Γιατί αγαπάμε μόνο ό,τι μας μιλάει την αλήθεια…

Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου έλεγε.

«Δω μέσα είναι Αντώνη. Δω μέσα…»

Με το ροζιασμένο, 85χρονο χέρι του μου έδειχνε κάπου. Κοιτούσε το παλιό του κομοδίνο, δική του δουλειά, όμορφη, μερακλίδικη, από το γάμο του κιόλας, αμέτρητα χρόνια πριν. Όμως το έπιπλο ήταν βαρύ, γερό και με μια έννοια αθάνατο, όπως οι μνήμες του.

Κι ύστερα μου έδειξε προς το μέρος της καρδιάς του.

«Δω μέσα είναι… η Δέσποινα…»

Το όνομα της γυναίκας του, της συντρόφου του για τόσες δεκαετίες, το ψιθύρισε, κρυφά, συνωμοτικά σχεδόν… και με μια ιεροπρέπεια που με έκανε να ανατριχιάσω. Πρώτη φορά ένιωσα αυτό το ρίγος ακούγοντας το όνομα της γιαγιάς. Της γιαγιάς που είχε χαθεί πριν αρκετά χρόνια και που για μένα ήταν μια τρυφερή ανάμνηση παιδικών χρόνων αλλά για κείνον, κάθε τέτοια εποχή, κάθε μέρα τελικά, ήταν μια πληγή ανοιχτή που αιμορραγούσε… Αιμορραγούσε χρόνο και μοναξιά…

Και πρώτη φορά ο παππούς, σε μια απίστευτη κίνηση εξωστρέφειας και εκδήλωσης των συναισθημάτων του γύρισε και με κοίταξε ολόισια στα μάτια. Ήταν δακρυσμένος. Κι είχε ένα παράξενο χαμόγελο που δεν μπόρεσα να ξεχάσω ποτέ. Το χαμόγελο της βαθιάς επίγνωσης του τέλους. Έτρεμε ολόκληρος και μπορεί να ήταν γερός σαν ταύρος ακόμα και στα 85 του, όμως εκείνη τη στιγμή ήθελε απλά ένα φύσημα για να καταρρεύσει.

Τι έκρυβε όμως μέσα στα συρτάρια αυτού του κομοδίνου;

 

Δω μέσα είναι…

 

Θυμάμαι πως έφυγα εκείνο το απόγευμα από το σπίτι του με πολύ περίεργα συναισθήματα. Συγκινημένος, συγκλονισμένος, σιωπηλός. Η εικόνα του περισσότερο με είχε ταράξει και με είχε χαράξει βαθιά. Μόνος, καθισμένος στο διπλό κρεβάτι να ακουμπάει με σιωπηλή λατρεία το κομοδίνο, χαμένος πια, απομακρυσμένος… δεν με κατάλαβε που έφυγα, ότι του είπα ‘χρόνια πολλά παππού’, ότι είχε έρθει κιόλας η θεία μου να τον δει γιατί τον τελευταίο καιρό η άνοια είχε επιδεινωθεί… ο παππούς ξεχνούσε τα ασήμαντα και θυμόταν μονάχα τα σημαντικά… αρνιόταν πια σαν μικρό παιδί να υπακούει στα της καθημερινότητας αλλά του άρεσε να παίρνει τον ηλεκτρικό για Κηφισιά και να γυρνάει πίσω απολαμβάνοντας την διαδρομή. Ώσπου, προς το τέλος, δεν μπορούσε να θυμηθεί πια το πώς να πάει και να έρθει από το σταθμό και αιχμαλωτίστηκε στην ‘ασφάλεια’ του σπιτιού του.

 

Χρόνια αφού είχε ταξιδέψει κι εκείνος σε κείνη τη διάσταση του Αχανούς που κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι, ρώτησα τη θεία μου για το κομοδίνο. Η θεία με πήρε από το χέρι και κατεβήκαμε στο διαμέρισμά του που ήταν ακόμα όπως το θυμόμουν. Μονάχα πιο σκοτεινό, πιο αμείλικτα άδειο. Σκέφτηκα πως οι χώροι δεν γεμίζουν ποτέ από τα έπιπλα, μονάχα από τους ζωντανούς οργανισμούς. Ακόμη και ο μεγαλύτερος χώρος φαντάζει έρημος όταν του λείπουν οι άνθρωποι.

Έβγαλε ένα κλειδάκι από τον κόρφο της – κάτι που πολύ αργότερα σκέφτηκα πόσο παράξενο ήταν – και ξεκλείδωσε το ντουλαπάκι του κομοδίνου. Από μέσα έβγαλε ήρεμα και προσεκτικά ένα παμπάλαιο κουτί.

Φωτογραφίες, παλιά σημειώματα, τέτοια πράγματα, σκέφτηκα.

Το κουτί περιείχε μια ξεθωριασμένη κόκκινη κορδέλα, ένα χτενάκι, ένα καθρεφτάκι. Ακόμη ένα μικρότερο κουτάκι μάλλον κάτι σαν μπιζουτιέρα.

Και μια φωτογραφία της γιαγιάς που δεν είχα ξαναδεί ποτέ.

Η θεία μου λύγισε από το συγκινησιακό φορτίο και κάθισε στο κρεβάτι που κοιμόταν ο πατέρας της για τόσα χρόνια.

Δεν είχα άλλο να πω κι ετοιμάστηκα να φύγω. Η θεία με κράτησε από το χέρι σφιχτά. Μου έδωσε τη φωτογραφία της γιαγιάς. Κοίταξα το πρόσωπο καλά. Μια νέα, όμορφη, περήφανη γυναίκα των αρχών του 20ου αιώνα. Το βλέμμα της έδειχνε πως ήξερε καλά ποιους ορίζοντες ανίχνευε και το ήρεμο μειδίαμά της δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Ήταν όπως τη θυμόμουν κι εγώ. Αυστηρή και γλυκιά μαζί. Απρόβλεπτη αλλά και απέραντα γενναιόδωρη. Ο παππούς που ήταν ένας συμπαγής βράχος σε ολόκληρη τη ζωή του, μπροστά της έλιωνε και ήταν σχεδόν αθωράκιστος, ανυπεράσπιστος. Και δεν της είχε χαλάσει ποτέ χατίρι.

«Είναι μόλις είκοσι χρόνων εκεί», μου είπε η θεία κομπιάζοντας. «Διάβασε πίσω», είπε και γύρισα την παλιά φωτογραφία.

Εδώ μέσα Γιάννη είναι όλα. Κι εσύ κι εγώ. Να ακούς και να προσέχεις. Γιατί αγαπάμε μόνο ό,τι μας μιλάει την αλήθεια. Σε φιλώ.

Τι περίεργα λόγια… για μια γυναίκα εκείνης της εποχής, για μια απλή γυναίκα…

Η θεία μου πήρε τη φωτογραφία και την έκλεισε ξανά στο κουτάκι και αυτό ξανά στο κομοδίνο.

Η ιεροτελεστία είχε τελειώσει. Ξαναγυρίσαμε στους συνηθισμένους εαυτούς μας.

Μετά από το ράπισμα της αλήθειας του βιώματος, απαιτείται η εξισορρόπηση από ένα ρηχό, ασήμαντο γεγονός. Μια ανάλαφρη κινηματογραφική ταινία, λίγη κουβεντούλα, μια ήρεμη βόλτα ίσως.

 

Όμως εγώ γύρισα σπίτι και άρχισα κάτι να γράφω…