Ανοίκειο

ήταν καιρός τώρα
που άκουγε τα χτυπήματα
συνεχόμενα
δυνατά
και σταθερά
στον ύπνο του
στον ξύπνιο του
χτυπήματα
χτυπήματα
λες κι ένα θεόρατο σφυρί
έχωνε καρφιά σε κάποιο πελώριο στέρνο
 
κάθε μέρα
ολοένα και πιο δυνατά
ολοένα και πιο επίμονα
 
κάποτε
ξύπνησε με αίματα
λίμνες με αίματα
γύρω απ’το κεφάλι του
το βλέμμα του δεν είχε τόπο
τα χέρια του δεν τολμούσαν να γραπώσουν
το σώμα του μια προέκταση του αίματος
 
κάποια μέρα
ξύπνησε
και οι παλάμες
είχαν καρφωθεί στα πλευρά του
τα σφυρά του
είχαν καρφωθεί στο κενό
 
κάποια μέρα ξύπνησε η ψυχή του
μές στο κρανίο του
είχε καρφωθεί στο έδαφος
σ’ένα έδαφος σκληρό
και μαύρο
 
όταν τον έπιασε εκείνο το γέλιο του τρελού
και η ανάσα του μπερδεύτηκε
με το ουρλιαχτό του πανικού
ήταν πολύ αργά
 
το τελευταίο καρφί
ορμούσε ολόισια στο μέτωπο
θα άκουγε πάλι το γνώριμο ήχο απ’το σφυρί
που θα έδινε το ύστατο χαίρε
στον ολοζώντανο
αφρώδη εφιάλτη του
 
μέσα στο μυαλό του
γεννιόταν ένας παιδικός ήλιος
που χαμογελούσε!
και μια παράξενα όμορφη θάλασσα που χόρευε
δρόσιζε τα χείλη του με όνειρο…
 
στο κάτω κάτω
δεν χρειαζόταν πια τα βήματά του
δεν χρειαζόταν το βλέμμα του
δεν χρειαζόταν τον έρωτα
 
εκείνο το χτύπημα καθυστερούσε…
και την πληρότητά του
είχε μοχθήσει τόσο
να την προσδοκά…
 
 



The Deceiver