Νυχτοβάτης
Ο Νυχτοβάτης κοιτούσε το γυμνό του είδωλο στο μεγάλο, όρθιο, οβάλ καθρέφτη.
Για πολλή ώρα έμεινε ανέκφραστος.
Για κάποιον παράξενο λόγο, ήξερε ότι ερχόταν η στιγμή που το είδωλο θα συνομιλούσε μαζί του.
Για κάποιον άλλο παράξενο λόγο, ήταν έτοιμος γι’αυτή τη συνομιλία.
Κι έτσι, δεν τον πτόησαν οι αμείλικτοι αιφνιδιασμοί.
Κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον πρώτο όταν αντίκρισε το πρόσωπό του. Δεν εμφανιζόταν ολόκληρο. Σχεδόν το μισό έλειπε. Μισό πρόσωπο δεν σημαίνει μισή ύπαρξη, σκέφτηκε, σημαίνει διπλός μόχθος για να χτίσεις την επάρκεια της ψευδαίσθησης.
Κλήθηκε να αντιμετωπίσει το δεύτερο όταν διέκρινε τα έντονα, σκούρα σημάδια στο ένα του χέρι, λίγο πάνω από τον αφαλό και στα πόδια του. Ήταν πλατιές, γκρίζες κηλίδες.
Ανασαίνουν, σκέφτηκε και τον ρίγησε η λέξη που δεν τόλμησε να γίνει ήχος.
Κι ύστερα αντίκρισε τον τρίτο, τον ισχυρότερο αιφνιδιασμό.
Το είδωλό του… παλλόταν… έτρεμε… σα να ήταν μια παράξενη ολογραμμική προβολή και όχι η πιστή αποτύπωσή του. Σα να επρόκειτο για μια φασματική εικόνα χαμηλής ενέργειας που πάλευε να κρατηθεί, να μην σβήσει, να παραμείνει ζωντανή…
Πεθαίνω, σκέφτηκε ξανά και τούτη η τρομερή λέξη δεν είχε κανένα βάρος, καμιά θλίψη, κανένα συναισθηματικό περιεχόμενο. Ήταν μια απλή, καθαρή, σχεδόν κλινική διάγνωση.
Σήκωσε το αριστερό του χέρι και παρακολουθούσε να επαναλαμβάνει τη κίνηση το είδωλό του. Χάιδεψε το λαιμό του και το στήθος του. Και τότε το είδε για πρώτη φορά. Το είδωλό του πονούσε. Το απαλό αυτό ταξίδι στο σώμα προκάλεσε έναν μορφασμό δυσαρέσκειας στο τεμαχισμένο πρόσωπο του ειδώλου του. Μπορούσε να το δει καθαρά. Το φάσμα του πονούσε και αυτόματα έριξε ξανά το χέρι του κάτω.
Επανέλαβε το ίδιο μετά με το άλλο του χέρι. Το έφερε πάνω από το σημείο των γεννητικών του οργάνων. Όταν τα άγγιξε ο ίδιος μορφασμός ζωγραφίστηκε στο μισό πρόσωπο.
Το είδωλό του τρεμόπαιξε έντονα. Για μια στιγμή μάλιστα, ήταν σίγουρος γι’αυτό, χάθηκε εντελώς… πέρασε μια άπειρη στιγμή ώσπου να το ξαναδεί να αχνοσχηματίζεται εκ νέου στον καθρέφτη εμπρός του.
Μικραίνω… μικραίνω όλο και πιο πολύ… μονολόγησε μελαγχολικά και για πρώτη φορά επέτρεψε τη φωνή του να ηχήσει στο δωμάτιο. Εκείνο που είναι να αυξηθεί πρέπει να ανθίσει… εκείνο που είναι να συρρικνωθεί πρέπει να εκλείψει… είπε ξανά και ύστερα σίγησε.
Ο Νυχτοβάτης αισθάνθηκε μια παρουσία δίπλα του. Ήταν ο αδελφός του, ένας λευκός θηριώδης λύκος που κάθε πανσέληνο τον επισκεπτόταν για λίγες ώρες ως το ξημέρωμα. Ο λύκος ανάσαινε αργά και τον πλησίασε με προσοχή. Μετά κούρνιασε στα πόδια του.
Μονομιάς το είδωλο του Νυχτοβάτη σταθεροποιήθηκε. Έγινε ανάγλυφο, ζωηρό ακόμα και λαμπερό.
Αδελφέ μου!, είπε τρυφερά ο Νυχτοβάτης και άγγιξε τον λύκο μονάχα με την απαλή φωνή του.
Δεν έχω συνείδηση της ύπαρξής μου… άρχισε να μονολογεί πάλι και το είδωλό του παλλόταν ανάλογα με την ένταση της φωνής του. Ποτέ δεν επέτρεψα τούτη την πολυτέλεια στον εαυτό μου. Συνείδηση της ύπαρξης σημαίνει να μπορείς να ορίσεις τα πράγματα μονάχα από το εσωτερικό τους φως… είπε ξανά και χάιδεψε απαλά για πρώτη φορά με το χέρι του το όμορφο ζώο. Ένιωσε την ζεστή του ανάσα στο χέρι του και χαμογέλασε. Ήταν ένα αλλόκοτο χαμόγελο. Και δεν είδε το μισό του πρόσωπο στον καθρέφτη. Εκείνο δεν χαμογελούσε.
Δεν μας αγάπησε ο ήλιος αδελφέ μου… εμείς ήπιαμε γάλα απ’τα μαστάρια της Νύχτας, είχαμε μάνα την ασημένια Πανσέληνο και ορφανοί από πατέρα πορευτήκαμε ως τα τώρα… δεν μας αγκάλιασε κανένα φως εμάς, δεν μας έθρεψε η ζέση του καλοκαιριού, δεν μας νανούρισε η ραθυμία του μεσημεριού… κι όμως… φιλοξενούμε ένα ολόκληρο κόσμο… και δεν νιώσαμε ποτέ την ορφάνια… συνέχισε να μονολογεί ο Νυχτοβάτης και τα σημάδια στο είδωλό του μεγάλωναν… γίνονταν μελανές νησίδες στο ευαίσθητο, χλωμό του σώμα.
Ο μεγάλος λύκος όρθωσε το σώμα του και γρύλλισε.
Το ξέρω, ξημερώνει. Θα πρέπει να φύγεις… πήγαινε στην απλωσιά Της αδελφέ μου, ξεκουράσου στην αρχαία αγκαλιά Της… για μένα στερεώνεται η μόνη αλήθεια λεπτό το λεπτό… σ’ευχαριστώ… είπε και αισθάνθηκε έναν λυγμό να αναδύεται απ’τα σωθικά του και να του κλείνει το λαιμό.
Το πανέμορφο ζώο χαϊδεύτηκε για μια στιγμή στο σώμα του Νυχτοβάτη, σήκωσε το βλέμμα του αιχμαλωτίζοντας την αιωνιότητα της στιγμής στα μάτια του και μετά, ήρεμα και θλιμμένα αποχώρησε.
Τα σημάδια ολοένα και μεγάλωναν. Τώρα πια είχαν απλωθεί παντού. Το είδωλο άρχισε να τρεμοπαίζει πιο έντονα. Ο καθρέφτης έμοιαζε με την επιφάνεια μιας ρυτιδιασμένης λίμνης. Ο Νυχτοβάτης δεν μπορούσε να διακρίνει το είδωλό του.
Πονούσε.
Φοβόταν.
Έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε την γέννησή του. Ονειρεύτηκε τη Νύχτα, τους αστερισμούς, τις τροχιές των κομητών, τα αλυχτίσματα των αδελφών του στα μεγάλα δάση, τις ξάστερες βραδιές κάτω απ’το στερέωμα, τη γεύση των ποταμιών και το τραγούδισμα του νερού όπως κυλούσε.
Δάκρυσε.
Τα μέλη του μούδιαζαν.
Ο χρόνος κάλπαζε ξέφρενα.
Οι ανάσες του, ακριβότερες από ποτέ, χύνονταν μια μια στο κατώφλι της αυγής…
Έρχομαι Μάνα… μπόρεσε να ψελλίσει και όλο του το κορμί αντιλάλησε βουβά το σπαραγμό του.
Το τελευταίο που αντίκρισε στον καθρέφτη όταν άνοιξε για ύστατη φορά τα μάτια του, ήταν μια λευκή, μικρή κουκουβάγια που άνοιγε τα φτερά της κι ετοιμαζόταν να πετάξει στην ελευθερία…