ΤΟ ΒΥΣΜΑ ΘΕΛΕΙ ΠΕΙΣΜΑ

 

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΕΝΟΣ ΑΓΝΟΥ ΝΕΟΥ

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΡΩΜΕΡΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

 

ΕΝΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΕΡΩΤΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΘΡΙΛΛΕΡ!

 

 

Αν έχεις βύσμα διάβαινε

          Είχα ακούσει ότι για να πετύχεις στη ζωή σου πρέπει να έχεις ικανότητες και πολλά προσόντα. Στην αρχή νόμιζα κι εγώ όπως τόσοι και τόσοι άλλοι ότι αυτά τα προσόντα έχουν σχέση με την μόρφωση, το ήθος και την τιμιότητα.

          Καμία σχέση. Όλα αυτά μπορεί και να σε χαντακώσουν μια μέρα.

          Χρειάζονται βέβαια κάποια πτυχία, κάποιες ξένες γλώσσες το βασικότερο όμως είναι το... βύσμα! Ή, ακόμα καλύτερα, πολλά και καλά βύσματα -οι παλιοί τα λένε 'δόντια'. Αν δεν έχεις βύσμα και σπουδάζεις, το καλύτερο είναι να παρατήσεις αμέσως τις σπουδές και να ψάξεις να βρεις ένα βύσμα. Αν πάλι ψάχνεις δουλειά και λιώνεις τα παπούτσια σου στα πήγαιν-έλα με το στυλό στο χέρι και το σταυρό στο άλλο χέρι, την έκανες. Πρέπει να... βυσματωθείς και μάλιστα αμέσως! Κάθε χρονοτριβή μπορεί και να αποβεί μοιραία!

          Ένα καλό βύσμα ισοδυναμεί τουλάχιστον με τρία πτυχία ΑΕΙ, όπως ξέρουν όλοι οι κινούμενοι στους νόμους της 'ελεύθερης αγοράς'.

          Πως βρίσκεις όμως ένα βύσμα και μάλιστα καλό αν δεν έχεις; Ιδού η απορία κύριοι! Την οποία φρόντισε να μου την λύσει ο αγαπημένος μου θείος Ευάγγελος.

          Ο αξιολάτρευτος θείος Ευάγγελος.

          "Να πας να γραφτείς σε ένα Κόμμα. Σε ένα μεγάλο Κόμμα, εν ανάγκη, άντε και σε κανένα μικρότερο, οπωσδήποτε όμως να πας να γραφτείς. Εκεί θα γνωρίσεις τους δυνατούς, βουλευτές, πολιτικάντηδες και παρατρεχάμενους. Μόνο έτσι έχεις ελπίδες παιδί μου. Τι κέρδισα κι εγώ που έφαγα όλη μου τη ζωή στα τρένα και στους μεθοριακούς σταθμούς; Ήθελα να το παίξω 'αγωνιστής' βλέπεις, ν' αλλάξω τον κόσμο. Και τα βλέπεις τα καζάντια μου..."

          Ο σοφός θείος Ευάγγελος. Συνταξιούχος σιδηροδρομικός. Πολύ καλός άνθρωπος, παλιός αριστερός, στο ΕΑΜ κλπ, έφαγε τις εξορίες με το κουτάλι.

          "Και αν πιστεύεις άλλα, κράτα τα για τον εαυτό σου. Πιάσε μια δουλειά στο Δημόσιο, καλή δουλειά κι ύστερα γράφ' τους εκεί κάτω...".

          Ο γλυκός θείος Ευάγγελος. Που ποτέ δεν είδε το θέατρο, τη διασκέδαση, την πολυτέλεια. Μια ζωή κυνηγημένος, μια ζωή στα βουνά και στα λαγκάδια. Και μ' ένα πόδι αχρηστευμένο από τα νιάτα του.

          "...το Δημόσιο παιδί μου, το Δημόσιο, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, τα λεφτά σου σίγουρα, κι ύστερα απ' έξω. κάνεις ό,τι εσύ θέλεις..."

          "Και σε ποιο Κόμμα δηλαδή να πάω να γραφτώ θείε;", τον ρώτησα.

          Ο θείος Ευάγγελος ξεφύσηξε.

          "Να πας πρώτα στη Ν.Δ. Αυτοί έχουν τα λεφτά. Φασίστες είναι, εντάξει, αλλά εσένα να μην σε νοιάζει. Να κοιτάξεις το 'συμφέρο' σου. Και είναι και στα πράγματα. Θα μου πεις αύριο θα είναι το ΠΑΣΟΚ στα πράγματα, όμως, να το ξέρεις, όλοι οι λακέδες του κράτους είναι δεξιοί. Αλλά εσύ δεν θα τους λογαριάσεις".

          "Μα..."

          "Δεν έχει μα και ξε-μα. Άκου και μένα που είδαν τόσα τα ματάκια μου. Αφού έτσι είναι η μουσική, έτσι θα χορέψουμε. Άντε και καλή επιτυχία"

          Έτσι αποφάσισα κι εγώ να ξεκινήσω την περιοδεία μου από τα Κόμματα με πρώτο σταθμό την Νέα Δημοκρατία.

 

Ανήκομεν εις την Δύσιν

          Δεν δυσκολεύτηκα και πολύ να κλείσω ένα ραντεβού με την αρμόδια Επιτροπή που θα εξέταζε την πρόθεσή μου να γίνω μέλος του Κόμματος. Ήταν και ιδιαίτερα ευγενικοί μάλιστα. Τους είπα και ένα παραμύθι ότι ο παππούς μου είχε πολεμήσει με τον Ζέρβα κάποτε και επέσπευσαν τις διαδικασίες.

          Και μου έκλεισαν το ραντεβού.

 

          Την παραμονή είχα μεγάλο τρακ. Επισκέφτηκα τον θείο Ευάγγελο για χρήσιμες συμβουλές.

          "Μπράβο, καλά έκανες. Να προσέχεις, μην είσαι φλύαρος, μην κάνεις τον εξυπνάκια. Και να φορέσεις μπλε πουκάμισο".

          "Μα, δεν έχω".

          "Να αγοράσεις παιδί μου. Κι ύστερα έλα να μου πεις τι έγινε"

 

          Την επόμενη μέρα κι αφού φρόντισα πρώτα να αγοράσω ένα μπλε πουκάμισο, κίνησα για τα Γραφεία, στη θρυλική Ρηγίλλης. Το τρακ μου είχε αυξηθεί επικίνδυνα.

          Με υποδέχτηκε στα Κεντρικά ένας κουστουμαρισμένος τύπος με ένα κινητό στο χέρι και με οδήγησε έξω από την αίθουσα της Επιτροπής.

          "Περίμενε εδώ", είπε ξερά και έφυγε. Δεν περίμενα πολύ. Μια κοπέλα, ήρθε από πάνω μου κρατώντας ένα μπλοκ κι αφού με κοίταξε από κορυφής έως ονύχων και έκανε ένα μορφασμό σαν να έλεγε 'τέλος πάντων', με άρχισε στις ερωτήσεις.

          "Είστε ο Μ… Α…;"

          "Μάλιστα"

          "Πολιτικός Μηχανικός;"

          "Μάλιστα"

          "Έχετε ξανάρθει απ' το Κόμμα;"

          "Όχι, πρώτη φορά είναι"

          "Μάλιστα. Θα σας δεχτούν σε λίγο".

          "Ευχαριστώ"

 

          Όταν άνοιξε η μεγάλη δίφυλλη πόρτα, δέχθηκα το πρώτο σοκ. Απέναντί μου σε ένα τεράστιο τραπέζι όλη η ηγεσία της Ν.Δ. σε παράταξη να με κοιτάζει! Τι ήταν κι αυτό, τα χρειάστηκα, νόμιζα ότι ξαναπάω φαντάρος!

          "Πέρασε, πέρασε", μου είπε ευγενικά ένας μουστακαλής κύριος με γυαλιά στο κέντρο του τραπεζιού. Ήταν ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης! Ναι, ο ίδιος ο Υπουργός. Τι ήταν κι αυτό Χριστέ μου!

          "Κάθισε", μου είπε ο αμέσως εκ δεξιών του που δεν ήταν άλλος από τον Βουλγαράκη!

          Κάθισα σε μια καρέκλα απέναντι στην επιτροπή. Μόνος απέναντι στα θηρία. Μαμά!

          Και σε λίγο εισήλθε και η αυτού εξοχότης, Γραμματέας της Κ.Ε., ο Λευτέρης Ζαγορίτης!! Ε, πως γλίτωσα το λιποθυμικό επεισόδιο είναι θαύμα!  

          "Βλέπω, τα έχεις κι εσύ τα κιλάκια σου", αστειεύτηκε ο Γραμματέας του Κόμματος και χαμογέλασα.

          Ένας τύπος δίπλα στον Βουλγαράκη που δεν τον είχα ξαναδεί, άνοιξε ένα φάκελο.

          "Μ… Α…, Πολιτικός Μηχανικός;"

          "Μάλιστα"

          "Μήπως έχεις τρακ;" με ρώτησε ο Ζαγορίτης.

          "Ε, λιγάκι"

          "Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά. Λίγες ερωτήσεις μονάχα θα σου κάνουμε. Εύκολες. Ας ξεκινήσουμε Νάσο."

          Σε λίγο ο τύπος δίπλα στον Βουλγαράκη -ο κος Νάσος- έβγαλε μια σελίδα και με κοίταξε με ύφος δικαστή της Χούντας.

          "Γιατί θέλετε να μπείτε στο Κόμμα κε Μ…;"

          Ωχ, αρχίσαν οι πληθυντικοί!

          "Να σας πω...βασικά...εδώ και καιρό το σκέφτομαι σοβαρά"

          "Τι σκέφτεστε;"

          "Να έρθω απ'τα Γραφεία σας"

          "Και να που το αποφασίσατε", είπε ο Βουλγαράκης.

          "Ναι...τελικά, την πήρα την απόφαση"

          "Μόνος;", ρώτησε ο Μεϊμαράκης.

          "Εεε, ναι, δηλαδή, όχι ακριβώς...με βοήθησε κι ένας θείος μου"

          "Α, μάλιστα"

          "Είστε άνεργος κε Μ…;", πήρε πάλι πάσα αυτός ο αντιπαθητικός ο κος Νάσος.

          "Εεε, κοιτάξτε, περίπου, δηλαδή..."

          "Και μήπως επειδή είστε άνεργος..."

          "Νάσο, μην φτάσουμε εκεί", παρενέβη λυτρωτικά ο Βουλγαράκης και πήρε αυτός σειρά.

          "Όπως καταλαβαίνεις Αντώνη, είμαστε λίγο καχύποπτοι. Βλέπεις, διάφοροι τυχάρπαστοι καιροσκόποι σκέφτονται να μπουν σ' ένα Κόμμα και μάλιστα σε ένα μεγάλο Κόμμα μπας και εξασφαλίσουν το μέλλον τους. Εσύ φυσικά δεν είσαι απ' αυτούς, σωστά;"

          Μου είχαν λυθεί τα γόνατα. Είχα ιδρώσει.

          Και τότε, πριν απαντήσω, ο Γραμματέας εξαπέστειλε τον πρώτο πύραυλο.

          "Τι γνώμη έχεις για τον Ριζοσπαστικό Φιλελευθερισμό;"

          "Πως το είπατε;"

          "Στην Ιδρυτική Διακήρυξη του Κόμματος", ανέλαβε να με ξεσκονίσει τώρα ο σιχαμερός κος Νάσος, "αναφέρεται ότι το Κόμμα έχει σαν βασική ιδεολογία τον Ριζοσπαστικό Φιλελευθερισμό. Τι γνώμη έχεις εσύ;"

          Μια στον ενικό, μια στον πληθυντικό, πολύ με παίζουν τα καθίκια! Μου φαίνεται ότι...

          "Για τους νόμους της Ελεύθερης Αγοράς, τι πιστεύεις;", ήρθε αμέσως ο δεύτερος πύραυλος πριν καν καταφέρω να αποκρούσω τον πρώτο. Κι ακολούθησαν αμέτρητοι ακόμα...

          "Δεν πιστεύω να ήσουν ποτέ Αριστερός"

          "Ποιός παππούς σου πολέμησε στον Εμφύλιο;"

          "Στο Πολυτεχνείο φυσικά θα πρέπει να ψήφιζες ΔΑΠ"

          Οι πύραυλοι τώρα έπεφταν βροχή, δεν προλάβαινα να βγάλω λέξη. Τα είχα πάρει. Θα τους τα έλεγα χύμα.

          "Λοιπόν, κοιτάξτε...", ξεκίνησα να λέω, αλλά με διέκοψε ο Βουλγαράκης.

          "Έχεις την διάθεση να προπαγανδίσεις τις ιδέες του Κόμματος στο περιβάλλον σου, στους φίλους σου, κλπ;"

          "Μήπως βλέπεις συχνά Τηλε-Αστυ;"

          "Για την Ευγενία Μανωλίδου τι γνώμη έχεις;"

          Η αδρεναλίνη μου ανέβαινε. Ένιωθα κιόλας καλύτερα. Το τρακ είχε εξαφανιστεί.

          "Ο λόγος για τον οποίο...", ξεκίνησα πάλι να λέω.

          "Θα πρέπει να ξέρεις φυσικά ότι στην αρχή θα ξεκινήσεις από χαμηλά. Έχεις κάνει ποτέ σου αφισοκόλληση;"

          Εκεί ήταν που ξεχείλισε το ποτήρι. Και τους τα είπα όλα! Όσα μου είχε πει ο θείος Ευάγγελος, όλα όσα με είχαν αναγκάσει να περάσω αυτή τη φριχτή δοκιμασία! Με άκουγαν εκστατικοί και ειδικά ο αηδιαστικός κος Νάσος, ο κωλογιάπις του κερατά είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Σίγουρα δεν πίστευε στ' αυτιά του.

          Και κατέληξα ως εξής:

          "...κι ύστερα απ' όλα αυτά κι επειδή λίγο με κόφτει για το Κόμμα σας, τον Φιλελευθερισμό σας κι όλες αυτές τις κρυάδες, ένα έχω να σου πω Γραμματέα με το ξέφωτο στο κεφάλι σε σένα και τους όμοιούς σου: Στις εκλογές θα πάτε άπατοι!"

          "ΕΞΩ! ΕΞΩ, ΑΛΗΤΗ!", σηκώθηκε τρέμοντας από σύγχυση ο κος Νάσος και η γραβάτα του κόντευε να τον πνίξει. Ο Βουλγαράκης κοίταγε τον Μεϊμαράκη κι ο τελευταίος έξυνε το κεφάλι του...

          Το μόνο που σκεφτόμουν βγαίνοντας απ' τα Γραφεία ήταν πως θα ξεφορτωνόμουν το ωραίο, καινούργιο μου μπλε πουκάμισο.

 

 

Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο...

          Γύρισα στο σπίτι. Ένιωθα υπέροχα. Έπρεπε να τα πω όμως και στον θείο Ευάγγελο. Αυτό ήταν πραγματικά δύσκολο. Με περίμενε όμως. Δεν μπορούσα να τον στήσω. Με βαριά βήματα έφτασα ως το σπίτι του.

          Με άκουσε με προσοχή. Στο τέλος ξεφύσηξε αναστενάζοντας.

          "Τα' κανες θάλασσα ανηψούδι. Θάλασσα! Μόνο που δεν τους πετροβόλησες κιόλα!"

          Διέκρινα όμως στο βλέμμα του και μια αχνή λάμψη ικανοποίησης.

          "Τέλος πάντων. Το αίμα νερό δεν γίνεται. Τα καλά τα δικά μου και του πατέρα σου κληρονόμησες. Αγύριστο κεφάλι!"

          "Και τώρα, τι κάνουμε τώρα θείο;", τον ρώτησα.

          "Τώρα, όπως τα' κανες πρέπει να το βάλεις βουρ για το ΠΑΣΟΚ! Τελικά, εγώ έκανα το λάθος, απ' την αρχή κει έπρεπε να πας. Τι δουλειά έχουμε μεις με τους 'μαύρους'...ναι, εκεί θα πας, αυτοί είναι αλλιώς, ντάξει, σκατά τα' χουνε κάνει, πλακάκια με το κεφάλαιο, αλλά κάτι τις τίμιο θα τους έχει μείνει...Αύριο κιόλα, μη το αμελήσεις"

          "Μα θείε..."

          "Σους, λίγα λόγια, άντε, φεύγα τώρα να δω κι εγώ τις ειδήσες"

          Κι έφυγα.

 

          Με αυτούς του ΠΑΣΟΚ δυσκολεύτηκα λίγο να κλείσω ένα ραντεβού. Βλέπεις, 20 χρόνια στη κυβέρνηση, μετά 5 χρόνια στην αντιπολίτευση, είχαν τρομερή καχυποψία. Άσε που τώρα έβλεπαν πάλι τα ποσοστά τους να ανεβαίνουν είχαν πάθει ψηλομυτίαση. Και στο κάτω κάτω τι τους έκοφτε αν ένας νέος με οράματα κι ελπίδες ήθελε να μπει στο Κόμμα τους;

          Πάντως, τα κατάφερα. Και την ημέρα και ώρα που μου είπαν, βρισκόμουν φορώντας βέβαια ένα ωραίο πράσινο μπλουζάκι –δεν χρειάστηκε να μου το θυμίσει ο θείος αυτό- έξω από τα Κεντρικά στην Ιπποκράτους, στα νέα Γραφεία. Βέβαια εγώ θα προτιμούσα την περίφημη και ιστορική «Χαριλάου Τρικούπη» αλλά στο χωροταξικό θα κολλήσουμε τώρα;

          Ένας μουστακαλής με βαριεστημένο ύφος με υποδέχτηκε και με οδήγησε στον πάνω όροφο, έξω από το Γραφείο του Γραμματέα του Εθνικού Συμβουλίου, του ίδιου του κου Ραγκούση! Μανούλα μου, τι μου’μελλε να ζήσω πάλι!

          "Εδώ θα περιμένεις", μου είπε.

          "Ξέρω, ξέρω", κάπου τα είχα ξανακούσει αυτά.

          Γύρω μου περνούσαν διάφοροι τύποι, ντυμένοι με ένα πουκάμισο ανοιχτό και κρατώντας διάφορα χαρτιά στα χέρια. Το πιο ενδιαφέρον ήταν οι χαιρετισμοί που αντάλλαζαν μεταξύ τους.

          "Γεια σου σύντροφε"

          "Καλημέρα σύντροφε"

          "Χαιρετίσματα στην κουμπάρα, σύντροφε"

          Σε λίγο οι διάφοροι σύντροφοι χάθηκαν και άνοιξε η πόρτα του Ραγκούση.

          "Περάστε", ακούστηκε μια φωνή από μέσα.

          Και πέρασα.

          Με υποδέχτηκαν, ο ίδιος ο Γραμματέας –που φορούσε και πράσινη γραβάτα, μια κοπέλα που θα πρέπει να ήταν η γραμματέας του Γραμματέα και κάποιος άλλος, μάλλον κάποιος... γραμματέας κι αυτός!

          "Κάθισε", μου είπε φιλικότατα ο Ραγκούσης.

          Και κάθισα.

          "Βλέπω ότι είσαι νευρικός. Δεν πρέπει όμως. Στο ΠΑΣΟΚ είμαστε όλοι..."

          "Σύντροφοι!", τον πρόλαβα.

          "Σωστά", είπε χαμογελώντας, "που σημαίνει ότι δεν έχουμε ψεύτικες τυπικότητες και τα λοιπά. Εδώ μέσα φίλε μου είναι το σπίτι του Σοσιαλισμού"

          Κι εγώ που νόμιζα ότι είναι του ΠΑΣΟΚ, σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα.

          Οι πρώτες κουβέντες ήταν γύρω από το βιογραφικό μου σημείωμα. Ύστερα από λίγο άρχισαν τα ωραία.

          "Για πες μας λοιπόν Αντώνη, τι γνώμη έχεις για την Ιδρυτική της 3ης του Σεπτέμβρη;" 

          "Να σας πω..."

          "Βέβαια", με διέκοψε ο Γραμματέας, "μπορεί σήμερα, στο πνεύμα του 21ου αιώνα και της Πράσινης Ανάπτυξης να σου φαίνονται όλα αυτά περί 'σοσιαλιστικού μετασχηματισμού' κλπ, κάπως ξεπερασμένα, σωστά; Περάσαμε και τη φάση του εκσυγχρονισμού φυσικά…"

          Μάλλον με ψάρευε ο τύπος αν γουστάρω τον Σημίτη, τον Βενιζέλο ή τον Παπανδρέου. Με ποιο… ρεύμα σκέψης ήμουν άραγε; Ή μην και είχα μείνει στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα;

          Αποφάσισα να τα μασήσω.

          "Για να πω και την αλήθεια, ένας σοσιαλιστικός μετασχηματισμός με πνεύμα μπόλικου εκσυγχρονισμού αλλά στο πνεύμα της Πράσινης Ανάπτυξης δεν θα έβλαπτε καθόλου, ειδικά αν συνδυαζόταν με τις αρχές της αγοράς και τον ελεγχόμενο κρατικό παρεμβατισμό!!!"

          Ο Γραμματέας με κοίταξε κάπως ψιλοχαμένος αλλά και αποφάσισε να συνεχίσει.

          "Μάλιστα, εμμ... ας πάμε παρακάτω. Τι γνώμη έχεις για το μεγάλο έργο της κυβέρνησης Σημίτη;"

          Εδώ είναι που θα'πρεπε να τα μπουρδουκλώσω.

          "Να σας πω, είναι ένα έργο ουσίας και πρέπει να... αρχίσει αμέσως!"

          Ο Γραμματέας με κοίταζε καλά καλά.

          "Για τον Ανδρέα Παπανδρέου, την μεγαλύτερη φυσιογνωμία του 20ου αιώνα, τι άποψη έχεις;"

          "Νομίζω ότι με κάλυψε απολύτως η θέση σας"

          "Το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ το έχεις διαβάσει;"

          "Έχω χάσει τα γυαλιά μου ξέρετε..."

          Η πολιτική μου ήταν σαφής: 'λέγε χωρίς να λες τίποτα'. Και το πράγμα είχε αρχίσει να με διασκεδάζει.

          "Γνωρίζεις τις αρχές του Κινήματος;"

          "Όχι μόνο τις αρχές αλλά και τις μέσες και το τέλος. Μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή βέβαια, αλλά..."

          "Συμφωνείς με το Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα;"

          "Νομίζω ότι συγκλίνει απόλυτα και με τις δικές μου...αντιρρήσεις για όλα τα υπόλοιπα που έχουν περιληφθεί σ'αυτόν τον κατά τ'άλλα έξοχο αφορισμό!"

          Ο Ραγκούσης έξυνε μανιωδώς το κεφάλι του. Κόντευε να ξεπετσιαστεί! Οι δε άλλοι δύο δίπλα του, είχαν ήδη παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να με παρακολουθήσουν.

          "Για μια προοπτική ευρείας κοινωνικής και πολιτικής συνεργασίας ώστε η πολιτική μας να αποκτήσει ισχυρή κοινωνική πλειοψηφία, τι γνώμη έχεις;"

          "Παραμένω αμετακίνητος σε όσα έχω πει ως τώρα!"

          Δεν άντεξε ο άνθρωπος.

          "ΑΡΚΕΤΑ! Μας πουλάς παραμύθια τόση ώρα άνθρωπέ μου και καθόμαστε και σ'ακούμε! Τι στο διάολο, πράκτορας της Συντήρησης είσαι;"

          Μου ήρθε να του υπενθυμίσω ότι εκτός από την συντήρηση υπάρχει και η κατάψυξη, αλλά κρατήθηκα στο ύψος μου!

          "Δεν γίνεσαι δεκτός στο Κίνημα! Με σύγχυσες! Καλημέρα!"

          Δεν είχα θυμώσει καθόλου. Αντίθετα είχα περάσει πολύ ωραία και έφυγα με το χαμόγελο στα χείλη. Ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία με την ηγεσία του Κινήματος που μου απέδειξε τι εστί σοσιαλισμός και πως να... τον αποφεύγετε!

          Ποιος θα άκουγε τον θείο Ευάγγελο όμως;

 

          Τον πέτυχα να διαβάζει Ριζοσπάστη και να καπνίζει την πανάρχαια πίπα του.

          "Νόμιζα ότι τον είχες κόψει τον καπνό θείε."

          "Ασ'τα αυτά και λέγε. Πως πήγαμε;"

          "Να σου πω θείε μου, αν δεν τα είχα πάει τόσο πολύ χάλια, θα μπορούσες άνετα να πεις ότι επρόκειτο περί θριάμβου!"

          Ο θείος μού' ριξε ένα βλέμμα λες κι έβλεπε τρελό.

          "Τά' χεις χάσει ανιψιέ τελείως μου φαίνεται. Τι έγινε μωρέ; Λέγε καθαρά! Σε πήραν;"

          "Όχι, εγώ τους πήρα!"

          "Που τους πήρες εσύ;"

          "Στο ψιλό θείε μου! Μα, τι άλλο να κάνω; Μαλακίες μου έλεγαν, μαλακίες τους απαντούσα"

          Ο θείος έκρυψε το πρόσωπό του με την παλάμη του.

          "Ωχου μωρέ, τι θα κάνω με σένα, τι θα κάνω;"

          "Τι άλλα Κόμματα έχει η Βουλή θείε μου;"

          "Μωρέ στ' αστεία το' χεις πάρει, αποτρελάθηκες; Πως θα βρεις δουλειά μωρέ, πως θα βρεις μέσο; Αχ, αχ!"

          "Γιατί αναστενάζεις θείε μου; Μην σε απασχολεί. Θα πάω στο Κόμμα"

          "Ποιο κόμμα μωρέ θεόμουρλε;"

          "Ένα είναι το Κόμμα θείε!"

          Τα μάτια του θείου μεγάλωσαν ξαφνικά και η όψη του πήρε μια έκφραση οργής και αγανάκτησης.

          "Δεν θα πας εκεί πέρα! Πάει και τέλειωσε! Δεν μας φτάνουν όσα πάθαμε ο πατέρας σου κι εγώ..."

          "Άσε με θείε να πάω κι εκεί. Στο κάτω κάτω, σήμερα δεν έχουμε πια χούντα και εξορίες. Έχουμε δημοκρατία"

          "Σκατά στα μούτρα τους έχουμε μωρέ! Τούτοι δεν αλλάζουν, ίδιοι είναι... τέλος πάντων. Να το σκεφτείς καλά, πολύ καλά. Αυτό έχω μονάχα να σου πω. Και να έχεις δύναμη και κουράγιο. Γιατί, να ξέρεις, το σωστό και δίκαιο όταν κάνεις, σε περιμένουν πολλά βάσανα..."

          Ο σοφός θείος Ευάγγελος. Ήξερα πόσο πολύ είχε υποφέρει αλλά και πόσο περήφανος ήταν που είχα τελικά καταλήξει να γίνω ένας συνειδητός αγωνιστής και σύντροφος!

 

 

Αβάντι πόπολο, παντιέρα ρόσα...

          Έπρεπε να πάρω λοιπόν τον Ηλεκτρικό για Περισσό.

          Από το τηλέφωνο μου είπαν ότι θα με δεχόταν κάποια κα Τσαούση, ανώτερο στέλεχος και υπεύθυνη του Τομέα Διαφώτισης του ΚΚΕ. "Υπεύθυνη του Τομέα Διαφώτισης"! Ουάου! Θα πρέπει να ήταν βαρβάτο στέλεχος πραγματικά αυτή η κα Τσαούση. Θα προτιμούσα βέβαια την Παπαρήγα, τον Χαλβατζή, άντε να συμβιβαζόμουν με έναν Σκυλλάκο, αλλά όπως φαίνεται εκεί στο ΚΚΕ έχουν άλλη αντίληψη για την υποδοχή νέων μελών. Καχυποψία και άγιος ο Θεός!

          Τέλος πάντων. Το ραντεβού το έκλεισα. Και με ανάμικτα συναισθήματα ξεκίνησα για το 'Σπίτι του Λαού'.

          Οφείλω να ομολογήσω ότι το κτίριο με εντυπωσίασε. Πολύ σφυροδρέπανο βέβαια βρε παιδί μου! Στην είσοδο με υποδέχτηκε κάποιος νεαρός με καρό πουκάμισο και φθαρμένο τζην.

          "Καλημέρα", μου είπε και μου έσφιξε το χέρι. "Η συντρόφισσα Τσαούση σε περιμένει".

          Τον ευχαρίστησα και τον ακολούθησα. Κάποια στιγμή σταματήσαμε έξω από μια αίθουσα. Πάνω στην συρόμενη πόρτα υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε "ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΗΣ. ΥΠΕΥΘΥΝΗ Τσαούση Κατ." Εδώ είμαστε λοιπόν.

          "Περίμενε ένα λεπτάκι", μου είπε ο σύνοδός μου και άνοιξε την πόρτα. Την ξανάκλεισε πίσω του και έμεινα να κοιτάζω τα διάφορα γραφεία και τους διερχόμενους στον διάδρομο. Κάποια στιγμή μάλιστα, κάποια κοπέλα που κρατούσε στο χέρι της μια μακέτα με μηνύματα του ΚΚΕ, σταμάτησε και με κοίταξε με ένα κάπως απορημένο ύφος.

          "Καλημέρα σύντροφε", μου είπε.

          "Καλημέρα, ξέρετε όμως..."

          "Καινούργιος; Δεν σ'έχω ξαναδεί"

          "Εεε, περίπου, δηλαδή..."

          "Την κα Τσαούση περιμένεις;"

          "Μάλιστα"

          "Ωχ!"

          "Ωχ; Τι εννοείτε μ'αυτό το ωχ;"

          "Τίποτα, τίποτα, άντε, γεια!"

          Τι ήταν πάλι κι αυτό! Και πως θα έπρεπε να το εκλάβω; Μάλλον ως ένα κακό οιωνό. Απ' ότι φάνηκε στην έκφραση της κοπέλας, αυτή η κα Τσαούση θα πρέπει να ήταν πολύ σκληρό 'κομματόσκυλο'. Η νευρικότητα εγκαταστάθηκε και πάλι στα παλιά της λημέρια και ένιωσα την ανάγκη να ανάψω ένα τσιγάρο.

          Δεν το αποτόλμησα.

          Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο σύνοδός μου με ένα μειδίαμα στα χείλη.

          "Πέρασε", μου είπε.

          Μπήκα στην αίθουσα που μου φάνηκε ιδιαίτερα μεγάλη. Υπήρχαν τρία γραφεία σε κάθε τοίχο, δεξιά κι αριστερά, με κοπέλες που δούλευαν πάνω από ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Δεν μου έδωσαν σημασία. Στο τέλος της αίθουσας αυτής υπήρχε μια άλλη πόρτα. Εκεί προφανώς ήταν το γραφείο της μεγαλόσχημης κας Τσαούση.

          Χτύπησα μια φορά την πόρτα και την άνοιξα. Το γραφείο ήταν μεγάλο αλλά όμορφα επιπλωμένο χωρίς εξεζητημένη πολυτέλεια. Σε όλους τους τοίχους υπήρχαν πορτραίτα διάσημων ηγετών και διανοούμενων του αριστερού χώρου. Μια τεράστια προσωπογραφία του Μαρξ δέσποζε ακριβώς απέναντι από την πόρτα.

          "Πέρασε", άκουσα μια ευγενική προτροπή. Αριστερά μου, καθισμένη πίσω από ένα μεγάλο γραφείο, η κα Τσαούση. Με κοίταζε με διακριτικά ερευνητικό μάτι. Το προπονημένο εκείνο βλέμμα του κομμουνιστή απέναντι στους εχθρούς του λαού, σκέφτηκα.

          "Κάθισε", μου πρότεινε αμέσως.

          Και κάθισα ακριβώς απέναντί της.

          "Κατ' αρχάς πως είναι ο θείος σου;"

          "Ο θείος Ευάγγελος εννοείτε;"

          "Μα, φυσικά! Είναι καλά;"

          "Θα έλεγα ότι τα καταφέρνει".

          "Ωραία".

          "Ναι, αλλά…" και η ερώτηση που ανέβηκε στα χείλη μου (που τον ξερετε εσείς το θείο μου;) κατεπνίγη βιαίως. Φυσικά και γνώριζαν το θείο μου τον Ευάγγελο, αφού πριν μου κλείσουν το ραντεβού τους είχα δώσει πλήρες βιογραφικό;

          "Συμβαίνει κάτι;"

          Η φωνή της πρόδιδε αμέσως τον χαρακτήρα αυτής της γυναίκας. Αποφασιστικότητα, δυναμισμός, ατέλειωτες ώρες σε διαδηλώσεις, νύχτες ολόκληρες ξάγρυπνη σε καταλήψεις και χιλιόμετρα αναρίθμητα στους δρόμους σε διεκδικήσεις. Παρ' όλα αυτά όμως, η μου άρεσε αυτή η φωνή. Με ερέθιζε! Είχε ανάμικτη θηλυκότητα, αισθησιασμό και αυταρχικότητα. Συνδυασμός που σκοτώνει δηλαδή!

          "Ξέρεις, πρέπει να είσαι πολύ υπερήφανος για τον θείο σου. Ανήκει σε μια γενιά αγωνιστών που υπέφεραν τα πάνδεινα. Κι όμως δεν λύγισαν. Αλλά, τι στα λέω, όλα αυτά θα τα' χεις ακούσει πολλές φορές. Τσιγάρο;"

          Μου πρότεινε το πακέτο της και πήρα ένα τσιγάρο. Πάνω από το κεφάλι της ο Λένιν σε προφίλ, ατένιζε το μέλλον με το βλέμμα του οραματιστή και αυθεντικού ηγέτη. Για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να μας ακούσει και να μας βλέπει τώρα και ανατρίχιασα.

          Γύρισα πάλι το βλέμμα μου στην...ανακρίτριά μου. Μου άρεσε ο τρόπος που κάπνιζε. Και τα μάτια της μου άρεσαν. Ήταν ζεστά και εξέφραζαν έναν εσωτερικό κόσμο που θα με ενδιέφερε να ανιχνεύσω. Προς στιγμήν όμως εκείνη ήταν που θα ανίχνευε εμένα.

          Έβγαλε ένα χαρτί από ένα συρτάρι. Τού' ριξε μια φευγαλέα ματιά. Ύστερα έριξε μια ματιά σε μένα.

          "Αρκετά ενδιαφέρον βιογραφικό. Κι έχεις ασχοληθεί με πολλά πράγματα. Εκτός από πολιτική. Το αποφάσισες τελικά στα τριάντα τρία σου;". Η τελευταία αυτή ερώτηση συνοδεύτηκε από ένα χαμόγελο.

          "Για όλα τα πράγματα υπάρχει η πρώτη φορά, σωστά;"

          "Σωστά. Και η δική σου πρώτη φορά, ξεκίνησε από το ΚΚΕ;"

          Κάτι ήξερε αυτή πανέξυπνη και γοητευτική γυναίκα που με κοίταζε τώρα με νόημα και βλέμμα συνωμοτικό και είχε ρίξει τα δίχτυα τα μεγάλα. Και το περίεργο ήταν ότι δεν ήξερα αν ήθελα ή όχι να...πιαστώ.

          "Όχι. Και θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου -αν μου επιτρέπεις τον ενικό. Για να πω την όλη αλήθεια, δεν ξεκίνησα να έρθω στο Κόμμα σου από ιδεολογικές ανησυχίες και πλατιά οράματα. Άλλοι ήταν οι λόγοι και δεν ξέρω αν χρειάζεται να τους απαριθμήσω".

          Τώρα την συνέλαβα να με παρακολουθεί με προσοχή. Είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω μου και είχε βουλιάξει απολαυστικά στην πολυθρόνα της. Την ένιωθα πολύ πιο χαλαρή απ' ό,τι στην αρχή της κουβέντας. Ήταν φανερό ότι με είχε συμπαθήσει.

          "Εκτιμώ την ειλικρίνεια και τους ειλικρινείς ανθρώπους. Και δεν χρειάζεται να μου πεις περισσότερα. Παρ' ό,τι θα ήθελα να μου πεις κι άλλα πράγματα για σένα".

          Τώρα ήταν η σειρά μου να την καρφώσω. Κι όχι μόνο στα μάτια της. Το βλέμμα μου ξεκίνησε σαν ακτίνα λέιζερ να την 'χτενίζει' από τα μαλλιά της, το πρόσωπό της, τα χείλη της και να κατεβαίνει σιγά σιγά στο λαιμό της ως το πλούσιο μπούστο της. Μέσα από το πουκάμισο που φορούσε φανταζόμουν δύο όμορφα και προικισμένα στήθη να βαριαναστενάζουν από την...έλλειψη ζωτικού χώρου. Η σκέψη αυτή με ενόχλησε ανάμεσα στα πόδια μου και την απώθησα έστω και με κάποιο κόπο.

          Με είχε καταλάβει φυσικά. Και χαμογελούσε περίεργα.

          Τον λόγο όμως έπρεπε να τον πάρω εγώ. Ίσως έτσι έσπαγα και την αμηχανία.

          "Κι εγώ θα ήθελα να μάθω περισσότερα για σένα. Πολλά περισσότερα"

          "Τότε, τότε θα πρέπει να ξανασυναντηθούμε"

          "Όχι εδώ όμως φαντάζομαι"

          Μου χαμογέλασε σαν να είπα την μεγαλύτερη κουταμάρα του κόσμου.

          Και τότε χτύπησε η αναθεματισμένη η πόρτα.

          Νιώσαμε κι οι δυο σαν να επιστρέφαμε από ένα όμορφο όνειρο, σαν να μας προσγείωναν βίαια από ένα γλυκό και γεμάτο ερωτισμό ταξίδι.

          "Ποιος;", ρώτησε ενοχλημένη κι αυτό μου άρεσε.

          Η πόρτα άνοιξε και μια κοπέλα εμφανίστηκε δειλά στο άνοιγμα.

          "Αρχίζει το συμβούλιο σε λίγο. Μου είπαν να σας ειδοποιήσω".

          "Γαμώ το. Ξεχάστηκα εντελώς"

          Και η νωχελική, αισθησιακή Κατερίνα χάθηκε μονομιάς. Σε αντικατάσταση εμφανίστηκε η κα Τσαούση, η Υπεύθυνος του Τομέα Διαφώτισης.

          "Εντάξει Σοφία. Έρχομαι"

          Η κοπέλα έκλεισε διακριτικά την πόρτα και η Κατερίνα σηκώθηκε και ήρθε με αργά βήματα δίπλα μου. Σηκώθηκα κι εγώ. Ήταν ώρα να φύγω.

          "Ξέρεις...", πήγα να πω αλλά δεν ακολούθησε καμιά λέξη. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει περίεργα. Το φούσκωμα στο παντελόνι μου δεν έλεγε να εξαφανιστεί!        

          Έγραψε κάτι σ' ένα φύλλο χαρτί και ήρθε κοντά μου. Το άρωμά της με πλημμύρισε και γέμισε όλες μου τις αισθήσεις.

          "Το τηλέφωνό μου. Στο σπίτι"

          Πήρα το χαρτί και το δίπλωσα προσεκτικά. Για λίγα δευτερόλεπτα οι ματιές μας, σαν δυο τροχιές διασταυρώθηκαν και το χτυποκάρδι έγινε πιο έντονο. Ένιωθα το πρόσωπό μου να καίει.

          "Θα σου τηλεφωνήσω", της είπα και δεν μπόρεσα να βρω άλλες λέξεις. Δεν βρήκα το κουράγιο να την χαιρετίσω, να της αγγίξω καν το χέρι. Μονάχα ένα απλό 'γειά' καθώς άνοιγα την πόρτα του γραφείου της και την άφηνα να με κοιτάζει με χιλιάδες όμορφα πράγματα να πλανώνται στην ατμόσφαιρα. Ο ερωτισμός είχε επιστρέψει και θα κατοικούσε από κει και πέρα συνέχεια μέσα μου. Για το πιο γλυκό κορίτσι του κόσμου. Για εκείνη που κάποτε θα γινόταν η γυναίκα μου, ο σύντροφος της ζωής μου, ο άνθρωπός μου.

          Γύρισα στο σπίτι γεμάτος από κείνη. Ήταν η πιο περίεργη, η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου κι αυτό οφειλόταν...

 

          Οφειλόταν στον θείο Ευάγγελο και στις επίμονες συμβουλές του να βρω βύσμα για να προκόψω στη κοινωνία!

          Του άξιζε ένα φιλί και χιλιάδες ευχαριστώ.

          Όταν του διηγήθηκα το περιστατικό χαμογέλασε πονηρά και μου χάιδεψε στοργικά το κεφάλι.

          "Μπαγασάκο! Αχ, έτσι είναι τα νιάτα! Πως αλητεύει ο έρωτας και κοίτα ώρες που βρίσκει ο αναθεματισμένος να φωλιάζει στη καρδιά!"

          "Είμαι ευτυχισμένος θείε μου!"

          "Έστω και αν απέτυχες να βρεις αυτό που ήθελες όταν ξεκίναγες;"

          "Και ποιος σου είπε θείε μου ότι δεν το βρήκα;"

          Και χαμογελάσαμε κι οι δυο με νόημα.

 

 

* * *

Ιούνιος 2009

 

Διασκευάστηκε από μια πρωτογραφή του 1997