Πάρσιφαλ
Η |
ΚΛΑΙΡΗ ΕΣΚΙΣΕ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ ΑΗΔΙΑΣ πήγε ως την κουζίνα και το πέταξε στη μεγάλη σακούλα απορριμμάτων. «Έλεος πια με όλους αυτούς τους ανώμαλους!», είπε και κάθισε σε μια από τις καρέκλες ξεφυσώντας. Αναζήτησε το πακέτο με τα τσιγάρα της αλλά δεν το βρήκε και βλαστήμησε. Μπήκε στο υπνοδωμάτιό της ψάχνοντας όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν από το σχολείο της Λυδίας. Ο ίδιος ο διευθυντής. Ευγενικός αλλά ψυχρός. Είχαν κάνει όση υπομονή μπορούσαν. Θα έδιναν ακόμη μια, έστω δυο εβδομάδες διορία… διαφορετικά η Λυδία θα έπρεπε να αλλάξει σχολείο... είχαν κι αυτοί ως επιχείρηση κολοσσιαία έξοδα και… λυπούνταν βέβαια αλλά…
«Άντε γαμήσου κι εσύ!», πέταξε η Κλαίρη όταν τελείωσε η συνομιλία και έκλεισε τη γραμμή. Με τους παλμούς της καρδιάς της αυξημένους πήγε στο σαλόνι και ξάπλωσε στο μεγάλο καναπέ.
«Τι θα κάνω θεέ μου!», μονολόγησε και έκλεισε το μέτωπό της και τα μάτια της στην παλάμη της. Της ήρθε στο νου ο μαλάκας. Δηλαδή ο πρώην της. Αυτός σίγουρα το γλεντούσε με κάποια ξέκωλη στο καινούργιο του σπίτι αδιαφορώντας πλήρως για το μέλλον του παιδιού της. Αν δεν έβρισκε όμως άλλη λύση θα έπρεπε να του τηλεφωνήσει. Να ρίξει τα μούτρα της και να του τηλεφωνήσει για χρήματα. Η Λυδία δεν μπορούσε να αλλάξει σχολείο. Και είχαν κι άλλες ανάγκες. Και το κυριότερο, η δουλειά με τα ρούχα πήγαινε κατά διαόλου. Είχε χρεωθεί ως το λαιμό και σε λίγο κινδύνευε και το ίδιο της το σπίτι!
Μετά της ήρθε στο νου ο άλλος μαλάκας.
Σηκώθηκε και χωρίς να ξέρει ακριβώς το γιατί, πήγε στην κουζίνα, έψαξε στον κάδο, βρήκε το σκισμένο στα δυο χαρτί και έκατσε να το ξαναδιαβάσει.
Κυρία!
Επιτέλους, Σας βρήκα!
Δεν με γνωρίζετε. Δεν είμαι απλά ένας θαυμαστής σας. Για την ακρίβεια, είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Δυστυχισμένος γιατί ζω μακριά σας. Γιατί δεν έχω την ευτυχία και την τιμή να Σας υπηρετώ! Κι αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που θα νοηματοδοτούσε τη ζωή μου, θα της έδινε περιεχόμενο και αξία: Να υπηρετήσω Εσάς!
Παρακαλώ δεχθείτε με μια μέρα. Απλά για να μιλήσουμε. Δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να μου ζητήσετε και να μην το πράξω. Δεν υπάρχει επιθυμία Σας που να μην σπεύσω να ικανοποιήσω. Δεν υπάρχει προσταγή Σας που να μην εκτελέσω!
Δεχθείτε με και δοκιμάστε την αλήθεια των λόγων μου.
Ονομάζομαι Πάρσιφαλ.
Και για έναν ταπεινό ιππότη όπως εγώ, το Άγιο Δισκοπότηρο είστε Εσείς Κυρία!
Θα ήταν απέραντη χαρά και ύψιστη τιμή για μένα αν μου τηλεφωνούσατε.
Το γράμμα τελείωνε με έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου.
Η Κλαίρη πρόσεξε καλύτερα το περιεχόμενο αλλά και το γραφικό χαρακτήρα του μυστηριώδους αυτού ανθρώπου.
«Κάποιος που τρελάθηκε από το πολύ διάβασμα!», απεφάνθη αλλά αυτή τη φορά δεν πέταξε την επιστολή στα σκουπίδια. Αυτή τη φορά υπογράμμισε με ένα στυλό τις φράσεις: Δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να μου ζητήσετε και να μην το πράξω. Δεν υπάρχει επιθυμία Σας που να μην σπεύσω να ικανοποιήσω. Δεν υπάρχει προσταγή Σας που να μην εκτελέσω! Ύστερα ένωσε με σελοτέιπ προσεκτικά τα δυο κομμάτια και φύλαξε το χαρτί στο γραφείο της, στο πάνω συρτάρι.
Και αποθήκευσε τον αριθμό τηλεφώνου στο κινητό της με το όνομα «Πάρσιφαλ».
«Δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται», είπε με σοφία η Κλαίρη.
Πράγματι, ποτέ δεν ξέρεις…
Τρεις ημέρες μετά
«Να πάς να γαμηθείς, καριόλη!»
Αυτό το είπε φωναχτά, πολύ φωναχτά η Κλαίρη κλείνοντας το ασύρματο τηλέφωνο και πετώντας το με δύναμη στον τοίχο απέναντί της. Η συσκευή ράγισε, άνοιξε ένα καπάκι και οι μπαταρίες πετάχτηκαν έξω.
Είχε μόλις ολοκληρώσει μια ακόμα άγονη συζήτηση με τον πρώην της. ‘Συζήτηση’… τρόπος του λέγειν… αυτή του έθετε ζητήματα κι αυτός την ειρωνευόταν… αυτή του περιέγραφε την κατάσταση κι αυτός χασκογελούσε… τα’θελες και τα’παθες, της πέταξε ο αρχιμαλάκας δυο – τρεις φορές… την τρίτη ήταν που έκλεισε τη γραμμή και εκσφενδόνισε τη συσκευή στον τοίχο…
Ο αρχι-αρχι μαλάκας!
«Μάλιστα… τι κάνουμε τώρα;», αναρωτήθηκε φωναχτά αλλά αμέσως έλεγξε την ένταση της φωνής της για να μην την ακούσει η Λυδία. Μάταιος κόπος.
Το κορίτσι ήταν ήδη στο σαλόνι και την κοιτούσε.
«Πάλι μ’αυτόν μιλούσες;», τη ρώτησε. Αυτός ήταν ο πατέρας της.
«Ναι», ξεφύσηξε η Κλαίρη.
«Γιατί τον πήρες ρε μαμά;», παραπονέθηκε η κοπέλα και πήγε να καθίσει δίπλα της στον καναπέ.
«Τι γιατί μωρό μου; Ξέρεις γιατί…», είπε η Κλαίρη και της χάιδεψε τα μαλλιά. Ευτυχώς η Λυδία είχε πάρει την ομορφιά της. Μεγάλα μάτια, πλατύ χαμόγελο και ωραία αρχιτεκτονική οστών. Μια αληθινή κούκλα. Μονάχα που ήταν καστανή ενώ η Κλαίρη κατάξανθη.
«Λεφτά ε;», μάντεψε η Λυδία και φυσικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο.
«Μη σε νοιάζει, θα τα βρω!», είπε ψέματα η μητέρα της και της χαμογέλασε.
«Καλά… πάω να διαβάσω», είπε το κορίτσι και φίλησε απαλά τη μητέρα της στο μάγουλο.
«Να πας», μονολόγησε η Κλαίρη.
«Α, δεν σου’πα… έχω ένα φάκελο στο γραφείο σου»
«Ευχαριστώ μωρό μου»
Η Κλαίρη σηκώθηκε με σκοτεινό συναίσθημα. Κανένας λογαριασμός πάλι.
Δεν ήταν λογαριασμός.
Ήταν ένας ολόλευκος φάκελος. Για την Κυρία Κλαίρη, έγραφε μπροστά. Ένα καλλιγραφικό Π στην πίσω πλευρά. Ολόιδιος με τον πρώτο που είχε λάβει τρεις μέρες πριν.
«Τώρα μάλιστα!», μονολόγησε η Κλαίρη και άνοιξε το φάκελο.
Κάθισε στο γραφείο της να διαβάσει.
Κυρία!
Ο ταπεινός Σας δούλος ζητά συγνώμη που Σας ενοχλεί ξανά.
Αυτή θα είναι όμως και η τελευταία φορά. Αν δεν ανταποκριθείτε στο κάλεσμά μου δεν πρόκειται να επανέλθω. Δεν επιθυμώ να γίνω φορτικός.
Επιθυμώ μονάχα να Σας είμαι ένας χρήσιμος υπηρέτης.
Θα περιμένω κάποιο τηλεφώνημά Σας ως τα μεσάνυχτα απόψε.
Εύχομαι και ελπίζω να το αποφασίσετε και να αλλάξετε τη ζωή και των δυο μας!
Προσκυνώ!
Πάρσιφαλ…
Υπήρχε πάλι ο αριθμός τηλεφώνου. Η Κλαίρη έσμιξε τα φρύδια. Δίπλωσε τη σελίδα, έκλεισε το φάκελο και τον έβαλε κι αυτόν στο συρτάρι.
Είχε ήδη πάρει την απόφασή της.
Ως τα μεσάνυχτα απέμεναν μονάχα έξι ώρες.
Αλλά δεν θα τις εξαντλούσε.
Την επομένη το απόγευμα
Το ραντεβού είχε κλειστεί για τις οχτώ το βράδυ, στο σπίτι της. Ήταν μια καλή ώρα γιατί η Λυδία θα ήταν ήδη στο σπίτι της Μάρας, της κολλητής της φίλης όπου θα διανυκτέρευε.
Η Κλαίρη είχε ντυθεί απλά και σοβαρά. Δεν ήθελε να δώσει το παραμικρό δικαίωμα σε έναν άγνωστο τύπο και προφανώς ανώμαλο να την παρεξηγήσει. Ήθελε απλά να τον γνωρίσει από κοντά. Βέβαια, δεν ήθελε μόνο αυτό. Ίσως ένας ανώμαλος με παχύ πορτοφόλι να ήταν προσωρινά μια λύση. Ήταν τόσο απελπισμένη που θα ρισκάριζε.
Από τη σύντομη συνομιλία βέβαια, δεν της είχε φανεί ‘επικίνδυνος’. Είχε πέσει μέσα στην αρχική μαντεψιά της. Ήταν καλλιεργημένος. Ακουγόταν έτσι. Μιλούσε σαν καθηγητής φιλόλογος με κάποια επιτήδευση, παλιομοδίτικα. Για τα γούστα της Κλαίρης ήταν μάλλον ξενέρωτος αλλά πάντως ένιωσε μια ζεστασιά στη φωνή του.
Μια κάποια ασφάλεια.
Του είχε τηλεφωνήσει κατά τις δέκα το βράδυ.
«Παρακαλώ», άκουσε την απάντησή του.
«Καλησπέρα, είμαι η Κλαίρη», είπε εκείνη και είχε αγωνία και τρακ.
«Καλησπέρα Κυρία Κλαίρη. Ευχαριστώ που τηλεφωνήσατε», απάντησε εκείνος με ρυθμό άψογο και τονισμό ιδιαίτερο λες και είχε προπονηθεί άπειρες ώρες για την περίσταση.
«Σκεφτόμουν να… δηλαδή… έλεγα να ανταμώναμε… όμως…», άρχισε να λέει η Κλαίρη που δεν ήξερε αν όλο αυτό τελικά ήταν μια τρέλα κι έπρεπε απλά να κλείσει το τηλέφωνο και να συνέλθει.
Τη λύση έδωσε ο μυστηριώδης ξένος.
«Όμως δεν ξέρετε αν μπορείτε να με εμπιστευτείτε. Το κατανοώ Κυρία», της είπε και η ζεστασιά και η σιγουριά της φωνής του της μαλάκωσαν τις αμφιβολίες.
«Δεν ξέρω… τα γράμματά σας με έχουν μπερδέψει κάπως…», άρχισε να του λέει.
«Που θέλετε να συναντηθούμε;», τη διέκοψε αποφασιστικά εκείνος.
«Αύριο… εε… σπίτι μου… ίσως…», είπε και το μετάνιωσε. Σπίτι της με έναν ξένο; Και ολομόναχη;
«Μήπως θέλετε κάπου έξω;»
Τελικά δεν ήθελε να την δει κανείς με κάποιον άλλον άντρα. Θα έπαιρνε κι αυτό το ρίσκο.
«Όχι… εντάξει, σπίτι μου. Αύριο στις οχτώ», του ανακοίνωσε κι ετοιμάστηκε να κλείσει χωρίς καληνύχτα.
«Σας ευχαριστώ Κυρία. Καληνύχτα Σας», απάντησε εκείνος και για τους δυο.
Η Κλαίρη πήγε να ρωτήσει πώς ήξερε τη διεύθυνσή της αλλά ήταν ανόητο. Προφανώς την ήξερε αφού έστελνε τους φακέλους.
Μόλις έκλεισε η γραμμή το είχε κιόλας μετανιώσει.
«Τι κάνω μωρέ!», μάλωσε τον εαυτό της αλλά μέχρι να πάει στην κρεβατοκάμαρά της και να ξαπλώσει είχε αλλάξει άποψη ξανά.
«Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», είπε θυμόσοφα, ξάπλωσε κάτω απ’τα σκεπάσματα και έκλεισε τα μάτια της.
Όφειλε να ομολογήσει στον εαυτό της ότι ο τρόπος που πρόφερε αυτό το Κυρία της άρεσε. Της άρεσε πολύ.
Το κουδούνι χτύπησε στις οχτώ ακριβώς.
Η Κλαίρη άνοιξε την πόρτα και αιφνιδιάστηκε ευχάριστα από αυτό που αντίκρισε. Στο κατώφλι της ήταν ένας ψηλός, ευθυτενής και καλοντυμένος άντρας. Γύρω στα πενήντα, πολύ περιποιημένος, θα έλεγες γοητευτικός. Με γκρίζα, πλούσια μαλλιά και βαθύ βλέμμα. Της θύμισε έναν αμερικανό ηθοποιό σε μια σαπουνόπερα που έβλεπε πριν χρόνια.
«Πέρασε», του είπε επίτηδες στον ενικό. Εφόσον ήταν η Κυρία κι εκείνος υπηρέτης, αυτό έπρεπε. Το είχε δει και σε ταινίες άλλωστε.
«Ευχαριστώ», είπε ο Πάρσιφαλ και υποκλίθηκε με ευγένεια.
«Κάθισε όπου θέλεις», του είπε και του έδειξε γενικά το σαλόνι της.
«Θα καθίσω μετά από Εσάς Κυρία», είπε εκείνος και της έκανε εντύπωση.
«Θα πιεις κάτι;»
«Όχι Κυρία. Απαγορεύω στον εαυτό μου την παραμικρή ποσότητα αλκοόλ. Ιδιαίτερα μπροστά Σας!»
Οι τρόποι του είχαν απέραντη ευγένεια. Δουλικότητα σχεδόν. Μιλούσε σαν έμπειρος πωλητής σε ακριβό κατάστημα ρούχων. Με εκπαιδευμένη φωνή και άψογους τρόπους. Όμως δεν είχε γνωρίσει από κοντά κανέναν τέτοιο άντρα και της άρεσε.
Η Κλαίρη αποφάσισε να μην πιει μόνη και κάθισε στον καναπέ. Αμέσως την ακολούθησε κι εκείνος. Σε μια πολυθρόνα απέναντί της βέβαια. Και σε στάση ετοιμότητας, όχι χαλάρωσης.
Η αμηχανία δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της.
«Τελικά εγώ λέω να πιω κάτι…», είπε με νευρικότητα και ο επισκέπτης σηκώθηκε πριν από εκείνη.
«Μα, κάθισε λοιπόν!», τον διέταξε σχεδόν και εκείνος υπάκουσε.
Έβαλε δυο δάχτυλα ουίσκι σε ένα ποτήρι και ξαναγύρισε στον καναπέ.
«Λοιπόν… πες μου τώρα», είπε αφού κάθισε πιο αναπαυτικά κι αποφεύγοντας να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. «Πες μου τι θέλεις από μένα;»
«Παράξενη ερώτηση ομολογώ Κυρία. Αφού ήμουν απολύτως σαφής στις επιστολές μου. Επιθυμώ να Σας υπηρετήσω. Και το εννοώ»
Η Κλαίρη τον άκουγε χωρίς να τον κοιτάζει. Ήπιε άλλη μια γουλιά ουίσκι. Η φωνή του είχε σκληρύνει κάπως αλλά ήταν ροϊκή, σίγουρη, πλούσια. Και η άρθρωσή του πεντακάθαρη. Η κάθε λέξη έμπαινε μέσα της σα να την άκουγε για πρώτη φορά.
Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος;
«Ποιος είσαι;», τον ρώτησε με κάποια αυθάδεια.
«Είμαι ο Πάρσιφαλ Κυρία!», άκουσε να της απαντά σα να ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο.
«Ποιος είναι αυτός; Κάτι μου έλεγε σήμερα η κόρη μου… μπήκε στο ίντερνετ… δεν πολυθυμάμαι όμως…», είπε με ειλικρίνεια η Κλαίρη.
«Ο Πάρσιφαλ είμαι εγώ Κυρία. Το τι γράφουν οι σκουπιδοσελίδες στο ίντερνετ δεν με ενδιαφέρει. Και είμαι εδώ για να Σας υπηρετήσω», ξανάπε πιο σκληρά τώρα ο άντρας.
«Ναι ρε παιδί μου, αυτό μου το λες και το ξαναλές», είπε εκνευρισμένα η Κλαίρη. «Τι εννοείς όμως;»
«Εννοώ πως είμαι εδώ πρόθυμος να είμαι ο σκλάβος Σας. Θέλω να αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου αποκλειστικά σε Σας. Μου πήρε μια… αιωνιότητα για να Σας βρω. Τώρα που Σας βρήκα θα ήθελα να εκπληρώσω την αποστολή μου»
«Δεν βγάζω άκρη απ’όσα μου λες!», είπε η Κλαίρη και αποφάσισε να στείλει τον παλαβιάρη από κει που’ρθε.
«Δεν πειράζει Κυρία. Εκμεταλλευτείτε απλά την ευκαιρία. Έχετε εμπρός Σας έναν αυθεντικό ιππότη. Διατάξτε τον οτιδήποτε. Θα το εκπληρώσει. Για Σας. Μόνον για Σας. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να θυσιάσει τη ζωή του»
Η Κλαίρη μόρφασε. Ο άνθρωπος χρειαζόταν ψυχιατρική βοήθεια.
«Καλά… εντάξει…», ψιθύρισε.
«Το φανταζόμουν πως θα αντιδρούσατε έτσι… γι αυτό κι είμαι έτοιμος εγώ να Σας το αποδείξω χωρίς να μου το ζητήσετε», της είπε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του.
«Τι εννοείς;», τον ρώτησε η Κλαίρη ανήσυχη.
«Ξέρω ότι Σας απασχολεί το οικονομικό ζήτημα και πως αυτό ρουφάει όλη την ενέργειά Σας. Ξέρω ακόμη πως η λύση είναι ο πρώην σύζυγός Σας. Ένας αχρείος του κερατά! Γι αυτό κι έχω να Σας ανακοινώσω κάτι που θα Σας λυτρώσει!», της είπε και την έκανε να πισωπατήσει.
«Τι… τι πράγμα;», ψέλλισε.
«Ο άνθρωπος αυτός σύντομα θα πάψει να υπάρχει! Με το μερίδιο από την περιουσία του που δικαιούστε θα λύσετε όλα σας τα προβλήματα. Μονομιάς!»
Η Κλαίρη άρχισε να ζαλίζεται. Τελικά ήταν μεγάλο λάθος να τον καλέσει τον τρελό στο σπίτι της.
«Καλά… ηρέμησε τώρα», είπε.
Ο άντρας χαμογέλασε.
«Δεν είμαι παράφρων Κυρία. Είμαι ένας Υπηρέτης που προστατεύει την ψυχική γαλήνη της Αφέντρας του. Και βλέπω πως η ψυχική Σας γαλήνη έχει απωλεσθεί εξαιτίας αυτού του λεχρίτη που κάποτε παντρευτήκατε»
«Θα ήθελα να φύγεις… τώρα», είπε η Κλαίρη και πλησίασε προς την κουζίνα. Εκεί που υπήρχαν τα μαχαίρια δηλαδή αν ήταν αναγκαίο.
«Θα φύγω Κυρία. Αλλά σκεφτείτε το. Χρησιμοποιήστε με! Θα το κάνω εύκολα και απλά. Και θα αναλάβω και την πλήρη ευθύνη! Εάν το αποφασίσετε τηλεφωνήστε μου. Και τώρα αποχωρώ. Δούλος Σας!», είπε με βαθιά υπόκλιση ο ξένος, άνοιξε την εξώπορτα και εξαφανίστηκε.
Η Κλαίρη έβαλε άλλα δυο δάχτυλα ουίσκι.
Δεν της έφτασαν.
Χρειαζόταν το μπουκάλι.
Μετά από λίγες ημέρες
Πέρασαν αρκετά βασανιστικά 24ωρα από κείνη την τρομερή συνάντηση με τον Πάρσιφαλ. Η Κλαίρη βρισκόταν σε μια παράξενη δίνη. Μια δίνη που δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν στη ζωή της. Τι στο καλό συνέβαινε;
Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να ήταν παράφρων αλλά της προσέφερε μια λύση… μια διέξοδο! Ντρεπόταν να το παραδεχθεί αλλά ίσως να ήταν η μόνη λύση στο αδιέξοδό της.
Και η φράση κλειδί ήταν: θα αναλάβω την πλήρη ευθύνη!
Την πλήρη ευθύνη!
Ο άνθρωπος ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει και να πληρώσει γι αυτό!
Να σκοτώσει και να πάει φυλακή!
Για εκείνη!
Ίσχυε κάτι τέτοιο άραγε;
Μπορούσε να ισχύει;
Όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες, τις πελώριες ημέρες, δεν μπορούσε να βγάλει άκρη.
Ο παράξενος αυτός άνθρωπος την είχε στοιχειώσει. Εμφανίστηκε από το πουθενά για να της προσφέρει μια… εκδούλευση που δεν θα μπορούσε να τη φανταστεί.
Μήπως ήταν όνειρο;
Μήπως όλα αυτά τα είχε φανταστεί;
Μήπως είχε αρχίσει να τρελαίνεται;
Δεν είναι όνειρο, είναι η πραγματικότητα, άκουσε μια φωνή μέσα της για πρώτη φορά και αιφνιδιάστηκε.
Η φωνή είχε να της πει ενδιαφέροντα πράγματα.
Ωφέλιμα πράγματα.
Τρελά πράγματα!
Αν το κάνει, λύνεις τα προβλήματά σου!, άκουσε πάλι τη φωνή μέσα της και πάλεψε να την καταπνίξει. Να γίνει δολοφόνος; Έστω και έτσι;
Όλα σου τα προβλήματα!, άκουγε και ξανάκουγε τη φωνή όλη την ώρα και κόντευε να τρελαθεί!
Και τα αδιέξοδα στη ζωή της δεν τελείωναν.
Το μαγαζί της με τα ρούχα πήγαινε κατά διαόλου και οι πιστωτές και προμηθευτές άρχισαν τα τηλεφωνήματα, τις απειλές, τα εξώδικα.
Ο διευθυντής του σχολείου της Λυδίας της έδωσε το οριστικό τελεσίγραφο. Έδιωχναν το κορίτσι της από το σχολείο τους και αυτό θα την τραυμάτιζε για πάντα.
Όμως, το χέρι της το όπλισε ο ίδιος της ο πρώην.
Της έστειλε ένα πρωί το δικηγόρο του να της ανακοινώσει ότι δεν είχε να περιμένει ούτε ευρώ πλέον από εκείνον κι ας άρχιζε τους δικαστικούς αγώνες. Τους μακροχρόνιους, ατέρμονους αγώνες. Που εκείνος θα διασκέδαζε κι αυτήν θα την εξόντωναν. Ήξερε ο αλήτης την κατάστασή της και είχε σκοπό να την πατήσει στο λαιμό.
Μην το σκέφτεσαι. Μην το σκέφτεσαι καθόλου! Πάρε τον Πάρσιφαλ τηλέφωνο!
Όχι, δεν ήταν αυτός η λύση.
Αυτός είναι η λύση. Αν τον χάσεις θα το μετανιώνεις για όλη σου τη ζωή! Πάρτον, κάλεσέ τον!
Και το αποφάσισε!
Μέσα σε ένα ντελίριο από αντικρουόμενες φωνές και συναισθήματα, το αποφάσισε.
Μέσα σε ένα θολό τοπίο από φοβίες και αγωνίες και αδιέξοδα, το αποφάσισε!
Θα του τηλεφωνούσε.
Όχι έτσι, τη σταμάτησε η φωνή. Πρέπει να ηρεμήσεις… να ετοιμαστείς. Είσαι η Κυρία και είναι ο υπηρέτης. Μην σε ακούσει να τρέμεις. Να σε ακούσει και να τρέμει αυτός!
Πρέπει να ετοιμαστείς… χρειάζεσαι δουλειά…
Δεν το περίμενε πως θα το κάνει.
Δεν το περίμενε πως το είχε.
Δεν το περίμενε πως μπορούσε να γίνει αυτό που ήθελε εκείνος.
Η Κυρία του!
Από ένα φοβισμένο, τρεμάμενο πλάσμα, μια ισχυρή, δυναμική και αυταρχική γυναίκα. Η Κυρία του! Η Αφέντρα του!
Ετοιμάσου, σκέψου ποια είσαι… σκέψου ποια πρέπει να είσαι… γίνε αυτό και μετά κάλεσέ τον!, είπε η φωνή και αυτό έκανε.
Με υπερεντατικά εσωτερικά μαθήματα.
Με ημέρες και νύχτες δουλειάς με τον εαυτό της.
Με ημέρες και νύχτες που έδιωχνε σταδιακά από πάνω της σαν παλιό δέρμα την ήττα και το φόβο.
Και έραβε το νέο της φόρεμα.
Το νέο της δέρμα!
Του θριάμβου και της δόξας!
Το έκανε. Τα κατάφερε.
Ήταν έτοιμη.
Να κάνει το τηλεφώνημα εκείνο.
Που θα άλλαζε τα πάντα… για πάντα.
«Παρακαλώ;»
«Δούλε!»
«Κυρία!»
«Σε μία ώρα στο σπίτι μου!»
Ναι, έτσι ακριβώς!
Τούτη τη φορά ήταν όλα διαφορετικά.
Μα, όλα.
Η Κλαίρη δεν τον περίμενε ντυμένη απλά και… σοβαρά. Τον περίμενε με ένα μαύρο, βραδινό φόρεμα, με ψηλοτάκουνες γόβες και με τα ξανθά μαλλιά της να τρέχουν στους γυμνούς της ώμους.
Ναι, εύγε, έτσι ακριβώς!
Και το κυριότερο… χωρίς κομπιάσματα στη φωνή και αμφιβολίες.
Τούτη τη φορά τον έλεγχο θα τον είχε εκείνη.
Και ο Πάρσιφαλ θα έπρεπε να συρθεί στο χαλί στα τέσσερα για να του δώσει την άδεια να κάνει ‘τη δουλειά’.
Δεν σε αναγνωρίζω. Μπράβο, είσαι υπέροχη! Μεθυστική, ανυπέρβλητη!
Η φωνή την έσπρωχνε, την καθοδηγούσε, την ανέβαζε.
Τούτη τη φορά, την πόρτα δεν την άνοιξε εκείνη. Όταν χτύπησε το κουδούνι ήταν ήδη μισάνοιχτη και όταν πέρασε με δειλό βήμα ο Πάρσιφαλ, δεν είδε κανέναν στο σπίτι.
«Πέρασε μέσα!», άκουσε τη φωνή της.
«Μάλιστα Κυρία!», απάντησε εκείνος αιφνιδιασμένος.
«Πέσε στα γόνατα και περίμενε ακριβώς εκεί», άκουσε την επόμενη διαταγή της.
Ο Πάρσιφαλ υπάκουσε σαν σκυλάκι εκπαιδευμένο.
Και περίμενε κάμποση ώρα.
Κάποια στιγμή έκανε την εμφάνισή της. Ήταν πανέμορφη, εκθαμβωτική. Σαν Βαλκυρία, σαν μυθική θεά!
Ο Πάρσιφαλ δεν μπόρεσε να μην ξεροκαταπιεί και να ψελλίσει εκστατικός: «Κυρία!»
«Δεν θα κρατήσει και πολύ αυτή η συνάντηση δούλε. Όμως πρέπει να ειπωθούν μερικά πράγματα», του πέταξε αμέσως και ένιωθε λεπτό το λεπτό να ανεβαίνει στον Όλυμπο της αυτοπεποίθησης. Και όσο έβλεπε τον Πάρσιφαλ μαγεμένο, απόλυτα δοσμένο στο νέο της εαυτό, τόσο φούσκωνε από υπερηφάνεια για τη μεταμόρφωσή της.
Ποια ήταν η παλιά Κλαίρη που εκλιπαρούσε τον πρώην της για μερικά ευρώ;
Δεν τη θυμόταν εκείνη τη θλιβερή ύπαρξη!
«Ένα πράγμα μονάχα θα σε ρωτήσω και θα απαντήσεις κοιτώντας το πάτωμα!», του είπε και απόρησε με τη δύναμη και τη σταθερότητα της φωνής της.
«Μάλιστα Κυρία!», είπε εκείνος και χαμήλωσε το κεφάλι του.
«Είσαι έτοιμος;»
«Απόλυτα Κυρία!»
«Πρόσεξε, πρόσεξε καλά τι σε ρωτάει η Κυρία σου γιατί θα σε τιμωρήσω όπως δεν φαντάζεσαι! Είσαι απόλυτα έτοιμος και συνειδητός;»
Ο Πάρσιφαλ τούτη τη φορά κόμπιασε λίγο. Μονάχα λίγο όμως.
«Μάλιστα Κυρία! Απόλυτα έτοιμος. Απόλυτα συνειδητός!»
Η Κλαίρη τον πλησίασε. Στο οπτικό του πεδίο εμφανίστηκαν δυο πανέμορφα πόδια με κόκκινα βαμμένα νύχια σε δυο ψηλοτάκουνα πέδιλα.
«Φίλησέ μου τα πόδια!», τον διέταξε και ο Πάρσιφαλ δεν περίμενε στιγμή. Έπεσε μπρος και με άπειρη δουλικότητα ασπάστηκε τα πόδια της αφέντρας του.
«Μην τρέξουν σάλια απ’το βρωμόστομά σου γιατί θα σου κόψω τη γλώσσα!», του είπε.
«Σήκω τώρα, αρκετά», είπε μετά από λίγο και τον είδε να επανέρχεται στη θέση του. Το γεγονός τον είχε μεθύσει, τον είδε λιωμένο από την ηδονή. Ήταν σίγουρη ότι θα είχε μια πελώρια στύση.
«Δεν επιτρέπω σχεδόν ποτέ να μου φιλούν τα πόδια οι δούλοι. Όμως εσύ μ’αυτό πήρες έναν μυστικό όρκο, το ξέρεις;»
«Μάλιστα Κυρία!», απάντησε ο Πάρσιφαλ γευόμενος ακόμα το άρωμα των ποδιών της αφέντρας του σα νέκταρ.
«Τον όρκο του ιππότη στην κυρά του. Θα κάνεις το καθήκον σου απέναντί της;»
Ο Πάρσιφαλ βρισκόταν στον παράδεισο.
«Μάλιστα Κυρία!», απάντησε σχεδόν σε λυγμούς.
«Γλείψε μου τα πόδια δούλε!», τον διέταξε ξανά. «Ήρεμα και απαλά!», συμπλήρωσε και ο δούλος θα πρέπει να ένιωθε πως κολυμπούσε σε έναν ωκεανό ηδονής.
«Φτάνει, σήκω!», του είπε μετά από λίγο. «Άκουσέ με προσεχτικά: Θα κάνεις ό,τι είναι να κάνεις, μετά θα πάς να παραδοθείς στις αρχές»
«Μάλιστα Κυρία. Αυτό θα κάνω!», απάντησε ο υπνωτισμένος Πάρσιφαλ που γλειφόταν ακόμα.
«Θα γίνει η δίκη σου, θα καταδικαστείς ισόβια και θα πας φυλακή. Θα εκτίσεις την ποινή σου. Όλη την ποινή σου. Με ακούς;»
«Μάλιστα Κυρία!»
«Από σήμερα, από τη στιγμή που θα βγεις από την πόρτα αυτή, εγώ δεν σε γνωρίζω. Η αποστολή σου είναι μυστική, δεν θα την προδώσεις σε κανένα. Υπηρετείς την Κυρία σου και θα δώσεις και τη θλιβερή ζωή σου αν χρειαστεί»
«Μάλιστα Κυρία!»
«Δεν με ενδιαφέρει πώς θα το κάνεις, που και πότε. Δεν θα αργήσεις πολύ όμως. Θα περιμένω. Και όταν τελειώσεις, δεν θα μου τηλεφωνήσεις. Ό,τι στοιχείο σε συνδέει με μένα θα το κάψεις. Θα το ξεχάσεις. Θα το καταπιείς. Γιατί έτσι κι αλλιώς εγώ δεν σε γνωρίζω. Δεν σε ξέρω, θα αρνηθώ κάθε σχέση μαζί σου! Αυτό που θα πρέπει να σε εμπνέει είναι η ιερότητα της αποστολής σου. Είσαι έτοιμος λοιπόν;»
Αυτή τη φορά ο Πάρσιφαλ σχεδόν ούρλιαξε.
«Μάλιστα Κυρία!»
«Και τώρα… η ανταμοιβή σου!», του είπε τονίζοντας την κάθε λέξη και τα μάτια του ιππότη γούρλωσαν.
«Όταν θα εκτίσεις την ποινή σου και απελευθερωθείς… θα μπορείς να είσαι πια μαζί μου… για πάντα… στο πλευρό μου!»
«Κυρία!», είπε με κόμπο στο λαιμό ο άντρας που δεν πίστευε στ’αυτιά του.
«Σου δίνω την υπόσχεσή μου! Και η Κυρία σου κρατάει τις υποσχέσεις της!», είπε με λάγνο τόνο στη φωνή της.
«Μαζί;», επανέλαβε σα ρομπότ ο Πάρσιφαλ.
«Μαζί!», του ψιθύρισε εκείνη σκύβοντας στο αυτί του για να το πάρει μαζί του σαν ιερή παρακαταθήκη για όλη του την επόμενη ζωή.
Η Κλαίρη άφησε λίγα δευτερόλεπτα να λειτουργήσει η κατάνυξη της στιγμής και μετά του πρότεινε το χέρι της.
«Φίλησέ μου το χέρι τώρα και αποχώρησε!», του είπε πιο γλυκά. «Η αποστολή σου ξεκίνησε ήδη!», του είπε με μεγάλη συγκίνηση και επισημότητα.
Ο Πάρσιφαλ σαν σε όνειρο φίλησε το χέρι της Κυρίας του, σηκώθηκε όρθιος, υποκλίθηκε βαθιά μια φορά, έκανε μεταβολή και βγήκε από το σπίτι.
Μετά από λίγο η Κλαίρη κάθισε στον καναπέ της, έβαλε ουίσκι στο ποτήρι της και άρχισε να γελάει δυνατά.
Είσαι ελεύθερη, ελεύθερη και πλούσια!, άκουσε τη φωνή μέσα της.
Τι όμορφη που είναι η ζωή λοιπόν, αληθινά, πόσο όμορφη!
Μετά από περίπου είκοσι χρόνια, σε κάποιο σπίτι, σε μια χώρα του εξωτερικού
Είχαν καθίσει οι δυο τους, μητέρα και κόρη στο μεγάλο καναπέ και δεν μιλούσαν. Σιωπούσαν με κείνη τη πυκνή, γεμάτη σιγή που αν την απελευθερώσεις θα γίνει κραυγή και θα σε πνίξει.
Τελικά αποφάσισε να πει κάτι η Λυδία.
«Ώστε λοιπόν θα πας;»
Η Κλαίρη της κράτησε την παλάμη ανάμεσα στις δικές της και την έτριψε στοργικά.
«Ναι μωρό μου, θα πάω. Έχω βγάλει και εισιτήριο και όλα. Πρέπει να πάω»
«Γιατί; Γιατί πρέπει; Πες μου έναν λόγο γιατί;», διαμαρτυρήθηκε κλαίγοντας η Λυδία και σηκώθηκε από τον καναπέ. Δεν ήθελε να τη δει η μητέρα της να λυγίζει.
«Γιατί σου είπα πρέπει! Χάρη σ’αυτόν τον άνθρωπο…»
«Χάρη σ’αυτόν τον άνθρωπο τι μαμά;», την διέκοψε με λυγμούς η 34χρονη γυναίκα.
Η Κλαίρη χτύπησε με την παλάμη της τη κενή θέση δίπλα της. Η Λυδία επέστρεψε και ξανακάθισε δακρυσμένη δίπλα της.
«Στα έχω πει όλα… εσύ μονάχα τα ξέρεις… πώς με ρωτάς τώρα λοιπόν; Πρέπει να πάω. Θα τον ψάξω, θα πάω στις φυλακές, στο υπουργείο… δεν ξέρω, θα ψάξω και θα τον βρω… κάπου θα είναι, σε κάποιο διαμερισματάκι θα μένει… και θα τακτοποιήσω αυτή την εκκρεμότητα μια και καλή!»
«Μα γιατί, δεν καταλαβαίνω γιατί! Έχει βγει πέντε χρόνια τώρα! Και δεν σε έψαξε, δεν σε ενόχλησε! Εσύ τώρα τι θέλεις;»
Το βλέμμα της Κλαίρης σκοτείνιασε.
«Υπάρχει και κάτι που λέγεται συνείδηση Λυδία. Απορώ πώς δεν το βλέπεις. Πώς δεν το καταλαβαίνεις. Ναι, έχεις δίκιο… πέντε χρόνια τώρα δεν με ενόχλησε… δεν με αναζήτησε ίσως… πώς άλλωστε; Εμείς δεν αλλάξαμε μόνο σπίτια, αλλάξαμε και χώρα! Ίσως δεν μπορεί να με βρει… όμως εγώ τον βλέπω πλέον κάθε βράδυ στον ύπνο μου… δεν αντέχω άλλο… έχω αρρωστήσει τον τελευταίο καιρό… με βλέπεις… αν δεν τον βρω για να μιλήσουμε, να αλαφρώσει η καρδιά μου…»
Η Κλαίρη σταμάτησε, δεν μπορούσε να πει άλλα.
Για λίγο έπεσε σιωπή.
Η Λυδία την έσπασε με δυο γλυκά φιλιά στο πρόσωπο της μητέρας της.
«Να προσέχεις όμως, ε μαμά μου; Θα προσέχεις;»,
«Και βέβαια θα προσέχω!», της απάντησε χαμογελώντας. «Και όταν γυρίσω θα γιορτάσουμε με ένα μεγάλο τραπέζι και θα είμαστε πάλι όπως πριν», είπε ψέματα.
Τίποτα δεν θα ήταν ποτέ όπως πριν.
Δυο βδομάδες μετά
«Ελάτε, περάστε», είπε η νεαρή κοπέλα και παραμέρισε για να προηγηθεί η Κλαίρη αφού πρώτα φρόντισε να ανάψει το φως.
Η Κλαίρη κατέβηκε τα σκαλιά και προσεχτικά μπήκε στο διαμέρισμα. Το κιτρινιάρικο φως της λάμπας στο ταβάνι δεν επέτρεπε να δει καθαρά. Στην ουσία βρισκόταν σε μια τρώγλη, μια κρύπτη, ένα υπόγειο τάφο. Τα παπούτσια της πατούσαν τριμμένο χώμα και άσφαλτο! Οι τοίχοι ήταν ασοβάτιστοι, γεμάτοι υγρασία και βρώμα!
Η κοπέλα προσπέρασε την Κλαίρη και άναψε ένα πορτατίφ στο τέλος του δωματίου. Αυτές ήταν όλες κι όλες οι πηγές φωτός αυτού του χώρου.
Η Κλαίρη ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι και ένα λυγμό στο λαιμό της.
«Εδώ… εδώ έμενε;», ρώτησε δειλά.
«Μάλιστα. Εδώ. Επί σχεδόν πέντε χρόνια»
Ένα στενό κρεβάτι στη μια γωνιά, ένα ταπεινό γραφείο με μια καρέκλα, μερικές κούτες… τίποτε άλλο… το άδειο κελί ενός ασκητή… ενός ιππότη ορκισμένου σε μια ιερή αποστολή… κι ενός ανθρώπου προδομένου…
Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της Κλαίρης.
Πώς μπόρεσε να του το κάνει αυτό;
Είκοσι χρόνια… είκοσι ολόκληρα χρόνια!
Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό στον άνθρωπο που την ελευθέρωσε;
Ένιωσε μια ελαφρά ζάλη και παραπάτησε.
«Είστε καλά;», ρώτησε η κοπέλα και η Κλαίρη έκανε ένα νεύμα καθησυχασμού.
«Ναι, είμαι καλά», είπε ψέματα αλλά ήθελε να βγει ξανά στο φως… η υγρασία και η κλεισούρα αυτής της κατακόμβης την είχαν αρρωστήσει κιόλας.
Πώς μπόρεσε να το αντέξει όλο αυτό;, αναρωτήθηκε και ένιωσε επείγουσα την ανάγκη να ανασάνει. Οι τύψεις την έζωσαν σαν μέγγενη και έσφιξαν τη ψυχή της.
«Έχω όμως να σας δώσω και κάποια πράγματα!», της είπε η κοπέλα αφού βγήκαν ξανά στο φως του ήλιου. «Ελάτε πάνω να πιείτε ένα καφέ», της πρότεινε.
Η Κλαίρη καθόταν στο μπαλκονάκι του διαμερίσματος της κοπέλας και παρατηρούσε τους περαστικούς και τους γείτονες στο δρόμο. Δεν είχε πιει γουλιά απ’τον καφέ της, δεν κατέβαινε τίποτα στο στομάχι της. Είχε αργήσει πολύ. Πάρα πολύ. Δεν τον είχε προλάβει κι αυτό το κρίμα θα το κουβαλούσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Η συνειδητοποίηση του γεγονότος έπεσε σαν ταφόπλακα στη ψυχή της.
Τη ψυχή της που αιμορραγούσε πια.
Η κοπέλα ήρθε στο μπαλκόνι με μια μικρή κούτα στα χέρια της. Την άφησε στο τραπέζι.
«Αυτά είναι. Γράμματα. Για σας!»
Η Κλαίρη κοίταξε τη χαρτονένια κούτα και δεν τόλμησε να την αγγίξει. Φοβήθηκε πως θα την κεραυνοβολούσε κάποια μυστική, αρχαία κατάρα σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
«Για μένα;», μονολόγησε.
«Μάλιστα. Άλλωστε δεν έκανε τίποτε άλλο, μόνο έγραφε… όσο τον θυμάμαι… σπάνια έβγαινε έξω… δεν είχε κανένα φίλο… δεν είμαι και σίγουρη βέβαια… ούτε γυναίκα μπήκε ποτέ στο υπόγειο… ποτέ!», είπε η κοπέλα λες και αποκάλυπτε το μεγάλο μυστικό του κράτους»
«Άφησε βέβαια και κάποια χρέη», συμπλήρωσε με νόημα η οικοδέσποινα.
«Θα τα τακτοποιήσω εγώ», είπε αμέσως η Κλαίρη και έσπευσε να ρωτήσει «Που τον έχουν; Εννοώ για τον τάφο»
«Με συγχωρείτε αλλά δεν έχω ιδέα», απάντησε η κοπέλα και αποφάσισε να επανέλθει στο φλέγον ζήτημα για να μην ξεχαστεί. «Είναι δυο λογαριασμοί του ρεύματος και…»
«Κρατήστε αυτά», έκανε η Κλαίρη και έβγαλε ένα πολύ μεγάλο ποσό και το έδωσε στα χέρια της κοπέλας. «Νομίζω υπερκαλύπτουν τα χρέη»
Το βλέμμα της κοπέλας άστραψε στη θέα των χρημάτων. Ποιος την είχε στείλει αυτή τη γυναίκα στο σπίτι της αυτό το πρωί; Κάποιος άγιος μάλλον.
«Μα, ναι… σας ευχαριστώ!», είπε η κοπέλα που δεν πίστευε στην τύχη της.
Η Κλαίρη πήρε το κουτί, αποχαιρέτησε ευγενικά την κοπέλα και αποχώρησε με σταθερό βήμα.
Ήθελε να φύγει, να χαθεί, να εξαφανιστεί.
Πρώτα όμως, ήθελε να μείνει μόνη.
Να διαβάσει.
Να πενθήσει.
Να υποστεί τη βάσανο της συνείδησής της.
Κλείστηκε στο πολυτελές δωμάτιο του ξενοδοχείου της, άνοιξε αμέσως το κουτί και με δάκρυα στα μάτια πήρε τους φακέλους στα χέρια της. Δεν τους μέτρησε αλλά δεν ήταν πολλοί.
Όλοι ήταν ίδιοι, όμοιοι. Για την Κυρία Κλαίρη μπροστά, ένα καλλιγραφικό Π στην πίσω πλευρά. Πάντα με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, το ίδιο χρώμα μελάνης.
Με χέρια που έτρεμαν και ψυχή που ριγούσε άνοιξε στην τύχη έναν από τους φακέλους. Πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε να διαβάζει:
Πολυαγαπημένη μου Κυρία
Κι αυτή η χρονιά θα τελειώσει όπως άρχισε για έναν έγκλειστο εγκληματία. Με μοναξιά. Όμως και πίστη. Πίστη πως σε έξι χρόνια όλο τούτο το μαρτύριο θα τελειώσει. Και θα είμαστε πια μαζί.
Διαβάζω πολύ αυτές τις μέρες…
Το άφησε και πήρε ένα άλλο.
Πολυαγαπημένη μου Κυρία
Περίμενα πως μετά από δέκα χρόνια, θα έβλεπα το όμορφο πρόσωπό Σας. Έστω για μια φορά. Ένα χαμόγελο Σας θα ήταν αρκετό για να μου δώσει δύναμη για μια ολόκληρη ζωή!
Περιμένω και πιστεύω όμως.
Υποσχεθήκατε και θα τηρήσετε την υπόσχεσή Σας.
Το ξέρω, το νιώθω…
Ο καιρός σήμερα μελαγχολικός…
Με τη ψυχή της να ουρλιάζει, συνέχισε να διαβάζει…
Πολυαγαπημένη μου Κυρία
Σε ένα χρόνο θα είμαι ελεύθερος!
Μπορείτε να το πιστέψετε;
Έχει εκτιμηθεί τόσο η διαγωγή μου εδώ και η προσφορά μου στους συγκρατούμενους μου σε ζητήματα μόρφωσης και εκπαίδευσης που η ποινή μου μειώθηκε κι άλλο.
Σε ένα χρόνο ελεύθερος λοιπόν για να Σας περιμένω.
Θα έλθετε, το ξέρω.
Όλα αυτά τα χρόνια ζω γι αυτή τη στιγμή!
Θα έλθετε… και όλα θα είναι τόσο αλλιώτικα πια!
Θα τηρήσετε την υπόσχεσή Σας και θα έλθετε.
…
Πολυαγαπημένη μου Κυρία
Έκλεισα ένα χρόνο σε τούτο το θλιβερό υπόγειο. Θλιβερό αλλά τόσο φωτεινό από τη σκέψη τη δική Σας!
Εσείς που μου δώσατε τη δύναμη να αντέξω τα 15 χρόνια της κάθειρξής μου, Εσείς μου δίνετε το φως μέσα σ’αυτό το βρωμερό υπόγειο.
Δεν θέλω όμως και δεν τολμώ να αναζητήσω πολυτέλειες και ανέσεις.
Όσο περιμένω Εσάς.
Πλησιάζουν Χριστούγεννα.
Θα τα γιορτάσω μόνος…
Μα, όχι μόνος…
Πάντα μαζί Σας έκανα Χριστούγεννα!
Πάντα!
…
Η Κλαίρη έβγαλε μια κραυγή που δεν ήξερε από πού ερχόταν… από τα έγκατα του είναι της… από τα βαθύτερα σπήλαια της ψυχής της…
Έπρεπε να τελειώσει όμως…
Έπρεπε να διαβάσει…
Ως το τέλος…
Πολυαγαπημένη μου Κυρία
Τέσσερα χρόνια πέρασαν…
Τέσσερα χρόνια ελευθερίας…
Μα δεν την νιώθω έτσι πια…
Αισθάνομαι πως Εσείς απομακρύνεστε ολοένα και περισσότερο. Ίσως να είστε τόσο ευτυχισμένη που δεν επιθυμείτε να λερώσετε τη ζωή Σας με τη δυστυχία ενός ταπεινού ιππότη.
Σας καταλαβαίνω!
Και δεν έπαψα ποτέ να Σας αγαπώ!
Ποτέ!
…
Η Κλαίρη άνοιξε το τελευταίο φάκελο με το μυαλό της να βράζει, τη ψυχή της να λυσσομανά και τα δάκρυα να εμποδίζουν πια το διάβασμα.
Το στήθος της είχε φουσκώσει, είχε δύσπνοια και δυσφορία.
Και οι σελίδες αυτές έκαιγαν.
Πολυαγαπημένη μου Κυρία
Νομίζω πια πως έρχεται για μένα το ποθητό τέλος.
Δεν φοβάμαι, αλήθεια Σας λέω.
Ήξερα από την πρώτη στιγμή πως αναλαμβάνω μια δύσκολη και ιερή αποστολή. Μια αποστολή για να ελευθερώσω Εσάς, την αγαπημένη μου Κυρία από τα δεσμά της.
Νομίζω το πέτυχα. Και είμαι ευτυχισμένος γι αυτό.
Πέρασαν είκοσι χρόνια αναμονής. Και μετρούσα υπομονετικά την κάθε ώρα, την κάθε στιγμή.
Την κάθε μοναχική, ατέλειωτη νύχτα.
Την κάθε μεγάλη, απέραντη ημέρα.
Μονάχα που κουράστηκα πια.
Ναι, δεν ντρέπεται ο ταπεινός σας δούλος να το ομολογήσει.
Κουράστηκα.
Κουράστηκα να μετρώ, όχι να περιμένω.
Κουράστηκα να πονώ, όχι να υπομένω.
Κι είμαι πια στα 66 μου χρόνια ένας εκατόχρονος, ένας αιωνόβιος που διψά για ανάπαυση.
Ελπίζω να με συγχωρήσετε που δεν μπορώ να Σας περιμένω άλλο.
Απόψε δραπετεύω απ’το φθαρτό μου σαρκίο.
Απόψε ελευθερώνω τη ψυχή μου απ’τη σκιά της ύλης.
Κάποτε θα ανταμωθούμε ξανά.
Ελεύθεροι και φωτεινοί σε έναν καλύτερο κόσμο!
Σας αγαπώ!
Δεν μπορούσα και δεν ήθελα ποτέ τίποτε λιγότερο
Από το να Σας αγαπώ!
Η Κλαίρη έτρεξε στην έξοδο του δωματίου της σαν τρελή.
Δεν κατάλαβε πώς κατέβηκε τα σκαλοπάτια, πώς έφτασε στη ρεσεψιόν, πώς βγήκε στη λεωφόρο με την κίνηση στην αιχμή της.
Όλα γύρω της σκιές, φιγούρες, ασχημάτιστοι όγκοι, γραμμές και θόρυβοι…
Όλα ψέματα…
Όλα ψέματα…
Δεν είχε πια τίποτα μέσα της που να μην βρισκόταν σε μια υψικάμινο!
Δεν υπήρχε ύλη, πνεύμα, συναίσθημα… παρελθόν, παρόν και μέλλον…
Δεν υπήρχαν άνθρωποι, αυτοκίνητα, ουρανός και γη…
Χαρά ή λύπη, φωτιά ή πάγος, αιωνιότητα ή στιγμή…
Όλα κίβδηλα…
Όλα…
Και τότε τον είδε!
Ναι, ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και της χαμογελούσε!
Πίσω απ’τα αυτοκίνητα που περνούσαν, το πρόσωπό του!
Ζωντανός και ακμαίος, όπως τότε!
Με ένα του νεύμα, την χαιρετούσε.
Την καλούσε κοντά του!
Θα πήγαινε κοντά του.
Θα τον αντάμωνε λοιπόν.
Δεν είχε έρθει αργά.
Δεν ήταν ακόμα τόσο αργά!
Έτρεξε στην άσφαλτο, μέσα στη ροή προς εκείνον που της χαμογελούσε!
Δεν πρόλαβε να δει το μεγάλο, μαύρο τζιπ που ερχόταν με ταχύτητα πάνω της.
ΤΕΛΟΣ
καλοκαίρι 2015