Μάρθα

 
 
 

Η

πρώτη μέρα ήταν Κυριακή. Γύρω στις πέντε και δέκα το απόγευμα. Μετά τη λειτουργία, την ομιλία του πρεσβύτερου αδελφού, τις ομολογίες κάποιων νέων στην εκκλησία… δεν έμεινε για το γεύμα. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.

Έφτασε έξω από την κλειστή πόρτα με την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Ακόμη δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι προσπαθούσε να κάνει και που είχε βρει το θάρρος. Όλη την εβδομάδα προσευχόταν στον Κύριο να της δώσει δύναμη και λίγο πριν φύγει από την εκκλησία είχε προσευχηθεί ξανά. Όμως τώρα που βρισκόταν έξω από την πόρτα αυτού του διαμερίσματος τα γόνατά της δεν την κρατούσαν τόσο γερά και ο ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπό της.

Χτύπησε το κουδούνι ψελλίζοντας με κλειστά μάτια ένα εδάφιο από τη Γραφή. Καμιά αντίδραση. Χτύπησε ξανά. Κανείς. Έκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας σχεδόν.

Η δεύτερη μέρα ήταν η επόμενη Τετάρτη. Γύρω στις δέκα το πρωί αυτή τη φορά. Η αγωνία της είχε μετριαστεί κάπως κι ένιωθε πιο δυνατή, πιο βέβαιη. Δεν είχε πάψει να προσεύχεται φυσικά. Μάλιστα είχε νηστέψει ολόκληρη την προηγούμενη μέρα. Ως τη δύση του ηλίου. Έτσι όπως έκανε πάντα όταν είχε ένα σοβαρό αίτημα προς τον Κύριο.

Στάθηκε έξω από την πόρτα κι άρχισε να ψιθυρίζει το αγαπημένο της εδάφιο. Χτύπησε το κουδούνι. Κανείς. Περίμενε λίγο κι έπειτα δεν χτύπησε το κουδούνι αλλά την πόρτα. Περίμενε για λίγο. Δεν ακουγόταν τίποτε από το εσωτερικό του διαμερίσματος. Δεν ερχόταν να της ανοίξει κανείς. Ίσως είχε κάνει λάθος. Όχι, δεν είχε κάνει λάθος. Ο Κύριος την είχε οδηγήσει ως εδώ κι Αυτός ποτέ δεν κάνει λάθος. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε μεταβολή για να φύγει.

Δεν πρόλαβε. Μια φαρδιά παλάμη της έκλεισε το οπτικό πεδίο και το στόμα. Ένιωσε στη ράχη της μια ατσάλινη λαβή, κάτι της έκοψε την ανάσα. Λιποθύμησε.

Η πρώτη αίσθηση που την επανέφερε στον κόσμο της ύλης και των ψηλαφητών πραγμάτων, ήταν η ακοή. Βοή από το δρόμο. Κάποιο κομπρεσέρ από μακριά. Καθημερινοί ήχοι της πόλης. Οικείοι και ουδέτεροι μαζί. Προσπάθησε να ορίσει το χρόνο και το χώρο. Μετά την ακοή η όραση. Κι έπειτα όλο της το σώμα, όλο της το είναι. Σιγά σιγά. Η μέση της πονούσε πολύ. Ήταν ξαπλωμένη σε κάποιο καναπέ, δεν επιχείρησε να βιάσει τις κινήσεις της. Στο κεφάλι της υπήρχε ακόμη θολούρα.

Ήταν μόνη;

Κλασικό δωμάτιο διαμερίσματος παλαιάς πολυκατοικίας. Οι τοίχοι παρατημένοι στην τύχη της φθοράς. Το πάτωμα δίχως την περιποίηση της νοικοκυράς για χρόνια ίσως. Υπήρχε μια περίεργη μυρωδιά που ερχόταν μάλλον από κάποιο εσωτερικό δωμάτιο. Φαγητό που ετοιμαζόταν ίσως.

Ανασήκωσε σιγά σιγά το σώμα της για να επιθεωρήσει καλύτερα το χώρο. Οι πόνοι επέστρεφαν από παντού, συντονίζονταν, επιτίθονταν. Τα χέρια της είχαν δεχθεί βίαιες λαβές όπως και η μέση της. Πονούσε αλλά όχι αφόρητα. Κάποιος ή κάποιοι την είχαν ακινητοποιήσει έξω από την πόρτα και την είχαν φέρει σε αυτό το σαλόνι. Την είχαν ξαπλώσει πάνω στον καναπέ που είχε ξυπνήσει. Ένας παλιός, υφασμάτινος καναπές ξεπερασμένης αισθητικής.

Το δωμάτιο σχεδόν άδειο. Υπήρχε μονάχα ένα μικρό γραφείο κοντά στη μπαλκονόπορτα με μια καρέκλα. Λίγα βιβλία πάνω, κάποια αντικείμενα που δεν αναγνώρισε. Ένας τρίποδας στημένος δίπλα από το γραφείο. Κάποια καλώδια έτρεχαν στο πάτωμα και χάνονταν στο εσωτερικό του διαμερίσματος.

Το πρώτο που έκανε ήταν να προσευχηθεί. Ήταν καλά. Ήταν ζωντανή. Δεν την είχαν χτυπήσει, δεν την είχαν δέσει χειροπόδαρα. Ευχαρίστησε θερμά τον Κύριο που την είχε προστατεύσει. Ανακάλεσε έναν ψαλμό, το αγαπημένο της εδάφιο από τον Παύλο, ζήτησε ξανά τη βοήθεια του Κυρίου. Μπορεί να ήταν καλά όμως ήταν αιχμάλωτη κάποιου ή κάποιων ανθρώπων που πιθανότατα ήταν κακοποιοί. Μπορεί να την έδεναν και να τη βασάνιζαν αργότερα. Μπορεί να τη βίαζαν. Το μυαλό της έτρεξε στο σύζυγό της.

Τι ώρα ήταν;

Της είχαν αφαιρέσει το μικρό της ρολόι από τον καρπό. Ίσως να είχαν περάσει τριάντα λεπτά ίσως και δυο ώρες… αν αργούσε πέρα από τις δυο το μεσημέρι ο σύζυγός της θα άρχιζε να την αναζητά. Θα τηλεφωνούσε σε όλους τους αδελφούς πρώτα. Μετά θα πήγαινε στην αστυνομία. Ένιωσε να ιδρώνει ξανά… σε τι περιπέτεια είχε βάλει τον εαυτό της;

Είδε το μεγαλόσωμο άντρα να την κοιτάζει από το εσωτερικό άνοιγμα του σαλονιού. Στεκόταν όρθιος με ένα πιάτο στο χέρι κι ένα μπουκαλάκι νερό. Της έριξε μια γρήγορη ματιά κι έπειτα με αργά βήματα τα απίθωσε πάνω στο γραφείο. Δεν ανησύχησε καθόλου που την είδε ξύπνια και ανασηκωμένη. Ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά μεγέθους των δυο τους που εκείνη έμοιαζε σαν καχεκτικό παιδάκι μπροστά του.

Δεν ήταν άριστη στο να εκτιμά μεγέθη και διαστάσεις αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο άντρας ήταν πάνω από 1.90. Φορούσε ένα μαύρο πουλόβερ με ψηλό λαιμό κι ένα τζην παντελόνι. Φαινόταν γυμνασμένος. Οι μυς του ακόμα και μέσα από το πουλόβερ διαγράφονταν έντονα. Δεν είχε καμιά τύχη απέναντί του. Με το ένα του χέρι μπορούσε εύκολα να την ακινητοποιήσει ή να την σωριάσει σαν αχυρένια κούκλα.

«Μαγείρεψα κάτι. Αν θέλεις φάε», της είπε και κάθισε ήρεμα στη μοναδική καρέκλα του δωματίου.

Τον παρατήρησε λίγο καλύτερα. Είχε ήρεμα, αρρενωπά χαρακτηριστικά. Κοντά μαύρα μαλλιά, σκοτεινά μάτια και μούσι. Ίσως λίγο πάνω από τριάντα χρόνων. Μπορεί να ήταν και νεότερος. Το μούσι πάντα την μπέρδευε.

Παράξενη, πυκνή σιγή.

«Έχεις κότσια πάντως. Στο αναγνωρίζω αυτό. Από όλους τους χαλβάδες εκεί μέσα, η μόνη που είχε το μυαλό και τα άντερα ήσουν εσύ!»

Ο άντρας τόνισε την τελευταία λέξη για να δώσει την επιθυμητή έμφαση. Ήταν ειλικρινής ο θαυμασμός του. Μια μικροκαμωμένη κοπέλα να αποτολμήσει κάτι τέτοιο!

Σηκώθηκε και την πλησίασε. Στη θέα του γιγαντόσωμου άντρα συρρικνώθηκε στον καναπέ της και δίπλωσε τα πόδια της. Άρχισε να προσεύχεται ξανά. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα. Ώστε είχε έρθει η ώρα λοιπόν. Θα τη χτυπούσε, θα τη βίαζε και στο τέλος θα τη σκότωνε. Στα πελώρια χέρια του έμοιαζε με εύθραυστο κλαράκι.

Ο άντρας κάθισε δίπλα της. Η ανάσα του ήταν αργή, ελεγχόμενη. Έτριψε το μούσι του με το δεξί του χέρι.

«Πώς με κατάλαβες;»

Την περίμενε τούτη την ερώτηση. Κι όχι μονάχα την περίμενε μα είχε προβάρει δεκάδες απαντήσεις όλες τις προηγούμενες ημέρες της αναμονής και της αγωνίας. Πώς τον είχε υποπτευτεί αλήθεια;

«Γιατί… γιατί μας παρακολουθείτε;»

Η αρχή της ερώτησης ως απάντηση… γνωστή και δοκιμασμένη μέθοδος αποπροσανατολισμού. Κι όμως, την εννοούσε. Τι ενδιαφέρον είχε και ποιος για τις συγκεντρώσεις ενός εκκλησιάσματος σε ένα προάστιο της Αθήνας; Μήπως επειδή τους έλεγαν αιρετικούς; Μήπως επειδή δεν ανήκαν στην κρατούσα θρησκεία; Μήπως επειδή δεν είχαν εικόνες, σταυρούς και μιλούσαν διαρκώς για το Χριστό; Τι κακό έκαναν; Ποιον ενοχλούσαν;

Η κοπέλα ξεθάρρεψε λιγάκι. Άπλωσε τα λιγνά της πόδια, ανακάθισε στον καναπέ. Αν τους έβλεπε κανείς από μια γωνιά θα νόμιζε πως ήταν πατέρας με κόρη έτοιμοι να ξεκινήσουν μια συνηθισμένη συζήτηση.

Ο άντρας έβγαλε από το παντελόνι του ένα πακέτο και άναψε τσιγάρο. Δεν της προσέφερε. Έτσι κι αλλιώς αυτοί οι φανατικοί δεν κάπνιζαν, δεν έπιναν, δεν άκουγαν μουσική παρά μονάχα ύμνους… γύρισε και της έριξε μια προσεκτική ματιά. Δεν ήταν άσχημη. Απεριποίητη και άβαφη βέβαια αλλά καθόλου άσχημη. Είχε λεπτά, οστεώδη χαρακτηριστικά. Μικρή μύτη και δυο γραμμές για χείλη. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και κατάμαυρα σαν τα μαλλιά της. Είχε μια ευγένεια όλη της η κοψιά. Κι ας ήταν μαζεμένη σα φοβισμένο πουλάκι. Μέσα της είχε φωτιά. Για να φτάσει ως το διαμέρισμα αυτό και να τολμήσει το αδιανόητο. Είχε φωτιά και τσαγανό.

Με δυο ρουφηξιές το τσιγάρο είχε φτάσει ως το φίλτρο. Ο άντρας το πέταξε στο πάτωμα και το συνέθλιψε με την αρβύλα του.

«Μη με αναγκάσεις να σε ρωτάω δυο φορές το κάθε τι γιατί δεν το μπορώ. Λέγε λοιπόν», της είπε κοφτά. Τα ψέματα είχαν τελειώσει.

«Ο Κύριος… Αυτός μου μίλησε για σένα», του είπε χωρίς να τον κοιτάζει. «Μια μέρα, μετά την λειτουργία ένιωσα μια παράξενη ζαλάδα και βγήκα για να πάρω λίγο αέρα στο μπαλκόνι μας… Ήσουν κι εσύ έξω… Χωρίς να το καταλάβω σήκωσα το κεφάλι μου και σε είδα… Ο Κύριος μού είπε για σένα…»

Ο άντρας έσκυψε απότομα κοντά της και έφερε το πρόσωπό του σχεδόν σε επαφή με το μάγουλό της. Μύρισε τα μαλλιά της, τον ιδρώτα της, την ανάσα της.

«Κι εγώ ξέρεις τι λέω μικρό τσουλάκι; Παπαριές, αυτό λέω!», της πέταξε και έκλεισε την παλάμη της στη δική του. Η σύγκριση ήταν σχεδόν κωμική. Ο πόνος δεν ήταν. Της έσφιξε το χέρι και την άκουσε να κραυγάζει χωρίς να συγκινείται.

«Την αλήθεια… κόψε τις μαλακίες και λέγε την αλήθεια!», της φώναξε.

«Την… την αλήθεια σου λέω!» του είπε και του ξανάπε αλλά δεν τον σταμάτησε. Η μικροσκοπική της παλάμη γρήγορα θα γινόταν ένας πολτός από κρέας και θρύμματα οστών μέσα στη κλειστή γροθιά του.

Την άκουσε να κλαίει. Την ελευθέρωσε.

«Παπαριές!», είπε ξανά φτύνοντας και πετάχτηκε όρθιος. Τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ήταν θυμωμένος και ασταθής. Πήγε στο γραφείο, άρπαξε το πιάτο με το φαγητό που της είχε ετοιμάσει και το εκσφενδόνισε στον τοίχο.

«Την πουτάνα μου μέσα! Ήρθες εδώ πέρα και μου λες μαλακίες!», ούρλιαξε και η κοπέλα μαζεύτηκε στον καναπέ σε στάση εμβρύου παλεύοντας να εξαφανιστεί σχεδόν. Άρχισε πάλι να προσεύχεται στο ρυθμό της ανάσας της. Στο μυαλό της πέρασαν οι εικόνες του συζύγου της, των γονέων της, του Χριστού. Ο εχθρός είχε τώρα την απόλυτη δύναμη κι εξουσία στο σώμα της, στη ζωή της. Όμως δεν μετάνιωνε στιγμή. Η θυσία της δεν θα ήταν μάταιη. Θα ανέβαινε στην ουράνια Ιερουσαλήμ και ο Κύριος θα την υποδεχόταν στο θρόνο Του χαμογελώντας. Ο σύζυγός της θα καταλάβαινε. Οι αδελφοί της θα την μνημόνευαν στις προσευχές τους.

Ο άντρας χάθηκε στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Πέρασε κάμποση ώρα. Δεν μπορούσε να εκτιμήσει ποτέ τέτοια πράγματα με ακρίβεια. Το χρόνο, τις διαστάσεις, τις αποστάσεις. Αποφάσισε να συνεχίσει να προσεύχεται ωσότου ερχόταν η ώρα του μαρτυρίου. Κλείστηκε εντελώς στο μικρόκοσμό της και άκουγε μονάχα τη λεπτή της φωνούλα που έψελνε. Δάκρυα έβρεχαν το πρόσωπό της. Ο Κύριος θα την αναλάμβανε, θα την αγκάλιαζε, θα την συναριθμούσε στον ευλογημένο Του λαό. Όλα όσα ζούσε τώρα ήταν μια ψευδαίσθηση, μια μετάβαση προς την αληθινή ζωή κοντά Του. Δεν έπρεπε να φοβάται. Τα παιδιά του Θεού δεν φοβούνται. Ακόμα και στην ύστατη δοκιμασία δεν φοβούνται.

Δεν το κατάλαβε μα βυθισμένη σε όλα τούτα αποκοιμήθηκε.

Η ακρογιαλιά ήταν πανέμορφη. Της φάνηκε παράξενο στην αρχή να πατάει ξυπόλητη πάνω σε μαύρα βότσαλα όμως η αίσθηση ήταν υπέροχη. Δεν ήταν μόνη. Της κρατούσε το χέρι ο σύζυγός της και της χαμογελούσε. Ξαφνικά το βλέμμα του σκοτείνιασε. Της έδειξε τη θάλασσα. Γύρισε το βλέμμα της με αγωνία. Παφλασμοί μέσα στο νερό, μεγάλη ταραχή και αφρισμένα κύματα. Κάτι αναδυόταν κι είχαν και οι δυο τη βεβαιότητα πως δεν ήταν καλό. Μια στήλη νερού πετάχτηκε με μανία προς τον ουρανό και κάτι που δεν μπορούσες να ορίσεις με τις λέξεις των ανθρώπων αναδύθηκε μέσα σε τούτη τη στήλη. Έβλεπαν δυο τεράστια μάτια γεμάτα μοχθηρία και αίμα. Ένα τέρας που άλλαζε διαρκώς μορφές και όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε, τους πλησίαζε, τους απειλούσε. Ένιωσε το χέρι της να τεντώνεται. Το τέρας εφέλκυε το σύζυγό της! Τον τραβούσε με μανία προς το μέρος του κι η δύναμή της δεν ήταν αρκετή να τον κρατήσει. Κάποια στιγμή ο δεσμός τους λύθηκε. Άκουσε την άηχη κραυγή του καθώς ένα σιχαμερό πλοκάμι τον τραβούσε από τα πόδια του και τον παράσερνε στο νερό! Πάλεψε να τον σώσει, πάλεψε όσο μπορούσε. Όμως ήταν κάτι πέρα από τις δυνάμεις της. Επικαλέστηκε τον Κύριο. Φώναξε, ούρλιαξε! Εμένα πάρε! Κύριε βοήθησέ μας!, φώναξε ξαφνικά και σαν από θαύμα, ο σύζυγός της απελευθερώθηκε από το τρομερό πλοκάμι και το μοχθηρό τέρας των βυθών γύρισε το αρχαίο του βλέμμα πάνω της. Εμένα πάρε, είπε ξανά και ένιωσε στο λαιμό της ένα σφίξιμο και νερό να χώνεται ξαφνικά στο στόμα της. Πνιγόταν…

Πετάχτηκε από τον καναπέ της φτύνοντας νερό και βήχοντας. Πάλευε να πάρει ανάσα. Ήταν μούσκεμα από τη μέση και πάνω. Το πουκάμισό της είχε κολλήσει στο σώμα της.

Ο γενειοφόρος γίγαντας την κοιτούσε αδιάφορα από πάνω της.

«Σήκω… σήκω και φύγε!», της πέταξε και άφησε το μπουκάλι με το υπόλοιπο νερό στο πάτωμα.

Δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Δεν είχε χρόνο να προσευχηθεί όμως αποφάσισε να εμπιστευτεί το ένστικτό της. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να ήταν στο στρατό του εχθρού αλλά αν ήθελε να της κάνει κακό θα το είχε ήδη κάνει. Είχε όλο το χρόνο και όλη τη δύναμη. Δεν την είχε πειράξει. Ούτε την είχε αγγίξει σαρκικά. Ήξερε πως οι άντρες έχουν λάγνες σκέψεις και είναι αδύναμοι στην αμαρτία. Ήξερε μάλιστα και κάτι άλλο. Πως πολλοί άντρες ερεθίζονται όταν η γυναίκα τούς αντιστέκεται. Όχι όλοι οι άντρες βέβαια. Ο δικός της σύζυγος είχε αναγεννηθεί, ζούσε με το θέλημα του Κυρίου. Όμως όλοι οι άλλοι…

Αποφάσισε να σηκωθεί. Έσταζε νερά όμως αυτό δεν ήταν το πρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν πως δεν ήξερε αν μπορούσε να εμπιστευτεί αυτό τον άνθρωπο.

Παρατήρησε και κάποιες αλλαγές στο δωμάτιο. Οι συσκευές και τα καλώδια δεν υπήρχαν πλέον. Το γραφείο ήταν άδειο. Ούτε ο τρίποδας έστεκε στη θέση του. Υπήρχε μονάχα η καρέκλα. Ο άντρας ετοιμαζόταν να φύγει ίσως.

Και που είχε πάει τώρα;

Βάδισε με αθόρυβα βήματα ως την κουζίνα. Τον είδε καθισμένο στο τραπεζάκι να καπνίζει. Είχε ανοιχτό ένα μπουκαλάκι ούζο κι έπινε σιωπηλός.

«Αυτό που ήθελες το κατάφερες μικρή. Τα μαζεύουμε και φεύγουμε. Μη νομίζεις όμως ότι ξεμπερδέψατε. Κάποιοι άλλοι θα έρθουν. Σε μια βδομάδα, σε ένα μήνα… ποιος το ξέρει...»

Τον άκουγε προσεκτικά. Δεν φοβόταν πλέον. Είδε μια μικρή πετσέτα δίπλα από το ψυγείο. Ο άντρας της την έδωσε.

«Σκουπίσου και δρόμο. Σκατά τα κάναμε…», είπε και βλαστήμησε κάτι μέσα απ’τα δόντια του.

«Με λένε Μάρθα», του είπε σιγανά καθώς σκούπιζε τα μαλλιά της και το λαιμό της.

Ο άντρας δεν αντέδρασε.

«Δεν έχουμε κάνει κάτι κακό για να μας παρακολουθείτε. Είμαστε… πώς να στο πω, είμαστε διαφορετικοί… όμως δεν αποτελούμε απειλή για κανέναν. Με πιστεύεις;»

Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε καλύτερα. Η κοπέλα είχε μια έκφραση που τον μπέρδεψε. Κάποιοι άνθρωποι λοιπόν είναι εντελώς ακατανόητοι, σκέφτηκε.

«Και τι σημασία έχει αν σε πιστεύω εγώ; Ποιος νοιάζεται;»

«Εγώ», του είπε και αποτόλμησε να καθίσει στην άλλη καρέκλα του τραπεζιού, απέναντί του. Τούτη τη στιγμή δεν ήταν ένα παιδί του Θεού με έναν εκπρόσωπο του εχθρού. Ήταν δυο ανθρώπινα πλάσματα που μοιράζονταν μια ιδιαίτερη επαφή.

Παρατήρησε τα μάτια του. Είχαν ζωηρέψει λίγο.

«Είσαι περίπτωση τελικά!», είπε και για πρώτη φορά έσπασε η έκφρασή του. Ένα μειδίαμα γλύκανε το πρόσωπό του.

«Δεν πιστεύω πως υπάρχουν άνθρωποι κακοί», του είπε.

«Πίστεψέ με… υπάρχουν… εγώ τουλάχιστον έχω γνωρίσει μερικούς… μπορεί να’μαι κι εγώ ένας από αυτούς… που το ξέρεις;»

«Υπάρχουν άνθρωποι που είναι πολύ μόνοι…», συνέχισε εκείνη. «Άνθρωποι που φοβούνται… άνθρωποι πολύ λυπημένοι… άνθρωποι που πιστεύουν ότι είναι ασήμαντοι, ότι δεν νοιάζεται κανείς γι αυτούς… όμως υπάρχει κάποιος για τον οποίο είσαι πολύ σημαντικός!»

Ο άντρας έπαψε να την κοιτάζει με περιέργεια και προσανατολίστηκε στα λόγια της. Το κορίτσι αυτό μπορεί να είχε μπλέξει με κάποιους παλαβιάρηδες φανατικούς αλλά είχε θέρμη στην καρδιά της και… πώς να την πει αυτή τη λέξη… καλοσύνη;…

Ένιωσε ένα μούδιασμα στα μέλη του.

«Και ποιος είναι αυτός Μάρθα;», τη ρώτησε.

«Ο Χριστός!», του είπε εκείνη και του χαμογέλασε παιδικά. Ύστερα σηκώθηκε ήρεμα από τη θέση της και ετοιμάστηκε να φύγει.

«Τελικά, να ξέρεις, σήμερα… τούτη τη στιγμή το κατάλαβα», είπε.

«Ποιο πράγμα;», τη ρώτησε με σμιγμένα φρύδια ο άντρας.

«Δεν έστειλε μονάχα εμένα εδώ ο Κύριος. Έστειλε κι εσένα!», του είπε γλυκά και αθόρυβα, σαν σκιά εξαφανίστηκε.