Εύθραυστος
Κάποτε γνώρισα έναν άνθρωπο
εύθραυστο
σαν την πρωινή δρασκελιά της θάλασσας
είχε δυο χέρια
σαν πήλινες προσευχές
ζεστά και όμορφα
μα φοβόσουν να τα σφίξεις δυνατά
μήπως και σπάσουν…
περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους
και άφηνε ίχνη ζωηρά
χαμογελούσε
και η ανάσα του ζωγράφιζε ξανά τον κόσμο
κοιτούσε με ένα βλέμμα
που είχε την αλήθεια του πόνου
και την ιερότητα του χώματος
περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους
και η ευγένειά του χαράκωνε τη χυδαιότητα
σαν το διαμάντι το γυαλί…
κι όμως
τούτος ο απλός ουρανός
έγινε μεγάλος και απέραντος
έγινε μικρός και αθέατος
μια μέρα
τούτος ο δροσερός καημός
ανάσανε μια τελευταία φωτιά
και από τους πνεύμονές του
ξεχύθηκαν τα μικρά παιδιά
του Απείρου
και αγκάλιασε την ύπαρξή του
δυνατά
πολύ δυνατά
κι έσπασε σε μικροσκοπικά
υπέροχα
αστέρια…