Lemegethon
Ο μάγος αναφλέγει τον εαυτό του
Ροβοάμ
Κάποτε προσευχήθηκα
για την Ανέκφραστη Σοφία…
Κάθισε αδελφέ μου
κάθισε στη Γη
ακίνητος
μείνε!
άνοιξε τ’αυτιά σου
ν’ακούσεις!
να υποδεχθείς
το κελάρυσμα των αρχαίων αιώνων
μέσα από τούτες τις ανάσες
μέσα από τούτες τις απέραντες θάλασσες
των ιαχών
όλων εκείνων που κάποτε
περπάτησαν σ’αυτό το χώμα…
έρχονται!
τ’αδέλφια μας!
έρχονται!
κάθισε
μείνε
ακίνητος!
κλέψε τη σιωπή!
κλέψε!
κι άκουσε
εκείνοι διατρυπούν το στήθος σου
σε καλούν!
Απάντησε!
Άνοιξέ τα στήθια!
Τόση μοναξιά!
Κύριε, τόση αγωνία!
μην τους αποδιώχνεις
μην τους φοβάσαι!
Μέσα στη διαθήκη μου το Κλειδί…
Τα λόγια μου σε φλούδες δέντρων…
Γεννηθήκαμε παραμορφωμένοι
γεννηθήκαμε
από τη Μήτρα του Αχέροντα
και πονάμε!
Κύριε
πονάμε τόσο πολύ!
δεν ξέραμε
πώς να το ξέρουμε
ότι θα είμαστε δοχεία πυρός
ότι θα σπάσουν τα δάχτυλά μας
στον πρώτο αγέρα απ’το Αεί;
Κανείς
κανείς σου λέω δεν ήξερε
και σήκωσε φωνή!
Και απαρνήθηκε
Εκείνον!
Μείνε…
μείνε αγκαλιασμένος σφιχτά
με τη Μητέρα
κι άκουσε
τόσες οιμωγές
που οι πέτρες και τ’αγκωνάρια της Χαρράν
λύγισαν
ράγισαν
μας σπλαχνίστηκαν
κι έσταξαν γάλα και μέλι!
Τα πύρινα ιερά εμβλήματα σε πλάκες από χαλκό
Σε φιλντισένιο κουτί
στο μνήμα μου…
Ω, πρίγκιπα των Όψεων
συ που κρατούσες του Μωυσή την πένα
κι έγραψε τα πρώτα λόγια του Ιόδ
μη μας διώκεις!
μην ανοίγεις τις φτερούγες σου
πάνω απ’τη σάρκα μας
μην ανοίγεις τη φωτιά σου
πάνω απ’το πνεύμα μας!
Μακριά
μακριά κατοικούν οι γιοι και οι κόρες μας πια
και από κείνον τον τόπο
έρχονται ίσαμε εδώ
μονάχα σπαράγματα ανέμων…
μείνε…
μείνε αδελφέ μου κι άκουσε
μέσα στα στήθια της Μάνας
χτυπάει η καρδιά σου
σκάψε το χώμα
για να τρέξει το αίμα της
παρθένο
ζεστό
αμόλευτο
και πιες!
Μέσα στη καρδιά μου όσα πόθησα παιδί μου
μέσα στο μυαλό μου
των προγόνων η πένθιμη γνώση
μέσα στην παλάμη μου
το πύρινο μάτι του Θεού
κι εσύ
μείνε κοντά μου
ώσπου τούτη η αγωνία της ύπαρξης
να με σκοτώσει…
(απόσπασμα)