Ο ΚΟΣ ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

 

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Σε κάποια στάση λεωφορείου, σε έναν δρόμο στον αστικό ιστό κάποιας πόλης.

Ο κ. Γκοριτζάκης… ένας άντρας απροσδιόριστης ηλικίας. Σίγουρα όχι πάνω από τα 35… Όχι ψηλός, όχι κοντός. Όχι παχύς, όχι λιγνός. Όχι άσχημος, συμπαθητικός. Εκείνο που θα ξεχώριζε αμέσως κάποιος είναι το βλέμμα του.

Ντυμένος όχι για χειμώνα, όχι για καλοκαίρι. Και δεν μπορείς να συμπεράνεις από τα ρούχα του αν είναι πλούσιος ή φτωχός.

Ο κος Γκοριτζάκης είναι απλά ένας άνθρωπος.

Προχωρημένο φθινόπωρο. Μεσημέρι μιας ηλιόλουστης ημέρας. Ο άνθρωπός μας βρίσκεται σε αυτή τη στάση. Άγνωστο για πόσο καιρό. Και είναι ολομόναχος. Και όπως πάντα, σκέφτεται.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗ

Δεν βρέθηκα τυχαία σ’αυτή τη στάση. Από αυτήν περνάει το λεωφορείο που θα με πάει στον προορισμό μου.

Πολύ συχνά οι σκέψεις του αποκτούν φωνή.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(μονολογεί)

Έχω έναν προορισμό, όχι ένα στόχο όμως. Ίσως αν φτάσω στον προορισμό μου να μου αποκαλυφθεί και ο στόχος. Εκτός κι αν τα πράγματα λειτουργούν αντίστροφα.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Αργά το απόγευμα. Στην ίδια στάση. Ο κος Γκοριτζάκης είναι καθισμένος στο παγκάκι.

Έχουν περάσει κιόλας αρκετές ώρες από τη στιγμή που πρωτοσυναντήσαμε τον άνθρωπό μας και το λεωφορείο δεν λέει να φανεί. Σουρουπώνει. Η θερμοκρασία πέφτει.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(μονολογεί)

Κρυώνω λίγο. Δεν πρέπει όμως να σκέφτομαι αρνητικά. Όποιος σκέφτεται αρνητικά ακυρώνει το αποτέλεσμα της σκέψης και η σκέψη πρέπει να οδηγεί κάπου. Εκτός κι αν ο νους σκέφτεται απλά και μόνο γιατί του αρέσει ή γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Αργά το βράδυ. Στην ίδια στάση. Ο κος Γκοριτζάκης περιμένει υπομονετικά ένα λεωφορείο που δεν λέει να έρθει.

Ο άνθρωπός μας έχει κουρνιάσει πάνω στο άβολο παγκάκι. Κάποια στιγμή, ίσως δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, τον παίρνει ο ύπνος.

 

ΣΚΗΝΗ ΟΝΕΙΡΟΥ ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗ

ΕΣΩΤ. Στο πατρικό του σπίτι, έξω από μια μισόκλειστη πόρτα. Είναι παιδί, δέκα χρόνων και παρακολουθεί λαθραία τους γονείς του να κάνουν έρωτα στην κρεβατοκάμαρά τους. Η μητέρα του βογκάει και γδέρνει με πρωτοφανή μανία την πλάτη του πατέρα του ο οποίος αναπνέει βαριά και σπρώχνει βίαια το κορμί του σε μια διαρκή προσπάθεια να διεμβολίσει τη μητέρα του.

Η σκηνή τον θυμώνει, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει αποφασισμένος να διακόψει αμέσως αυτό το αίσχος!

Πριν προλάβει να πει ή να κάνει οτιδήποτε παρακολουθεί έκπληκτος την αγαπημένη του μητέρα να στρέφει ένα τεράστιο Μάγκνουμ -και έχει την αλλόκοτη βεβαιότητα ότι πρόκειται για το ίδιο όπλο του θρυλικού Βρόμικου Χάρρυ, Κλίντ Ίστγουντ- και να ετοιμάζεται να αδειάσει το περιεχόμενό του πάνω του! Ακινητοποιείται και πριν αντιδράσει, ο πατέρας του σηκώνεται, κατεβαίνει από το συζυγικό κρεβάτι και στέκεται ολόγυμνος, ως άλλος Αδάμ εμπρός του! Πρώτη του φορά βλέπει τον ανδρισμό του πατέρα του… το θέαμα τον απασχολεί όμως μονάχα για λίγο. Έχει άλλες προτεραιότητες. Πρέπει να κανονίσει το υπερ-επείγον ζήτημα της ζωής ή του θανάτου του!

Ο πατέρας του τού αστράφτει ένα δυνατό χαστούκι που δεν το νιώθει καθόλου γιατί έχει στυλωθεί τώρα και κοιτάζει την απόκρυφη περιοχή της μητέρας του. Το Μάγκνουμ τον απειλεί θανάσιμα αλλά εκείνος έχει μαγευτεί, έχει αποβλακωθεί σχεδόν με το θέαμα του γυναικείου αιδοίου… και τότε…

ΤΕΛΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Κάποιος τον ταρακουνά βίαια και ο άνθρωπός μας ξυπνάει.

Είναι μια γιαγιά που τον κοιτά περίεργα.

 

[ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΒΟΥΒΩΝ ΣΚΗΝΩΝ]

Η γιαγιά και ο κος Γκοριτζάκης που εκτός από αιφνιδιασμένος δείχνει και εκνευρισμένος, έχουν μια σύντομη αλλά έντονη λεκτική αντιπαράθεση. Τελικά καταφέρνει να ξεφορτωθεί την αδιάκριτη γερόντισσα και απομένει ξανά μόνος στη στάση του.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(μονολογεί ενώ ταυτόχρονα αγγίζει τον εαυτό του ανάμεσα στα πόδια του)

Τρεις διαπιστώσεις: Πεινάω, έχω την εικόνα της μυστικής περιοχής της μητέρας μου ακόμη ανάγλυφη, έχω στύση.

Ο κος Γκοριτζάκης αποφασίζει να επιλύσει το πρώτο ζήτημα τουλάχιστον και εγκαταλείπει τη στάση του αναζητώντας κάποιο φαγάδικο που να διανυκτερεύει.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Ξημερώματα. Ο κος Γκοριτζάκης με προμήθειες φαγητού και νερού στη μοναχική του στάση.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(μασουλώντας ένα σάντουιτς και πίνοντας νερό)

(μονολογεί)

Έχω πολλά ζητήματα να διερευνήσω… πολλές νέες πληροφορίες που προήλθαν από αυτό το όνειρο που η σκατόγρια δεν με άφησε να δω ολοκληρωμένο. Θα περιμένω να δω τη συνέχεια. Δεν απογοητεύομαι.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Μεσημέρι της επόμενης ημέρας. Στην ίδια στάση. Ο κος Γκοριτζάκης εξακολουθεί να περιμένει το λεωφορείο του.

Κάποια στιγμή τον πλησιάζει ένας αστυνομικός.

 

[ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΒΟΥΒΩΝ ΣΚΗΝΩΝ]

Ο αστυνομικός και ο άνθρωπός μας έχουν μια σύντομη συζήτηση από την οποία ο κος Γκοριτζάκης πληροφορείται ότι η στάση αυτή έχει πλέον καταργηθεί και κανένα λεωφορείο δεν περάσει από κει πλέον στον αιώνα τον άπαντα.

Από τις κινήσεις του και τις αντιδράσεις του φαίνεται πως ο κος Γκοριτζάκης δεν πιστεύει τα λεγόμενα του ένστολου άντρα.

Αφού μένει ξανά μόνος, αρχίζει να διαπραγματεύεται εσωτερικά τη νέα πραγματικότητα.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(μονολογεί θυμωμένος)

Δεν τον πιστεύω τον αστυνομικό. Δεν είμαι φύσει καχύποπτος αλλά γνωρίζω καλά πως τίποτε δεν καταργείται παρά μονάχα αυτο-καταργείται και πως η έννοια του χρόνου είναι καθαρά υποκειμενική και όχι καθολική και ετεροπροσδιορίσιμη.

Με άλλα λόγια, φιλοσοφώντας με συνοπτικές διαδικασίες στέλνει τον αστυνομικό και τις δήθεν πληροφορίες του στον αγύριστο και κουρνιάζει ξανά στο παγκάκι για να περιμένει το λεωφορείο του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Μετά από ένα μήνα περίπου. Ο κος Γκοριτζάκης επιμένει να περιμένει στην ίδια στάση το λεωφορείο του που θα τον πάει στον ‘προορισμό’ του. Μια ευγενική κοπέλα τού έχει χαρίσει ένα μικρό καθρεφτάκι και κοιτάζει τον εαυτό του. Κάνει έναν μορφασμό αποδοκιμασίας. Θυμίζει πλέον κανονικό άστεγο. Άπλυτος, ακούρευτος και αξύριστος.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(κρύβει το καθρεφτάκι στην τσέπη του)

Αυτά είναι ζητήματα ήσσονος σημασίας. Εκείνο που είναι ζήτημα μείζονος σημασίας είναι το λεωφορείο. Και το αν ο προορισμός ταυτίζεται ή όχι με τον στόχο.

Ξανακάθεται στο οικείο του πλέον παγκάκι και αποφασίζει να διώξει όλες τις ενάντιες σκέψεις από το νου του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Κάποια ημέρα, μετά από τέσσερις μήνες. Στην καρδιά του χειμώνα. Στην ίδια στάση, στο ίδιο παγκάκι. Ο κος Γκοριτζάκης ολομόναχος.

Μια ομάδα νέων που φροντίζουν αστέγους και άλλους εμπερίστατους και αναξιοπαθούντες, τον έχουν εφοδιάσει με μπουφάν, κονσέρβες και νερό.

Λεωφορείο πουθενά όμως.

Ο κος Γκοριτζάκης γίνεται μάρτυρας ενός ιδιαίτερου γεγονότος. Ένα συνεργείο τοπογράφων στήνει τα εργαλεία και τα όργανα και αρχίζει μετρήσεις του απέναντι οικοπέδου και των γύρω δρόμων.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(μονολογεί)

Μάλιστα. Τούτο τι άλλο να σημαίνει ότι η ευλογημένη ησυχία που είχε η στάση μου πάει πλέον περίπατο. Σε λίγες μέρες θα πλακώσουν μπουλντόζες και εκσκαφείς και… από την άλλη όμως, καθώς κανένα νόμισμα δεν υπήρξε ποτέ χωρίς δυο όψεις, θα έχω τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσω την ανέγερσή της. Υπάρχει μια γλυκιά ηδονή στο να παρακολουθείς οτιδήποτε αλλά υπάρχει αληθινή ευτυχία στο να παρατηρείς κιόλας.

Τούτη η τελευταία φράση του τον άφησε ικανοποιημένο και αποφάσισε να υποστεί το θόρυβο, τη σκόνη και την όλη αναστάτωση με θετική ψυχολογία.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Κάποια μέρα, δυο χρόνια μετά. Στην ίδια στάση, στο ίδιο παγκάκι. Ο κος Γκοριτζάκης μέσα από μια θαυμαστή αλληλουχία γεγονότων, έχει γίνει πλούσιος. Εκμεταλλευόμενος μια έμφυτη ικανότητα να αναλύει και να προβλέπει μέσα από ένα πολύπλοκο εσωτερικό μηχανισμό τα αποτελέσματα αγώνων και αφού γνωρίστηκε με έναν μανιώδη παίκτη που όμως σχεδόν πάντα έχανε, μπόρεσε να εξασφαλίσει ένα μηνιαίο εισόδημα που σταδιακά αυξήθηκε εκθετικά και παρότι η εικόνα του συνηγορεί για το εντελώς αντίθετο, είναι τέτοια η οικονομική του άνθιση ώστε όταν ολοκληρώνεται η ανέγερση της πολυκατοικίας μπορεί να αγοράσει με άνεση ένα μεγάλο διαμέρισμα στην πρόσοψη.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(μονολογεί)

Αγοράζοντας αυτό το διαμέρισμα στην πρόσοψη θα μπορώ να περιμένω το λεωφορείο μου μέσα στο ζεστό μου σπιτάκι, δε θα ξεπαγιάζω πια σ'αυτό το παγκάκι, δε θα με περονιάζει το κρύο του Γενάρη ούτε θα με σιγοψήνει ο καύσωνας του Ιούλη. Θα περιμένω το λεωφορείο μου με την άνεσή μου και όταν εμφανιστεί... τι θα κάνω όταν θα εμφανιστεί το λεωφορείο μου;

Ο κος Γκοριτζάκης μένει ενεός. Και αναποφάσιστος.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(πετάγεται από το παγκάκι του)

Μια απόφαση θα πρέπει να παίρνεται ύστερα από εξονυχιστική διερεύνηση όλων των εναλλακτικών θέσεων και η τελική επιλογή θα πρέπει να είναι όχι η βολικότερη αλλά η αληθινά ορθότερη. Αυτό έκανα κι εγώ και πήρα την απόφασή μου. Μπορώ τώρα να πέσω κάτω απ’το ζεστό μου πάπλωμα για ύπνο γιατί αύριο το πρωί φεύγω για τον εργολάβο.

Το ίδιο βράδυ, βλέπει πάλι το ίδιο όνειρο που του είχε διακόψει τόσο άθλια εκείνη η παλιόγρια πριν δυο χρόνια.

Και μάλιστα βλέπει τη συνέχεια από το σημείο που είχε ξυπνήσει!

 

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΟΝΕΙΡΟΥ ΚΟΥ ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗ

Στέκεται ξανά, δίπλα στο μεγάλο, διπλό κρεβάτι των γονιών του, όρθιος, αποσβολωμένος, άναυδος και εκστατικός, με τα αδιάκριτα μάτια του να ρουφάνε την υπέροχη εικόνα του αιδοίου της μητέρας του που εξακολουθεί να τον σημαδεύει με το φονικό της όπλο. Ο πατέρας του τον αποκαλεί ‘βλαμμένο' και 'τρόμπα' και ουρλιάζει έξαλλος στο αυτί του, όμως εκείνος δεν λέει να το κουνήσει από την θέση του. Θέλει να το κοιτάζει συνέχεια, θέλει να το χαϊδέψει, θέλει να το αγγίξει. Και όταν κάνει την κίνηση προς τα εμπρός ακούγεται ο πυροβολισμός και...

ΤΕΛΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. …ο κ.Γκοριτζάκης πετάγεται κάθιδρος στο σκληρό του παγκάκι. Είναι βράδυ ακόμα, θεοσκότεινα και το κρύο είναι τσουχτερό. Ο κ. Γκοριτζάκης για πρώτη φορά στη ζωή του νιώθει την καρδιά του να θέλει να ανοίξει το στήθος του και να πεταχτεί έξω. Οι φλέβες του βρίσκονται σε μια περίεργη αρμονική σύνθεση σφυροκοπημάτων και το κεφάλι του πονάει φριχτά.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(αλαφιασμένος)

Με σκότωσε, με σκότωσε!

   Την ημέρα εκείνη, πρωί πρωί, συναντά τον εργολάβο και δίνει προκαταβολή για το διαμέρισμα της πρόσοψης, στον πρώτο όροφο.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Απόγευμα μιας ημέρας. Έχουν περάσει δώδεκα χρόνια. Στη γειτονιά που ζει πια σαν μόνιμος κάτοικος, όλα έχουν αλλάξει. Και ο ίδιος έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια περιμένοντας το λεωφορείο του.

Έχει πυκνά μαλλιά και γενειάδα που φτάνει ως το στέρνο του και ρυτίδες έχουν ζώσει τα μάτια και το μέτωπό του. Στο βλέμμα του όμως υπάρχει πάντα η ίδια λάμψη, στη ψυχή του η ίδια φλόγα, τίποτε δεν έχει αλλάξει εκεί. Μονάχα που έχει αρχίσει να φοβάται ότι το λεωφορείο του ίσως να μην περάσει ποτέ.

Η μοναχική του στάση παραμένει στη θέση της και τις περισσότερες ώρες της ημέρας κάθεται στη βεράντα του και την κοιτάζει σιωπηλός. Κάποιες φορές τον πλημμυρίζει μια παράλογη νοσταλγία για το παγωμένο πια παγκάκι του που τον φιλοξένησε τόσες μέρες και νύχτες και τα μάτια του βουρκώνουν.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(μονολογεί συγκινημένος)

Πόσο δύσκολο είναι να φτάσεις στον προορισμό σου, πόσο δύσκολο...

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Βράδυ. Ανήμερα των γενεθλίων του. 24 χρόνια μετά την πρώτη μέρα που τον ανταμώσαμε.

Ο κος Γκοριτζάκης στέκεται όρθιος στον καθρέφτη του και εξετάζει την εικόνα του εαυτού του.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(μελαγχολικά)

Είναι μια εικόνα, το είδωλο, δεν είναι ο εαυτός μου.

Τα μαλλιά του παραμένουν πυκνά και μακριά αλλά είναι σχεδόν άσπρα όπως και τα γένια του που σκεπάζουν πια όλο του το στήθος. Οι ρυτίδες έχουν βαθύνει και έχουν σκάψει το πρόσωπό του.

ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗΣ

(χαμογελώντας)

Είμαι σαν ερημίτης. Και τι κάνουν οι ερημίτες; Προσεύχονται, μάχονται, ανεβαίνουν τον Γολγοθά του εαυτού τους, σκοντάφτουν, πέφτουν κι άντε πάλι απ'την αρχή. Αυτό είμαι. Ένας ερημίτης, ένας ασκητής στην έρημο του εαυτού μου, στον Γολγοθά της ψυχής μου.

Πηγαίνει να πέσει στο κρεβάτι του. Και σχεδόν αμέσως τον παίρνει ο ύπνος και βλέπει ξανά το όνειρο. Και το βλέπει ως το τέλος.

 

ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΟΝΕΙΡΟΥ ΓΚΟΡΙΤΖΑΚΗ

Ο πατέρας του έχει σταματήσει να ουρλιάζει καθώς κείτεται νεκρός, δίπλα του, στα πόδια της συζυγικής κλίνης και κάτω από το γυμνό του σώμα είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια σκούρα κόκκινη κηλίδα. Η μητέρα του φαίνεται ατάραχη παρά το φόνο που μόλις είχε διαπράξει και συνεχίζει να κρατά σφιχτά το όπλο στο χέρι της. Το παιδί Γκοριτζάκης γρήγορα ξεχνά το νεκρό πατέρα του γιατί του έχει κλέψει την προσοχή το περίεργο βλέμμα της μητέρας του και το θλιμμένο χαμόγελο που έχει ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Το παιδί χώνεται στην γυμνή αγκαλιά της και εκείνη αρχίζει να το χαϊδεύει τρυφερά στα μαλλιά του πριν ακουστεί και ο δεύτερος πυροβολισμός.

Το παιδί Γκοριτζάκης τινάζεται τρομοκρατημένο. Το μισό κεφάλι της μητέρας του έχει γίνει μια άμορφη μάζα από μυαλά και κομμάτια κρανίου πάνω στον τοίχο.

Το παιδί Γκοριτζάκης παίρνει το πιστόλι από το χέρι της μητέρας του και βγαίνει από το υπνοδωμάτιο με αργά, σταθερά βήματα. Πηγαίνει στο δωμάτιό του, κρύβει το ζεστό όπλο κάτω από το μαξιλάρι του και πέφτει να κοιμηθεί.

ΤΕΛΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ο κ.Γκοριτζάκης αυτή τη φορά δεν πετάγεται ιδρωμένος από το κρεβάτι του. Ξυπνά ήρεμος και κοιτάζει το ρολόι του. Σχεδόν  σχεδόν πέντε το πρωί. Η καρδιά του δεν χτυπά σαν τρελή, δεν είναι ιδρωμένος.

Σηκώνεται, φορά τις παντούφλες του και βγαίνει στη βεράντα. Δεν τον αγγίζει η διαφορά θερμοκρασίας που χτυπά το σώμα του. Στυλώνει το βλέμμα του στην στροφή του δρόμου και βλέπει δυο φωτεινές δέσμες από προβολείς να σχίζουν το πέπλο της νύχτας. Αμέσως ακούει και τον ήχο μηχανής. Σε δευτερόλεπτα διακρίνει τον όγκο ενός λεωφορείου να πλησιάζει. Χαμογελά. Το λεωφορείο σταματά μπροστά στην έρημη στάση και η πόρτα ανοίγει. Ο κος Γκοριτζάκης χαμογελά ξανά. Περνούν μερικά δευτερόλεπτα ακόμη και η πόρτα κλείνει, το λεωφορείο επιταχύνει, εξαφανίζεται στην επόμενη στροφή.

Ο κος Γκοριτζάκης μπαίνει ξανά στην κρεβατοκάμαρά του και κάθεται το ίδιο ήρεμος, το ίδιο χαμογελαστός στο κρεβάτι του.

Σηκώνει το μαξιλάρι του και παίρνει στα χέρια του το μεταλλικό αντικείμενο που βρίσκει εκεί. Το χαϊδεύει για λίγο απαλά και το ξαναβάζει στη θέση του. Πέφτει στο κρεβάτι, κλείνει το φως και κοιμάται...

 

 

ΤΕΛΟΣ