Φρανκενστάιν

 

 

Ο δόκτωρ Φρανκενστάιν είχε μνήμες

μέσα στη σιγηλή νομοτέλεια

της φρίκης που τον είχε αρπάξει

απ’τη ψυχή

και του ροκάνιζε τα κύτταρα της λογικής του

 

είχε όμως μνήμες

 

ενός αθώου κοριτσιού που έγινε γυναίκα

στην αγκαλιά του

ενός περαστικού που το βλέμμα του

είχε ολόκληρο

τον αρχαίο πόνο

ενός κοπρόσκυλου που κάποτε

μάζεψε απ’το δρόμο

και φρόντισε τις πληγές του

και το συνόδευσε

κλαίγοντας

ως τις τελευταίες του στιγμές…

 

Ο Βίκτορ Φρανκενστάιν

είχε μνήμες

 

καθώς ετοίμαζε τα ηλεκτρόδια

έλεγχε τις λυχνίες

προετοίμαζε το άψυχο κορμί

για το μεγάλο θαύμα της ζωής του

ζωή να τρέξει στο γυμνό του σώμα

από την τάση χιλίων κεραυνών

οι φλέβες να ζωντανέψουνε

η καρδιά ν’αρχίσει να χτυπάει

οι νεκρωμένες αρτηρίες να γεμίσουνε

απ’το αίμα του νεκρόφιλου χρόνου

 

και οι νευρώνες του εγκεφάλου

να λάμψουνε ξανά

από ευφυΐα ανθρώπινη!

με φως που θα χορεύει

σ’ένα στερέωμα βλάσφημο

σαν το βόρειο σέλας

στους ουρανούς της κόλασης…

 

κι όμως την ύστατη στιγμή

ενώ στο εργαστήριο βροντάνε οι μηχανές

το ρεύμα μαστιγώνει με ριπές τους τοίχους

και οι κολώνες έχουν ζωστεί

με φλόγες ανίερου πυρός

 

το τέρας

τα άψυχα μάτια του ανοίγει

το μπράτσο του τεντώνει

κι αρπάζει τον εκστασιασμένο δημιουργό του

απ’τον καρπό!

 

Ο δόκτωρ Φρανκεστάιν

τρέμει

όχι από φόβο

αλλά από προσμονή

και τούτο το σφίξιμο δεν τον πτοεί

το πείραμα είναι έτοιμο

θα γίνει!

 

Χιλιάδες βολτ

σα φίδια μαγικά

πολύχρωμα, σατανικά

θα ορμήξουν μέσα στο κουφάρι του

και τότε ευθύς εκείνος θα…

 

μη με σκοτώνεις πάλι

αδελφέ μου!

 

ακούει για πρώτη του φορά

εκείνη τη φωνή που είχε ξεχάσει

που είχε θάψει από αιώνες

κι έρχεται απ’το στόμα του δημιουργήματός του!

 

μη με σκοτώνεις

πάλι

αδελφέ μου!

 

πέφτει στα γόνατα ο επιστήμονας

και τα δάκρυα τρέχουν ανεμπόδιστα

απ’τα μάτια του

κραυγές και ανάσες

απ’το στόμα του

ζαλάδα, ανεμοδούρα, σκοτοδίνη

όλα μηδέν και όλα τίποτα

του παίρνει χρόνο να συνέλθει…

 

κι όταν σηκώνεται

ερείπιο πια

και λέει να βάλει μπρος το πείραμά του

 

η κλίνη εμπρός του

είναι άδεια!

 

το τέρας λείπει!

 

αλαφιασμένος!

έντρομος!

ψάχνει ολόγυρα

ψάχνει παντού!

 

παραμιλάει…

φωνάζει!

 

το τέρας λείπει!

 

κάποιος περνάει έξω απ’το παράθυρο

τρέχει να δει

 

κάποιος

ολόιδιος εκείνος

γυρίζει ξαφνικά

και τον κοιτά 

 

με τα δικά του μάτια!

 

και του χαμογελά

 

με το δικό του στόμα!