DEO NON FORTUNA
O Πυθαγόρας ανάμεσα στους Ακροατές του
Μάτια που τον κοιτούν με δέος
Ψυχές κρεμασμένες
Από το εκκρεμές της αποκάλυψης…
Σε μια χώρα γεμάτη κόκκινη ομίχλη
Γνωριστήκαμε αδελφέ μου
Σε μια παραλία που την έπλενε το δάκρυ σου
Κράτησα το χέρι σου
Αλλά έχασα την ακριβή ψυχή σου
Ο Πλάτωνας μέμφεται τον Αριστοτέλη
Για τη νεανική έπαρσή του
Υπάρχει ο κόσμος των ιδεών Σταγειρίτη
Μη κάνεις την άρνηση ιδεασμό
Και άνοιξε τ’αυτιά σου…
Σε ένα σπίτι από αλάξευτη πέτρα
Σε φιλοξένησα αδελφέ μου
Σε μια φυλακή μου αποκάλυψες το όνομά σου
Και με κοιτούσες μ’ένα βλέμμα από αίμα…
Ο Γαλιλαίος δίπλα στον Ισκαριώτη
Τα μάτια του πλημμυρισμένα από εγκατάλειψη
Τ’απαλά του χέρια
Η ζεστή φωνή του
Κάτω από τις ακίνητες ελιές
Η αιματίδρωση που τις ποτίζει με αθανασία
Κι αν ήρθα εγώ να σε οδηγήσω
Τώρα λοιπόν ακολουθώ εσένα
Σ’ένα χωράφι σπαρμένο από φωτιά
Ένιωσα την ανάσα σου αδελφέ μου
Κάτω από ένα μαρμαρωμένο βασιλιά
Με ασπάστηκες για τελευταία φορά
Ο Ιουλιανός λογομαχεί με τον Βασίλειο
Είναι το κράτος του Θεού σου πιο σκληρό
Από τη διδασκαλία του Γιού του
Θα στερεώσω πάλι τα αγάλματα
Τους ναούς θα γεμίσω από την αρχαία ενέργεια
Δε θα πεθάνω αγαπώντας το παράλογο
Σ’ ένα δάσος από σκοτωμένα πουλιά
Σε καλωσόρισα αδελφέ μου
Σε μια παγωμένη, αθέατη λίμνη
Μου έδειξες τη καρδιά σου
Και δεν σου’χε απομείνει στάλα συμπόνιας
Ο Μπόρχες συνομιλεί με τον εαυτό του
Μέσα σε ένα λαβύρινθο από λέξεις δύναμης
Όλα ξεκινούν από δω
Κι όλα εδώ θα καταλήξουν
Μονάχα που άρχισα νέος το ταξίδι
Κι όταν θα με συναντήσω πάλι
Θα είμαι ένας τυφλός γέροντας
Σ’ένα δωμάτιο νοσοκομείου
Ξεκούρασες τις φτερούγες σου αδελφέ μου
Πάλευα να σχηματίσω τις λέξεις
Απ’τ’άνυδρά σου χείλη
Πάλευα να στερεώσω τις ελπίδες μου
Στις σκιές απ’τ’ακροδάχτυλά σου
Έφυγες και η φωνή σου είναι μέσα μου
Χιλιετηρίδες την ακούω τώρα να με συντροφεύει
Και μόνος πια δε λέω ότι είμαι…