ΤΟ… ΣΑΠΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ

 

Όταν ήμουν παιδί και πρωτάκουσα τη περίφημη φράση ‘κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα’ είχα γελάσει με τη καρδιά μου. Πως μπορεί να κάθεται κανείς σε… οτιδήποτε αναμμένο; Εκτός κι αν είναι φακίρης. Ή εκτός κι αν…

-          Λοιπόν! Να αρχίσω την ανάγνωση;

-          Εεε..

-          Είστε αφηρημένος κε Μυκονιάτη; Μήπως σας απασχολεί κάτι; Να αναβάλουμε την ανάγνωση για μια άλλη μέρα;

Είχα ιδρώσει. Κοίταξα την μεσήλικη γυναίκα με το συντηρητικό ταγέρ και το αυταρχικό ύφος απέναντί μου και δεν μπορούσα να σχηματίσω τις λέξεις για μια στοιχειώδη και αξιοπρεπή απάντηση. Η εκδότρια με κοίταξε πίσω από τα γυαλιά ανάγνωσης που είχε κατεβάσει στην οστεώδη μύτη της. Μου θύμισε την Τασσώ Καβαδία, τη σπουδαία ηθοποιό που δεν την συμπάθησε ποτέ κανείς, κάτι που δικαίωνε βέβαια την ίδια στο ότι έκανε εξαιρετικά τη δουλειά της.

Τι δουλειά είχε τώρα η Καβαδία στην υπόθεση;

-          Εεε… συγνώμη… ναι, φυσικά, να αρχίσουμε και…

-          Ωραία λοιπόν! Ξεκινώ!

«Ήταν χειμώνας Ένας χειμώνας ακριβώς όπως όλοι όσοι είχαν περάσει στη ζωή μου. Παγερός και ατέλειωτος. Όπως οι εφιάλτες μου. Όπως οι μοναχικές μου βραδιές. Όπως οι σκέψεις μου. Οι σκέψεις μου που δεν με άφηναν ούτε λεπτό. Που δεν αθέτησαν ποτέ την τρομαχτική υπόσχεσή τους, να με μαστιγώνουν ανελέητα, αδιάκοπα. Κι αυτό συνέχιζαν να κάνουν, τούτο το βράδυ, σ’ αυτή την απόμερη, ξεχασμένη στάση λεωφορείων. Η συντροφιά τους προσπαθούσε να με κάνει να ξεχάσω το κρύο που με περόνιαζε. Μα δεν ήταν μια παρέα που είχα καλέσει. Κι οι απρόσκλητοι επισκέπτες που ξυπνούσαν απ' τα βάθη της μνήμης, δεν ήταν ποτέ τους καλοδεχούμενοι. Ήταν όμως εκεί... Άκουγα τις φωνές τους, ένιωθα το ειρωνικό τους χαμόγελο. Και το κρύο γινόταν ακόμα πιο αβάσταχτο.

Αρχές Δεκέμβρη, σ’ αυτή τη στάση, στη μέση του πουθενά, έξω απ' το χρόνο, έξω απ’ τoν. κόσμο. Ήμουν όρθιος. Κάπνιζα Κοίταζα περισσότερο την κάφτρα του τσιγάρου παρά τον σκοτεινό δρόμο. Ίσως αργούσε πολύ ακόμα το λεωφορείο... Χαμογέλασα πικρά. Ίσως να μην ερχόταν ποτέ κανένα λεωφορείο. Μα δεν βιαζόμουν. Είχα πολλά τσιγάρα ακόμα να ανάψω. Υπήρχαν χιλιάδες σκέψεις ακόμα να με επισκεφτούν. Και τότε την είδα. Όταν σήκωσα κάποια στιγμή το κεφάλι μου να αντικρύσω το τίποτα που με περιστοίχιζε. Ήταν κοντά μου, πολύ κοντά μου. Μια ακίνητη φιγούρα, λίγα μέτρα μονάχα πιο κει. Τα μακριά της μαλλιά, ριγμένα έξω απ' το παλτό της, αναδεύονταν όμορφα στον παγωμένο άνεμο. Ποιος ξέρει τι την είχε φέρει αυτή την ώρα σ’ αυτό το μέρος. Κι ύστερα χαμογέλασα πάλι. Ποιος ο λόγος να αναρωτιέμαι; Ήταν η ώρα των φαντασμάτων!

Πέταξα τη γόπα στο δρόμο. Φύσηξα το καπνό κι έγινε ένα με το χνώτο μου. Μια ριπή απ' τον βοριά που φρεσκάριζε συνέχεια, με ανάγκασε να χωθώ σχεδόν ολόκληρος μέσα στο μπουφάν μου. Εκείνη όμως δεν έκανε καμία κίνηση. Ήταν σιωπηλή, πάντα στην ίδια θέση. Σκέφτηκα να της προσφέρω ένα τσιγάρο. Ίσως να το είχε ανάγκη, ίσως να την έβγαζε απ' τις δικές της σκέψεις. Δεν το τόλμησα Ποτέ δεν θα το τολμούσα, το ήξερα Όπως χιλιάδες άλλα πράγματα στη ζωή μου.

Στο βάθος του δρόμου φάνηκε ένα ζευγάρι προβολείς. Οι δέσμες του φωτός έσκισαν την νύχτα Το όχημα έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα Δεν ήταν λεωφορείο. Το διαπιστώσαμε σύντομα όταν έφτασε αρκετά κοντά μας, για ένα ή δύο δευτερόλεπτα και λουστήκαμε στο φως από τις ισχυρές δεσμίδες των προβολέων. Τότε όμως μπόρεσα να δω το πρόσωπό της. Κι ύστερα, απότομα βυθιστήκαμε ξανά στο πηχτό σκοτάδι. Το μόνο που κατάφερα να κρατήσω μέσα μου ήταν τα μάτια της. Δυο μεγάλα, όμορφα μάτια Τίποτε άλλο. Ευχήθηκα σύντομα να περνούσε άλλο ένα αυτοκίνητο. Κι ύστερα άλλο, ώσπου να κρατήσω μέσα μου όλο το πρόσωπό της Μου άρεσαν αυτά τα μάτια. Ναι, μου άρεσαν και ήθελα να τα ξαναδώ.

Άναψα ακόμα ένα τσιγάρο. Βάλθηκα να την παρατηρώ. Ήταν αδύνατον να μένει συνέχεια ακίνητη και σιωπηλή. Ήμασταν τα μοναδικά πλάσματα τούτη την ώρα σε ακτίνα χιλιομέτρων, έκανε ένα θανατερό κρύο, δεν μπορεί, θα ένιωθε κάποια στιγμή την ανάγκη να μιλήσει, να πει κάτι, έστω και ανοησία Θα περίμενα Δεν μπορούσα άλλωστε να κάνω διαφορετικά.

Κι εκείνη η στιγμή ήρθε. Και δεν με αιφνιδίασε.

 "Συγνώμη ... έχετε καλή ώρα;"…»

 

-        ­Σχεδόν τέσσερις!

-        Τι είπατε;

Ευχήθηκα να άνοιγε η γη να με καταπιεί. Είχα απαντήσει σε ένα ερώτημα του κειμένου μου! Έμεινα κάποια αιώνια δευτερόλεπτα αιωρούμενος σαν ηλίθιος να δείχνω το ρολόι μου στην έκπληκτη γυναίκα.

-          Τι έχετε πάθει κε Μυκονιάτη; με ρώτησε και ακούμπησε τα γυαλιά της στο γραφείο.

Κακό σημάδι αυτό.

-          Εεε… τίποτα, απλά, αφαιρέθηκα προς στιγμήν και.., είπα σκουπίζοντας το μέτωπό μου με τρεμάμενο χέρι.

-          Και διακόψατε την ανάγνωση.

-          Δε θα ξαναγίνει. Το υπόσχομαι.

Η εκδότρια ξεφύσησε, έβαλε πάλι τα γυαλιά στη κοκκαλιάρικη μύτη της, μου έριξε μια τελευταία ματιά για να σιγουρευτεί ότι εκτός από κάθιδρος δεν είχα άλλα συμπτώματα αμηχανίας και παρέμενα στη θέση μου και συνέχισε.

 

«…Είχα για λίγο, βυθιστεί πάλι στο παρελθόν μου. Τα φαντάσματα είχαν αρχίσει ξανά να, ενσαρκώνονται. Η φωνή της τα έδιωξε για λίγο μακριά.

"Με συγχωρείτε, σας ρώτησα αν έχετε καλή ώρα. Μου φαίνεται ότι άργησε υπερβολικά το λεωφορείο".

Χαμογελούσε. Μόνο αυτό μπορούσα να διακρίνω στο σκοτάδι που μας τύλιγε. Ούτε καν την ώρα, δεν μπορούσα να δω. Άναψα τον αναπτήρα "Δώδεκα και μισή", της είπα και στο τρεμουλιαστό φως της φλογίτσας την διέκρινα καλύτερο. Το δέρμα της είχε τσιτώσει απ' το κρύο, τα μάτια της όμως έλαμπαν, ζεστά και μεγάλα. Το πέτρινο χαμόγελό της εξαφανίστηκε.

"Ευχαριστώ, φοβάμαι ότι δεν θα περάσει άλλο λεωφορείο. Τι λέτε;"

"Εεε... δεν ξέρω, ίσως ... πρώτη φορά έρχομαι σ’ αυτή τη περιοχή. Εσείς;" Δεν ξέρω γιατί την ρώτησα κάτι τέτοιο. Η φωνή μου πάντως δεν ακούστηκε αδιάκριτη.

'Ήρθα, επίσκεψη στην θεία μου. Άργησα όμως. Τι προτείνετε να κάνουμε τώρα; Δεν περνάει και κανένα ταξί! Ερημιά του Θεού είν' εδώ πάνω γαμώτο!"

Αισθάνθηκα κάποια μικρά σημάδια πανικού στη φωνή της. Δεν έτρεμε μόνο απ' το κρύο, αυτό ήταν σίγουρο. Η αλήθεια ήταν ότι είχα αρχίσει να αγριεύομαι κι εγώ. Κάπου μακριά ακούστηκαν ουρλιαχτά σκύλων. Άρχισε τώρα να βηματίζει νευρικά μπρος πίσω. Ύστερα από λίγο την άκουσα να μουρμουρίζει. Πάλευα μέσα μου να βρω μια λύση. Οι πιθανότητες να μας βρουν το πρωί ξυλιασμένους στο πεζοδρόμιο είχαν αυξηθεί επικίνδυνα.

"Είναι μακριά το σπίτι της θείας σας;", την ρώτησα τελικά.

"Είναι πολύ πάνω. Το σκέφτηκα κι εγώ. Αν δεν περάσει ταξί σε λίγο θα αναγκαστώ να της χτυπήσω την πόρτα, φοβάμαι ότι δεν θα με ακούσει όμως. Παίρνει ηρεμιστικά βλέπετε. Χριστέ μου, τι κατάσταση είναι αυτή!"

Ο πανικός είχε αρχίσει να την καταλαμβάνει τώρα

"Εδώ πιο π6νω είναι ένα σπίτι νομίζω", της είπα περισσότερο για να της διασκεδάσω τον πανικό, "ίσως αξίζει τον κόπο να .. "

"Και να μείνω μόνη μου εδώ πέρα; ... συγνώμη ... με καταλαβαίνετε όμως, έτσι δεν είναι;"

Είχε έρθει. πιο κοντά μου τώρα Με κοίταξε στο πρόσωπο. Δεν μπορούσα να διακρίνω το βλέμμα της. Το μόνο που έβλεπα ήταν ένα σκοτεινό περίγραμμα. Τα ουρλιαχτά και τα γαβγίσματα ακούστηκαν πιο δυνατά. Κάποια αγέλη σκύλων ήταν κάπου κοντά μας.

"Σας καταλαβαίνω δεσποινίς. Μην ανησυχείτε. Να, νομίζω ότι έρχεται ένα αυτοκίνητο.:.;"

Δυο νέες δεσμίδες φωτός φάνηκαν. Ξέχασα κάθε αναστολή και βγήκα στο δρόμο για ωτο-τοπ. Οι δεσμίδες της ελπίδας μας προσπέρασαν χωρίς δισταγμό. Το σκοτάδι ήρθε ξανά, αυτή τη φορά πιο τρομαχτικό, πιο αφιλόξενο.

Έβγαλα από το πακέτο μου άλλο ένα τσιγάρο. Της προσέφερα

"Όχι, ευχαριστώ ... μα, τι θα κάνουμε τώρα, μου λέτε, τι στο δ. .. ωχ, όχι, όχι Χριστέ μου!"

Δεν μπορούσα στην αρχή να τα διακρίνω. Άκουσα μονάχα τον πνιχτό ήχο από πολλά ζευγάρια πόδια που έτρεχαν πάνω στην άσφαλτο. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο δυνατά. Θα πρέπει να ήταν πάνω από δέκα ή δέκα πέντε σκύλοι. Και κατέβαιναν γοργά το δρόμο. Μας πλησίαζαν. Ένα απ’ αυτά άρχισε να γρυλίζει. Οι κοφτές, λαχανιασμένες ανάσες των υπολοίπων ακούγονταν ολοκάθαρα.

"Μείνε ακίνητη!", την διέταξα σχεδόν μην προσέχοντας ότι είχα περάσει στον ενικό. "Αν δεν τα πειράξουμε θα φύγουν", είπα περισσότερο για να πείσω τον ίδιο τον εαυτό μου.

Η κοπέλα έκανε ό,τι της είπα, δεν σταμάτησε όμως να μουρμουρίζει. Θα πρέπει να είχε. χάσει την ψυχραιμία της όμως δεν τολμούσε να κινηθεί. Η αγέλη έφτασε στη στάση. Ήταν περισσότερα από όσα τα υπολόγιζα. Ένας τεράστιος με κατακόκκινα μάτια άρχισε να γαβγίζει προς το μέρος μας. Ένιωσα το χέρι της να αγγίζει το μπράτσο μου.

"Χριστέ μου, Χριστούλη μου, κάν' τα να φύγουν, σε παρακαλώ, κάν' τα να φύγουν, δεν μπορώ!"

Άνοιξα την αγκαλιά μου και αμέσως χώθηκε μέσα της. Έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο μου. Έτρεμε ολόκληρη κι αμέσως σχεδόν την άκουσα να κλαίει. Είχε χάσει εντελώς τον αυτοέλεγχό της.

Ο μεγαλόσωμος σκύλος μας πλησίασε περισσότερο γρυλίζοντας, δείχνοντας τα δόντια του και ελέγχοντας κάθε αντίδρασή μας. Σχεδόν έβλεπα τα αηδιαστικά του σάλια να τρέχουν απ' το στόμα του. Ένας δεύτερος μας πλεύρισε από αριστερά και γρύλιζε επίσης. Οι υπόλοιποι έκαναν γύρους αδιαφορώντας για μας.

Εκείνη δεν σταματούσε να κλαίει. Ένιωθα το άρωμα των μαλλιών της που ακουμπούσαν το πρόσωπό μου, άκουγα την ανάσα της. Οι χτύποι της καρδιάς της θα πρέπει να είχαν σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ στη ζωή της. Όμως κι η δική μου ψυχραιμία δεν τα πήγαινε πολύ καλά.

"Mη φοβάσαι, θα φύγουν ... έλα, ηρέμησε", της ψιθύριζα συνεχώς και σε λίγο συνέλαβα τον εαυτό μου να την χαϊδεύει στην πλάτη. Αν μας έβλεπε κάποιος από μακριά θα πίστευε ότι ήμασταν ένα ζευγαράκι σε τρυφερές περιπτύξεις.

Και τότε, με μια ξαφνική κίνηση που θα πρέπει να ήχησε σαν αόρατο σήμα, το κοπάδι μάς εγκατέλειψε και χάθηκε στο σκοτάδι. Τα γρυλίσματα δεν σταμάτησαν τα ποδοβολητά όμως απομακρύνθηκαν. Εκείνη δεν απομακρύνθηκε από την αγκαλιά μου όμως παρά αρκετά δευτερόλεπτα μετά. Όταν συνειδητοποίησε προφανώς ότι λίγο πριν, ελάχιστα πριν, είχε χωθεί στην αγκαλιά ενός ξένου με αφορμή μια αγέλη αδέσποτων σκύλων!

''Σ' ευχαριστώ...", μου ψέλλισε σχεδόν χωρίς να με κοιτάζει.

Δεν της απάντησα. Κι η δική μου καρδιά ερχόταν σιγά σιγά στη θέση της. Βρισκόμασταν κι οι δυο σε μια φοβερή αμηχανία. Για κάμποσα λεπτά δεν βγάλαμε λέξη .. Εκείνη απομακρύνθηκε από μένα και ξαναπήγε στην θέση που είχε όταν την πρωτόδα.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή της ανακοίνωσα την απόφασή μου.

"Θα κατέβω προς τα κάτω. Θα περπατήσω μέχρι τη λεωφόρο. Από κει θα βρω ταξί. Γεια σου"

"Στάσου!", μου φώναξε πριν ξεκινήσω. "Ή λεωφόρος απέχει πάνω από δυο χιλιόμετρα!"

"Έχεις να προτείνεις τίποτε καλύτερο;"

Δεν μου μίλησε. Άρχισε να βρίζει την τύχη της και να στριφογυρίζει γύρω γύρω. Πάλευε να πάρει την πιο σωστή απόφαση.

"Συγνώμη", της είπα με στόμφο, "αλλά δεν μπορώ να μείνω όλη τη νύχτα εδώ πέρα περιμένοντας ταξί. Καληνύχτα"

Έκανα μεταβολή κι άρχισα μέσα στο σκοτάδι να κατηφορίζω τον δρόμο. Στο βάθος και προς τα κάτω αχνοφαίνονταν κάποια μικρά φωτεινά σημαδάκια. Θα αποτελούσαν την πυξίδα μου. Το κρύο χειροτέρευε και έχωσα όσο περισσότερο από το κεφάλι μου χωρούσε μέσα στο μπουφάν μου. Τα χέρια μου μέσα στις τσέπες διατηρούσαν μια αξιοπρεπή θερμοκρασία:.,»

 

-          Αρκετά. Αρκετά κε Μυκονιάτη. Ως εδώ…

Η μεσήλικη εκδότρια με το αυστηρό ντύσιμο, πέταξε τα γυαλιά στο γραφείο μάλλον κουρασμένη παρά εκνευρισμένη.

-          Μα... τι δεν σας άρεσε; έκανα την ανόητη ερώτηση.

Χρειάστηκαν κάμποσα δευτερόλεπτα για αποφασίσει με ποιο τρόπο θα μου σερβίριζε τη χυλόπιτα. Τελικά αποφάσισε να μου απευθυνθεί έτσι όπως δεν θα ήθελα ποτέ. Συγκαταβατικά.

-          Κοιτάξτε κε Μυκονιάτη, θα σας το θέσω ακριβώς όπως είναι: εμείς ζητούμε άλλα πράγματα. Δεν… δεν… δεν έχετε αυτό που… τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Είστε πολύ νέος ακόμα και ...

-          Μα τι εννοείτε, Αφού δεν προλάβατε να διαβάσετε παρά τρείς σελίδες! Μόλις τώρα ξεκινάει η δράση, διαμαρτυρήθηκα και η ένταση με είχε ‘ανεβάσει’.

-          Ποια δράση;      

-          Σε λίγο εμφανίζονται εξωγήινοι και απαγάγουν την κοπέλα και …

-          Καλά, καλά, εντάξει.. είπε και κούνησε τα χέρια της μάλλον για να με ξεφορτωθεί ανώδυνα και ήρεμα. Κάτι που με εξόργισε.

-          Αφήστε το να το διαβάσω, όμως, πως να σας το πω .. , δεν με εντυπωσίασε η πλοκή. Και η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται.

-          Κατάλαβα Στον κάλαθο των αχρήστων θα πάει.

Η γυναίκα μαλάκωσε λίγο, σηκώθηκε από τη θέση της και έκανε το γύρο του γραφείου.

-          Προσπάθησε να με καταλάβεις, πέρασε στον ενικό παρηγορίας. Είμαι εκδότρια, δηλαδή επιχειρηματίας. Τα βιβλία που δεν πουλάνε δεν εκδίδονται κιόλας Οι αναγνώστες μας είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί. Συγνώμη που είμαι τόσο σκληρή μαζί σου αλλά το προτιμώ από το να σου δώσω ψεύτικες ελπίδες.

-          Μάλιστα Ακόμα μια φορά τρώω πόρτα.

-          Μα δεν έχεις τίποτε άλλο να μου δείξεις; Σου υπόσχομαι να το διαβάσω. Μυ επιτρέπεις τον ενικό έτσι; Σε συμπάθησα θέλω να σου δώσω ειλικρινά μια ευκαιρία ακόμα όμως ... 

-          Πάντως, αν θέλετε να. ξέρετε τη γνώμη ενός αναγνώστη σας, τα δυο τελευταία βιβλία του Στυλιανού που τον έχετε περί πολλού ήταν μια κρυάδα και μισή! διαμαρτυρήθηκα πάλι και είχα γίνει σα παντζάρι.

-          Μου φαίνεται ότι έχεις εκνευριστεί και ...

-          Μα, στο ένα φαινόταν κι από τον τίτλο. "Τέσσερις φρατζόλες και δύο κουλουράκια", έλα Χριστέ και Παναγία! Ούτε ο Μαμαλάκης δεν έχει τέτοιους τίτλους στα βιβλία του. Πως το επιτρέψατε να εκδοθεί κιόλας, απορώ!

-          Φίλε μου, ηρέμησε και προσπάθησε να ...

-          Αμ η υπόθεση του βιβλίου; Το Νόμπελ της παράνοιας θα έπρεπε να του απονεμηθεί. Η ιστορία λέει, μιας κατσίκας που ήταν φανατική χαρτοπαίκτης καταχρεώθηκε, ύστερα άλλαξε φύλο κι έφυγε μετανάστης στην Μογγολία! Απορώ πως καταδεχτήκατε να εκδώσετε μια τέτοια ανοησία! Και πως δεν σας έβαλε και χέρι ο Τρεμόπουλος και οι άλλοι Οικολόγοι για την λογοτεχνική κακοποίηση της κατσίκας!!

-          Θα σε παρακαλέσω να…

-          Όσον αφορά το τελευταίο… πως το λέγανε το τελευταίο του ανοσιούργημα, καθίστε να θυμηθώ, α ναι! «Πως εγχείρισα το πόδι μου»! Αν είναι δυνατόν! Και ακούστε πλοκή. Ένας Εβραίος οδοντίατρος που γεννήθηκε στην Καστοριά αλλά ζει στην Κολωνία ερωτεύεται μια Γερμανίδα κρεοπώλη και αφού την απαγάγει, γιατί αυτή είναι παντρεμένη με ένα Πολωνό εκτιμητή λαθραίων χρυσών δοντιών, πηγαίνουν να ζήσουν στην Τσετσενία όπου και ασχολούνται πλέον με την διακόσμηση ορνιθοτροφείων!!! Πως δεν λιποθύμησα όταν το διάβασα δεν ξέρω. Έχω γερή κράση φαίνεται!

-          Κοίταξε φίλε μου, κατανοώ το γεγονός ότι ...

-          Όταν λοιπόν κα εκδότρια, προτιμάτε αυτές τις απίστευτες βλακείες από κάτι πιο σοβαρό και ενδιαφέρον όπως το δικό μου μυθιστόρημα τι να σας πω! Και δεν είμαι φίλος σας!!

-          Θέλεις να μιλήσουμε λοιπόν για το δικό σου μυθιστόρημα;

-          Να μιλήσουμε βέβαια!

Είχα πάρει φόρα και δεν με σταματούσε κανείς πλέον! Η δυσφορούσα γυναίκα κάθισε πάλι στη θέση της και αυτή τη φορά όχι σε αμυντική αλλά σε καθαρά επιθετική στάση.

-          Ας το κάνουμε λοιπόν. Και ας πάρουμε τον τίτλο κατ’ αρχάς. «Ιδροκοπημένα φραγκοστάφυλα», Τι σόι τίτλος είναι αυτός; Moυ εξηγείς;

-          Έχει βαθύ συμβολισμό που δεν μπορείτε να κατανοήσετε. Μόνο όταν διαβάσετε το έργο θα καταλάβετε.

-          Πες μου λοιπόν, τι πραγματεύεται το έργο σoυ. Σε ακούω με προσοχή.

-          Μάλιστα, είπα και καθάρισα το λαιμό μου. Πρόκειται λοιπόν για την ιστορία, την τρομερή και απίστευτη ιστορία δύο ανθρώπων, δύο δυστυχισμένων ανθρώπων, του Μίκλος Παντζάρι και της Κλίγκα Κατούροβνα οι οποίοι...

-          Και οι εξωγήινοι τι ρόλο παίζουν;

-          Οι εξωγήινοι;

-          Ναι, πριν μου ανέφερες ότι εμφανίζονται εξωγήινοι και απαγάγουν την κοπέλα. Έτσι δεν μού είπες;

-          Ακριβώς! Προσέξτε όμως! Οι εξωγήινοι αγνοούν ότι ο Μίκλος Παντζάρι έχει βγάλει τη Σιβιτανίδειο, Ηλεκτρολόγος και ότι μπορεί να τρυπώσει στα κυκλώματα του διαστημοπλοίου και να τα κάνει όλα ρημαδιό.

-          Ο Μίκλος;

-          Μάλιστα

-          Που έχει βγάλει Σιβιτανίδειο;

-          Ακριβώς.

-          Ας κρατήσω την υπομονή μου ...

-          Είπατε τίποτε;

-          Όχι, όχι, προχώρα Τι γίνεται μετά;

-          Μετά, αφού εξομολογείται τον έρωτά του στην Κλίγκα Κατούροβνα, της αποκαλύπτει το ευφυές σχέδιο απόδρασης που έχει συλλάβει. Η Κλίγκα προσπαθεί να τον συνετίσει, τρέμει για την ζωή του αλλά τελικά, αποφασίζει να τον βοηθήσει.

-          Πoυ έχει σπουδάσει αυτή; Στου Ξυνή;

-          Πως;

-          Λέω, αυτή δεν έχει βγάλει καμιά σχολή;

-          Και βέβαια. Έχει πτυχίο Ανωτάτης Μαγειρικής από Ιδιωτικό ΙΕΚ παρακαλώ! Και τότε ανακοινώνει στον Μίκλος ότι θα δηλητηριάσει τους εξωγήινους και μετά θα αποδράσουv!

-          Η Κλίγκα ...

-          Μάλιστα!

-          Η Κατούροβνα!

-          Μάλιστα!

-          Θα δηλητηριάσει τους εξωγήινους!

-          Ακριβώς. Επειδή έχει γνώσεις ανωτάτης μαγειρικής, σκέφτεται να ρίξει σογιέλαιο στο φαγητό των εξωγήινων.

-          Σογιέλαιο ε;

-          Ναι. Το σογιέλαιο είναι δηλητήριο για τους εξωγήινους. Σε αντίθεση με το παρθένο ελαιόλαδο. Και τότε ...

-          Αει στα τσακίδια παιδί μου!

-          Πως; Δεν σας εννόησα!. 

-          Είπα ΑΕΙ ΣΤΑ ΤΣΑΚΙΔΙΑ ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥ! Και πάρε μαζί σoυ κα τον Παντζάρι και την Κατούροβνα και να μην σε ξαναδώ εδώ μέσα, το άκουσες! ΝΑ ΜΗΝ ΣΕ ΞΑΝΑΔΩ! 

-          Μα, διαμαρτύρομαι!

-          Βρε ουστ! Όλοι οι τρελοί σε μένα μαζεύεστε! Έξω, ψυχάκια, ΈΞΩ!

 

ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΤΕ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ, ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΠΗΓΕ ΧΑΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΠΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ. ΤΑ ΒΡΟΜΕΡΑ ΔΙΑΠΛΕΚΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΕΔΡΑΣΑΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΟΜΩΣ, ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΘΑ ΛΑΜΨΕΙ Η ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ MYKONΙAΤΗΣ ΘΑ ΛΑΒΕΙ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ!