Μα-θητεύοντας

 

Δ

εν ξέρω αν μπορεί να ειπωθεί μ’αυτό τον τρόπο κι αν είναι δόκιμο ή όχι αλλά νομίζω πως αληθεύει: υπάρχουν μεγάλες στιγμές σε τόσο πυκνό χρόνο που στην κυριολεξία δεν χωράνε, ασφυκτιούν, αποζητούν εναγώνια μια βαλβίδα εκτόνωσης, μια ‘έξοδο κινδύνου’… κι ακόμα πιο σημαντικό, απλώνονται σαν στερέωμα στα απέραντα λιβάδια του ε ί ν α ι και σου χαμογελούν σαν ανοιξιάτικες λιακάδες και σε ζεσταίνουν όσο παγωμένος και θλιμμένος αν νιώθεις… κι ύστερα είναι και το κατοπτρικό ανάλογο ή αντίστοιχο… μικρές κι ασήμαντες στιγμές που επαναλαμβάνουν μηχανικά τον εαυτό τους στη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής…

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν σίγουρα βιώματα που οι άντρες έχουν την ‘ευκαιρία’, την τύχη – πρωτογενώς την ατυχία-  να ζήσουν στο στρατό, στη θητεία τους… γιατί όλοι εκείνοι οι παράγοντες και οι μεταβλητές που δεν θα σταυρωθούν ποτέ και πουθενά αλλού, θα το κάνουν σ’αυτή την μικρή αλλά όντως τρομερά έντονη και ενίοτε τραυματική περίοδο της ζωής τους.

Μια μικρή παρέκβαση δεν βλάπτει: Ο Δον Χουάν Μάτους, ο μύστης – διδάσκαλος του Κάρλος Καστανέντα, ένα μυθικό, προφανώς, πρόσωπο με συναρπαστικές ορίζουσες σκέψης και περισσότερο δράσης, είχε αποφανθεί πως ο μάντης - μάγος είναι ένα συγκλονιστικό ον που ζει άπειρες ζωές όταν ταυτόχρονα ένας κοινός θνητός ζει πλήττοντας και αναρωτιέται ‘πώς να σκοτώσει’ το χρόνο του… ό,τι δεν αρκεί στο μάγο περισσεύει στον αμύητο θα έλεγε κανείς… ή ‘μεταφράζοντας’ ο θρασύς τον Ινδιάνο σαμάνο - μύστη πως ακόμα κι εμείς οι ταπεινοί, όταν ζούμε μια ‘μαγική στιγμή’ αισθανόμαστε το άγγιγμα της αιωνιότητας… άρα, ποιοτικά μπορούμε να νιώσουμε τούτη την αλήθεια…

Όμως ας ξαναγυρίσω στο πλαίσιο που με παρακίνησε να γράψω απόψε… Στον Πόρο, μια κρύα άνοιξη, χρόνια πριν… η πρώτη περίοδος της θητείας, προπαιδευόμενος στο Κέντρο Εκπαίδευσης… πολλά και αντιφατικά συναισθήματα που καθημερινά άλλαζαν, εξελίσσονταν… μια βίαιη ‘ενηλικίωση’ θα έλεγα έστω κι αν εγώ ήμουν ανάμεσα στους συναδέλφους μου κάτι σαν μεγάλος αδελφός με ποιοτικά χαρακτηριστικά πατέρα. Δεν ήταν μονάχα η ηλικία όπως πίστευα αλλά και κάτι που θα μου το δίδασκαν με τον ομορφότερο και πιο ανάγλυφο τρόπο αυτά τα άγνωστα –ως εκείνη την ώρα – παιδιά που μοιραζόμασταν τον ίδιο θάλαμο και τις ίδιες πρωτόγνωρες εμπειρίες της θητείας στο Π.Ν…

Η καθημερινότητα ενός προπαιδευόμενου δεν ήταν οπωσδήποτε ειδυλλιακή αν και απέχει πολύ από το να τη χαρακτηρίσει κανείς μαρτυρική. Ήταν ζόρικη. Και βέβαια γεμάτη. Γεμάτη κυρίως από νέα, καινούργια πράγματα που υποτίθεται έπρεπε να σε προετοιμάσουν για μια πολύμηνη – τότε 23μηνη – θητεία στο ενδοξότερο Όπλο της πατρίδας. Το πρόγραμμα ξεκινούσε από πολύ πρωί και τελείωνε αργά το βράδυ. Θυμάμαι καλά τους εκπαιδευτές. Νεαρά παιδιά, σημαιοφόροι ή ανθυποπλοίαρχοι που με τη στολή είχαν ένα παρουσιαστικό μάλλον δυσανάλογο με την ηλικία και την προσωπικότητά τους. Καμιά φορά και κωμικό. Όταν τους έβλεπες κάποια στιγμή με πολιτικά, έξω απ΄το στρατόπεδο, έμοιαζαν να έχουν χάσει το 50% του ειδικού τους βάρους. Όμως εκεί μέσα, ήταν κάτι σαν μικροί θεοί και για τους προπαιδευόμενους, το κατώτερο είδος ‘ψαριών’, ήταν όπως ο ήλιος σε σχέση με τους ετερόφωτους πλανήτες.

Ένας από τους εκπαιδευτές του δικού μας ουλαμού ήταν κάπως παραπάνω φωνακλάς από τους άλλους. Ήθελε μάλλον να ομοιάσει με τους αντίστοιχους λοχίες των αμερικάνικων ταινιών –συνήθως είναι μαύροι, σωματώδεις και με μοχθηρό βλέμμα - και ανέβαζε έτσι, χωρίς λόγο, τα ντεσιμπέλ της φωνής του ακόμα κι αν βρισκόσουν σε απόσταση χιλιοστού από τη μύτη του. Δεν επιτρεπόταν να σε βρίσει ή να σε υποβάλει σε καψώνια αλλά η αγριοφωνάρα έκανε μια χαρά τη δουλειά της όπως και τα επιτιμητικά σχόλια του τύπου «Δεν άκουσες εσύ παιδί μου; Είσαι κουφός;» ή «Τι κάνεις εκεί; Τρελάθηκες;» η ακόμα «Πρέπει να το ξαναπώ για σένα παιδί μου; Έχεις κάποιο πρόβλημα;». Όλα αυτά να καμπανίζουν στο αυτί σου δεν είναι και το καλύτερο που μπορεί να σου συμβαίνει πρωί πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι και με ένα θλιβερό πρωινό που σου έχει χαλάσει και το στομάχι εκτός απ’τη διάθεση.

Εκείνη την ημέρα, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες και τις ίδιες ασκήσεις, οι φωνές του είχαν μάλλον υπερβεί κάθε προηγούμενο και τον θυμάμαι να προσεγγίζει διάφορους συναδέλφους, να κολλάει στο κεφάλι τους και να ουρλιάζει. «Ξανά, ξανά, κάντε το ξανά γιατί ο νεαρός από δω θα με τρελάνει!» Όταν τα διαβάζει κανείς ή τα βλέπει στον κινηματογράφο μπορεί να μειδιά όμως μερικές φορές ομολογώ πως είχαν δοκιμαστεί τα νεύρα και η υπομονή όλων μας. Κυρίως λόγω της κόπωσης και του συνήθως κακού και λιγοστού φαγητού και ύπνου.

Κάποια στιγμή ο νεαρός με την εντυπωσιακή στολή και το μόνιμο κόρδωμα, πλησίασε κι εμένα και άρχισε να φωνάζει στ’αυτιά μου. Θυμάμαι πως δεν κοιτούσε ακριβώς εμένα αλλά πάντως εγώ εισέπραττα την κατσάδα η οποία ομολογώ δεν ήταν καθόλου ‘εκπαιδευτική’ αν και μετά το πέρας των ασκήσεων ‘ακριβείας’ έπεσε στη λήθη όπως όλα σχεδόν που συνέβαιναν εκεί μέσα. Όμως, κι αν εγώ ξέχασα σχεδόν αμέσως όλο αυτό το θορυβώδες παραλήρημα ενός 24χρονου ‘στρατόκαυλου’ – με το συμπάθιο – δεν συνέβη όπως φάνηκε αργότερα, το ίδιο με τους συναδέλφους μου στον ουλαμό.

Το ίδιο βράδυ, λίγο πριν την νυχτερινή κατάκλιση, όλοι ξαπλωμένοι, περιμέναμε τον αξιωματικό που θα έκανε την τελευταία επιθεώρηση για να δώσει την άδεια αλλά και την εντολή να σβήσουν τα φώτα στο θάλαμο και, επιτέλους, οι εξοντωμένοι άνδρες να πέσουν για ύπνο. Για τον όποιο ύπνο βέβαια καθώς πολλοί είχαν υπηρεσίες, βάρδιες και άλλα που δεν έχουν σημασία τώρα.

Λίγο πριν έρθει η εφοδεία, είδα τον φωνακλά εκπαιδευτή να μπαίνει στο θάλαμο, να ρωτάει κάποιον ναύτη κάτι, να ψάχνει με το βλέμμα του προς το μέρος μου. Ομολογώ πως ανησύχησα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. Θυμάμαι πως διάβαζα ένα βιβλίο του Καρλ Σαγκάν που είχα μαζί μου και με το ζόρι έβγαιναν οι σελίδες. Σήμερα οφείλω να παραδεχθώ πως η επιλογή του βιβλίου ήταν ατυχής καθώς η – έστω και εκλαϊκευμένη- κοσμολογία και εξω-βιολογία δεν ενδείκνυται για τέτοια περιβάλλοντα και ανάλογες συνθήκες.

Ο αξιωματικός με πλησίασε. Από το κρεβάτι μου του ‘δευτέρου ορόφου’ έβλεπα περισσότερο τα μαλλιά του παρά το πρόσωπό του. Το καπέλο του το κρατούσε βέβαια καθώς μέσα στους θαλάμους όλοι ήταν ‘ασκεπείς’. Λεπτομέρειες άνευ σημασίας.

«Είσαι ο…», είπε λέγοντας το επώνυμό μου.

«Μάλιστα», απάντησα αιφνιδιασμένος αλλά με τη σωστή στάση στο κρεβάτι – στους αγκώνες και ευθυτενής, καθώς ‘προβλεπόταν’.

«Ναι… ήθελα να σου πω…» άρχισε να ψελλίζει και παρατήρησα μια πελώρια μεταβολή στο ύφος, την ένταση και την χροιά της φωνής του. Σα να μιλούσε κάποιος άλλος… κάποιος που ψάχνει να βρει τα κατάλληλα λόγια για κάτι που τον φέρνει σε προφανή αμηχανία. Όλοι οι συνάδελφοι στα γύρω κρεβάτια είχαν την ίδια στάση ‘προσοχής’ κάτω απ’τα σκεπάσματά τους και βέβαια είχαν στήσει αυτί ν’ακούσουν.

«Το πρωί… εε… φώναξα λίγο παραπάνω… θέλω να πω… ελπίζω να μην υπάρχει κάποιο πρόβλημα έτσι;»

Δεν ήξερα σε τι αναφερόταν. Κι έτσι δεν του απάντησα. Αυτό μάλλον το εξέλαβε αρνητικά και πως ήμουν θυμωμένος για την ελεεινή συμπεριφορά του. Η φωνή του έσπασε κι άλλο. Έγινε σχεδόν απολογητική.

«Βλέπω… διαβάζεις ε;», άλλαξε θέμα και πήρε το βιβλίο στα χέρια του. Το ξεφύλλισε με αμηχανία, μάλλον σοκαρίστηκε από το περιεχόμενο και το ξανάφησε στη θέση του στο κρεβάτι.

«Είναι μέρος της δουλειάς μας… μην παρεξηγείς έτσι; Όλα καλά;», είπε και μπορούσα πλέον να απολαύσω τη στιγμή. Τη φόρτισή του, τον κόμπο στο λαιμό του, την προσδοκία του να πάρει μια καλή απάντηση από μένα.

«Όλα καλά κε…» του απάντησα ήρεμα αλλά ψυχρά βέβαια.

«Καλώς… προπαίδευση είναι… καμιά φορά… τέλος πάντων… δεν έγινε εσκεμμένα…  ελπίζω να μην το πήρες προσωπικά…»

«Όχι κε…, δεν υπάρχει τίποτα προσωπικό εδώ…», απάντησα και θυμάμαι την αμήχανη σιωπή του. Μάλλον προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει την απάντηση.

«Εντάξει… λοιπόν… καλή ξεκούραση… καληνύχτα», είπε αμέσως, έκανε μεταβολή και περπάτησε γρήγορα προς την έξοδο.

«Χα, χα, τον παλιομ…», φώναξε αμέσως ο γείτονάς μου στ’αριστερά και με χτύπησε στον ώμο. Αμέσως ακολούθησαν φωνές, κραυγές και… πανηγυρισμοί από όλους σχεδόν… είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της ημέρας εν αγνοία μου και με πρωταγωνιστές τους συναδέλφους μου. Ήμουν σιωπηλός αλλά ένιωθα έντονη τη συγκίνηση και τους κοιτούσα έναν έναν.

«Σαν κότα ήρθε το π… Ε, Μυκ;», με ρώτησε ο γείτονας – με τον οποίο ανέπτυξα και μια πιο στενή φιλία.

«Ναι… τον είδα… τι έπαθε;», τους ρώτησα καθώς είχαν μαζευτεί όλοι γύρω. Ήξερα την απάντηση και πάλευα να το διαχειριστώ. Κάποιος έπρεπε να μου πει.

«Πήγαμε και τον βρήκαμε Μυκ», είπε ο φίλος μου και οι άλλοι σιώπησαν. «Τα πήραμε που σου έβαλε τις φωνές. Πήγαμε και τον πιάσαμε τον π… και τον ξεχέσαμε κανονικά!»

Δεν μπορούσα ν’αρθρώσω λέξη πλέον. Μα και τώρα που τα γράφω και τα ξαναζώ όλα, η συγκίνηση δεν είναι λίγη.

«Γιατί… τι…», προσπαθούσα να πω.

«Θα τον έπιανα απ’το λαιμό να τον χτυπήσω κάτω το τσουτσέκι Μυκ… να φωνάζει σε όλους αλλά να φωνάξει και σε σένα; Το παλιοαρ…», φώναζε τώρα ο φίλος μου και οι άλλοι συμφωνούσαν.

«Το παραδέχτηκε αμέσως όμως», είπε ένας άλλος φίλος στο απέναντι διώροφο. «Έπρεπε να ήσουν εκεί να δεις τη φάτσα του… έπαθε την πλάκα του… και είπε ότι θα έρθει το βράδυ να σου ζητήσει συγνώμη»

«Τελικά δεν ζήτησε», πετάχτηκε ένας άλλος.

«Δεν πειράζει, είχε σφίξει ο κ… του όμως… και θα τον δεις από αύριο… μπαλαρίνα θα έχει γίνει», συμπλήρωσε ένας τρίτος.

Νομίζω είχα βουρκώσει, είχα σιωπήσει, ήταν αδύνατον να το διαχειριστώ εκείνη τη στιγμή. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν άγνωστοι λίγες μέρες πριν. Τι μας είχε φέρει τόσο κοντά; Τι μας είχε ενώσει; Η δοκιμασία της προπαίδευσης δεν θα κρατούσε πολύ ακόμα και ήταν βέβαιο ότι μετά την ορκωμοσία θα χωρίζαμε ίσως για πάντα. Πολλές φορές βέβαια καθόμασταν τα βράδια και συζητούσαμε. Στους περισσότερους άρεσαν κάποια θέματα που άνοιγα αλλά δεν τα ολοκλήρωνα ποτέ. Ο χρόνος ήταν λίγος και η κούραση μεγάλη. Όμως τους άρεσε να με ακούν να τους αναλύω κάποια θέματα που ίσως άκουγαν για πρώτη φορά, τους άρεσε να τους αφηγούμαι ‘παράξενες’ ιστορίες, ακόμη και κάποια ποιήματα που είχα φέρει μαζί μου, κι αυτά τα άκουγαν με ενδιαφέρον.

Με έναν η δυο είχαμε μοιραστεί πιο προσωπικές εξομολογήσεις. Κάποιος με είχε σταματήσει ένα απόγευμα γιατί ήθελε να μου διαβάσει το γράμμα της φίλης του που τον είχε αναστατώσει πολύ. Κάποιος άλλος φίλος όταν πληροφορήθηκε ότι έχασε τον πατέρα του, ήρθε αμέσως να μου το πει, πριν φύγει για να παραστεί στην κηδεία του.

Πολύ μετά θα μάθαινα πως με ένιωθαν κοντά τους, πως η παρουσία μου τους ηρεμούσε με έναν τρόπο που δεν το συνειδητοποιούσα και με φέρνει σε αμηχανία να το γράφω.

Τούτη η σχέση, είχε ανθίσει κι είχε την ιερότητα μιας ολόκληρης ζωής. Είχε αποκτήσει περιεχόμενο βαθύ και όμορφο και με είχε αιφνιδιάσει. Τους κοιτούσα εκείνη την στιγμή όλους γύρω απ’το κρεβάτι μου να χαίρονται με τη νίκη τους αυτή και δεν μπορούσα να το πιστέψω! Είχαν ρισκάρει ακόμη και να τιμωρηθούν… για μένα… έναν άνθρωπο που δεν ήξεραν ως πριν λίγες βδομάδες!

Πως είχε γίνει αυτό στη ψυχή τους;

Δεν μπορούσα να μιλήσω.

«Έλα ρε Μυκ… πες κάτι… μήπως δεν ήθελες να…»

«Δεν… δεν είναι εύκολο να πω τι αισθάνομαι… με έχετε κομματιάσει τώρα», θυμάμαι τους είπα και μπόρεσα μονάχα μετά από μέρες, όταν πια είχαμε ιδρύσει μια άλλη επικοινωνία ανάμεσά μας, βραχύβια και θνησιγενή χρονικά ίσως αλλά με την μεγάλη ομορφιά και την απειροσύνη που κρύβουν αυτές οι κολοσσιαίες υπερβάσεις.

«Μου δώσατε ένα πολύ μεγάλο μάθημα τις προάλλες», τους είπα ένα βράδυ, παραμονές της ορκωμοσίας μας κι ενώ ήμασταν όλοι φορτισμένοι από την επικείμενη διάλυση του ουλαμού. «Ένα μάθημα… δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο μεγάλο… που εργάζεται μέσα μου και έχει βάλει ρίζες… σας ευχαριστώ μέσα απ’την καρδιά μου… σας ευγνωμονώ… όλους και καθέναν από σας… ξεχωριστά…».

 

 

Τούτες οι γεμάτες φόρτιση και αλήθεια γραμμές είναι αφιερωμένες σε όλους αυτούς τους φίλους, τους αδελφούς του ουλαμού μας… δεν τους έχω ξεχάσει…

Μερικές εγγραφές, ευτυχώς, είναι πολύ ιερές για να τις αγγίξει η μερικότητα, η καθημέρια χυδαιότητα και το μακέλεμα του χρόνου στα σώματα…