Όνειρα

 

 

Τα καλοκαίρια

σφάζαμε τη θάλασσα

πίναμε το άσπρο αίμα της

και κάναμε έρωτα

ώσπου να γίνει άηχη η απληστία μας

 

Από το μολυσμένο σώμα της

έρεε ανεμπόδιστο το ποτάμι του χρόνου

Ο πρώτος που την είδε νεκρή

ήταν Αυτός που φέρνει την Αυγή

την ήπιε με μια αβυσσαλέα δίψα

κι ύστερα σπάταλα τη ράντισε

στα πρωινά του ανθρώπου

 

Το φθινόπωρο

κάναμε ανίερες επικλήσεις

στους αρχαίους θεούς

τσακίζαμε το Ζαγρέα

πάνω στα βράχια

και η Κόρη

μας έδειχνε με προστυχιά

τους λευκούς μηρούς της

Οίκτο δεν είχαμε

και δεν ξέραμε καμιά αμυχή της ύπαρξης

με το πραγματικό της όνομα…

 

Εκείνος την αγάπησε

πιο πολύ απ’όλους μας

της έδωσε στα στήθια το αιώνιο γάλα

να μεγαλώσει τα βλάσφημα παιδιά του

της έδωσε το λίκνισμα της φθοράς

κι ύστερα την κλείδωσε για πάντα

στην ανάσα των βροτών…

 

Το χειμώνα

ικετεύαμε για λίγη αιωνιότητα

διψασμένα παιδιά

γυρνούσαμε στις αλάνες του απείρου

κανείς δεν είχε βλέμμα για μας

κι όταν απελπισμένοι πια

χτυπούσαμε τη πόρτα

στο Γέροντα – Δέντρο

εκείνος είχε πάντοτε για μας

μονάχα αλήθεια…

 

Η Άγνοια και η Πενία

ήταν οι τροφοί της

τη βύζαιναν κι οι δυο μαζί

από το στήθος της πρώτης

ρουφούσε όξινο αίμα

ενώ η δεύτερη

της έπλενε αργά το στόμα

με δάκρυα πικρής επίγνωσης

που ποτέ δεν έφτασαν

ως τα μύχια της ψυχής της…

 

Την Άνοιξη

κλαίγαμε για τις νοσηρές ιαχές μας

στη θεά με τα επτά πέπλα που ερχόταν

κλείναμε την πόρτα

κι ετοιμαζόμασταν

να συμφιλιώσουμε

ξανά

το αχώρητο με το ενσαρκωμένο

 

Ο ερμαφρόδιτος

ήταν ο πατέρας

που λιμοκτονούσε από την πρώτη Αρχή

για λίγη αγάπη

κι όταν την γέννησε

την έσφιξε τόσο δυνατά στα χέρια του

που το βλέμμα της χύθηκε απ’τις κόρες

κι έλουσε βροχή από όνειρα

τον ύπνο των ανθρώπων…

 

 

 

Lines world

© Andrey Narchuk

Late spring. The first lily rise to the surface.