ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΔΕΙΑ ΨΑΡΕΜΑΤΟΣ

 

 

ΣΚΗΝΗ

 

ΕΞΩΤ. Σε ένα υπόγειο μηχανουργείο, σε κάποια γειτονιά του Πειραιά. Δεκαετία του ’80.

 

Το μαγαζί ανήκει σε έναν ταλαιπωρημένο αλλά και περήφανο άνθρωπο που συνήθως τον βρίσκει πλέον κανείς πίσω από ένα πάγκο, στο βάθος, παρέα με ένα μεγάλο μπουκάλι κρασί.

 

Ο άνθρωπος αυτός είναι γύρω στα εξήντα. Και το δεξί του πόδι είναι κομμένο από το γόνατο και κάτω. Έχει και βαρέλια με κρασί. Σε κάποιους επιλεγμένους πελάτες πουλάει που και που για να βγάζει ένα έξτρα εισοδηματάκι.

 

Τούτο το απόγευμα, τον έχει επισκεφτεί ένας 18χρονος νεαρός, ο Αντώνης με μια άδεια μποτίλια για κρασί.

 

Και για κάτι ακόμα…

 

 

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τα καλύτερά μου χρόνια είναι συνδεδεμένα με τον Άγιο Βασίλη, τη γειτονιά του «Αντικαρκινικού», δίπλα στην Καλλίπολη και πάνω από την Φρεαττύδα. Μπάλα τις Κυριακές αλλά και τις καθημερινές τα απογεύματα στην πλατεία της εκκλησίας, αργότερα κάποιο ραντεβουδάκι ‘εφηβικών’ προδιαγραφών στα παγκάκια γύρω από το ναό, πολύ κοντά στο σπίτι μας στην Σαχτούρη. Παρέες που καθόμασταν ως αργά, συζητούσαμε, ανταλλάσσαμε απόψεις και γνώμες με την γνωστή απολυτότητα και αλαζονεία της εφηβείας.

 

Κείνο που θυμάμαι έντονα, ανάμεσα στα άλλα, ήταν το υπόγειο του ‘κουτσού’ –ας χρησιμοποιήσω το όνομα Κώστας αφού άλλα έχουν σημασία εδώ - πολύ κοντά στο σπίτι όπου με έστελνε που και που ο πατέρας να πάρω λίγο κρασί. Υπήρχε ένας ολόκληρος μύθος γύρω από αυτόν τον πληγωμένο, σακατεμένο άνθρωπο. Οι πιτσιρικάδες τον φοβόντουσαν, οι μεγαλύτεροι μάλλον τον απέφευγαν. Τον θυμάμαι λερό, ντυμένο με φθαρμένα ρούχα αλλά αξιοπρεπή, απρόσιτο, χωμένο στο σιδηρουργείο – μηχανουργείο του, να μην δίνει και τόση σημασία στο τι γινόταν γύρω του.

 

Κάποτε ρώτησα τον πατέρα μου γι’αυτόν και μου αφηγήθηκε μια σύντομη αλλά φοβερή ιστορία που πυροδότησε την εφηβική μου φαντασία!

 

Ο κυρ-Κώστας στην διάρκεια της Κατοχής, ήταν ένας νέος, θαλερός, ζωηρός άντρας. Αγαπούσε τη θάλασσα, ήταν καλός ψαράς, δεινός κολυμβητής, άτρομος. Τον θαύμαζαν όλοι. Κάποτε, εκεί, στην παραλία στο νησάκι του Κουμουνδούρου, κάποιοι γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί απολάμβαναν το μπάνιο τους. Κοντά εκεί βρισκόταν και ο Κώστας. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές, κάποιος ζητούσε βοήθεια, κάποιος πνιγόταν! Ήταν ένας από τους γερμανούς!

 

Χωρίς να διστάσει ο Κώστας βούτηξε στα νερά και με τρεις απλωτές έφτασε τον γερμανό, τον άρπαξε και τον έβγαλε έξω. Όσοι έτυχε να βρεθούν μάρτυρες στο περιστατικοί, έλληνες και γερμανοί, είχαν μείνει άναυδοι, παγωμένοι. Ο γερμανός –αξιωματικός ήταν – ευχαρίστησε θερμά τον σωτήρα του και του ζήτησε να πάει να τον βρει στην Κομαντατούρ την επομένη για να του κάνει όποια χάρη ήθελε.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ

(συνεπαρμένος)

Και πήγε;

 

ΠΑΤΕΡΑΣ

Ναι, πήγε. Και τι ζήτησε; Μπορείς να φανταστείς;

 

ΑΝΤΩΝΗΣ

Τρόφιμα;

 

 

ΠΑΤΕΡΑΣ

(χαμογελώντας)

Μπα… ζήτησε μια άδεια ψαρέματος! Και την πήρε!

 

Είχα αποφασίσει να διασταυρώσω την αλήθεια των πληροφοριών αυτών και αναζητούσα την κατάλληλη ευκαιρία. Ένα απόγευμα που ξαναπήγα για κρασί στο υπόγειο του μαστρο-Κώστα όταν πήρα την μπουκάλα γεμάτη, δεν έκανα μεταβολή για να φύγω. Έμεινα αναποφάσιστος με την καρδιά μου να χτυπάει έντονα. Πώς να του ζητούσα του ανθρώπου να μου πει για μια τόσο παλιά ιστορία; Όταν μάλιστα δεν με ήξερε; Όμως το τόλμησα.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ

(ξαναμμένος)

Είναι αλήθεια; Σώσατε εκείνον τον γερμανό αξιωματικό;

 

Ο κυρ-Κώστας μένει σιωπηλός. Κάθεται στην καρέκλα του με το κουτσό του πόδι απλωμένο σε ένα σκαμνάκι και… ρουθουνίζει. Στο τέλος χαμογελά στραβά.

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

Πού τη θυμήθηκε την ιστορία αυτή ο πατέρας σου;

 

ΑΝΤΩΝΗΣ

(ανυπόμονα)

Είναι αλήθεια λοιπόν; Πήγατε στη γερμανική διοίκηση την επομένη;

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

(ξεφυσώντας)

Όχι, δεν έγινε έτσι μωρέ.

 

Φαίνεται να έχουν καμφθεί οι αντιστάσεις του… αναθυμάται, ζωηρεύει, βάζει σε ένα ποτήρι να πιει.

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

(του δείχνει ένα σκαμνάκι πιο κει)

Κάτσε, βιάζεσαι;

 

Ο Αντώνης κάθεται και προσανατολίζει όλο του το είναι στον άνθρωπο απέναντί του.

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

Ο πατέρας σου κι εγώ είχαμε το σακατιλίκι με το ψάρεμα… έβγαινε με τη βάρκα του εκείνος από πιτσιρίκος, γύρω γύρω στην Πειραϊκή… πως ήταν τότε Χριστέ μου η Πειραϊκή… εγώ είχα άλλα ‘σημάδια’… προς το Τουρκολίμανο… βουτούσα κιόλας… ξέρεις τι ψάρι είχε τότε έξω από τη Ζέα και ολόγυρα;

 

Έβραζε ο τόπος! Κάθε μέρα στη θάλασσα ήμουν… που και που ψάρευα αλλά κάποια στιγμή το απαγόρευσαν… φοβόντουσαν τα σαμποτάζ, ξέρω γω… άμα σε έπιαναν σε χώναν μέσα… αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα! Κάθε μέρα ψάρευα μπροστά στα μάτια τους!

 

ΑΝΤΩΝΗΣ

Κι εκείνη τη μέρα;

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

Κάνανε μπάνιο… πέντε έξι ήταν… είχαν και γυναίκες μαζί… Κάποια στιγμή ο ένας τους ξανοίχτηκε, καμιά εκατοστή μέτρα, τον πήρε το ρεύμα, είχε μαϊστράλι, ‘ξύριζε’ ο καιρός, μπορούσε να παρασύρει στο λεπτό αν δεν πρόσεχες! Στην Αίγινα θα τον ξέρναγε!

 

Ο μαστρο-Κώστας έχει ζεσταθεί για τα καλά, οι λέξεις βγίνουν αβίαστα πια από τα χείλη του. Έχει ανάψει και τσιγάρο. Και πίνει βέβαια.

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

Τον έβλεπα εγώ και έλεγα, ‘που πας μωρέ ασπρουλιάρη, που πας;’ Και τότε… άρχισε να ουρλιάζει…

 

ΑΝΤΩΝΗΣ

Και μετά;

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

Ε, το σκέφτηκα μια στιγμή… κι έπεσα να τον βγάλω… τώρα θα μου πεις δεν τον άφηνες να τον φάνε τα ψάρια; Όχι μωρέ, δεν πάει έτσι… έπεσα… και τον έφτασα στο λεπτό! Τον άρπαξα… υπάκουος όμως, ήξερε πως έπρεπε να πιαστεί, τον έβγαλα έξω σαν τσουβάλι… έκανε λίγη ώρα να συνέλθει και μετά  ήρθαν οι φίλοι του να με ρωτήσουν τι και πως… ο μάγκας όμως ήταν εντάξει… με έπιασε από το μπράτσο και μου είπε, έλα όποτε θέλεις να με βρεις… και μου έγραψε κάπου κάτι στα γερμανικά… ξέρεις πότε τον ξανάδα; Μετά από κανά μήνα… τυχαία… με σταμάτησε έξω από τον Πυθαγόρα… τη Σχολή, την ξέρεις.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ

Ε, ναι βέβαια.

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

Έκανε τη τσάρκα του… και με φώναξε… άρχισε να λέει διάφορα… δεν καταλάβαινα… του είπα λοιπόν εκεί, στο δρόμο, με κάτι ψευτο-αγγλικά που ήξερα, ότι θέλω να ψαρεύω και να μην με ενοχλεί κανείς… και με παίρνει από το χέρι και πάμε στην Κομαντατούρα… σε δυο λεπτά πήρα την άδεια… με σφραγίδες και υπογραφές! Χα, χα! Αυτό ήταν όλο.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Είχα μείνει σιωπηλός και απολάμβανα την ιερότητα της στιγμής. Δεν ξέρω γιατί αλλά μερικές τέτοιες ώρες έχουν την αύρα της αθανασίας πάνω τους. Και δεν τις διαγράφεις ποτέ. Θυμάμαι τα πάντα από το ακατάστατο σιδεράδικό του. Τα εργαλεία του, τα ρούχα του, τη μυρωδιά του χώρου.

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

Ή μάλλον, δεν ήταν όλο…

 

ΑΝΤΩΝΗΣ

(ρίχνοντας μια ματιά και στο ρολόι του)

Δηλαδή;

 

ΚΥΡ-ΚΩΣΤΑΣ

Τον ξανάδα μετά από λίγο καιρό, κάτω στη Ζέα… τότε δεν υπήρχε το μεγάλο μπράτσο με το φάρο… δεν το πρόλαβες… Τον έστειλαν στο Χάρκοβο … θυμάμαι το ‘Χάρκοβ’ που μου το είπε δυο τρεις φορές… είχε κατουρηθεί πάνω του, έτσι νομίζω… έτρεμε από το φόβο του… όποιος πήγαινε στο ανατολικό μέτωπο τότε δεν τον ξανάβλεπε κανείς. Και δεν τον ξανάδα βέβαια… αυτό είναι όλο Αντωνάκη.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Έφυγα από το μαγαζί του κυρ-Κώστα, του ‘κουτσού’ με μια παράξενη αίσθηση και μια ιδιαίτερη αναστάτωση.

Θυμάμαι πως το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να πιάσω από τη βιβλιοθήκη μας την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να μελετήσω τις τρομερές μάχες της Βέρμαχτ με τον Κόκκινο Στρατό στο Χάρκοβο.

 

Κι όταν ξανακατέβηκα στην παραλία –πόσο πολύ θα είχε αλλάξει από τότε- στο νησάκι του Κουμουνδούρου, είχα μια άλλη αίσθηση, μια παράξενη αίσθηση. Κι όταν οι αναμνήσεις άλλων γίνονται δικές μας αισθήσεις ίσως να σημαίνει πως όλοι είμαστε συνδεδεμένοι με κάποιους λεπτοφυείς ιστούς… σαν της αράχνης… και επικοινωνούμε…

 

 

ΤΕΛΟΣ