους κροτάφους του. Μέσα στο κεφάλι του υπήρχαν δυο τεράστια σφυριά που τον κοπανούσαν χωρίς έλεος επί ώρες. Κι είχε μπροστά του μια από τις χειρότερες μέρες της χρονιάς. Ζύγωνε αυτό το καταραμένο Πάσχα για τους ντόπιους και η λέξη χάος ήταν πολύ μικρή για να περιγράψει το τι συνέβαινε μέσα σ’αυτή την κωλόπολη του κερατά που τον είχε στείλει η Ρώμη. Δεν ήταν η Ρώμη βέβαια, σκέφτηκε και μόρφασε. Ήταν ο ελεεινός μηχανοράφος, ο πρώην πεθερός του που είχε τρυπώσει στο παλάτι και ρουφιάνευε τους πάντες. Και τον μισούσε τόσο που θα μπορούσε να τον στείλει όχι στην Παλαιστίνη αλλά και στον Άδη αν μπορούσε.

Τώρα που το ξανασκεφτόταν, δεν υπήρχε και τόσο μεγάλη διαφορά.

«Να τελειώνουμε σήμερα με τους κατάδικους, να χωθώ στο λουτρό μέχρι αύριο το βράδυ», μονολόγησε και τον άκουσε μονάχα ο έμπιστός του γραμματέας που περίμενε υπομονετικά λίγο πιο κει για τις εντολές του.

Ένας στρατιώτης ζύγωσε. Κουβαλούσε ένα καλάθι.

«Κρασί δροσερό, σταφύλια και λίγο κρέας», είπε σύντομα και απίθωσε το καλάθι σε ένα χαμηλό τραπεζάκι που του υπέδειξε ο γραμματέας. Ύστερα έκανε μεταβολή για να αποχωρήσει. Τον σταμάτησε η φωνή του επιτρόπου.

«Μισό λεπτό. Ποιος τα στέλνει ετούτα;»

Ο στρατιώτης γύρισε ξανά και δίστασε να απαντήσει. Έριξε μια ματιά στον γραμματέα που έμενε σιωπηλός.

«Τι έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;»

«Είναι… ένα μικρό δώρο από τους ιερείς του ναού», απάντησε για λογαριασμό του στρατιώτη ο γραμματέας.

Ο προκουράτωρ έριξε μια ζαλισμένη ματιά στο καλάθι και μετά στον στρατιώτη.

«Μπα! Τι λες τώρα! Αυτοί! Πάρε το καλάθι στο δοκιμαστή!», διέταξε και ο στρατιώτης το πήρε και εξαφανίστηκε με γρήγορο βήμα.

«Αν νομίζουν ότι θα με ξεκάνουν τόσο εύκολα είναι πολύ γελασμένοι. Έχω περάσει από πολλά σκοτεινά σοκάκια εγώ Αντώνιε. Λες να είχα φτάσει τα πενήντα αν ήμουν τόσο εύπιστος;»

Ο γραμματέας χαμογέλασε μέσα από τα δόντια του και δεν έβγαλε μιλιά.

«Το κεφάλι μου πάει να με πεθάνει σήμερα…», στέναξε ο επίτροπος. «Το καταραμένο κλίμα αυτής της γης! Μου του είχε πει ο Δέλιος πριν χρόνια, στην Κόρινθο. Να εύχεσαι να μην πατήσεις το πόδι σου ποτέ σε αυτά τα χώματα, έτσι μου είχε πει… Κι όμως… κλείνω σύντομα ένα χρόνο εδώ».

Ο γραμματέας πλησίασε τον επίτροπο.

«Νομίζω πως ξέρω ποιος έστειλε το καλάθι εξοχότατε!», είπε ψιθυριστά.

Ο αξιωματούχος της Ρώμης σήκωσε το κεφάλι του και έριξε μια μισόκλειστη ματιά στον σκυμμένο άντρα. Τι βρωμερή νυφίτσα που ήταν κι αυτός! Αρουραίος των διαδρόμων. Τον είχε κληρονομήσει σε τούτο το παλάτι μαζί με τα έπιπλα, τους υπηρέτες και τα σιντριβάνια. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε επιβιώσει μέσα από αναρίθμητες καταστάσεις, δολοπλοκίες και πισώπλατα μαχαιρώματα. Κανείς δεν είχε διανοηθεί να τον απομακρύνει. Κάποιοι έλεγαν πως είχε ισχυρές διασυνδέσεις στους γυναικωνίτες της πρωτεύουσας. Μερικοί ψιθύριζαν πως ήταν το μυστικό αυτί και μάτι του ίδιου του αυτοκράτορα! Κανείς δεν τον πλησίαζε πολύ, κανείς δεν τολμούσε να τον αποφύγει εντελώς.

«Για πες μου λοιπόν… φίλε μου. Ποιος θέλει να με καλοπιάσει σήμερα πριν ξεκινήσει καλά καλά η μέρα;»

Ο ψιλόλιγνος γραμματέας έσκυψε ξανά.

«Ο αρχιερέας!»

Ο προκουράτωρ μόρφασε. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιος διάολος ήταν πάλι αυτός. Ο πρώτος του συμβουλίου θα ήταν. Δεν θυμόταν το όνομά του. Δεν έδινε δεκάρα τώρα.

«Και τι θέλει; Με λίγο κρασί και δυο τσαμπιά σταφύλια τι θέλει από τον επίτροπο της Ρώμης;»

Ο γραμματέας πλησίασε λίγο ακόμη και άνοιξε την παλάμη του. Ένα δερμάτινο πουγκί έκανε την εμφάνισή του στα πονεμένα μάτια του επιτρόπου.

«Έτσι πες μου! Τώρα μάλιστα!», γρύλλισε ο αξιωματούχος. «Να του τα επιστρέψεις όπως τα πήρες Αντώνιε. Να πάει στα τσακίδια κι αυτός και το συμβούλιό του!», φώναξε ο προκουράτωρ και αποφάσισε να αλλάξει θέμα. Η μέρα προχωρούσε, είχε χίλια πράγματα να φροντίσει.

«Και λέγε μου το πρόγραμμα για σήμερα. Σιγά σιγά όμως και με το μαλακό».

Ο γραμματέας εξαφάνισε στον κόρφο του το μικρό πουγκί και άρχισε να διαβάζει τον κατάλογο με τις υποχρεώσεις του προϊσταμένου του.

«Κι ερχόμαστε στο σημαντικότερο γεγονός της ημέρας, αν μου επιτρέπετε εξοχότατε», είπε κάποια στιγμή με τον άριστα εκπαιδευμένο επί δεκαετίες ψευδο-δουλικό τόνο στη φωνή του ο γραμματέας.

Ο προκουράτωρ χαμογέλασε.

«Λες και δεν μου αράδιασες ένα σωρό για σήμερα. Πανάθεμά σε χώρα του Δαβίδ…», είπε και ήπιε μια γουλιά χλιαρό νερό από την κούπα του.

«Πρόκειται για τον λεγόμενο Ναζωραίο», είπε ο γραμματέας και φρόντισε να δώσει μια ιδιαίτερη χροιά στη φωνή του στην τελευταία λέξη.

«Τον ποιον;»

«Το Ναζωραίο. Ή αλλιώς Ιησού από τη Γαλιλαία»

«Ε, τι είναι αυτός;»

Ο γραμματέας τότε έκανε κάτι που πολύ σπάνια επέτρεπε στον εαυτό του. Παραβίασε το πρωτόκολλο και αποφάσισε να καθίσει στο σκαμνάκι απέναντι από τον επίτροπο που τον παρακολουθούσε με σμιγμένα φρύδια.

«Αυτός είναι κάτι… ας πούμε κάτι πολύ ιδιαίτερο εξοχότατε… κάτι που περιμένουν όλοι εδώ… κάθε χρόνο

Ο επίτροπος κοίταξε ολόισια στα μάτια τον υφιστάμενό του. Δεν μπορούσε να ψυχολογήσει αυτό το πλάσμα. Δεν θα το κατάφερνε κι ας είχε δυο ζωές. Σε έπιανε ίλιγγος και μόνο που τον άγγιζε το βλέμμα σου. Λες και το πρόσωπό του ήταν ρευστό… ροϊκό… ασταθές… και τα μάτια του… αισθάνθηκε πως δεν ήταν μάτια ανθρώπινα αυτά… δηλαδή το βλέμμα τους… αυτό που υπήρχε μέσα στο βλέμμα τους…

Ο επίτροπος απέστρεψε με μανία το βλέμμα του από τον άνθρωπο απέναντί του και γύρισε αλλού. Ξαφνικά ο πονοκέφαλος είχε γίνει ζάλη, όλα γύριζαν, ένιωθε ανακατωσούρα στο στομάχι του…

Ο γραμματέας σηκώθηκε χαμογελώντας και πήρε αποστάσεις από τον καταρρέοντα προϊστάμενό του. Αποφάσισε να του δώσει λίγο χρόνο. Ταυτόχρονα έκανε νόημα σε έναν υπηρέτη που παρακολουθούσε κι εκείνος έσπευσε με μια κούπα δροσερό νερό στον προκουράτορα. Μετά από λίγα λεπτά ο πενηντάχρονος άντρας είχε κάπως αναλάβει. Το χρώμα είχε γυρίσει στα μάγουλά του. Έδειχνε έτοιμος να συνεχίσει.

«Δεν ξέρω τι μου συνέβη…», απολογήθηκε ήρεμα. Ο Αντώνιος δεν μίλησε.

«Όταν έρθει εκείνη η ώρα, το μεσημέρι… φρόντισε να μου υπενθυμίσεις για τον… πως τον είπαμε…»

«Ιησού»

«Αυτόν… φρόντισε… γιατί με δυσκολία θα τα βγάλω πέρα σήμερα», είπε και ύστερα έκανε νόημα πως ήθελε να μείνει μόνος για λίγη ώρα. Ένιωθε ένα βουητό μέσα στ’ αυτιά του που δεν έλεγε να σταματήσει… μια εικόνα παράξενη είχε τρυπώσει στο κεφάλι του… μια απέραντη σκοτεινή, ταραγμένη θάλασσα… κι ένας άντρας με μακριά μαλλιά και λευκό χιτώνα περπατούσε πάνω της και τον πλησίαζε… ήταν πολύ μακριά, με δυσκολία τον διέκρινες ανάμεσα στα αφρισμένα κύματα… όμως πλησίαζε με βήμα σταθερό λες και περπατούσε σε κάποιο ήρεμο δρομάκι… κάτι συνέβαινε με αυτό τον άνθρωπο… κάτι δεν πήγαινε καλά… κι ύστερα, ξαφνικά, η θάλασσα έγινε κόκκινη, κατακόκκινη… το βλέμμα του αναζήτησε με αγωνία το λευκοντυμένο άντρα αλλά πουθενά… κι ύστερα… άξαφνα μπροστά στα μάτια του, σε απόσταση εκατοστών του έκλεισε το οπτικό πεδίο μια μορφή… ένας άντρας κουρασμένος, ρυτιδιασμένος, ταλαιπωρημένος με δυο μεγάλα μάτια που τον κάρφωναν ολόισια στη ψυχή!

Και κάτι του ψιθύριζε…

Ο προκουτάτορας συνειδητοποίησε ότι είχε αποκοιμηθεί αφού πετάχτηκε ουρλιάζοντας από την καρέκλα του. Τις κραυγές του άκουσε στο βάθος, σε κάποιο διάδρομο του παλατιού ο γραμματέας και χαμογέλασε ικανοποιημένος.

 

«Τι πρόκειται να γίνει σήμερα;»

Ο αρχιερέας έδειχνε ακόμη μεγαλύτερος από την προχωρημένη ηλικία του. Τα δασιά του φρύδια είχαν σμίξει, η ανάσα του ήταν ακανόνιστη, κοφτή. Ο γραμματέας με απαλές, ήρεμες, αθόρυβες κινήσεις (σαν το φίδι, σκέφτηκε ο αρχιερέας και δεν κατάλαβε γιατί τούτη η εικόνα καρφώθηκε μέσα του) τον πλησίασε, του έκλεισε απαλά το στόμα, τον οδήγησε παραμέσα στο δωμάτιο.

«Δεν έχω πολύ χρόνο… κακώς ήρθατε ως εδώ», είπε ψιθυριστά στον απρόσκλητο επισκέπτη που απόρησε που άκουγε πεντακάθαρα ως και την ανάσα αυτού του άντρα.

Ένα παγωμένο ρίγος διέτρεξε τη ράχη του. Η συναναστροφή με τούτο τον άνθρωπο δεν ήταν διόλου ευχάριστη.

«Μα, ανησυχώ… όλοι ανησυχούμε!», διαμαρτυρήθηκε ο επικεφαλής των Σανχεντρίν.

«Δεν πιστεύω πως έχουμε λόγο ανησυχίας», είπε ο Αντώνιος χωρίς να πείθει ο τόνος της φωνής του. Η αλήθεια ήταν πως κι εκείνος ανησυχούσε. Λιγότερο βέβαια. Όμως ανησυχούσε.

«Είναι η πρώτη του χρονιά του επιτρόπου. Δεν έχει ιδέα τι θα αντικρίσει. Μπορεί να πάρει τη λανθασμένη απόφαση… μπορεί να…»

Ο γραμματέας ελίχθηκε αέρινα για μια ακόμη φορά και βρέθηκε, άγνωστο πως, πίσω από το σβέρκο του γέρου που ένιωσε ξαφνικά μια παγωμένη ανάσα στο δέρμα του και ανατρίχιασε.

«Σας είπα να μην ανησυχείτε… και τώρα, πηγαίνετε. Να μην σας δει κανείς. Και να μην έρθετε πριν το μεσημέρι», είπε με μια ιδέα σκληρότητας στη φωνή του. Πάντα ψιθυριστά βέβαια.

Ο αρχιερέας ένιωθε ξαφνικά πολύ κουρασμένος. Λες και η σύντομη αυτή επαφή με το γραμματέα να τον είχε ξεζουμίσει ενεργειακά. Τα γέρικα μέλη του ήταν βαριά, ένιωθε μια ελαφριά δυσφορία.

«Ναι, να πηγαίνω», είπε και βάδισε αργά ως την έξοδο. «Μήπως το... δώρο μας δεν ήταν αρκετό;», ρώτησε ξαφνικά αλλά δεν πήρε απάντηση. Γύρισε το βλέμμα του. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Ο γραμματέας είχε εξαφανιστεί!

Ο γέροντας ψέλλισε μια προσευχή και μια κατάρα μέσα από τα δόντια του κι έσπευσε να φύγει από το καταραμένο παλάτι των ειδωλολατρών.

 

Είχε φρεσκάρει ο δυτικός άνεμος στη Θάλασσα της Κινέρετ όταν από μια παράξενη ανησυχία αποφάσισε να επιστρέψει στις βάρκες. Ήταν τουλάχιστον μισή ώρα δρόμος με τα πόδια από το σπίτι του όμως, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Κάτι τον έσπρωχνε να γυρίσει. Πήρε σιγά σιγά το δρόμο προς την παραλία. Κι όσο περπατούσε στην ακρογιαλιά, με τον άνεμο να του χαλάει τα πυκνά σγουρά του μαλλιά, τόσο ένιωθε σα να πλησίαζε σε κάτι ανεξήγητα μεγάλο, ανεξήγητα βαρύ… δεν ήταν το στομάχι του που τον ενοχλούσε. Δεν είχε φάει πολύ, ούτε είχε πιει. Κάτι άλλο ήταν πιο βαθύ και απρόσιτο.

Κάτι που μπορούσε να σου μιλήσει σε μια αρχαία γλώσσα.

Απόρησε και τρόμαξε μαζί. Μα, τι είχε πάθει σήμερα; Στάθηκε για μια στιγμή, άκουσε την ανάσα του, στερεώθηκε, κίνησε πάλι.

Τον πρωτόδε να κάθεται μαζεμένος, μια λευκή κουκίδα πάνω στην αμμουδερή παραλία. Λίγο πιο κάτω ήταν ξαπλωμένη πάνω στο γιαλό η μεγάλη του βάρκα και στη σειρά ακολουθούσαν παρά ως πέρα οι άλλες βάρκες. Όλα έδειχναν καλά. Το κυματάκι έσκαγε αφρισμένο αλλά δεν είχε την τόλμη ούτε το ανάστημα να παρασύρει τα καΐκια των ψαράδων. Όμως εκείνου το βλέμμα δεν άφηνε τούτη τη φιγούρα που έμοιαζε παράταιρη σε όλο το σκηνικό. Κάποιος είχε καθίσει κοντά στις βάρκες και… τι έκανε άραγε ολομόναχος εκεί;

Αυτή να ήταν η αιτία της αναστάτωσής του όλη την ημέρα;

Τον πλησίασε αλλά για κάποιο λόγο δεν θέλησε να του μιλήσει. Ένας άντρας, νέος, ψιλόλιγνος μάλλον αν έκρινε σωστά από τα λιγνά του πόδια και το μακρύ κορμί. Μαύρα μαλλιά, χύνονταν άναρχα όπως τα τραβολογούσε ο άνεμος. Δεν είδε το πρόσωπο, αυτό δεν ήθελε να το δει.

Τον προσπέρασε, πλησίασε το καΐκι του, έριξε μια σύντομη ματιά, όλα καλά. Κανείς ολόγυρα, ερημιά, ησυχία.

Ενοχλητική ησυχία.

Ήξερε πως ο ξένος τον κοιτούσε. Ένιωθε το βλέμμα του στο σβέρκο του σαν τη σαύρα που περπατάει στο λαιμό σου όταν κοιμάσαι. Όμως δεν ήταν παγωμένο τούτο το βλέμμα, δεν ήταν άρρωστη η αίσθηση. Καλή ήταν. Κείνος ήταν ένας απλός άνθρωπος, όλα στη ζωή του ήταν καλά ή κακά. Ζεστά ή κρύα, φωτεινά ή σκοτεινά. Τούτος ο άγνωστος όμως δεν μπορούσες να πεις τι αύρα έπνεε. Τι ουρανό υπηρετούσε, τι υποσχόταν για το αύριο. Το καλό ή το τίποτα; Ή και τα δυο;

Γιατί κακό δεν έσερνε μαζί του… το ένιωθε…

Αισθάνθηκε μια μικρή ζαλάδα καθώς το κεφάλι του έβραζε από όλα τούτα τα πρωτογέννητα μέσα του. Θέρμη στο ηλιακό του πλέγμα, φωτιά στα νεφρά του, πρήξιμο στις αρθρώσεις του. Αυτός ο κοκαλιάρης έφταιγε με το λευκό χιτώνα. Ποιος ήταν; Τι ήθελε;

Γύρισε αργά το σώμα του, αποφασισμένος να τον πλησιάσει κι εκεί ήταν που παρά λίγο να ουρλιάξει. Ο ξένος ήταν δίπλα του, μπροστά του!

«Σίμωνα»… άκουσε μια ζεστή, αρχαία φωνή να βγαίνει απ’το λαρύγγι του ανθρώπου λες κι έβγαινε από τις αρχαίες σπηλιές του Κουμράν.

Όλα είχαν αφανιστεί ολόγυρα. Δεν ένιωθε τη λίμνη, τον άνεμο, την αμμουδιά, το σκάφος, το στερέωμα και τον εαυτό του ακόμα. Λίγο ήθελε να σωριαστεί, μεγάλος άντρας, δυνατός σαν βράχος, τέτοιο ρεζιλίκι. Μα ένιωσε τα πόδια του δυνατά, πιο δυνατά από ποτέ και τη ψυχή του στέρεη πάνω στη σάρκα… και τη σάρκα να φλέγεται πάνω στα οστά του… κι όλο του το είναι ξαφνικά, ένα σπαθί, μια ρομφαία πύρινη.

Ο άγνωστος τον είχε αγκαλιάσει!

«Πάμε», άκουσε μετά… και βρέθηκε να περπατά μαζί με τον άνθρωπο που έμελλε να γίνει σύντομα ο μεγάλος, ο απόλυτος, ο ενικός και μοναδιαίος Άνθρωπος της ζωής του…

«Που π…», πήγε να ψελλίσει αλλά δεν πρόλαβε.

 

Ο Πέτρος τινάχτηκε και παρά λίγο να χτυπήσει στην κολώνα που στήριζε το γερασμένο αλλά γεροδεμένο πάντοτε κορμί του. Το όνειρό του είχε μείνει πάλι ανολοκλήρωτο αλλά δεν πείραζε. Ήξερε τη συνέχεια. Κείνο που πάλεψε να καταλάβει ήταν ποιος τον είχε ταράξει.

«Εσύ δεν είσαι μαζί με το Γαλιλαίο;»

Άκουσε την ερώτηση να κατεβαίνει στ’αυτιά του. Ο γνωστός διατακτικός τόνος των στρατιωτών.

«Ναι, ναι, εγώ…», ψέλλισε ετοιμάζοντας την πλήρη αφύπνισή του, σε ψυχή και σώμα.

«Ετοιμάσου… είναι ώρα», είπε ο στρατιώτης και του επέτρεψε να συνέλθει και να σηκωθεί. Δεν ήταν νέος πια, είχε περάσει τα εξήντα κι έτσι ήθελε την υπομονή των άλλων για να πάρει τα πάνω του.

Ώστε ήταν η ώρα λοιπόν. Ο Πέτρος υπολόγισε την ώρα από το ένστικτό του και την πυκνότητα της σκόνης στον αυλόγυρο. Κόντευε μεσημέρι, το δίχως άλλο. Δεν είχε ανυπόφορη κάψα σήμερα, καλό αυτό. Οι Ρωμαίοι διαμαρτύρονταν βέβαια. Όλη μέρα βλαστημούσαν χωμένοι στις στολές τους, έβραζαν στο ζουμί τους.

«Πάμε», άκουσε την προσταγή του στρατιώτη και τον ακολούθησε μέσα από τους διαδρόμους του μεγάρου προς το χαμηλότερο επίπεδο, τα κρατητήρια. Εκεί τον είχαν. Που άλλου; Κάθε χρόνο αυτό γινόταν. Περνούσε πάντα τούτες τις ημέρες κλεισμένος εκεί μέσα ώσπου να τον δεχθεί ο προκουράτορας… κι είχαν περάσει κάμποσοι από την πρώτη εκείνη φορά… ο Πέτρος μελαγχόλησε στην ανάμνηση της πρώτης φοράς και την απόδιωξε από το νου του.

Φτάσαν στο κελί.

«Ετοίμασέ τον. Μην αργήσετε πολύ. Θα περιμένω εδώ», είπε με τα κοφτά λατινικά του ο στρατιώτης και ο Πέτρος είδε τη θύρα ανοιχτή και μπήκε στο κελί.

Πάνω στο στενό ξύλινο ντιβάνι με το φτενό αχυρόστρωμα καθόταν. Αμίλητος, σκυμμένος. Η καρδιά του Πέτρου σκίρτησε.

«Γιατί καλέ μου Ραβί… γιατί να το περνάς όλο τούτο… γιατί…», μονολόγησε και με ζόρι μεγάλο κρατήθηκε να μην αναλυθεί σε λυγμούς.

Τον πλησίασε με βήματα ήσυχα, του έριξε μια κοντινή ματιά, τα μάτια του υγρά, η ψυχή του ανταριασμένη. Ο διδάσκαλος ήταν σιωπηλός, κουρασμένος, νηστικός. Ο Πέτρος κάθισε ήσυχα δίπλα του και έπιασε την αγαπημένη παλάμη και την έκλεισε στη δική του.

«Έλα Ραβί… είναι η ώρα… πρέπει να πάμε…»

Είδε το λατρεμένο κεφάλι να σηκώνεται αργά. Τα άναρχα γκρίζα μαλλιά έπεφταν στους ώμους. Έσφιξε το χέρι του στη χοντρή παλάμη του πιστού του Σίμωνα.

«Ναι, πάμε», είπε και σηκώθηκε.

 

«Ο προκουράτορας πάλευε με όσες δυνάμεις είχε να αντέξει. Ήταν το δεύτερο μπάνιο του στο λουτρό και ένιωθε πως είχε γεράσει είκοσι χρόνια σε πέντε ώρες! Η ζέστη είχε σφίξει σα μέγγενη τους τοίχους του παλατιού, η σκόνη έμπαινε απ'τα ρουθούνια… ίλιγγος…

«Τούτος ο τόπος μονάχα παλαβούς γεννάει», ψέλλισε καθώς δεχόταν τις περιποιήσεις του δούλου του και ντυνόταν ξανά για την τελευταία ακρόαση.

Έφτασε τρεκλίζοντας σχεδόν στη μεγάλη αίθουσα και σωριάστηκε στη μεγάλη του πολυθρόνα. Δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα απ’όσα είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες ώρες. Ποιους είδε, τι άκουσε, τι αποφάσεις είχε πάρει. Ήταν σωστές; Λανθασμένες; Αδιάφορο! Τούτη την ώρα θα σκότωνε για έναν βαθύ, λυτρωτικό ύπνο στο κρεβάτι του.

Ο αρχιερέας, δυο ακόμη μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου και κάποιοι παρατρεχάμενοι έστεκαν υπομονετικά έξω από την είσοδο της αίθουσας ακροάσεων. Ο σκληρός ήλιος της Ιουδαίας έπεφτε πάνω στα κεφάλια τους όμως δεν ήταν αυτό που τους απασχολούσε τούτη τη στιγμή. Ήταν η κατάσταση του Ρωμαίου επιτρόπου. Δεν φαινόταν καλά. Έμοιαζε κουρασμένος, ράθυμος και βλοσυρός. Ποια θα ήταν η κρίση του άραγε; Γιατί θα έπρεπε να περνάνε αυτό το βάσανο κάθε χρόνο; Ως πότε; Είχαν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια πλέον. Ως πότε;

Ο προκουράτωρ ένιωσε μια παγωμένη σκιά να τον ζυγώνει.

«Εξοχότατε… είστε καλά;»

Ο γραμματέας είχε σκύψει πάνω από το κεφάλι του και ως συνήθως ψιθύριζε μέσα από τα δόντια του. Ο επίτροπος συνήλθε, άνοιξε τα μάτια του και προσανατολίστηκε γρήγορα. Στο βάθος, στο περιστύλιο, είδε συναγμένους τους εβραίους ιερείς και λίγο κόσμο. Αριστερά και δεξιά του οι στρατιώτες. Ο γραμματέας ως συνήθως, άλλαζε στάσεις και θέσεις με ανεξήγητη ταχύτητα. Που βρισκόταν ο Ναζωραίος;

«Έρχεται», απάντησε λες και είχε διαβάσει τη σκέψη του ο Αντώνιος που πήρε θέση στα δεξιά του και πράγματι, κάπου στο βάθος αριστερά του, μέσα στο ημίφως τον είδε. Μια ψηλόλιγνη, λιπόσαρκη φιγούρα που περπατούσε αργά. Δεν ήταν μόνος. Τον συνόδευε κι ένας ακόμη. Πιο κοντός και γεροδεμένος αυτός. Μπροστά τους ένας στρατιώτης που πάλευε με τη δυσφορία του για τον αργό βηματισμό του κρατούμενου.

«Αυτός είναι;», ρώτησε με έκπληξη ο προκουράτωρ.

«Μάλιστα εξοχότατε. Να σας διαβάσω το κατηγορητήριο;»

«Οι ιερείς γιατί κάθονται έξω στον ήλιο; Δεν θα παραστούν;»

Ο γραμματέας μόρφασε ένα χαμόγελο στο απροσδιόριστης μορφής πρόσωπό του.

«Παρίστανται ήδη εξοχότατε. Βλέπετε η θρησκεία τους απαγορεύει να εισέλθουν στην αίθουσα. Είμεθα ειδωλολάτρες βλέπετε…»

Ο επίτροπος ξεφύσηξε και κούνησε το κεφάλι του.

Ο Ιησούς μαζί με τον Πέτρο πλησίαζαν.

«Διάβασε. Για τι κατηγορούν αυτό το γέροντα;»

Ο γραμματέας χαμογέλασε πλατύτερα τώρα. Φυσικά κανείς δεν τον είδε.

«Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας κατηγορείται για ασέβεια προς τις παραδόσεις, τους νόμους και τις αρχές της επαρχίας. Είναι ζηλωτής, φανατικός και επαναστάτης. Ισχυρίζεται πως είναι βασιλιάς… επί τριάντα ένα χρόνια τώρα, τέτοια εποχή, λίγο πριν την εορτή του Πάσχα, εισέρχεται με ομάδα μαθητών στην Ιερουσαλήμ και εισβάλλει στο Ναό. Εκεί διδάσκει, θεραπεύει και προσπαθεί να εξεγείρει τους φιλήσυχους και νομοταγείς υπηκόους της αυτοκρατορίας. Επίσης…»

Ο προκουράτωρ όφειλε να παραδεχθεί πως ο γραμματέας του είχε αληθινό ταλέντο να παρασύρει τον ακροατή του. Τα λατινικά του ήταν υποδειγματικά, σχεδόν μεθυστικά. Όμως λίγο ακόμη και θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Βλέποντας δε τον Ιησού, έναν άνθρωπο στα πρόθυρα της κατάρρευσης, γέρο και αδύναμο, απόρησε, σχεδόν αγανάκτησε με τις κατηγορίες εναντίον του.

Διάκοψε τον Αντώνιο με θυμό.

«Τριάντα χρόνια; Είπες τριάντα;»

«Τριάντα ένα για την ακρίβεια εξοχότατε»

«Κάθε χρόνο τον συλλαμβάνουν και τον κρατούν;»

«Μάλιστα»

«Και αυτός επιμένει; Διδάσκει όλα αυτά που τέλος πάντων διδάσκει; Και κάνει όλα αυτά που κάνει;»

«Με ολοένα και μικρότερη επιρροή βεβαίως αλλά οπωσδήποτε ναι εξοχότατε. Να σημειωθεί ακόμη πως…»

Ο προκουράτωρ ανακάθισε στην πολυθρόνα του κι έκανε νεύμα παύσης στον γραμματέα. Το θέμα του κίνησε το ενδιαφέρον. Δεν περίμενε πως θα αντιμετώπιζε μια τέτοια υπόθεση. Τι επιδίωκε δηλαδή αυτός ο άνθρωπος; Επιδίωκε να πεθάνει;

Είχε σκοπό να το ανακαλύψει σύντομα.

Μέχρι να ολοκληρώσει την αλληλουχία των σκέψεών του, ο υπό κρίση ταλαιπωρημένος άνθρωπος συντροφιά με τον μαθητή του βρίσκονταν σε απόσταση λίγων μέτρων εμπρός του.

 

Όταν άκουσε την κραυγή της μητέρας του βρισκόταν αρκετά μακριά. Ο πατέρας εργαζόταν σε κάποιο σπίτι, στην άλλη πλευρά της πόλης. Δεν θα επέστρεφε πριν σκοτεινιάσει. Όπως πάντα. Ήταν μόνος. Καθόταν όπως του άρεσε σε κάποια απόμερη γωνιά ενός στενού δρόμου και παρατηρούσε. Τους ανθρώπους στις καθημερινές τους εργασίες, τα άλλα παιδιά που έπαιζαν, τα μικρά ζώα που σεργιάνιζαν ελεύθερα. Η κραυγή της μητέρας του ακούστηκε καθαρά μέσα στο κεφάλι του λες κι ήταν δίπλα του. Σηκώθηκε κι έτρεξε προς το σπίτι.

Την βρήκε να κάθεται στο στρώμα και να μορφάζει από τον πόνο. Είχε σκοντάψει κάπου, έπεσε και χτύπησε το δεξί της γόνατο. Όταν του το έδειξε είχε κιόλας πρηστεί.

«Θα μου περάσει αγόρι μου», είπε πίσω από τη μάσκα του πόνου και πάλευε να ακουστεί καθησυχαστική. Αγαπημένη μητέρα… την κοίταξε στα μάτια. Διέτρεξε με το παιδικό του βλέμμα το γλυκό της πρόσωπο και ξαφνικά η καρδιά του πλημμύρισε από άπειρη τρυφερότητα.

«Μη νοιάζεσαι, θα περάσει», έλεγε και ξανάλεγε εκείνη όμως πονούσε πολύ και δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Ξάπλωσε στο στρώμα της και κάτι άρχισε να μουρμουράει. Μητέρα…

Την πλησίασε αργά. Την κοίταξε ξανά και μετά έκλεισε τα μάτια. Άπλωσε το μικρό του χέρι και έπιασε το δικό της. Εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως όμως δεν τον κοίταξε. Συνέχισε να ψέλνει. Είχε ιδρώσει.

Με το άλλο του χέρι άγγιξε το πρησμένο της γόνατο. Η επαφή την έκανε να ριγήσει όμως δεν τον εμπόδισε. Πέρασαν λίγα λεπτά. Ξαφνικά, το παιδί άφησε την παλάμη της μητέρας του και το γόνατό της, έκανε μεταβολή και βγήκε από το σπίτι τρέχοντας.

Τώρα δεν μπορούσε να ακούσει τη φωνή της να τον καλεί.

Όταν γύρισε ο πατέρας στο σπίτι το ίδιο βράδυ δεν βρήκε το παιδί να τον περιμένει. Η γυναίκα ήταν εκεί. Ανήσυχη λίγο αλλά σιωπηλή. Τον υποδέχθηκε θερμά. Μπορούσε να περπατά ξανά λες και το ατύχημα δεν είχε συμβεί ποτέ.  

Ο άντρας την κοίταξε με τρυφερότητα. Ήταν κατάκοπος και πεινασμένος. Συζήτησαν για κάποια θέματα τρώγοντας. Όχι για το παιδί.

Ήξεραν και οι δυο πως θα γυρίσει. Δεν είχε έρθει η ώρα του ακόμα…

 

«Ραβί… Ραβί…»

Άκουσε τη φωνή του αγαπημένου του Πέτρου να τον επαναφέρει από την παράξενη ανάμνηση.

Σήκωσε το κεφάλι του και άνοιξε τα μάτια του. Λίγα μέτρα εμπρός του καθόταν ο επίτροπος. Φαινόταν εξαντλημένος, άρρωστος, χλωμός.

Έπειτα τον είδε να σηκώνεται με αργές κινήσεις από το κάθισμά του και να τον πλησιάζει. Το βλέμμα του είχε μια ιδιαίτερη λάμψη.

Ήταν σαστισμένος, αμήχανος, τρομαγμένος.

Μέσα του άκουσε ξανά τη γλυκιά φωνή της μητέρας, όμως ψιθυριστή αυτή τη φορά, ήρεμη, καταπραϋντική.

«Ως πότε Γεσούα;», την άκουσε να τον ρωτά. «Ως πότε παιδί μου;»

Ο επίτροπος δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν είχε συναντήσει ποτέ πριν έναν άνθρωπο όπως αυτόν κι ας μην τον γνώριζε καθόλου. Μέσα του είχε αρχίσει μια πρωτόγνωρη μάχη, μια σύγκρουση που τον ταλάνιζε. Τι να ρωτήσει αυτόν τον κουρασμένο ασκητή με το λιπόσαρκο σώμα και τα γκρίζα, μακριά μαλλιά; Τι κρίση να πάρει για οτιδήποτε;

Ο ελιγμός του ήταν ο μαθητής που στεκόταν δίπλα του.

«Αυτός είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ;». Επανέλαβε την ερώτηση στα ελληνικά. Αν δεν μπορούσε να συνεννοηθεί θα χρειαζόταν ο γραμματέας να μεταφράζει.

«Μάλιστα», απάντησε ο Σίμωνας στα ελληνικά κι αυτός.

«Γνωρίζει τις κατηγορίες που υπάρχουν εναντίον του;»

Ο επίτροπος έκανε με αργά βήματα ένα κύκλο γύρω τους και μετά στάθηκε ακίνητος εμπρός τους. Απευθυνόταν στον Πέτρο αλλά κοιτούσε τον Ιησού.

«Μάλιστα».

«Οι υπόλοιποι που είναι;»

Ο Σίμωνας αιφνιδιάστηκε. Πρώτη φορά όλα αυτά τα χρόνια έπρεπε να απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση.

«Δεν υπάρχουν άλλοι κύριε».

Ο προκουράτωρ έδειξε την έκπληξή του ανασηκώνοντας τα φρύδια του.

«Εσύ του απέμεινες μονάχα;»

«Μάλιστα. Πολλοί πέθαναν. Όσοι ζουν ακόμη βρίσκονται στα σπίτια τους… έκαναν οικογένειες, παιδιά… κοιτάνε τη δουλειά τους…», είπε ο Πέτρος μελαγχολικά.

«Επανάσταση με δυο ανθρώπους είναι κάπως δύσκολο να γίνει, έτσι δεν είναι;», σχολίασε σκωπτικά ο επίτροπος. Ο αρχιερέας και οι άλλοι δίπλα του είχαν τεντώσει τις αισθήσεις τους. Πάλευαν να ακούσουν όσα λέγονταν.

«Ξέρεις… ξέρετε ποια είναι η τιμωρία για τους επαναστάτες και τους εχθρούς της Ρώμης;»

Ο Σίμωνας ξεφύσηξε.

«Σταύρωση», είπε απλά.

Ο γραμματέας άκουσε από τα χείλη του μαθητή την λέξη κλειδί και έκανε να πλησιάσει. Ο επίτροπος τον αντιλήφθηκε και με μια απότομη κίνηση με το χέρι του τον ακινητοποίησε.

«Ναι, σωστά, σταύρωση…», επανέλαβε. «Θάνατος μαρτυρικός, παραδειγματικός όμως», συμπλήρωσε με έμφαση στις τελευταίες λέξεις.

Και τότε τον άκουσε.

«Λύτρωσέ με!»

Στην αρχή δεν τον κατάλαβε. Ο διδάσκαλος είχε μιλήσει σε κάποια άλλη γλώσσα. Στα αραμαϊκά ίσως. Ο επίτροπος κοίταξε τον Πέτρο.

Ο Ιησούς άπλωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο του ανακριτή του.

«Λύτρωσέ με!», ξανάπε σε δυνατά σε πεντακάθαρα ελληνικά και ο ρωμαίος αξιωματούχος ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι του.

«Ραβί…», είπε ικετευτικά ο Πέτρος και αισθάνθηκε να υγραίνονται τα μάτια του.

 

Ο προκουράτωρ γύρισε στη θέση του και κάθισε αποκαμωμένος. Ο γραμματέας παρακολουθούσε με εγρήγορση τα δρώμενα αλλά δεν τόλμησε να παρέμβει. Έριξε μια ματιά στο περιστύλιο. Οι ιερείς και οι λιγοστοί ακόλουθοι έμεναν βουβοί.

Πέρασε λίγη ώρα μέσα στη σιωπή του ιουδαϊκού μεσημεριού. Ο ήλιος έκαιγε τις κολώνες και τα μάρμαρα του μεγάρου, χυνόταν πάνω στους ανθρώπους, ίδρωνε τα μέτωπα και τις ψυχές.

Μιλιά. Από πουθενά.

Κάποια στιγμή κι ενώ ο γραμματέας ήταν έτοιμος να παρέμβει, ακούστηκε η βραχνή φωνή του επιτρόπου.

«Δεν…», ξεκίνησε να ψελλίζει ο προκουράτωρ… «δεν βρίσκω κανένα λόγο να…», είπε αλλά δεν απόσωσε τη φράση του. Ζήτησε νερό. Καθάρισε το λαιμό του και χωρίς να κοιτάζει κανένα, συνέχισε.

«Δεν βρίσκω κανένα λόγο να παρατείνω την κράτηση του ανθρώπου αυτού. Να τον συνοδέψετε ως την έξοδο της πόλης και από κεί μια ώρα απόσταση προς τα βόρεια, στο δρόμο προς τη Γαλιλαία… Να μην ξανάρθει στην Ιερουσαλήμ… Να μην διδάξει ξανά κανένα. Να παραμείνει στον οίκο του. Αυτή είναι η κρίση μου».

Ο προκουράτωρ ολοκλήρωσε την ανακοίνωση της απόφασής του μέσα σε απόλυτη σιγή. Ο γραμματέας ήδη χαμογελούσε, το ίδιο και ο αρχιερέας και οι συνοδοί του. Όλα είχαν πάει καλά. Για μια ακόμη χρονιά.

Ο Σίμωνας έπιασε τον Ιησού από το μπράτσο.

«Έλα, πάμε Ραβί. Τελειώσαμε», είπε.

Ο διδάσκαλος γύρισε απρόθυμα το σώμα του και έκανε ένα διστακτικό βήμα προς την έξοδο της αίθουσας. Έπειτα, ξαφνικά, σταμάτησε, σήκωσε το βλέμμα του και το κάρφωσε πάνω στον επίτροπο που τον κοιτούσε με σμιγμένα φρύδια.

Υπήρξε μια στιγμή. Μια αιώνια στιγμή. Μια στιγμή που μπορούσε να περιέχει τα πάντα κι όμως όλα είχαν αφανιστεί. Η Ιουδαία, το μέγαρο του έπαρχου, οι στρατιώτες, οι ιερείς… τα πάντα. Είχαν απομείνει μονάχα ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία και ο προκουράτωρ… Οι λέξεις του Ραβί έρχονταν στο μυαλό του ρωμαίου μια μια λες κι έβγαιναν από κάποια αρχαία μήτρα… λες και τις γεννούσαν τα έγκατα του κόσμου.

Δονήσεις μέσα στο χώρο, κυματισμοί σε κάποια αρχαία λίμνη, κόκκινα αφρισμένα κύματα σε έναν άγνωστο κόσμο…

 

Σαν τελείωσε το φαινόμενο, ο επίτροπος βρισκόταν στο πάτωμα, χτυπημένος λες από κάποιο κεραυνό, με τα μέλη του μουδιασμένα, το κεφάλι του γεμάτο από ένα πελώριο τίποτα που τον σφυροκοπούσε στα τοιχώματα του κρανίου του.

Πονούσε όχι μονάχα το κορμί του. Πονούσε όλο του το είναι.

Από όλα όσα του είχε επικοινωνήσει σιωπηρά ο παράξενος εκείνος άνθρωπος, μονάχα δυο λέξεις είχε συγκρατήσει και τις ψέλλιζε κι αυτός σαν παραλήρημα ενός τρελού… σαν επωδό ενός αρχαίου ψαλμού…

Ως πότε

 

 

 

Φεβ. 2018

 

 

Antonio Nimertis

 

anmikon@gmail.com

antonio-nimertis.webnode.gr