ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑ

 

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Πρωινή ώρα. Σε κάποιο σούπερ μάρκετ μιας γειτονιάς του Πειραιά.

Ο Ενδυμίων βρίσκεται στην ουρά για το ταμείο. Πίσω του ακόμη ένας.

Μπροστά του η νεαρή ταμίας πίσω από τον πάγκο της. Ο Ενδυμίωνας τη γνωρίζει. Αλεπουδίσιο βλέμμα, λεπτά χαρακτηριστικά, κότσο το μαλλί της.

ΤΑΜΙΑΣ

(χαμογελαστά)

Καλημέρα κε Ευδυμίωνα. Θυμάμαι καλά το όνομά σας;

Η νεαρή ταμίας τον κοιτά για μια στιγμή μονάχα στα μάτια, δεν περιμένει απάντηση και καταπιάνεται με το έργο της.

Δεν θα της πάρει πολύ. Όπως πάντα τα δικά του ψώνια είναι λιγοστά και τα δικά της χέρια ευκίνητα και ασκημένα.

Δεν κάνει τον κόπο να της διορθώσει το λάθος. Οι εννιά στους δέκα κάνουν το ίδιο λάθος ακόμη κι όταν τους έχει κάποια στιγμή επισημανθεί. Λες και υπάρχει μια αόρατη συνωμοσία.

ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Πώς είπες το όνομα;

Αυτή η ‘αναδυομένη’ είναι η καινούργια, η εντυπωσιακή, η ψηλή ξανθιά που ρωτά. Ήταν σκυμμένη τόση ώρα και τακτοποιούσε πράγματα κάτω από τον πάγκο.

ΤΑΜΙΑΣ

(περνώντας από το σαρωτή ένα ψωμί του τοστ)

Ποιο όνομα;

Η ξανθιά με το κάπως αναιδές ύφος και το αυτάρεσκο χαμόγελο της ασίγαστης όρεξης στα χείλη βλέπει τον πελάτη, την κοιτά στα μάτια κουρασμένα αλλά δεν πτοείται.

ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Ενδυλίωνα;

ΤΑΜΙΑΣ

(ελαφρώς εκνευρισμένη, περνώντας και το κουτί με τον καφέ και ανακοινώνοντας το τελικό ποσό)

Ευδυμίωνας… το όνομα του κυρίου, είναι και πελάτης μας.

ΠΕΛΑΤΗΣ

Το σωστό είναι Εβημίων… έτσι νομίζω

Αυτός είναι ο από πίσω που πετάχτηκε σαν αριστερό εξτρέμ ας πούμε που βλέπει την ευκαιρία να ‘μπουκάρει’ στην μεγάλη περιοχή και να σκοράρει.

Ο Ενδυμίων κοιτά το ρολόι του. Δέκα λεπτά μετά τις οχτώ. Ο κόσμος είχε κέφι πρωί πρωί. Και μάλιστα κέφι να κακοποιεί την ελληνική μυθολογία και το όνομά του.

ΤΑΜΙΑΣ

(με τα αλεπουδίσια μάτια της να ζωηρεύουν)

Όχι καλέ… τι Εβημίων… Ευδυμίων είναι… το θυμάμαι από το σχολείο.

Παίρνει τα χρήματα από τον πελάτη της που τους παρακολουθεί να ασελγούν στο όνομά του σιωπηλός και ετοιμάζεται να δώσει τα ρέστα. Στο μεταξύ το πάρτι δεν έχει τελειωμό γύρω του.

ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

(με ακατανίκητο χαμόγελο αυτοπεποίθησης)

Δεν θυμάσαι καλά… κάτσε να το γκουγκλάρω…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Το άγιο Γκούγκλ… ένα θαυματουργό εργαλείο… μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους τυφλούς όλου του κόσμου…

Ο Ενδυμίων παίρνει τα ρέστα του και αρχίζει να τακτοποιεί μαζί με την ταμία τα πράγματά του στην τσάντα του.

ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

(μελαγχολικά)

Ενδυμίων τελικά… όλοι σκατά τα κάναμε…

Και με φανερή αμηχανία αποσύρεται στο εσωτερικό του καταστήματος.

ΤΑΜΙΑΣ

(με απολογητικό βλέμμα)

Συγνώμη!

Ο Ενδυμίων της χαμογελά κουρασμένα αλλά με κατανόηση.

ΤΑΜΙΑΣ

Το έχετε συνηθίσει πια ε; Να κάνουν λάθος το όνομά σας…

Ο Ενδυμίων κουνά το κεφάλι του, δεν λέει τίποτε και με ένα στοχαστικό χαμόγελο αποχωρεί από το σούπερ μάρκετ.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Είσοδος της πολυκατοικίας.

Φτάνει ως την είσοδο της πολυκατοικίας, κουβαλώντας τη σακούλα του. Κι εκεί πέφτει σε… μπλόκο.

Είναι η διαχειρίστρια, η κα Σοφία (ή γκαουλάιτερ). Μόλις τον βλέπει κοντοστέκεται.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΑ

Καλημέρα κε Εδυμίωνα.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Παραπλανητικός πρωινός χαιρετισμός από τη γκαουλάιτερ.

Ο Ενδυμίωνας την πλησιάζει. Η κα Σοφία ισιώνει το σώμα της, βάζει το γλυκόπικρο ύφος της καημένης διαχειρίστριας που όλα τα υπομένει και για όλα φροντίζει και που κανείς δεν σκέφτεται τις ευθύνες της… κλπ, κλπ.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Πρέπει να περάσω το μπλόκο.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

(χαμογελαστός)

Καλημέρα κα Σοφία. Τι κάνει ο κος Πέτρος;

Το ερώτημά του ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. Η κα Σοφία επιδίδεται σε φλύαρη παράθεση λεπτομερειών από το σχοινοτενές ιατρικό δελτίο του κου Πέτρου που έχει το ζάχαρο και την πίεση κα τη μέση του και τους πόνους στις αρθρώσεις του και δεν λέει να εγκαταλείψει τα κουσούρια του και κλέβει κανένα γλυκό από το ψυγείο και έχει και νεύρα, το ζάχαρο βλέπεις και της φωνάζει και ο γιατρός βαρέθηκε να τον μαλώνει και η ίδια βαρέθηκε να τον νταντεύει τόσα χρόνια τώρα σαν μωρό, δεν ξέρει πως έπρεπε να προσέχει; Το ξέρει βέβαια αλλά θέλει να τη βασανίζει και να την εκμεταλλεύεται… κλπ, κλπ…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Δύσκολη μέρα ξεκίνησε.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

(με τη σακούλα του να τον βαραίνει όλο και περισσότερο και την υπομονή του να σώνεται όπως η άμμος στην κλεψύδρα)

Όλα θα πάνε καλά κα Σοφία… μην στενοχωριέστε.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ

Υπομονή, τι άλλο… οι μισοί να υπομένουμε κι οι άλλοι μισοί να επιμένουμε κε Εδυμίωνα… έτσι έλεγε ο πατέρας μου…

Δεν θα άντεχε νέο δελτίο με τίτλο ‘ποιος ήταν ο πατέρας μου’ που θα τον καθήλωνε όρθιο με την τσάντα στο χέρι για κανά μισάωρο ακόμη.

Το έχει περάσει το μπλόκο με επιτυχία και κατά βάθος τη συμπαθεί την κα Σοφία όμως… αποφασίζει να κάνει και την κίνηση ματ.

Πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής την ηλικιωμένη αλλά ξαναμμένη από τη συζήτηση γυναίκα, αγνοεί τη βαριά μυρωδιά που τρύπησε τα ρουθούνια του από τον ιδρώτα της και της αγγίζει τρυφερά τον ώμο.

Τούτο λειτουργεί αμέσως. Η γυναίκα παύει να φλυαρεί και την παίρνει το παράπονο. Σιωπά εντελώς και λίγο ακόμη είναι έτοιμη να αναλυθεί σε λυγμούς.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

(σε ενικό οικειότητας)

Είστε ένας εξαιρετικός άνθρωπος κα Σοφία…

Η γυναίκα ρουφάει τη μύτη της, δεν λέει άλλη λέξη και ετοιμάζεται να φύγει.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Την καλημέρα μου στον κο Πέτρο. Θα τα πούμε πάλι.

Κλείνει τη συζήτηση εκείνος και την αφήνει στην είσοδο της πολυκατοικίας να ψάχνει το μαντήλι της για να σκουπίσει τα υγρά της μάτια και τη μύτη της.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο σπίτι του Ενδυμίωνα.

Μπαίνει στο μικρό του διαμέρισμα με την λιτή αλλά κομψή και λειτουργική επίπλωση, νιώθοντας πως η σύντομη βόλτα ως το σούπερ μάρκετ είχε μεταβληθεί σε ένα μικρό μαραθώνιο.

Την κάρτα την είδε καθώς έβγαζε την Κόλα από τη σακούλα για να την βάλει στο ψυγείο. Είναι μια μικρή κρεμ επαγγελματική κάρτα

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

(με απορία)

Πώς βρέθηκε αυτό εδώ;

Μπαίνει στο υπνοδωμάτιο, κάθεται στην καρέκλα του και της αφιερώνει χρόνο και προσοχή.

Έχεις ένα ερώτημα

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

Τι σόι κάρτα είναι αυτή;

Συνοφρυώνεται. Στη μια πλευρά, ακριβώς στο κέντρο, με πλαγιαστή καλλιγραφική γραμματοσειρά αυτή η φράση… στην άλλη πλευρά τίποτα.

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

(με έκφραση αληθινής απορίας)

Τι διάολο συμβαίνει εδώ πέρα;

Προσπαθεί να ανακαλέσει όσα είχαν συμβεί στο σούπερ μάρκετ.

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

Να την έριξε κάποιος μέσα στη σακούλα μου; Ποιος όμως; Τρεις κι ο κούκος ήμασταν στο σούπερ μάρκετ.

Ξαφνικά θυμάται.

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

Υπήρχε βέβαια κι εκείνος που κάποια στιγμή ‘βγήκε’ σαν έξω αριστερά και είπε την εξυπνάδα του για το όνομά μου… Λες;

Κοίταξε ξανά το μικρό παραλληλόγραμμο καρτάκι.

Έχεις ένα ερώτημα

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

Δεν είναι ερώτηση… είναι μια έκφραση βεβαιότητας… ένας αφορισμός, ένας καταφατικός λογισμός. Μια διαπίστωση, μια ρήση, μια...

(πετώντας την κάρτα στον κάλαθο των αχρήστων)

Ανοησίες!

Αφήνει την καρτούλα μέσα στα σκουπίδια και αποφασίζει να ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά. Πρέπει να παραδώσει εκείνο το άρθρο που έχει υποσχεθεί στο περιοδικό για τη σχέση Νίτσε – Καζαντζάκη. Έπειτα είναι και η μετάφραση που δουλεύει για το φίλο του. Την έχει προχωρήσει αρκετά αλλά θέλει να κάνει καλή δουλειά.

Έχεις ένα ερώτημα

Η φράση έχει κολλήσει στο κεφάλι του.

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

(χαμογελώντας)

Ένα σωρό ερωτήματα έχω φίλε!

(τρίβει τα μάτια του, ξύνει το μούσι του)

Ας φτιάξω ένα καφέ. Ο καφές πάντα βοηθά στην επίλυση αινιγμάτων.

Μπαίνει στην κουζίνα, ανοίγει την καφετιέρα, παίρνει ένα φίλτρο από το ντουλάπι, αναζητά το κουτί με τον καφέ…

Έχεις ένα ερώτημα

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

(θυμωμένος)

Δεν πας στο γέρο διάολο λέω εγώ!

Παρατάει τα πάντα, βγαίνει από την κουζίνα, αρχίζει να περπατάει νευρικά μέσα στο σπίτι.

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

Δεν είμαστε καλά, δεν είμαστε καθόλου καλά…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Σε γειτονικό καφέ.

Η καφετέρια τούτη την ώρα είναι σχεδόν άδεια. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι σταθεροί πελάτες που αγαπούν την ησυχία για να απολαύσουν τον καφέ τους και τους βλέπει με μια εφημερίδα στο χέρι καθισμένους στις μόνιμες θέσεις τους.

Είναι η ώρα που η Νίκη τακτοποιεί, καθαρίζει και υποδέχεται νυσταγμένη τους πρωινούς, σιωπηλούς θαμώνες.

Ο Ενδυμίωνας κάθεται στην αγαπημένη του γωνιά. Αμέσως τον πλησιάζει η Νίκη.

ΝΙΚΗ

(με χαμόγελο)

Καλημέρα κύριε Εντυμίωνα.

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

(μονολογεί)

Η κα Σοφία μου κόβει το ‘ν’, η Νίκη μου βάζει κι ένα ‘τ’… Ο καθένας όπως το νιώθει.

(στη Νίκη)

Καλημέρα Νίκη.

ΝΙΚΗ

Να φέρω τον καφέ;

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Ναι… α, και…

Η καστανόξανθη κοπέλα με τα μεγάλα, ανοιχτόχρωμα μάτια, του χαμογελά καθώς τον βλέπει να κομπιάζει. Η Γεωργιανή καταγωγή της διαγράφεται στα ωραία ‘μήλα’ του προσώπου της όταν χαμογελά.

ΝΙΚΗ

Έχεις ερώτημα;

Τον αφήνει άναυδο.

ΝΙΚΗ

Συγνώμη… ερώτηση… θέλεις και κάτι άλλο;… μήπως ένα τοστ;

Η χλομή του έκφραση την ανησυχεί κάπως και τον κοιτά προσεκτικά.

ΝΙΚΗ

Κύριε Εντυμίωνα… όλα καλά;

Πετάγεται από τη θέση του, αγγίζει το μπράτσο της κοπέλας που τον παρακολουθεί απορημένη, δεν της λέει κουβέντα και τρέχει προς την έξοδο.

Χρειάζεται οξυγόνο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στην άκρη της μαρίνας όπου ελλιμενίζονται μικρά σκάφη. Ψαράδες, ερασιτέχνες κυρίως και βαρκάρηδες.

Κάθεται σε ένα παγκάκι. Χρειάζεται ηρεμία. Αρχές καλοκαιριού, ο καιρός είναι όμορφος, έχει δροσιά και τούτο το σημείο το ιδανικό.

Αρχίζει να παρατηρεί ολόγυρα. Δεν του είναι άγνωστο το μέρος.

ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Το τρεχαντήρι του πατέρα. Οι δυο τους να φεύγουν Σάββατο πρωί για Αίγινα και να γυρνούν Κυριακή βράδυ. Σαββατοκύριακα μιας άλλης, ευτυχισμένης εποχής.

Έπειτα το χαμόγελο του πατέρα όταν οι ‘αποστολές’ πήγαιναν καλά και γυρνούσαν με γεμάτο καλάθι.

Οι αναμνήσεις και οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη.

Κάποια δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό του.

Στη θέση που ήταν κάποτε το κομψό τρεχαντήρι τους, είναι τώρα η ‘Τούλα’. Ένα άσχημο κατασκεύασμα από κόντρα πλακέ θαλάσσης, βαμμένο έντονα γαλάζιο και κίτρινο λες και ήθελε να κακοποιεί την αισθητική επί καθημερινής βάσης ακόμα και στα ψάρια.

Ηρεμεί σιγά σιγά. Η πρωινή σύγχυση διαλύεται σαν ομίχλη και οι παλμοί της καρδιάς του επανέρχονται στο φυσιολογικό.

Ώσπου μέσα από τα σπλάχνα της Τούλας προβάλλει μια αντρική φιγούρα. Η οικεία μορφή του κυρ-Χαράλαμπου.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Δεν το πιστεύω. Ο κυρ-Χαράλαμπος! Ζει ακόμη αυτός ο άνθρωπος;

Ο γηραιός άντρας κρατά ένα μικρό τραπεζομάντηλο και το απλώνει με αργές αλλά σταθερές, σχεδόν στοργικές κινήσεις πάνω στο στενόχωρο τραπεζάκι στην πρύμη της Τούλας. Στην ουσία δεν πρόκειται για τραπεζάκι. Είναι το καπάκι της μηχανής που εξυπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς.

Ο Ενδυμίων παρακολουθεί σαν αθέατος ηδονοβλεψίας αυτές τις μικρές, προσωπικές στιγμές του ηλικιωμένου άντρα και χαμογελά τρυφερά.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Κάπως έτσι θα ήταν και ο πατέρας. Και θα είχε επιλέξει, χίλια τα εκατό, να περάσει τα τελευταία του χρόνια στο τρεχαντήρι.

Ο κυρ Χαράλαμπος χώνεται πάλι στη μικρή καμπίνα και μετά από λίγα λεπτά ξεπροβάλλει ξανά κρατώντας μια μικρή κούπα καφέ κι ένα πιατάκι με ένα παξιμάδι και λίγο τυρί.

Κάθεται αναπαυτικά, όσο γινόταν, κατάπρυμα, στον μικρό πάγκο και ρίχνει μια βιαστική τηλεσκοπική ματιά στον έξω κόσμο. Τα βλέπει όλα καλά και ήρεμα και αρχίζει να απολαμβάνει με αργούς, αρχοντικούς ρυθμούς το ωραίο του πρωινό.

Ο Ενδυμίων νιώθει ένα καρφί να τρυπάει την καρδιά του.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Τι δουλειά έχω να παρακολουθώ τούτη την ιερή στιγμή ενός άλλου ανθρώπου;

Αποφασίζει να γυρίσει στο σπίτι του και στις εργασίες του που τον περιμένουν.

Σηκώνεται με ήρεμες κινήσεις όμως στο δεύτερο βήμα του άκουσε τη βραχνή, πρωινή φωνή του γέρου να τον καλεί.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Ενδυμίωνα! Εσύ είσαι;

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στην ‘Τούλα’.

Ο Ενδυμίων κάνει μεταβολή και πλησιάζει διστακτικά την Τούλα. Από κοντά είναι ακόμη πιο άσχημη η καημένη. Ξαφνικά θυμάται ένα διάλογο μεταξύ του πατέρα του και του κυρ-Χαράλαμπου, προ αμνημονεύτων χρόνων.

 

ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Τα δυο σκάφη είναι δεμένα δίπλα δίπλα. Οι δυο άντρες συνομιλούν πειράζοντας ο ένας τον άλλο.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Που το βρήκες μωρέ αυτό το ψηλοντούβαρο πράγμα; Δεν το πετάς ν’αγοράσεις κανένα ωραίο τρεχαντηράκι; Έχει και πλαστικά που είναι κούκλες!

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Τούτη που βλέπεις έχει φτάσει ως τη Θήρα Νικόλα. Το ξέρεις; Και με πήγε και μ’έφερε μια χαρά!

ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Ε, μην το επιχειρήσεις ξανά Χαραλάμπη. Θα μείνεις κρεμασμένος μεσοπέλαγα να περιμένεις βοήθεια από κανένα πανάδικο ή το Λιμενικό να σε μαζεύει. Πόσο πιάνει μωρέ;

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Πιο γρήγορη είναι η Τούλα μου από τον ΤΟΓΙΑ σου…

ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Καλά… να προσέχεις μονάχα…

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Κι εσύ να προσέχεις καπετάνιο…

Ο Ενδυμίωνας φιλοξενεί με θέρμη τούτους τους διαλόγους μέσα του και η επίδρασή της ανάμνησης είναι έντονη όταν ακούει ξανά τον κυρ-Χαράλαμπο να του μιλάει.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

(τον προσκαλεί θερμά)

Κόπιασε, έλα… έχω καφέ

Ο Ενδυμίων αποφασίζει να δεχθεί την πρόσκληση του γέροντα φίλου του πατέρα του και να επιβιβαστεί στην ‘Τούλα’.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Στην ‘Τούλα’.

Είχε χρόνια να μπει σε οποιοδήποτε πλεούμενο. Πολλά χρόνια. Όμως κάποια πράγματα δεν ξεχνιούνται. Με επιδέξιες και απαλές κινήσεις και βήματα προσεκτικά προσεγγίζει την πρύμη και κάθεται δίπλα στον αναστατωμένο και ευδιάθετο Χαράλαμπο.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

(φιλόξενα)

Κάτσε να πιάσω μια κούπα. Έχω και τυράκι, παξιμαδάκι… νομίζω και φρυγανιές… θέλεις;

ΕΝΔΥΜΙΩΝΑΣ

Όχι… μην…

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

(αποφασιστικά)

Θα φέρω!

Χώνεται με θαυμαστή ευελιξία στο καμπινάκι του σκάφους του ο γέροντας και ο Ενδυμίωνας τον βλέπει να ξαναβγαίνει κρατώντας μια κούπα κι ένα μεγάλο πιάτο με διάφορα καλούδια.

Τον βοηθά να τα απιθώσουν στο τραπεζάκι. Ύστερα ο γέρος ξανακάθεται, παίρνει μια ανάσα κι ρίχνει μια καλή ματιά στο μουσαφίρη του.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

(κουνώντας το κεφάλι του)

Πόσα χρόνια ε;

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Δεν έχει αλλάξει και πολύ ο κυρ Χαράλαμπος. Έτσι σκαμμένο πάντα και άγριο ήταν το πρόσωπό του. Χοντρές και δυνατές οι παλάμες του, κοφτός ο λόγος του και λιτός. Όχι τόσο βραχνή και κουρασμένη πάντως η φωνή του.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Πολλά… πάνε εικοσιπέντε πλέον…

Ο γηραιός άντρας κούνησε το κεφάλι του, ξεφύσηξε κι έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα. Προσέφερε ένα στον προσκεκλημένο του και εισέπραξε μια ευγενική άρνηση.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Πιες καφέ… είναι δυνατός… φάε και κάτι…

Ο Ενδυμίων δοκίμασε τον καφέ και μια φρυγανιά με λίγο τυρί και αληθινά αφέθηκε στην απόλαυση ενός ταπεινού και μαζί πλούσιου πρωινού.

Ολόγυρα υπάρχει ακόμη ησυχία. Δεν ακούγεται το παραμικρό. Ως το μεσημέρι θα είχε ζεστάνει πολύ.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Πώς είσαι; Όλα καλά;

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Όλα καλά.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Άσπρισες πριν την ώρα σου μωρέ…

(στοχαστικά)

Εικοσιπέντε χρόνια!

(ρουφάει μια γουλιά καφέ)

Τι σ’έφερε ως εδώ σήμερα; Βολτίτσα;

ΕΝΔΥΜΙΩΝ

(θέλοντας να αποφύγει τις λεπτομέρειες)

Ναι… δεν ξέρω πως… τυχαία μάλλον ήρθα ως εδώ… Εσύ πως είσαι κυρ Χαράλαμπε;

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Εγώ πώς να είμαι; Κουνιέμαι νύχτα μέρα… με την Τούλα παρέα…

Έχεις ένα ερώτημα…

Η φράση ήρθε και κόλλησε πάλι στον εγκέφαλο του Ενδυμίωνα και μαζί μια παράξενη αναστάτωση.

Μια κίνηση που δεν μπορούσε να εντοπίσει την αρχή της όμως νιώθει πως απλώνεται σε όλα τα συστήματα του οργανισμού του. Ξεκινά από το στομάχι του, απλώνεται σε όλο του το κορμί, μουδιάζει τα μέλη του… τα αυτιά του βουίζουν, τα μάτια του πονούν… όλο του το είναι χτυπά συναγερμό, περνά σε μια επικίνδυνη ζώνη…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Αυτό είναι ο θάνατος;

Γυρνά και βλέπει τη θολή φιγούρα του ηλικιωμένου άντρα που απολαμβάνει το πρωινό του.

Το φαινόμενο δεν κρατά πολύ και ολοκληρώνεται με ένα τράνταγμα του σώματος που τον κάνει να ανακαθίσει στο στενό του πάγκο. Ταυτόχρονα εκπνέει μια μεγάλη, κλειδωμένη ποσότητα αέρα από τα πνευμόνια του.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Δεν κάθεσαι άνετα; Να σου φέρω ένα μαξιλαράκι από κάτω;

Ο Ενδυμίωνας αρκείται να κάνει κίνηση άρνησης με την παλάμη του.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Μικρή είναι η φουκαριάρα αλλά εμένα πάντως με χωράει…

Η φωνή του σταδιακά σπάει, λύνεται, γλυκαίνει.

Έχεις ένα ερώτημα…

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

…κι αν με ρωτήσεις πώς θέλεις να πεθάνεις, γιατί τούτο να ξέρεις είναι το ερώτημα φίλε μου, όχι που ρωτάνε πότε θέλεις να πεθάνεις, πόσα χρόνια θές να ζήσεις… μα το ερώτημα σου λέω είναι πώς θέλεις να πεθάνεις; Εγώ έχω να τους δώσω την απάντηση…

Ο Ενδυμίωνας σμίγει τα φρύδια του και είχε προσανατολίσει όλη του ενέργεια στα λόγια του.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

έτσι θα τους πω… εγώ, ένας απλός άνθρωπος… εγώ ξέρω να τους πω πώς… έτσι.. έτσι θέλω να πεθάνω…

Οι αρτηρίες του φουσκώνουν και η καρδιά του πάει να σπάσει.

…ένα ερώτημα…

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

…να πέσω να κοιμηθώ ένα βράδυ στην αγκαλιά της… όπως κάθε βράδυ… όχι στην επέτειό μας, όχι στα γενέθλιά μου… τίποτε… ένα οποιοδήποτε βράδυ… έτσι, να πέσω να κοιμηθώ ωραία στην αγκαλιά της και να λικνιζόμαστε αντάμα… και να μην ξυπνήσω… μα θα έχω ξυπνήσει φίλε μου… θα έχω ξυπνήσει αλλά κανείς δεν θα με βλέπει… όλοι θα λένε πέθανε ο φουκαράς ο κυρ Χαράλαμπος… καλό ανθρωπάκι ήταν, κανέναν δεν είχε πειράξει, κανέναν δεν είχε ενοχλήσει… μα εγώ θα έχω ξυπνήσει σου λέω… κάπου αλλού… και δεν ξέρω αν θα είμαι μαζί της, αν θα με περιμένει… αυτά που δείχνανε οι παλιές ταινίες… δεν ξέρω… ξέρω πως μέσα από τον ύπνο μου θα φύγω ωραία… με γάρμπος που λέγανε οι παλιοί… έτσι ωραία θα γλιστρήσω και θα ξυπνήσω κάπου αλλού… κι άστους να κλαίνε πάνω απ’το ‘σακί’ του γέρου που θα βρωμίζει κιόλας… ας με κάνουν και δόλωμα για ‘σκύλους’… τι με νοιάζει… με κατάλαβες… όχι το πότε… αλλά το πώς… αυτό έχει σημασία…

Ο Ενδυμίωνας έχει ήδη σηκωθεί. Το κεφάλι του είναι βαρύ ακόμα, τα πόδια του με βία τον βαστάνε. Ζητά συγνώμη και γυρίζει το σώμα του για να πατήσει κάπου σταθερά για να πηδήξει έξω.

ΚΥΡ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

Που πας; Φεύγεις κιόλας;

Δεν του απαντά…

Πατά γερά στο ντόκο, ορθώνει το σώμα του, παίρνει μια βαθιά ανάσα και κοιτάει ολόισια μπροστά. Πίσω του ‘βλέπει’ και ‘ακούει’ το γέρο-Χαράλαμπο να ψελλίζει κάποια ακατάληπτα πράγματα.

Δεν γυρνά να τον κοιτάξει. Δεν είναι διόλου σίγουρος για το τι πρόκειται να δει.

Ταχύνει το βήμα του και απομακρύνεται…

 

 

ΤΕΛΟΣ