ΛΕΞΕΙΣ ΠΕΤΡΕΣ

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΞΩΤ. Σε κάποια παραλιακή τοποθεσία στα νότια προάστια της Αττικής.

 

Απόγευμα. Σε ένα καφέ, μάλλον παλιομοδίτικο αλλά ήσυχο.

 

Ένα ζευγάρι. Εκείνος κοντά στα 40, λίγο πάνω λίγο κάτω. Ντυμένος απλά με ένα μπλουζάκι και το παντελόνι του. Μακρύ μαλλί και υπογένειο. Ήδη έχει αρχίσει να γκριζάρει έντονα στις φαβορίτες. Έντονο, βαθύ βλέμμα.

 

Εκείνη νεότερη. Κοντό μαλλάκι, αγορίστικο σχεδόν. Λεπτεπίλεπτη. Το στυλ και οι λεπτοί της τρόποι αρμόζουν σε μια ευαίσθητη, καλλιτεχνική ίσως φύση. Φορά ένα όμορφο κίτρινο μπλουζάκι και το παντελόνι της.

 

Τους δίνουμε ονόματα. Η Στεφανία και ο Αντρέας.

 

Κάθονται εδώ και λίγη ώρα σιωπηλοί… δεν έχουν παραγγείλει ακόμη τίποτε… εκείνος την κοιτά με κοφτές, σύντομες ματιές… πίσω της απλώνεται η θάλασσα.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Το φόντο είναι αυτό που της ταιριάζει. Της αρμόζει…

 

Εκείνη τον κοιτά συνέχεια, από την πρώτη στιγμή που κάθισαν σ’αυτό το απόμερο καφενεδάκι.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(με ήρεμη φωνή ενώ τον κοιτά στα μάτια)

Σκεφτόμουν… σου αρέσουν τα παλιομοδίτικα στέκια…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

(την κοιτά κι εκείνος)

Μήπως εννοείς τα παρηκμασμένα;

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(κοιτά τη θάλασσα)

Ναι, ίσως… τώρα πες μου τι σκεφτόσουν εσύ.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ότι το φόντο σου αρμόζει.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(με απορημένο βλέμμα)

Δηλαδή;

ΑΝΤΡΕΑΣ

Η απατηλή αίσθηση της ηρεμίας…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(σμίγει τα φρύδια της)

Ντεν καταλαβαίνει.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Για τη θάλασσα λέω… Η μεγάλη ‘απατεώνισσα’ στους αιώνες… βλέπεις μια γλυκιά επιφάνεια και νομίζεις ότι θα περπατήσεις πάνω της όπως ο Ιησούς…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(χαμογελάει)

Και μόλις πάς να το κάνεις ε;…

(συνοφρυώνεται)

Και γιατί μου αρμόζει;

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Γιατί είσαι συχνά έτσι… και ομολογώ είναι από τα πιο ερωτικά σου στοιχεία...

 

Προτιμά να μην συνεχίσει την κουβέντα. Δείχνει να επεξεργάζεται τα όσα ειπώθηκαν.

 

Παίρνει το κινητό της στα χέρια και το απενεργοποιεί.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Γιατί το έκλεισες;

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(με το βλέμμα της να αλητεύει στο πουθενά)

Νομίζω ότι δεν πρέπει να είναι ανοιχτό κάτι τόσο… τόσο… ξεκάρφωτο… δεν ξέρω ποια λέξη να βρω… τόσο άσχετο με τη στιγμή αυτή… να μην λειτουργεί… να μην… σε προσβάλει.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Έχουν παράξενο χρώμα τα μάτια της απόψε. Πιο ανοιχτό κι όμως, πιο πένθιμο.

 

Ο Αντρέας χαμογελά.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Είπα κάτι αστείο;

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Είπες το ρήμα σα να πατούσες με το πόδι σου μια στέρεη πέτρα που θα σε οδηγήσει με ασφάλεια πάνω από το ορμητικό νερό ενός χειμάρρου στην απέναντι όχθη.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Το κάνει συχνά αυτό. Της αρέσουν οι λέξεις πέτρες… οι λέξεις που έχουν την αιώνια σιωπή μαζί με την αρχαία δύναμή τους. Βάρος και ευθύνη και σιγουριά και… σιωπή…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(χαμογελάει)

Έτσι ε;

(μικρή παύση)

Σκεφτόμουν…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τι;

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Αυτό που μου είχες πει την πρώτη μας βραδιά…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ποιο απ’όλα;

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Εκείνο για τη σιωπή…

 

Ο Αντρέας παγώνει… έχουν συντονιστεί… πάλι… όμορφο και ανησυχητικό μαζί. Ξαφνικά αισθάνεται την ανάγκη για καφέ.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

(σηκώνεται)

Πριν μου πεις… πάω μέσα να παραγγείλω δυο καφέδες…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Δεν θέλω εγώ…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Για μένα θα τους πάρω…

 

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Πάρε έναν διπλό…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ποτέ ο διπλός δεν είναι πραγματικά διπλός…

 

Ο Αντρέας σηκώνεται και αποχωρεί προς το εσωτερικό του καφέ.

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΞΩΤ. Στο ίδιο παραλιακό καφενεδάκι. Ο Αντρέας και η Στεφανία.

 

Εκείνος επιστρέφει με ένα πλαστικό ποτήρι γεμάτο καφέ. Την βρίσκει να έχει γυρίσει την καρέκλα της και να κοιτάζει τη θάλασσα. Έχει βγάλει τα πέδιλά της και έχει ακουμπήσει τα πόδια της πάνω στο τσιμεντένιο στηθαίο.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πιες μια γουλιά.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(πίνει μια γενναία δόση)

Τελικά ήθελα κι εγώ λίγο καφέ.

 

Εκείνος κάθεται δίπλα της, δίπλα στα γυμνά της πόδια αντίθετα προς τη θάλασσα. Θέλει να την κοιτά.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πες μου…

 

Πριν του μιλήσει τον κοιτά ξανά. Ολόισια στα μάτια.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Το χρώμα τώρα είναι πάλι το κανονικό της.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Είχες πει πως οι άνθρωποι περνούν όλη τους τη ζωή στη σιωπή. Κι αυτό είναι τόσο τρομερό όσο το σκεφτόμουν… σήμερα… γυρνώντας από το νοσοκομείο… ήμουν στο θείο μου, ξέρεις…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ναι…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Τον παρατηρούσα… με τη θεία μου… κάτι έλεγαν… κάτι δυνατό και έκλαιγαν… σκεφτόμουν… χρειάστηκε μια οριακή στιγμή στη ζωή του ενός για να σπάσουν τη σιωπή… για να μιλήσουν ξανά… αληθινά… εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως σ’αγαπώ… πολύ… και δυνατά… και δεν άντεχα άλλο εκεί μέσα… βγήκα τρέχοντας και σου τηλεφώνησα…

 

Δεν της μιλά. Ακούει τις λέξεις να έρχονται από το μικρό της στόμα και τις υποδέχεται με γλυκύτητα. Του αρέσουν πολύ αυτές οι στιγμές που η κάθε λέξη έχει τη δική της απόλυτη σημασία και ομορφιά…

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Μήπως αυτό είναι αγάπη;… η κάθε λέξη της να είναι…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Τι σκέφτεσαι πάλι;

 

Συναντά ξανά το αυστηρό της βλέμμα. Τώρα δεν έχει πίσω της τη θάλασσα αλλά ένα άσχημο τοπίο. Τέντες και τραπέζια και πλαστικές κακόγουστες καρέκλες.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(επιμένει)

Τι σκέφτεσαι;

 

Ξέρει πως δεν τον έκανε από ανακριτική περιέργεια αλλά επειδή ένιωσε μόνη. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό και ήταν θέμα δευτερολέπτων να ξεσπάσει ο θυμός της.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σκεφτόμουν τον τρόπο που διαλέγεις τις λέξεις…

 

Το πρόσωπό της γλύκανε και… έκλεψε ακόμη μια γουλιά από τον δεύτερο καφέ.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Κλέφτρα…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(με νάζι)

Συγνώμη…

(με παιχνιδιάρικο ύφος)

Τσιφούτη!

ΑΝΤΡΕΑΣ

Και μάλιστα γερο-τσιφούτης

 

Έπειτα σιωπή. Η αναβίωση παλαιών και θρυλικών στιγμών μόλις είχε ξοδέψει τα καύσιμά της.

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΞΩΤ. Στο ίδιο παραλιακό καφενεδάκι. Καθισμένοι δίπλα δίπλα σε ένα τσιμεντένιο στηθαίο. Ο Αντρέας και η Στεφανία.

 

Αποφασίζει να μιλήσει πρώτα εκείνη. Αυτό είναι ένα από τα συμπτώματα της αλλαγής τους. Κάποτε την αμήχανη σιωπή ανάμεσά τους την διέκοπτε πρώτα εκείνος.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

(μελαγχολικά)

Κάποτε δεν υπήρχε αμήχανη σιωπή ανάμεσά μας…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Είμαστε λοιπόν σιωπηλοί;

 

Έχει γυρίσει το κεφάλι της και δεν τον κοιτά.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Τι μας συμβαίνει με τον καιρό και δεν αντέχουμε ούτε το βλέμμα του άλλου; Ειδικά όταν κάνουμε μιαν ερώτηση που ξέρουμε κιόλας την απάντηση;

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ναι.

 

Γυρίζει και τον κοιτάζει. Το νάζι και η παιγνιώδης διάθεση έχουν εξαφανιστεί. Έχει σκληρότητα και εισαγγελική αυστηρότητα το νέο της βλέμμα. Δεν τον πτοεί. Σχεδόν το περιμένει.

 

Είναι κι αυτό ένα ακόμη σύμπτωμα.

 

Η αρρώστια έχει προχωρήσει.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

‘Ναι’; Τόσο απλά;

 

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Τόσο…

 

Ρουφά με θόρυβο την τελευταία γουλιά καφέ.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(ετοιμάζεται να σηκωθεί)

Κλείνεσαι πάλι…

 

Ξέρει τη συνέχεια. Θα περπατήσει για λίγο μόνη, θα την ακολουθεί σιωπηλός, θα γυρίσουν σπίτι, δεν θα φάνει τίποτα, δεν θα κάνουν έρωτα, θα πέσουν για ύπνο.

 

Δεν θα της πει παραμύθι στην αγκαλιά του.

 

Ξέρει τη συνέχεια.

 

Κι αποφασίζει να την αλλάξει.

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΞΩΤ. Στο παραλιακό καφενεδάκι. Οι δυο τους. Η Στεφανία και ο Αντρέας.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

(με φωνή που πασχίζει να μην σπάσει)

Μη σηκωθείς. Μη φύγεις. Δεν κλείνομαι…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(επιμένει)

Κλείνεσαι…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Πάντα ήμουν κλειστός…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

‘Κρυπτικός’… έτσι είχες γράψει κάπου… σε κείνο το φθαρμένο μπλοκάκι σου με τις σημειώσεις…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

(αναπολώντας)

‘Τις σημειώσεις του δρόμου’. Το έχεις κρατήσει;

 

 

 

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Φυσικά! Εσύ τα μεταφέρεις στον κωλο-κειμενογράφο σου στον υπολογιστή κι εγώ τα κρατάω όπως ήταν, στο χαρτάκι…

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Άλλη μια λέξη – πέτρα. ‘Κωλο-κειμενογράφος’… Μου την πέταξε στο πρόσωπο σαν βότσαλο για να πονέσει.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ναι, κρυπτικός… αυτό σου άρεσε τότε…

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΡΕΑ

Λάθος. Όταν βάζεις το ‘τότε’ σημαίνει πως το ‘τώρα’ έχει χάσει το παιχνίδι.

(εκνευρισμένος)

Στο διάβολο τα παιχνίδια με τις λέξεις…

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Τότε δεν κλεινόσουν.

 

Τον χαϊδεύει στο μάγουλο με τον τρόπο που τον κάνει να ανατριχιάζει.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ξέρω τι θα πεις.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Δεν ξέρεις.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Ξέρω… θα πεις ότι ανοίχτηκα για λίγο επειδή σε ερωτεύτηκα και τώρα που σε ξε-ερωτεύτηκα κλείνομαι πάλι.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Γυρνάς στη σπηλιά σου…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

(διαμαρτυρόμενος)

Όχι, όχι πάλι η σπηλιά…

 

Της φιλά απαλά τα χέρι. Το δέρμα της είναι δροσερό. Η αίσθηση όμορφη.

 

 

 

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Εσύ μου την είχες αναφέρει κι αυτή. Εγώ δεν φταίω σε τίποτα… εγώ απλώς ερωτεύτηκα έναν…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Σπηλαιώτη…

 

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Χα, ναι!

 

Γελά εγκάρδια, σπάνιο και πολύτιμο βίωμα και τον πλημμυρίζει ευεργετικά.

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Θα το πω κι ας είναι κλισέ. Όταν γελάς είσαι μαγική.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Να το λες πιο συχνά και ας είναι κλισέ ποιητή μου!

 

Τον σπρώχνει στο στηθαίο.

 

Η κίνησή της τον αιφνιδιάζει. Ξαπλώνει και στριμώχνεται για να την υποδεχθεί δίπλα του.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

(με μάτια που γυαλίζουν)

Να κάνουμε έρωτα εδώ. Γίνεται;

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

(χαμογελώντας)

Δεν γίνεται… Πάμε στην αμμουδιά, στην παραλία.

 

ΣΤΕΦΑΝΙΑ

Είναι νωρίς… έχει κόσμο.

(Βάζει την παλάμη της ανάμεσα στα πόδια του)

Μμμ… αυτός δεν κλείνεται…

 

Η μαγεία δεν κρατά πολύ. Του δίνει ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και σηκώνεται.

 

Κάθεται ξανά όπως πριν. Τη μιμείται απρόθυμα.

 

Σιωπή και πάλι…

 

ΑΝΤΡΕΑΣ

Δεν θέλω να γυρίσουμε σπίτι.

 

Δεν του απαντά. Ξέρει γιατί. Δεν τολμά να την ενοχλήσει. Κλαίει.

 

Έχει φανταστεί πολλές φορές τη σκηνή του χωρισμού τους.

 

Τη λέξη όμως δεν θα τολμούσε να την πρωτοψελλίσει εκείνος.

 

Απ’τις λέξεις πέτρες αυτή δεν την αντέχει…

 

Την περιμένει να ηρεμήσει. Κοιτά τον ήλιο στο βάθος που βουτά πίσω απ’το βουνό και αισθάνεται ρίγος με την αναλογία στη σχέση τους.

 

Το σκοτάδι έρχεται…

 

 

ΤΕΛΟΣ