Πεταλούδα

 

 

Τ

ΟΝ ΕΝΑ ΤΟΝ ΗΞΕΡΑ. ΤΟ ΨΗΛΟ, ΤΟΝ ΑΣΟΥΛΟΥΠΩΤΟ, με το σκοτωμένο χαμογελάκι. Τον πρωτόδα πριν λίγο καιρό, κατά τύχη, σκατένια τύχη θα πεις, να ψωνίζει τσιγάρα δίπλα μου στο περίπτερο της γειτονιάς. Να ψωνίζει… παπάρια. Είχε πιάσει φλυαρία με το Σταμάτη, για τι άλλο, για τα ποδοσφαιρικά. Είχε εκείνη τη σπουδαγμένη ψευτομαγκιά του μπάτσου που νομίζει ότι μπορεί να καταργεί όλες τις ιεραρχίες με και μόνο με την γελοία παρουσία του. Τον θυμάμαι καλά. Τον έκοψα από την αρχή. Ευανάγνωστος τύπος. Έσκαγε από χιλιόμετρα μακριά ότι είναι αστυνομικός. Παλιά θα έλεγα χωροφύλακας. Ο χατζημαλάκας της περιοχής. Ο κος Εγώ και κανείς άλλος. Ο Σταμάτης με κοιτούσε με το γνωστό βλέμμα ‘τι να κάνω; υπομονή…’ και αναγκάστηκα να ακούσω όλα τα σενάρια για τις μεταγραφές του Ολυμπιακού, δυο και τρεις φορές και για όλες τις εξελίξεις στη μπάλα, πιθανές και απίθανες… κλεμμένες βέβαια από το ραδιόφωνο ή από καμιά εφημερίδα…

Ετοιμαζόμουν να πάω στο παρακάτω περίπτερο καθώς ο ψηλός με είχε γράψει κανονικά στα απ’αυτά του, είχε κλείσει με το άγαρμπο κορμί του την πρόσβαση στο σημείο που κανείς στέκεται για λίγα δευτερόλεπτα για να ψωνίσει το κάτι τις του όταν ο Σταμάτης τον διέκοψε και απηύθυνε –επιτέλους – το λόγο σε μένα. Ο ψηλός γύρισε και με κοίταξε. Αμέσως ξίνισε. Δεν τον είδα, το κατάλαβα. Η κοτσίδα μου σίγουρα του γυρνούσε τα έντερα. Δεν είπε κουβέντα… ανέχτηκε την εμβόλιμη συναλλαγή που… καθυστερούσε την ευφυέστατη ανάλυσή του για το ‘τι θα κάνει ο πρόεδρος; θα σου πω εγώ, ξέρω…’ και μόλις τελείωσα και έκανα το πρώτο βήμα απομάκρυνσης, έπεσε με τα μούτρα στην μπουρδολογία του. Λυπόμουν τον Σταμάτη. Έπρεπε να τον ανέχεται κάθε μέρα σχεδόν!

Μαλάκες, στουρνάρια, σκατόμπατσοι!!!

Τώρα τον έβλεπα στο ένα μέτρο απέναντί μου. Είχε πάρει μια καρέκλα που σίγουρα θα σκυλοβρώμαγε χιλιοπορδισμένη από τον κώλο του νύχτα μέρα να σαπίζει εκεί πάνω, την είχε γυρίσει με την πλάτη και είχε κάτσει και με κοιτούσε. Τα γόνατά του εξείχαν ασύμμετρα, σαν εξωγήινα όπλα, σχεδόν κωμικά, ένα ατσούμπαλο κωλόπαιδο που είχε κάποιο βλάχο βουλευτή βύσμα και τον είχε φέρει στην Ασφάλεια. Μου ερχόταν κιόλας ο εμετός αλλά…

Ήταν βέβαια και ο άλλος. Ο μπούμπης. Αυτόν τον είχα γνωρίσει εκεί μέσα. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Ήταν πιο νορμάλ τύπος κι αν εξαιρέσει κανείς ότι μοσχο…βρώμαγε η μασχάλη του, δεν είχε άλλα απωθητικά στοιχεία πάνω του. Αυτός άλλωστε μιλούσε όλη την ώρα. Ο άλλος, ο παρά λίγο μπασκετμπολίστας της πλάκας, έπαιζε το κομπολογάκι του, ξερόβηχε που και που και απλά κοιτούσε. Σιωπηλός.

Ο μπούμπης… δεν ήξερα τι σόι πράμα ήταν. Αλλά επέμενε με τα ίδια και τα ίδια.

‘Μπας και πεινάς;’ με ρώτησε κάποια στιγμή.

Θα πρέπει να ήταν απόγευμα. Τέσσερις ίσως πέντε. Η αλήθεια ήταν ότι με το που άκουσα την ερώτηση ένιωσα και την πείνα. Λες και περίμενε το στομάχι μου ένα σινιάλο να πάρει μπρος.

‘Ναι’, απάντησα ξερά.

‘Μάκη, πετάξου φέρε κανά σάντουιτς. Και για μένα. Και νεράκι’

Ώστε Μάκη το λέγανε το παλικάρι. Μάλιστα. Χρήσιμες πληροφορίες για να πορευτείς σ’αυτή τη ζωή.

Ο Μάκης σηκώθηκε αργά από τη καρέκλα του, έξυσε τον πισινό του δυο φορές, κοπάνισε το κομπολόι του στα δάχτυλα και βγήκε από το δωμάτιο.

‘Καλά δεν έκανα που τον έδιωξα;’

Τον κοίταξα καλύτερα στο πρόσωπο. Παχουλό, λίγο ιδρωμένο. Γραφειοκράτης κλασσικός, μούχλας, απών από τη δράση όσο και ο λεκές από το άσπρο, κυριακάτικο πουκάμισο.

Κούνησα το κεφάλι μου αδιάφορα.

Ο παχουλούλης ανακάτεψε πάλι τις φωτογραφίες πάνω στο γραφειάκι του. Μου έριξε ένα βλέμμα συμπάθειας. Χιλιοδουλεμένο βέβαια αλλά του πήγαινε.

‘Έλα ρε φίλε μου, κάνε τη κίνηση ματ να σηκωθούμε να φύγουμε όλοι μια ώρα αρχύτερα από δω πέρα. Έχει μια γαμημένη ζέστη σήμερα που σε παραλύει. Δε ζεσταίνεσαι εσύ;’

Τον είδα να βγάζει ένα μαντήλι και να σκουπίζει το μέτωπό του. Εγώ είχα ιδρώσει χειρότερα, μούσκεμα ήμουν.

‘Έχει και ματς σήμερα… το βραδάκι… δε θες να πας να δεις το ματσάκι;’ με ξαναρώτησε με το… συνωμοτικό χαμόγελο των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων της υφηλίου, των πρεζονιών της μπάλας…

Δεν του απάντησα πάλι. Αναστέναξα μόνο, όντως, είχε τρομερή ζέστη σ’αυτό το πνιγηρό κλουβί.

Ο μπάτσος πήρε πάλι μια φωτογραφία στα στρουμπουλά του χέρια και την ανέμισε στο πρόσωπό του. Μετά μου την έδειξε. Ξανά, για χιλιοστή φορά από το πρωί που με κουβάλησαν ‘να τα πούμε για μια υποθεσούλα’…

‘Έλα, πες μου, την ξέρεις, έτσι δεν είναι;’

Η φωτογραφία έδειχνε μια πλάτη. Αυτό έδειχνε. Μια πλάτη και πάνω της ζωγραφισμένη μια πεταλούδα. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Γυναίκα ήταν, κοπέλα, όχι πάνω από 25… κάπου εκεί μάλλον. Η κοπέλα καθόταν σε κάποιο εξωτερικό χώρο, παραλία ίσως ή κάτι τέτοιο. Είχε γυρισμένο το κεφάλι της προς τα δεξιά, κάτι κοιτούσε… κοντό μαλλί, αγορίστικο, γυαλιά ηλίου… τίποτε άλλο…

Ωραία πλάτη όμως…

‘Αφού τη ξέρεις… τη ξέρεις καλά… πολύ καλά… έχετε και σχέση… πες το να πάει στο διάβολο!…’, είπε και χτύπησε τη φωτογραφία στο τραπέζι.

Έτριψα τα χέρια μου, σα να τα έπλενα. Δεν είχα ιδέα ποια ήταν η γκόμενα και γιατί την είχαν στο κατόπι αλλά άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Για κάποιο μυστήριο λόγο με είχαν ταυτοποιήσει με κάποιον με το περίεργο παρατσούκλι Νημερτής… Η κοπελιά κι αυτός τα λέγανε από το ιντερνέτ, τα είχανε κιόλας μάλλον. Και ίσως να ήταν μπλεγμένοι κι οι δυο σε καμιά παράξενη οργάνωση. Και μου έλεγαν και ψέματα ότι μόλις πω ότι τη ξέρω τη τύπισσα θα με αφήσουν να φύγω. Ψευτιές, οι γνωστές πουστιές των ασφαλιτών… όποιος κι αν ήταν αυτός ο Νημερτής, έτσι και έπεφτε στα χέρια τους την είχε άσχημα, πολύ άσχημα… κι εγώ εδώ, κάμποσες ώρες να παλεύω να αποδείξω ότι δεν έχω καμιά σχέση με τον τύπο… και να μη βλέπω και φως απ΄το Μάριο… Σκατά με φράουλες δηλαδή…

‘Με το δικηγόρο μου τι θα γίνει;’ ρώτησα για πολλοστή φορά κι εγώ τον κύριο μπούλη που είχε ξαπλώσει στη καρέκλα του και ξεφύσαγε.

‘Μη βιάζεσαι, θα τον δεις και θα σε δει. Μια συζητησούλα κάνουμε απόψε. Με το που ξεμπερδέψουμε, θα πας σπιτάκι σου και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τι να τον κάνεις το δικηγόρο σου αγόρι μου; Δεν τους χέζεις τους δικηγόρους λέω εγώ;’

Εκείνη την ώρα ξαναμπήκε στο κλουβί και ο ψηλός.

Κρατούσε δυο σακούλες. Μια με τα σάντουιτς και μια με τα νερά.

‘Έλα ρε Μάκη, έλα και πέθανα στη πείνα! Τι μου πήρες;’, τον ρώτησε ενθουσιασμένος στη προοπτική να φάει και σηκώθηκε να πάει δίπλα του.

Ο ψηλός έβγαλε ένα από τα σάντουιτς, του το έδωσε μαζί με ένα μπουκαλάκι νερό. Ο μπούλης επέστρεψε τρώγοντας στο γραφείο. Σε μένα δεν έδωσε τίποτα. Μονάχα ξανακάθισε στη θέση του κι άρχισε να τρώει κι αυτός.

Η πείνα μου άρχισε να κάνει βασανιστική την εμφάνισή της. Ο μικρός χώρος είχε μοσχοβολήσει λουκάνικο και πατάτες τηγανιτές. Αυτό ήταν κανονικό καψώνι.

Τρώγανε και οι δυο σιωπηλοί. Σιωπηλοί, τρόπος του λέγειν. Άκουγα τις μασέλες τους να κοπανιούνται και τα στομάχια τους να γρυλλίζουν από ηδονή. Πούστηδες μπάτσοι!

Λίγο πριν χωθεί και η τελευταία μπουκιά στο στόμα του χοντρούλη αστυνομικού και μια στιγμή μονάχα πριν ξεστομίσω μια διαμαρτυρία για την στάση τους απέναντί μου, άνοιξε η πόρτα και έκανε την εμφάνισή του κάποιος άλλος. Μεγαλύτερος σε ηλικία αυτός –οι ‘δικοί μου’ ήταν δεν ήταν στα τριάντα.

‘Τι γίνεται ρε Σωτηρόπουλε εδώ πέρα;’, ρώτησε απευθυνόμενος στον μπουκωμένο από λουκάνικο Φρανκφούρτης φιλαράκο μου που, κόντεψε να πνιγεί για να καταφέρει να αρθρώσει πέντε λέξεις. Με κάθε συλλαβή εκτόξευε και κομμάτια πατατολουκάνικου πάνω μου!

‘Τίποτε ακόμα… να σας πω;’

‘Έλα…’, είπε ξερά ο άλλος και αφού μου έριξε μια ματιά γύρισε και βγήκε από το δωμάτιο ακολουθούμενος από τον παχουλό.

Η πόρτα έκλεισε πάλι. Μόνος λοιπόν, μαζί με τον ‘μεγάλο’ μου έρωτα… το ψηλό… αποφάσισα να μην τον κοιτάζω. Δεν γούσταρε να μου δώσει να φάω ή να πιω… δεν ήθελα και να τον βλέπω.

‘Δεν είσαι εσύ αυτός’, είπε ξαφνικά περισσότερο σα να μονολογούσε και κατέβασε μια γουλιά νερό.

Συνοφρυώθηκα.

‘Το ξέρω. Το κατάλαβα από την αρχή. Τσάμπα σε τσιμπήσαμε. Ο μαλάκας ο Σωτηρόπουλος όμως δεν θέλει να το καταλάβει. Άσχετος είσαι’

Αποφάσισα να τον κοιτάξω. Αναρωτιόμουν αν ήταν ένα παιχνίδι, άλλο ένα από τα γνωστά παιχνίδια του τύπου ‘καλός μπάτσος και κακός μπάτσος’… και το ειρωνικό ήταν ότι ο ‘καλός’ μπάτσος ήταν αυτός που σιχαινόμουν…

Δεν ήμουν σίγουρος όμως πια πως είχα αυτά τα συναισθήματα για τον συγκεκριμένο άνθρωπο.

Τώρα δεν με κοιτούσε αυτός. Καθάριζε τα νύχια του, σχολαστικά, ένα προς ένα, καθάριζε με τη γλώσσα του, με ηχηρό και ελεεινό τρόπο τα δόντια του από τα υπολείμματα τροφής και ‘μονολογούσε’…

‘Δεν με γουστάρεις… το ξέρω… με σιχαίνεσαι… και’γω στη θέση σου έτσι θα ένιωθα… αλλά τώρα, αυτή τη στιγμή… δεν είμαι σίγουρος… μπορεί και να αμφιβάλλεις…’

Είχα πάθει ένα μικρό σοκ! Διάβαζε τη σκέψη μου; Είχαν αποκτήσει τέτοια εμπειρία στις ανακρίσεις που τόσο γρήγορα διάβαζαν τον άνθρωπο που ανέκριναν; Τι σκατά…

‘Είσαι καχύποπτος, το ξέρω… δεν ξέρεις τι να σκεφτείς, πώς να νιώσεις… δεν ξέρεις αν σε δουλεύω ή αν σου λέω την αλήθεια…’

Γύρισε ξαφνικά και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. Στο φως της μοναδικής λάμπας που κρεμιόταν από το ταβάνι φάνηκε σα να έχει αποκτήσει μια εξωκοσμική λάμψη.

‘Αλήθεια σου λέω, το ξέρω πως δεν έχεις καμιά σχέση με την υπόθεση!’

‘Και τότε…’, ξεκίνησα να λέω αλλά η πόρτα άνοιξε ξανά με ορμή, κοπανήθηκε στο τοίχο και μια μασκοφορεμένη φιγούρα έκανε την βίαιη εμφάνισή της. Μέχρι να προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε, ο εισβολέας που είχε προτεταμένο ένα περίστροφο, κατάφερε μια τρομερή αγκωνιά στο πρόσωπο του ψηλού που τον σώριασε στο πάτωμα και με μια συνοδευτική κλωτσιά τον αποτελείωσε. Θα πρέπει να ήταν αίμα αυτό που άρχισε να τρέχει από τη μύτη του αλλά δεν είχα χρόνο ούτε να σκεφτώ. Άκουσα μια πνιχτή φωνή να με διατάζει.

‘Πάμε! Γρήγορα!’

Οι μπάτσοι δεν με είχαν δέσει στη καρέκλα μου. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Δεν είχα κανένα δρόμο διαφυγής.

Μέχρι στιγμής τουλάχιστον.

Δεν ήξερα πώς να δράσω αλλά ο μασκοφόρος με το μαύρο μπουφάν ήξερε για λογαριασμό μου. Είχε πάντα το όπλο προτεταμένο και σάρωνε σε ημικύκλια μπροστά του και με περίμενε να τον ακολουθήσω.

‘Έλα, μη κοιμάσαι!’, φώναξε και με περίμενε στο ανοιχτό κατώφλι. Έριξα μια τελευταία ματιά στον σωριασμένο αστυνομικό. Ο τοίχος είχε κόκκινο σπρέι από το αίμα του. Είχα αποφασίσει, δεν τον σιχαινόμουν πλέον. Λίγο πριν αποφασίσω αν έπρεπε να ελέγξω αν είναι ζωντανός, ένα χέρι με τράβηξε δυνατά από το μπράτσο.

‘Πάμε!’, φώναξε δυνατά μέσα από τη κουκούλα και βγήκαμε και οι δυό στο διάδρομο του υπογείου της Ασφάλειας.

‘Ποιος είσαι;’,  πρόλαβα να ρωτήσω τρέχοντας στο διάδρομο και προσπερνώντας σα σίφουνας τα κλειστά ή ανοιχτά γραφεία δεξιά κι αριστερά. Απάντηση δεν πήρα. Αντίθετα άκουγα πίσω μου την αυξημένη κινητικότητα, φωνές, τρεχάλες και ένιωσα τη καρδιά μου να βροντάει στο στήθος μου. Ο,τι κι αν ήμουν ως λίγο πριν, τώρα πάντως ήμουν φυγάς από ανάκριση στην Ασφάλεια.

Και υπήρχε και χτυπημένος αστυνομικός σε κάποιο δωμάτιο να αιμορραγεί.

Πως είχα μπλέξει έτσι ρε πούστη μου;

Και γιατί είχα εμπιστευτεί αυτό το μαύρο πάνθηρα που έτρεχε σα δαίμονας μπροστά μου; Τον ακολουθούσα όμως. Σαν τυφλός ή σαν υπνωτισμένος. Και έδειχνε να γνωρίζει πολύ καλά που πήγαινε.

Πολύ γρήγορα, και αφού με εκπληκτικές κινήσεις Κουνγκ Φου που θα ζήλευε ως και ο μακαρίτης ο Μπρους Λη, ακινητοποίησε έναν ένστολο και μια κοπέλα με πολιτικά που βρέθηκαν στο δρόμο μας, με οδήγησε στο γκαράζ.

Άρχισε να τρέχει ακόμη πιο γρήγορα και δεν μπορούσα να τον προλάβω. Ξαφνικά άκουσα πίσω μου ‘ακίνητοι!’, μια δυο φορές, ύστερα κάποιοι πυροβολισμοί και γω συνέχισα να ακολουθώ, όσο μπορούσα, τον κουκουλοφόρο Σπίντι Γκονζάλες που είχε φτάσει κιόλας σε μια γωνιά, είχε καβαλήσει μια μεγάλη μηχανή, την είχε βάλει μπρος και με περίμενε.

‘Τρέχα!’, μου φώναξε και δεν χρειαζόταν να το επαναλάβει.

Έφτασα στη μηχανή, καβάλησα πίσω του και ένιωσα όλες μου τις φλέβες σε συντονισμό να βροντάνε έτοιμες να σπάσουν. Τούτο το πράγμα το βίωνα πρώτη φορά στη ζωή μου και, δεν ξέρω, είχα αρχίσει να μεθάω… από την αδρεναλίνη ίσως;

‘Κλείσε τα μάτια σου!’, άκουσα την επόμενη διαταγή και δεν την ακολούθησα. Οι σφαίρες πέφτανε δίπλα μας, φωνές αστυνομικών, φιγούρες στα μπλε που πλήθαιναν ολόγυρα… ήμασταν μπλοκαρισμένοι, πως στο διάολο θα…

‘Κράτα με σφιχτά!’, ήρθε κι άλλη εντολή και σ’αυτή υπάκουσα ευχαρίστως. Έκανε τέτοιους παλαβούς ελιγμούς ο αναβάτης με τα μαύρα που λίγο έλειψε μια δυο φορές να εκτοξευτώ και να κοπανηθώ σε καμιά κολώνα ή να τσακιστώ σε κανένα σταθμευμένο αυτοκίνητο.

Και ξαφνικά φως!

Δεν ξέρω πως τα κατάφερε αλλά μέσα σε λίγα λεπτά βρισκόμασταν σε κεντρική λεωφόρο της Αθήνας να τρέχουμε σαν τρελές μετενσαρκώσεις του Βαλεντίνο Ρόσι ανάμεσα στα αυτοκίνητα, να παραβιάζουμε καμιά ντουζίνα διατάξεις του ΚΟΚ και όλο τούτο να έχει επιφέρει μια πρωτόφαντη, ηδονική, κατάσταση στο σώμα και στο μυαλό μου! Γρήγορα διαπίστωσα ότι είχα στύση! Και πως η φρενήρης αυτή διαφυγή με είχε αναστατώσει με έναν τρόπο που δεν επιθυμούσα να τελειώσει!

Με δυο λόγια, το γλεντούσα με τη ψυχή μου!

Το τέλος του… σιρκουί ήταν σε κάποια ερημική αποθήκη, σε ένα νότιο προάστιο της Αθήνας. Υπήρχαν ένα δυο αυτοκίνητα παρκαρισμένα, κάποιοι σωροί από κούτες, ένα τραπέζι, δυο καρέκλες και ένα μικρό εσωτερικό δωμάτιο σαν φυλάκιο.

Ο τρελός μου ‘φίλος’ μου έδειξε τις καρέκλες και χωρίς να βγάλει τη κουκούλα του απομακρύνθηκε προς το δωμάτιο.

Τα πόδια μου, τα χέρια μου, τα χείλη μου έτρεμαν, είχα ταχυπαλμία, νόμιζα πως θα σωριαστώ κι όμως, αισθανόμουν περίφημα, είχα μια εσωτερική ανάταση απίστευτη, είχα βιώσει μια εκστατική εμπειρία που ακόμα τροφοδοτούσε με δονήσεις το σώμα και τη ψυχή μου.

Και τότε έπαθα το επόμενο σοκ!

Ο παλαβιάρης αναβάτης και σωτήρας μου… ήταν γυναίκα!

Στεκόταν μπροστά μου με κοιτούσε και χαμογελούσε…

Μια όμορφη κοπέλα με κοντά μαλλιά, ζεστό αν και λίγο περιπαικτικό χαμόγελο, που, έβαζα στοίχημα ό,τι είχα και δεν είχα, πως είχε τατουάζ μια πεταλούδα στη πλάτη της!

Εσύ!…’, ψέλλισα και θα πρέπει να ήταν εξόχως κωμικό το ύφος μου γιατί η κοπέλα έσκασε στα γέλια.

Μου έφερε μια μπίρα. Κάθισε δίπλα μου, άνοιξε και μια δική της και κατέβασε μια γουλιά.

‘Έλα, πιες…’, με προσκάλεσε και μου χαμογέλασε πάλι. Αυτή τη φορά πιο εγκάρδια.

Δίστασα μονάχα για μια στιγμή. Άρχισα ύστερα να γελάω κι εγώ, πήρα τη μπίρα μου και κατέβασα δυο γουλιές που έφτασαν ως τα έγκατα του είναι μου!

 

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και νυχτοπατώντας για να μην τη ξυπνήσω έφτασα ως το γραφείο. Στο τοίχο, πάνω δεξιά, είδα την αγαπημένη μου φωτογραφία.

Αυτή που είχε παίξει τον πιο καθοριστικό ρόλο για να συνδέσουμε τις ζωές μας τα τελευταία πέντε χρόνια.

Ήταν καθιστή.

Το όμορφο, αγαπημένο κεφάλι γυρισμένο προς τα δεξιά.

Κάτι κοιτούσε.

Φαινόταν μονάχα γυμνή η όμορφη πλάτη της.

Και πάνω απλωνόταν ζωγραφισμένη μια μεγάλη πεταλούδα..

Κράτησα την φωτογραφία στα χέρια μου, της έδωσα ένα απαλό φιλί, σκούπισα τα δάκρυά μου και την έβαλα στη θέση της.

 

 

* * *