Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Ιουδαία. Άνοιξη. Τόπος μαρτυρίου. Τρεις σταυροί πάνω σε έναν γυμνό λόφο. Αρκετός κόσμος μαζεμένος. Οι ρωμαίοι στρατιώτες είναι σε επιφυλακή.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Το φριχτό μαρτύριο δεν λέει να τελειώσει. Γέρνει το βλέμμα πρώτα κάτω, μετά αριστερά… τελικά το υψώνει στο στερέωμα.

 

Ο ταλαιπωρημένος ληστής στα αριστερά του, κάνει ένα δυνατό σπασμό καθώς παραδίδει το πνεύμα. Ο βόγγος του τρυπά τ’ αυτιά τού μαζεμένου πλήθους που μορφάζει με αγωνία. Κάποιοι έχουν αρχίσει να απομακρύνονται. Οι ήχοι από τους επιθανάτιους ρόγχους και το θέαμα των κορμιών που συσπώνται λίγο πριν το τέλος, δεν είναι κάτι που μπορείς να το αντέξεις για πολύ.

 

Ο εσταυρωμένος νιώθει πως πλησιάζει και η δική του ακροτελεύτια στιγμή. Ρίχνει μια ακόμη γενναία ματιά στην ιερή πόλη των Προφητών, των προγόνων, των μανάδων και των πατεράδων, των Ραβίνων, των αδελφών και των αγαπημένων του. Αναρωτιέται για μια στιγμή, για μια αδιάφανη στιγμή που τη νιώθει να συνθλίβεται ανάμεσα στο αιώνιο παρόν και το αιώνιο μέλλον όπως συνθλίβονται και τα σπλάχνα του από την μαρτυρική στάση του…

Αναρωτιέται που να είναι Εκείνος…

Εκείνος που πρέπει να συνεχίσει…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Ένας ηλικιωμένος άντρας περπατά στους δρόμους της Ιερουσαλήμ. Φαίνεται αναστατωμένος.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο άνθρωπος που κάποτε, για μια απειρόχρονη στιγμή, σε μια ριπαία ενόραση του Απείρου, είχε αποκληθεί «Πέτρος», επιταχύνει το ασταθές βήμα του στα σκονισμένα σοκάκια της Δυτικής Συνοικίας. Είναι κάθιδρος και ωχρός. Δεν φταίνε οι εβδομήντα ενιαυτοί που φιλοξενούν τα κόκαλά του ούτε οι τραχείς δρόμοι της ιερής πρωτεύουσας του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα είναι τρομοκρατημένος. Μα κι αυτή η λέξη είναι μάλλον αδύναμη και ταπεινή για να χωρέσει όλα όσα έχουν πλημμυρίσει από την κορυφή ως τα νύχια τον γέροντα πρώην αλιέα.

Κάποια στιγμή σκοντάφτει σε μια μυτερή κοτρώνα και σωριάζεται φαρδύς πλατύς σε κάποιο ερημικό λιθόστρωτο δρομάκι της Ιερουσαλήμ.

Καθώς η καρδιά του παλεύει να αποκαταστήσει έναν αρμονικό και σταθερό ρυθμό για να μην καταρρεύσει, ο γκριζομάλλης ψαράς χάνει τις αισθήσεις του και…

 

ΣΚΗΝΗ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΙΜΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ

ΕΞΩΤ. Θάλασσα της Γαλιλαίας. Μαζεμένοι ψαράδες έξω από τις βάρκες τους. Εκεί κοντά ένας μυστηριώδης ξένος που μιλά σε κάποιο όμιλο ανθρώπων.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τον κοιτά με περιέργεια, με απορία και έκπληξη. Ποιος είναι Αυτός με τα μεγάλα γαλάζια μάτια, το ελληνικό πηγούνι, τα μακριά, καστανά μαλλιά και την ζεστή, βαθιά  φωνή που τον καλεί κοντά του; Ποιος είναι Αυτός που όταν σε κοιτά έχεις την εξωφρενική αίσθηση ότι σε κοιτά η ίδια η Αιωνιότητα;

Ο Σίμωνας κατεβαίνει από το πλοιάριό του και μαζί με τον αδερφό του, τον Ανδρέα και κάποιους άλλους πλησιάζουν τον μυστηριώδη ξένο που τους απευθύνει το λόγο. Πάντως, όσο περίεργα γοητευτική και αν είναι η φωνή του, δεν έχουν  χρόνο για χάσιμο. Τα δίχτυα έχουν τα χάλια τους και θέλουν ώρες σκληρής δουλειάς να ξανάρθουν στα συγκαλά τους, οι βάρκες τους θέλουν πλύσιμο και τακτοποίηση και το ίδιο βράδυ πρέπει να ξαναβγούν στα ανοιχτά.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο ξένος, γύρω στα τριάντα τον υπολογίζει τώρα που τον βλέπει από κοντά –αν και για κάποιο λόγο δεν θέλει να τον κοιτάζει ολόισια στα μάτια-, αναπτύσσει κάποιο θέμα στους χασομέρηδες της περιοχής που τον ακούν αμίλητοι, σαν υπνωτισμένοι.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΙΜΩΝΑ

Άλλος ένας προφήτης που θα σώσει τον ταλαίπωρο τον Ισραήλ.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Κι όμως, όταν τον πλησιάζει όλες οι αρνητικές του σκέψεις τον εγκαταλείπουν. Μονομιάς! Απίστευτο. Δεν καταλαβαίνει τι του συμβαίνει, δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε, θετικό ή αρνητικό, καλό ή κακό.

Για μια πελώρια και λυτρωτική στιγμή είναι άδειος.

Και ελεύθερος!

Μπορεί να αντικρίσει επιτέλους τον άνθρωπο αυτόν στα μάτια και το σοκ από ενόχληση γίνεται διάσταση που λίγο θέλει να τον καταπιεί. Το βλέμμα αυτό είναι μια δέσμη καθαρού, δυνατού και… εξωκοσμικού Φωτός! Δεν βρίσκει τα λόγια να το περιγράψει στον εαυτό του, δεν έχει τη λόγια μόρφωση των Φαρισαίων ή το ποιητικό ταλέντο του Δαβίδ να την αποδώσει σε ένα χαρτί.

Κείνο που ξέρει είναι πως μέσα από μια σπηλιά, του μυαλού ή της ψυχής του, ακούει… Σίμωνα, από σήμερα θα είσαι Μαζί μου… Και, όσο παράλογο κι αν θα του φαινόταν δέκα λεπτά πριν, δεν έχει τη δύναμη ή τη θέληση να αρνηθεί. Κείνη η κλήση είναι η φωνή της ίδιας της ύπαρξής του και δεν μπορείς να αντικρούσεις τη φωνή της ύπαρξής σου.

Και έτσι, σε μια χαοτική ρωγμή του χρόνου, τα παρατάει όλα και τον ακολουθεί…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Ο ηλικιωμένος άντρας βρίσκεται σε κάποιο φτωχικό δωμάτιο. Ολόγυρά του άγνωστοι άνθρωποι τον κοιτούν. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα, μια γερόντισσα και ένα μικρό κορίτσι.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο γέρο-Σίμων, που κάποτε, πριν από χίλιες αιωνιότητες, τον αποκαλούσαν Πέτρο, ξυπνά σε αυτό το άγνωστο σπίτι και νιώθει το μελαγχολικό βλέμμα κάποιων ανθρώπων πάνω του. Διακρίνει το γλυκό πρόσωπο μιας κόρης, τον πατέρα της και μια ηλικιωμένη γυναίκα.

ΑΝΤΡΑΣ

(με κάπως σκληρό ύφος)

Συνήλθες;

ΣΙΜΩΝ

Εεε… ναι… μα…

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ

Σε βρήκαμε έξω απ’ τη πόρτα. Ήσουν άσπρος σα πεθαμένος.

Η κοπέλα του έφερε μια κούπα νερό στα χείλη του. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το δέρμα του είχε ξεραθεί και έκαιγε.

Έκαιγε ολόκληρος. Εσωτερικά κι εξωτερικά.

ΣΙΜΩΝ

Είμαι άρρωστος;

ΑΝΤΡΑΣ

(με καχύποπτο βλέμμα)

Σε λίγο έρχεται η γυναίκα μου με λίγο ζωμό. Δεν έχεις τίποτε. Έτσι νομίζω.

(μικρή παύση)

Έμπορος είσαι;

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Σίμων ξαφνικά τα θυμάται όλα. Πως είχαν έρθει για το Πάσχα με το γιο του και την ανιψιά του στην Ιερουσαλήμ, πως είχαν περάσει μερικές μέρες στο Ναό για τα καθιερωμένα της πανάρχαιας πίστης τους, πως ετοιμάζονταν πια, μεταπασχάλια να ξαναγυρίσουν στην αγαπημένη τους Γαλιλαία.

Την τελευταία ημέρα, την ημέρα των ετοιμασιών στο σπίτι των φίλων και αδελφών που τους φιλοξενούσαν  αποφάσισε να κάνει μια επίσκεψη σε έναν παλιό του φίλο στη Δυτική Συνοικία της πόλης. Τον γνώριζε από τότε, από εκείνα τα φοβερά τρία χρόνια που κανείς δεν είχε ξεχάσει αλλά και κανείς δεν ήθελε πια να θυμάται.

Ήταν εκείνος που είχε τολμήσει να βοηθήσει τον Διδάσκαλο να μεταφέρει το Ξύλο στο δρόμο προς το Γολγοθά. Κάθε χρόνο που ερχόταν στην Ιερουσαλήμ σκεφτόταν να τον επισκεφτεί και κάθε χρόνο το ανέβαλλε. Για κάποιο περίεργο λόγο, αυτή τη φορά είχε την αποφασιστικότητα και την δύναμη να το κάνει. Και με βήματα γρήγορα και την καρδιά του να βροντάει στο στήθος του, βγήκε στα σοκάκια της πόλης…

ΑΝΤΡΑΣ

(με ύφος ανακριτή)

Δεν μου απάντησες. Έμπορος είσαι;

Η ερώτηση του άντρα είχε πια τον καθαρό τόνο του ανακριτή.

ΣΙΜΩΝ

Εεε, όχι, όχι. Ψαράς είμαι… ήμουν δηλαδή. Τώρα πια είμαι πλοιοκτήτης… στη Γαλιλαία

ΑΝΤΡΑΣ

(απομακρυνόμενος)

Φτου! Ειδωλολάτρες!

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ

(με επιτιμητικό ύφος)

Ιερεμία! Να μην ακούσω ξανά τούτη τη λέξη στο σπίτι μας!

Ο άντρας αποσύρεται στο μέσα δωμάτιο αφήνοντας την κόρη να κοιτάζει τρυφερά τον Σίμωνα.

ΣΙΜΩΝ

Συγνώμη, δεν θα μείνω άλλο…

Κάνει να σηκωθεί αλλά μια σκοτοδίνη τον καθηλώνει.

ΚΟΡΙΤΣΙ

Μην σηκώνεστε. Να έρθει η μητέρα πρώτα. Να πιείτε λίγο ζωμό. Οι δικοί σας που μένουν;

ΣΙΜΩΝ

Στο σπίτι του Ζεφρά, στη μεγάλη Δεξαμενή…

ΚΟΡΙΤΣΙ

Ναι, ξέρω. Θα πάω να τους ειδοποιήσω γιατί θα ανησυχούν.

Ο Σίμων την κοιτά με ευγνωμοσύνη.

ΣΙΜΩΝ

Ευχαριστώ παιδί μου. Να ζητήσεις τον Ιωάννη, είναι ο γιος μου. Ο γιος του Π…, του Σίμωνα από τη Γαλιλαία. Και την ανιψιά μου, τη Ραχήλ. Είναι στα χρόνια σου περίπου και τόσο όμορφη όσο εσύ.

Η μικρή χαμογελά και απομακρύνεται απ’το κρεβάτι. Κι αφού παίρνει την άδεια του πατέρα της βγαίνει από το σπίτι.

 

ΣΚΗΝΗ ΑΠΌ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

ΕΣΩΤ. Σε κάποιο δωμάτιο. Αργά το βράδυ. Οι μαθητές του Διδασκάλου κοιμούνται. Ο Ματθαίος ροχαλίζει, ως συνήθως, ο Ιούδας βογκά από κάποιο ενύπνιο. Όλοι κοιμούνται, εκτός του Πέτρου.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Στριφογυρίζει στα στρώματά του, φυσά και ξεφυσά. Θέλει να ενοχλήσει τον Διδάσκαλο αλλά ντρέπεται.

Όλη την ημέρα γυρνούσαν, Εκείνος δίδασκε, τα πλήθη ακολουθούσαν, κάποιοι από το Συμβούλιο τους κατασκόπευαν, που και που Ρωμαίοι έκαναν περιπόλους, έμεναν για λίγο, άκουγαν, χλεύαζαν, έφτυναν το χώμα και έφευγαν. Ένα κακό προαίσθημα τον έχει ζώσει, ένα φίδι που τον κατατρώει, όταν είναι μαζί Του η ψυχή του αναπαύεται μα όταν μένει μόνος…

Σηκώνεται από τα σκεπάσματά του και πλησιάζει την άλλη πλευρά του δωματίου που έχει πλαγιάσει ο Ραβί. Τον βρίσκει καθισμένο δίπλα στο μικρό παράθυρο να ατενίζει τον έναστρο ουρανό. Το ασημένιο φως της μισογεμάτης σελήνης απλώνεται στο οστεώδες πρόσωπό του και τονίζει ακόμη περισσότερο τις όμορφες γωνίες του προσώπου του.

Ο Πέτρος ντρέπεται που μαγαρίζει τη στιγμή και κάνει να ξαναγυρίσει στο στρώμα του.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Έλα κοντά μου Πέτρο!

Ακούει τη φωνή του σαν βελούδινο χάδι στα αυτιά του και γυρίζει.

Κουλουριάζεται δίπλα του σα την ελαχιστότερη των υπάρξεων δίπλα στον Διδάσκαλο και αρκείται να τον κοιτάζει στο μαγικό σεληνόφως.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ξέρει πως είναι μια σπάνια στιγμή κοντά του, μια προνομιούχα στιγμή που θα ήθελαν να ζήσουν χιλιάδες άλλοι και δε θα τη ζήσουν ποτέ.

ΠΕΤΡΟΣ

(ψελλίζει)

Ραβί…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Σαν ακούει τη φωνή του σιωπά. Και δεν ξέρει γιατί, θέλει να ξεσπάσει, να ξεσπάσει σε λυγμούς, να αφήσει τη καρδιά του να εκραγεί, να εκραγούν μαζί του και όλα τα άλλα γύρω του, όσα τον πλακώνουν και όσα τον πνίγουν.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Είσαι ανήσυχος Πέτρο… μα πρέπει να ξέρεις ότι δεν θα ησυχάσεις ποτέ…

Ο Πέτρος έχει κλείσει τα μάτια.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Δεν μπορεί να κοιτάξει το Διδάσκαλο, δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη, είναι ολόκληρος μια βουβή κραυγή.

Κάποια στιγμή νιώθει το χέρι Του να χαϊδεύει τα μαλλιά του. Μονομιάς η φουρτούνα μέσα του κοπάζει, η ψυχή γαληνεύει, η καρδιά παίρνει τους σωστούς παλμούς της.

ΠΕΤΡΟΣ

Δάσκαλε…

Δεν αποσώνει τη φράση του. Εκείνος δεν τον αφήνει. Του σφίγγει τον ώμο, τον χαϊδεύει στο μάγουλο, τον ακινητοποιεί.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Έχεις δει ποτέ σου τα αστέρια το βράδυ; Αμέτρητα, άλλα πιο φωτεινά, άλλα λιγότερο μα όλα υπάρχουν για τη Δόξα Εκείνου…

Η φωνή του Διδασκάλου μοιάζει με γλυκό νανούρισμα. Ο Πέτρος λυμένος πια και χαλαρός γέρνει εμπρός στα πόδια του και αφήνεται.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Κάποτε Με ρώτησαν το όνομά Μου. Θυμάσαι Πέτρο τι απάντησα;

Ο απλοϊκός ψαράς είναι κιόλας με το ένα πόδι στην αγκαλιά του ύπνου και μέσα σε δευτερόλεπτα θα κοιμάται σαν μωρό.

Ο Διδάσκαλος τον χαϊδεύει τρυφερά. Μονάχα λίγο πριν βυθιστεί εντελώς στο μαυλιστικό ταξίδι της λήθης, ακούει  από μακριά τη γλυκιά φωνή Του.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Είμαι Αυτός που Είμαι… και θα πρέπει σύντομα να το δουν και να το βιώσουν όλοι…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Μετά από κάποια ώρα. Στο ίδιο σπίτι που φιλοξενεί τον Σίμωνα. Είναι πλέον παρών και ο γιος του Ιωάννης.

Ανοίγει τα μάτια του και ένα άλλο αγαπημένο χέρι του χαϊδεύει το πρόσωπο.

ΣΙΜΩΝ

(με έντονη συγκίνηση)

Τον είδα Ιωάννη! Τον είδα… στο…

ΙΩΑΝΝΗΣ

Ησύχασε πατέρα, ησύχασε.

Τα μάτια του γέροντα αλιέα έχουν ανάψει. Καθρεφτίζουν τη διάπυρη, αναστατωμένη ψυχή του. Ο Ιωάννης από την άλλη, ήρεμος και πράος προσπαθεί να του μεταδώσει λίγη απ’τη γαλήνη του.

ΙΩΑΝΝΗΣ

Πρέπει να φύγουμε πατέρα. Μπορείς να σηκωθείς; Πως αισθάνεσαι;

Ο Σίμων αντί απάντησης ορθώνει το κορμί του στο κρεβάτι του και αργά αλλά σίγουρα πατά και τα πόδια του. Ο Ιωάννης τον στηρίζει και σύντομα είναι έτοιμοι να αναχωρήσουν. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η οικοδέσποινα. Μια νέα γυναίκα, όχι πάνω από 30 ετών.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Τι κάνετε; Που πάτε;

ΙΩΑΝΝΗΣ

Θα φύγουμε κυρά. Ευχαριστούμε για όσα έκανες. Ο πατέρας μου…

ΓΥΝΑΙΚΑ

Ο πατέρας σου θα μείνει απόψε και θα κοιμηθεί εδώ. Ετοίμασα ζεστή σούπα και δεν θέλω αντιρρήσεις παιδί μου. Άσε εμάς τους μεγαλύτερους, ξέρουμε καλύτερα.

Ο Ιωάννης κοιτά τον χλομό ακόμη πατέρα του και δεν το σκέφτεται πολύ. Τον βοηθά να ξαπλώσει ξανά στο κρεβάτι του και σπεύδει να ευχαριστήσει τη γυναίκα για τις περιποιήσεις της.

ΙΩΑΝΝΗΣ

Πρέπει να πάω στη Ραχήλ πατέρα. Συ κοιμήσου πάλι, είσαι σε καλά χέρια εδώ.

Ο Σίμων χαμογελά. Πόσο περήφανος ήταν για το γιο του. Πόσο καμάρωνε για κείνον.

ΣΙΜΩΝ

Να πας στη μικρή μας Ιωάννη.

Και γέρνει στο στρώμα.

Ο Ιωάννης φεύγει και έπειτα από λίγο η γυναίκα πλησιάζει τον κλινήρη με ένα πιάτο ζεστή σούπα.

ΓΥΝΑΙΚΑ

(τον βοηθά να ανακαθίσει για να φάει)

Έλα, σιγά σιγά…

Ο Σίμων δέχεται το φαγητό με μεγάλη ευχαρίστηση.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Είσαι ένας από εκείνους, έτσι δεν είναι;

Η ερώτηση ανάβει σαν φωτιά στο μυαλό του. Ώστε ξέρει;

ΓΥΝΑΙΚΑ

Ο Πέτρος δεν είσαι; Ξέρω ποιος είσαι αλλά μην φοβάσαι. Εδώ είσαι ασφαλής. Πάντα θα είσαι.

Ο Σίμωνας έχει παγώσει και δεν μπορεί να κατεβάσει άλλη μπουκιά.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Αναρωτιέσαι πως εγώ που έχω τα μισά σου χρόνια ξέρω για σας και για… Εκείνον… πολλοί είμαστε τέτοιοι… κρυβόμαστε, δεν μιλάμε, όσο πάει λιγοστεύουμε, αλλά… και σε κατάλαβα αμέσως!

Ο γέροντας κοιτά τη γυναίκα με βλέμμα ιδιαίτερο. Με απορία, έκπληξη αλλά και συμπάθεια. Ώστε υπάρχουν ακόμη οπαδοί του;

ΓΥΝΑΙΚΑ

(σκύβοντας προς το μέρος του)

Και αν θες να ξέρεις… Τον έχω δει κι εγώ! Πρόσφατα!

Ο Σίμων αφήνει το πιάτο του να πέσει και γουρλώνει τα μάτια του.

ΣΙΜΩΝ

Τον… Τον έχεις δει;

ΓΥΝΑΙΚΑ

Ναι… δυο φορές. Η μια ήταν πριν πέντε ημέρες. Κρύβεται. Και καλά κάνει.

Ο Σίμωνας αισθάνθηκε την καρδιά του να βροντάει πια σαν τρελή στο γέρικο στήθος του. Αρπάζει τη γυναίκα από τα μπράτσα και την ταρακουνάει.

ΣΙΜΩΝ

Που μένει; Που είναι το σπίτι του;

Η γυναίκα απομακρύνεται.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Δεν ξέρω. Απλά τον είδα. Και δεν ήταν μόνος. Ήταν μαζί με…

Ο Σίμωνας καταλαβαίνει, κλείνει τα μάτια και την παρακαλεί να μην συνεχίσει.

 

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Από τη πρώτη στιγμή που την είδε, κάτι σαν μαύρο σύννεφο τον σκίασε. Και ήξερε πως όλα πια θα άλλαζαν, όλα θα ήταν διαφορετικά ανάμεσα σε κείνους και τον Διδάσκαλο. Η Μαρία ήταν όμορφη βέβαια και την ποθούσαν κρυφά όλοι οι μαθητές – εκτός ίσως από τον Ιωάννη που είχε το μυαλό και το κορμί του ήδη αφιερωμένο σε άλλα πράγματα – αλλά το κυριότερο ήταν πως είχε γίνει απαραίτητη και σ’ εκείνον και στην ομάδα.

Όταν κατέβηκαν από το Θαβώρ, μετά την φοβερή εμπειρία που είχαν ζήσει εκείνος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης όταν έγιναν μάρτυρες της φωτοχυσίας που είχε τυλίξει σαν λευκή θάλασσα τον Ραβί, εκείνη ήταν που έσπευσε να τον περιποιηθεί πρώτη, να του πλύνει τα πόδια, να του ετοιμάσει τα καθαρά σεντόνια, να τον φροντίσει.

Όταν γύρισαν από τη χώρα των Γαδαρηνών, των ελεεινών αυτών παγανιστών που τους έδιωξαν κακήν κακώς μετά από εκείνο το εξοντωτικό εξορκισμό του δύστυχου δαιμονισμένου βοσκού, εκείνη τον περίμενε στην ακρογιαλιά να τον υποδεχθεί πρώτη και καλύτερη, να του δώσει φαγητό και κρασί και να τον ρωτήσει για όσα είχαν γίνει.

Κι όταν έγινε το απίστευτο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, του αγαπημένου φίλου του Ιησού, εκείνη ήταν που πέρασε όλη την υπόλοιπη μέρα μαζί του για να τον ηρεμεί και να τον κανακεύει. Και εκτός απ΄όλα αυτά, εκείνη σιγά σιγά ήταν που κρατούσε το ταμείο, εκείνη έσπευδε να βρίσκει τα σπίτια που τους φιλοξενούσαν, τα φαγητά και το νερό, τα ζωντανά να τους μεταφέρουν στις δύσκολες ώρες.

Κανείς από τους μαθητές δεν την θεωρούσε ισότιμη, ίση και ισάξια. Αλλά και κανείς δεν ήθελε να την διώξει από το πλευρό του. Και ο Διδάσκαλος, αλήθεια είναι, δεν ήθελε να τους ξεχωρίζει, να τους διακρίνει, να τους διαιρεί. Κι όμως, το ήξεραν, το διαισθάνονταν, το φοβόνταν όλοι. Πιο πολύ και από τους Σανχεντρίν, κι από τους Ρωμαίους και από τον Σατανά τον ίδιο, όλοι τους εκείνη είχαν σε φόβο.

Γιατί το Έργο κινδύνευε, η Αποστολή τους να πάει στο βρόντο, όλα να χαθούν.

Και τότε…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο ίδιο σπίτι που φιλοξενεί τον Σίμωνα. Βράδυ. Ο Σίμων έχει ανασηκωθεί. Κάθεται σκυφτός στο κρεβάτι του και κλαίει.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Κλαίει με αναφιλητά, βγάζοντας συριχτές κραυγές, πιο πολύ εσωτερικά παρά εξωτερικά. Τούτο το θέαμα έχει τρομάξει τη γυναίκα και τον Ιωάννη. Ο κάποτε ΄κλειδοκράτορας’ της Σωτηρίας, ο άνθρωπος που πάνω του θα έχτιζε εκείνος το Βασίλειό του, γέροντας πια, ανήμπορος και τελειωμένος, στην αποδρομή του βίου του, σε ένα άγνωστο σπίτι, μπροστά στο παιδί του και μια περίεργη γυναίκα κλαίει σα μωρό παιδί.

ΣΙΜΩΝ

Θέλω να Τον… Κύριε… Διδάσκαλε… γιατί…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τα λόγια, οι λέξεις, οι συλλαβές, οι αναμνήσεις, το βάρος μιας ολόκληρης ζωής, το Έργο που τελείωσε πριν καν αρχίσει, Εκείνος που όταν έχασε εκείνη που αγαπούσε…

Με κάποιο τρόπο, παράξενο και σαφή, ο Σίμων ή Πέτρος συνειδητοποιεί ότι αυτή είναι η τελευταία του νύχτα. Μια νύχτα που θα την περάσει μακριά από την αγαπημένη του Γαλιλαία, από τα χώματα που ξεκίνησε κάποτε, πριν από εφτά δεκαετίες τη γήινη περιπέτειά του, τα χώματα που είχε ζήσει όλες τις χαρές και τις λύπες του, που είχε συναντήσει Εκείνον, ή μάλλον, που το Άπειρο τον είχε, έστω για λίγο αγγίξει…

ΣΙΜΩΝ

Ιωάννη, πρέπει… πρέπει να σας πω… και που είναι μάρτυρας και η γυναίκα αυτή το θεωρώ καλό σημείο, ναι, πριν οτιδήποτε άλλο, πρέπει να σας πω…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

το πρόσωπό του έχει φωτιστεί, έτσι όπως τότε, στο όρος Θαβώρ, όταν ο Ραβί τους είχε πάρει μαζί Του, εκείνον, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και όλα είχαν ξαφνικά λουστεί στο άκτιστο Φως των Αιώνων…

ΙΩΑΝΝΗΣ

(ανήσυχος)

Πατέρα…

Ο νεαρός άντρας εισπράττει μια έντονη χειρονομία από εκείνον που ακόμη σπαρασσόταν από τους λυγμούς.

Η γυναίκα τον κοιτά αποσβολωμένη. Ο άντρας της είχε πάρει τη κόρη τους και τη μάνα του και είχαν πάει να περάσουν τη βραδιά στο σπίτι του αδελφού του για να μην έχουν καμιά σχέση με έναν ‘εθνικό’, έναν ειδωλολάτρη. Έτσι έχει όλη την ησυχία και την άνεση να ζήσει αυτές τις σπάνιες στιγμές με έναν από τους μαθητές Εκείνου…

ΙΩΑΝΝΗΣ

Πατέρα, ησύχασε…

Ο Πέτρος σηκώνεται από το κρεβάτι του και προχωρά προς το μικρό παραθυράκι του δωματίου. Απ’ έξω η αρχαία πόλη ησυχάζει. Που και που ακούγονται βήματα μοναχικών διαβατών και πιο σπάνια περίπολοι της Φρουράς του Πραιτορίου που επιθεωρούν τους σκοτεινούς δρόμους.

ΣΙΜΩΝ

Κάποτε, σ’ αυτήν εδώ την πόλη, την ιερή για όλους μας πόλη, έγινε ένα θαύμα… δεν ξέρω αν το συνειδητοποίησαν πολλοί, δεν ξέρω αν το κατάλαβαν, αν το βίωσαν, αν το έζησαν πολλοί, ξέρω όμως ότι έγινε ένα θαύμα… στη ζωή τη δική μας… στη ζωή όσων ήταν κοντά Του…

Ο Ιωάννης έχει έλθει δίπλα του και του κρατά τρυφερά το ρυτιδιασμένο χέρι του.

ΣΙΜΩΝ

…Πριν από Εκείνον δεν ξέραμε, δεν υποψιαζόμασταν, δεν… δεν υπήρχαμε… όλοι το νιώθαμε, όλων η καρδιά είχε τον ίδιο χτύπο… Εκείνος είχε έλθει και μας είχε κοιτάξει… και από κείνη την ώρα μας πήρε στην αγκαλιά της μια θάλασσα που όμοιά της δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι υπήρχε… Μια θάλασσα όμορφη, τεράστια αλλά… κόκκινη, κόκκινη σαν το αίμα!...

Ο πρώην απόστολος ριγά και η φωνή του σπάει. Ο Ιωάννης τον σφίγγει και τον συνοδεύει και πάλι στο κρεβάτι.

Η γυναίκα έφερε λίγο κρασί για όλους.

ΣΙΜΩΝ

Τι ήταν εκείνο που μας τράβηξε τη ψυχή, μας την… πήρε και την έφερε, σαν ανεμοδούρα που παίρνει το σκαφάκι, το γυρνάει και το γυρίζει σα ξυλαράκι… να, έτσι γίναμε όλοι μέσα μας… και μαζί, πώς να το πω… πιο όμορφοι, πιο ήρεμοι, λες κι επειδή ήταν Εκείνος μαζί μας, δεν είχαμε να φοβόμαστε τίποτε…

Το βλέμμα του γέροντα ψαρά είχε γλυκάνει, το ίδιο και η φωνή του και το ωραίο κρασί έχει ροδίσει τα μάγουλά του.

ΣΙΜΩΝ

Εκείνη την άνοιξη, τη τελευταία μας μαζί Του… όταν όλοι έζησαν την… την ανάσταση του παιδικού του φίλου…

ΓΥΝΑΙΚΑ

Του Λαζάρου!

ΣΙΜΩΝ

Ναι, λίγο μετά… δεν ξέρω, όλα άλλαξαν… έφταιγε η αρρώστια της Μαρίας… κι Εκείνος ήξερε βέβαια… το παιδί που είχε στα σπλάχνα της, κάτι δεν πήγαινε καλά, η εγκυμοσύνη δεν πήγαινε καλά και ο Ραβί την αγαπούσε τόσο πολύ… και ξαφνικά, ένα τεράστιο ρήγμα Τον έσκισε, Τον άνοιξε στα δυο, από τη μια το Έργο, η Αποστολή, από την άλλη η Μαρία, η νέα ζωή μέσα της, η συνέχειά Του…

ΙΩΑΝΝΗΣ

Μα πατέρα…

ΣΙΜΩΝ

Δικό Του ήταν! Κι αν δεν ήταν, το θεωρούσε δικό Του. Ποτέ δεν έμαθε στ’ αλήθεια κανείς, τι σημασία έχει;

Η γυναίκα έχει κοκαλώσει στη θέση της.

ΣΙΜΩΝ

Προτού μπούμε στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα, χιλιάδες μας περίμεναν, πλήθη αμέτρητα, μα λίγο πριν, εκείνο το βράδυ…

 

ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

ΕΣΩΤ. Σε κάποιο σπίτι κάποιας πόλης της Ιουδαίας. Μια νέα γυναίκα που έχει μια πολύ δύσκολη γέννα. Κι Εκείνος που είναι γεμάτος αγωνία.

Η μαμή βγαίνει από την κάμαρη της εγκυμονούσης με βλέμμα σκοτεινό, χλομή και κάθιδρη. Το δικό Του βλέμμα αντίθετα ήταν όλες οι φωτιές της Δημιουργίας και όλες οι θύελλες των κατακλυσμών.

ΜΑΜΗ

Ένα από τα δυο… μια από τις δυο…

Εκείνος ορμά στο δωμάτιο να παλέψει ενάντια στο θάνατο όπως τόσες και τόσες φορές έχει κάνει ως τώρα.

Η Μαρία παλεύει, αρπάζει τα σεντόνια, τα τραβά, σφαδάζει  σα ζώο, ουρλιάζει, χτυπιέται…

Σαν μπαίνει Εκείνος, μονομιάς ησυχάζει, οι τρομακτικοί πόνοι καταλαγιάζουν όπως κάποτε όταν μπήκε στη θάλασσα τα κύματα του έγλειφαν τα πόδια και ο άνεμος Τον προσκύνησε, ναι, έτσι Τον προσκυνά κι ο πόνος…

Της αγγίζει το μέτωπο και ο μορφασμός του θανάτου φεύγει  για λίγο από το ωραίο πρόσωπό της, μόνο για λίγο…

Ορθώνει το αριστερό Του χέρι στον ουρανό, όπως είχε κάνει και έξω από το βράχο του Λαζάρου, σηκώνει το πηγούνι Του ενώ με το άλλο χέρι σφίγγει δυνατά το μέτωπό της…

Εκείνος, θεραπευτής και Θεουργός, εφελκύοντας κολοσσιαίες Δυνάμεις συνεργούς στη προσπάθειά Του, έχει λουστεί σε ένα τρομακτικό γαλαζόλευκο φως που είναι αδύνατο να το αντέξει κανείς. Σείεται η γη και δονούνται για λίγο άνθρωποι και κτίσματα σε απόσταση χιλιομέτρων καθώς ο Κύριος των Δυνάμεων παλεύει να σώσει μάνα και κόρη από το χαμό, από το πέρασμα στην άλλη όχθη…

Δεν τα καταφέρνει. Ως κι Εκείνος. Όχι εντελώς. Η Θεία Οικονομία μεριμνά για τη νεότερη ύπαρξη, χαμογελά στη καινούργια ψυχή που έρχεται στο κόσμο κι αφήνει τα μάτια της όμορφης Μαρίας για πάντα πλέον σφαλιστά…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο ίδιο σπίτι που φιλοξενεί τον Σίμωνα. Κοντά του ο γιος του Ιωάννης και η οικοδέσποινα.

ΣΙΜΩΝ

(ιδρωμένος)

Αυτό… αυτό ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να το αντέξει…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Συνεπαρμένος ο γέροντας Πέτρος, ξαναζεί όσα γίναν εκείνες τις φοβερές ημέρες που οι τύχες της ανθρωπότητας παίζονταν στις στιγμές, στους λυγμούς, στις ρυτίδες της Αιωνιότητας που είχε σαρκωθεί στον άντρα εκείνο που περπάτησε κάποτε στη Γη…

Η γυναίκα φέρνει κι άλλο κρασί ξαναμμένη κι εκείνη με λυτό το πανωφόρι της.

Ο Ιωάννης έχει σκύψει το κεφάλι και ρουφά τα λόγια του πατέρα ρου. Είναι τα στερνά του, τα πιο ιερά, τα πιο αληθινά.

Και τα πιο δύσκολα.

ΣΙΜΩΝ

Από κείνη την ημέρα… όλα αφανίστηκαν, όλα τελείωσαν, δεν ξέρω, ακόμα και σήμερα δεν ξέρω πως…

ΙΩΑΝΝΗΣ

Η μικρή;

ΣΙΜΩΝ

Την παραδώσαμε στο σπίτι του Νομοδιδάσκαλου Νικοδήμου που ο Ραβί τον εμπιστευόταν απόλυτα. Δεν την ξανάδε κανείς… έως πρόσφατα... Και μια βδομάδα μετά, στο ανώγειο, μας συγκέντρωσε όλους για τον Τελευταίο Δείπνο… Εκεί μας τα είπε όλα…

 

ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

ΕΣΩΤ. Σε κάποιο ανώγειο. Ο Διδάσκαλος με τους μαθητές.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Όλοι μαζεμένοι γύρω του. Στο χλομό φως των κεριών που κάνει τις σκιές να τρεμοπαίζουν στα θλιμμένα πρόσωπά τους. Όλοι μαζί, πάλι, όπως εκατοντάδες φορές τα τελευταία τρία χρόνια. Μαζί. Για τελευταία φορά.

Ο Διδάσκαλος τους πλένει τα πόδια, κόβει το ψωμί, γεμίζει όλες τις κούπες με το κόκκινο κρασί. Κανείς δεν μιλά. Τη σιωπή την έκοβες με το μαχαίρι στο φτωχικό τούτο ανώγειο.

Επιτέλους, έρχεται η στιγμή να τους μιλήσει.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Περπάτησα πολύ για να φτάσω ίσαμε δω… το ξέρετε… μαζί διανύσαμε όλη τούτη την απόσταση…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Η φωνή Του βαθιά, ήρεμη, γεμάτη. Το βλέμμα να αφήνει τον ένα μαθητή και να γραπώνεται στον άλλο. Τα χέρια να ανοίγουν και να κλείνουν σε κύκλους και σε ημικύκλια. Τα μαλλιά να τρέχουν ελεύθερα στους ώμους, να γυαλίζουν στο φως των κεριών. Το δέρμα ηλεκτρισμένο, τα αγγίγματα γεμάτα σημασία και περιεχόμενο.

Ο Πέτρος κάθεται δεξιά. Ο Ιούδας στ’ αριστερά. Ο Ιωάννης σιωπηλός απέναντι κοντά στον Ιάκωβο. Οι άλλοι ολόγυρα.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

…δεν σας κάλεσα τυχαία να είστε μαζί μου. Όλοι σας, ο καθένας από σας είναι και μια όψη του Έργου. Τώρα δεν το υποψιάζεστε, μετά θα σας γίνει γνωστό… να είστε αγαπημένοι, θα έρθουν δύσκολες μέρες…

Ο Ιούδας βουτά το ψωμί του στο κρασί και ξαφνικά σηκώνεται και φεύγει σιωπηλά.

ΜΑΤΘΑΙΟΣ

Που πάει αυτός;

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Ησύχασε. Πηγαίνει εκεί που πρέπει…

Δειπνούν πιο σιωπηλοί, πιο βουβοί από ποτέ. Κανείς δεν ξέρει ακόμα, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί…

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΣΩΤ. Στο ίδιο σπίτι.

Ο Σίμωνας αισθάνεται τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν όπως η άμμος που τρέχει ανάμεσα στα δάχτυλα και χάνεται στο πουθενά. Κι όπως τα ξαναζεί τώρα όλα, λέξη τη λέξη, εικόνα την εικόνα, στιγμή τη στιγμή, όπως τα αφήνει να βγαίνουν από μέσα του, αλαφρώνει, αδειάζει, αφαιρεί… Και ο Ιωάννης του κρατά το χέρι και ανασαίνει δυνατά.

ΙΩΑΝΝΗΣ

Πατέρα…

ΣΙΜΩΝ

Στη Γεσθημανή… εκεί έγιναν όλα, εκεί…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Βγάζει μια κραυγή. Η γυναίκα βάζει τις φωνές. Έχει τρομοκρατηθεί. Από ώρα τώρα έβλεπε το φως του γέρου να τρεμοσβήνει, όπως μπορούσε να βλέπει η μάνα της και η μάνα της μάνας της… Και τούτο το φως ήταν… το πιο αλλόκοτο απ’ όσα είχε αξιωθεί να δει ως σήμερα. Είχε μέσα του όλο το θάνατο και όλη την αθανασία…

ΣΙΜΩΝ

Στον ελαιώνα της Γεσθημανής… στην ελιά, τη μεγάλη, αυτή δίπλα στη ξερολιθιά, στην έχω δείξει παιδί μου…

ΙΩΑΝΝΗΣ

Ναι πατέρα, μου την έχεις δείξει...

ΣΙΜΩΝ

Στην ελιά αυτή την αγιασμένη που ήπιε όλα τα δάκρυά Του… κείνο το άγιο νερό ανάμικτο με το αίμα Του…

ΓΥΝΑΙΚΑ

(πετάγεται αλαφιασμένη)

Τι έγινε εκεί; Εκεί δεν Τον συνέλαβαν;

ΣΙΜΩΝ

Όχι! Όχι, όχι Αυτόν!

Αυτό κράζει ο ψαράς και χάνει τις αισθήσεις του.

 

ΣΚΗΝΗ

ΕΞΩΤ. Ιουδαία. Άνοιξη. Τόπος μαρτυρίου. Τρεις σταυροί πάνω σε έναν γυμνό λόφο.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Το φριχτό μαρτύριο τον είχε εξαντλήσει, δεν αντέχει πια. Ο άνθρωπος που κρέμεται πια από μια κλωστή, από μια ύστατη ανάσα, από μια προσευχή, ανοίγει για μια τελευταία φορά τα μάτια του, ατενίζει μέσα από τα δάκρυά του το στερέωμα και ψελλίζει μερικές συλλαβές που δε θα μπορούσε να ακούσει κανείς.

Κανείς;

Εκτός ίσως από Εκείνον…

Στο μυαλό του περνούν γρήγορα οι τελευταίες εικόνες της γήινης διαδρομής του.

Η συνάντηση στον Κήπο με τον Διδάσκαλο.

Το φιλί που του έδωσε.

Τα τελευταία λόγια Εκείνου προς τους έκπληκτους μαθητές.

Η ιερή υπόσχεση που αντάλλαξαν μυστικά.

Να μη μάθει ποτέ κανένας.

Ποτέ…

Την αναχώρηση του Διδασκάλου μέσα στη τεράστια νύχτα.

Τα τρομερά συναισθήματά του όταν έμεινε μόνος… στο Κήπο της Εγκατάλειψης.

Στο Κήπο της Ιερής Αγάπης που δε θα μάθαινε ποτέ κανείς πόσο ασύνορη υπήρξε…

Τον ερχομό των στρατιωτών…

Δάδες, φωνές, η οδός του μυστικού μαρτυρίου που απλώνεται εμπρός του…

Ο ιδρώτας που ποτίζει το χώμα…

Και η παράδοση… η παράδοση σε κείνους που λίγες μέρες πριν ήθελε να παραδώσει Εκείνον…

Δεν το περίμενε, μειδίασε…

Ανακουφισμένος, πλήρης…

Δικαιωμένος…

Κλείνει τα μάτια, ετοιμάστηκε να αναχωρήσει και για στερνή φορά αναρωτήθηκε…

αναρωτήθηκε που να ήταν Εκείνος…

Εκείνος που πρέπει να συνεχίσει…

 

ΤΕΛΟΣ