Κράκεν

 

(Παράξενα αρχιπελάγη)

 

 

Έρχομαι εδώ

Από μακρινές

Παράξενες θάλασσες

Είδα τόσα πολλά

Που δεν ορίζονται ακόμη

Κι από το πιο φιλόδοξο στερέωμα

Ανθρώπους ‘διαφορετικούς’

Ανθρώπους άδειους

Ανθρώπους μαγικούς

Λαούς και τόπους

Συναρπαστικούς

Αν ξεκινούσα να ιστορώ

τέλος η διήγηση δε θα’χε…

 

Έρχομαι ξανά

Από τις βόρειες θάλασσες

Που στα άπειρά τους βάθη

Λένε

Ζουν τα θηριώδη Κράκεν

Και στο άκουσμά τους μόνο

Τρομοκρατούνται ως και οι απόγονοι

Των Βίκινγκς

Στα φοβερά πλοκάμια τους

Τσακίστηκαν πλοία περήφανα

Στις σκοτεινές σπηλιές τους

Αναπαύονται αμέτρητοι σκελετοί

Γενναίων ναυτικών…

 

Έρχομαι πάλι

Από τα παράξενα, ωκεάνια αρχιπελάγη

Είδα τόσα και βίωσα

Που δεν χαρτογραφούνται από Κολόμβους εκατό

και χίλιους Μαγγελάνους

Ανθρώπους όμορφους

Ανθρώπους γελαστούς

Κι είδα ακόμη

Παιδιά με βλέμμα μελαγχολικό

Γέροντες αγριεμένους από τη μοναξιά

Γυναίκες που ρήμαξε η σιωπή

Ανθρώπους είδα ‘διαφορετικούς’

Και τόσο ίδιους…

 

Έρχομαι πίσω

Από τις παγωμένες θάλασσες των Κράκεν

Και έχω μαζί μου ένα πλούτος

Από χρώματα

Από γέλια

Από κλάματα

Από σπαραγμό

Από αηδία…

 

Έρχομαι πίσω

Από τις μυθικές ακρογιαλιές

Των Υπερβορείων

Ρούφηξε η ματιά μου

Τοπία πανέμορφα

Βουνά ομιχλώδη

Και λίμνες μαγικές

Κι ακόμα είδα

Κλειστά παράθυρα

Κλειστές ψυχές

Το φόβο για το θάνατο

Το φόβο για το Άπειρο

Την τρομερή παγκόσμια δίψα

Των ανθρώπων

Για ένα άγγιγμα

Για ένα φιλί

Την σκιά στο βλέμμα του πατέρα

Που θάβει το παιδί του

Τη σιωπή, το άχρονο

Στο πρωινό ξύπνημα του ήλιου

Πάνω από το καθημερινό άδικο…

 

Γύρισα πίσω

Από την Θούλη των Αποκρυφιστών

Κι έχω μαζί μου ένα θησαυρό ατίμητο

Δυο λέξεις πάνω σ’ένα κίτρινο χαρτί

Καλό ταξίδι

Ένα αγχωμένο σ’αγαπώ

Πάνω στα χείλη μου

Κληρονομιά του αρχαίου ρίγους

Στα μυθικά αρχιπελάγη των μοναχικών ψυχών

Όσων ακόμη επιμένουν

Να χαράσσουν θύελλες με το στεναγμό τους

Ανέμους να πλέκουν με τον σάρκινο αργαλειό

Της νιότης που εξαγόρασαν

Για ένα χωράφι ήλιο

Της φρίκης του μοναδιαίου ανύσματος

Που πάντα δείχνει το ίδιο τέλος

Για όσους

Έχουν το βλέμμα να αντέχει ακόμα

Και τη ψυχή

Να το στερεώνει

Με την υπέροχη ψευδαίσθηση της ζωής…