Ένας άνθρωπος χωρίς φιλοδοξίες

 

Ε

ίμαι ένας άνθρωπος χωρίς φιλοδοξίες.

Αρκούμαι στο απλό, το απέριττο, το απαιτητό για την λειτουργική οργάνωση της καθημερινότητάς μου. Και τα πηγαίνω μια χαρά.

Έτσι έμαθα να λέω στον εαυτό μου τουλάχιστον.

Δεν είμαι άνθρωπος του έχειν. Για την ακρίβεια, είμαι κάτοχος ελαχίστων πραγμάτων. Και το πιο ακριβό είναι αυτή η μαύρη πένα από λάκα που μού δώρισε ο πατέρας μου στα 18α γενέθλιά μου. Ήταν πολύ χαρούμενος εκείνη την ημέρα. Γιόρταζε την επιτυχία μου στις Πανελλαδικές εξετάσεις. Όλοι ήμασταν χαρούμενοι εκείνη τη βραδιά. Οι γονείς μου χόρεψαν ως και ταγκό, κάτι που δεν είχα δει ποτέ πριν και δεν έμελλε να ξαναδώ. Μετά από λίγα χρόνια τους έχασα και τους δυο. Πρώτος έφυγε ο πατέρας. Τον ακολούθησε μετά από έξι μήνες η μητέρα.

Δεν ήθελα ποτέ μου να γίνω πλούσιος.

Για την ακρίβεια, δεν σκεφτόμουν ποτέ το χρήμα. Ο πατέρας μου έλεγε πως ‘πλούσιοι γίνονται όσοι σκέφτονται από το πρωί ως το βράδυ το χρήμα’. Βέβαια, κι εκείνος το σκεφτόταν γιατί το συζητούσε συνέχεια, πέρα από τους καθημερινούς καυγάδες με τη μητέρα αλλά δεν έγινε πλούσιος. Κάτι έφταιγε στη θεωρία του μάλλον που δεν πρόλαβε να εξετάσει.

Είχαν κι άλλοι στην οικογένεια ενδιαφέρουσες αμπελο-βιοθεωρίες. ‘Μονάχα ο Χάρος είναι πλούσιος παιδί μου’, μου έλεγε η θεία Βαμβακία και χαμογελούσε πικρά. ‘γι αυτό κοίτα να μπεις στο Δημόσιο, να χωθείς σε μια τρύπα, όπου να’ναι… να’χεις το σταθερό… το πρωί, πριν πας στη δουλειά, θα βάζεις τη μάσκα… το μεσημέρι που θα γυρνάς στο σπίτι θα τη βγάζεις… αυτό έκανε και ο θείος σου και μεγαλώσαμε τα ξαδέρφια σου…’

‘Τι εννοείς να βάζω τη μάσκα θεία;’, τη ρωτούσα, δήθεν αφελώς αλλά στην ουσία παρατείνοντας την επίσκεψή μου κανένα τεταρτάκι ακόμα. Ήξερα πως σ’αυτό το σημείο θα μου εξιστορούσε –όλο και περισσότερο περιληπτικά βέβαια από χρονιά σε χρονιά- τη δραματική ιστορία του θείου Ευάγγελου που κυνηγήθηκε ανελέητα από το κράτος της Δεξιάς και αντί να τελειώσει τη Νομική κατήντησε σταθμάρχης των ΣΕΚ. Βέβαια, φρόντιζα κι εγώ, πότε πότε να την ωθώ να προσθέσει κάποια νέα ‘ξεχασμένη’ λεπτομέρεια για να διανθίζεται η αφήγησή της και να αυξάνεται η ένταση. Και είτε έτσι είτε αλλιώς, συμμετείχα, ή προσποιούμουν ότι συμμετείχα στα δρώμενα. Δεν ήθελα να φανώ ότι την επισκεπτόμουν μονάχα για το καθιερωμένο χαρτζιλίκι. Που κι αυτό δεν έτυχε ποτέ κάποιας γενναίας αναπροσαρμογής!

Και μετά την ξαναρωτούσα.

‘Και τι είναι αυτή η μάσκα θεία;’

‘Η μάσκα του καλού και του υπάκουου… ό,τι σου λένε οι ανώτεροι θα το κάνεις κι ό,τι σου λένε οι περίεργοι θα πηγαίνεις παρά πέρα…’, εκεί συνήθως με κερνούσε ένα φοντάν, με ρωτούσε για το σχολείο ή το Πανεπιστήμιο και ετοιμαζόμουν να πάρω τα χρήματα… πάντα τσαλακωμένα αλλά και πάντα με ένα χαμόγελο.

Έχω και κάτι ακόμα μιας σημαντικής, συναισθηματικής όμως, αξίας στη κατοχή μου. Μια παλιά κάμερα για ερασιτεχνικές κινηματογραφικές λήψεις. Μου την είχε δωρίσει ο νονός μου στις παλιές καλές εποχές που ερχόταν από τα ταξίδια του με τις βαλίτσες φορτωμένες με δώρα για όλους. Δεν δούλευε πια. Ήταν όμορφη όμως και την κρατούσα για να θυμάμαι το νονό μου. Τον θυμάμαι να με κοιτάζει με ένα συνωμοτικό βλέμμα και να με τσιμπάει στο μάγουλο. Και με την ίδια πάντα ερώτηση. ‘τι γίνεται ρε μπαγάσα, πως πάνε οι γκόμενες;’ Τώρα δεν ξέρω τι απάντηση περίμενε από ένα 8χρονο ή 10χρονο παιδί αλλά μάλλον ήταν μια έκφραση που αγαπούσαν οι ναυτικοί γιατί όλοι την έβρισκαν χαριτωμένη και χαμογελούσαν.

Κάποτε ο νονός μου είχε φέρει από την Ιαπωνία ένα βιολί. Ήταν κατάμαυρο και γυάλιζε. Κανείς στην οικογένεια δεν ήξερε βιολί ούτε και έμαθε ποτέ, απ’όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω βέβαια, αλλά ο νονός μου καμάρωνε πολύ γι αυτό. ‘Μου το χάρισε ο πρώτος!’, έλεγε και το χάιδευε λες και ήταν παιδί του. ‘Θα μάθεις βιολί Αντώνη;’, τον ρώτησε εκείνη την ημέρα στη βεράντα η μητέρα μου κρατώντας και ένα δίσκο με σπανακοπιτάκια που της άρεσε να φτιάχνει. ‘Βρε τι σε νοιάζει εσένα’, είπε εκείνος και μου έκλεισε το μάτι. ‘Είναι ακριβό… θα το βάλω στο σαλόνι… ωραίο δε θα είναι;… που ξέρεις, μπορεί αργότερα να μάθω να το γρατζουνάω κιόλας!’. Το βιολί έμεινε στο δικό μας σαλόνι τελικά κάποια χρόνια πριν αποφασίσει η μητέρα μου να το επιστρέψει μαζί με κάποια άλλα πράγματα στον αδερφό της πάνω σε ένα φοβερό καυγά. Παρά λίγο να το σπάσει από τα νεύρα της μάλιστα.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά η παρουσία αυτού του γιαπωνέζικου μαύρου βιολιού στο σπίτι μας δεν με ερέθισε ποτέ να στραφώ προς τη μουσική.

Αυτό που μου άρεσε πάντα ήταν να παρατηρώ τα γλυπτά. Μπορούσα να σταθώ επί ώρα μπροστά σε ένα άγαλμα και να το παρατηρώ. Καμιά φορά βυθιζόμουν σε μια παράξενη κατάσταση, θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς ‘έκσταση’ ή αν ήταν λιγότερο ευγενικός ‘αποβλάκωση’ και συνερχόμουν μονάχα από κάποια απότομη θερμοκρασιακή μεταβολή ή έναν οξύ πόνο στο σώμα μου από την ακινησία. Με γοήτευε η ‘ενεργητική’ αυτή ακινητότητα των αγαλμάτων… αυτή η ‘ένταση’ όπως λένε κάποιοι ειδικοί… καμιά φορά έκανα και κάποιες χρήσιμες σκέψεις, κάποιες παραβολές με την δική μου κατάσταση, τη δική μου ζωή που έμοιαζε, σκεφτόμουν, πολύ με την… σιωπηλή ‘ζωή’ ενός αγάλματος… η διαφορά μας ήταν πως συνήθως τα αγάλματα ή τα γλυπτά που θαύμαζα ήταν διάσημα ενώ εγώ θα τελείωνα κάποτε το βίο μου εντελώς άσημος.

Κάποτε, σε ένα μουσείο, καθώς είχα αρχίσει να βυθίζομαι πάλι στην γνωστή μου αυτή κατάσταση εμπρός από το εντυπωσιακό άγαλμα ενός εφήβου της ελληνιστικής περιόδου, άκουσα τη φωνή μιας νεαρής κοπέλας που είχε σταθεί δίπλα μου αλλά, φυσικά, δεν την είχα αντιληφθεί.

‘Μου φαίνεται εντελώς αφύσικο όλο αυτό!’

Γύρισα, ομολογώ ενοχλημένος από την βίαιη εξαγωγή μου από την ονειρική μου βυθιότητα και την κοίταξα. Ήταν μια μελαχρινή, κοντόσωμη κοπέλα με γυαλιά και ένα μολύβι στο στόμα της. Κρατούσε ένα μπλοκ ακουαρέλας και κοιτούσε τον έφηβο μάλλον απαξιωτικά.

Δεν είχα καμιά όρεξη να της μιλήσω αλλά δεν ήθελα και να μετακινηθώ από το προνομιακό σημείο που είχα για να θαυμάζω το άγαλμα.

‘Τι να αποτυπώσεις στο καμβά απ’αυτό; Μου λες;’, είπε και δεν φάνηκε να απευθύνεται σε κανέναν… στον εαυτό της μόνο.

Γύρισα και κοίταξα πάλι τον μαρμάρινο έφηβο. Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε.

‘Αυτές οι γραμμώσεις στους κοιλιακούς… σκέτη αλαζονεία!’, κραύγασε με την βεβαιότητα του εξπέρ που καλείται δυσφορώντας να ανεχτεί την ταπεινή δημιουργία ενός βλάκα.

Γύρισα να την κοιτάξω πάλι. Είχε αρχίσει να σχεδιάζει κάτι κι εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω πως, με πλημμύρισε μια ακατανόητη επιθυμία να της αρπάξω το μπλοκ από τα χέρια της και να το κάνω χίλια κομμάτια!

Η επιθυμία αυτή δεν επικράτησε. Το αντίθετο. Ήταν η γυναίκα που έμελλε να με συντροφεύσει για τα επόμενα 3 χρόνια της ζωής μου ως τη στιγμή που αισθάνθηκε να ‘πνίγεται’ από τη σχέση μας και αναζητώντας ‘ζωτικό χώρο’ με εγκατέλειψε.

Θυμάμαι πως εκείνο το απόγευμα που γύρισα στο σπίτι και αντίκρισα τις άδειες ντουλάπες και το σημειωματάκι στο γραφείο μου, ένιωσα μια τρομακτική πείνα για παγωτό φράουλα με σιρόπι σοκολάτα.

Πήγα στο γειτονικό ζαχαροπλαστείο, αγόρασα ένα κιλό, γύρισα στο ερημικό μου σπίτι, το έφαγα και έπεσα για ύπνο…

Ναι, τελικά, είμαι ένας άνθρωπος χωρίς φιλοδοξίες.