Η ‘ΑΜΕΡΙΚΑΝΑ’

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΞΩΤ. Τέλη της δεκαετίας του ’70. Έξω από ένα συνεργείο αυτοκινήτων, σε κάποια περιοχή του Πειραιά. Είναι το συνεργείο του Μανώλη, του μηχανικού. Διάφορα αυτοκίνητα σε όλο το δρόμο.

 

Ο Μανώλης, με μακρύ, ξανθό και άναρχο μαλλί και φορώντας πάντα παντελόνι ‘καμπάνα’, είναι κάπου στο εσωτερικό του υπόστεγου χώρου που φιλοξενεί δυο αυτοκίνητα με ανοιγμένα τα καπώ της μηχανής τους.

 

Έξω από το συνεργείο, δεσπόζει, παρκαρισμένη η ‘αμερικάνα’. Μια μεγάλη, λευκή Μπιούικ με ‘φτερά’ μοντέλο της δεκαετίας του ’60.

 

Ένας άντρας γύρω στα 45 περιμένει στο κατώφλι του συνεργείου. Από το χέρι κρατά ένα δεκάχρονο αγόρι. Το βλέμμα του παιδιού είναι στυλωμένο πάνω στην ‘αμερικάνα’.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Θυμάμαι αυτόν τον άνθρωπο με τα διαρκώς μουτζουρωμένα δάχτυλα, το τσιγάρο στο στόμα και το σκοτεινό, μελαγχολικό βλέμμα. Και βέβαια τον θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν ο Μανώλης, ο μηχανικός αυτοκινήτων, ίσως ο καλύτερος του Πειραιά, έτσι έλεγε ο πατέρας μου. Δύστροπος, δύσκολος, καβγατζής, παράξενος… αλλά σωστός θαυματοποιός. Αρκούσε να ρίξει μια ματιά, να βάλει το αυτί του πάνω στο καπό, να ακούσει για λίγα δευτερόλεπτα τον ήχο της μηχανής και είχε ήδη κάνει τη διάγνωση.

 

Ο Μανώλης ήταν η συμπάθειά μου. Ένας από τους ‘παιδικούς’ μου ήρωες. Και είχε πάντα παρκαρισμένη έξω από το συνεργείο του εκείνη τη μεγάλη, ‘αμερικάνα’. Μια κρεμ, θεόρατη μπιούικ… θυμάμαι καλά την μέρα που την πρωτόδα όταν πήγε ο πατέρας μου το αυτοκίνητό μας στον Μανώλη. Εκείνος τα έπινε μέσα στο συνεργείο του και δεν μας καλοδέχτηκε.

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

(φουριόζος)

Πάρτο και φύγε κυρ Νίκο, άλλη μέρα.

 

ΠΑΤΕΡΑΣ

(σαστισμένος)

Μα, έχει θέμα Μανώλη, θα με αφήσει.

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

(με ανεβασμένο τόνο)

Άλλη μέρα σου είπα, φεύγα!

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Δεν σήκωνε πολλά πολλά αυτός ο ξανθομάλλης άντρας που όταν έπινε και ‘φτιαχνόταν’ δεν ήταν να τον ζυγώνεις. Ο πατέρας μου επέμενε. Κι εγώ ήδη περιεργαζόμουν το τεράστιο αυτοκίνητο με τα ‘φτερά’. Δεν είχα ξαναδεί από κοντά κάτι τέτοιο. Μονάχα από ταινίες.

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

(πετάγεται από την καρέκλα του μαζί με το μπουκάλι μπίρας στο χέρι. Και βέβαια το τσιγάρο)

Τι κάνει ο μικρός;, βρυχήθηκε ο μηχανικός και πετάχτηκε

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τον ένιωσα να με πλησιάζει αχνίζοντας και βρίζοντας μέσα απ’τα δόντια του και σάστισα απ’το φόβο. Σαν με πλησίασε, μου έριξε μια παράξενη ματιά μέσα από τη σκοτεινή θάλασσα των ματιών του και μονομιάς γαλήνεψε. Σαν από θαύμα.

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

(ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού)

Σου αρέσει; Έμπα μέσα. Θα σε πάω μια βόλτα.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο πατέρας μου μας κοιτούσε αμίλητος. Δεν δίστασα στιγμή. Χώθηκα στο αχανές εσωτερικό του αυτοκινήτου με τα κατάλευκα δερμάτινα καθίσματα που θυμάμαι πως είχαν και κάποιες μαύρες λεπτές ταινίες στα φινιρίσματα. Δεν πίστευα ότι ήμουν επίτιμος καλεσμένος του Μανώλη. Ποιος τη χάρη μου!

Το θηριώδες αυτοκίνητο πήρε μπρος με ένα άγγιγμα του μηχανικού και δεν χόρταινα να ακούω το βουητό της πολύ-κύλινδρης μηχανής. Έβλεπα αριστερά μου τον Μανώλη, σαν επίγειο θεό που με είχε χρίσει αρχάγγελο του και μου έκανε την σπάνια τιμή να με ξεναγήσει στον παράδεισο. Είχα προς στιγμήν ξεχάσει και τον πατέρα μου και τα πάντα.

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΞΩΤ. Βόλτα με την ‘αμερικάνα’.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Μανώλης οδηγούσε το θηρίο με το ένα του χέρι μέσα από τα δρομάκια του Πειραιά, κατέβηκε στο Τουρκολίμανο, έκανε μια αργή βόλτα μπροστά από τις ταβέρνες και καμάρωνα που όλοι μας κοιτούσαν. Κάποια στιγμή γύρισα και είδα τον Μανώλη να με κοιτάζει χαμογελώντας. Δεν τον είδα νομίζω ποτέ ξανά χαμογελαστό.

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

(καθώς γλιστράει με απίστευτη χάρη στα στενοσόκακα και στα δρομάκια και περνούσε ξυστά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα)

Σου αρέσει;

 

ΑΓΟΡΙ

(γελώντας ευτυχισμένο)

Πολύ!

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

Πάμε όμως τώρα γιατί θα φωνάζει ο πατέρας σου.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο πατέρας μάς περίμενε ήρεμος μέσα στο δικό μας αυτοκίνητο.

Ο Μανώλης βγήκε και έπειτα βγήκα κι εγώ απρόθυμα. Το μικρό ταξίδι στο Λούνα Παρκ του ονείρου είχε λάβει τέλος. Ξανά στα γνωστά μας τώρα.

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

(με αλλαγμένο ύφος)

Άστο κυρ Νίκο κι έλα αύριο να σου πω.

 

Ο άντρας χαμογελά ικανοποιημένος. Παίρνει από το χέρι το παιδί να φύγουν.

 

 

ΑΓΟΡΙ

Μια στιγμή!

 

Το παιδί αφήνει τον πατέρα και τρέχει μέσα στο συνεργείο προς τον Μανώλη.

 

ΑΓΟΡΙ

Κύριε Μανώλη! Σας ευχαριστώ πολύ!

 

Ο μακρυμάλλης μηχανικός το κοιτά και χαμογελά.

 

ΜΑΝΩΛΗΣ

Μια άλλη φορά θα ξαναπάμε έτσι;

 

Και γυρίζει στη δουλειά του με το τσιγάρο του και τη μπίρα του. Και το αγόρι γυρίζει ευτυχισμένο στον πατέρα του.

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΣΩΤ. Στο σπίτι της οικογένειας. Βραδινό φαγητό. Το αγόρι ρωτά τον πατέρα του.

 

ΑΓΟΡΙ

Γιατί είναι πάντα θυμωμένος ο κύριος Μανώλης;

 

ΠΑΤΕΡΑΣ

(κοιτά το γιό του μια στιγμή κι αρχίζει να του λέει)

Ήταν στην Αμερική ο Μανώλης. Εκεί δούλευε… σε μια πολύ καλή εταιρία… παντρεύτηκε και μια αμερικανίδα… έκανε και γιο… ήταν καλά, όλα μια χαρά… έβγαζε καλά λεφτά… στην εταιρία τον είχαν πολύ ψηλά γιατί ήταν ο καλύτερος… μεγάλο ταλέντο…

 

ΑΓΟΡΙ

Και τι έγινε;

 

ΠΑΤΕΡΑΣ

Μια μέρα… γύρισε σπίτι του αλλά… δεν βρήκε κανέναν… η γυναίκα του τον είχε παρατήσει… και του πήρε και το γιο… τον άφησε ολομόναχο…

(Ο άντρας έχει συγκινηθεί και σταματά την αφήγηση για να πάρει μιαν ανάσα)

Από τότε άρχισε να πίνει… και να παίζει…

 

ΑΓΟΡΙ

Τι να παίζει;

 

ΠΑΤΕΡΑΣ

Στα άλογα… στον ιππόδρομο… καταστράφηκε οικονομικά και το μόνο που του απέμεινε ήταν η Μπιουικ… την έφερε μαζί του στην Ελλάδα… ένας θεός ξέρει πως το κατάφερε κι αυτό… ήταν σχεδόν απένταρος… αλλά το μεγάλο του ταλέντο ξεχώρισε αμέσως… άνοιξε το συνεργείο και διώχνει πελάτες τώρα… έχει ξανακάνει λεφτά αλλά…

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Δεν χρειαζόταν να μου πει περισσότερα ο πατέρας μου.

Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν τόσο κοντά σε έναν άνθρωπο που βίωνε μια τόσο οδυνηρή κατάσταση χωρισμού και στην ουσία πένθους. Ήδη τον είχα βάλει στην καρδιά μου τον Μανώλη που παρά τα νεύρα του και τα ‘γαλλικά’ που ξεστόμιζε συνέχεια, είχε μια τρυφερή καρδιά.

Και δεν ξέχασα ποτέ εκείνο το παράξενα γαληνεμένο βλέμμα του όταν με πρωτόδε από πολύ κοντά. Και κείνη τη μυθική βόλτα με την ‘αμερικάνα’ του… το μόνο που του είχε απομείνει να του θυμίζει έναν μεγάλο έρωτα, έναν χωρισμό, μια άλλη ζωή σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη ήπειρο…

 

ΑΓΟΡΙ

(ύστερα από κάμποση ώρα σιωπής)

Και γιατί δεν το πουλάει το αυτοκίνητο;. Αφού πονάει τόσο;

 

Ο πατέρας χαϊδεύει απαλά στο κεφάλι το μικρό.

 

ΠΑΤΕΡΑΣ

Ίσως ακριβώς γι’αυτό.

 

Και ο μικρός μένει με την απορία και την έκπληξη.

 

 

ΤΕΛΟΣ