ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Άνοιξη του ‘45
(Αποσπάσματα από ένα φανταστικό ημερολόγιο)
…Δυόμισι εκατομμύρια άνθρωποι μας απειλούν… δυόμισι εκατομμύρια οικογένειες προσδοκούν ένα γρήγορο τέλος, ένα τέλος πάνω από τα σώματά μας, προσδοκούν το θάνατό μας. Με τα μαύρα, πεινασμένα μάτια τους, δεν μας βλέπουν ηττημένους, μας βλέπουν κιόλας νεκρούς. Γιατί εμείς τους φέραμε το Χάρο πάνω απ’τα κεφάλια τους, εμείς τους αρπάξαμε τα αγόρια απ’τα σπίτια και τα σωριάσαμε κουβάρια σε φριχτές χωματερές στο Στάλινγκραντ και στο Χάρκοβο και στο Λένινγκραντ και αλλού. Εμείς βιάσαμε τα κορίτσια τους και εμείς σπάσαμε στους τοίχους τα κεφαλάκια των μικρών παιδιών τους. Εμείς τους φέραμε το θανατικό και τη τρέλα. Και τώρα, δυόμισι εκατομμύρια Ρωσομογγόλοι αφιονισμένοι, αγριεμένοι και γεμάτοι εκδίκηση, περιμένουν ένα σήμα για να διαβούν τον ποταμό Όντερ και να μας πνίξουν στο αίμα μας…
…Τούτη η Άνοιξη δεν μοιάζει με καμιά άλλη…
…Μας λένε να μην φοβόμαστε, μας λένε ότι το Ράιχ δεν πέθανε, είναι ανίκητο, δεν θα λυγίσει ποτέ κάτω από τις βρομερές ερπύστριες των πεινασμένων Ρώσων. Μας λένε πως ο Φύρερ δεν θα μας εγκαταλείψει, πως ετοιμάζει τα μυστικά του όπλα και θα συντρίψει τον Ζούκοφ και τον Κόνιεφ και τους Αμερικανούς που κοντοζυγώνουν στην πρωτεύουσα. Μας λένε να μην φοβόμαστε γιατί ο Φύρερ υποσχέθηκε ένα ένδοξο μέλλον για τα παιδιά μας και ως σήμερα τις κράτησε όλες τις υποσχέσεις του…
…Μέχρι προχτές μας βομβάρδιζαν οι Σύμμαχοι. Τώρα μας λιώνουν και οι Σοβιετικοί. Πόσο θα αντέξουμε; Όμορφο Βερολίνο, μοιάζεις πια με ένα κακάσχημο φάντασμα και δεν γοητεύεις κανέναν. Μακάρι να μην σε είχε δει κανείς στις δόξες σου…
…Τέλη Απρίλη. Αύριο, μεθαύριο θα δούμε κι εμείς τα φοβερά Ρώσικα τανκς. Μα δεν με απασχολεί πια τίποτε άλλο εκτός από την πείνα. Είδα την Ματίλντε σήμερα τουμπανιασμένη στο δρόμο. Με δυσκολία τη γνώρισα έτσι όπως είχε παραμορφωθεί. Η Μάτι… που ήταν η πιο ροδαλή στη γειτονιά κι όταν ο πατέρας της έκανε την γιορτή των αρραβώνων της με τον Κουρτ που υπηρετούσε στα τανκς του Γκουντέριαν, όλοι της έλεγαν να χάσει κανένα κιλό για να είναι πιο όμορφη. Και πέθανε από την πείνα. Κατέρρευσε ξαφνικά στη μέση του δρόμου και δεν την μάζεψε κανείς. Μα κι εγώ δεν νομίζω πως θα αντέξω για πολύ. Μακάρι να φύγω στον ύπνο μου, όσο μπορεί να κοιμηθεί κανείς δηλαδή μέσα στους βομβαρδισμούς…
…Είμαι η Μαρία Νόισλερ, του Φράντς και της Ελένα, να το επαναλαμβάνω συνέχεια, να μην ξεχάσω ποια είμαι, είμαι η Μαρία Νόισλερ, 20 ετών, κόρη του Συνταγματάρχη Φραντς Νόισλερ που χάθηκε στο Στάλινγκραντ μαζί με την 6η Στρατιά του Πάουλους και της Ελένα Νόισλερ που χάθηκε στο Κένινγκσμπεργκ όταν μπήκαν οι Ρώσοι και κανείς δεν ξέρει που είναι… αχ, μητέρα που να βρίσκεσαι κι εσύ…
…Μέσα στις τρομερές παραισθήσεις που έχω από την εξάντληση, μου ήρθε στο σπίτι και ο μικρός Ράινερ, ο γιος του Ταγματάρχη Ρος. Μου ζήτησε να τον κρύψω γιατί τον κυνηγούν από την Διοίκηση επειδή τον βρήκαν να κρύβεται σε κάτι χαλάσματα στην Βίλχελμστράσσε. Τι ζητούν από ένα 15χρονο παιδί; Να γίνει ολοκαύτωμα για το παραλήρημά τους; Έτσι κι αλλιώς όλα έχουν τελειώσει. Ευτυχώς ο μικρός μου έφερε λίγο ψωμί και ζάχαρη και θα συνέλθω. Αποφάσισα να τον κρατήσω στο σπίτι. Οι Ρος ήταν φίλοι του πατέρα. Κι ό,τι γίνει. Άλλωστε, δεν με ενδιαφέρει πια…Τίποτα δεν μ’ενδιαφέρει πια… Με δυσκολία γράφω και τούτες τις γραμμές. Για ποιον άραγε;…
…Τρία κτήνη βίασαν την κυρία Βέρνερ, του 3ου πατώματος. Μπροστά στο παιδί της. Κι ύστερα της έχωσαν μέσα της μια μολότωφ και την έκαψαν ζωντανή, γελώντας απαίσια. Κτήνη, βάρβαρα γουρούνια! Όλες οι γυναίκες βάζουν κάρβουνο στο πρόσωπο και μαντήλια στα κεφάλια τους για να μην δίνουν στόχο στα μεθυσμένα ανθρωποειδή του Στάλιν αλλά δεν μπορεί τίποτα να σε φυλάξει από το κακό. Ώστε αυτά που ακούγαμε για το Κένινγκσπεργκ είναι αληθινά. Θεέ μου, ας μην δείξει ο διάβολος την δική μου πόρτα στα κτήνη αυτά…
…Ο μικρός Ρος είναι θησαυρός. Έκλεψε από τους Ρώσους λαρδί και ψωμί και λίγες σοκολάτες και αρχίζω να ελπίζω πως θα τα καταφέρουμε. Μάθαμε ότι ο Φύρερ έδωσε τέλος στη ζωή του μαζί με την Εύα Μπράουν, στο Φύρερμπούνκερ. Μετά τους έκαψαν στον κήπο της Καγκελαρίας. Κανείς δεν έδωσε σημασία. Κανείς δεν δίνει πια σημασία σε όσα λένε από δω κι από κει. Ίσως να είναι ψέματα. Ο κος Μέλτερ, ο συγγραφέας, μου είπε πως είναι αδύνατον ένα ανθρωπάκι όπως ο Χίτλερ να βρήκε το κουράγιο να αυτοκτονήσει. Σίγουρα το έσκασε μαζί με το χρυσάφι των Εβραίων και θα ζήσει ζωή χαρισάμενη σε κάποια άλλη ήπειρο, μακριά από όλους και απ’όλα. Και δεν θα τον βρούμε ποτέ. Ίσως μάλιστα να είναι σχέδιο των Εγγλέζων και του Τρούμαν. Δεν ξέρω τι είναι αλήθεια και τι ψέματα. Το μόνο που ελπίζω είναι να σταματήσουν οι βόμβες και οι οβίδες να σκάνε στα κεφάλια μας. Να συνθηκολογήσουμε, επιτέλους, να συνθηκολογήσουμε…
…Έχω φτάσει πια στα όριά μου. Δεν αντέχω άλλο, με δυσκολία περπατάω. Ο μικρός Ρος εξαφανίστηκε, μαζί και η λίγη τροφή που μας εξασφάλιζε. Το απόγευμα χτύπησαν την πόρτα, δεν ξέρω ποιοι ήταν, δεν επέμειναν. Ίσως να ήταν Ρώσοι που ψάχνουν για κρυμμένους στρατιώτες. Ήμουν ξαπλωμένη, δεν σηκώνομαι για κανέναν λόγο πια. Το ξέρω πως θα πεθάνω εδώ, σ’αυτό το κρεβάτι, το κρεβάτι που κάποτε κοίμιζε τον αδελφό μου πριν χαθεί σε κάποιο σκοτεινό βυθό στα υποβρύχια. Είναι πιο ωραία εδώ από το δικό μου δωμάτιο που έχει μισογκρεμιστεί. Τίποτε δεν έχει μείνει πια από το σπίτι. Κι αν ζήσω ακόμα δεν θα έχω τίποτα να περιμένω. Καλύτερα να πεθάνω. Πάνω στο κρεβάτι αυτό…
…Και ξαφνικά τόση ησυχία…
…Ακούω από τα μεγάφωνα τις φωνές σαν να είναι μέσα σε σπηλιά… Να παραδοθούν όσοι ακόμη πολεμούν, συνθηκολογήσαμε, περιορισμοί στην κυκλοφορία. Δεν θα υπάρξουν άλλοι βομβαρδισμοί. Μαρία Νόισλερ, είσαι τυχερή, είσαι ζωντανή! Κι όμως, δεν γλίτωσες…
…Οι τελευταίες μου σκέψεις είναι για τον Τόνι, τον καλό μου γαλανομάτη αγαπημένο των εφηβικών μου χρόνων στην Φρανκφούρτη, στο σπίτι της γιαγιάς Έλσας… Θέλω να χαθώ μέσα στο μεγάλο, φωτεινό του χαμόγελο καθώς με κοιτούσε, με αγκάλιαζε και με φιλούσε. ‘Μαρία θα σε παντρευτώ μια μέρα’, μου έλεγε και τον κορόιδευα. Δεν πρόλαβες Τόνι, χάθηκες κι εσύ στον Βόλγα κάποιο πρωινό από μια σφαίρα ενός ελεύθερου σκοπευτή που διαπέρασε το κράνος σου και σε άφησε στο τόπο… Ούτε κι εγώ πρόλαβα Τόνι. Δεν με βρήκε η σφαίρα κανενός Ρώσου, δεν με νίκησε η πείνα και οι αρρώστιες, κι όμως νικήθηκα κι εγώ, έπεσα όπως το Βερολίνο, χαλάσματα κι ερείπια κι εγώ…
…Αντίο…