Τσιγάρα που δεν καπνίστηκαν ποτέ
Σήκωσε το φως
όλο το μολυσμένο έρεβος
ν’αποκαλύψει ένα παλάτι
από στοιχειωμένα χτες
τυχοδιώκτες κόκκοι από άστρα
πυρήνες ήλιοι
πεθαμένοι από αιώνες
χορεύουν ξεδιάντροπα
μπροστά στα μάτια μου
ακούω τον συριγμό της νύχτας
ακούω το λιπαρό φως
το ρίγος απ’το αείποτε
που στερεώνει δοκάρια
σε μια ξεδοντιασμένη οροφή ονείρων
πάνω απ’το κεφάλι μου
δεν βλέπω πια
δεν υπακούω στο Εν
δεν με αφορά η σωτηρία
η απώλεια
το τράνταγμα οστών αγίων
ή ληστών
που έχουν σκουριάσει πια
που έγιναν φωλιές
για ανταύγειες κίβδηλες
Σήκωσε ράθυμα ο ήλιος
όλο το κλειδωμένο χτες
κι εγώ στηρίζω με την πλάτη μου
το λερωμένο τοίχο
κουφάρια χρώματα
μια ταλαιπωρημένη ταμπακιέρα
με οχτώ τσιγάρα
που δεν καπνίστηκαν ποτέ
και τα γυαλιά σου
που ορφάνεψαν από πρόσωπο
και μάτια
και μου διηγείται αυτό το ψεύτικο αύριο
ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ
και ανασαίνω τη μορφή σου…