Ο Επισκέπτης της Νύχτας

 

 

Ο ΉΛΙΟΣ ΜΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ. ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΠΟΜΕΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΛΙΓΕΣ  ημέρες ακόμα που το σάρκινο στήθος μου θα φιλοξενεί ζωή. Και πριν ανταμώσω τον αμίλητο περαματάρη, θέλω να μιλήσω για όσα συνέβησαν τότε.

Γράφω τούτες τις λέξεις γιατί θέλω να κρατήσω πάνω στη γη, ζωντανά και αληθινά όσα φωνάζουν μέσα στο κεφάλι μου. Όσα μπόλιασαν τις φλέβες μου με αγωνία και ταραχή, όσα κυλάνε πιο καυτά στο αίμα μου απ’ό,τι το κρασί της Μεσογαίας.

Δεν είμαι γραφιάς, ποιητής ή φιλόσοφος. Είμαι ένας απλός άνθρωπος που βρέθηκε κάποια στιγμή στο στόμα του Αδη. Κι αντί να με τραβήξει ο Φύλακας στα έγκατα των σπηλαίων, ένα παράξενο και θαυμαστό συνέβη που ακόμα αρνείται να φιλιώσει με τα λογικά μου. Μονάχα που το ασυμφιλίωτο με τον άνθρωπο είναι τόσο οικείο με τους αθάνατους θεούς.

Τότε, μια νύχτα άνοιξης, τριάντα χρόνια πριν, στη γη της Ιουδαίας.

Ο ουρανός της Ιουδαίας μοιάζει με τη γη της. Αφιλόξενος, εκδικητικός, μισάνθρωπος. Θυμάμαι αυτή τη λέξη να τη λέει ο αδερφός μου, στον κόλπο της Μουνυχίας, λίγο πριν ξεκινήσω με τη λεγεώνα μου για το μακρύ,ταξίδι ως την Παλαιστίνη.

«Ως και ο ουρανός εκεί κάτω είναι μισάνθρωπος, Αντώνιε. Να προσέχεις», είπε ο αδερφός μου και με φίλησε στο μάγουλο.

Ύστερα αγκαλιαστήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε. Η γυναίκα μου, αν ζούσε, δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ τέτοιες λέξεις. Δεν της άρεσαν οι λέξεις, οι πράξεις της άρεσαν. Ώσπου την κάλεσαν οι χθόνιοι θεοί κοντά τους και ορφάνεψε το σπίτι μας και η ζωή μου έγινε κάπως σαν και τον ουρανό αυτό. Αφιλόξενη.

Έβρεχε νερό και χώμα πάλι. Ο νεαρός, ο Δέσυλλος που κάναμε τη βάρδια σ’αυτή τη θεόρατη πέτρα, έλεγε ότι ‘έρχεται από τη Συρία το κακό’. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την όμορφη Αττική γη που με δυσκολία πια με επισκέπτεται κι αυτό μονάχα στα πιο παράξενα όνειρά μου; Στο πιο αγαπημένο μου βλέπω την Αρσινόη να με χαϊδεύει τρυφερά, να κυλιόμαστε κάτω απ΄την ελιά του παππού και να αγγίζουμε τα κορμιά μας με πάθος και έξαψη. «Κάνε με να αισθανθώ σαν μικρή θεά πολεμιστή μου!», μου φωνάζει και η ανάσα της με καίει ακόμα στο λαιμό και στο σβέρκο.

Όπως καίει καμιά φορά ο αέρας που έρχεται από τη Χεβρώνα και σου πυρπολεί τα σωθικά. Εδώ δεν χρειάζονται όπλα για να εκδικούνται οι άνθρωποι την παρουσία μας στα σπίτια τους. Το κάνει μια χαρά ο ήλιος, η άμμος που κολλάει στο στόμα, το μαύρο βλέμμα όλων που χώνεται μέσα μας.

Ήταν το δεύτερο βράδυ που στον τάφο αυτού του Γεχοσούαχ Μπαρ Γιοζέφ, ενός ακόμη προφήτη από τους δεκάδες που γεννιούνται και πεθαίνουν στον λαό αυτό. Ο Κορνήλιος Σένας που, τον ξέρω καλά, έχει τις πληροφορίες του κατευθείαν από τη κρεβατοκάμαρα του Πιλάτου, με κοίταξε με πύρινα μάτια όταν με έθεσε επικεφαλής των φυλάξεων στον τάφο.

«Αντώνιε, ξέρω ότι δεν ταιριάζει σ’ένα βετεράνο να φυλά έναν τάφο, όμως, πίστεψέ με, η εντολή έρχεται από πολύ ψηλά. Να είσαι πολύ προσεχτικός! Για δυο βράδια μονάχα!»

«Τι φοβάστε Εκατόνταρχε;», τον είχα ρωτήσει στο προαύλιο της Διοίκησης την ημέρα που με κάλεσαν εκτάκτως από το στρατόπεδό μας στα βόρεια.

«Δεν έχεις ακούσει τίποτε;», με ρώτησε και η έκπληξή του έμοιαζε ειλικρινής. Ακόμα κι αν είχε πεθάνει ο Τιβέριος ίσως να μην τον έβλεπα τόσο τρομαγμένο. Και με τον άνθρωπο αυτό είχαμε περπατήσει τις πεδιάδες της Θεσσαλίας και είχαμε κοιμηθεί κάτω απ’τον ουρανό της Γαλατίας.

«Τι να έχω ακούσει δηλαδή; Ήρθα από τη Βιθυνία σήμερα το πρωί με απόσπαση. Όλο το βράδυ ταξίδευα».

Το βλέμμα του Κορνήλιου σκοτείνιασε. Με πήρε παράμερα και με έβαλε να καθίσω σε μια γωνιά του προαυλίου.

«Προβλέπονται φασαρίες. Αυτό μπορώ να σου πω με σιγουριά. Είναι πολύ πιθανό κάποιοι να επιχειρήσουν να κλέψουν το σώμα αυτού του Ιουδαίου προφήτη»

«Του Γεσούα; Και γιατί;»

«Έχει ένα κύκλο φανατικών που τον ακολουθούσαν όπου δίδασκε μερικά χρόνια τώρα. Κάποιοι λένε ότι έκανε και θαύματα. Περιττό να σου πω ότι το Συμβούλιό τους έχει αναστατωθεί τρομερά! Ο ίδιος τους είπε ότι… πώς να στο πω… ότι σε τρεις μέρες θα αναστηθεί!»

Έξυσα το κεφάλι μου και σκυθρώπιασα.

«Κατάλαβα. Ετοιμάζουν μια νέα αίρεση και μετά επανάσταση».

«Τίποτε δεν αποκλείεται. Γι’αυτό σε κάλεσα εσπευσμένα. Μόλις τελειώσει όλο αυτό το πανηγύρι, στο υπόσχομαι, θα φύγεις για την Αθήνα».

Και μόνο στο άκουσμα της λέξης η ομορφιά και η γαλήνη της αρχαϊκής πατρίδας με πλημμύρισαν.

«Ποιοι θα είναι μαζί μου το βράδυ;»

«Ένας μόνο, ο Δέσυλλος, δεν τον ξέρεις. Είναι νεαρός»

«Ένας μόνο;»

«Δεν πρέπει να δοθεί εξωτερικά η εντύπωση ότι έχουμε να φοβόμαστε την ανάσταση ενός νεκρού! Θα είναι επιφυλακή όμως όλη η χιλιαρχία αν χρειαστείς κάτι! Στο υπόσχομαι! Φύγε τώρα, οι ετοιμασίες της ταφής θα έχουν τελειώσει. Πήγαινε να ξεκουραστείς και το βράδυ να είσαι εκεί»

Ώστε λοιπόν οι νεκροί ανασταίνονται σε τούτη τη γη! Οι προφήτες έχουν σκληρή φωνή, οι γυναίκες κρύβουν μαχαίρια στο κόρφο τους και οι παπάδες είναι πάντα βλοσυροί και μας βρίζουν πίσω απ’τα γένια τους. Από όλους τους λαούς που έχει ενσωματώσει η Ρώμη, αυτοί δεν το πήραν απόφαση ποτέ. Καλά το έλεγε ο αυτοκράτορας, είναι μια μεγάλη φυλακή η Ιουδαία.

Το πρώτο βράδυ πέρασε ήσυχα. Ήταν μάλιστα η βροχή που είχε κάνει τη δροσιά στο χώμα να κρατάει και να μην σκέφτεσαι πόσο παράλογο είναι για τους ζωντανούς να φυλάνε τα περάσματα των νεκρών.

Ο νεαρός, ο Δέσυλλος, ήξερε πολλά γι’αυτό τον προφήτη. Δεν μιλήσαμε πολύ όμως. Η καρδιά του ήταν γεμάτη νοσταλγία για τους αγρούς της Καλαβρίας και τους δικούς του. Τον κέρασα λίγο κρασί αλλά μου αρνήθηκε. Δεν ξέρει ποιος είμαι, δεν τον αδικώ. Βλέπω στο πρόσωπό του τον εαυτό μου πριν είκοσι σχεδόν χρόνια. Βλέπω εκείνη τη λάμψη, την αγωνία, την έξαψη της περιπέτειας. Βλέπω έναν νεαρό πολεμιστή που είναι έτοιμος να δώσει τη ζωή του για το μεγαλείο της Ρώμης. Ελπίζω να μην βλέπει εκείνος σε μένα αυτό που θα είναι δυο δεκαετίες αργότερα.

Η πρώτη νύχτα, είπα, κύλησε όμορφα, γλυκά, σαν τον Ιορδάνη που ξεπλένει τα κόκκινα βράχια αυτής της χώρας.

Τη δεύτερη νύχτα όμως, συνέβησαν όλα όσα έμελλε να αλλάξουν τη φτωχή ζωή μου για πάντα.

Εκείνη τη φοβερή νύχτα, λίγο πριν σηκώσω το Δέσυλλο να πάρει τη σκυτάλη, κι ενώ ετοιμαζόμουν για τη βάρδια μου, διέκρινα μια μαυροφορεμένη γυναίκα που ερχόταν  με αργό βήμα προς το μέρος μου. Έμοιαζε λες και την είχε γεννήσει η νύχτα. Δεν άκουγα τοα βήματά της, σα να αιωρείτο πάνω απ΄το έδαφος, η ραχοκοκαλιά μου ρίγησε. Με πλησίασε. Στάθηκε δίπλα μου και το ραχιαίο ρίγος έγινε μαχαιριά. Ύστερα, σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. Το βλέμμα της δεν είχε ικεσία, δεν είχε απελπισία. Μόνο έναν στερεωμένο, αώνιο πόνο.

Ήταν η μητέρα του σταυρωμένου δασκάλου.

«Άφησέ με να αγγίξω τη πέτρα», μου είπε σχεδόν ψιθυρίζοντας και δεν ξέρω γιατί αλλά τούτη η φωνή έμοιαζε να έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Μου κράτησε για λίγο το χέρι σαν με είδε αναποφάσιστο και κείνη τη στιγμή το αδιανόητο πήρε σάρκα και οστά εμπρός μου και χίλιοι νεκροί πολεμιστές του Αδη αρματώθηκαν και πέσαν πάνω μου να με κατασπαράξουν.

Πάνω στο βράχο των νεκρών, είδα το γιό της. Τον είδα, ναι, δεν έχω πια καμιά αμφιβολία, τον είδα αιμόφυρτο, ισχνό, μαστιγωμένο όπου υπήρχε σάρκα… τον είδα να ανασαίνει με δυσκολία, να αργοπεθαίνει με κάθε κίνηση του στήθους του, τον είδα να κοιτάει ψηλά στο στερέωμα και να ψιθυρίζει σε μια γλώσσα που δεν έμαθα ποτέ.

Πάλευα να ελευθερωθώ από τη μέγγενη της κυράς αλλά του κάκου.

«Πρέπει να δεις!», μου φώναζε και άνοιγαν πάλι τα μέσα μου μάτια.

Τον έβλεπα σαν μέσα σε όνειρο. Αριστερά και δεξιά του δυο ληστές, κάτω το πλήθος, οι στρατιώτες που χλεύαζαν και στον ουρανό από πάνω του, αλίμονο, κανείς άνθρωπος που έζησε ή θα ζήσει ποτέ, κανείς δεν έχει, λέξεις να περιγράψει τι γινόταν στον ουρανό κείνη την ώρα!

«Πρέπει να δεις!», φώναζε η γυναίκα μέσα στα νεφρά μου, στη καρδιά μου, στο αίμα μου!

Ξαφνικά, μέσα στο όραμα, έτρεξα στο σταυρό, αγκάλιασα τα πόδια του γιου της, το αίμα του έπεσε στο πρόσωπό μου και με έκαψε σα καυτό λάδι!

Και τότε, για μια στιγμή αθανασίας που οι θεοί θελήσαν να μου χαρίσουν σα δώρο ή κατάρα στην άθλια ζωή μου, σήκωσα το βλέμμα μου προς το κεφάλι του. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει, τα σύννεφα είχαν μαυρίσει και ετοιμαζόταν να ξεσπάσει άγρια καταιγίδα. Ο άνεμος με μαστίγωνε και έφερνε σκόνη και αίμα στα μάγουλά μου.

«…να δεις!», ούρλιαζε η γυναίκα στο μυαλό μου και άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου να αντικρίσω τον άνθρωπο πάνω στο σταυρό!

Κι εκεί ήταν που συναντήθηκαν όλα τα κύτταρά μου με το άχρονο βλέμμα του θεού και τίποτε δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη δύναμη και τη πληρότητα εκείνης της συμπυκνωμένης αθανασίας!

Ο ουρανός, λες κι είχε συμμαχήσει με τις λεγεώνες του Άδη, φρένιαζε, άλλαζαν σχήματα τα κατάμαυρα σύννεφα και είχαν κι αυτά μάτια και με κοιτούσαν! Χώνονταν μέσα στη  ψυχή μου, κομμάτιαζαν τους ιστούς της ύπαρξής μου… τρελαινόμουν!

Το βλέμμα του Ανθρώπου έγινε μια ευθεία γραμμή και καρφώθηκε στο δικό μου!

Δεν ξέρω τι είδα, τι με κοίταξε από κεί ψηλά, δεν ξέρω τι λόγια ήταν αυτά που σαν άλογα που καλπάζουν τρέξαν μέσα στο κεφάλι μου… δεν ξέρω τι κατήλθε και το σώμα μου έγινε ο ναός του, λίγο πριν με εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μου, εκεί, αγκαλιασμένος μέσα στο όραμά μου με τα πόδια του ανθρώπου αυτού, είχα την εικόνα ενός ασημένιου φιδιού που κατέβαινε κουλουριασμένο στο ξύλο και χωνόταν κατευθείαν μέσα στο στόμα μου!

Κάποιοι με τράβηξαν απ’το σταυρό, κάποιοι με σπρώξαν στο χώμα, δροσίσανε το έγκαυμα στο μέτωπό μου, πάλευαν να με συνεφέρουν γιατί έκλαιγα, σαν μικρό παιδί, όπως μονάχα η ψυχή ενός δαίμονα μπορεί να κλάψει μπροστά στο Αιώνιο!

Η κυρά με παράτησε ήσυχο.

Συνήλθα γονατιστός. Ένιωθα τα 43 μου χρόνια να έχουν γίνει ένας ολόκληρος αιώνας στα κακόμοιρα πόδια μου. Το μέτωπό μου, λίγο πάνω και δεξιά από τα μάτια μου, έκαιγε λες κι είχα περπατήσει στην έρημο της Γεδρωσίας. Σηκώθηκα στα πόδια μου, όρθωσα το ανάστημά μου, τακτοποίησα τη στολή μου, έριξα νερό στο πρόσωπό μου που έκαιγε…

Μια φοβερή ζαλάδα με είχε τυλίξει σαν σύννεφο και το στομάχι μου ήθελε να αδειάσει όλο του το περιεχόμενο στο χώμα, όμως, έπρεπε να τα διώξω όλα αυτά. Ο νεαρός λεγεωνάριος με περίμενε κι έπρεπε να τον ξυπνήσω.

Κοίταξα δεξιά κι αριστερά. Η γυναίκα είχε φύγει. Πλησίασα σαν μεθυσμένος τη μεγάλη πέτρα του τάφου. Νόμιζα πως θα την συναντήσω εκεί, ήθελε να την αγγίξει, έτσι δεν μου είπε;

Ή μήπως εννοούσε κάποια άλλη πέτρα, ενός άλλου τάφου;

Για έναν άνθρωπο της μάχης, της δράσης και των φονικών, όλα αυτά ήταν σαν τη λάβα της Αίτνας μέσα μου.

Κοίταξα τον νεαρό στρατιώτη με το ευγενικό πρόσωπο που κοιμόταν δίπλα στη φωτιά. Χαμογέλασα λίγο. Δεν είχε ιδέα τι μου είχε συμβεί. Κι έτσι έπρεπε να μείνει.

Γύρισα και κοίταξα μια τελευταία φορά την πέτρα.

Στην λάμψη απ΄τη φωτιά που τρεμόπαιζε πάνω της, διέκρινα κάτι παράξενο και πλησίασα.

Πάνω στην επιφάνεια του λαξευμένου βράχου, ένα μικρό αποτύπωμα, σαν παλάμη, ναι, σαν μικρή γυναικεία παλάμη… ‘χάνεις τα λογικά σου Αντώνιε’, είπα μέσα μου και οπισθοχώρησα τρομαγμένος… αλλά και με μια όμορφη δροσιά μέσα μου… το κεφάλι μου δεν έκαιγε πια, η φωτιά είχε σβήσει, μια παράξενη αίσθηση, σα να είχα καταλάβει, σα να ήξερα τι θα συνέβαινε το ξημέρωμα εκείνο, το ξημέρωμα που, έλεγα μέσα μου, όλα όσα ξέραμε και όσα θα έρχονταν θα ήταν πια τελείως διαφορετικά… σα να γεννιόταν ο κόσμος από την αρχή…

Ναι, σα να γεννιόταν ο κόσμος από την αρχή!

Ο Κορνήλιος Σένας κράτησε την υπόσχεσή του. Λίγες εβδομάδες μετά από κείνο το τρομερό βράδυ βρισκόμουν ξανά στη γενέθλια Αττική γη. Στο κτήμα των προγόνων μου, στον αδελφό μου, στην οικογένειά του που ήταν και δική μου.

Γερνούσα σαν απόμαχος του στρατού της Αυτοκρατορίας. Είχα ένα εισόδημα, λίγη δική μου γη και απέραντη μοναξιά.

Τα παιδιά του αδερφού μου, πότε πότε, σαν ερχόταν η άνοιξη με κοιτούσαν με περιέργεια στο πρόσωπο.

«Πες μας για το σημάδι σου θείε», με ρωτούσαν και ήθελαν να το αγγίξουν. Τους προξενούσε έκπληξη που κάθε χρόνο, την ίδια εποχή, εμφανιζόταν ένα παράξενο κόκκινο σημάδι, εκεί, πάνω από τα μάτια μου και λίγο δεξιά… κάποιοι έλεγαν ότι έμοιαζε με χτύπημα από σπαθί, κάποιοι ότι ήταν αντίδραση του οργανισμού μου στην άνοιξη, κάποιοι πάλι, που μπορούσαν να δουν καλύτερα, έλεγαν πως έμοιαζε με ένα μικρό, φλεγόμενο σταυρό.