Ο κύβος
Ο Τόνυ παίζει με τον κύβο του Ρούμπικ.
Τον βρήκε σήμερα το πρωί, έξω από την πόρτα του καθώς γυρνούσε απ'το περίπτερο κρατώντας στα χέρια του τη πρωινή του εφημερίδα.
Τον ξέχασε κάποιο πιτσιρίκι ή απλά τον βαρέθηκε και τον πέταξε.
Τον πήρε στο σπίτι και τον άφησε πάνω στο γραφείο του.
Εκεί θα κάτσεις και θα περιμένεις φρόνιμα.
Όχι για πολύ.
Έχει εγκαταλείψει το τσιγάρο του στο τασάκι και έχει αφοσιωθεί στο παιγνίδι του με πάθος.
Δεν μπορεί να φτιάξει τον κύβο.
Το τσιγάρο καπνίζει μόνο του.
Μονολογεί.
Πλευρές, χρώματα, πιθανότητες, πόσες πιθανότητες...
Τα νεύρα του Τόνυ έχουν αρχίσει να τεντώνονται αλλά προς στιγμήν δεν έχουν σπάσει.
Φτιάχνει μία πλευρά, δύο, τρεις, δεν μπορεί να φτιάξει τέταρτη.
Αει στα τσακίδια!, βρίζει αλλά δεν πετάει τον κύβο.
Το τσιγάρο έχει σβήσει στο τασάκι από ώρα.
Ο Τόνυ αισθάνεται την ανάγκη να καπνίσει αλλά βλέπει ότι από το τσιγάρο έχει μείνει μονάχα το φίλτρο.
Πάει να πει πάλι κάτι "Γαλλικά" αλλά κρατιέται και δεν εκστομίζει τίποτα.
Απλά, ανάβει καινούργιο τσιγάρο.
Και ξαναρίχνεται στο παιγνίδι του κύβου με νέες δυνάμεις.
Δεν μπορεί, θα το φτιάξω το γαμημένο!, λέει και ηρεμεί κάπως.
Αλλά και πάλι σπάει τα μούτρα του.
Και εγκαταλείπει και το νέο τσιγάρο να καίει μοναχικό στο γεμάτο πια τασάκι.
Ξεκίνησε στις εννιά το πρωί περίπου και η ώρα είναι τέσσερις.
Ο Τόνυ δεν έφαγε όπως κάθε μέρα στις τρεις.
Το έχει ξεχάσει, δεν τον απασχολεί.
Το μόνο που τον απασχολεί είναι ο κύβος.
Η ώρα πάει πέντε το απόγευμα.
Και έχει καταναλώσει -χωρίς να το καπνίσει- ένα πακέτο τσιγάρα.
Αυτός ο μαλάκας ο κύβος είναι και ακριβός!, αστειεύεται αλλά δεν γελάει.
Ο Τόνυ είναι πεισματάρης.
Αλλά πεισματάρης είναι και ο κύβος.
Η ώρα πλησιάζει εφτά και ο κύβος αντιστέκεται ακόμη γενναία.
Πρέπει να βάλω τάξη στο χάος. Ακόμη κι αν το χάος έχει κάποια τάξη, εγώ πρέπει να την υπερβώ και να φτιάξω τον κύβο, λέει και ξαναλέει ο Τόνυ αλλά έχει αρχίσει να κουράζεται. Παλεύει τώρα περίπου 12 ώρες και χωρίς να νευριάζει πια έχει αρχίσει να αισθάνεται δέος απέναντι στον ατίθασο κύβο.
Ο κύβος δεν με συμπαθεί, λέει λίγο πριν τις 10 το βράδυ και ενώ είναι νηστικός από το πρωί. Γιατί άραγε; Τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο ανένδοτο; αλλά δεν μπορεί να απαντήσει.
Μεσάνυχτα.
Ο Τόνυ είναι νηστικός, ταλαιπωρημένος, κατάκοπος.
Αποφασίζει να κοιμηθεί.
Κι αύριο μέρα είναι, λέει και εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης, προσωρινά.
Πριν κλείσουν τα μάτια του "βλέπει" μπροστά του συνεχώς κύβους και χρώματα.
Κλείνει τα μάτια και κοιμάται αμέσως.
Σε τρεις ώρες πετάγεται απ'τον ύπνο του αναστατωμένος και κάθιδρος.
Αυτό είναι, πως δεν μου πέρασε απ'το μυαλό!, λέει ενθουσιασμένος και ξανακάθεται στο γραφείο του.
Μέσα σε δέκα λεπτά έχει φτιάξει τον κύβο.
Ο Τόνυ τον κοιτάζει σχεδόν εκστασιασμένος.
Ήταν τόσο απλό!, ψιθυρίζει μεθυσμένος σχεδόν απ'την επιτυχία του και χαϊδεύει τον σχηματισμένο κύβο σχεδόν ερωτικά.
Πόσο όμορφος είναι τώρα!, λέει και αμέσως διορθώνει πόσο όμορφος είσαι τώρα.
Ο ύπνος ξανάρχεται στον χαλαρωμένο και ικανοποιημένο πια Τόνυ.
Τώρα θα κοιμηθεί διαφορετικά, θα κοιμηθεί πραγματικά, δε θα τον κυνηγούν ασχημάτιστοι κύβοι.
Έτσι νομίζει.
Λίγο πριν σβήσει το πορτατίφ, ρίχνει μια τελευταία ματιά στον ακουμπισμένο στο γραφείο του κύβο.
Η πράσινη έδρα, η κόκκινη, η κίτρινη, αυτές μπορεί να δει απ'την συγκεκριμένη οπτική γωνία, όλα εντάξει!
Γαμώτο, είσαι και ο πρώτος!, αναφωνεί και σβήνει το φως.
Ο ύπνος τον έχει κλέψει σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Το επόμενο πρωινό
Ο Τόνυ σηκώνεται χαρούμενος και κεφάτος.
Ξυρίζεται τραγουδώντας, φτιάχνει καφέ τραγουδώντας, ανάβει το πρώτο του τσιγάρο τραγουδώντας.
Ωραία μέρα!, λέει κλεφτοκοιτάζοντας απ'το παραθυράκι της κουζίνας.
Θα βγω βόλτα. Θα πάρω τον Σώτο και θα πάμε για φραπέ, λέει πάλι και μπαίνει στο δωμάτιό του για να ντυθεί.
Ο κύβος τον περιμένει πάνω στο γραφείο του.
Και ο φραπές του πέφτει απ'τα χέρια και το ποτήρι γίνεται θρύψαλα στο πάτωμα.
Ο καφές ραντίζει τους τοίχους, τη βιβλιοθήκη, τα πόδια του και ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια.
Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει, είναι αδύνατον να το χωρέσει ο νους του.
Ο κύβος είναι ξανά άφτιαχτος!
Στέκει βουβός, άλαλος για κάμποση ώρα ενώ όσος καφές είχε λούσει τα πόδια του κυλάει προς το πάτωμα ενώ κάποια σεβαστή ποσότητα στεγνώνει πάνω του!
Τα αθλητικά του παπούτσια δε θα ξαναγίνουν μάλλον ποτέ ολόλευκα.
Ο τοίχος χρειάζεται βάψιμο.
Η βιβλιοθήκη δεν έχει πρόβλημα αλλά τέσσερις τόμοι απ'την σειρά της "Νεοελληνικής Ποίησης" έχουν ποτιστεί για τα καλά με καφέ.
Κανένα θραύσμα από το ποτήρι δεν τον έχει πληγώσει.
Ο Τόνυ είναι αποσβολωμένος και έχει αρχίσει να φοβάται κιόλας.
Τι..., πάει να πει αλλά δεν έχει τη δύναμη να ολοκληρώσει τη φράση του.
Χτυπάει το κινητό του.
Τι στο διάολο... ξεκινάει να πει πάλι και δεν έχει μετακινηθεί ούτε εκατοστό.
Ο Τόνυ κοιτάζει με δέος σχεδόν τον χαλασμένο κύβο.
Ο κύβος τον κοιτάζει κι αυτός με θράσος και έπαρση.
Το κινητό εξακολουθεί να χτυπάει.
Ο Τόνυ αφυπνίζεται και πηγαίνει στη κουζίνα που έχει αφήσει το κινητό.
Τα πόδια του τον ενοχλούν. Είναι ο κολλημένος καφές αλλά θα πλυθεί αργότερα.
Πιάνει το κινητό και βλέπει στην οθόνη το όνομα του Σώτου.
"Έλα Σώτο..."
"Που είσαι βρε ρεμάλι; Πόση ώρα κάνεις να σηκώσεις το κινητό; Ακόμα μεθυσμένος είσαι;"
Ναι, είμαι ακόμη μεθυσμένος. Είμαι ακόμη αιχμάλωτος απ'αυτό που είδα πριν... μεθυσμένος;
"Τι εννοείς μεθυσμένος Σωτήρη;"
"Καλά, εσύ δεν ξύπνησες μου φαίνεται ακόμα. Ήπια κι εγώ βέβαια χτες αλλά εσύ..."
Χτες; Ήπια χτες;
"Τι λες ρε Σωτήρη τώρα; Μη με δουλεύεις!"
"Εσύ με δουλεύεις φιλαράκο. Θα'ρθω από κει να σε ξυπνήσω για τα καλά. Φτιάξε καφέ".
"Σωτ...." πάει να συμπληρώσει ο Τόνυ αλλά η γραμμή έχει κλείσει.
Τι έγινε χτες; Που ήμουνα χτες; Όλη τη μέρα πάλευα με το γαμημένο το κύβο, δεν βγήκα έξω, δεν πήγα πουθενά χτες!
Ο Τόνυ δε φοβάται πια, είναι σχεδόν τρομοκρατημένος.
Πηγαίνει με αργά βήματα στο μπάνιο και κάνει ένα παγωμένο ντους.
Νιώθει κιόλας καλύτερα.
Μαλακίες του Σωτήρη! Μόλις έρθει θα τον σκίσω! Με κοψοχόλιασε ο ηλίθιος!
Το κέφι του έχει φτιάξει για τα καλά.
Μπαίνει στο δωμάτιό του, βλέπει το χάλι στο πάτωμα, στους τοίχους και στα παπούτσια αλλά δεν γκρινιάζει.
Σε δέκα λεπτά έχει συμμαζέψει και υπάρχει μονάχα ένας τεράστιος καφέ λεκές στο τοίχο.
Θα δούμε τι θα γίνει μ'αυτό, λέει και δεν γυρίζει το βλέμμα του να κοιτάξει τον κύβο.
Ντύνεται και περιμένει στο σαλόνι καθισμένος τον φίλο του.
Ανοίγει την τηλεόραση.
Ναι, λίγη χαζομάρα στη τηλεόραση δεν έβλαψε κανέναν, μονολογεί και περιμένει να εμφανιστεί η εικόνα.
Κι εκεί παθαίνει το δεύτερο σοκ της ημέρας.
Στην οθόνη εμφανίζεται ένας πελώριος κύβος, ασχημάτιστος, σε μαύρο φόντο!
Το τηλεκοντρόλ τρεμοπαίζει στα χέρια του αλλά καταφέρνει να πατήσει τα πλήκτρα. Πατάει στο επόμενο κανάλι, στο επόμενο, στο επόμενο... μάταια. Παντού ο κύβος, πάντα ο κύβος, ο ίδιος, μεγάλος, άφτιαχτος, πολύχρωμος κύβος!
Στο διάολο! Μ'ακούς; Στο διάολο! ουρλιάζει και εκσφενδονίζει το τηλεκοντρόλ με όλη του τη δύναμη στην τηλεόραση.
Η συσκευή μένει άθικτη καθώς το τηλεκοντρόλ την προσπερνάει και θρυμματίζεται στον τοίχο.
Η τηλεόραση σβήνει και ο κύβος εξαφανίζεται.
Ο Τόνυ αρχίζει να τρέμει.
Ρίγη τον διαπερνούν και το κεφάλι του πάει να σπάσει.
Αρχίζει να ιδρώνει.
Ασφυκτιά, δεν μπορεί να ανασάνει, κάτι τον πλακώνει στο στήθος, τα μάτια του γουρλώνουν, πρήζεται, ο θάνατος τον στραγγαλίζει.
Χάνει τις αισθήσεις του και όλα σκοτάδι.
Κάποιες ώρες αργότερα.
"Τόνυ, πως είσαι;"
Η φωνή είναι γνωστή, οικεία. Όπως και το πρόσωπο.
Ο Σώτος κάθεται στο προσκεφάλι του, τον κοιτάζει ανήσυχος, του κρατάει το χέρι.
"Τα'παιξα ρε φίλε, είσαι καλύτερα τώρα;"
Στο πρόσωπο του φίλου του έχει ζωγραφιστεί αληθινή αγωνία και ενδιαφέρον.
"Τι ώρα είναι;"
"Κοντεύει έξι. Κοιμάσαι πολλές ώρες. Τι έγινε ρε μάγκα; Κόντεψες να με στείλεις στον άλλο κόσμο! Είσαι καλά;"
"Δε θυμάμαι τίποτα!"
Έχω πονοκέφαλο, διψάω και δεν ξέρω τι μου γίνεται.
"Ο γιατρός είπε ότι δεν είναι έμφραγμα αλλά πρέπει να πάμε για εξετάσεις. Μα, τι συνέβη; Μήπως ήπιες τόσο πολύ χτες που..."
"Δεν ήμασταν μαζί χτες!"
Ο Τόνυ ανασηκώνεται στο στρώμα του. Βλέπει μια αλλαγή έκφρασης στο πρόσωπο του φίλου.
"Τι είπες;"
"Διψάω"
"Κάτσε, θα σου φέρω νερό. Να μη φας βαριά είπε ο ντόκτορ αλλά αν πεινάς..."
"Ποιος ντόκτορ;"
Ο Σώτος έχει ήδη χαθεί στη κουζίνα και ο Τόνυ τον περιμένει στο κρεβάτι του. Τι πονοκέφαλος είναι αυτός!
Ο Σώτος επιστρέφει με νερό.
Ο Τόνυ πίνει όλο το ποτήρι.
"Θες κι άλλο;"
"Ποιος ντόκτορ;"
"Δε θυμάσαι βέβαια. Ήσουν χάλια, πτώμα! Κάλεσα ένα γιατρό που ξέρει η αδελφή μου. Θα'ρθει κι εκείνη σε λίγο. Τα παίξαμε όλοι με τη πάρτη σου".
"Θα'ρθει η Στεφανία από δω;"
"Δε θέλεις; Να την πάρω να της το πω;"
Ο Τόνυ σκέφτεται για λίγο.
"Οχι, θέλω να την δώ. Τι είπε γιατρός;"
"Οτι κάτι σε πείραξε μάλλον, στομαχικός ίλιγγος, κάτι τέτοιο. Θα συνέρθεις αλλά πρέπει να κάνεις εξετάσεις. Είσαι και κομμάτι παχουλός και..."
Ο Τόνυ δεν κοιτάζει προς το γραφείο αλλά με τα μάτια του μυαλού του είναι εκεί.
"Που είναι ο κύβος;"
"Ποιός;"
"Ο κύβος. Έχω ένα μικρό κύβο του Ρούμπικ πάνω στο γραφείο"
Ο Σώτος επιθεωρεί λεπτομερώς το γραφείο.
"Δε βλέπω τίποτα. Τι είναι αυτό;"
Ο Τόνυ στρέφει τώρα κι αυτός το κεφάλι του και ψάχνει με το βλέμμα του. Ο κύβος δεν είναι πουθενά.
"Τι κύβος είναι αυτός;"
"Σου είπα, ένας κύβος του Ρούμπικ."
"Και λοιπόν;"
"Τον είχα εκεί πάνω, πάνω στο γραφείο, που είναι τώρα;"
Ο Σώτος κάνει το γραφείο φύλλο και φτερό.
"Τίποτα. Δεν τον χέζεις τώρα; Αυτό σ'ένοιαξε;"
"Ναι! Σου λέω ήταν εκεί πάνω; Που πήγε, πως χάθηκε;"
Ο Σώτος χάνεται αρχίζει να ψάχνει όλο το σπίτι. Χώλ, κουζίνα, σαλόνι. Τίποτα. Ο Τόνυ κάθεται στο κρεβάτι του και φοβάται να πει οτιδήποτε πια, ούτε καν να σκεφτεί. Λίγο ακόμη και θα οδηγηθεί στο φρενοκομείο.
Μήπως τα'χω παίξει τελείως; Μήπως είμαι για τα σίδερα;
"Τίποτα φίλε, έφαγα όλο το σπίτι, κάπου θα τον έχεις κρύψει και δε θυμάσαι. Γάμα τον! Νιώθεις καλύτερα;"
Ο Τόνυ δεν απαντάει, απλά φοβάται.
Τι στο διάβολο συμβαίνει εδώ πέρα γαμώτο;
"Μπορεί να τον πήρε η αδελφή μου"
Ναι, αυτό είναι, τόσο απλό! Τον ειδε η Στεφανία, της άρεσε και τον πήρε! Και η τηλεόραση; Όσα έγιναν το βράδυ και το πρωί; Μ'αυτά τι γίνεται φίλε μου;
Λίγη ώρα αργότερα
"Πως είναι;"
"Να σου πω την αλήθεια... το μεσημέρι ήξερα ότι είναι άρρωστος, τώρα δεν ξέρω"
Η Στεφανία κοίταξε τον αδερφό της με έκπληξη.
"Δεν κατάλαβα τίποτα"
"Πήγαινε να τον δεις και θα καταλάβεις. Ελπίζω δηλαδή".
Κι αυτό κάνει η κοπέλα. Αφού τον ψάχνει σε όλα τα δωμάτια, τον βρίσκει τελικά στην μικρή βεράντα που είχε ικανοποιητική θέα στον Αργοσαρωνικό. Ο Τόνυ δεν την αντιλήφθηκε. Κάθεται στην πλαστική του καρέκλα, καπνίζει και ατενίζει τον Προφήτη Ηλία στα βόρεια.
"Τόνυ!"
Ο Τόνυ αργεί να γυρίσει το βλέμμα του πάνω της, λες κι έχει μπει η ταινία σε αργή κίνηση.
Η υποδοχή του είναι όντως περίεργη.
"Εσύ πήρες τον κύβο μου;"
Η Στεφανία κάθεται στην καρέκλα δίπλα του και αφήνει ένα κουτί με γλυκά που είχε μαζί της στο βρόμικο τραπέζι.
"Πως;"
"Αν δεν τον πήρες εσύ, τότε ο κύβος απλά... χάθηκε!"
Την ώρα εκείνη έρχεται και ο Σωτήρης στο μπαλκόνι και τα δύο αδέρφια κοιτάζονται με νόημα και ανησυχία.
"Τόνυ, τι σου συμβαίνει;", ρωτάει αποφασιστικά και με έντονο ύφος η Στεφανία.
Ο Τόνυ γυρνά και την κοιτάει με ένα βλέμμα παρανοϊκού.
"Νομίζω ότι ο κύβος θέλει να με καταπιεί... ή μάλλον όχι ακριβώς να με καταπιεί... να με αφομοιώσει!"
Η Στεφανία αισθάνεται την ανάγκη να κλάψει. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο φίλος τους έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. κάποιο κλικ έχει γίνει στο μυαλό του και αν δεν είναι παρανοϊκός σίγουρα μιλάει σαν τέτοιος.
"Ρε Τόνυ, τι'ναι αυτά που μας λες; Επικοινωνείς;"
Ο Σώτος δεν αντέχει τη σκηνή και γυρνά αλλού το βλέμμα του. Μάλλον κάποια δάκρυα τρέχουν στο πρόσωπό του και δεν θέλει να τον δει κανείς.
"Τόνυ! Με ακούς;"
"Σε ακούω Στεφανία και δεν είμαι τρελός! Τουλάχιστον έτσι νόμιζα ως χτες, ως σήμερα το πρωί που ξύπνησα και άνοιξα την τηλεόραση"
"Ωραία, και τι έγινε όταν άνοιξες την τηλεόραση;"
"Είδα τον κύβο. Σε όλα τα κανάλια, παντού, ο ίδιος!"
Η Στεφανία δεν έχει πια άλλη ερμηνεία. Κάτι σοβαρό συμβαίνει με την διανοητική ισορροπία του φίλου τους. Αρχίζει να επεξεργάζεται πιθανές λύσεις. Καταλήγει σε μία. Κάποιος φίλος της μητέρας της είναι ψυχολόγος, θα πάρει την μαμά να της πει το νούμερό του και...
"Πιστεύεις ότι την ψώνισα, κι οι δυο σας αυτό πιστεύετε, έτσι δεν είναι; Σώτο, απάντησέ μου"
Ο Σώτος δεν μιλάει, δεν κοιτάει καν τον φίλο του.
"Σώτο, πες μου, είμαι τρελός;"
Ο Σώτος ξεσπάει σε λυγμούς και χάνεται στο εσωτερικό του σπιτιού.
Η Στεφανία κρατάει την εύθραυστη ψυχραιμία της και αποφασίζει να δράσει.
"Άκου Τόνυ, δεν μπορούμε εμείς να πούμε κάτι τέτοιο. Τρελός! Τι σημαίνει αυτό; Απλά, είναι προφανές ότι κάτι συμβαίνει. Λοιπόν, άκουσέ με και σε παρακαλώ μη μου φέρεις αντιρρήσεις.
Ο Τόνυ ανάβει κι άλλο τσιγάρο. Τραβάει την πρώτη ρουφηξιά και ξεφυσάει το καπνό κουρασμένα.
"Θα κάνω ό,τι μου πεις"
"Μπράβο. Θα κάνω κανα δυό τηλεφωνήματα. Μετά θα πάμε σε κάποιον... ειδικό να απαντήσει στο ερώτημά σου. Θα πάμε μαζί. Μη σε νοιάζει. Θα είμαστε μαζί σου. Και ο Σώτος και εγώ. Εντάξει;"
"Θα με πάτε σε τρελογιατρό δηλαδή!"
"Σταμάτα Τόνυ, είσαι μορφωμένος άνθρωπος, τι λέξεις είναι αυτές! 'Τρελογιατρός'! Στο κάτω κάτω πρέπει κάποιος να κάνει κάτι και άμεσα μάλιστα. Συμφωνείς;"
Ο Τόνυ δεν απαντάει. Καπνίζει νωχελικά και σκέπτεται.
"Κάνε ό,τι είναι να κάνεις", της λέει και η Στεφανία ορμάει στο σαλόνι.
Αυτές ήταν και οι τελευταίες λέξεις που βγήκαν από το στόμα του Τόνυ.
Μετά από λίγες ώρες σε κάποιο νεκροτομείο.
"Δεν υπέφερε καθόλου. Έτσι συμβαίνει με τις πτώσεις από μεγάλα ύψη"
Η Στεφανία είναι βουρκωμένη και ψυχικά κομματιασμένη. Πάνω στην τάβλα το άψυχο σώμα του Τόνυ. Όλα είχαν γίνει με κινηματογραφική ταχύτητα. Η πτώση στο κενό, ο γδούπος, τα ουρλιαχτά κάποιων περαστικών, η αστυνομία, τα περιπολικά, τα ασθενοφόρα, η διαπίστωση του θανάτου του, η μεταφορά του σ'αυτή την παγωμένη αίθουσα. Ήταν απίστευτο!
Ο Σώτος, ράκος κι αυτός, κάθεται έξω απ'την αίθουσα και περιμένει την αδελφή του. Μαζί του και κάποιοι αστυνομικοί που συνέχεια τον ρωτούν τα ίδια και τα ίδια.
"Σας λέω, χθες το βράδυ τα πίναμε μαζί, ήταν κεφάτος, μια χαρά και σήμερα... γαμώ το κέρατό μου, τι να πω!", φωνάζει μέσα στους λυγμούς του και κοπανάει τις γροθιές του στο τοίχο ο φίλος του Τόνυ και τα όργανα κουνούν τα κεφάλια τους.
Ο γιατρός βάρδιας συζητά με τη Στεφανία πάνω από το σώμα του Τόνυ.
"Ό,τι ήταν να κάνετε το κάνατε. Ποιος θα κανονίσει τα της ταφής;"
"Εγώ", απαντά σαν ρομπότ η Στεφανία, ρίχνει μια τελευταία ματιά στον φίλο της και βγαίνει απ'την αίθουσα. Ο Σώτος την αγκαλιάζει και παίρνουν τον δρόμο κλαίγοντας προς την έξοδο.
Ξαφνικά τους προσπερνάει ένας ένστολος αστυνομικός που κρατάει κάτι στο χέρι του και πάει να το δείξει στους συναδέλφους του που ακολουθούν τα παιδιά.
"Βρέθηκε αυτό", τους λέει και όλοι κοιτούν το αντικείμενο στη χούφτα του.
Ο Σώτος γυρίζει το βλέμμα του και όταν αντικρίζει το αντικείμενο, ουρλιάζει και αρχίζει να τρέχει σαν μανιασμένος μακριά.
"Σώτο!", φωνάζει η αδελφή του τρέχοντας πίσω του.
Πιο πίσω η παρέα των αστυνομικών κοιτά τον μικρό, πολύχρωμο κύβο.
"Λέγεται κύβος του Ρούμπικ νομίζω", λέει ο ένας απ'αυτούς.
"Που τον βρήκες;", ρώτησε ο επικεφαλής.
"Λίγα μέτρα πιο πέρα από το σημείο της πτώσης. Κοιτάξτε εδώ", τους λέει και όλοι κοιτούν στην αρχή προσεκτικά και μετά τρομαγμένοι.
Οι πλευρές του κύβου είναι χαλασμένες αλλά σε δύο συνεχόμενες απ'αυτές τα πολύχρωμα κυβάκια έχουν σχηματιστεί μια λέξη... ΤΟΝΥ