Ο κήπος της εγκατάλειψης
T |
ο φριχτό μαρτύριο δεν έλεγε να τελειώσει. Έγειρε το βλέμμα πρώτα κάτω, μετά αριστερά… τελικά το ύψωσε στο στερέωμα. Ήταν μια συνηθισμένη ανοιξιάτικη μέρα στη γη της Ιουδαίας. Συνηθισμένη; Όχι βέβαια!
Ο ταλαιπωρημένος ληστής στα αριστερά του, έκανε ένα δυνατό σπασμό καθώς παρέδιδε το πνεύμα. Ο βόγγος του τρύπησε τ’ αυτιά τού μαζεμένου πλήθους που μόρφασε με αγωνία. Κάποιοι είχαν αρχίσει να απομακρύνονται. Οι ήχοι από τους επιθανάτιους ρόγχους και το θέαμα των κορμιών που συσπώνται λίγο πριν το τέλος, δεν είναι κάτι που μπορείς να το αντέξεις για πολύ.
Ο εσταυρωμένος ένιωσε πως πλησίαζε και η δική του ακροτελεύτια στιγμή. Έριξε μια ακόμη γενναία ματιά στην ιερή πόλη των Προφητών, των προγόνων, των μανάδων και των πατεράδων, των Ραβίνων, των αδελφών και των αγαπημένων του. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή, για μια αδιάφανη στιγμή που την ένιωσε να συνθλίβεται ανάμεσα στο αιώνιο παρόν και το αιώνιο μέλλον όπως συνθλίβονταν και τα σπλάχνα του από την μαρτυρική στάση του…
αναρωτήθηκε που να ήταν Εκείνος…
Εκείνος που έπρεπε να συνεχίσει…
Ο άνθρωπος που κάποτε, για μια απειρόχρονη στιγμή, σε μια ριπαία ενόραση του Απείρου, είχε αποκληθεί «Πέτρος», τάχυνε το ασταθές βήμα του στα σκονισμένα σοκάκια της Δυτικής Συνοικίας. Ήταν κάθιδρος και ωχρός. Δεν έφταιγαν οι εβδομήντα ενιαυτοί που φιλοξενούσαν τα κόκαλά του ούτε οι τραχείς δρόμοι της ιερής πρωτεύουσας του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα ήταν τρομοκρατημένος. Μα κι αυτή η λέξη ήταν μάλλον αδύναμη και ταπεινή για να χωρέσει όλα όσα είχαν πλημμυρίσει από την κορυφή ως τα νύχια τον γέροντα πρώην αλιέα. Τον είχαν πλημμυρίσει και λίγο ήθελαν να τον πνίξουν. Είναι πιθανό να συνέβαινε τούτο αν δεν σκόνταφτε σε μια μυτερή κοτρώνα και δεν σωριαζόταν φαρδύς πλατύς σε κάποιο ερημικό λιθόστρωτο δρομάκι της Ιερουσαλήμ.
Καθώς η καρδιά του πάλευε να αποκαταστήσει έναν αρμονικό και σταθερό ρυθμό για να μην καταρρεύσει, ο γκριζομάλλης ψαράς έχασε τις αισθήσεις του και…
Τον κοιτούσε με περιέργεια, με απορία και έκπληξη. Ποιος ήταν Αυτός με τα μεγάλα γαλάζια μάτια, το ελληνικό πηγούνι, τα μακριά, καστανά μαλλιά και την ζεστή, βαθιά, μπάσα φωνή που τον καλούσε κοντά του; Ποιος ήταν Αυτός που όταν σε κοιτούσε είχες την εξωφρενική αίσθηση ότι σε κοιτούσε η ίδια η Αιωνιότητα;
Ο Σίμωνας κατέβηκε από το πλοιάριό του και μαζί με τον αδερφό του, τον Ανδρέα και κάποιους άλλους -που μερικούς ήξερε και τους περισσότερους δεν ήθελε να ξέρει- πλησίασαν τον μυστηριώδη ξένο που τους απηύθυνε το λόγο. Πάντως, όσο περίεργα γοητευτική και αν ήταν η φωνή Του, δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Τα δίχτυα είχαν τα χάλια τους και ήθελαν ώρες σκληρής δουλειάς να ξανάρθουν στα συγκαλά τους, οι βάρκες τους ήθελαν πλύσιμο και τακτοποίηση και το ίδιο βράδυ έπρεπε να ξαναβγούν στα ανοιχτά.
Ο ξένος, γύρω στα τριάντα τον υπολόγισε τώρα που τον έβλεπε από κοντά –αν και για κάποιο λόγο δεν ήθελε να Τον κοιτάζει ολόισια στα μάτια-, ανέπτυσσε κάποιο θέμα στους χασομέρηδες της περιοχής που Τον άκουγαν αμίλητοι, σαν υπνωτισμένοι.
Άλλος ένας ιεροκήρυκας που θα σώσει τον ταλαίπωρο τον Ισραήλ, σκέφτηκε ο Σίμωνας αλλά όταν πλησίασε ακόμη περισσότερο όλες οι αρνητικές του σκέψεις τον εγκατέλειψαν. Μονομιάς! Απίστευτο. Δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε, θετικό ή αρνητικό, καλό ή κακό.
Για μια πελώρια και λυτρωτική στιγμή ήταν άδειος.
Και ελεύθερος!
Εκεί που νόμιζε πως έτσι κάπως είναι ο θάνατος, μπόρεσε να αντικρίσει επιτέλους τον Άνθρωπο αυτό στα μάτια και το σοκ από ενόχληση έγινε διάσταση που λίγο ήθελε να τον καταπιεί. Το βλέμμα αυτό ήταν μια δέσμη καθαρού, δυνατού και… εξωκοσμικού Φωτός! Δεν έβρισκε τα λόγια να το περιγράψει στον εαυτό του, δεν είχε την λόγια μόρφωση των Φαρισαίων ή το ποιητικό ταλέντο του Δαβίδ να την αποδώσει σε ένα χαρτί.
Κείνο που ήξερε ήταν πως μέσα από μια σπηλιά, του μυαλού ή της ψυχής του, άκουσε… «Σίμωνα, από σήμερα θα είσαι Μαζί μου…». Και, όσο παράλογο κι αν θα του φαινόταν δέκα λεπτά πριν, δεν είχε τη δύναμη ή τη θέληση να αρνηθεί. Κείνη η κλήση ήταν η φωνή της ίδιας της ύπαρξής του και δεν μπορείς να αντικρούσεις τη φωνή της ύπαρξής σου.
Και έτσι, σε μια χαοτική ρωγμή του χρόνου, τα παράτησε όλα και Τον ακολούθησε…
Ο γέρο-Σίμων, που κάποτε, πριν από χίλιες αιωνιότητες, τον αποκαλούσαν Πέτρο, ξύπνησε στο φτωχικό δωμάτιο κάποιων άγνωστων ανθρώπων που τον κοιτούσαν μελαγχολικά. Διέκρινε το γλυκό πρόσωπο μιας κόρης, τον πατέρα της και μια ηλικιωμένη γυναίκα.
«Συνήλθες;», τον ρώτησε ο άντρας και το σκληρό του βλέμμα έδειχνε να τον ψηλαφεί από πάνω μέχρι κάτω.
«Εεε… ναι… μα…»
«Σε βρήκαμε έξω απ’ τη πόρτα. Ήσουν άσπρος σα πεθαμένος», διευκρίνισε η γριά κλείνοντας τη φράση της με ακατάληπτους εξορκισμούς του θανάτου.
Η κοπέλα του έφερε μια κούπα νερό στα χείλη του. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το δέρμα του είχε ξεραθεί και έκαιγε.
Έκαιγε ολόκληρος. Εσωτερικά κι εξωτερικά.
«Είμαι άρρωστος;», περισσότερο απεφάνθη παρά ρώτησε.
«Σε λίγο έρχεται η γυναίκα μου με λίγο ζωμό. Δεν έχεις τίποτε. Έτσι νομίζω», απάντησε αμέσως ο πατέρας που το βλέμμα του ήταν καχύποπτο, αεικίνητο.
«Έμπορος είσαι;»
Ο Σίμων ξαφνικά τα θυμήθηκε όλα. Πως είχαν έρθει για το Πάσχα με το γιο του και την ανιψιά του στην Ιερουσαλήμ, πως είχαν περάσει μερικές μέρες στο Ναό για τα καθιερωμένα της πανάρχαιας πίστης τους, πως ετοιμάζονταν πια, μεταπασχάλια να ξαναγυρίσουν στην αγαπημένη τους Γαλιλαία.
Την τελευταία ημέρα, την ημέρα των ετοιμασιών στο σπίτι των φίλων και αδελφών που τους φιλοξενούσαν, αποφάσισε να κάνει μια επίσκεψη σε έναν παλιό του φίλο στη Δυτική Συνοικία της πόλης. Τον γνώριζε από τότε, από εκείνα τα φοβερά τρία χρόνια που κανείς δεν είχε ξεχάσει αλλά και κανείς δεν ήθελε πια να θυμάται. (Κανείς… όχι ακριβώς, υπήρχε κι εκείνος ο παλαβιάρης πρώην Φαρισαίος από την Ταρσό που είχε γυρίσει τρεις φορές όλη την αυτοκρατορία και… τέλος πάντων). Ήταν εκείνος που είχε τολμήσει να βοηθήσει τον Διδάσκαλο να μεταφέρει το Ξύλο στο δρόμο προς το Γολγοθά. Κάθε χρόνο που ερχόταν στην Ιερουσαλήμ σκεφτόταν να τον επισκεφτεί και κάθε χρόνο το ανέβαλλε. Για κάποιο περίεργο λόγο, αυτή τη φορά είχε την αποφασιστικότητα και την δύναμη να το κάνει. Και με βήματα γρήγορα και την καρδιά του να βροντάει στο στήθος του, βγήκε στα σοκάκια της πόλης…
«Δεν μου απάντησες. Έμπορος είσαι;»
Η ερώτηση του άντρα είχε πια τον καθαρό τόνο του ανακριτή.
«Εεε, όχι, όχι. Ψαράς είμαι… ήμουν δηλαδή. Τώρα πια είμαι πλοιοκτήτης… στη Γαλιλαία»
«Φτου! Ειδωλολάτρες!», έκραξε ο άντρας και απομακρύνθηκε από κοντά του σα να είχε δίπλα του λεπρό.
«Ιερεμία!», τον μάλωσε η γριά μητέρα του, «να μην ακούσω ξανά τούτη τη λέξη στο σπίτι μας!»
Ο άντρας αποσύρθηκε στο μέσα δωμάτιο αφήνοντας την κόρη να κοιτάζει τρυφερά τον Σίμωνα.
«Συγνώμη, δεν θα μείνω άλλο…», είπε εκείνος και έκανε να σηκωθεί αλλά αμέσως μια σκοτοδίνη τον ξανάριξε στο κρεβάτι.
«Μην σηκώνεστε. Να έρθει η μητέρα πρώτα. Να πιείτε λίγο ζωμό. Οι δικοί σας που μένουν;»
«Στο σπίτι του Ζεφρά, στη μεγάλη Δεξαμενή…»
«Ναι, ξέρω. Θα πάω να τους ειδοποιήσω γιατί θα ανησυχούν», είπε τρυφερά η μικρή και ο Σίμων της χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη.
«Ευχαριστώ παιδί μου», της είπε. «Να ζητήσεις τον Ιωάννη, είναι ο γιος μου. Ο γιος του Π…, του Σίμωνα από τη Γαλιλαία. Και την ανιψιά μου, τη Ραχήλ. Είναι στα χρόνια σου περίπου και τόσο όμορφη όσο εσύ»
Η μικρή του χαμογέλασε και απομακρύνθηκε από το κρεβάτι. Κι αφού πήρε την άδεια του πατέρα της βγήκε από το μικρό σπίτι αφήνοντας τον Σίμωνα στο κρεβάτι με εκατομμύρια συναισθήματα και μια ψυχή έτοιμη να εκραγεί…
Εκείνο το βράδυ, όλη η ομάδα των μαθητών, αποκαμωμένη, είχε αποσυρθεί νωρίς. Όλοι κοιμόνταν. Ο Ματθαίος ροχάλιζε ως συνήθως, ο Ιούδας βογκούσε από κάποιο ενύπνιο, ο Ιωάννης, ο μικρός και αγαπημένος Του δεν ακουγόταν καθόλου.
Ο Πέτρος δεν κοιμόταν. Στριφογύριζε στα στρώματά του, φύσαγε και ξεφύσαγε. Ήθελε να ενοχλήσει το Διδάσκαλο αλλά ντρεπόταν. Όλη την ημέρα γυρνούσαν, Εκείνος δίδασκε, τα πλήθη ακολουθούσαν, κάποιοι από το Συμβούλιο τους κατασκόπευαν, που και που Ρωμαίοι έκαναν περιπόλους, έμεναν για λίγο, άκουγαν, χλεύαζαν, έφτυναν το χώμα και έφευγαν. Ένα κακό προαίσθημα τον είχε ζώσει, ένα φίδι που τον κατέτρωγε, όταν ήταν μαζί Του η ψυχή του αναπαυόταν μα όταν έμενε μόνος…
Σηκώθηκε από τα σκεπάσματά του και πλησίασε την άλλη πλευρά του δωματίου που είχε πλαγιάσει ο Ραβί. Τον βρήκε καθισμένο δίπλα στο μικρό παράθυρο να ατενίζει τον έναστρο ουρανό. Το ασημένιο φως της μισογεμάτης σελήνης απλωνόταν στο οστεώδες πρόσωπό Του και τόνιζε ακόμη περισσότερο τις όμορφες γωνίες του προσώπου Του.
Ο Σίμωνας ντράπηκε που μαγάριζε τη στιγμή κι έκανε να ξαναγυρίσει στο στρώμα του.
«Έλα κοντά μου Πέτρο!», άκουσε τη φωνή Του σαν βελούδινο χάδι στα αυτιά του και γύρισε.
Κουλουριάστηκε δίπλα Του σα να ήθελε να είναι η ελαχιστότερη των υπάρξεων δίπλα στον Διδάσκαλο και αρκέστηκε να Τον κοιτάζει στο μαγικό σεληνόφως. Ήξερε πως ήταν μια σπάνια στιγμή κοντά Του, μια προνομιούχα στιγμή που θα ήθελαν να ζήσουν χιλιάδες άλλοι και δε θα τη ζούσαν ποτέ.
«Ραβί…», ψέλλισε μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας και σαν άκουσε φωνή του σώπασε. Και δεν ήξερε γιατί, ήθελε να ξεσπάσει, να ξεσπάσει σε λυγμούς, να αφήσει τη καρδιά του να εκραγεί, να εκραγούν μαζί του και όλα τα άλλα γύρω του, όσα τον πλάκωναν και όσα τον έπνιγαν.
«Είσαι ανήσυχος Πέτρο… μα πρέπει να ξέρεις ότι δεν θα ησυχάσεις ποτέ…»
Ο Πέτρος είχε κλείσει τα μάτια. Δεν μπορούσε να κοιτάξει το Διδάσκαλο, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, ήταν ολόκληρος μια βουβή κραυγή.
Κάποια στιγμή ένιωσε το χέρι Του να χαϊδεύει τα μαλλιά του. Μονομιάς η φουρτούνα μέσα του κόπασε, η ψυχή γαλήνεψε, η καρδιά έπεσε στους σωστούς παλμούς της.
«Δάσκαλε…», πήγε να πει αλλά Εκείνος δεν τον άφησε. Του έσφιξε τον ώμο, τον χάιδεψε στο μάγουλο, τον ακινητοποίησε.
«Έχεις δει ποτέ σου τα αστέρια το βράδυ;», άκουσε την φωνή Του. «Αμέτρητα, άλλα πιο φωτεινά, άλλα λιγότερο μα όλα υπάρχουν για τη Δόξα Εκείνου…», συνέχισε ο Διδάσκαλος και η φωνή του τώρα έμοιαζε με γλυκό νανούρισμα. Ο Πέτρος λυμένος πια και χαλαρός έγειρε εμπρός στα πόδια Του και αφέθηκε.
«Κάποτε Με ρώτησαν το όνομά Μου. Θυμάσαι Πέτρο τι απάντησα;»
Ο απλοϊκός ψαράς ήταν κιόλας με το ένα πόδι στην αγκαλιά του ύπνου και μέσα σε δευτερόλεπτα θα κοιμόταν σαν μωρό. Ο Ιησούς τον χάιδευε τρυφερά. Μονάχα λίγο πριν βυθιστεί εντελώς στο μαυλιστικό ταξίδι της λήθης, άκουσε από μακριά τη γλυκιά φωνή Του.
«Είμαι Αυτός που Είμαι, αυτό είπα… και θα πρέπει σύντομα να το δουν και να το βιώσουν όλοι…»
Όταν άνοιξε τα μάτια του ένα άλλο αγαπημένο χέρι του χάιδευε το πρόσωπο.
«Τον είδα Ιωάννη!», ψέλλισε αμέσως με το που είδε τον μονάκριβο γιο του να κάθεται στο προσκεφάλι του. «Ναι, Τον είδα… στο…»
«Ησύχασε πατέρα, ησύχασε»
Τα μάτια του γέροντα αλιέα είχαν ανάψει, καθρέφτιζαν αληθινά την διάπυρη, αναστατωμένη ψυχή του. Ο Ιωάννης από την άλλη, ήρεμος και πράος προσπαθούσε να του μεταδώσει λίγη από τη γαλήνη του.
«Πρέπει να φύγουμε πατέρα. Μπορείς να σηκωθείς; Πως αισθάνεσαι;»
Ο Σίμων αντί απάντησης όρθωσε το κορμί του στο κρεβάτι του και αργά αλλά σίγουρα πάτησε και τα πόδια του. Ο Ιωάννης τον στήριζε και σύντομα ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η οικοδέσποινα.
«Τι κάνετε; Που πάτε;»
«Θα φύγουμε κυρά. Ευχαριστούμε για όσα έκανες. Ο πατέρας μου…»
«Ο πατέρας σου θα μείνει απόψε και θα κοιμηθεί εδώ. Ετοίμασα ζεστή σούπα και δεν θέλω αντιρρήσεις παιδί μου. Άσε εμάς τους μεγαλύτερους, ξέρουμε καλύτερα»
Ο Ιωάννης κοίταξε τον χλωμό ακόμη πατέρα του και δεν το σκέφτηκε πολύ. Τον βοήθησε να ξαπλώσει ξανά στο κρεβάτι του και έσπευσε να ευχαριστήσει την γυναίκα για τις περιποιήσεις της.
«Πρέπει να πάω στη Ραχήλ πατέρα», του είπε. «Συ κοιμήσου πάλι, είσαι σε καλά χέρια εδώ».
Ο Σίμων χαμογέλασε. Πόσο περήφανος ήταν για το γιο του. Πόσο καμάρωνε για κείνον.
«Να πας στη μικρή μας Ιωάννη», είπε και έγειρε στο στρώμα.
Ο Ιωάννης έφυγε και ύστερα από λίγο η γυναίκα πλησίασε τον κλινήρη με ένα πιάτο ζεστή σούπα.
«Έλα, σιγά σιγά…», είπε και τον βοήθησε να ανακαθίσει και να φάει.
«Είσαι ένας από εκείνους, έτσι δεν είναι;»
Η ερώτηση άναψε σαν φωτιά στο μυαλό του. Ώστε ήξερε;
«Ο Πέτρος δεν είσαι; Ξέρω ποιος είσαι αλλά μην φοβάσαι. Εδώ είσαι ασφαλής. Πάντα θα είσαι»
Ο Σίμωνας είχε παγώσει και δεν μπόρεσε να κατεβάσει άλλη γουλιά.
«Αναρωτιέσαι πως εγώ που έχω τα μισά σου χρόνια ξέρω για σας και για… Εκείνον… πολλοί είμαστε τέτοιοι… κρυβόμαστε, δεν μιλάμε, όσο πάει λιγοστεύουμε, αλλά… και σε κατάλαβα αμέσως!»
Ο Σίμωνας κοίταξε τη γυναίκα με βλέμμα ιδιαίτερο. Με απορία, έκπληξη αλλά και συμπάθεια. Ώστε υπήρχαν ακόμη οπαδοί Του;
«Και αν θες να ξέρεις… Τον έχω δει κι εγώ! Πρόσφατα!»
Ο Σίμωνας κόντεψε να πνιγεί, άφησε το πιάτο του να πέσει και κοίταξε με γουρλωμένα μάτια την γυναίκα.
«Τον… Τον έχεις δει;»
«Ναι… δυο φορές. Η μια ήταν πριν πέντε ημέρες. Κρύβεται. Και καλά κάνει»
Ο Σίμωνας αισθανόταν την καρδιά του να βροντάει πια σαν τρελή στο γέρικο στήθος του. Άρπαξε τη γυναίκα από τα μπράτσα και την ταρακούνησε.
«Που μένει; Που είναι το σπίτι Του;»
Η γυναίκα απομακρύνθηκε.
«Δεν ξέρω. Απλά τον είδα. Και δεν ήταν μόνος. Ήταν μαζί με…»
Ο Σίμωνας κατάλαβε, έκλεισε τα μάτια και την παρακάλεσε να μην συνεχίσει.
Από τη πρώτη στιγμή που την είδε, κάτι σαν μαύρο σύννεφο τον σκίασε. Και ήξερε πως όλα πια θα άλλαζαν, όλα θα ήταν διαφορετικά ανάμεσα σε κείνους και τον Διδάσκαλο. Η Μαρία ήταν όμορφη βέβαια και την ποθούσαν κρυφά όλοι οι μαθητές – εκτός ίσως από τον Ιωάννη που είχε το μυαλό και το κορμί του ήδη αφιερωμένο σε άλλα πράγματα – αλλά το κυριότερο ήταν πως είχε γίνει απαραίτητη και σ’ Εκείνον και στην ομάδα. Όταν κατέβηκαν από το Θαβώρ, μετά την φοβερή εμπειρία που είχαν ζήσει εκείνος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης όταν έγιναν μάρτυρες της φωτοχυσίας που είχε τυλίξει σαν λευκή θάλασσα τον Ραβί, εκείνη ήταν που έσπευσε να τον περιποιηθεί πρώτη, να του πλύνει τα πόδια, να του ετοιμάσει τα καθαρά σεντόνια, να τον φροντίσει.
Όταν γύρισαν από τη χώρα των Γαδαρηνών, των ελεεινών αυτών παγανιστών που τους έδιωξαν κακήν κακώς μετά από εκείνο το εξοντωτικό εξορκισμό του δύστυχου δαιμονισμένου βοσκού, εκείνη τον περίμενε στην ακρογιαλιά να τον υποδεχθεί πρώτη και καλύτερη, να του δώσει φαγητό και κρασί και να τον ρωτήσει για όσα είχαν γίνει.
Κι όταν έγινε το απίστευτο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, του αγαπημένου φίλου του Ιησού, εκείνη ήταν που πέρασε όλη την υπόλοιπη μέρα μαζί Του για να Τον ηρεμεί και να Τον κανακεύει. Και εκτός απ΄όλα αυτά, εκείνη σιγά σιγά ήταν που κρατούσε το ταμείο, εκείνη έσπευδε να βρίσκει τα σπίτια που τους φιλοξενούσαν, τα φαγητά και το νερό, τα ζωντανά να τους μεταφέρουν στις δύσκολες ώρες.
Κανείς από τους μαθητές δεν την θεωρούσε ισότιμη, ίση και ισάξια. Αλλά και κανείς δεν ήθελε να την διώξει από το πλευρό Του. Και ο Διδάσκαλος, αλήθεια είναι, δεν ήθελε να τους ξεχωρίζει, να τους διακρίνει, να τους διαιρεί. Κι όμως, το ήξεραν, το διαισθάνονταν, το φοβόνταν όλοι. Πιο πολύ και από τους Σαχρεντίν, κι από τους Ρωμαίους και από τον Σατανά τον ίδιο, όλοι τους εκείνη είχαν σε φόβο. Γιατί το Έργο κινδύνευε, η Αποστολή τους να πάει στο βρόντο, όλα να χαθούν.
Και τότε…
Είχε βραδιάσει. Ο Πέτρος είχε ανασηκωθεί. Καθόταν σκυφτός στο κρεβάτι του και έκλαιγε. Έκλαιγε με αναφιλητά, βγάζοντας συριχτές κραυγές, πιο πολύ εσωτερικά παρά εξωτερικά. Τούτο το θέαμα είχε τρομάξει τη γυναίκα και τον Ιωάννη. Ο κάποτε ΄κλειδοκράτορας’ της Σωτηρίας, ο άνθρωπος που πάνω του θα έχτιζε Εκείνος το Βασίλειό Του, γέροντας πια, ανήμπορος και τελειωμένος, στην αποδρομή του βίου του, σε ένα άγνωστο σπίτι, μπροστά στο παιδί του και μια περίεργη γυναίκα έκλαιγε σα μωρό παιδί.
«Θέλω να Τον… Κύριε… Διδάσκαλε… γιατί…»
Τα λόγια, οι λέξεις, οι συλλαβές, οι αναμνήσεις, το βάρος μιας ολόκληρης ζωής, το Έργο που τελείωσε πριν καν αρχίσει, Εκείνος που όταν έχασε εκείνη που αγαπούσε…
Με κάποιο τρόπο, παράξενο και σαφή, ο Πέτρος συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν η τελευταία του νύχτα. Μια νύχτα που θα την περνούσε μακριά από την αγαπημένη του Γαλιλαία, από τα χώματα που ξεκίνησε κάποτε, πριν από εφτά δεκαετίες τη γήινη περιπέτειά του, τα χώματα που είχε ζήσει όλες τις χαρές και τις λύπες του, που είχε συναντήσει Εκείνον, ή μάλλον, που το Άπειρο τον είχε, έστω για λίγο αγγίξει…
«Ιωάννη, πρέπει… πρέπει να σας πω… και που είναι μάρτυρας και η γυναίκα αυτή το θεωρώ καλό σημείο, ναι, πριν οτιδήποτε άλλο, πρέπει να σας πω…», είπε ξαφνικά και το πρόσωπό του είχε φωτιστεί, έτσι όπως τότε, στο όρος Θαβώρ, όταν ο Ραβί τους είχε πάρει μαζί Του, εκείνον, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και όλα είχαν ξαφνικά λουστεί στο άκτιστο Φως των Αιώνων…
«Πατέρα…», διαμαρτυρήθηκε ο Ιωάννης αλλά εισέπραξε μια έντονη χειρονομία από εκείνον που ακόμη σπαρασσόταν από τους λυγμούς.
Η γυναίκα τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Ο άντρας της είχε πάρει τη κόρη τους και τη μάνα του και είχαν πάει να περάσουν τη βραδιά στο σπίτι του αδελφού του για να μην έχουν καμιά σχέση με έναν ‘εθνικό’, έναν ειδωλολάτρη. Έτσι είχε όλη την ησυχία και την άνεση να ζήσει αυτές τις σπάνιες στιγμές με έναν από τους μαθητές Εκείνου…
«Πατέρα, ησύχασε…», είπε ο νεαρός με έντονη την ανησυχία στο βλέμμα του καθώς προαισθανόταν κι εκείνος το τέλος που ερχόταν στη ζωή του ταλαιπωρημένου πατέρα του.
Ο Πέτρος σηκώθηκε από το κρεβάτι του και προχώρησε προς το μικρό παραθυράκι του δωματίου. Απ’ έξω η αρχαία πόλη ησύχαζε. Που και που ακούγονταν βήματα μοναχικών διαβατών και πιο σπάνια περίπολοι της Φρουράς του Πραιτορίου που επιθεωρούσαν τους σκοτεινούς δρόμους.
«Κάποτε», άρχισε να τους λέει, «σ’ αυτήν εδώ την πόλη, την ιερή για όλους μας πόλη, έγινε ένα θαύμα… δεν ξέρω αν το συνειδητοποίησαν πολλοί, δεν ξέρω αν το κατάλαβαν, αν το βίωσαν, αν το έζησαν πολλοί, ξέρω όμως ότι έγινε ένα θαύμα… στη ζωή τη δική μας… στη ζωή όσων ήταν κοντά Του…»
Ο Ιωάννης είχε έλθει δίπλα του και του κρατούσε το ρυτιδιασμένο χέρι του. Ο πατέρας του ήταν για κείνον ολόκληρος ο κόσμος μετά τον πρόωρο χαμό της μητέρας. Και τώρα…
«…Πριν από Εκείνον δεν ξέραμε, δεν υποψιαζόμασταν, δεν… δεν υπήρχαμε… όλοι το νιώθαμε, όλων η καρδιά είχε τον ίδιο χτύπο… Εκείνος είχε έλθει και μας είχε κοιτάξει… και από κείνη την ώρα μας πήρε στην αγκαλιά της μια θάλασσα που όμοιά της δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι υπήρχε… Μια θάλασσα όμορφη, τεράστια αλλά… κόκκινη, κόκκινη σαν το αίμα!...»
Ο πρώην απόστολος ρίγησε και η φωνή του έσπασε. Ο Ιωάννης τον έσφιξε και τον συνόδευσε και πάλι στο κρεβάτι.
Η γυναίκα έφερε λίγο κρασί για όλους.
«Τι ήταν εκείνο που μας τράβηξε τη ψυχή, μας την… πήρε και την έφερε, σαν ανεμοδούρα που παίρνει το σκαφάκι, το γυρνάει και το γυρίζει σα ξυλαράκι… να, έτσι γίναμε όλοι μέσα μας… και μαζί, πώς να το πω… πιο όμορφοι, πιο ήρεμοι, λες κι επειδή ήταν Εκείνος μαζί μας, δεν είχαμε να φοβόμαστε τίποτε…»
Το βλέμμα του γέροντα ψαρά είχε γλυκάνει, το ίδιο και η φωνή του και το ωραίο κρασί είχε ροδίσει τα μάγουλά του. Ο Ιωάννης δεν είχε ξαναδεί τον πατέρα του τόσο… εσωτερικά φωτεινό, τόσο διαφορετικό.
«Εκείνη την άνοιξη, τη τελευταία μας μαζί Του… όταν όλοι έζησαν την… την ανάσταση του παιδικού του φίλου…»
«Του Λαζάρου!», συμπλήρωσε η γυναίκα με γουρλωμένα μάτια.
«Ναι, λίγο μετά… δεν ξέρω, όλα άλλαξαν… έφταιγε η αρρώστια της Μαρίας… κι Εκείνος ήξερε βέβαια… το παιδί που είχε στα σπλάχνα της, κάτι δεν πήγαινε καλά, η εγκυμοσύνη δεν πήγαινε καλά και ο Ραβί την αγαπούσε τόσο πολύ… και ξαφνικά, ένα τεράστιο ρήγμα Τον έσκισε, Τον άνοιξε στα δυο, από τη μια το Έργο, η Αποστολή, από την άλλη η Μαρία, η νέα ζωή μέσα της, η συνέχειά Του…»
«Μα πατέρα…», διέκοψε ο Ιωάννης.
«Δικό Του ήταν! Κι αν δεν ήταν, το θεωρούσε δικό Του. Ποτέ δεν έμαθε στ’ αλήθεια κανείς, τι σημασία έχει;»
Η γυναίκα είχε κοκαλώσει στη θέση της.
«Προτού μπούμε στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα, χιλιάδες μας περίμεναν, πλήθη αμέτρητα, μα λίγο πριν, εκείνο το βράδυ…»
Η μαμή βγήκε από την κάμαρη της εγκυμονούσης με βλέμμα σκοτεινό, χλομή και κάθιδρη. Το δικό Του βλέμμα αντίθετα ήταν όλες οι φωτιές της Δημιουργίας και όλες οι θύελλες των κατακλυσμών.
«Ένα από τα δυο… μια από τις δυο…», είπε και Εκείνος όρμηξε στο δωμάτιο να παλέψει ενάντια στο θάνατο όπως τόσες και τόσες φορές είχε κάνει ως τώρα.
Η Μαρία πάλευε, άρπαζε τις κοπέλες, τις τραβούσε, σφάδαζε σα ζώο, ούρλιαζε, χτυπιόταν… Σαν μπήκε Εκείνος, μονομιάς ησύχασε, οι τρομακτικοί πόνοι καταλάγιασαν όπως κάποτε όταν μπήκε στη θάλασσα τα κύματα του έγλειφαν τα πόδια και ο άνεμος Τον προσκύνησε, ναι, έτσι Τον προσκύνησε κι ο πόνος… Της άγγιξε το μέτωπο και ο μορφασμός του θανάτου έφυγε για λίγο από το ωραίο πρόσωπό της, μόνο για λίγο…
Οι κοπέλες μέριασαν στην άκρη του μικρού δωματίου σαν τρομαγμένα ζωάκια, μαζεύτηκαν και κλείσαν τα μάτια καθώς Εκείνος όρθωσε το αριστερό Του χέρι στον ουρανό, όπως είχε κάνει και έξω από το βράχο του Λαζάρου, σήκωσε το πηγούνι Του ενώ με το άλλο χέρι έσφιγγε δυνατά το μέτωπό της…
Η μια από τις κοπέλες δεν άντεξε, άνοιξε τα μάτια της και κείνο που αντίκρισε την άφησε μισότυφλη για όλη την υπόλοιπη ρημαγμένη ζωή της.
Ο Ιησούς – θεραπευτής και Θεουργός, εφελκύοντας κολοσσιαίες Δυνάμεις συνεργούς στη προσπάθειά Του, είχε λουστεί σε ένα τρομακτικό γαλαζόλευκο φως που ήταν αδύνατο να το αντέξει κανείς. Σείστηκε η γη και δονήθηκαν για λίγο άνθρωποι και κτίσματα σε απόσταση χιλιομέτρων καθώς ο Κύριος των Δυνάμεων πάλευε να σώσει μάνα και κόρη από το χαμό, από το πέρασμα στην άλλη όχθη…
Δεν τα κατάφερε. Ως κι Εκείνος. Όχι εντελώς. Η Θεία Οικονομία μερίμνησε για τη νεότερη ύπαρξη, χαμογέλασε στη καινούργια ψυχή που ερχόταν στο κόσμο κι άφησε τα μάτια της όμορφης Μαρίας για πάντα πλέον σφαλιστά…
«Αυτό… αυτό ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να το αντέξει…», είπε ο Πέτρος ιδρωμένος, συνεπαρμένος από την αφήγησή του, όπως ξαναζούσε όσα έγιναν εκείνες τις φοβερές ημέρες που οι τύχες της ανθρωπότητας παίζονταν στις στιγμές, στους λυγμούς, στις ρυτίδες της Αιωνιότητας που είχε σαρκωθεί στον άντρα εκείνο που περπάτησε κάποτε στη Γη…
Η γυναίκα έφερε κι άλλο κρασί και ξαναμμένη κι εκείνη είχε λύσει το πανωφόρι της κι είχε λύσει τα μαλλιά της.
Ο Ιωάννης είχε σκύψει το κεφάλι και ρουφούσε τα λόγια του πατέρα του. Ήταν τα στερνά του, τα πιο ιερά, τα πιο αληθινά.
Και τα πιο δύσκολα.
«Από κείνη την ημέρα… όλα αφανίστηκαν, όλα τελείωσαν, δεν ξέρω, ακόμα και σήμερα δεν ξέρω πως…»
«Η μικρή;», ρώτησε ο Ιωάννης.
«Την παραδώσαμε στο σπίτι του Νομοδιδάσκαλου Νικοδήμου που ο Ραβί τον εμπιστευόταν απόλυτα. Δεν την ξανάδε κανείς… έως πρόσφατα...», συμπλήρωσε ο Πέτρος και κοίταξε την γυναίκα που κούναγε το κεφάλι της με θαυμασμό, έκπληξη και δέος.
«Και μια βδομάδα μετά, στο ανώγειο, μας συγκέντρωσε όλους για τον Τελευταίο Δείπνο… Εκεί μας τα είπε όλα…»
Όλοι μαζεμένοι γύρω από το Διδάσκαλο. Στο χλομό φως των κεριών που κάνει τις σκιές να τρεμοπαίζουν στα θλιμμένα πρόσωπά τους. Όλοι μαζί, πάλι, όπως εκατοντάδες φορές τα τελευταία τρία χρόνια. Μαζί. Για τελευταία φορά.
Ο Διδάσκαλος τους έπλυνε τα πόδια, έκοψε το ψωμί, γέμισε όλες τις κούπες με το κόκκινο κρασί. Κανείς δεν μιλούσε. Τη σιωπή την έκοβες με το μαχαίρι στο φτωχικό τούτο ανώγειο. Επιτέλους, ήρθε η στιγμή να τους μιλήσει.
«Περπάτησα πολύ για να φτάσω ίσαμε δω… το ξέρετε… μαζί διανύσαμε όλη τούτη την απόσταση…»
Η φωνή Του βαθιά, ήρεμη, γεμάτη. Το βλέμμα να αφήνει τον ένα μαθητή και να γραπώνεται στον άλλο. Τα χέρια να ανοίγουν και να κλείνουν σε κύκλους και σε ημικύκλια. Τα μαλλιά να τρέχουν ελεύθερα στους ώμους, να γυαλίζουν στο φως των κεριών. Το δέρμα ηλεκτρισμένο, τα αγγίγματα γεμάτα σημασία και περιεχόμενο.
Ο Πέτρος καθόταν δεξιά. Ο Ιούδας στ’ αριστερά. Ο Ιωάννης σιωπηλός απέναντι κοντά στον Ιάκωβο. Οι άλλοι ολόγυρα.
«…δεν σας κάλεσα τυχαία να είστε μαζί μου. Όλοι σας, ο καθένας από σας είναι και μια όψη του Έργου. Τώρα δεν το υποψιάζεστε, μετά θα σας γίνει γνωστό… να είστε αγαπημένοι, θα έρθουν δύσκολες μέρες…»
Ο Ιούδας βούτηξε το ψωμί του στο κρασί και ξαφνικά σηκώθηκε και σιωπηλά έφυγε.
«Που πάει αυτός;», πετάχτηκε ο Ματθαίος με μάτια που έκαιγαν.
«Ησύχασε. Πηγαίνει εκεί που πρέπει…», τον μάλωσε ο Ραβί.
Δείπνησαν πιο σιωπηλοί, πιο βουβοί από ποτέ. Κανείς δεν ήξερε ακόμη, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί…
Ο Πέτρος αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν όπως η άμμος που τρέχει ανάμεσα στα δάχτυλα και χάνεται στο πουθενά. Κι όπως τα ξαναζούσε τώρα όλα, λέξη τη λέξη, εικόνα την εικόνα, στιγμή τη στιγμή, όπως τα άφηνε να βγαίνουν από μέσα του, αλάφρωνε, άδειαζε, αφαιρούσε… Και ο Ιωάννης του κρατούσε το χέρι και ανάσαινε δυνατά.
«Πατέρα…»
«Στη Γεσθημανή… εκεί έγιναν όλα, εκεί…», είπε και μια κραυγή βγήκε σαν φωτιά από τα σπλάχνα του. Η γυναίκα κόντεψε να βάλει τις φωνές. Είχε τρομοκρατηθεί. Από ώρα τώρα έβλεπε το φως του γέρου να τρεμοσβήνει, όπως μπορούσε να βλέπει η μάνα της και η μάνα της μάνας της… Και τούτο το φως ήταν… το πιο αλλόκοτο απ’ όσα είχε αξιωθεί να δει ως σήμερα. Είχε μέσα του όλο το θάνατο και όλη την αθανασία…
«Στον ελαιώνα της Γεσθημανής… στην ελιά, τη μεγάλη, αυτή δίπλα στη ξερολιθιά, στην έχω δείξει παιδί μου…»
«Ναι πατέρα, μου την έχεις δείξει...»
«Στην ελιά αυτή την αγιασμένη που ήπιε όλα τα δάκρυά Του… κείνο το άγιο νερό ανάμικτο με το αίμα Του…»
«Τι έγινε εκεί; Εκεί δεν Τον συνέλαβαν;», πετάχτηκε η γυναίκα αλαφιασμένη.
«Όχι! Όχι, όχι Αυτόν!», έκραξε ο ψαράς και έχασε τις αισθήσεις του.
Το φριχτό μαρτύριο τον είχε εξαντλήσει, δεν άντεχε πια. Ο άνθρωπος που κρεμόταν πια από μια κλωστή, από μια ύστατη ανάσα, από μια προσευχή, άνοιξε για μια τελευταία φορά τα μάτια του, ατένισε μέσα από τα δάκρυά του το στερέωμα και ψέλλισε μερικές συλλαβές που δε θα μπορούσε να ακούσει κανείς.
Κανείς;
Εκτός ίσως από Εκείνον…
Στο μυαλό του πέρασαν γρήγορα οι τελευταίες εικόνες της γήινης διαδρομής του.
Η συνάντηση στον Κήπο με τον Διδάσκαλο.
Το φιλί που του έδωσε.
Τα τελευταία λόγια Εκείνου προς τους έκπληκτους μαθητές.
Η ιερή υπόσχεση που αντάλλαξαν μυστικά.
Να μη μάθει ποτέ κανένας.
Ποτέ…
Την αναχώρηση του Διδασκάλου μέσα στη τεράστια νύχτα.
Τα τρομερά συναισθήματά του όταν έμεινε μόνος… στο Κήπο της Εγκατάλειψης.
Στο Κήπο της Ιερής Αγάπης που δε θα μάθαινε ποτέ κανείς πόσο ασύνορη υπήρξε…
Τον ερχομό των στρατιωτών…
Δάδες, φωνές, η οδός του μυστικού μαρτυρίου που απλώνεται εμπρός του…
Ο ιδρώτας που ποτίζει το χώμα…
Και η παράδοση… η παράδοση σε κείνους που λίγες μέρες πριν ήθελε να παραδώσει Εκείνον…
Δεν το περίμενε, μειδίασε…
Ανακουφισμένος, πλήρης…
Δικαιωμένος…
Έκλεισε τα μάτια, ετοιμάστηκε να αναχωρήσει και για στερνή φορά αναρωτήθηκε…
αναρωτήθηκε που να ήταν Εκείνος…
Εκείνος που έπρεπε να συνεχίσει…
Ιούνιος 2009