φλέβες
Ο πατέρας δεν ήξερε
να φυλάγεται απ’τις κακοτοπιές
ήρθαν ιδρωμένες οι μέρες
και τον άρπαξαν απ’το λαιμό
ήρθαν οι λεηλάτες του ονείρου
και του έσπασαν τις φλέβες
λοιπόν ο άντρας αυτός
αγνοούσε τις ειδοποιήσεις
τα λεκιασμένα πουκάμισα
τις ψεύτικες ασφάλειες
και περπατούσε
όρθιος
και όταν κρύωσε ο χρόνος
και ένιωσε την αύρα του θανάτου
στους καρπούς του
φίλησε τη γυναίκα του στο στόμα
χωρίς να της χαμογελάσει
ήπιε έναν ελληνικό καφέ
σκέτο
και αποχώρησε…
The Veil Redux