Το Υπόμνημα

 

Π

ίσω από τη γυναίκα υψωνόταν μια τεράστια αφίσα. Ο νεαρός την ψηλάφισε με το βλέμμα του. Στο κέντρο δέσποζε ένας ηλικιωμένος άντρας που φορούσε ένα ακριβό κοστούμι κι ένα φτηνό χαμόγελο. Είχε ανοιχτά τα χέρια του σαν χαρούμενος οικοδεσπότης που καλοδέχεται στο σπίτι του τον οποιοδήποτε. Ξένο ή γνωστό. Νέο ή γέρο. Άντρα ή γυναίκα. Αδιάφορο. Η αγκαλιά του χωρούσε τους πάντες, η εταιρία του το ίδιο.

 

«Είναι αρκετά ασυνήθιστο όλο αυτό»

 

Η γυναίκα κρατούσε στο δεξί της χέρι τη σελίδα και στο αριστερό μια ακριβή πένα mont blanc. Την πένα την κρατούσε πιο σφιχτά, τη σελίδα ήταν έτοιμη να την πετάξει σαν περιττό σκουπίδι. Αν μπορούσε θα το έκανε αμέσως.

 

Ο νεαρός κατέβασε το βλέμμα από τον προικισμένο σε χυδαιότητα καπιταλίστα της αφίσας και ακούμπησε το πρόσωπο της γυναίκας. Όχι πάνω από πενήντα ή πενήντα πέντε. Έντιμα χαρακτηριστικά, μεσογειακά, αυστηρά αλλά όχι απωθητικά. Το χαμόγελό της κάποτε θα είχε κάψει καρδούλες πριν το εξορίσει οριστικά από το εταιρικό της πρόσωπο.

 

«Κύριε Μ… πέστε μου κάτι…»

 

Φορούσε μια από αυτές τις μπλούζες που δεν στοίχειωναν τη θηλυκότητα αλλά τόνιζαν την κυριαρχική σχέση αφεντικού δούλων. Για τους αποπάνω ήταν μια καλοπληρωμένη αποτελεσματική σκύλα. Για τους αποκάτω ήταν μια μισητή σκύλα. Δεν μπορούσε να δει τι φορούσε κάτω από τη μέση της. Το γραφείο τον εμπόδιζε. Μάντεψε. Σκληρή γκρι φούστα ως τα γόνατα. Λευκές χυτές γάμπες. Μαύρες γόβες στιλέτο. Για να καυλώνουν οι αποπάνω και να τρομάζουν οι αποκάτω.    

 

Κάτι του έλεγε…

 

«Πόσο καιρό εργάζεστε σε μάς;»

 

Ήταν από τις αναμενόμενες ερωτήσεις άνευ ουσίας αλλά απαραίτητες για να ρυθμίζεις την ανάσα σου. Σκέφτεσαι λίγο, παίρνεις το χρόνο σου, δίνεις χρόνο και στον άλλο να σκεφτεί. Είχε το ηλεκτρονικό της αρχείο ανοιχτό στο τάμπλετ της. Το πρώτο που είχε κοιτάξει ήταν το πόσο καιρό δούλευε ‘σε κείνους’.

 

«66 ημέρες»

 

Η απάντηση την ξάφνιασε. Έστριψε την ακριβή πένα στα ωραία της δάχτυλα με τα κόκκινα νύχια και ανέμισε τη σελίδα ελαφρά.

 

«Μάλιστα», είπε και αποφάσισε να του ρίξει ένα καλύτερο βλέμμα. Ο αποπάνω δεν σε κοιτάζει ποτέ. Κι αν σε κοιτάζει δεν σε βλέπει. Αν το κάνει θα ενθαρρύνει κι εσένα να το κάνεις. Τέτοια θάρρητα απαγορεύονται. Δια ροπάλου. Κρατάει από τους γαμημένους τους Φαραώ αυτό. Αν αρχίσει ο καθένας να βλεφαριάζει με την άνεσή του τον επί γης θεό της χώρας, τότε χαθήκαμε. Καλύτερα να σου βγει το μάτι. Ο αντιπρόσωπος του Αιώνιου είναι απρόσιτος. Ακριβώς όπως κι αυτό που αντιπροσωπεύει. Και που στέκεται σιμά σου είναι μια παραχώρηση, ένα δώρο.

 

«Κι έχετε καταλάβει μια θέση στην επεξεργασία αρχείων, σωστά;»

 

Η γυναίκα άλλαζε φωνή σιγά σιγά. Η ευγένεια του καλού πωλητή άρχισε να δίνει τη θέση της στην σκληρότητα του ανυπόμονου εργοδότη. Μου τρως χρόνο. Μπήκες στο κατάστημα, σουλατσάρισες, σε ανεχτήκαμε, δεν σε βλέπω να ψωνίζεις. Γι αυτό και σε βλέπω να ξεκουμπίζεσαι. Σιγά σιγά βέβαια, είμαστε πολιτισμένα κτήνη.

 

Πρόσεξε μια λεπτομέρεια από το μουστόγερα στην αφίσα. Είχε κι αυτός μια ακριβή mont blanc. Δεν την κρατούσε. Τη φορούσε στην τσέπη του πουκαμίσου του. Πώς δεν το είχε προσέξει πριν; Θα ορκιζόταν πως το σακάκι του γέρου ήταν κουμπωμένο. Τώρα έχασκε ορθάνοιχτο. Μια ανοιχτόχρωμη γραβατούλα κρεμόταν ως την αγκράφα της ζώνης του παντελονιού. Παράξενα πράγματα.

 

Πάλι η ανακρίτρια.

 

«Έτσι δεν είναι;»

 

Ο νεαρός κατένευσε αλλά δεν είπε ‘μάλιστα’. Το σκέφτηκε αλλά δεν το είπε.

 

«Έχετε κάποιο παράπονο από τα καθήκοντά σας;»

 

Οι ερωτήσεις δεν έμπαιναν στην ουσία. Θα νομίζεις πως θέλω να ‘σε γνωρίσω’. Πως είμαι φιλικός, πως είμαι η καλή εταιρία που σε προσέλαβε, που σε μάζεψε σχεδόν από το δρόμο, σε έχωσε σε μια τρύπα του ισογείου του μεγαλοπρεπούς μας κτηρίου για να ψηφιοποιείς τα αρχεία μας και να τσιμπάς μερικά ευρουλάκια το μήνα ίσα να μην λιμοκτονείς. Μας μισείς βέβαια, το ξέρουμε. Όμως κι εμείς σε μισούμε. Όχι εσένα προσωπικά. Εσύ δεν υπάρχεις. Όλα όσα αντιπροσωπεύεις. Αν μπορούσαμε θα σε συνθλίβαμε σαν κατσαρίδα κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μας. Όμως κάποιος πρέπει να είναι ο σκουπιδιάρης, ο ντιλιβεράς, ο χαμάλης… ο αρχειοθέτης… Μας μισείς και σκύβεις το κεφάλι όταν συναπαντιόμαστε στο δρόμο. Σε μισούμε και απολαμβάνουμε το προσκύνημά σου. Έντιμη σχέση, καθαρή. Τι θέλεις τώρα;

 

«Γιατί δεν επικεντρωνόμαστε στο Υπόμνημα;»

 

Η γυναίκα πάγωσε. Τέτοιο θράσος δεν το περίμενε. Η έκφρασή της έδειχνε πως σύντομα θα παρατούσε και τα τελευταία προσχήματα μεγαλοαστικής ευγένειας και θα ριχνόταν σαν πεινασμένη λέαινα στο άμοιρο θύμα της. Θα του ξέσκιζε ηδονικά τις σάρκες. Θα τον ξεκοίλιαζε. Θα τον ξεκοκάλιζε.

 

«Θα επικεντρωθούμε εκεί που επιθυμώ και όταν το επιθυμώ», του απάντησε κοφτά. Είχε αρχίσει να θυμώνει.

 

Δίπλα στον άντρα της αφίσας υπήρχε ένα νεαρό ζευγάρι. Δεν τους είχε δώσει καμιά σημασία πριν. Νιόπαντροι μάλλον. Στέκονταν κοντά του αλλά δεν τον ακουμπούσαν. Χαρούμενοι, ευτυχισμένοι με αλκυόνεια χαμόγελα και τέλειες οδοντοστοιχίες. Τι χονδροειδές ψέμα. Ποιος φτωχός άνθρωπος έχει τα φράγκα για τέτοιες πολυτέλειες; Θα ήθελε να καγχάσει αλλά δεν το έπραξε. Όχι πως φοβόταν τη γυναίκα. Ούτε πως τη σεβόταν καν. Όμως δεν ήταν η ώρα. Όχι ακόμη. Την άφησε να βράσει λίγο στο ζουμί της. Του άρεσαν οι θυμωμένες γυναίκες. Στη σεξουαλική μάχη βέβαια. Στο σαρκικό πόλεμο. Το πανάρχαιο σπορ. Ναι, του άρεσαν. Κι όταν δεν ήταν στη φύση τους, τις θύμωνε εκείνος. Τις πείραζε, τις ταπείνωνε, τις εξόργιζε. Όταν η γυναίκα θυμώσει πολύ η περιοχή της έχει μια άλλη οσμή. Το είχε μελετήσει, το ήξερε, τον έφτιαχνε. Τις γυναίκες ‘γατούλες’ τις απεχθανόταν. Τις γυναίκες ‘συρρικνώνομαι για να χωράω στην αγκαλιά σου’ τις λυπόταν, τον εκνεύριζαν. Τις γυναίκες ‘Βάντα ντε Νουνάγιεφ’ τις λάτρευε.

 

Μέχρι να τους κόψει το κεφάλι.

 

«Ωραία λοιπόν, ας επικεντρωθούμε στο Υπόμνημα. Θέλετε να σας πω την πρώτη μου εκτίμηση; Πιστεύω ότι όταν το γράφατε ήσασταν… πώς να το θέσω… υπό την επήρεια ουσιών»

 

Νάτη, ερχόταν. Είχε βγάλει τα νύχια, είχε γωνιάσει τα μάτια, είχε ανοίξει το στόμα να φαίνονται οι κυνόδοντες στο σεληνόφως. Τον πλεύριζε τώρα. Ερχόταν σιγά σιγά προς το μέρος του. Πρώτα θα τον μύριζε, θα τον γευόταν με τις αισθήσεις της, θα απολάμβανε τον τρόμο του. Μετά…

 

«Γιατί αυτοκτόνησε ο πατέρας σας;»

 

Δεν βγήκαν λέξεις από τα χείλη του. Βγήκαν σφαίρες. Η πρώτη την χτύπησε στο τεντωμένο στηθόδεσμο, συνέθλιψε τη ρώγα και χώθηκε στο στέρνο της. Η ανάσα της κόπηκε, η πένα έπεσε από τα ωραία της δάχτυλα και κοπάνησε το γραφείο. Η δεύτερη έσκισε σαν βέλος τα ωραία της χείλια με το διακριτικό κραγιόν και πήρε τη λαλιά απ’το στόμα της. Την ‘έβλεπε’ να ανασαίνει αίμα.

 

Όχι, δεν θα την τέλειωνε τόσο γρήγορα. Ήταν στην αρχή ακόμα.

 

«Τι… τι είπες;»

 

Να και ο ενικός. Άλλο ένα σκαλοπάτι προς τα κάτω. Σιγά σιγά το πράγμα έπαιρνε τη μορφή που ήθελε. Τη μορφή που έπρεπε.

 

Στην άλλη πλευρά της αφίσας, δίπλα από τους χαρούμενους ανθρώπους, ένα σπίτι. Όχι, ψέματα. Ένα σπιτικό. Ωραία αρχιτεκτονική, μεσογειακή, ανθρώπινη, ζεστή. Μεγάλος κήπος, ένα δέντρο, καλοκαίρι. Και ποιος δεν θα’θελε να ζει σε ένα τέτοιο σπιτικό; Με δυο ή τρία ‘κουτσούβελα’, ένα σκύλο, ζεστά Χριστούγεννα στο τζάκι, χορταστικά πρωινά και παιγνιδιάρες Κυριακές. Και γλυκά βέβαια. Χωρίς τη μυρωδιά απ’το γλυκό στο σαλόνι δεν κάνουμε τίποτα.

 

Πάλι στη γυναίκα. Την έξαλλη γυναίκα.

 

Άπλωσε το αριστερό της χέρι σε έκταση, έδειξε την πόρτα.

 

Έτρεμε όμως.

 

«Πηγαίν…»

 

«Η μητέρα σου τον μισούσε τον μπάσταρδο. Την απατούσε σχεδόν από την αρχή. Όχι πως δεν ήταν ωραία γυναίκα. Πιο όμορφη και πιο καυλιάρα απ’όσο ήσουν ποτέ εσύ κι απ’όσο θα γίνεις ποτέ. Όμως ήταν άπληστος ο αλήτης. Ήθελε να γαμάει. Γενικώς. Να γαμάει. Τους πελάτες, τους φίλους του, τις γυναίκες του. Και κάποτε στράφηκε να γαμήσει κι εσένα»

 

Το βλέμμα του νεαρού άλλαξε. Έγινε μια δέσμη αρχαίας φωτιάς που έπεσε στη φουκαριάρα τη λέαινα και παραλίγο να την απανθρακώσει! Το σοκ της γυναίκας ήταν τόσο μεγάλο που άρχισε να ξεροβήχει, να κρατάει το λαιμό της, να πασχίζει να καλέσει τους σεκιούριτι για βοήθεια.

 

Πέθαινε.

 

Δεν θα της επέτρεπε την πολυτέλεια.

 

Απέσυρε το βλέμμα του από πάνω της. Η γυναίκα τινάχτηκε προς τα εμπρός και χτύπησε το κεφάλι της στο γραφείο. Το σώμα της τραντάχτηκε, τα μαλλιά της λύθηκαν, έβγαλε ένα παράξενο βόγγο.

 

Σάλιο έτρεχε από το ανοιχτό της στόμα και λέρωνε το Υπόμνημα.

 

Όχι ρε γαμώτο…

 

Ο νεαρός σηκώθηκε ήρεμα από τη θέση του. Με ευχάριστα, χορευτικά βηματάκια έκανε ένα γύρο και ήρθε πίσω από την πολυθρόνα της αναίσθητης γυναίκας. Με το δεξί του χέρι κατέβασε την εμετική αφίσα από τον τοίχο, την τσαλάκωσε και την πέταξε σε μια γωνιά μακριά. Έπειτα ασχολήθηκε με την… ανακρίτρια. Δεν ήταν η τυχερή της μέρα. Αλλά δεν έφταιγε αυτός. Δεν αποφάσιζε αυτός για τα Υπομνήματα. Αυτός απλά τα συνέτασσε. Και τα παρέδιδε την κατάλληλη στιγμή στους αποδέκτες.

 

Έπιασε με το ένα του χέρι το κεφάλι της και με απαλές κινήσεις την επανέφερε να ακουμπά στην πλάτη της πολυθρόνας. Μια οσμή του έπνιξε τη μύτη. Ούρα. Η σκληρή διευθύντρια προσωπικού είχε κατουρηθεί πάνω της. Ποιος θα την αδικούσε;

 

Ένα κουμπάκι κίτρινο αναβόσβησε σε μια συσκευή στο γραφείο. Η γραμματέας της. Χμμ… ήθελε κι άλλο χρόνο. Πάτησε το κουμπί κι άλλαξε τη φωνή του.

 

«Τι συμβαίνει Λίνα;»

 

«Μου είχατε πει…»

 

«Μην με ενοχλήσει κανείς… για τουλάχιστον είκοσι λεπτά ακόμη», είπε και πάτησε το κουμπάκι ξανά.

 

Είχε μιμηθεί τέλεια τη φωνή της; Γέλασε βροντερά από μέσα του. Και βέβαια την είχε μιμηθεί τέλεια. Θα μπορούσε να τηλεφωνήσει ακόμη και στην κόρη της και να της μιλά επί ώρες χωρίς κανένα πρόβλημα.

 

Της έριξε μια ματιά. Είχε τα χάλια της η καημένη. Οι ρυτίδες είχαν κάνει την εμφάνισή τους και το πρόσφατο ακριβοπληρωμένο μπότοξ είχε πάει στράφι. Της μάζεψε τα μαλλιά, της έφτιαξε τη μπλούζα, την τακτοποίησε στην ωραία της πολυθρόνα. Μετά της άγγιξε το κεφάλι σε κάποια συγκεκριμένα σημεία. Δεν πήρε πολύ.

 

Όταν η γυναίκα συνήλθε, είχε έναν ελαφρύ πονοκέφαλο. Το βλέμμα της ήταν ακόμη κάπως θολό, τα είδωλα ασταθή. Σύντομα διορθώθηκε κι αυτό.

 

Η μυρωδιά από τα ούρα όμως την αιφνιδίασε.

 

Απέναντι της είδε έναν νεαρό που καθόταν σα βρεγμένη γάτα στη θεσούλα του και την παρακολουθούσε με ειλικρινές ενδιαφέρον.

 

«Είστε καλά;»

 

Η γυναίκα τακτοποίησε τα μαλλιά της. Έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της και κοίταξε τη σελίδα που κρατούσε στο αριστερό της χέρι. Πίστευε πως στο δεξί κρατούσε και ένα στυλό αλλά δεν θυμόταν καλά.

 

«Να σας φέρω λίγο νερό;»

 

Ο νεαρός δεν περίμενε την απάντησή της. Στο τραπεζάκι δίπλα του υπήρχε μια κανάτα με φρέσκο νερό κι ένα ποτήρι. Το γέμισε και της το έδωσε.

 

«Νομίζω συνήλθατε», της είπε στοργικά.

 

Η γυναίκα ήπιε λίγο νερό, έβηξε ξανά, καθάρισε το λαιμό της. Πάλευε να οριοθετήσει τα πάντα μέσα της και γύρω της. Κάπου δεξιά της μια τσαλακωμένη αφίσα. Τι γύρευε εκεί;

 

«Τι… τι λέγαμε; Εννοώ… πριν…»

 

«Μου λέγατε πως συμφωνείτε με το Υπόμνημά μου και πως θα το προωθούσατε υπηρεσιακώς. Σήμερα κιόλας!»

 

Η γυναίκα έριξε μια αιφνιδιασμένη ματιά στη λευκή σελίδα. Την γύρισε μπρος πίσω επανειλημμένα. Δεν υπήρχε ούτε λέξη στο χαρτί! Μια λευκή σελίδα χαρτί!

 

«Μα… μα εδώ… δεν…», πήγε να ψελλίσει αλλά τη σταμάτησε ένας αιφνίδιος πόνος στους κροτάφους. Κάτι παράξενο συνέβαινε… κάποια δύναμη ερχόταν από την πλευρά αυτού του νεαρού… κάτι σαν δέσμη που την… την έκαιγε… έκαιγε την ψυχή της…

 

«Ναι… ναι, όλα εντάξει», είπε και μονομιάς ο πόνος έπαυσε και όλα ηρέμησαν. Πήρε ανάσα.

 

«Θα το… προωθήσω υπηρεσιακώς… βέβαια…», είπε και ξαφνικά ένιωσε μια παρουσία δίπλα της. Πίσω από το κεφάλι της. Σήκωσε το βλέμμα της. Ο νεαρός ήταν πάντα καθισμένος στη καρέκλα του και χαμογελούσε…

 

«Σύντομα… θα ξανάρθω…», ένιωσε περισσότερο παρά άκουσε τη φωνή…

 

Έκλεισε τα μάτια της και πάλεψε να πάρει άλλη μια βαθιά ανάσα. Η βαριά και αλλόκοτη αίσθηση γύρω της δεν είχε φύγει ολότελα. Είχε κι ένα σφίξιμο στο στέρνο. Κάτι είχε εισχωρήσει μέσα της. Σα να το είχε καταπιεί… Μόρφασε ένα χαμόγελο στο κουρασμένο της πρόσωπο και προσπάθησε να οργανώσει τον εαυτό της. Μια εντολή ήχησε μέσα της και στράφηκε στη συσκευή ενδοσυνεννόησης δίπλα της.

 

Έψαξε με το βλέμμα της το νεαρό. Δεν υπήρχε κανείς στο δωμάτιο.

 

Η νεαρή γραμματέας στο διάδρομο είδε το νεαρό άντρα να την πλησιάζει. Χαμογελούσε παράξενα και κρατούσε ένα στυλό στο χέρι του. θα ορκιζόταν πως ήταν ολόιδιος με την ακριβή πένα της προϊσταμένης της.

 

Ο νεαρός την κοίταξε σιωπηλός. Κείνη τη στιγμή χτύπησε η συσκευή.

 

«Λίνα…»

 

«Μάλιστα…»

 

«Έλα σε παρακαλώ… πρέπει να… να προωθήσουμε ένα υπόμνημα… είναι επείγον».

 

Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος. Έσφιξε την ακριβή μαύρη πένα στο χέρι του και γύρισε το σώμα του. Η έξοδος του ορόφου ήταν λίγα μέτρα μακριά του.