ΥΔΡΟΝΟΗ
ΠΡΩΙΝΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο μικρό διαμέρισμα του Αλέξανδρου. Ένα φτωχικό και ακατάστατο υπνοδωμάτιο. Το χώρο καταλαμβάνει στην ουσία ένα γραφείο, μια καρέκλα, το κρεβάτι και ράφια στους τοίχους με βιβλία. Παντού βιβλία, στο πάτωμα, στο γραφείο και σε όλο το υπόλοιπο διαμέρισμα.
Είναι πρωινό Χριστουγέννων.
Ο Αλέξανδρος, ένας άντρας 30 ετών, αναμαλλιασμένος, άπλυτος, αξύριστος και έχοντας καπνίσει όλη τη νύχτα σχεδόν ένα πακέτο τσιγάρα, είναι σκυμμένος πάνω από κάποιο ανοιχτό βιβλίο.
Κάποια στιγμή διακόπτει τη μελέτη του, σέρνει το βλέμμα του έξω από τις σελίδες και το απλώνει στο πουθενά.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(μελαγχολικά)
Να υπάρχουν άραγε κι άλλοι άνθρωποι σαν κι εμένα;
Ακούει τον ήχο της φωνής του σαν φριχτό αντίλαλο που του επιστρέφει το ερώτημά του αμέτρητες, βασανιστικές φορές…
Κατεβάζει το ανοιχτό βιβλίο και το αφήνει στα πόδια του. Κλείνει τα μάτια και επαναλαμβάνει την ερώτηση από μέσα του. Το βουητό είναι το ίδιο ενοχλητικό και μορφάζει.
Ύστερα αρχίζει να κλαίει. Να κλαίει με λυγμούς και διπλώνεται στα δυο. Το βιβλίο πέφτει στο πάτωμα. Μετά από λίγο πέφτει δίπλα του κι εκείνος.
Κλαίει για ώρα, πολλή ώρα και αφού χαλαρώνει, αποκοιμιέται. Μισόγυμνος, στο χαλάκι του υπνοδωματίου του, δίπλα σε ένα ανοιχτό βιβλίο του Μπόρχες.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο διαμέρισμα. Ο Αλέξανδρος μόνος ανήμερα Χριστουγέννων.
Ήχος κουδουνιού. Ο Αλέξανδρος ξυπνάει. Είναι παγωμένος, ξυλιασμένος και τα μέλη του δεν υπακούουν σε καμιά εντολή του εγκεφάλου.
Το κουδούνι επιμένει.
Ψάχνει με το βλέμμα του το ψηφιακό ρολόι του κομοδίνου, το βρίσκει αλλά δεν μπορεί να διακρίνει τίποτε. Και τότε συνειδητοποιεί ότι είναι στο πάτωμα.
Με το δεξί του πόδι κλωτσάει το βιβλίο που βρίσκεται με μιας κάτω απ’το γραφείο, στον απέναντι τοίχο.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(εκνευρισμένος)
Τι σκ...
Μαζεύει όλες του τις δυνάμεις για να σηκώσει το κοκαλωμένο κορμί του από το δάπεδο.
Τα κουδουνίσματα συνεχίζονται σαν δαιμονισμένα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ποιος μαλ… είναι τέτοια ώρα, γαμώτο!
Ακούει τη φωνή του βραχνή, αλλόκοτη. Καθώς κάνει μια κίνηση να σηκωθεί, χτυπά τον δεξιό του αγκώνα στο ένα πόδι του κρεβατιού.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Να πάρει!
Τούτη τη φορά η φωνή του ακούγεται πιο καθαρή.
Τελικά, μετά από αρκετές προσπάθειες σηκώνεται, στέκεται με δυσκολία τα πόδια του και αμέσως μια φριχτή ζαλάδα, σαν σκοτοδίνη τον πλημμυρίζει, τον χτυπά σαν θύελλα και παρά λίγο να τον ξαναστείλει στην οριζόντια θέση του.
Κρατιέται ώσπου να περάσει το ανεπιθύμητο φαινόμενο και μετά, ψαχουλεύοντας ανάμεσα στα βιβλία της ραφιέρας, βρίσκει τον διακόπτη στο τοίχο και ανοίγει το φως.
Με βήματα ασταθή πλησιάζει την καρέκλα πίσω από το κρεβάτι του, παίρνει ένα μπλουζάκι από το σωρό, το φορά και ακούει ξανά το κουδούνι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(φωνάζει)
Κάτι σοβαρό θα είναι... έρχομαι!
Ανοίγει τα μάτια του αποφασιστικά για να προσαρμοστεί στο περιβάλλον. Τα ερεθίσματα είναι οδυνηρά, η ζαλάδα μαίνεται αλλά το σώμα του ανεβάζει σταθερά τη θερμοκρασία του.
Τα βήματα ως την εξώπορτα φαίνονται μια απίστευτη δοκιμασία. Και μονάχα όταν ανοίγει την πόρτα συνειδητοποιεί ότι εκτός από το t-shirt και το σλιπάκι του, δεν φορά τίποτε άλλο.
Και στο κατώφλι τον κοιτά χαμογελαστή η πιο όμορφη γυναίκα που έχει δει ποτέ του!
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο διαμέρισμα, πρωινό Χριστουγέννων. Ο Αλέξανδρος και μια όμορφη, άγνωστη γυναίκα.
Μέσα από το θολό του βλέμμα διακρίνει το υπέροχο κεφάλι μιας κοπέλας με μακριά ξανθά μαλλιά που έχουν μια περίεργη λάμψη.
Πριν προλάβει να διακρίνει λεπτομέρειες στη μορφή της, ένας ανεμοστρόβιλος τον ταρακουνά και η μορφή εξαφανίζεται από μπρος του.
Το μόνο που αισθάνεται είναι πως τα ρούχα της… αυτό που φορά μοιάζει με εκείνα τα φορέματα των γυναικών του Μεσαίωνα ή κάπως έτσι, όμως κάτι δεν πάει καλά…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(μονολογεί)
Τι σκατά ήπια χθες βράδυ;
Ο Αλέξανδρος απομένει για λίγο ακίνητος με ένα αξιοθρήνητο ύφος να κοιτάζει τον διάδρομο της πολυκατοικίας και να αναρωτιέται αν όντως χτυπούσε το κουδούνι κανείς ή ήταν μια ανόητη φάρσα από κάποιο καλόπαιδο της γειτονιάς. Μετά αποφασίζει να κλείσει την πόρτα καθώς κρυώνει πολύ και να γυρίσει στο δωμάτιό – καταφύγιό του.
Σαν σε κάποιο όνειρο, σαν σε σκηνή από τα διηγήματα του Μπόρχες που διαβάζει τελευταία, κάποια πανέμορφη κοπέλα έχει εμφανιστεί στο κατώφλι της εξώπορτάς του αλλά, βέβαια, σκέφτηκε και χαμογέλασε πικρά, ποια κοπέλα θα μπορούσε να ενδιαφέρεται για κείνον και μάλιστα όμορφη σαν θεά...
Όταν την βλέπει να τον περιμένει όρθια στη μέση του δωματίου, βγάζει μια κραυγή τρόμου.
Τα μάτια μου είναι βέβαια πρησμένα και το κεφάλι του βουίζει σαν καζάνι έτοιμο να εκραγεί αλλά δεν μπορεί να λαθεύει τόσο.
Είναι όντως εκεί, είναι πραγματική!
Μια ψηλή, ξανθιά θεά, σαν μυθική Βαλκυρία, στέκεται αγέρωχη, περήφανη και εκπληκτική στη μέση του άθλιου δωματίου του και...
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο ίδιο διαμέρισμα. Στο υπνοδωμάτιο του Αλέξανδρου. Εκείνος και η ξανθιά θεά.
Κοιτάζει το φόρεμά της… το φόρεμά της, μακρύ, γαλάζιο και ασημένιο, σαν ποδήρης χιτώνας ή μάλλον, σαν μεταξένια νυχτικιά, από αυτές που φορούν κάποιες πλούσιες ηθοποιοί του σινεμά, της δίνει ακόμη μεγαλύτερο ύψος και... ανεμίζει! Ανεμίζει λες και βρίσκεται στο κατάστρωμα κάποιου πλοίου και το παίρνει απαλά η βραδινή αύρα!
Ο Αλέξανδρος μένει άλαλος. Δεν είναι σε θέση να αρθρώσει λέξη. Στέκεται και την κοιτά. Όχι στα μάτια της όμως. Για κάποιο λόγο δεν μπορεί να την κοιτάξει στα μάτια.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Τσιγάρο… που είναι τα τσιγ…
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Πλησίασε!
Θέλει να την υπακούσει αλλά τα πόδια του δεν τον υπακούν.
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
(προστακτικά)
Πλησίασε!
Κάνει ένα δειλό βήμα εμπρός. Όταν την πλησιάζει στο ένα μέτρο, νιώθει αυτή τη… μεταφυσική αύρα να τον τυλίγει αλλά δεν είναι δυσάρεστη ή ψυχρή. Αντίθετα νιώθει καλύτερα και έκπληκτος διαπιστώνει μάλιστα ότι δεν αισθάνεται τα μέλη του παγωμένα όπως πριν.
Η ζαλάδα έχει εξαφανιστεί, το ίδιο και η θολούρα στο βλέμμα. Μέσα σε χρόνο μηδέν είναι καλύτερα, το αίμα αρχίζει να κυλάει ζωηρά στις φλέβες, αισθάνεται πιο ζωηρός και σε εγρήγορση.
Και δεν θέλει πλέον να καπνίσει.
Όμως στα μάτια επιμένει να μην την κοιτάζει.
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Πρέπει να με βοηθήσεις.
Κάθισε ήρεμα στην κλίνη σου και άκουσέ με.
ο Αλέξανδρος θέλει να βάλει τα γέλια, να ξεκαρδιστεί στη κυριολεξία.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Στη ‘κλίνη’ σου! Πως διάβολο της ήρθε να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη;
Παρόλα αυτά, αποφασίζει να την υπακούσει και κάθεται στο κρεβάτι του σε μια απόσταση... ασφαλείας από την παράξενη επισκέπτριά του.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Σίγουρα πρόκειται για κάποια δυστυχισμένη τρόφιμο ψυχιατρικής κλινικής που το έχει σκάσει χρονιάρες μέρες και ζητά βοήθεια.
Δυστυχισμένη μεν… πανέμορφη δε!
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(ψιθυριστά)
Χρονιάρες μέρες…
(κοιτάει το ρολόι του)
Χριστούγεννα!
Χρόνια πολλά ξωτικά, νεράιδες και τρελάρες όλου του κόσμου!
Ξαφνικά, είχε ξαναβρεί το χαμένο του από αιώνες κέφι. Αισθάνεται ένα συναγερμό σε όλο του το σώμα λες και μόλις πριν κανά πεντάλεπτο ήπιε το μαγικό φίλτρο του Αστερίξ και είναι έτοιμος να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά του.
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Το ξέρω πως σου φαίνεται λίαν παράδοξος η επίσκεψίς μου εις την οικία σου.
Όμως, συντόμως θα κατανοήσεις πως δεν είχα άλλη επιλογή.
Και εσύ τώρα θα πρέπει να με βοηθήσεις. Πως σε αποκαλούν;
Θέλω να χαχανίσω με αυτή την περίεργη καθαρεύουσα αλλά…
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Σε ηρώτησα, πως σε αποκαλούν και με αγνοείς!
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Αλέξανδρο με αποκαλούν.
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Με φοβάσαι Αλέξανδρε;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ε, λιγάκι… για να πω την αλήθεια δηλαδή…
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Δεν χρειάζεται να φοβάσαι τίποτε. Όσον θα συνεργάζεσαι αρμονικώς μαζί μου όλα θα βαίνουν καλώς.
Είναι η ημέρα εορτής;
Σημαντικής εορτής;
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ναι, αρμονικώς θα συνεργαστώ… το κορίτσι δεν είναι καλά και πρέπει να γυρίσει στη φροντίδα των γιατρών. Αλλά ήρεμα κι ωραία.
(φωναχτά)
Εεε, ναι, έχουμε μεγάλη γιορτή σήμερα.
Ο Αλέξανδρος ανακάθισε στο κρεβάτι του. Νιώθει γύρω του την αύρα του πλάσματος να αναδεύεται. Σαν να προσπαθεί να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα, η απλά, έχει μετακινηθεί.
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Μα, δεν βλέπω εορταστικόν διάκοσμον στην κάμαρή σου.
Η οποία, θα παρατηρήσω, είναι και λίαν ρυπαρά.
Δεν διαθέτεις οικονόμο, κάποια κοπέλα υπηρεσίας, κάποιον δούλο ή ανδράποδο έστω;
Ο Αλέξανδρος κάνει ένα νεύμα άρνησης.
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Έστω, δεν έχω το χρόνο να διαλεχθώ περισσότερο μαζί σου επ'αυτών των θεμάτων οικιακής οικονομίας και υγιεινής.
Άλλωστε, γνωστή είναι η ανικανότης των ανδρών σε αυτά τα θέματα.
Τούτο που επείγει είναι η ανάλυσις της καταστάσεως και η οργάνωσις της δράσεώς μας.
Νιώθω ξανά την αύρα να αναδεύεται και να αλλάζει η θερμοκρασία της.
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Πρέπει να ενδυθείς Αλέξανδρε.
Θα εγκαταλείψουμε πάραυτα την οικία σου… μην με ερωτήσεις μόνον ποιος είναι ο προορισμός μας.
Ο Αλέξανδρος σηκώνεται όρθιος και χωρίς να την κοιτάζει, ψάχνει γρήγορα για τα ρούχα του. Το πράγμα πρέπει να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Μόλις βγούμε, θα την πάρω απ’το χεράκι και θα την πάω σε ένα νοσοκομείο για τα περαιτέρω… κρίμα το κορίτσι!
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο υπνοδωμάτιο του Αλέξανδρου, πρωί Χριστουγέννων. Συντροφιά με την άγνωστη και παράξενη κοπέλα.
Όσο ντύνεται ο Αλέξανδρος αισθάνεται το περιβάλλον του δωματίου να αλλάζει. Μια ανοιξιάτικη δροσιά, μια αύρα μυρωδάτη τον τυλίγει.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Βρε, λες αυτό το πλάσμα να έρχεται στ’αλήθεια από κάποιον άλλο κόσμο;
Ή μπας να είμαι κι εγώ για… μέσα που τα σκέφτομαι αυτά;
Ντύνεται γρήγορα και εκεί που είναι έτοιμος να πει κάτι, βλέπει την αριστερή της παλάμη να σηκώνεται και να φτάνει σε απόσταση χιλιοστών από το μπράτσο του. Τα δάχτυλά της, οστεώδη, κατάλευκα και μακριά.
Και σα να του φαίνεται πως ανάμεσα στα δάχτυλα διακρίνει…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(ψιθυριστά)
Μεμβράνες; Βλέπω καλά;
Ο Αλέξανδρος υποχωρεί για να μην τον αγγίξει το πλάσμα.
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Μην φοβάσαι Αλέξανδρε.
Δεν ημπορώ και να το θέλω να βλάψω ανθρώπινο πλάσμα.
Έλα, άσε με να σε κρατήσω και θα ιδείς πως όλα θα πάνε καλά.
Μπορείς να το κάνεις αυτό;
Περνάει λίγη ώρα ώσπου να το αποφασίσει και ενστικτωδώς γυρνά το κεφάλι του και, για πρώτη φορά, την κοιτά στα μάτια. Μονάχα για ένα δευτερόλεπτο άντεξε το θέαμα αυτό.
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΑΠΟ ΒΑΘΙΑ ΝΕΡΑ, ΘΆΛΑΣΣΕΣ, ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ, ΑΣΧΗΜΑ, ΟΜΟΡΦΑ, ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ]
Νερά ταραγμένα, μπλε και πράσινα, θάλασσες άρρωστες, βαθιές και αφιλόξενες, πλάσματα… περίεργα βλέμματα από μάτια όχι ανθρώπινα… όλα αυτά μια τρομερή δύναμη που σκάει στο κεφάλι του σαν κεραυνός. Ο πονοκέφαλος που ακολουθεί αυτό το βλέμμα είναι τρομακτικός.
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
(τον επιπλήττει σαν μαθητή που παράκουσε την δασκάλα του και απομακρύνθηκα φοβισμένος)
Μην τολμήσεις να με κοιτάξεις ξανά, ανόητε!
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(τρομοκρατημένος αλλά και εκνευρισμένος)
Ποια είσαι; Τι είσαι;
Ακούει το γέλιο της κι αυτό το γέλιο δεν είναι ανθρώπινο. Σαν φλοίσβος σε κάποιες αλλόκοσμες παραλίες του απείρου, σαν λαρυγγισμός φάλαινας που πεθαίνει και συριγμός δελφινιού που αναζητά το ταίρι του μάταια…
‘ΒΑΛΚΥΡΙΑ’
Έλα, πάμε, δεν έχουμε καιρό!… Θα τα μάθεις όλα… ή σχεδόν όλα, εν καιρώ…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Πως σε λένε;
ΥΔΡΟΝΟΗ
Το πραγματικό μου όνομα θα σου είναι ακατάληπτον.
Είναι μια υπέροχη σύνθεσις από ήχους που δεν θα σου έκανε καλό να τους ακούσεις… όμως θα σου δώσω ένα άλλο κατάλληλο για την δική σου γλώσσα.... Υδρονόη.
Νιώθει το ‘νεραϊδοχέρι’ της Υδρονόης να τον... διαπερνάει περισσότερο παρά να τον αγγίζει. Και ύστερα, χάνει τον κόσμο γύρω του...
ΤΑΞΙΔΕΜΑ
ΣΚΗΝΕΣ
ΕΞΩΤ.
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΜΕ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΣΑ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΚΑΜΕΡΑ ΣΤΗ ΡΑΧΗ ΕΝΟΣ ΔΕΛΦΙΝΙΟΥ. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ, ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑ, ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΚΟΤΑ. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΝΑΥΑΓΙΑ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ, ΑΡΧΑΙΕΣ ΒΥΘΙΣΜΕΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ, ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΛΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΟΥΣ ΠΟΤΑΜΟΥΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΙΕΣ ΚΑΙ ΦΑΡΑΓΓΙΑ. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΙ ΜΥΘΙΚΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ΤΩΝ ΝΗΡΗΙΔΩΝ]
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Δεν ξέρω πως συνήλθα αλλά μάλλον δεν συνήλθα εντελώς ποτέ από κείνο το περίεργο πρωινό των Χριστουγέννων. Η Υδρονόη -πόσο ταιριαστό όνομα στο πλάσμα αυτό- με είχε αγγίξει στον ώμο, έτσι νόμισα στην αρχή, στην πραγματικότητα όμως με είχε αγγίξει πολύ βαθιά, στον πυρήνα της θνητής ύπαρξής μου και όλα άλλαξαν, με έναν μαγικό, απίστευτο τρόπο. Η συμπαγής, άρρηκτη, σκληρή μου φύση πήρε κάτι από την υγρή, ρέουσα δική της και ένιωσα πως ταξιδεύαμε μέσα σε μια ονειρική, μυθική, αρχέγονη θάλασσα.
Μορφές περίεργες περνούν από δίπλα μας, άγνωστες, αλλόκοτες, κάποιες τρομακτικές και κάποιες φιλικές, κάποιες οικείες αλλά και εχθρικές. Σα να πετάμε πάνω από άγνωστα ανάγλυφα απρόσιτων βυθών, περνάμε με απίστευτη ταχύτητα πάνω από κοιλάδες και φαράγγια, πλαγιές και οροσειρές που σφύζουν από ζωή ή είναι εντελώς έρημες κι όμως υπέροχες.
Τούτοι οι κόσμοι δεν είναι οι κόσμοι που είχα δει στα ντοκιμαντέρ και στις ταινίες με εξερευνήσεις του υδάτινου κόσμου. Τούτοι οι αρχέγονοι κόσμοι δεν είναι οι κοραλλιογενείς ύφαλοι και τα βυθισμένα σπήλαια που περίμενα να συναντήσω, γεμάτοι ψάρια, φάλαινες, καρχαρίες και μέδουσες.
Τούτες είναι οι χώρες των Νυμφών της Θάλασσας, των Νηρηίδων. Όλα τούτα Γοργόνες, Νηρηίδες, πλάσματα του παραμυθιού, πλάσματα υπέροχα, περίεργα, δύσκολο να τα περιγράψεις καθώς δεν είχαν μια μορφή κι ένα σχήμα αλλά συνεχώς άλλαζαν, έρεαν, απλώνονταν και συρρικνώνονταν, γελούσαν και θύμωναν, συνεχώς, κάθε στιγμή.
Αυτό το ταξίδεμα δεν έχει κούραση, δεν έχει μόχθο, δεν έχει βαριές ανάσες, βογκητά και λαχανιάσματα. Είναι ένα απαλό θρόισμα, ένα χάιδεμα, ένα γλυκό τραγούδι, σαν κι αυτό που ακούω που και που από τα χείλη της Νηρηίδας μου, της δικιάς μου νεράιδας σαν συναντούσε κάποια πλάσματα από τους κόσμους της κι εκείνα της απαντούσαν με αντίστοιχα αλλόκοτα τραγούδια και χαιρετισμούς.
Δεν ξέρω πόσο ταξιδέψαμε, που πήγαμε, πόσες φορές γυρίσαμε τη γη και που σταματήσαμε. Ξέρω πως το ίδιο ξαφνικά και ανεξήγητα, βρεθήκαμε στην είσοδο κάποιας θαλάσσιας σπηλιάς, να καθόμαστε πάνω σε έναν μεγάλο βράχο που έμοιαζε με φύλακα του περάσματος.
Απέναντι η θάλασσα απλώνεται και χάνεται στον ορίζοντα και συναντά το στερέωμα, ήρεμη, όμορφη και ζεστή. Ο ήλιος χαμηλώνει γλυκά και έχει εκείνα τα μοναδικά χρώματα της αθανασίας που βιώνει κανείς τέτοιες ώρες.
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Σε κάποιο άγνωστο τόπο. Στην είσοδο μιας σπηλιάς. Καθισμένοι πάνω σε έναν μεγάλο βράχο, η Υδρονόη και ο Αλέξανδρος.
ΥΔΡΟΝΟΗ
Κουράστηκες;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(με σκυμμένο το κεφάλι πίσω και κλειστά τα μάτια)
Ναι, είναι η αλήθεια πως κουράστηκα λίγο.
Όμως, νιώθω υπέροχα. Και σ'ευχαριστώ.
Πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω γεμάτος, πλήρης, ευτυχισμένος, ακέραιος.
(ανεβάζει το κεφάλι του και το στρέφει προς εκείνη χωρίς να την κοιτάζει)
Και μου το χάρισες εσύ αυτό.
Η Υδρονόη κάθεται λίγο πιο πίσω από εκείνον, έξω από το οπτικό του πεδίο.
Ο Αλέξανδρος νιώθει τις αλλαγές στην θερμοκρασία και την πυκνότητα της αύρας της.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Γιατί με έφερες εδώ;
ΥΔΡΟΝΟΗ
Γιατί εδώ θα πεθάνω.
Ο Αλέξανδρος σοκάρεται, κάνει να γυρίσει αλλά τελευταία στιγμή συγκρατείται.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Τι είπες;
ΥΔΡΟΝΟΗ
Πως εδώ, σ'αυτό το σπήλαιο, σ'αυτό το λίκνο, θα αφομοιωθώ με την Μητέρα.
Παράξενα κύματα… νεραϊδοθλίψης γέμισαν τον αέρα. Μια ιδιαίτερη αίσθηση δυσφορίας που αιφνιδίασε τον Αλέξανδρο.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Μα, νόμιζα πως…
ΥΔΡΟΝΟΗ
Πως είμαι αθάνατη.
Κι όμως, τίποτε σ'αυτό το κόσμο δεν είναι αθάνατο Αλέξανδρε.
Όλα φθείρονται, όλα πεθαίνουν.
Ξέρεις πόσες ανθρώπινες ζωές έχω ζήσει;
Ο Αλέξανδρος έμεινε σιωπηλός.
ΥΔΡΟΝΟΗ
Περισσότερες από χίλιες!
Κι όμως, ακόμη αισθάνομαι την Μητέρα να μου δίνει δύναμη και σφρίγος, όπως στην αυγή της ύπαρξής μου, στα βάθη του Απείρου!
Η αίσθηση της θλίψης και της μελαγχολίας είναι ακόμη πιο έντονη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Μα, τότε, πώς εγώ… θέλω να πω…
ΥΔΡΟΝΟΗ
Σσσς… δεν ήρθε η ώρα ακόμη να καταλάβεις.
Πρώτα θα με ακούσεις και θα με ακούσεις καλά!
Και η ξανθιά Νηρηίδα αρχίζει να την εξιστόρησή της. Και κείνο που παρατηρεί ο Αλέξανδρος με χαρά είναι πως έχει εγκαταλείψει το επιτηδευμένο, λόγιο ύφος και η φωνή της βγαίνει ζεστή και απαλή, σαν τρυφερή ανάσα. Σαν προσευχή.
Η ΑΦΟΜΟΊΩΣΗ
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Καθισμένη στο βράχο της, κοντά στον Αλέξανδρο, η Υδρονόη αφηγείται.
[ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Κάθε εκατό αιωνιότητες, αμέτρητα χρόνια για τους θνητούς ανθρώπους και όλα τα πλάσματα της φθοράς πάνω και κάτω από τη γη, η Μητέρα των Νυμφών αλλά και όλων των πλασμάτων του υδάτινου στοιχείου, διαλέγει ποιους θα κρατήσει κοντά Της και ποιους θα χαρίσει να οδηγούν τα υπόλοιπα παιδιά της και να κρατούν το κόσμο αυτό και όλους τους κόσμους σε ισορροπία και δύναμη.
Τούτη τη διαδικασία τη λέμε Αφομοίωση. Τα πλάσματα που είναι λοιπόν να αφομοιωθούν, δηλαδή να επιστρέψουν για πάντα στην αγκαλιά της Μητέρας, ό,τι οι άνθρωποι λένε εσφαλμένα θάνατο, οφείλουν να κάνουν ένα μεγάλο, ένα πολύ μεγάλο ταξίδι. Είναι το τελευταίο τους ταξίδι με την μορφή που έχουν. Και αυτό το ταξίδι έχει έναν και μόνο στόχο. Να βρουν ένα πλάσμα, ένα οποιοδήποτε πλάσμα, που είναι μοναχικό και θλιμμένο, να το παντρευτούν, να ζήσουν ένα υπέροχο βράδυ μαζί, να φέρουν στον κόσμο τον καρπό τούτης της ένωσης και μετά… να πεθάνουν!
Ο Αλέξανδρος ακούει έκπληκτος την διήγηση από τα χείλη της Υδρονόης και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Δεν την διακόπτει.
[ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
…Η Μητέρα δεν μας καθοδηγεί όσο ζούμε κοντά της για το ταξίδεμα και την επιλογή του πλάσματος που θα σταθεί δίπλα μας στην Αφομοίωση. Μονάχα λίγο πριν, λίγες στιγμές πριν, δεν ξέρω πόσο αντιστοιχεί στον δικό σας χρόνο, ίσως κάποιες μέρες, ίσως λίγα λεπτά, το ξέρουμε, το νιώθουμε, μας το ψιθυρίζει η φύση μας, η υδάτινη φύση μας, όλα τα αδέλφια μας το διαισθάνονται, μας συμπονούν και μας ζηλεύουν μαζί. Γιατί, ξέρεις, με την Αφομοίωση έρχεται και το πέρασμά μας στην Αιωνιότητα που είναι η ανταμοιβή μας για την προσφορά μας στο κόσμο και το κάθε τι γύρω μας. Με καταλαβαίνεις;
Ο Αλέξανδρος δείχνει γοητευμένος από την αφηγηματική δύναμη της Υδρονόης. Νιώθει δέσμιος μιας πραγματικότητας που τον υπερβαίνει. Αλλά και με μια έννοια, τον περιέχει.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
…Κι αν δεν με καταλαβαίνεις με τον ανθρώπινο τρόπο, εννοώ με τον τρόπο που δουλεύει το μυαλό των ανθρώπων, δεν έχει και τόση σημασία. Θα με καταλάβεις με την καρδιά και την ψυχή. Γιατί σ'αυτήν απευθύνομαι Αλέξανδρε. Σ'αυτήν που διατηρεί την ξεχασμένη γλώσσα του κόσμου. Μια γλώσσα ενός χαμένου κόσμου ίσως, για σας αλλά τόσο πραγματικού και τόσο αληθινού για όλα τα υπόλοιπα πλάσματα της Δημιουργίας. Η δική μου ώρα έφτασε από καιρό. Η ώρα για το δικό μου ταξίδεμα που με γέμισε από χιλιάδες πρωτόγνωρα χρώματα, ήχους παράξενους, φόβους και αρνήσεις που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ πριν. Το φαντάζεσαι; Εμείς, βλέπεις, δεν γνωρίζουμε το φόβο, είναι κάτι άγνωστο, όπως το ψέμα και η λατρεία του εαυτού. Καταστάσεις τόσο συνηθισμένες ανάμεσά σας, έτσι δεν είναι;
Ο Αλέξανδρος παρατηρεί τον ήλιο που γέρνει και πλησιάζει σιγά σιγά η στιγμή να βουτήξει στη θάλασσα και να βάψει με πορφυρό και μοβ και πορτοκαλί το στερέωμα. Η στιγμή είναι μαγική και τραγική μαζί.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνομαι εκλεκτός, διαλεγμένος για κάτι σπουδαίο και όμορφο αλλά τα πόδια μου έχουν παραλύσει από το φόβο και η καρδιά μου χτυπά γοργά. Τι μου ετοιμάζει το αλλόκοτο αυτό ον; Για ποιο ρόλο ακριβώς έχω επιλεγεί και τι πρέπει να κάνω; Και έχω άραγε επιλογή να το αποφύγω;
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Στον ίδιο τόπο. Πάνω στο βράχο. Σουρουπώνει. Ο Αλέξανδρος και η Υδρονόη.
ΥΔΡΟΝΟΗ
(διαβάζοντας τη σκέψη του)
…Φοβάμαι πως δεν έχεις πια επιλογή.
Την ώρα εκείνη που ευχήθηκες να ήσουν νεκρός και άρχισες να κλαις, η ύπαρξη μου συντονίστηκε με την δική σου. Άκουσα το κάλεσμά σου και έτρεξα να σε συναντήσω.
Μου πήρε πολλή ώρα για να σε βρω, το κλάμα σου χανόταν μέσα στη νύχτα και κάποια στιγμή δεν μπορούσα να σε ακούσω άλλο πια.
Μα, τελικά σε βρήκα και με βρήκες κι εσύ. Εσύ θα με βοηθήσεις να αφομοιωθώ με την Μητέρα.
Θα ενωθούμε ερωτικά και αμέσως μετά… εγώ θα βιώσω τη γέννηση του καρπού αυτής της ένωσης.
Κι εσύ με την ενέργεια τη δική μου, θα επιστρέψεις στη ζωή σου.
Διαφορετικός βέβαια, ω, σίγουρα πολύ διαφορετικός.
Κι αυτό θα είναι το δώρο μου για σένα αγαπημένε!
Η τελευταία της λέξη φέρνει κύματα από κρύο ιδρώτα αλλά και εκρήξεις περίεργων συναισθημάτων στον εσώτατο πυρήνα του Αλέξανδρου. μου. Ξαφνικά νιώθει όλη τη δύναμή του να εκρέει από τους πόρους του δέρματός μου σαν ιδρώτας και ξαπλώνει ανάσκελα σαν να πρόκειται να πεθάνει.
ΥΔΡΟΝΟΗ
Απόλαυσέ το αγάπη μου!
Δεν δόθηκα ποτέ, δεν έμαθα ποτέ να ενώνομαι ερωτικά με τον ανθρώπινο τρόπο, όμως γνωρίζω τους δρόμους, τους γνωρίζω και θα σε οδηγήσω με δεξιοσύνη στις χώρες της ηδύτητας και της ηδονής πέρα από τα όρια που γνώρισες ως σήμερα.
Κι εσύ θα μου δώσεις αυτό που έχεις και για πάντα θα είμαστε πια μαζί!
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Στον ίδιο τόπο. Πάνω στο βράχο. Ο Αλέξανδρος με την Υδρονόη σε ένα χορό ηδονών.
[ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ]
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Όλα ξεκινούν απλά, πολύ απλά. Βρίσκομαι σε ένα μαγικό τόπο, άγνωστο, αχαρτογράφητο, πανέμορφο, κάποιο σούρουπο, το τελευταίο της ζωής μου ίσως, ολόγυμνος, πάνω σε ένα ζεστό, φιλόξενο βράχο στην είσοδο μιας σπηλιάς και βλέπω από πάνω μου να στέκεται το πιο παράξενο και πιο σαγηνευτικό πλάσμα που έχουν πλέξει τα όνειρα και οι επιθυμίες μου. Μια πανύψηλη ξανθιά θεά, με πράσινα -ή μήπως γαλάζια;-, μεγάλα μάτια που με κοιτούν περίεργα, γυμνή κι εκείνη, τέλεια, ψεύτικη, ναι, σίγουρα όχι αληθινή και ετοιμαζόμαστε να κάνουμε έρωτα. Μια παρθένα Νεράιδα ενός άλλου, μακρινού, χαμένου κόσμου που με είχε επιλέξει ανάμεσα σε εκατομμύρια πλασμάτων του πλανήτη για να ενωθεί πρώτη και τελευταία φορά στην απειρόχρονη ύπαρξή της και μετά να περάσει στην αιωνιότητα!
Ναι, όλα ξεκίνησαν απλά αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι. Νιώθω τον ανδρισμό μου πρησμένο, υπερφυσικό, έτοιμο να εισχωρήσει στα μυστικά βάθη ενός εξω-ανθρώπινου πλάσματος που πρέπει να κάνει έρωτα και μετά να πεθάνει, όμως το μυαλό μου δεν είναι έτοιμο να βιώσει, να επεξεργαστεί και να αντέξει όσα θα ακολουθήσουν.
Κινδυνεύω να βγω από αυτή την μοιραία ένωση σαλεμένος για πάντα και την τελευταία στιγμή πριν ξαπλώσει η Υδρονόη δίπλα μου και αρχίσει να με ταξιδεύει στις χώρες των θανατηφόρων ηδονών, κλείνω όλες τις πόρτες του νου μου και επιτρέπω μονάχα στη καρδιά μου και στο σώμα μου να βιώνουν, να δέχονται, να ρουφούν και να μοιράζονται.
Μα κι αυτό προσπάθεια μάταιη. Μοιάζει σαν να προσπαθεί μια φτωχή πορτούλα να κρατήσει έναν ολόκληρο πολιορκητικό κριό.
Η πορτούλα μου έσπασε και τότε...
ΞΑΝΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΛΟΓΙΚΩΝ ΤΡΕΛΩΝ
ΣΚΗΝΗ
ΕΞΩΤ. Στο διαμέρισμα του Αλέξανδρου. Πρωινό Χριστουγέννων.
Ο Αλέξανδρος έχει χάσει τις αισθήσεις του όταν τον βρίσκει εκείνο το πρωινό των Χριστουγέννων ο καλός του φίλος Σωκράτης στο σπίτι του, ξαπλωμένο στο πάτωμα του υπνοδωματίου, ολόγυμνο και παγωμένο.
Ο Σωκράτης σκέφτεται ότι ίσως ο φίλος του να είναι νεκρός αλλά όταν πιάνει τον καρπό του διαπιστώνει με χαρά πως είναι απλά λιπόθυμος.
[ΡΟΗ ΑΦΗΓΗΣΗΣ ΜΕ ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΝ ΣΚΗΝΩΝ, ΕΣΩΤ. ΚΑΙ ΕΞΩΤ.]
Θα απαιτηθούν τρεις μέρες σε κάποια κλινική, βιταμίνες, κάποιες ενέσεις και καλό φαγητό για να επανέλθει το χρώμα στα μάγουλα του Αλέξανδρου και το χαμόγελο στο πρόσωπο του Σωκράτη.
Ο Αλέξανδρος γυρνά σπίτι του και δεν θυμάται απολύτως τίποτα. Οι γιατροί ξύνουν τα κεφάλια τους, δεν μπορούν να εξηγήσουν αυτή τη τρομερή απώλεια δυνάμεων, 'λες και κάποιος του ρούφηξε το μεδούλι και τον άφησε να πεθάνει', είπε κάποιος ενώ κάποιος άλλος μεταξύ σοβαρού και αστείου απεφάνθη πως ο Αλέξανδρος ασκούσε τελετές μαύρης μαγείας και είχε πέσει θύμα κάποιου δαίμονα που τον ξεζούμισε στην κυριολεξία.
Επισήμως αποφαίνονται υπέστη κάποιο ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο ή κάτι τέτοιο που ξεπεράστηκε πάντως. Από κει και πέρα αρχίζουν να συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα στη ζωή του.
Κι από εκείνη την ημέρα αρχίζει μια τρελή κούρσα ανόδου σε όλα τα επίπεδα για τον Αλέξανδρο.
Σύντομα αρχίζει να δραστηριοποιείται έντονα στο επάγγελμά του, σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρία. Από απλός υπάλληλος σε κάποιο υπόγειο γραφείο γρήγορα ανεβαίνει τους ορόφους και τις θέσεις. Οι ιδέες και οι προτάσεις του έχουν εκπληκτική πρωτοτυπία, δύναμη, άμεση ανταπόκριση από το κοινό. Οι πελάτες τον ζητούν, όλοι είναι γοητευμένοι μαζί του.
Οι πνευματικές του δυνάμεις έχουν ένα ασυνήθιστο σφρίγος, όλες του οι αισθήσεις έχουν αποκτήσει μια σχεδόν υπερφυσική οξύτητα, κοιμάται ελάχιστα αλλά έχει πάντοτε περίσσεια ενέργειας.
Δίνει εξετάσεις στην Φιλοσοφική και την τελειώνει σε ένα χρόνο με άριστα χωρίς να κοπιάσει καθόλου.
Μέσα σε ένα χρόνο αναλαμβάνει θέση αντιπροέδρου στην εταιρεία.
Μέσα σε πέντε χρόνια είναι απόφοιτος άλλων δυο σχολών!
Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια έχει εγκαταλείψει την Ελλάδα και διευθύνει τη δική του εταιρία από την Νέα Υόρκη. Και δεν χρειάζεται παρά ελάχιστο χρόνο για να κατακτήσει το αμερικάνικο κοινό και το κοινό όλου του κόσμου!
Ο Αλέξανδρος εξελίσσεται σε ένα σύγχρονο Κροίσο και δεν κουράζεται ποτέ, δεν χορταίνει ποτέ, δεν αισθάνεται την ανία, την πλήξη, τη ματαιότητα.
Όλα είναι τέλεια, όλα πάνε τέλεια.
Ο Αλέξανδρος είναι μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του πλανήτη. Παραμένει όμως μόνος. Κι αυτό είναι το μόνο που δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς...
ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ...
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Μανχάταν, Νέα Υόρκη. Κάποιο πολυτελές ρετιρέ με εκπληκτική θέα. Ανήμερα Χριστουγέννων. Ο Αλέξανδρος και η Ντία, η πιο έμπιστη συνεργάτιδά του. Μια όμορφη και κομψή γυναίκα, πέντε χρόνια νεότερή του.
Ο Αλέξανδρος ετοιμάζεται για ταξίδι στην Ελλάδα με το τζετ της εταιρίας του. Χωρίς τη Ντία.
ΝΤΙΑ
(καθώς διπλώνει ένα πουκάμισο για να μπει στη βαλίτσα)
Τελικά πόσες μέρες θα μείνεις στην Αθήνα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(μασουλώντας μια φρυγανιά με μαρμελάδα στην κουζίνα)
Πρωτοχρονιά θα είμαι πίσω.
ΝΤΙΑ
Σου τα ετοίμασα όλα.
Η Ντία βγάζει τις δυο βαλίτσες και το χαρτοφύλακα στο διάδρομο. Ο Αλέξανδρος δένει τη γραβάτα του, βάζει το σακάκι του και ρίχνει μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Αυτό που βλέπει τον ικανοποιεί απόλυτα και χαμογελάει.
Η Ντία χαμογελά κι εκείνη. Κοιτάει το ρολόι της κουζίνας.
ΝΤΙΑ
Πάμε, καθυστερήσαμε.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(της δίνει ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο)
Προχώρει κι έρχομαι.
Η Ντία ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος και αυτό που βλέπει την αφήνει σκεπτική και απορημένη.
Ένα μικρό κορίτσι, όχι πάνω από 12 ετών στέκεται στο κατώφλι και την κοιτάζει σιωπηλό.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Στο κατώφλι του ρετιρέ του Αλέξανδρου στο Μανχάταν. Ένα 12χρονο κορίτσι στέκει με αινιγματικό βλέμμα και η Ντία είναι σε αμηχανία.
Η Ντία της χαμογελάει και είναι έτοιμη να της δώσει κάποιο μικρό ποσό. Είναι Χριστούγεννα και δεν είναι ασυνήθιστο να ζητιανεύουν παιδάκια, δυστυχώς, παντού ολόγυρα. Το μόνο ασυνήθιστο είναι όμως αυτό το συγκεκριμένο κοριτσάκι, για την ακρίβεια, το βλέμμα του, η στάση του, το…
ΦΩΝΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ποιος είναι Ντία;
Η Ντία δεν μπορεί να απαντήσει. Έχει αιχμαλωτισθεί από το παράξενο βλέμμα αυτού του παιδιού, ένα βλέμμα που μοιάζει με… θάλασσα, με χιλιάδες θάλασσες, είναι το ομορφότερο και βαθύτερο βλέμμα που έχει αντικρίσει ποτέ της η Ντία και δεν μπορεί να καταλάβει τι της συμβαίνει, ο χώρος και ο χρόνος μπερδεύονται, γίνονται ένα κουβάρι ενώ η διάθεσή της αλλάζει, γίνεται πιο χαλαρή, πιο… υδαρή, πιο….
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
(μασουλώντας άλλη μια φρυγανιά κι ερχόμενος στην πόρτα κρατώντας και τον χαρτοφύλακά του)
Ντία, τι έπαθες κορίτσι μου;
Το μικρό κορίτσι εξακολουθεί να κοιτάζει επίμονα την αποσβολωμένη Ντία και η δεύτερη δεν μπορεί πια να σκεφτεί, να προσανατολιστεί, να αλλάξει θέση, να ξεφύγει από την πιο όμορφη και θαυμαστή βύθιση που έχει νιώσει ποτέ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ντία, τι στο κ…
Αυτά είναι τα τελευταία λόγια που πρόλαβε να ψελλίσει ο Αλέξανδρος. Αμέσως μετά και αφού για λίγο, για πολύ λίγο συναντιέται το βλέμμα του με το βλέμμα της μικρής ξανθιάς κοπελίτσας που στέκεται ακίνητη στο κατώφλι του διαμερίσματός του στο Μανχάταν, πέφτει σαν κεραυνοβολημένος στο δάπεδο και αφήνει την τελευταία του πνοή.
Το κορίτσι εξαφανίζεται και ύστερα από λίγο η Ντία βγαίνει από την βαθιά της έκσταση και αντικρίζει τον εργοδότη της να κείται νεκρός της με μια έκφραση στο πρόσωπό του που θα είναι αδύνατον να ξεχάσει στην υπόλοιπη ζωή της.
Το ιδιωτικό τζετ μεταφέρει τελικά του Αλέξανδρο, δυο μέρες αργότερα στην Αθήνα, μονάχα που βρίσκεται σε ένα μεταλλικό φέρετρο καθ'οδόν για το Α' Νεκροταφείο.
ΣΚΗΝΗ
ΕΣΩΤ. Η κάμερα ακριβώς πάνω από το άψυχο σώμα του Αλέξανδρου.
Εναλλαγή με την εικόνα του Αλέξανδρου και της Υδρονόης να κάνουν έρωτα πάνω σε κείνο το βράχο, 12 χρόνια πριν…
[ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΩΝ ΜΕ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ ΕΙΚΟΝΕΣ]
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
…Το πρώτο που αισθάνθηκα ήταν ένα απαλό στην αρχή κι ύστερα πιο δυνατό μούδιασμα σε όλα μου τα μέλη. Πρώτα στα πόδια, μετά στα χέρια, μετά σε όλο μου το σώμα, ως και στο κεφάλι.
Ένα μούδιασμα υπέροχο, λίγο τρομακτικό στην αρχή κι όμως συγκλονιστικά ηδονιστικό. Κι ύστερα, καθώς ένιωθα τα χείλη της Υδρονόης, της Μάγισσας των Υδάτων να με φιλάει στο στόμα τούτο το μούδιασμα έγινε έκρηξη, έγινε σπασμός, κύματα και ρίγη απανωτά που με χτυπούσαν, ακριβώς όπως τα κύματα φουρτουνιασμένης θάλασσας τσακίζουν ένα ανυπεράσπιστο πλοίο στα μέσα του πελάγους.
Τούτη η εμπειρία είχε στοιχεία από πόλεμο και πόλεμο αμείλικτο, τρομερό, αδύνατο να τον αντέξω. Στοιχεία αρχαιώνια έκρυβε τούτο το θεσπέσιο πλάσμα στο πυρήνα της υδάτινης ύπαρξής του και με τύλιγαν σαν τυφώνες, με σήκωναν ψηλά στον αέρα και με πέταγαν ύστερα να σκάσω ξανά στην επιφάνεια μιας μυστικής, μαύρης και προκατακλυσμιαίας θάλασσας της Δημιουργίας!
Αυτή η Νύμφη των ωκεανών, όλων των ωκεανών του κόσμου και όλων των κόσμων, ερχόταν απ'την πρωταυγή της Ύπαρξης και συναντούσε έναν άμοιρο θνητό που είχε μιζεριάσει στα πρώτα τριάντα χρόνια της άθλιας ζωής του! Το Άπειρο συνευρισκόταν με το ασήμαντα πεπερασμένο, το χιλιόχρονο με το νεογέννητο, το ασύνορο με το ελάχιστο! Πως είχα δεχθεί να παίξω αυτό το παιγνίδι του θανάτου με την καταραμένη αυτή Μέγαιρα;
Κι όμως, η εμπειρία γινόταν ολοένα και πιο δυνατή, δεν ήξερα αν η καρδιά μου θα το άντεχε κι όμως το άντεχε και συνέχιζα, η Υδρονόη με ταξίδευε μέσα από τους μυστικούς και απρόσιτούς δρόμους της Ηδονής των Αρχαίων Στοιχείων και της πιο σφριγηλής και ρωμαλέας ανάσας του Σύμπαντος και με προστάτευε μαζί καθώς την στιγμή που θα δεχόταν τους χυμούς αυτής της υπέρ-λογης και παράλογης επαφής, θα έπρεπε να είμαι στην υψηλότερη κορυφή της ηδονής...
Δεν ξέρω πως, αλλά φαίνεται πως τα κατάφερνε μια χαρά. Πριν χάσω ολοκληρωτικά τις αισθήσεις μου -δικό μου σύστημα προστασίας αυτό για να μπορέσω να ξαναξυπνήσω κάποτε χωρίς να έχω απωλέσει κάθε ίχνος λογικής- μισάνοιξα τα μάτια μου για να απολαύσω την εικόνα της γυμνής γυναίκας απάνω μου.
Μα τούτο που είδα με έκανε να αφήσω το τρομερότερο ουρλιαχτό που θα μπορούσε θνητός να ακούσει στους αιώνες. Πάνω και γύρω από το σώμα μου, χόρευαν δεκάδες τέρατα, πανάσχημα πλοκαμοειδή όντα, γοργόνες με σουβλερά δόντια και μαλλιά από φύκια, Μέδουσες με μάτια φωτιές της κόλασης και την Υδρονόη να έχει μεταμορφωθεί σε κάτι που δεν θα μπορούσε άνθρωπος ισορροπημένος να το περιγράψει.
Πριν λιποθυμήσω εκσπερματώνοντας συνάμα, μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες από τέρατα της Αποκάλυψης, η φράση 'μέσα από σένα υπάρχω' και μια φωνή, μια προειδοποίηση, απειλή ίσως... 'σε δώδεκα χρόνια θα ξανάρθω'.
Ύστερα με πήρε στην αγκαλιά του το υγρό χάος και...
ΤΕΛΟΣ